Δόξα τω Θεώ, πάντων ένεκεν. - Αγ. Ιωάννης Χρυσόστομος

Πέμπτη 21 Απριλίου 2016

ΑΠΟΚΡΥΦΙΣΤΙΚΟΙ ΣΥΜΒΟΛΙΣΜΟΙ ΚΑΙ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗ ΠΙΣΤΗ


ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΓΡΑΦΕΙΟ ΕΠΙ ΤΩΝ ΑΙΡΕΣΕΩΝ ΚΑΙ ΠΑΡΑΘΡΗΣΚΕΙΩΝ

 

Εν Πειραιεί τη 17η Απριλίου 2016.

 

ΑΠΟΚΡΥΦΙΣΤΙΚΟΙ ΣΥΜΒΟΛΙΣΜΟΙ ΚΑΙ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗ ΠΙΣΤΗ

 

   Έχουμε αναφερθεί πολλές φορές στην προσπάθεια ορισμένων «αρχαιολατρών» να συγκεραστούν οι αιώνιες αλήθειες της πίστεώς μας με τις θρησκευτικές πίστεις, δοξασίες και πρακτικές των αρχαίων προγόνων μας. Στη  ουσία όμως πρόκειται για απόπειρα νοθεύσεως της σώζουσας Ορθοδόξου Πίστεώς μας με σύγχρονα αποκρυφιστικά στοιχεία του διάχυτου αποκρυφιστικού πλέγματος της «Νέας Εποχής». Κι’ αυτό διότι έχει αποδειχτεί περίτρανα ότι το σύγχρονο φαινόμενο του Νεοπαγανισμού, το οποίο εκδηλώνεται με πρόσχημα την «λατρεία» της προχριστιανικής αρχαιότητας, είναι βαθύτατα διαποτισμένο από τις δοξασίες της «Νέας Εποχής» και προωθεί μανιωδώς τις επιδιώξεις της. Η κυριότερη ίσως επιδίωξή του είναι η πολεμική του κατά της Χριστιανικής μας Πίστεως, κατά της Εκκλησίας μας και κατά ημών των Χριστιανών. Αυτό μαρτυρούν ξεκάθαρα οι πάμπολλες δημοσιεύσεις του δαιδαλώδους νεοπαγανιστικού φαινομένου, τόσο στη χώρα μας, όσο και στο εξωτερικό. Ορισμένες ομάδες, σε αντίθεση με τις περισσότερες, οι οποίες διακατέχονται από ακραίες φονταμενταλιστικές συμπεριφορές, θέλουν να δείχνουν ένα προσωπείο ανεκτικότητας και σε κάποιες περιπτώσεις να επιζητούν το «πάντρεμα» του Νεοπαγανισμού και Χριστιανισμού.

Μια τέτοια περίπτωση συναντήσαμε σε πρόσφατο δημοσίευμα στην εφημερίδα «ΕΛΕΥΘΕΡΗ ΩΡΑ» (3-3-2016), με τίτλο: «Η ΣΥΜΒΟΛΙΚΗ ΤΕΧΝΗ ΤΗΣ ΤΡΙΑΔΟΛΟΓΙΑΣ». Στο ανυπόγραφο αυτό άρθρο γίνεται μια προσπάθεια να «κατανοηθεί» το ύψιστο δόγμα της Εκκλησίας μας, περί της Αγίας Τριάδος, μέσα από το «πρίσμα» της αρχαιοελληνικής θρησκευτικής παράδοσης και φιλοσοφίας.

  Κατ’ αρχήν θα θέλαμε να εκφράσουμε την απορία μας, πως μια εφημερίδα η οποία θέλει να δείχνει σεβασμό προς την Ορθοδοξία μας, δέχεται τη «φιλοξενία» τέτοιων δημοσιευμάτων, τα οποία προσβάλλουν, αφ’ ενός μεν την Εκκλησία μας και αφ’ ετέρου την ίδια την εφημερίδα, η οποία, όπως προαναφέραμε δείχνει ότι σέβεται και στηρίζει την Εκκλησία μας. Για την περίπτωση αυτή θα μπορούσαμε να επικαλεστούμε το λόγιο του Κυρίου μας «ουδείς οικέτης δύναται δυσί κυρίοις δουλεύειν» (Λουκ.16,13). 

    Ο ανώνυμος συντάκτης του άρθρου επικαλείται τα «διδάγματα» του κ. Δ. Οικονόμου, ο οποίος «από μικρός ένιωθε τα συμβολικά μηνύματα της φύσης και ζωγράφιζε συμβολικά. Γεννημένος σε ύψος 900 μ. εντός του μυστηριακού αρχαίου Αρκαδικού Ιδεώδους τοπίου ενεπνέετο προς ζωγραφικήν και ποίησιν. Ένιωθε τα φυσικά φαινόμενα ως ομιλούντα σύμβολα. Πριν 15 χρόνια άρχισε να ερευνά την τριαδικότητα των φαινομένων». Εμείς δεν γνωρίζουμε τον κ. Δ. Οικονόμου και το έργο του και ως εκ τούτου δεν πρόκειται να κάνουμε κριτική σ’ αυτόν, αλλά στο άρθρο, που αναφέρεται σ’ αυτόν.

    Θα θέλαμε αρχικά να πληροφορήσουμε τον αρθογράφο πως το «μυστηριακό αρχαίο Αρκαδικό Ιδεώδες τοπίο» δεν ήταν δυνατόν να «εμπνεύσει» τον κ. Δ. Οικονόμου να «ερευνήσει» την «τριαδικότητα» και μάλιστα την τριαδικότητα του Θεού, όπως αναφέρεται στη συνέχεια του άρθρου. Κι αυτό διότι η παγανιστική Αρκαδία είναι γεμάτη από θρησκευτικές παραδόσεις, οι οποίες όχι μόνον δεν τιμούν τους προγόνους μας, αλλά μάλλον τους υποτιμούν και φανερώνουν το έρεβος της αρχαιοελληνικής ειδωλολατρικής θρησκείας. Πρόκειται για πραγματικά δαιμονικές δοξασίες και θρησκευτικές πρακτικές, οι οποίες ελάμβαναν χώρα σ’ αυτή την συγκεκριμένη περιοχή, στην υπόλοιπη Ελλάδα και όλον τον αρχαίο κόσμο.

     Σύμφωνα με τα «διδάγματα» της αρχαίας θρησκείας, στην αρκαδική γη συντελέστηκε ο εμετικός βιασμός και η φρικώδης αιμομιξία του «θεού» Ποσειδώνα με την αδελφή του «θεά» Δήμητρα. Ο ερωτομανής «θεός» είχε καταληφτεί από ερωτική μανία για την αδελφή του Δήμητρα. Εκείνη για να ξεφύγει από το δαιμονικό πάθος του αδελφού της, μεταμορφώθηκε σε φοράδα και εντάχτηκε σε αγέλη αλόγων στην Αρκαδία. Εκείνος την εντόπισε, μεταμορφώθηκε σε ίππο και πραγματοποίησε τον βιασμό και την αιμομιξία!

    Η αρκαδική γη υπήρξε επίσης η κοιτίδα της λατρείας ενός από τους πλέον αποκρουστικούς «θεούς» της αρχαίας θρησκείας, του Πανός. Ενός τερατώδους όντος, μίξη ανθρώπου, τράγου και ίππου, ο οποίος ενσάρκωνε την πλέον ακραία θηλυμανία και την ανικανοποίητη λαγνεία. Με άλλα λόγια, την έσχατη αποκτήνωση του ανθρώπου. Δεν είναι ίσως τυχαίο που ο δαιμονικός αυτός «θεός» ταυτίστηκε, τόσο από την Εκκλησία, όσο και από τον Αποκρυφισμό, με τον Εωσφόρο, την ενσάρκωση του κακού.

     Στην Αρκαδία και ειδικά στο Λύκαιο όρος, στο «ιερό» του «θεού» Λυκαίου Διός, διαδραματίζονταν καθ’ όλη τη διάρκεια της αρχαιότητας, και ως τον 4ο μ. Χ. αιώνα, φρικτές και απάνθρωπες τελετουργίες, με αποκορύφωμα τις ανθρωποθυσίες και μάλιστα μικρών παιδιών, τα οποία κατόπιν τα έτρωγαν! Ο αρχαίος περιηγητής Παυσανίας(2ος μ. Χ. αιώνας), ομιλεί με φρίκη για τον τόπο εκείνο, ως εξής: «Στο βωμό αυτόν προσφέρουν,(σ.σ. προσφέρονταν και στις μέρες του), μυστική θυσία στον Λύκαιο Δία. Δεν είχα όμως καμιά διάθεση να μιλήσω σχετικά με αυτή τη θυσία. Ας μείνει όπως είναι κι όπως ήταν από την αρχή» (Παυσ. Αρκαδ.38,7)! Αυτό βεβαιώνει και ο νεοπλατωνικός φιλόσοφος Πορφύριος (3ος μ. Χ. αιώνας): «Αφ’ ου μέχρι του νυν (στις μέρες του) ουκ εν Αρκαδία μόνον τοις Λυκαίοις, ούδ’ εν Καρχηδόνι τω Κρόνω, κοινή πάντες ανθρωποθυτούσι(σ.σ. συνεχίζουν να κάνουν ανθρωποθυσίες)» (Πορφ. Περί Αποχής των εμψύχων)!

      Αυτός ήταν ο «ιερός χώρος» της αρχαίας Αρκαδίας το «μυστηριακό αρχαίο Αρκαδικό Ιδεώδες τοπίο», κατά τον αρθρογράφο, το οποίο εμπνέει τον κ. Δ. Οικονόμου. Άρα δεν μπορούσε να έχει «θεία έμπνευση» από τον συγκεκριμένο γεωγραφικό χώρο. Γι’ αυτό δείτε πως, σύμφωνα πάντα με τον αρθρογράφο, αντιλαμβάνεται την τριαδικότητα: «κατενόησε (σ.σ. ο κ. Δ. Οικονόμου) ότι ο αγαθός άνθρωπος ως Υιός Υψίστου έχοντας θείαν Υιοθεσίαν και Χριστοειδή φύση συγκαταλέγεται δια προσκλήσεως και θεώσεως στο Β΄ πρόσωπον της συμπαντικής απείρου τριάδος. Προστιθέμενος ο θνητός και μηδαμινός άνθρωπος στην πρωταρχικήν θείαν τριαδική μονάδα προσκομίζει και προσθέτει άπειρον αξίαν. Όταν το παν είναι απλό και τριαδικό δημιουργείται εύκολα. Ελέγχεται, προγραμματίζεται, ανανεώνεται, αυτοματοποιείται εύκολα. Άλλος τρόπος ή σύστημα δεν υπάρχει»! Δεν μπορούμε να γνωρίζουμε αν ο ίδιος γνωρίζει αυτά που υποστηρίζει, εμείς πάντως αδυνατούμε να καταλάβουμε τι εννοεί. Κατανοούμε όμως πολύ καλά πως ό, τι γράφει έχει αποκρυφιστικό χαρακτήρα. Ο όρος «συμπαντική θεία τριαδική μονάδα» είναι κορυφαίο «δόγμα» του νεοεποχίτικου πανθεϊστικού αποκρυφισμού.

   Στη συνέχεια ο αρθρογράφος κάνει λόγο για το «Μουσείο Οικονόμου», το οποίο «έχει σκοπό την εξερεύνηση της αλήθειας διά των συμβόλων, καθ’ ότι ένα σύμβολο επεξηγεί εύκολα σαν 1000 λέξεις και απομνημονεύεται εύκολα». Εδώ θα θέλαμε να πληροφορήσουμε τον αρθρογράφο, πως ο Κύριός μας Ιησούς Χριστός, μας δίδαξε την αλήθεια και μας αποκάλυψε τον αληθινό Τριαδικό Θεό, κατά τρόπο ευθύ και σαφή, ώστε να μην χωρούν υποκειμενισμοί και παρανοήσεις. Διότι οι συμβολισμοί, οι οποίοι κρύβουν «απόκρυφες αλήθειες» στηρίζονται στον υποκειμενισμό. Ο Χριστός μας δίδαξε μεν με παραβολές, αλλά διαβεβαίωσε πως «έρχεται ώρα ότε ουκέτι εν παροιμίαις λαλήσω υμίν, αλλά παρρησία περί του Πατρός» (Ιωάν.16,25), μετά την έλευση του Παναγίου Πνεύματος, του Παρακλήτου, ο οποίος μας οδηγεί «εις πάσαν την αλήθειαν» (Ιωάν.16,13), μέσω της Αγίας Του Εκκλησίας. Έτσι για μας οι έννοιες «απόκρυφη γνώση», «σύμβολα», κλπ., είναι ξένες, ιδιώματα και πρακτικές των εκτός της Εκκλησίας και ιδίως του σκοτεινού αποκρυφισμού, ο οποίος υπηρετεί ξεκάθαρα τον αντίθεο διάβολο. Ο Χριστός είναι «το φως το αληθινόν, ο φωτίζει πάντα άνθρωπον ερχόμενον εις τον κόσμον» (Ιωάν.1,9), το «φως του κόσμου» (Ιωάν.8,12), σε αντίθεση με τον Σατανά, ο οποίος είναι ο άρχων του «σκότους του εξώτερου» (Ματθ.25,30). Τα έργα του Χριστού είναι φωτεινά, του δε διαβόλου σκοτεινά. Ο Χριστός δεν έχει να κρύψει τίποτε, ο διάβολος έχει κάθε λόγο να κρύβει και να δρα στα σκοτεινά, προκειμένου να παρασέρνει ψυχές στην απώλεια.

     Στη συνέχεια ο αρθρογράφος, μη γνωρίζοντας προφανώς την δογματική διδασκαλία των αγίων Πατέρων περί της Αγίας Τριάδος και περί της δημιουργίας του κόσμου και αδυνατώντας να κάνει την ουσιώδη διάκριση μεταξύ κτιστού και ακτίστου, φθάνει σ’ έναν αυθαίρετο συλλογισμό: «Εφ’ όσον ο Θεός είναι τριαδικός αλλά και πολύπλοκος, φυσικό ήταν να τα δημιουργήσει όλα τριαδικά αλλά και πολύπλοκα». Ο Θεός είναι μεν Τριαδικός αλλ’ όχι και πολύπλοκος. Το μυστήριο της Τριαδικής Θεότητος μας αποκαλύφθηκε διά του Ιησού Χριστού, αλλά δεν μας αποκαλύφθηκε κανένα μυστήριο πολυπλοκότητος της Τριαδικής Θεότητος. Η αυτοαλήθεια –Χριστός ουδέποτε μας δίδαξε ότι ο άπειρος Τριαδικός Θεός είναιταυτόχρονα και πολύπλοκος. Επίσης ουδέποτε οι άγιοι Πατέρες στην δογματική τους διδασκαλία αναφέρουν ότι η συμπαντική πραγματικότητα έχει τριαδική δομή. Η περί «τριαδικότητας του κόσμου» διδασκαλία προέρχεται από τους αρχαίους έλληνες Φιλοσόφους, (Σωκράτης, Πυθαγόρας, Πλάτων, Αριστοτέλης, Ερμής Τρισμέγιστος, Ιάμβλιχος, κλπ) και επομένως αποτελεί ανθρώπινη επινόηση-πλάνη και όχι αποκάλυψη Θεού. Αν ο Θεός είναι τριαδικός και πολύπλοκος και η κτίσις επίσης τριαδική και πολύπλοκη, τότε η κτίσις είναι κατ’ εικόνα Θεού πλασμένη, πράγμα άτοπον, διότι σύμφωνα με την διδασκαλία της Εκκλησίας μας μόνον ο άνθρωπος είναι κατ’ εικόνα Θεού πλασμένος.Είναι φανερό ότι η παρά πάνω θεωρία, συγχέοντας το κτιστό με το άκτιστο, τείνει να παρουσιάσει την κτίση απόρροια της ουσίας του Θεού, και παραπέμπει στην κλασική διδασκαλία της Νέας Εποχής: «Εν το παν». Πέραν αυτών είναι γνωστόν ότι  οι αρχαίοι σοφοί παρ’ όλη την σοφία τους , δεν μπόρεσαν να φθάσουν ούτε καν σε μια στοιχειώδη και εισαγωγική γνώσηπερίτου αληθινού Θεού, σύμφωνα με τον λόγο του Παύλου «ουκ έγνω ο κόσμος δια της σοφίας τον Θεόν» (Α΄Κορ.1,19) και ότι «τα μωρά του κόσμου εξελέξατο ο Θεός ίνα τους σοφούς καταισχύνη» (Α΄Κορ.1,27). Οι αρχαίοι σοφοί ψήγματα μόνο της αλήθειας, (σπερματικός λόγος), μπόρεσαν να ανακαλύψουν. Αντίθετα, «η χάρις και η αλήθεια δια Ιησού Χριστού εγένετο. Θεόν ουδείς εώρακε πώποτε, ο μονογενής Υιός, ο ων εις τον κόλπον του Πατρός εκείνος εξηγήσατο» (Ιωάν.1,17-18). Ο Χριστός είναι ο Ίδιος η μοναδική και αποκλειστική αποκάλυψη του Θεού στον κόσμο και ως εκ τούτου δεν χρειαζόμαστε άλλη «αποκάλυψη». Τα ψήγματα της αλήθειας και η αέναη αναζήτηση της αλήθειας των αρχαίων σοφών έχουν την αξία τους μόνον ως τέτοια και όχι ως αποκάλυψη του Θεού. Άλλωστε, όσες φορές επιχειρήθηκε να επικαλύψει η φιλοσοφία την θεολογία, το αποτέλεσμα ήταν η πλάνες και οι αιρέσεις (Μοναρχιανισμός, Αρειανισμός, Νεστοριανισμός, Σχολαστικισμός, κλπ).

     Βεβαίως στη συνέχεια ο αρθρογράφος γράφει πως «ο Θεός Πατήρ είναι υπεράνω ανθρωπίνης λογικής και νόμου … ας μην προσπαθήσει κάποιος να ερμηνεύσει την άπειρον και ασύληπτον Θείαν Τριάδα. Ας κατανομάσει περισσότερο τον εαυτό του και την φυσικήν αρμονίαν και ύστερον θα θαυμάσει την ασύλληπτον αρμονία της Θείας Τριάδος». Όχι μόνο ο Πατήρ, αλλά ολόκληρη η Αγία Τριάδα είναι υπεράνω της ανθρώπινης λογικής. Αυτή η φράση είναι επικίνδυνη, διότι δεν λέει όλη την αλήθεια. Απρόσιτη και αμέθεκτη στον άνθρωπο είναι η Θεία Ουσία Του, μετέχεται ο Θεός όμως διά των ακτίστων Τριαδικών Θείων Ενεργειών Του μέσω των οποίων ο άνθρωπος έχει την εμπειρία του Θεού και πραγματοποιείται η σωτηρία του και η κατά χάριν θέωσή του.

   Σε άλλο σημείο του άρθρου ο συντάκτης κάνει γνωστή την «πνευματική ταυτότητα» του κ. Δ. Οικονόμου. «Τολμά (σ.σ. ο κ. Δ. Οικονόμου) συμβολικά να περιγράψει, ή συσχετίσει τις νότες της αρμονίας των ουρανίων σφαιρών, την αριθμολογία, την χρωματολογία με την τριαδολογία, βασιζόμενος στην ενότητα των πάντων και στον τριαδικό νόμο». Σ’ αυτές τις φράσεις του αποκαλύπτει αβίαστα τις αποκρυφιστικές και νεοεποχίτικες δοξασίες του, (αν ερμηνεύει σωστά τον κ. Δ. Οικονόμου). Είναι άλλωστε πασίγνωστο πως οι όροι «αριθμολογία» και «χρωματολογία» είναι βασικές πρακτικές του νεοεποχίτικου αποκρυφισμού. Επίσης η φράση του «ενότητα των πάντων» μας θυμίζει το «Έν το Παν» της Θεοσοφίας υποδηλώνοντας πανθεϊστική αντίληψη του κόσμου, η οποία είναι απόλυτα ασυμβίβαστη με την Ορθόδοξη Πίστη μας.

  Περαίνοντας το σχόλιό μας, θέλουμε να επισημάνουμε τον έρποντα και αφανή σε πολλούς κίνδυνο της νοθεύσεως της χριστιανικής μας πίστεως με κοσμικά στοιχεία, τα οποία μπορούν να έχουν σοβαρές επιπτώσεις στην πνευματική μας πορεία και τελείωση. Η κατά κόσμον σοφία έχει την αξία της μόνον ως θεραπαινίδα της κατά Θεόν σοφίας, διότι μόνον τότε επιτελεί τον πραγματικό και ωφέλιμο σκοπό της. Στις τραγικές αποκαλυπτικές και εσχατολογικές ημέρες μας βρίσκεται σε πλήρη εξέλιξη μια γιγαντιαία επιχείρηση αλλοίωσης του ορθοδόξου φρονήματός μας, από το δαιμονικό πνεύμα της «Νέας Εποχής», η οποία, όπως έλεγε ο μακαριστός π. Αντώνιος Αλεβιζόπουλος, «η Νέα Εποχή, δεν θέλει εκκλησίες αδειανές από πιστούς, αλλά γεμάτες από κόσμο με αλλοιωμένο φρόνημα». Σήμερα, μια από τις μεγαλύτερες προκλήσεις κατά της Εκκλησίας μας, είναι η λυσσαλέα επίθεση των πάσης φύσεως αιρέσεων, με κυριότερες τον Οικουμενισμό, μέσα στον οποίο κρύβεται και ο νεοεποχίτικος αποκρυφισμός. Γι’ αυτό καλούμε τους πιστούς μας να αποκτήσουν «νουν Χριστού» (Α΄Κορ,2,16) και να κωφεύουν στις σύγχρονες σειρήνες της απώλειας. 

 

Εκ του Γραφείου επί των Αιρέσεων και των Παραθρησκειών

 

Πέμπτη 14 Απριλίου 2016

NEW YORK: Communication of the Holy Synod of the Russian Orthodox Church Outside of Russia to the Clerics and Faithful — 13 April 2016.


NEW YORK: Communication of the Holy Synod of the Russian Orthodox Church Outside of Russia to the Clerics and Faithful — 13 April 2016.

 

 

To the Very Reverend and Reverend Clergy, Venerable Monastics and Pious Faithful of the Russian Orthodox Church Outside of Russia:

 

In the Name of the Father, the Son, and the Holy Spirit!

 

In light of the welcome publication of the documents to be considered by the forthcoming Pan-Orthodox Council, scheduled to take place on Crete from 16-27 June 2016, the Holy Synod of the Russian Orthodox Church Outside of Russia has undertaken to examine these texts, together with a multitude of other Hierarchs, clergy and laity who are doing the same as preparations for the Council continue, and to communicate with our God-preserved flock and others the manner of suggestions we are proposing, since the documents of the Council are the cause of interest and questioning to very many. We are reminded, in this as in all things, of the words of the Lord to the Holy Apostle St. Peter, when He pronounced that the future shepherd’s work would be to feed My sheep (John 21.17); and likewise that the food for those who love Him is to diligently preserve what Christ has taught them: If ye love me, keep my commandments (John 14.15), and If a man love me, he will keep my words (John 14.23).

It is with zeal for such divine commandments that the whole plenitude of the Hierarchy of the Russian Orthodox Church seeks to apply the counsel of the Righteous Solomon: incline thine ear unto wisdom, and apply thine heart to understanding (Proverbs 2.2), scrutinizing the documents that have been made available to us with humility, diligence and obedience. This task is undertaken in a spirit free from fear or worldly worry, since we fervently trust that God Himself is ever the helmsman of the Church, and as He has guided her through the many centuries to our day, so He will continue to guide and preserve us now and until He comes again. Rather, we offer reflections on a few of the texts as a means of conjoining our thoughts to those of many others who are working for the good of all our inter-Orthodox endeavours, including His Holiness the Patriarch and those members of our Russian Orthodox Church who labour with him in these preparations.

While certain of the documents — which have been prepared by the Pre-Conciliar Conferences for the Council’s consideration, but which are of course not final texts and are necessarily preliminary — do not give rise for concern in our reading, and indeed contain elements of useful clarification (for example, the document Autonomy and the Means of Proclaiming It”), the employment in others of ambiguous terminology, a lack of theological precision, and ecclesiological language foreign to the sacred tradition of the Church, demand commentary that may lead to their correction. This is most notably the case in two documents: Relations of the Orthodox Church with the Rest of the Christian World”, and The Mission of the Orthodox Church in Today’s World”; and a few issues arise also with the procedural text entitled Organisation and Working Procedure of the Holy and Great Council of the Orthodox Church.”

 

The Document Relations of the Orthodox Church with the Rest of the Christian World”

We cannot read the document Relations of the Orthodox Church with the Rest of the Christian World” without noting the pronounced measure of inconsistency — both in terms of language as well as conceptuality — that marks it out; but also, more painfully, the failure of the document to espouse proper Orthodox ecclesiology in the manner necessary for the full proclamation of Christ’s Truth in a divided world. In our estimation this is the most problematic of the Pre-Conciliar documents, and one which will require substantial revision and amendment during the sessions of the Council itself, if it is to attain a form suitable for adoption.

The inconsistencies in ecclesiological terminology are readily apparent, and have already been noted by many (the Most Reverend Metropolitan of Nafpaktos and St. Vlasios, the Most Reverend Metropolitan of Limassol, as well as various learned Orthodox clergy and scholars). While the document opens by identifying the Orthodox Church as the One, Holy Catholic and Apostolic Church” (art. 1), which grounds her unity on the fact that she was founded by Our Lord Jesus Christ, as well as on the communion in the Holy Trinity and in the Sacraments” (art. 2), the terminology used throughout the remainder of the text renders ambiguous these otherwise clear and true phrases. Not only is proclamation of the Orthodox Church as the One” Church befuddled by the statement that the Orthodox Church acknowledges the existence in history of other Christian Churches and confessions which are not in communion with her” (art. 6) and the repeated references to various Christian Churches and confessions” (art 6, art. 20); the document also lacks any reference to the fact that the Church is not only founded by” our Lord and God and Saviour Jesus Christ (cf. art. 2), but is ever His mystical Body, always one and indivisible (cf. Ephesians 5.30; Colossians 1.24). Though of course all acknowledge the existence in history of groups who seek to follow the Saviour apart from the Orthodox Church, and which may by self-definition refer to themselves as ‘churches’, Orthodox ecclesiology permits of no pluralization of what is, and must always be, One: Christ’s Body itself. In casual usage such terminology (i.e. of ‘other churches’) may at times be employed out of convenience, but it can have no place in a formal document of the Church, which must be scrupulously precise and give clear, unequivocal voice to the traditions we have received from our Fathers, which they received from the Lord.

More serious are the deficiencies in this text regarding the essential distinction it seeks to address: namely, the Church and her relations to those outside her. While our hearts echo the sentiment of the holy Hieromartyr Hilarion (Troitsky) who observed of the fracture in the Christian world: What conscious Christian does not sorrow in soul when he sees the enmity and division among people who should be uniting their faith, among whom should be reigning the peace left and given by Christ to His disciples, and love poured into the hearts of Christians by the Holy Spirit!” — we acknowledge at the same time that the advent of such peace to those who are divided can come only through the proclamation of the one true path towards unity: the life of salvation offered in the Church; and that understanding how to return to the indivisible Church begins with a right understanding of separation. Here the document is at its most unclear. At no point does the text heed the example of the Holy Fathers, Councils and Canons of the Church in identifying the division between Christian peoples as arising from schism and heresy (terms which, most surprisingly, do not appear in the text at all); that is, in terms of increasing degrees of severance and departure from Christ’s Body and Truth.[1] Instead, the document takes the para-ecclesiological approach of locating division within a broadly-defined concept of Christian unity” (cf. art. 4), which itself becomes an ambiguous phrase used to imply a paramount unity of believers in Christ” (ibid.) that extends beyond the One, Holy Catholic and Apostolic Church” and incorporates many other confessions.[2]

It is in this context of a heterodox para-ecclesiology that the document goes on to speak of Christian unity as something that has been lost” (art. 5), and the restoration of Christian unity” as one of the Church’s persistent aims (art. 4, 5, 12, 24). Such statements contradict the otherwise valid proclamation that the unity by which the Church is distinguished in her ontological nature is impossible to shatter” (art. 6). Moreover, intermingling the right proclamation that the Church bears witness to those who are external to her” (ibid.), with the suggestion that she engages with such bodies in order to seek lost Christian unity on the basis of the faith and tradition of the ancient Church of the Seven Ecumenical Councils” (art. 5), makes clear that the unity” being spoken of is one in which the Holy Orthodox Church of those Councils is but a part or component, rather than the undivided whole which Christ has ever preserved as His own Bride (cf. Ephesians 5.25-26, 32). In all this, not only is a heterodox ecclesiology implicated in the draft of a potentially pan-Orthodox statement, but a powerful pastoral opportunity is neglected. The true disunity present among Christian peoples today is the loss of unity of heterodox Christians with the Orthodox Church; and the path of healing that can render divided humanity truly united is the repentant departure from schism and heresy, and the return to the One Church whose unity has never been broken.[3] It is for the divine preservation of this interior unity that we pray when we petition for the union of all” in the Divine Services, while at the same time bearing in our hearts the hope that those who are parted from it may return. A pan-Orthodox statement that fails to proclaim this Gospel hope into the world misses an opportunity rightly to bear the message of salvation.

The same document contains other errors which cannot be passed over. Its twenty-third article comments on the necessity of inter-Christian theological dialogue (itself a good and potentially fruitful endeavour) excluding any practice of proselytism or any outrageous manifestations of inter-confessional antagonism” (art. 23). The loose association of the term proselytism” with inter-confessional antagonism” is problematic, for the Lord commands both the active preaching (leading to baptism) of all nations” (cf. Matthew 28.19, 20) and assures the Church of His special preservation of those being proselytised — a reality we hymn in the Typical Psalms of the Divine Liturgy (κύριος φυλάσσει τοὺς προσηλύτους, Psalm 145.9). To categorically forbid proselytism”, properly understood, by Orthodox towards the heterodox is a tacit acceptance of an equality of confessions” (something the document itself rightly says cannot be accepted; cf. art. 18), since it amounts to an avowal of the idea that the heterodox are already united to the Body of Christ (the Church) and therefore need not be drawn towards repentant conversion into it.

We presume this clearly anti-Evangelical prohibition is not what is intended by the text, which pairs proselytism” with outrageous manifestations of inter-confessional antagonism”; and instead that it is using the term in a commonly-acknowledged vernacular to refer to devious and often underhanded tactics employed in preaching the Gospel, rather than the preaching of the Gospel itself (which is how we likewise interpret the employment of the term in the recent joint declaration of His Holiness the Patriarch of Moscow and the Roman Catholic Pope of Rome[4]). However, while informal usage of the term to refer to perversions of behaviour may be permissible in unbinding documents, it cannot be permitted of a formal ecclesiological statement.

 

The Document The Mission of the Orthodox Church in Today’s World”

The problems contained in the document The Mission of the Orthodox Church in Today’s World” are more subtle and theological in character than those in the text on the relations of the Orthodox Church with the rest of the Christian world, but for precisely this reason deserve special attention. His Eminence the Metropolitan of Nafpaktos and St. Vlasios has already carefully laid out the basics of the anthropological flaws that undergird the whole of this text, which render its otherwise noble focus on the work of Orthodoxy to foster peace, the aversion of war, the fight against discrimination, etc., deeply problematic until they are corrected.

The heart of the problem lies in the document’s persistent use of the term human person” where it ought to use man”, and grounding its humanitarian discussion in elaborations on this phrase.[5] Usage of the term person” for man emerges within Orthodox discussion in a notable way only from the time of V. Lossky, who himself acknowledged the novelty of his employment of it; and while it has become almost normative in contemporary discussions, the Holy Fathers are consistent in employing the Scriptural and liturgical language of man”. The term person(Rus. лицо, Gr. πρόσωπον)[6] is chiefly used in Orthodox language in reference to the Divine Persons of the Holy Trinity, in confessing the unique hypostatic being of Father, Son and Holy Spirit, as well as the singular hypostatic reality of the One Son in Whom both the divine and human natures co-exist unconfusedly, unchangeably, indivisibly, inseparably” (Definition of the Fourth Ecumenical Council). Almost never is the term applied to the human creature (in whom such distinctions do not exist), precisely as a way of noting the absolute distinction between that which is created and that which is Uncreated — for while man is in the image and likeness of God”, he is in no wise comparable, in his createdness, to Him Who has no beginning.

This clarification, which may at first strike as overly nuanced or even pedantic, is of fundamental importance to Orthodox theology and anthropology, and demonstrates the need for the most exacting attention when considering documents for widespread circulation (even in a case such as this, where the text does not purport to be about Trinitarian doctrine at all, yet inadvertently puts forward doctrinally problematic themes). The rise in misapplication of the term person” to man over the past 75 years has resulted in numerous perversions of theological language in the realm of doctrinal reflection, one of the most notable of which, the concept that there is a communion of Divine Persons in the Holy Trinity”, is directly stated in the document (art. 2.i).[7] The precise theological discussions of the fourth and fifth centuries clarified that the Father, Son and Spirit are united in an eternal communion of essence (in the begottenness of the Son, the procession of the Spirit and the monarchia of the Father), but not a communion of Persons. Misapplication of the term person” to man has led, however, to considerations of the community of the human race being applied to the nature of the Holy Trinity in a manner that contradicts the clear teaching of the Fathers and Ecumenical Councils. Furthermore, such improper language of Trinity creates new anthropological problems that arise from seeing the human person” as a community of persons in the unity of the human race reflecting the life and communion of the Divine Persons in the Holy Trinity” (art. 2.i — one of the most problematic phrases in the document).[8] While it is true that man’s freedom (the subject of Article 2) is a gift arising from his being created in the image” of God, neither his life in the broad community of the race of men, nor the freedom he exercises within it, are comparable to the freedom of the Divine Persons expressed in their eternal, mutual indwelling.

In numerous places throughout the document signs of this flawed anthropology are present, summed up in its desire to advance the general recognition of the lofty value of the human person” (art. 1.iii)[9] as the source for its language of mission. Yet when man is identified improperly as a human person reflecting an improper conception of a communion of Divine Persons” in the Trinity, his lofty value” is elaborated in necessarily inaccurate terms. Man’s value is indeed lofty, but the right foundation of his value lies precisely in his created distinction from the Persons of the Trinity, into Whose life he is nonetheless called and Whose image he yet mystically bears, rendering him unique among all creation in that he can attain the likeness of God through the deification of his nature.

In summary, we wish to stress that this document on the mission of the Church says much that is good: its emphasis on the proper exercise of human freedom, the pursuit of peace and justice, the struggles against discrimination, the identification of multitudinous problems with the secular and consumerist ideologies of our present culture, and so forth — these are all laudable and God-pleasing aims. But they must not be met through the application of flawed anthropological and theological concepts. The phrase human person” should be replaced throughout with the more satisfactory man”, especially in key phrases like the value of the human person” (art. 1.iii). Similarly, other ambiguous or improperly-applied anthropological terms should be carefully scrutinized and corrected (such as the use of “gender”, when in fact sex” is meant; cf. Preface, art. 5[ii, iii]).

 


Finally, a word must be said on the operational procedures established for the Council, with reference to the authority any documents it may approve will have within the Orthodox world.

We are not the first to note the flawed ecclesiological statement present in Article 22 of the document Relations of the Orthodox Church with the Rest of the Christian World”, which claims that the preservation of the true Orthodox faith is only possible thanks to the conciliar structure which since ancient times has been for the Church the strong and final criterion in matters of faith”. The Holy Councils of the Church, even those deemed Ecumenical in the consciousness of the Church, have never been the strong and final criterion in matters of faith,” but rather the Spirit-led confirmation of the one criterion of faith which is the express Will of Christ. The true Orthodox faith is not preserved only … thanks to the conciliar structure” of the Church, but through the unwavering, active headship of Christ over His Body, which properly constituted and prayerfully unified Councils manifest rather than determine.

This is accomplished through the charismatic, Apostolic grace bestowed upon the Hierarchs of the Church, which in conciliar prayer and reflection mystically discloses the Will of God Who speaks in and through His ministers. For this reason, those councils which have been assessed by the Church as having binding authority on her work and life are those in which the full freedom of this episcopal grace is preserved. Each bishop equally manifests the Apostolic charism, and in council each bishop is freely able to raise his voice in the plenitude of that assembly. Only in such a manner have councils been able to say It seemed good to the Holy Spirit and to us (Acts 15.28) and proclaim authoritatively the Will of the Lord.

The determinations made through the Pre-Conciliar process and the decision of the Primates of the Autocephalous Churches, spelled out in Articles 3, 12 and 13 of the Organisation and Working Procedure of the Holy and Great Council of the Orthodox Church” document, make clear that the Pan-Orthodox gathering to take place this year will not be a council of this nature. We hasten to add, in a spirit of full faith and love, that this in no wise means it cannot be of value and importance, and indeed we pray for a fruitful meeting that permits a new degree of inter-Orthodox dialogue and common work. However, a council that includes only a fixed number of representative bishops (art. 3.i), in which voting on the adoption of texts is done on a novel one Church, one vote” model in which voting shall be effected by autocephalous Orthodox Churches, not each particular member of the delegations represented at the Council” (art. 12.i), in which it is explicitly asserted that the voting of a Church at the Council, not a member of a delegation, does not exclude the possibility for one or a few hierarchs in the delegation of a particular autocephalous Church to take a negative position towards introduced amendments or a text in general” (art. 12.ii) and which relegates any such dissenting voice to an internal affair of that Church to which the hierarchs belong” (art. 12.iii) — all these things mean that any documents which are approved at this council may indeed have a pan-Orthodox authority” (art. 13.ii), but this authority can be neither dogmatic nor doctrinal, but will represent only the authority of the voices of those hierarchs permitted by such regulations to be present, speak, and have a vote. While we are satisfied that the insistence upon unanimous consensus for any amendments (art. 11.ii), as well as the adoption of texts themselves (art. 13.i), adequately safeguards against the possibility of the imposition of any text by majority vote”, the fact remains that even in such cases where decisions are taken at this council by the unanimous consensus of those present, such decisions can never be considered to bear witness to the consensus of the plenitude of the Church, and therefore the authority they bear shall be adjudged accordingly.

 


We write the above both to offer a few critical corrections to the documents set forward for consideration by the forthcoming Council, in the spirit of fraternal co-operation, agreement and support of our brother Hierarchs and clergy of the other Local Orthodox Churches, such as those previously mentioned in this letter, who are contributing in like manner; and also in order to reassure the faithful flock entrusted to us by Christ of the careful attention being laid upon the task of examining these documents by their pastors. The process of addressing the pastoral needs of any given age is one which requires both tremendous prayer and ascetical devotion from all Christians, but also the dedicated, deliberate work to ensure, in any document the Church may put forward, the faithfulness to the Gospel we have inherited. All such texts, now as throughout history, go through many stages of preparation and revision; and the fact that we, together with others, have identified serious problems with some of the documents pending consideration by the forthcoming Council should be a cause for neither fear nor anxiety. The Holy Spirit Who always guides the Church in love, is not far from us today; and the Church is not in our times, nor has she ever been, without the active headship of her True Head, Christ our God, Whom we trust with full faith will guide His Body in all truth.

We fervently implore the prayers of all our faithful flock, that standing fast upon the rock of the Church, their prayers may uphold all those Hierarchs who will work for the good of this dialogue and assembly.

 

Signed,

THE HOLY SYNOD OF BISHOPS

OF THE RUSSIAN ORTHODOX CHURCH OUTSIDE OF RUSSIA



[1] As, for example, in the clear language of St. Basil the Great in his First Canonical Epistle (Epistle 188), as well as the First Canon of the same Father and the commentary of St. Nicodemus of the Holy Mountain on the same; and in many other elements of the Church’s tradition.
[2] In this regard we are particularly grateful for the elucidation of His Eminence Metropolitan Hierotheos of Nafpaktos and St. Vlasios, in his Letter to the Holy Synod of the Church of Greece (18th January 2016), in which he draws attention to the implicit presence of so-called Baptismal Theology” raised through the document’s reference to the 7th Canon of the Second Ecumenical Council, and the 95th Canon of the Quinisext Council; and which His Eminence also notes appears to call into question the decision of the Patriarchs of 1756, by which the one baptism of the Orthodox Church is understood to have no parallel in other confessions.
[3] We are grateful for the clarity on these points offered in the recent letter of His Eminence Athanasius, Metropolitan of Limassol (dated 11th February 2016), with whose considered opinions we are in agreement.
[4] See the Joint Declaration of Patriarch Kyrill and Pope Francis, 12th February 2016, section 24.
[5] We note the careful precision that must be applied in this matter, as the document employs both correct references to man” (человек, ἄνθρωπος), as well as incorrect references to the human person” (человеческая личность, τόν ἀνθρώπινον πρόσωπον). The latter, which are the core of the theological problems with this document, are located at: Art.1 Title; 1.i, iii; 2.i, iii; 3.i; and 6.v).
 
For the sake of those reading the texts in other translations, the problem is at times compounded (for example, the English translation in wide circulation, which is not itself an official translation of the Pre-Conciliar Conferences, regularly confuses the matter further by failing to distinguish between the different terms in the official text, rendering almost all instances even of человек, ἄνθρωπος as human person”. Cf. Pref. paras. 2, 4; art. 1.i; multiple instances in 2.i; 6.iii, x; multiple instances in 6.xii, 6.xv).
[6] We note here an important distinction between theological usage in the Russian and Greek languages: Russian makes a distinction between Лицо (used in reference to the Divine Persons, Лицы, of the Holy Trinity) and личность, which is sometimes used of man, given that it retains a distinction between the type of Persons identified in the Trinity, and the being of the human creature. Thus in the official Russian edition of the present document, the phrase in question is always rendered человеческая личность and not человеческое лицо; while in Greek such a linguistic distinction does not exist and therefore the phrase is always rendered as the entirely unacceptable ἀνθρώπινον πρόσωπον.
 
In addition to matters of theological accuracy, this also introduces a procedural problem to the Council’s documents, since the official version of the Russian text employs a differentiation of vocabulary that is not employed in the Greek. Further inconsistency exists in the official French version of the document, which employs la personne humaine” (or a variation) some 12 times, as opposed to 7 in the Russian and Greek versions, often using it where the Greek text reads ἄνθρωπος and the Russian reads человек (e.g. in the Preface; art. 1.ii.). Thus we have three different documents, using different distinctions and nuances of vocabulary, rather than a threefold presentation of a single text in translation.
 
While the Russian distinction of лицо/личность may be less problematic than attributing the direct title of person” (лицо) to man, it is nevertheless a theological innovation that this document need not foster. It seems to us that theological precision is best maintained by avoiding it, and using the proper человек, ἄνθρωπος, l’homme for man in all instances.
[7] Both the official Russian and Greek versions include this improper theological statement, describing the Holy Trinity as: « общение Божественных Лиц », « κοινωνίαν τῶν θείων προσώπων ».
[8] Rus. « и как члену сообщества личностей, в единстве человеческого рода по благодати отражающих жизнь и общение Божественных Лиц в Святой Троице ». Gr. « καί ς κοινωνίαν προσώπων ντανακλώντων κατά χάριν διά τς νότητος το νθρωπίνου γένους τήν ν τ γί Τριάδι ζωήν καί κοινωνίαν τν θείων προσώπων ». Once again we see here the difference in Russian usage, which distinguishes in this sentence between лиц and личность, and the Greek which uses πρόσωπον in each instance.
[9] « Всеобщее признание высокой ценности человеческой личности »; « κοινή ἀποδοχή τῆς ὑψίστης ἀξίας τοῦ ἀνθρωπίνου προσώπου ». Cf. art. 6.v, where a similar sentiment is expressed, again using the improper terms.