Δόξα τω Θεώ, πάντων ένεκεν. - Αγ. Ιωάννης Χρυσόστομος

Πέμπτη 28 Δεκεμβρίου 2023

Ο ΠΡΩΤΟΜΑΡΤΥΡΑΣ ΣΤΕΦΑΝΟΣ: Η ΑΠΑΡΧΗ ΤΩΝ ΜΑΡΤΥΡΩΝ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΜΑΣ

 

ΛΑΜΠΡΟΥ Κ. ΣΚΟΝΤΖΟΥ Θεολόγου - Καθηγητού

           Η αγία μας Εκκλησία   είναι συνυφασμένη με το διωγμό και το μαρτύριο. Είναι δομημένη με το αίμα εκατομμυρίων καλλίμαχων μαρτύρων, οι οποίοι αποτελούν και το μόνιμο καύχημά Της. Το χρώμα της είναι το κόκκινο από τους ποταμούς των αιμάτων κατά των διαχρονικών πιστών. Οι ειδικοί υπολογίζουν πως με τους μετριότερους υπολογισμούς περισσότεροι από ένδεκα εκατομμύρια Χριστιανοί έχυσαν το τίμιο αίμα τους για τη νέα πίστη. Είναι ευνόητο πως τα νήματα του πολέμου κατά της Εκκλησίας κινεί ο θεομάχος και ανθρωποκτόνος διάβολος, ο οποίος μισεί θανάσιμα το ανθρώπινο γένος και επιδιώκει τη ματαίωση της εν Χριστώ σωτηρίας του.

     Πρώτο θύμα του λυσσαλέου πολέμου ο αρχιδιάκονος της πρώτης Εκκλησίας Στέφανος, άνδρας πλήρης «πνεύματος και σοφίας» (Πραξ.6,3). Ήταν ένας από τους επτά διακόνους, τους οποίους εξέλεξε η χριστιανική κοινότητα των Ιεροσολύμων για να διακονούν τους πιστούς στις «αγάπες», δηλαδή στα κοινά τραπέζια, ώστε να εκλείψουν τα παράπονα από τους ελληνιστές πιστούς, οι οποίοι παραθεωρούνταν σ’ αυτά. Το όνομά του είναι ελληνικό που σημαίνει τον άνθρωπο που φορά στεφάνι, στέμμα, δηλαδή τον διαλεχτό και αξιόλογο άνθρωπο. Ήταν πιθανότητα ελληνικής καταγωγής και είχε μόρφωση και ήθος, τα οποία τον καθιστούσαν ξεχωριστό στην Ιερουσαλήμ. Ασκούσε τη διακονία που του ανέθεσε η Εκκλησία με ιδιαίτερο ζήλο, υπηρετώντας τις χήρες, τα ορφανά, τους ασθενείς, τους φτωχούς και όλους τους καταφρονεμένους. Θεωρούσε με θέρμη ότι υπηρετούσε στα πρόσωπα των ενδεών αδελφών του τον ίδιο το Χριστό.

     Αλλά δεν εξαντλούνταν η δραστηριότητά του μόνο στον τομέα της κοινωνικής διακονίας. Αξιοποιώντας τα φυσικά του χαρίσματα, δίδασκε το λόγο του Θεού με ιδιαίτερη θέρμη. Μάλιστα αξιώθηκε από το Θεό να κάνει «τέρατα και σημεία εν τω λαώ» (Πραξ.6,8), ώστε να μέσω αυτών να δοξάζεται ο αληθινός Τριαδικός Θεός και να τελεσφορεί το σωτήριο κήρυγμα της νεαρής Εκκλησίας.

      Αυτό όμως εξόργισε τους φανατικούς Ιουδαίους, οι οποίοι είχαν αρχίσει σκληρό διωγμό εναντίον της νέας πίστεως, η οποία ήδη είχε διαφοροποιηθεί από τον ιουδαϊσμό. Ορισμένα από τα μέλη της συναγωγής των λεγομένων Λιβερτίνων, των Κυνηναίων και Αλεξανδρέων, καθώς και κάποιοι από των Ιουδαίων που κατάγονταν από την Κιλικία και την Ασία κάλεσαν τον Στέφανο να συζητήσουν μαζί τους για τη νεοφανή πίστη. Αλλά δε μπόρεσαν να τον αντικρούσουν, «ουκ ίσχυον αντιστήναι τη σοφία και τω πνεύματι ω ελάλει» (Πραξ.6,10). Τότε σκέφτηκαν να τον συκοφαντήσουν ότι δήθεν άκουσαν «αυτού λαλούντος ρήματα βλάσφημα εις Μωυσήν και τον Θεόν» (Πραξ.6,11). Τον παρέδωσαν στον φανατισμένο όχλο και στους άτεγκτους πρεσβυτέρους και γραμματείς για παραδειγματική τιμωρία. Επίσης τον παρέπεμψαν στο συνέδριο να δικαστεί και επιστράτευσαν ψευδομάρτυρες, οι οποίοι υποστήριζαν πως «ο άνθρωπος ούτος ου παύεται ρήματα βλάσφημα λαλών κατά του τόπου του αγίου τόπου. Ακηκόαμεν γαρ αυτού λέγοντος ότι Ιησούς ο Ναζωραίος ούτος καταλύσει τον τόπον τούτον και αλλάξει τα έθη α παρέδωκεν ημίν Μωυσής» (Πραξ.6,14). Αλλά την ώρα που ξεστόμιζαν εναντίον του τις ψευδομαρτυρίες είδαν να λάμπει το πρόσωπό του και να μοιάζει με άγγελος του Θεού.   

      Ο Στέφανος πήρε θάρρος και έκανε μια καταπληκτική απολογία, εξιστορώντας τις δωρεές του Θεού προς τον ιουδαϊκό λαό, και στηλιτεύοντας με έμφαση τις αποστασίες των προγόνων του. Αλλά και τους συγχρόνους του, καταλήγοντας ως εξής: «Σκληροτράχηλοι και απερίτμητοι τη καρδίᾳ και τοις ωσίν, υμείς αεὶ τω

Πνεύματι τω Αγίῳ αντιπίπτετε, ως οι πατέρες υμών και υμείς. Τίνα των προφητών ουκ εδίωξαν οι πατέρες υμών; και απέκτειναν τους προκαταγγείλαντας περὶ της ελεύσεως του δικαίου, ου νυν υμείς προδόται και φονείς γεγένησθε· οίτινες ελάβετε τον νόμον εις διαταγὰς αγγέλων, και ουκ εφυλάξατε» (Πραξ.7,51-53).

      Οι δικαστές του όταν άκουσαν την θαρραλέα απολογία του Στεφάνου άρχισαν να τρίζουν τα δόντια τους από θυμό και αγανάκτηση. Εκείνος σηκώνοντας τα μάτια τους τον ουρανό είδε την δόξα του Θεού και τον Κύριο Ιησού Χριστό να στέκεται δίπλα στο θρόνο της Θεότητας και είπε «ιδοὺ θεωρώ τους ουρανοὺς ανεῳγμένους και τον υιὸν του ανθρώπου εκ δεξιών του Θεού εστώτα» (Πραξ.7,56). Όταν άκουσαν αυτά έφριξαν, κλείνοντας τα αφτιά τους, να μην ακούν τις δήθεν βλασφημίες του αγίου άνδρα. Αμέσως τον άρπαξαν και τον οδήγησαν έξω της πόλεως να τον σκοτώσουν με λιθοβολισμό. Μαζί τους ήταν και κάποιος νεαρός, ονόματι Σαούλ, μαθητευόμενος φαρισαίος, ο οποίος φύλαγε τα ρούχα των δημίων, που λιθοβολούσαν τον Στέφανο. Πρόκειται για τον απόστολο Παύλο, ο οποίος αργότερα θα μεταστρέφονταν και θα γινόταν ο θερμότερος απόστολος του Χριστού. Τη στιγμή του μαρτυρίου του ο Στέφανος προσεύχονταν «Κύριε Ιησού, δέξαι το πνεύμα μου. Θεις δε τα γόνατα έκραξε φωνή μεγάλη· Κύριε, μη στήσῃς αυτοίς την αμαρτίαν ταύτην. Και τούτο ειπὼν εκοιμήθη» (Πραξ.7,60). Η μνήμη του τιμάται στις 27 Δεκεμβρίου.

      Αυτός ήταν ο πρωτομάρτυρας Στέφανος, αληθινός αναγεννημένος εν Χριστώ άνθρωπος, γνήσιος τύπος του Σωτήρος Χριστού. Το ηρωικό του παράδειγμα θα συνεχίσουν εκατομμύρια ομολογητές της αληθινής πίστεως, οι οποίοι θα σμίξουν το δικό τους αίμα με το τίμιο αίμα του Στεφάνου, για να ποτίζει εσαεί το δένδρο της σωτηρίας του κόσμου. Η δύστηνη εποχή μας έχει απόλυτη ανάγκη από ηρωικά πρότυπα σαν αυτό του αγίου Στεφάνου, προκειμένου να πορευτεί η ανθρωπότητα το δρόμο της εν μέσω «σκιάς θανάτου» (Ματθ.4,16).          

Η ΠΑΡΘΕΝΟΣ ΕΤΕΚΕ ΘΕΟΝ ΕΝΑΝΘΡΩΠΗΣΑΝΤΑ

 

(Θεολογική προσέγγιση του μυστηρίου της Ενανθρωπήσεως του Θεού Λόγου)

ΛΑΜΠΡΟΥ Κ. ΣΚΟΝΤΖΟΥ Θεολόγου – Καθηγητού

     «Ο Λόγος σαρξ εγένετο» (Ιωάν.1,14). Αυτό είναι το πλέον ελπιδοφόρο μήνυμα, το παν – ευαγγέλιο, το υπέρτατο και υπέρλογο συμβεβηκός της ανθρώπινης ιστορίας. Ο Θεός έγινε άνθρωπος, για να γίνει ο άνθρωπος Θεός! Μοναδική παραδοξότητα, «μυστήριο ξένο» και ακατανόητο στο ανθρώπινο μυαλό. Η πίστη στο «μέγα της ευσεβείας μυστήριον, (ότι) Θεός εφανερώθη εν σαρκί » (Α΄ Τιμ.3,16) αποτελεί την έσχατη «μωρία» και το πλέον ακραίο «σκάνδαλο» (Α΄Κορ.1,23) όλων των εποχών.

Μια παράδοξη πίστη σε έναν Θεό, ο οποίος αυτοταπεινώνεται, από άμετρη αγάπη για τον άνθρωπο, γίνεται σαν αυτόν και πεθαίνει γι’ αυτόν!

       Η παραδοξότητα αυτή έχει την εξήγησή της. Ο άνθρωπος, μετά την πτώση του, διέστρεψε την αντίληψή του για το Θεό, ο Οποίος, από στοργικός πατέρας, κατανοήθηκε ως απόκοσμος και «ξένος». Ως μια ξέμακρη υπερβατική οντότητα, ολωσδιόλου απρόσιτη στον σκοτισμένο νου του. Επί πλέον οι προσωπικές του ενοχές δημιούργησαν μια εικόνα ενός σκληρού και ανελέητου τιμωρού Θεού.

       Οι Ιουδαίοι πίστευαν σε έναν Θεό απόλυτα υπερβατικό, ο Οποίος υπάρχει για να θεσπίζει νόμους και εντολές, ζητώντας από τους ανθρώπους την πιστή εφαρμογή τους, για να έχουν έτσι την εύνοιά Του. Η πιστή τήρηση των νόμων και ιδιαίτερα της «Διαθήκης» σηματοδοτεί τη μόνη σχέση του «εκλεκτού λαού» με το Θεό. Η παράβαση των νόμων του και η αθέτηση της «διαθήκης» σημαίνει αποστασία και απομάκρυνση από Αυτόν, με τις ανάλογες συνέπειες. Ο απόλυτα υπερβατικός Θεός είναι αδύνατον να μειχθεί με τους ανθρώπους. Γι’ αυτό και ο «Πάσχων Δούλος» του Ησαΐα δε μπορούσε, κατ’ αυτούς, να είναι ο Θεός, αλλά «κάποιος εκλεκτός» Του, εν τέλει ο Ιουδαϊκός λαός. Δίκαια χαρακτηρίζουν κάποιοι την περί Θεού ιουδαϊκή αντίληψη, ως «Θεού τρομοκράτη». Η αγάπη δε μπορεί να συνυπάρξει με την έννοια του δίκαιου και άτεγκτου νομοθέτη. Η δικαιοσύνη δεν αφήνει περιθώρια για την αγάπη.

      Οι εθνικοί, από την πλευρά τους, πίστευαν σε «θεούς» ανελέητους, σκληρούς τιμωρούς, απάνθρωπους και μισάνθρωπους, εικόνες «καθ’ ομοίωση» των δικών τους παθών και αθλιοτήτων. Το αβυσσαλέο χάσμα «θεών» και ανθρώπων, καθιστούσε αδιανόητη την αυτοταπείνωση «θεού», πολλώ δε μάλλον το θάνατό του, για τον άνθρωπο. Οι «θεοί» δεν έτρεφαν τα καλλίτερα αισθήματα για τους ανθρώπους, το αντίθετο μάλιστα, τους έβλεπαν με περιφρόνηση και κακότητα μόνη σχέση με αυτούς ήταν η ικανοποίηση των δικών τους ταπεινών ορμέμφυτων, όπως των άνομων ερώτων, με θνητούς.

      Έτσι είναι εύκολο να καταλάβει ο καθένας την αγεφύρωτη άβυσσο, η οποία χώριζε το ανθρώπινο γένος από το Δημιουργό του. Μόνο έτσι κατανοείται η «μωρία» και το «σκάνδαλο» της Ενανθρωπήσεως του Θεού Λόγου. Ο Ενανθρωπήσας Υιός και Λόγος μας αποκάλυψε το αληθινό πρόσωπο του Θεού, του Ουράνιου Πατέρα, ο Οποίος αγαπά παράφορα τον άνθρωπο σαν παιδί Του. Αυτό το κήρυγμα είναι, προφανέστατα, η σπουδαιότερη πνευματική επανάσταση όλων των εποχών. Αυτός είναι ο αληθινός Θεός, διότι είναι Θεός αγάπης, «ο Θεός αγάπη εστί» (Α΄Ιωάν.4,16).

Αν δεν ήταν Θεός αγάπης, διατεθειμένος να πεθάνει για το πλάσμα Του, δεν θα ήταν αληθινός Θεός, αλλά ένα είδωλο, πλάι στους πολυάριθμους «θεούς» της ειδωλολατρίας και της εσφαλμένης περί Θεού ιουδαϊκής αντιλήψεως.

        Έτσι, μόνο ως προϊόν της θείας αγάπης, μπορούμε να δούμε την Ενανθρώπηση του Υιού του Θεού, ο Οποίος δέχτηκε να μειχθεί με τον άνθρωπο, για να τον σώσει.

Η μοναδική απάντηση στο «σκάνδαλο και τη μωρία» της Ενανθρωπήσεως του Θεού είναι ο μανικός έρωτας Του για το πεσμένο πλάσμα Του.

       Σύμφωνα με τη διδασκαλία της Εκκλησίας μας, η ανθρώπινη ιστορία κινείται στον άξονα: πτώση του παλαιού Αδάμ- απολύτρωση δια του Νέου Αδάμ, του Χριστού. Πάνω σε αυτές τις δύο συνισταμένες κινείται, σε οριζόντια πορεία, το ανθρώπινο γένος, υφιστάμενο τις ολέθριες συνέπειες της πτώσεως και απολαμβάνοντας τις σωτήριες δωρεές της Ενανθρωπήσεως του Θεού Λόγου. Μόνο υπό αυτή την άποψη μπορεί να κατανοηθεί η ροή των ιστορικών γεγονότων, να απαντηθεί η ανεξήγητη κακοδαιμονία της ανθρωπότητας και να οριοθετηθεί ο ελπιδοφόρος σκοπός του ανθρώπου και της θείας δημιουργίας. Άλλωστε, χωρίς την πίστη στην Ενανθρώπηση του Θεού, στην εν Χριστώ Ιησού απολύτρωση, ο κόσμος αποτελεί μια φρικτή παραλογία και η ύπαρξη του ανθρώπου μια ανείπωτη τραγωδία.

Αυτό είναι άριστα αποτυπωμένο στα λογίς φιλοσοφικά συστήματα και την ιστορική διαχρονική τραγικότητα, όπου κυριαρχεί το ψυχρό και αδηφάγο μηδέν και η έλλειψη σκοπιμότητας του κόσμου. Όπου ο άνθρωπος, εμφανιζόμενος «τυχαία», σύρεται εν μέσω ωδίνων και θλίψεων, στο μη ον, στην ανυπαρξία!

      Την αχλή αυτής της μηδενιστικής απελπισίας διέλυσε η Σάρκωση του Θεού Λόγου. Αυτός νοημοδότησε ξανά την ανθρώπινη ύπαρξη και την σκοπιμότητα της δημιουργίας. Ήρε κάθε ίχνος παραλογίας από τον κτιστό κόσμο και επανέφερε τον άνθρωπο στο δρόμο της σωτηρίας και θεώσεως. «εξαιτίας του Χριστοῦ, τονίζει ο άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής, δηλαδή τοῦ μυστηρίου τοῦ σχετικοῦ μὲ τὸν Χριστό, ὅλος ὁ χρόνος καὶ ὅλα ὅσα εἶναι ἐν χρόνῳ βρῆκαν τὴν ἀρχὴ καὶ τὸ τέλος τῆς ὑπάρξεώς τους ἐν Χριστῷ», (M., P.G.,90, 621, Α-Β).

       Εν τω Σαρκωμένω Λόγω έχουμε κατά τον απόστολο Παύλο την ανακεφαλαίωση ολοκλήρου της κτιστής δημιουργίας. Όπως «ἐν αὐτῷ ἐκτίσθη τὰ πάντα, τὰ ἐν τοῖς οὐρανοῖς καὶ τὰ ἐπὶ τῆς γῆς, τὰ ὁρατὰ καὶ τὰ ἀόρατα, εἴτε θρόνοι εἴτε κυριότητες εἴτε ἀρχαὶ εἴτε ἐξουσίαι» (Κολ.1,16), εν Αυτώ τα πάντα έπρεπε να ανακεφαλαιωθούν «εἰς οἰκονομίαν τοῦ πληρώματος τῶν καιρῶν, ἀνακεφαλαιώσασθαι τὰ πάντα ἐν τῷ Χριστῷ, τὰ ἐπὶ τοῖς οὐρανοῖς καὶ τὰ ἐπὶ τῆς γῆς, ἐν αὐτῷ» (Εφ.1,10). Ανακεφαλαίωση δε σημαίνει απλά ανακαίνιση, αλλά πλήρη αποκατάσταση για το σκοπό που κτίστηκαν. Μόνο εν τω Χριστώ βρίσκουν τα πάντα το σκοπό και το λόγο της υπάρξεώς τους. Η αμαρτία, η φθορά και ο θάνατος, θα παραμείνει μια θλιβερή παρένθεση στη θεία δημιουργία, διότι η Ενσάρκωση του Λόγου προϋποθέτει τη δημιουργία «καινού ουρανού και καινής γης».

      Ο άνθρωπος πλάστηκε ως εικόνα και ομοίωση του Θεού. Να είναι η δόξα και η φανέρωση του Δημιουργού του. Αποδεχόμενος τη χάρη Του, να γίνει κατά χάριν θεός. Αλλά το τραγικό γεγονός της πτώσεως διέφθειρε την θεοδημιούργητη φύση του και διέστρεψε τον σκοπό της δημιουργίας του. Η ανταρσία του να γίνει με τις δικές του δυνάμεις θεός, χωρίς το Θεό, έφερε αντίθετα αποτελέσματα. Η υπακοή του στο διάβολο, τον απομάκρυνε από το Θεό. Η ανυπακοή μας μας κατέστησε «ἀπηλλοτριωμένους καὶ ἐχθροὺς τῇ διανοίᾳ ἐν τοῖς ἔργοις τοῖς πονηροῖς (κατ΄ενώπιον του Θεού)» (Φιλιπ.1,21).  Έχασε τη δυνατότητα της όντως ζωής και της κατά χάριν θεώσεως. Έχασε το δώρο της κληρονομίας και από υιός και κληρονόμος του Θεού, έγινε δούλος της αμαρτίας, υποκείμενος στην φθορά, προορισμένος για το θάνατο. Ο απόστολος Παύλος τόνισε πως «Πάντες ήμαρτον και υστερούνται της δόξης του Θεού» (Ρωμ.5,1), ώστε στο εξής η ανθρώπινη πορεία να είναι πορεία προς το θάνατο και το μηδέν, εν μέσω απερίγραπτων περιπετειών και ωδίνων. Συμπαρέσυρε δε στη φθορά και το θάνατο και την υπόλοιπη δημιουργία, η οποία «συστενάζει και συνωδύνει» (Ρωμ.8,18), εξαιτίας της παρουσίας του κακού σε αυτή. Όλος ο κτιστός ορατός κόσμος μεταβλήθηκε σε βασίλειο του διαβόλου και αποζητούσε μάταια την απολύτρωση.

      Αντιστροφή αυτής της τραγικής πραγματικότητας δε μπορούσε να υπάρξει από τον άνθρωπο, διότι ατόνησαν όλες οι δυνάμεις αντιστάσεώς του κατά της αμαρτίας, της οποίας «τα οψώνια (είναι) θάνατος» (Ρωμ.6,23). Ήμασταν «νεκροί τοῖς παραπτώμασι καὶ ταῖς ἁμαρτίαις» (Εφ.2,1) και αποκομμένοι της χάριτος του Θεού. Η απολύτρωση έπρεπε να προέλθει έξω από αυτόν, από τον Δημιουργό του. Ο Θεός, «πατήρ οικτιρμών», αγάπης και ελέους, όταν δημιούργησε τον άνθρωπο και γνωρίζοντας την πτώση του, συνέλαβε και το σχέδιο της σωτηρίας του, με την ενανθώπιση του Υιού Του.

      Σύμφωνα με τον απόστολο Παύλο, «Ο δὲ Θεὸς πλούσιος ὢν ἐν ἐλέει, διὰ τὴν πολλὴν ἀγάπην αὐτοῦ ἣν ἠγάπησεν ἡμᾶς, καὶ ὄντας ἡμᾶς νεκροὺς τοῖς παραπτώμασι συνεζωοποίησε τῷ Χριστῷ» (Εφ.2,4-5). Ήρθε να εκθεμελιώσει το βασίλειο της αμαρτίας και του θανάτου και να φέρει τη δική Του βασιλεία της χάριτος, ώστε, «ώσπερ εβασίλευσεν η αμαρτία εν τω θανάτω, ούτω και η χάρις βασιλεύση δια δικαιοσύνης εις ζωήν αιώνιον δια Ιησού Χριστού του Κυρίου ημών» (Ρωμ.5,21). «Ο Θεός, τονίζει ο Μ. Αθανάσιος, δεν εγκατέλειψε το δημιούργημά Του, το γένος των ανθρώπων, όταν αυτό βάδιζε στη φθορά. Αλλά με την προσφορά του δικού του σώματος εξαφάνισε τον επερχόμενο θάνατο. Διόρθωσε με την διδασκαλία του την αμέλεια των ανθρώπων και κατάφερε με τη δύναμή Του να επιτελέσει όλα τα ανθρώπινα» (Περί Ενανθρωπήσεως).

        Ο νεοφανής άγιος Ιουστίνος Πόποβιτς έγραψε πως «Ἡ ἁμαρτία καὶ τὸ κακὸν ἀποτελοῦν τὴν τραγικὴν καὶ παράλογον ἀπόπειραν τοῦ ἀνθρώπου νὰ ἀπομακρύνῃ τὸν Θεὸν Λόγον ἐκ τῶν θεμελίων τοῦ σύμπαντος. Ὁ Θεὸς Λόγος ἐσαρκώθη διὰ νὰ ἐπαναφέρῃ τὴν κτίσιν πρὸς τὸν Δημιουργόν, διότι Αὐτὸς εἶναι τὸ πρῶτον θεμέλιόν της καὶ ἡ βάσις της» (Άνθρωπος και Θεάνθρωπος). Το ακατανίκητο βασίλειο του διαβόλου μπορούσε να νικηθεί μόνο με το βασίλειο του Θεού, με βασιλέα το Χριστό.

Ο Θεός έγινε άνθρωπος, ανατρέποντας τους φυσικούς νόμους και καταρρίπτοντας όλα τα στεγανά, τα οποία εμπόδιζαν την εκδήλωση της αγάπης Του για το ανθρώπινο πλάσμα. Όπως τονίζει ο απόστολος Παύλος, ο Χριστός, με την ενανθρώπησή Του, «ποιήσας τα αμφότερα εν και το μεσότοιχον του φραγμού λύσας … αποκτείνας την έχθραν εν αυτώ … ποιών ειρήνην». Ήρθε στον κόσμο να «κτίση εν εαυτώ εις ένα καινόν άνθρωπον». Να ενώσει τον άνθρωπο με το Θεό, «αμφοτέρους εν ενί σώματι», να ενσωματώσει τους ανθρώπους στο δικό Του σώμα, ώστε να μην είναι πλέον εκείνοι «ξένοι και πάροικοι, αλλά συμπολίται των αγίων και οικείοι του Θεού» (Εφ.2,14-19). Ο Χριστός ήρθε να άρει την αποξένωσή μας από το Θεό και να μας επιστρέψει στο πατρικό μας σπίτι. Να μας απολυτρώσει από τη δουλεία του διαβόλου και την κατάρα της αμαρτίας, «γενόμενος υπέρ ημών (Εκείνος) κατάρα» (Γαλ.3,13), αναλαμβάνοντας ο Ίδιος τις συνέπειες της αμαρτίας στο πρόσωπό Του, ώστε να τις καταργήσει.

       Αυτό βεβαίως δεν αποτελεί κάποιο είδος αναγκαιότητας για το Θεό ή κάποιο είδος «θεραπείας» της δήθεν αποτυχημένης δημιουργίας Του. Δεν απέτυχε ο Θεός, αλλά ο άνθρωπος, ο οποίος, ελεύθερα, αρνήθηκε να είναι αυτό που δημιουργήθηκε να είναι, εικόνα του Θεού, γενόμενος, δια της αποστασίας του, εικόνα του πλανευτή του διαβόλου. Εάν ο Θεός δημιουργούσε τον άνθρωπο αναγκαστικά αναμάρτητο, τότε θα έλειπε από αυτόν το ειδοποιό στοιχείο, το οποίο τον ορίζει ως άνθρωπο, ήτοι: η ελευθερία της βουλήσεώς του. Αυτό τον κάνει να μοιάζει με το Θεό, διότι ο Θεός υπάρχει ως ελεύθερο Όν, υπέρκεινα κάθε αναγκαιότητας. Εάν ο άνθρωπος δεν είχε το στοιχείο της ελευθερίας, δεν θα μπορούσε να αναχθεί στη σφαίρα της κατά χάριν θεώσεως, αλλά θα παρέμεινε ένα απλό έμβιο ον, στατικό στην φύση του. Μόνο ο άνθρωπος προικίστηκε να μπορεί να υπερβεί την βιολογική του ύπαρξη και να φτάσει
στην υπέρ φύσιν θέωση. Αυτό συνιστά και το μεγαλείο του, το οποίο τον διαφοροποιεί από όλα τα όντα, ακόμα και τις αγγελικές δυνάμεις.

      Ο Σαρκωμένος Λόγος ήρθε να άρει την ανθρώπινη αστοχία, να διορθώσει την τραγική αποτυχία του και να δώσει ξανά τη δυνατότητα στον άνθρωπο της αξιολογικής του ανόδου, του σκοπού της κτίσεώς του. Ο Δημιουργός προέγνωσε ότι θα υπέκυπτε στην αδυναμία τα φύσεώς του και γι’ αυτό, συνέλαβε το σχέδιο της απολυτρώσεώς του. Ο απόστολος Παύλος το χαρακτηρίζει ως «μυστήριον τὸ ἀποκεκρυμμένον ἀπὸ τῶν αἰώνων καὶ ἀπὸ τῶν γενεῶν», το οποίο «νυνὶ ἐφανερώθη τοῖς ἁγίοις αὐτοῦ» (Κολ.1,26) και ως «οἰκονομία τοῦ μυστηρίου τοῦ ἀποκεκρυμμένου ἀπὸ τῶν αἰώνων ἐν τῷ Θεῷ» (Εφ.3,9), ως «οἰκονομίαν τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ» (Εφ.3,2), διότι περί υπέρτατης χάριτος πρόκειται. Ο άνθρωπος, λένε οι Πατέρες, δημιουργήθηκε για να λυτρωθεί από το Χριστό, να πραγματοποιηθεί η θέωσή του δια της ενώσεώς του με το Χριστό! Ο παλαιός Αδάμ πλάστηκε κατ’ εικόνα του μελλοντικού Νέου Αδάμ, του Χριστού. «Αὐτὸς, τονίζει ο άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής, μᾶς ἔδειξε γιὰ ποιό σκοπὸ δημιουργηθήκαμε» (M., P.G.90, 1097C). Ο προαιώνιος Λόγος του Θεού, δέχτηκε, εν τη αφάτω αυτού ευσπλαχνία, να υπηρετήσει το «τὸ μυστήριον τοῦ θελήματος (του Θεού) κατὰ τὴν εὐδοκίαν αὐτοῦ, ἣν προέθετο ἐν αὐτῷ εἰς οἰκονομίαν τοῦ πληρώματος τῶν καιρῶν» (Εφ.1,9-10). Ως δε πλήρωμα των καιρών νοείται η ωρίμανση των συνθηκών της Εναθρωπήσεως. «Ότε ήλθε το πλήρωμα του χρόνου» (Γαλ.4,4), όπως αλλού αναφέρει ο απόστολος των Εθνών. Όταν το αποστατημένο ανθρώπινο γένος ήταν ώριμο να γίνει ο αποδέκτης της εν τω Σαρκωμένω Λόγω σωτηρίας του.

        Άλλος τρόπος απολυτρώσεως δεν υπήρχε από το να ενδυθεί ο Ίδιος ο Θεός τον άνθρωπο, να γίνει σύμφυτος του ανθρώπου, για να σώσει πραγματικά τον άνθρωπο.

Να διοχετεύσει τη θεότητά Του στην ανθρωπότητα. Να προσλάβει τον όλο ψυχοσωματικό άνθρωπο στο πρόσωπό Του και με την ένωση αυτή να πραγματοποιήσει τη σωτηρία του. Γι’ αυτό, «εαυτόν εκένωσε μορφήν δούλου λαβών, εν ομοιώματι ανθρώπων γενόμενος, και σχήματι ευρεθείς ως άνθρωπος εταπείνωσεν εαυτόν, γενόμενος υπήκοος μέχρι θανάτου, θανάτου δε σταυρού» (Φιλπ.2,5-8). «ὁ Χριστὸς ἠγάπησεν ἡμᾶς καὶ παρέδωκεν ἑαυτὸν ὑπὲρ ἡμῶν προσφορὰν καὶ θυσίαν τῷ Θεῷ εἰς ὀσμὴν εὐωδίας» (Εφ.5,2), τονίζει ο απόστολος Παύλος. Απεκδύθηκε τη θεία δόξα Του και ενδύθηκε την ταπεινότητα και μηδαμινότητα της ανθρωπίνης φύσεως. Βασικό στοιχείο αυτής της κένωσης έως «θανάτου σταυρού», είναι η ελευθερία. Καμιά αναγκαιότητα δεν υποχρέωσε το Θεό Λόγο να σαρκωθεί, παρά η αγάπη, η οποία βρίσκεται πέρα από κάθε αναγκαιότητα. «Ούτω γαρ ηγάπησεν ο Θεός τον κόσμον, τονίζει ο μαθητής της αγάπης Ιωάννης, ώστε τον υιόν αυτού τον μονογενή έδωκεν, ίνα πας ο πιστεύων εις αυτόν μη απόληται, άλλ' έχει ζωήν αιώνιον» (Ιωάν.3,15). Και «εν τούτω εφανερώθη η αγάπη του Θεού εν ημίν, ότι τον υιόν αυτού τον μονογενή απέσταλκεν ο Θεός εις τον κόσμον, ίνα ζήσωμεν δι' αυτού» (Α΄Ιωάν.4,9). Όποιος αγαπά, αγαπά ελεύθερα, η αγάπη είναι αποκλειστικά προϊόν ελευθερίας. Ο Θεός έσωσε τον άνθρωπο εν ελευθερία, η οποία απορρέει από την αγάπη. «Γινώσκετε, επισημαίνει ο απόστολος Παύλος, τὴν χάριν τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, ὅτι δι’ ὑμᾶς ἐπτώχευσε πλούσιος ὧν, ἵνα ὑμεῖς τὴ ἐκείνου πτωχεία πλουτήσητε» (Β' Κορ.2, 9). Και «Του ιδίου υιού ουκ εφείσατο, αλλ’ υπέρ ημών πάντων παρέδωκεν αυτόν» (Ρωμ.8,32). Ήλθε «σῶσαι καί εὑρεῖν τό ἀπολωλός» (Λουκ.19,10).  Ο Μ. Αθανάσιος τόνισε πως με την σάρκωσή Του, πλέον «είναι Θεός σαρκοφόρος και εμείς άνθρωποι πνευματοφόροι...΄ Αυτός ο αληθινός και φύσει Υιός του Θεού φόρεσε όλο το ανθρώπινο γένος, για να μπορούμε εμείς όλοι να φορούμε το Θεό» (ΒΕΠΕΣ 33,226). Αυτή ακριβώς η ένδυση του Θεού, εν Χριστώ, συνιστά τη σωτηρία μας.

      Ο άγιος Γρηγόριος Νύσσης επεσήμανε πως «Τώρα, με τη σάρκωσή Του ο επουράνιος έκαμε και εμάς επουράνιους» (P.G.46,681D). Προκειμένου να μας αποκαταστήσει στην προοπτική της κατά χάριν θεώσεώς μας, δε λογάριασε τη δική Του μείωση. «Ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ ἐνανθρώπησε γιά νά χαρίσει ξανά στόν ἄνθρωπο ἐκεῖνο γιά τό ὁποῖο δημιουργώντας τον τόν προόρισε», τονίζει ο ιερός Δαμασκηνός, και συνεχίζει: «Ἐπειδή, τώρα, ὁ Θεός μᾶς πρόσφερε τό ὕψιστο καί δέν τό διαφυλάξαμε, χρειάστηκε νά κατέβει αὐτός στό χείριστο, δηλαδή στή δική μας ξεπεσμένη φύση, ὥστε νά μᾶς ξαναδώσει, προσφέροντας καί ἐνεργώντας ὁ ἴδιος, τήν ἐξομοιωμένη μ᾿ αὐτόν εἰκόνα καί τόν ἀρχαῖο προορισμό».

       Ο Χριστός είναι ο Νέος Αδάμ, ο υπερτέλειος άνθρωπος, «Θεός σαρκοφόρος», στου Οποίου το θεανδρικό πρόσωπο αναδημιουργήθηκε η φθαρείσα φύση του παλαιού Αδάμ. Ο παλαιός Αδάμ, ως άνθρωπος, αστόχησε και διέφθειρε την θεοδημιούργητη φύση του. Ο Νέος Αδάμ, ως Θεάνθρωπος, πήρε την εφθαρμένη φύση, την καθάρισε, την ανακαίνισε, την αγίασε και τη θέωσε στο πρόσωπό Του. Στο εξής έδωσε τη δυνατότητα σε κάθε ανθρώπινο πρόσωπο, το οποίο θέλει ελεύθερα ενωθεί μαζί Του, εν τη Εκκλησία και δια των Ιερών Μυστηρίων, να γίνει μέτοχος του αγιασμού και της θεώσεως.

       Άλλος τρόπος σωτηρίας δεν υπάρχει, όπως μας εξηγεί ο Άγιος Συμεών ο Νέος Θεολόγος, τονίζοντας: «Επειδὴ ὁ Χριστὸς ἔγινε τέλειος ἄνθρωπος κατὰ τὴν ψυχὴ καὶ τὸ σῶμα, ὅμοιος μέ μᾶς σὲ ὅλα ἐκτὸς ἀπὸ τὴν ἁμαρτία, μᾶς μεταδίδει τὴν Θεότητά του λόγῳ τῆς πίστης μας σ᾿ αὐτὸν καὶ μᾶς καθιστᾶ συγγενεῖς του κατὰ τὴν φύση καὶ τὴν οὐσία τῆς Θεότητάς του. Πρόσεξε τὸ νέο καὶ παράδοξο μυστήριο: Ὁ Θεὸς Λόγος ἔλαβε ἀπὸ μᾶς σάρκα, ποὺ δὲν εἶχε ἐκ φύσεως καὶ ἔγινε ἄνθρωπος, ποὺ δὲν ἦταν. Ἀπὸ τότε μεταδίδει στοὺς πιστοὺς τὴν Θεότητά του -τὴν Ὁποία κανεὶς ἀπὸ τοὺς ἀγγέλους ἢ τοὺς ἀνθρώπους δὲν εἶχε ἀποκτήσει- καὶ μ᾿ αὐτὸν τὸν τρόπο γίνονται θεοὶ κατὰ χάρη καὶ θέση, ποὺ δὲν ἦταν» (Βίβλος τῶν Ἠθικῶν, Λόγος Α´. Έκδοσις Ιεράς Μονής Αγίου Συμεών Ν. Θεολόγου, Κάλαμος Αττικής). Αυτή είναι η μεγάλη απόδειξη, το αδιάσειστο τεκμήριο, ότι η σωτηρία μας είναι πραγματική και όχι ένα αφηρημένο θεωρητικό σχήμα. Με τη Σάρκωση του Λόγου και τη δική μας ελεύθερη συσσωμάτωση σ’ Αυτόν, σωζόμαστε και όπως τονίζει ο απόστολος Παύλος, «Ὅπως φορέσαμε τὴν εἰκόνα τοῦ γήινου, ἂς φορέσουμε καὶ τὴν εἰκόνα τοῦ ἐπουράνιου» (Α´ Κορ. 15, 49), αν θέλουμε να σωθούμε. «ἐν τῷ σώματι τῆς σαρκὸς αὐτοῦ» μας καθιστά «ἁγίους καὶ ἀμώμους καὶ ἀνεγκλήτους κατενώπιον αὐτοῦ» (Κολ.1,19-22). Ενωμένοι με το άγιο Σώμα του Χριστού, γινόμαστε σύσσωμοι, δια των Ιερών Μυστηρίων, εξαγιαζόμαστε, γινόμαστε κοινωνοί του Θεού και λαμβάνουμε ως δώρο τη σωτηρία μας. Και όχι μόνον αυτό, αλλά μετά την Ανάληψή του «καὶ ἐκάθισεν ἐν δεξιᾷ αὐτοῦ ἐν τοῖς ἐπουρανίοις» (Εφ.1,20), παίρνοντας μαζί Του και το Σώμα Του, ολόκληρη την ανθρωπότητα, «παγγενή τον Αδάμ», ώστε να είμαστε όλοι δυνητικά σεσωσμένοι, αγιασμένοι και θεωμένοι. Να είναι όλα «τὰ ἔθνη συγκληρονόμα καὶ σύσσωμα καὶ συμμέτοχα τῆς ἐπαγγελίας αὐτοῦ ἐν τῷ Χριστῷ» (Εφ.3,6). «Νὰ ξέρεις, επισημαίνει ο Μ. Βασίλειος, ὅτι γι’ αὐτόν τὸν λόγο ὁ Θεὸς ἔλαβε ἀνθρώπινη σάρκα, ἐπειδὴ ἔπρεπε αὐτή ἡ καταραμένη σάρκα νὰ ἁγιασθεῖ, αὐτή πού ἐξασθένησε νὰ ἐνδυναμωθεῖ, αὐτή πού ἀποξενώθηκε ἀπὸ τὸν Θεὸ νὰ συμφιλιωθεῖ μ' αὐτόν, αὐτή πού διώχτηκε ἀπὸ τὸν παράδεισο νὰ ἀνεβεῖ στὸν οὐρανό». Και συμπληρώνει ο Μ. Αθανάσιος: «Διά τοῦτο καί ἐγεννήθη καί ὡς ἄνθρωπος ἔζησε καί ἀπέθανε καί ἀνέστη. Μέ τά ἰδικά του ἔργα ἐξησθένισε καί ἐπεσκίασε τά ἀπ᾿ αἰῶνος ἔργα ὅλων τῶν ἀνθρώπων πού ἔζησαν, ὥστε ὅπου ἔχουν περιπέσει οἱ ἄνθρωποι νά τούς σηκώσει ἀπό ἐκεῖ, καί νά διδάξῃ τόν ἀληθινόν Πατέρα αὐτοῦ, ὅπως καί ὁ ἴδιος λέγει· “Ἦλθον σῶσαι καί εὑρεῖν τό ἀπολωλός” (Λουκ. 19, 10)». «Ἐπειδή ὁ Θεός, λέει ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός, μᾶς ἔδωσε νά κοινωνήσουμε τό καλύτερο καί δέν τό φυλάξαμε, γι’ αὐτό μεταλαβαίνει τό χειρότερο, ἐννοῶ τή φύση μας, ὥστε ἀπό τή μιά μεριά νά ἀνακαινίσει τόν ἑαυτό Του καί μέ τόν ἑαυτό Του τό κατ' εἰκόνα καί καθ' ὁμοίωσιν, καί ἀπό τήν ἄλλη νά διδάξει καί σέ μᾶς τήν ἐνάρετη πολιτεία, ἀφοῦ μέ τόν ἑαυτό Του τήν ἔκαμε σέ μᾶς δυνατή. Νά μᾶς ἐλευθερώσει ἀπό τή φθορά μέ τήν κοινωνία τῆς ζωῆς γενόμενος ἀπαρχή τῆς ἀναστάσεώς μας. Νά ἀνακαινίσει τό σκεῦος πού ἀχρειώθηκε καί κομματιάστηκε, νά μᾶς λυτρώσει ἀπό τήν τυραννία τοῦ διαβόλου, μέ τό νά μᾶς καλέσει στή θεογνωσία καί νά τόν νεκρώσει, νά μᾶς μάθει νά παλεύουμε ἀποτελεσματικά μέ τόν τύραννο, ὁπλισμένοι μέ ὑπομονή καί ταπείνωση». Ένας υπέροχος χριστουγεννιάτικος ύμνος αναφέρει: «Εχθροῦ καὶ ἁμαρτίας, ἠλευθέρωσας Χριστέ, ὅλον τὸ καθ ἡμᾶς δὲ πτωχεύσας, καὶ χοϊκόν ἐξ αὐτῆς ἑνώσεως, καὶ κοινωνίας ἐθεούργησας» (Κανών Χριστουγέννων).

       Όπως ο Χριστός αποκαλείται Νέος Αδάμ, έτσι και η Θεοτόκος αποκαλείται Νέα Εύα, η οποία έπραξε τα αντίθετα με εκείνη. «Κάποτε, λέει ο ιερός Χρυσόστομος, ὁ διάβολος ἐξαπάτησε τὴν παρθένα Εὕα. Τώρα ὁ ἄγγελος ἔφερε τὸ λυτρωτικὸ μήνυμα στὴν Παρθένο Μαριάμ. Κάποτε ἡ Εὕα ξεστόμισε λόγο, ποὺ ἔγινε αἰτία θανάτου. Τώρα ἡ Μαρία γέννησε τὸ Λόγο, ποὺ ἔγινε αἰτία αἰώνιας ζωῆς. Ὁ λόγος τῆς Εὕας ἔδειξε τὸ δέντρο, ποὺ ἔβγαλε τὸν Ἀδὰμ ἀπὸ τὸν παράδεισο. Ὁ Λόγος τῆς Μαρίας ἔδειξε τὸ Σταυρό, ποὺ ἔβαλε τὸν Ἀδὰμ πάλι στὸν παράδεισο». Ο Χριστός είναι το «Σπέρμα της Γυναίκας», όπως προφητεύτηκε από το Θεό στους πρωτοπλάστους, το οποίο θα συντρίψει την κεφαλή του όφεως (Γεν.3,17). Η συμβολή της Παρθένου Μαρίας στη σάρκωση του Θεού Λόγου υπήρξε καθοριστική.

      Το γεγονός της Ενανθρωπήσεως του Θεού τέμνει την ανθρώπινη ιστορία στην προ και μετά Χριστόν εποχή. Για τον άγιο Μάξιμο τον Ομολογητή η ανθρώπινη ιστορία, όπως και η ιστορία της Θείας Προνοίας, χωρίζεται σε δύο μεγάλες περιόδους, όπως ανέλυσε ο π. Γ. Φλωρόφσκυ. Η πρώτη εκτείνεται στην προχριστιανική εποχή και κορυφώνεται στη Σάρκωση του Λόγου. Είναι η περίοδος της συγκαταβάσεως του Θεού. Η δεύτερη είναι η ιστορία της αναβάσεως του ανθρώπου στη σφαίρα της δόξης και θεώσεως, εν τω Σαρκωμένω Λόγω, ο θρίαμβος της ζωής και η κατάργηση του θανάτου (P.G.90,320BC).

      Ο άγιος Γρηγόριος Νύσσης τονίζει τα σωτήρια αποτελέσματα της Σαρκώσεως του Λόγου ως εξής: «Πραγματικά, ἐπειδή δέν ἦταν δυνατό νά ἀπαλλαγεῖ ἀπό τόσο μεγάλα δεινά τό ἀνθρώπινο γένος, δέχτηκε ὁ βασιλεύς ὅλης τῆς ἀπαθοῦς φύσης ν᾿ ἀνταλλάξει τήν ἴδια του δόξα μέ τή δική μας ζωή. Ἔτσι ἡ καθαρότητα μπαίνει μέσα στό δικό μας ρύπο, ἐνῶ ὁ ρύπος δέν ἀγγίζει τήν καθαρότητα, ὅπως λέει τό Εὐαγγέλιο, ὅτι «τό φῶς ἔλαμψε μέσα στό σκοτάδι καί τό σκοτάδι δέν τό κατανίκησε» (Ἰω. 1, 5). Ὁ ζόφος ἀφανίζεται μέ τήν παρουσία τοῦ φωτός, ὁ ἥλιος δέν μαυρίζει ἀπό τό ζόφο. Τή θνητότητα τήν καταπίνει ἡ ζωή, ὅπως λέει ὁ Ἀπόστολος (Β´ Κορ. 5, 4), δέν ἐξαντλεῖται ἡ ζωή μέ τό θάνατο. Ὅ,τι ἔχει καταφθαρεῖ σώζεται μαζί μέ τό ἄφθαρτο. Ἡ φθορά δέν ἐπηρεάζει τήν ἀφθαρσία. Γι᾿ αὐτό γίνεται κοινός ὁ ὕμνος ὅλης τῆς κτίσης, καθώς ἀναπέμπουν ὅλοι σύμφωνη δοξολογία στό Δεσπότη τῆς κτίσης. Κάθε στόμα ἐπουράνιων καί ἐπίγειων καί ὑπόγειων φωνάζει ὅτι ὁ Κύριος Ἰησοῦς Χριστός εἶναι γιά νά δοξάζεται ὁ Θεός Πατέρας καί πρέπει νά εὐλογεῖται στούς αἰῶνες τῶν αἰώνων». Μάρτυρας η ιστορία. Η μετά Χριστόν εποχή είναι η εποχή της χάριτος. Το κράτος του διαβόλου βαίνει προς κατάργηση.

       Ο Σαρκωμένος Λόγος αποκατέστησε την ανθρώπινη φύση «εις το αρχαίον κάλλος» της και ακόμη περισσότερο: την κατέστησε μέτοχο της θεότητας, κάτι που δεν είχε η αδαμιαία φύση. «Τί ἔπρεπε λοιπόν νά κάνῃ ὁ Θεός; ερωτά ο Μ. Αθανάσιος, Ἤ τί ἄλλο ἔπρεπε νά γίνῃ παρά νά ἀνανεωθῇ τό “κατ᾿ εἰκόνα”, ὥστε δι᾿ αὐτοῦ νά δυνηθοῦν οἱ ἄνθρωποι πάλιν νά τόν γνωρίσουν; Καί πῶς ἄλλως θά ἠδύνατο νά γίνῃ αὐτό παρά διά τῆς προσελεύσεως αὐτῆς τῆς ἰδίας τῆς εἰκόνος τοῦ Θεοῦ, δηλαδή τοῦ Σωτῆρος ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ; Δι᾿ ἀνθρώπων μέν δέν ἦτο δυνατόν, ἐπειδή αὐτοί εἶχον δημιουργηθῆ “κατ᾿ εἰκόνα”· ἀλλ᾿ οὔτε δι᾿ ἀγγέλων, διότι αὐτοί δέν εἶναι εἰκόνες. Διά τοῦτο ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ ἐνηνθρώπησε, διά νά ἐπιτύχῃ νά ἀναδημιουργήσῃ τόν “κατ᾿ εἰκόνα” ἄνθρωπον, αὐτός ὁ ὁποῖος ἦτο εἰκών τοῦ Πατρός. Καί δέν ἦτο δυνατόν νά γίνῃ ἀλλιῶς, ἄν δέν ἐξηφανίζετο ὁ θάνατος καί ἡ φθορά. Διά τοῦτο εὐλόγως ἔλαβε θνητόν σῶμα, διά νά εἶναι δυνατόν καί ὁ θάνατος νά ἐξαφανισθῇ εἰς αὐτόν καί οἱ “κατ᾿ εἰκόνα” ἄνθρωποι νά ἀνακαινισθοῦν πάλιν. Δι αὐτήν λοιπόν τήν ἀνάγκην δέν ἐχρειάζετο τίποτε ἄλλο, παρά ἡ εἰκών τοῦ Πατρός» (Περί Ενανθρωπήσεως).

      Με την Ενανθρώπηση του Λόγου λάβαμε τη χαμένη υιοθεσία μας από το Θεό, την οποία είχαμε απολέσει με την παρακοή και τη πτώση. Δια της Ενανθρωπήσεως του Χριστού απολαμβάνουμε πλέον τη χαμένη μας υιοθεσία, ώστε να μην είναι πλέον κανένας μας «δούλος, αλλ’ υιός΄ ει δε υιός, και κληρονόμος Θεού δια Χριστού» (Γαλ.4,4-7), «ἔσομαι αὐτῷ Θεὸς καὶ αὐτὸς ἔσται μοι υἱός» (Αποκ.21,7), παρά μόνον όποιος αρνηθεί αυτή την υπέρτατη χάρη, τον οποίο περιμένει ο όλεθρος και η καταστροφή, «ἐν τῇ λίμνῃ τῇ καιομένῃ ἐν πυρὶ καὶ θείῳ, ὅ ἐστιν ὁ θάνατος ὁ δεύτερος» (Αποκ.21,8). Τώρα έχουμε τη δυνατότητα να αποκαλούμε το Θεό πατέρα και να Τον προσεγγίζουμε ως τέκνα Του αγαπητά. «ὅτι δι’ αὐτοῦ ἔχομεν τὴν προσαγωγὴν οἱ ἀμφότεροι ἐν ἑνὶ πνεύματι πρὸς τὸν πατέρα» Εφ.2,18). Δια του Χριστού λάβαμε το Άγιο Πνεύμα, το Οποίο μας συγκλονίζει μυστικά στις καρδιές μας, από την σωτήρια κραυγή: «Αββά ο Πατήρ», επιβεβαιώνοντας το χάρισμα της υιοθεσίας μας. Δια του Ενσάρκου Λόγου, και μόνον δι’ Αυτού, τονίζει ο απόστολος Παύλος συντελέστηκε η απολύτρωσή μας, επισημαίνοντας πως «ἐν αὐτῷ εὐδόκησε πᾶν τὸ πλήρωμα κατοικῆσαι καὶ δι' αὐτοῦ ἀποκαταλλάξαι τὰ πάντα εἰς αὐτόν, εἰρηνοποιήσας διὰ τοῦ αἵματος τοῦ σταυροῦ αὐτοῦ, δι' αὐτοῦ εἴτε τὰ ἐπὶ τῆς γῆς εἴτε τὰ ἐν τοῖς οὐρανοῖς. καὶ ὑμᾶς ποτε ὄντας ἀπηλλοτριωμένους καὶ ἐχθροὺς τῇ διανοίᾳ ἐν τοῖς ἔργοις τοῖς πονηροῖς, νυνὶ δὲ ἀποκατήλλαξεν ἐν τῷ σώματι τῆς σαρκὸς αὐτοῦ διὰ τοῦ θανάτου, παραστῆσαι ὑμᾶς ἁγίους καὶ ἀμώμους καὶ ἀνεγκλήτους κατενώπιον αὐτοῦ» (Κολ.1,19-22).

      Η όντως ζωή πηγάζει από το Θεό, αφού «τον υιόν αυτού τον μονογενή απέσταλκεν ο Θεός εις τον κόσμον, ίνα ζήσωμεν δι' αυτού» (Α΄Ιωάν.4,9), και «η ζωή ημών κέκρυπται σὺν τῷ Χριστῷ ἐν τῷ Θεῶ» (Κολ.3,3-4). Μέχρι τη σάρκωση του Λόγου ζούσαμε ζωή βιολογική, προορισμένη για το θάνατο. Τώρα είμαστε μέτοχοι της αιώνιας ζωής η οποία απορρέει από την πηγή της ζωής, το Χριστό, ο Οποίος μας διαβεβαίωσε πως Αυτός είναι η «ανάστασις και η ζωή. Ο πιστεύων (εις Αυτόν) ου μη αποθάνη εις τον αιώνα» (Ιωάν.11,25-26). Αυτός είναι ο «ἀνεξιχνίαστος πλοῦτος τοῦ Χριστοῦ» (Εφ.3,7). Ως μέτοχοι αυτής της όντως ζωής, μπολιαστήκαμε με την αθανασία, ρέουν μέσα μας τα αντισώματα του θανάτου, είμαστε δυνάμει αθάνατοι. Κι ακόμη περισσότερο: μας περιμένει δόξα, καθ’ ότι «ὅταν ὁ Χριστὸς φανερωθῆ, ἡ ζωὴ ἡμῶν, τότε ημεῖς σὺν αὐτῶ φανερωθησόμεθα ἐν δόξη» (Κολ. 3, 3-4). «Αὐτὸ εἶναι τὸ εὐλογημένο τέλος, επισημαίνει ο άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής, γιὰ χάρη τοῦ ὁποίου τὰ πάντα δημιουργήθηκαν. Αὐτὸς εἶναι ὁ σκοπὸς ποὺ τέθηκε ἀπὸ τὸν Θεὸ πρὶν ἀπὸ τὴν ἀρχὴ τῆς Δημιουργίας καὶ ποὺ τὸν ὀνομάζουμε προμελετημένη πλήρωση [προεπινοούμενον τέλος]. Ολη ἡ δημιουργία ὑπάρχει γιὰ χάρη αὐτῆς τῆς πληρώσεως, ἐνῶ ἡ ἴδια ἡ πλήρωση δὲν ὑπάρχει ἐξαιτίας κανενὸς ἀπὸ ὅσα δημιουργήθηκαν» (P.G.90, 621, Α-Β). Ο ιερός συγγραφέας της Αποκαλύψεως κάνει λόγο για αιώνια και ατελεύτητη συμβασιλεία μας με το Χριστό (Αποκ.22,5).

      Το έργο της Θείας Οικονομίας αυτόν ακριβώς το σκοπό είχε, να μας αποκαταστήσει στον αρχικό σκοπό της δημιουργίας μας, που είναι η αιώνια μετοχή μας στη θεία δόξα. Ο Ενανθρωπήσας Λόγος του Θεού δεν εν ήρθε στον κόσμο να ικανοποιήσει καμιά «τρωθείσα θεία δικαιοσύνη», όπως κακόδοξα πιστεύει και δοξάζει η αιρετική δυτική χριστιανική παράδοση. Δεν ήρθε να ιδρύσει μια ακόμη θρησκεία, έστω την καλλίτερη, πλάι στο πλήθος των υπαρχόντων θρησκειών του κόσμου. Δε ήρθε στον κόσμο, για να τον κάνει απλά ηθικότερο, να αλλάξει τις κοινωνικές και οικονομικές δομές του. Ήρθε να γκρεμίσει και να καταργήσει το βασίλειο του διαβόλου, του δόλιου καταληψία της θείας δημιουργίας. Να απελευθερώσει τον δέσμιο σε αυτό άνθρωπο και να άρει τις συνέπειες της αμαρτίας, τη φθορά και το θάνατο. Να συμπήξει το δικό Του πνευματικό βασίλειο της ειρήνης και της δικαιοσύνης. Να γίνουν τα «πάντα και εν πάσι Χριστός» (Κολ.3,11), ώστε να μην υπάρχει πια χώρος και τρόπος για το κακό. Να απολαμβάνουμε τον «πλοῦτο τῆς δόξης τῆς κληρονομίας αὐτοῦ ἐν τοῖς ἁγίοις» (Εφ.1,19). Να εξαλείψει από εμάς «ὁ Θεὸς πᾶν δάκρυον ἀπὸ τῶν ὀφθαλμῶν ημών, καὶ ὁ θάνατος οὐκ ἔσται ἔτι, οὔτε πένθος οὔτε κραυγὴ οὔτε πόνος οὐκ ἔσται ἔτι, ὅτι τὰ πρῶτα ἀπῆλθον» (Αποκ.21,4) όπως προφητεύει ο ιερός συγγραφέας της Αποκαλύψεως. Τέτοιου δυσθεώρητου μεγέθους ευεργεσία αξιωθήκαμε, χάρις στη Θεία Ενανθρώπηση! Αυτή είναι η τελική προοπτική της Ενανθρωπήσεως!

      Είναι ανάγκη να επισημάνουμε και την τραγική πραγματικότητα της πεισματικής αρνήσεως της Ενανθρωπήσεως του Θεού. Αν και πέρασαν είκοσι αιώνες από τότε, μέγα πλήθος ανθρώπων μένουν αμέτοχοι αυτής της υπέρτατης και σωτήριας δωρεάς. Είναι ένα από τα ακραία συμπτώματα της διαφθοράς της ανθρωπίνης φύσεως, η οποία αρνείται τη θεραπεία της! Απορρίπτει το Θεό Πατέρα και προτιμά το δυνάστη του διάβολο. Αρνείται τη ζωή και προτιμά το θάνατο. Κλείνει τα μάτια στο φως και αρέσκεται στο έρεβος του σκότους. Αρνείται τον ουρανό και προτιμά τα καταχθόνια. Αρνείται τη βασιλεία και προτιμά τη δουλεία. Ιδού η αιτία της διαχρονικής ανθρώπινης κακοδαιμονίας, η οποία θα διατηρείται έως ότου ο Χριστός καταλύσει το κράτος του διαβόλου.

       Όσοι έχουμε, λοιπόν, τη συναίσθηση των σωτηρίων δωρεών της Θείας Ενανθρωπήσεως, ας «διέλθωμεν εως Βηθλεέμ» (Λουκ.15,2), νοητώς, αυτές τις άγιες ημέρες. Να προσεγγίσουμε το Σπήλαιο της Γεννήσεως του Σωτήρα μας Χριστού. Να κλίνουμε τα γόνατα στον υπέρ ημών νηπιάσαντα Θεό μας και να τον δοξολογήσουμε, σμίγοντας τους ταπεινούς μας αίνους με τους μεγαλοπρεπείς αίνους των αγγελικών δυνάμεων της Γεννήσεως. Ας προσεγγίσουμε και ας ανυμνήσουμε το άρρητο μυστήριο της Σαρκώσεως με το λυρικότατο κοντάκιο των Χριστουγέννων, το θεσπέσιο ποίημα του αγίου Ρωμανού του Μελωδού: «Τὴν Ἐδὲμ Βηθλεὲμ ἤνοιξε, δεῦτε ἴδωμεν, τὴν τρυφὴν ἐν κρυφῇ εὕρομεν, δεῦτε λάβωμεν, τὰ τοῦ Παραδείσου ἔνδον τοῦ Σπηλαίου. Ἐκεῖ ἐφάνη ῥίζα ἀπότιστος, βλαστάνουσα ἄφεσιν, ἐκεῖ εὑρέθη φρέαρ ἀνώρυκτον, οὗ πιεῖν Δαυΐδ πρὶν ἐπεθύμησεν, ἐκεῖ Παρθένος τεκοῦσα βρέφος, τὴν δίψαν ἔπαυσεν εὐθύς, τὴν τοῦ Ἀδὰμ καὶ τοῦ Δαυΐδ, διὰ τοῦτο πρὸς τοῦτο ἐπειχθῶμεν, οὗ ἐτέχθη, Παιδίον νέον, ὁ πρὸ αἰώνων Θεός», που σημαίνει: «Η Ενανθρώπηση του Θεού Λόγου άνοιξε την προαιώνια σφραγισμένη πύλη της παραδείσιας Εδέμ. Ας τρέξουμε λοιπόν να δούμε αυτό το μεγάλο θαύμα, να αισθανθούμε την κρυμμένη τρυφή. Ας σπεύσουμε να απολαύσουμε τα υπέρτατα δώρα του Παραδείσου, μέσα στο Σπήλαιο της Γεννήσεως. Εκεί φάνηκε η απότιστη ρίζα της σωτηρίας μας, η οποία πια βλαστάνει την άφεση των αμαρτημάτων μας. Εκεί βρέθηκε το άσκαφτο πηγάδι, από το οποίο επιθύμησε να σβήσει τη δίψα του ο Δαβίδ.

Εκεί η Παρθένος γέννησε ασπόρως Βρέφος, το Οποίο αμέσως ξεδίψασε τον Αδάμ και το Δαβίδ. Για τούτο ας σπεύσουμε εκεί, όπου γεννήθηκε το νέο Παιδί, ο Οποίος είναι ο προ των αιώνων υπάρχων Θεός»!

Κυριακή 24 Δεκεμβρίου 2023

«ΕΣΩΣΕ ΛΑΟΝ ΘΑΥΜΑΤΟΥΡΓΩΝ ΔΕΣΠΟΤΗΣ»

 

(Η σωτηριολογική σημασία της Ενανθρωπήσεως του Θεού Λόγου)

ΛΑΜΠΡΟΥ Κ. ΣΚΟΝΤΖΟΥ Θεολόγου - Καθηγητού

         Ύστερα από την σαρανταήμερο πνευματική μας προετοιμασία, οδεύουμε προς την μεγάλη δεσποτική εορτή των Χριστουγέννων. Κατευθυνόμαστε στη νοητή Βηθλεέμ για να συναντήσουμε  τον δι’ ημάς νηπιάσαντα Θεό μας, για να νοιώσουμε τον άμετρο πλούτο της χρηστότητας και της απύθμενης αγάπης του Πλάστη μας, την οποία εκφράζει με ακρίβεια ο ιερός υμνογράφος του θεσπεσίου κανόνα της μεγάλης εορτής: «Ιδών ο Κτίστης ολλύμενον, τον άνθρωπον χερσίν, ον εποίησεν, κλίνας ουρανούς κατέρχεται» (β΄τροπ. α΄ ωδής). Ο Θεός της αγάπης, των οικτιρμών και της ειρήνης δεν άντεχε να βλέπει το πλάσμα του να το βασανίζουν οι αντίθεες δυνάμεις και να οδεύει προς το θάνατο και τον αφανισμό. Για τούτο άνοιξε τα ουράνια, παραμέρισε τους φυσικούς νόμους και κατέβηκε να γίνει ένα με το πλάσμα Του, για να το σώσει. Ο άγιος Κοσμάς ο Μελωδός διερωτάται: «Ο αχώρητος παντί, πως εχωρήθη εν γαστρί; Ο εν κόλποις του Πατρός, πως εν αγκάλαις της Μητρός;». Και απαντά: «Πάντως ως οίδεν ως ηθέλησε και ως, ηυδόκησεν, άσαρκος γαρ ων, εσαρκώθη εκών, και γέγονεν ο Ων, ο ουκ ην δι’ ημάς, και εκστάς της φύσεως, μετέσχε του ημετέρου φυράματος. Διπλούς ετέχθη, Χριστός τον άνω, κόσμον θέλων αναπληρώσαι» (β΄ κάθισμα του Όρθρου).

       Ο άνθρωπος πλάστηκε από το Θεό να γίνει Θεός. Αλλά το μοιραίο γεγονός της πτώσεως ανέστειλε από αυτόν αυτή την δυνατότητα και τον απέκοψε από την κοινωνία του Θεού. Κατά τον άγιο Γρηγόριο Νύσσης η αμαρτία τον άνθρωπο «πτώμα εποίησεν» (PG 44, 508 CD, εις τους Ψαλμούς).  Αυτή είναι η αιτία της ενανθρωπίσεως του Θεού.

       «Ο Λόγος σάρξ εγένετο και εσκήνωσεν εν ημίν» (Ιωάν.1,14). Ιδού το μέγιστο «σκάνδαλο» της ιστορίας. η Ενανθρώπιση του Θεού Λόγου υπερβαίνει κάθε δυνατότητα ανθρώπινης δυνατότητας να κατανοηθεί. Η αρχαιοελληνική φιλοσοφία είχε αποφανθεί πως «Θεός ανθρώποις ου μείγνυται» (Πλάτων Συμπόσιο 203a). Η φύση του Θεού είναι άγνωστη και απρόσιτη στον άνθρωπο. Φύσεις διαφορετικές είναι αδύνατον να αναμειχθούν. Αλλά η θεία πανσοφία οικονόμησε την υπέρβαση αυτής της ανυπέρβλητης αδυναμίας.  Οι δύο φύσεις δεν αναμείχτηκαν, αλλά συναντήθηκαν και ενώθηκαν στο πρόσωπο - υπόσταση του Χριστού «ασυγχύτως, ατρέπτως, αδιαιρέτως, αχωρίστως γνωριζομένη», όπως όρισε η αγία Δ΄ Οικουμενική Σύνοδος (451), επικυρώνοντας τους όρους της Γ΄ Οικουμενικής Συνόδου (431). Σε αυτή καταδικάστηκαν οι αιρετικοί Ευτυχής και Διόσκουρος, οι οποίοι, παρασυρμένοι από την αρχαιοελληνική φιλοσοφία, δίδασκαν ότι μετά την ένωση των δύο φύσεων στο πρόσωπο του Χριστού, η ανθρώπινη φύση απορροφήθηκε από την θεία και εξαφανίστηκε. Πρόκειται για την φοβερή αίρεση του Μονοφυσιτισμού, η οποία συντάραξε την Εκκλησία τον 5ο μ. Χ. αιώνα και επέφερε την απόσπαση από Αυτήν σημαντικής μερίδας χριστιανών, όσων δεν δέχτηκαν τις αποφάσεις της Συνόδου και που δυστυχώς επιμένουν στην πλάνη τους, ως τα σήμερα.

       Οι δύο φύσεις, μετά την υπερφυή ένωσή τους, διατήρησαν την αυτοτέλειά τους. Η θεία παρέμεινε θεία και η ανθρώπινη παρέμεινε ανθρώπινη. Αυτό σημαίνει πως ο Ιησούς Χριστός, στο πρόσωπο του Οποίου  συνενώθηκαν οι δύο φύσεις,  είναι ο προαιώνιος Υιός και Λόγος του Θεού, «Θεός αληθινός, εκ Θεού αληθινού» και ταυτόχρονα είναι αληθής άνθρωπος. Όταν ήρθε το πλήρωμα του χρόνου (Γαλ.4,4), σαρκώθηκε, «εκ Πνεύματος Αγίου και Μαρίας της Παρθένου», ώστε «μηδαμώς υπομείνας τροπήν ή φυρμόν, ή διαίρεσιν, αλλ’ εκατέρας ουσίας την ιδιότητα σώαν φυλάξας» (Δοξαστικό Θεοτοκίο Γ΄ ήχου). Η ένωση δεν επέφερε καμιά τροπή ή

αλλοίωση. Το ίδιο δηλώνουν και τα ακόλουθα τροπάρια: «Ο γαρ αχρόνως εκ Πατρός εκλάμψας υιός μονογενής, ο αυτός εκ σου της αγνής προήλθεν αφράστως

σαρκωθείς· φύσει Θεός υπάρχων και φύσει γενόμενος άνθρωπος δι’ ημάς· ουκ εις δυάδα προσώπων τεμνόμενος, αλλ’ εν δυάδι φύσεων, ασυγχύτως γνωριζόμενος» (Δοξαστικό του πλ. β΄ ήχου) και το Δοξαστικό του πλ. δ΄ ήχου: «Είς εστιν ο Υιός, διπλούς την φύσιν, αλλ’ ου την υπόστασιν· διό τέλειον αυτόν Θεόν και τέλειον άνθρωπον, αληθώς κηρύττοντες ομολογούμεν Χριστόν τον Θεόν ημών».

        Ο Χριστός σώζει ως Θεάνθρωπος, ως αληθινός Θεός και ταυτόχρονα ως αληθινός άνθρωπος. Δε θα μπορούσε να σώσει τον άνθρωπο ως μόνο Θεός, διότι, αμέτοχος της ανθρωπότητας, η σωτηρία θα είχε μαγικό χαρακτήρα. Δε θα μπορούσε να σώσει την ανθρωπότητα μόνο ως άνθρωπος, διότι το κτίσμα δε μπορεί να σώσει κτίσμα κι ακόμα: η αμαρτία είχε τραυματίσει σοβαρά την ανθρώπινη φύση και είχε προκαλέσει ανεπανόρθωτη ζημιά, ώστε ήταν αδύνατη η αυτοσωτηρία. Για τούτο και το θείο σχέδιο της απολυτρώσεως  του ανθρωπίνου γένους, το προ αιώνων συλληφθέν στο νου της Θεότητας, προέβλεπε την ενανθρώπιση του Λόγου, την ένωση δηλαδή της θείας και ανθρωπίνης φύσεως στο θεανδρικό πρόσωπο του Χριστού, ώστε δια της προσλήψεως της ανθρωπότητας από τη Θεότητα η σωτηρία να είναι πραγματική. Για τούτο και η Εκκλησία έδωσε τιτάνιους αγώνες για να διασωθεί αυτή η αλήθεια, αποδεικνύοντας ως καταστρεπτικές τις αιρέσεις του Νεστοριανισμού, ο οποίος αρνούνταν τη θεότητα του Χριστού και του Μονοφυσιτισμού, ο οποίος αρνούνταν την ανθρωπότητά Του.

        Ο Θεάνθρωπος είναι τέλειος Θεός και τέλειος άνθρωπος, κατά πάντα όμοιος προς ημάς, εκτός της αμαρτίας. Ο απόστολος Παύλος είναι σαφής: Ο Χριστός προκειμένου να επιτελέσει το επί γης απολυτρωτικό του έργο  «ώφειλε κατά πάντα τοις αδελφοίς ομοιωθήναι, ίνα ελεήμων γένηται και πιστός αρχιερεὺς τα προς τον Θεόν, εις το ιλάσκεσθαι τας αμαρτίας του λαού» (Εβρ.2,17). Για τούτο «κεκοινώνηκε σαρκὸς και αίματος, και αυτὸς παραπλησίως μετέσχε των αυτών, ίνα διά του θανάτου καταργήσῃ τον το κράτος έχοντα του θανάτου, τουτ’ έστι τον διάβολον, και απαλλάξῃ τούτους, όσοι φόβῳ θανάτου διὰ παντὸς του ζην ένοχοι ήσαν δουλείας» (Εβρ.2,14-15). Ο ιερός Χρυσόστομος διευκρινίζει: «δια τούτο, φησί, την σάρκα ανέλαβε την ημετέραν, δια φιλανθρωπίαν μόνον, ίνα ελεήσει ημάς. Ουδέ γαρ είναι άλλη τις αιτία της οικονομίας η μόνη αύτη. Είδε δε χαμαί ερριμένους, απολλυμένους υπό του θανάτου τυραννουμένους και ηλέησεν» (Κατά Ιουδαίων 2,V). Αυτό σημαίνει ότι η ενανθρώπηση του Θεού Λόγου ήταν απόλυτα επιβεβλημένη. Αυτή τη μεγάλη αλήθεια διακήρυξε ο απόστολος Πέτρος, ότι εκτός του δι’ ημάς σαρκωθέντος Χριστού «ουκ έστιν εν άλλῳ ουδενὶ η σωτηρία· ουδὲ γαρ όνομά εστιν έτερον υπὸ τον ουρανὸν το δεδομένον εν ανθρώποις εν ᾧ δει σωθήναι ημάς» (Παρξ.4,12).

        Το μεγάλο ζητούμενο για τον άνθρωπο ήταν η χαμένη δυνατότητα, του «καθ’ ομοίωσιν» (Γεν.1,26), δηλαδή η δυνατότητα της κατά χάριν θεώσεως. Η ενανθρώπιση του Θεού Λόγου έδωσε ξανά αυτή τη δυνατότητα. Ο καθηγητής της Δογματικής στο ΑΠΘ, Β. Τσίγκος εξηγεί πως «η αντίδοση των ιδιωμάτων και η μετέπειτα αποκληθείσα περιχώριση των φύσεων», η οποία επήλθε δια της ενανθρωπίσεως,  «είναι η βάση της θεώσεως του ανθρώπου. Αυτός έχει τη δυνατότητα και την προοπτική της κατά χάριν θεώσεώς του, ακριβώς επειδή στο πρόσωπο του ενανθρωπήσαντος Λόγου η θεία φύση ενώθηκε με την ανθρώπινη και ως συνέπεια αυτής της ενώσεως θεώθηκε» (Β. Τσίγκου,  Θέματα Δογματικής της Ορθοδόξου Εκκλησίας,  σελ. 152, Θεσσαλονίκη 2014). Ο Μ. Αθανάσιος τονίζει πως η θέωση θα ήταν ανέφικτη αν «τα της θεότητος του Λόγου έργα μη δια

σώματος εγίνετο» (Κατά Αρειανών 3). Μάλιστα ο ίδιος μέγας πατήρ σε άλλο σημείο επισημαίνει πως «αυτός γαρ ενηνθρώπησεν, ίνα ημείς θεοποιηθώμεν» (Περί ενανθρωπήσεως του Λόγου 54, PG 25, 192Β). Αυτός ήταν ο λόγος της ενανθρωπήσεως του Λόγου!

       Ο άπειρος Θεός πραγματοποίησε το σχέδιο της σωτηρίας του κόσμου. Η αθόρυβη και ταπεινή είσοδός Του στον κόσμο, αλλά και όλα τα εμπόδια που πρόβαλε ο άρχων του κόσμου τούτου και ο κόσμος της πτώσεως, δεν στάθηκαν εμπόδια να καταστεί ο αποτελεσματικός λυτρωτής της ανθρωπότητας. Αψευδής μάρτυρας η ιστορία, της οποίας άλλαξε Εκείνος τον ρου. Αποδείχτηκε η μέγιστη προσωπικότητα της ιστορίας.  Η κατά σάρκα Γέννηση του Χριστού αποτέλεσε την μέγιστη καμπή της ιστορίας, χωρίζοντάς την στα δύο, στην προ Αυτού και την μετά Αυτόν εποχή. Στην εποχή της πτώσεως και προσμονής της σωτηρίας και στην εποχή της απολυτρώσεως. Κανένας άνθρωπος, όσο σημαντικός και αν υπήρξε, δεν μπόρεσε να γίνει ο ρυθμιστής της ιστορίας, παρά μόνο ο Θεάνθρωπος, ο αληθινός Θεός και άνθρωπος, Εκείνος ο Οποίος έγινε άνθρωπος για να αναγάγει τον άνθρωπο σε Θεό!  

       Αν θέλουμε, λοιπόν, να ανήκουμε στην κατηγορία των συνειδητών πιστών, οφείλουμε αυτές τις άγιες ημέρες, να αφήσουμε κατά μέρος το κοσμικό «κλίμα», να απεγκλωβιστούμε από τον καταναλωτικό οίστρο και την υλιστική κραιπάλη και να στοχαστούμε το άμετρο έλεος του Θεού προς ημάς τους αποστάτες Του. Να συνειδητοποιήσουμε την έσχατη θεία κένωση (Φιλιπ.2,7), την συγκατάβαση, την ταπείνωση, τον εξευτελισμό, το σταυρό και το θάνατο, του δι’ ημάς νηπιάσαντος Θεού μας, για να επιτευχθεί η απολύτρωσή μας από την αιχμαλωσία του διαβόλου και τη δουλεία της αμαρτίας, η οποία γεννά τη φθορά και οδηγεί στο θάνατο. Να στρέψουμε το βλέμμα μας στη Βηθλεέμ για να δούμε το εκτυφλωτικό φως του αστέρα, να ακούσουμε τους αγγελικούς παιάνες της ειρήνης και να προσκυνήσουμε το επί της φάτνης ανακληθέν «Παιδίον νέον, τον προ αιώνων Θεόν»! 

«ΕΙΓΗΡΕ ΚΕΡΑΣ ΣΩΤΗΡΙΑΣ ΗΜΙΝ» (Λουκ.1,69)

 

ΛΑΜΠΡΟΥ Κ. ΣΚΟΝΤΖΟΥ Θεολόγου - Καθηγητού

       Η ενανθρώπηση του Θεού Λόγου αποτελεί την ύψιστη δωρεά του Θεού για τον άνθρωπο. Αποτελεί την τελειότατη έκφραση της αγάπης Του για το πλανεμένο πλάσμα Του. Φανερώνει περίτρανα την προαιώνια βουλή Του για τη σωτηρία του κόσμου και την αποκατάσταση της τάξεως στη δημιουργία Του.

      Η είσοδος του άναρχου και άκτιστου Θεού στον κτιστό χρόνο και χώρο είναι το μεγαλύτερο θαύμα της ιστορίας και συνάμα το έσχατο «σκάνδαλο» των απίστων, οι οποίοι δε μπορούν να διανοηθούν ανθρωποποίηση του Θεού. Το ίδιο δε μπορούν να διανοηθούν κανένα σωτήρα και λυτρωτή του κόσμου, διότι δε δέχονται καμιά έκπτωση από καμιά αυθεντικότητα. Θεωρούν την καταφανή ανθρώπινη κακοδαιμονία ως «φυσική» και ως εκ τούτου απορρίπτουν τον ενανθρωπήσαντα Λόγο ως σωτήρα του κόσμου. Σε αυτή τη συλλογιστική εστιάζεται το διαχρονικό δράμα του πεσόντος στην αμαρτία ανθρώπου.

     Η ιστορία όμως είναι ο αψευδής μάρτυρας και ο διαπρύσιος κήρυκας της εν Χριστώ σωτηρίας του κόσμου. Φτάνει να έχει κάποιος απαλλαγεί από κάθε κοντόφθαλμη συλλογιστική, από κάθε υποκειμενική θεώρηση και από τα προσωπικά του πάθη για να μπορέσει να ατενίσει τη μεγάλη αλλαγή που έφερε ο σαρκωμένος Θεός στον κόσμο. Να γευθεί το μέγεθος της Θείας Φιλανθρωπίας.

      Ανοίγοντας τα ιστορικά κείμενα από το απώτερο παρελθόν ως τα σήμερα, τις κοινωνιολογικές μελέτες, τις ανθρωπολογικές συγγραφές, και όλα τα συναφή συγγράμματα, είναι εύκολο να διακρίνει κάποιος μια ιστορική πορεία ανάξια για τα ανθρώπινα πρόσωπα.  Είναι εύκολο να διαπιστώσουμε ότι η ανθρώπινη ιστορία είναι ένα συνεχές εκτυλισσόμενο δράμα, μια ατελεύτητη τραγωδία. Αρχίζοντας από τη ζωή του πρωτογόνου ανθρώπου, βλέπουμε τον καθημερινό φρικτό του αγώνα για επιβίωση μέσα σε ένα άκρως αφιλόξενο  περιβάλλον. Η προφητική ρήση του Θεού προς τον Αδάμ μετά την πτώση του: «επικατάρατος η γη εν τοις έργοις σου. Εν λύπαις φαγή αυτήν πάσας τας η μέρας της ζωής σου.  Ακάνθας και τριβόλους ανατελεί σοι, και φαγή τον χόρτον του αγρού. Εν ιδρώτι του προσώπου σου φαγή τον άρτον σου, έως του αποστρέψαι σε εις την γην εξ ής ελήφθης, ότι γη ει και εις γην απελεύση» (Γεν.3,17-19) επαληθεύτηκε επακριβώς. Μαζί με την αγωνία της επιβιώσεως αναπτύχθηκε στον άνθρωπο και ο ανταγωνισμός και έχθρα για τον συνάνθρωπό του. Εξ’ αρχής η υπέροχη γυναίκα του Αδάμ η Εύα μεταβλήθηκε σε αντικείμενο εκμετάλλευσης. Από «σάρκα μία» (Γεν.2,24) τα δύο θεοδημιούργητα ανθρώπινα πρόσωπα διασπάστηκαν σε δύο αντιτιθέμενα άτομα. Ο Θεός επισήμανε στην προμήτορα πως στο εξής «προς τον άνδρα σου η αποστροφή σου, και αυτός σου κυριεύσει» (Γεν.3,16). Ο άλλος άνθρωπος δεν λογιζόταν πια αδελφός, παρά αντίζηλος, ο οποίος απειλούσε την τροφή του, την εξουσία του, τη γυναίκα του, τον ζωτικό του χώρο, και αυτή την ίδια την ύπαρξή του. Ο μόνος τρόπος να απαλλαγεί από αυτόν ήταν να τον πολεμήσει και να τον καταστρέψει. Έτσι γεννήθηκαν οι έχθρες, οι διαμάχες, οι πόλεμοι, ως η πιο μαύρη σελίδα στην ανθρώπινη ιστορία. Δεν αναφέρεται ουδεμία περίοδος της ιστορίας να κυριαρχεί στον κόσμο απόλυτη ειρήνη. Εκατομμύρια άνθρωποι βρήκαν τραγικό θάνατο στα ατέλειωτα πεδία των μαχών για την υπεράσπιση του «ζωτικού του χώρου». 

      Ενωρίς ο ισχυρός άνθρωπος έβαλε στη δούλεψή του αδυνάτους. Πρόκειται για τη δουλεία της προχριστιανικής αρχαιότητας, η οποία αποτελεί το διαχρονικό όνειδος της ανθρωπίνης φύσεως. Γνωρίζουμε καλά το μέγα πλήθος των δούλων στον αρχαίο κόσμο. Στους προγόνους μας αντιστοιχούσε ένας «κύριος» προς δέκα δούλους. Υπήρχαν «κύριοι» που είχαν στη δούλεψή τους εκατοντάδες ή και χιλιάδες δούλους. Οι άμοιροι εκείνοι άνθρωποι όχι μόνο δεν είχαν δικαιώματα, αλλά θεωρούνταν

χειρότεροι από τα ζώα και εξισώνονταν με τα πράγματα. Στους ρωμαϊκούς χρόνους έφτασαν στο σημείο οι «κύριοι» των δούλων να διασκεδάζουν την ανία τους με τον πιο τραγικό θάνατο αυτών των ανθρώπων στα αμφιθέατρα!   

      Στον πνευματικό τομέα η κατάσταση ήταν το ίδιο τραγική. Η διαπροσωπική σχέση των πρωτοπλάστων με το Θεό χάθηκε δια παντός. Τη θέση του αληθινού προσωπικού Θεού πήραν τα ανόητα και αισχρά είδωλα. Την αγνή λατρεία του Θεού αντικατέστησε η δεισιδαιμονία, οι δαιμονολατρία και οι φρικτές ανθρωποθυσίες. Η πίστη στο Θεό κατάντησε φόβος και τρόμος σε δαιμονικές δυνάμεις, οι οποίες πήραν τη θέση του Θεού στην ψυχή του πεσόντος ανθρώπου. Οι ελάχιστες φωνές διαμαρτυρίας στην απίστευτη πνευματική και θρησκευτική κατάπτωση πνίγονταν στον ωκεανό του πνευματικού σκοταδιού. Αλλά και όσες ιδέες κατόρθωσαν να επιβιώσουν και να παρουσιάζονται ως τα σήμερα ως «φιλοσοφία» δεν ήταν τίποτε άλλο από επιμιξία αλήθειας και ψεύδους και ουδεμία ουσιαστική αρωγή προσέφερε στον βαριά τραυματισμένο από την αμαρτία προχριστιανικό άνθρωπο. Ουδεμία ακτίνα φωτός προσέφερε στη γνώση του αληθινού Θεού, ώστε «ουκ έγνω ο κόσμος δια της σοφίας τον Θεόν» (Α΄Κορ.1,21). Αυτό που ονομάζουν κάποιοι «προχριστιανικό πολιτισμικό θαύμα» και που αφήνει «έκθαμβους» τους διάφορους «αρχαιολάτρες», τους οποίους γέννησε ο άθεος ευρωπαϊκός «διαφωτισμός», είναι στην ουσία προϊόν άμετρης ματαιοδοξίας των ισχυρών του παρελθόντος, ο οποίος δεν έλυσε τα μεγάλα προβλήματα των αρχαίων και ελάχιστα καλυτέρευσε τη ζωή τους. Έστω για παράδειγμα οι ατέλειωτες στρατιές των δούλων. Αυτοί οι χειρώνακτες υπήρξαν στην ουσία οι κτήτορες των λαμπρών μνημείων, τα οποία θαυμάζουμε σήμερα, χωρίς να αναλογιζόμαστε τις θυσίες, τους κόπους, τους εξευτελισμούς, τα αίματα και ακόμα τους θανάτους αυτών των άμοιρων υπάρξεων. Χωρίς αυτούς θα ήταν αδύνατον να ανεγερθούν. Και όμως αυτοί αναγκάζονταν να είναι αμέτοχοι της χρήσης τους! 

     Η ηθική των αρχαίων ήταν ανύπαρκτη, διότι τα ηθικά τους πρότυπα ήταν οι ανήθικοι «θεοί» τους, οι οποίοι πιστεύονταν ότι διέπρατταν τα χειρότερα εγκλήματα και τις πιο ανείπωτες και ανήκουστες ασέλγειες και ηθικές παρεκτροπές. Οι αρχαίοι θέλοντας να δικαιολογήσουν την ανήθικη ασυδοσία τους έπλασαν «θεούς» τέτοιους που να επιτρέπουν και να υποδεικνύουν τέτοιες πρακτικές. Η κάθε διάπραξη εγκλήματος ή ανηθικότητας λογιζόταν ως θρησκευτική λατρεία!          

      Όσοι νομίζουν ότι η προχριστιανική περίοδος ήταν ιδανική, είτε δε γνωρίζουν καλά τα πράγματα, είτε εθελοτυφλούν. Ιδιαίτερα στα χρόνια που ήρθε ο Χριστός στον κόσμο, παρ’ όλο ότι προηγήθηκε ο λεγόμενος ελληνικός και ρωμαϊκός «πολιτισμός» τα ήθη είχαν εξαχρειωθεί στο έπακρο. Οι πόλεμοι και μάλιστα οι εμφύλιοι ήταν μόνιμη κατάσταση. Οι δούλοι είχαν πολλαπλασιαστεί και είχε επιδεινωθεί η θέση τους. Οι παράλογες θρησκείες της ανατολής έφεραν στον ελληνορωμαϊκό κόσμο απίστευτη πνευματική και θρησκευτική κατάπτωση, ώστε τη θέση της λατρεία να καταλάβει η μαγεία. Η όποια πολιτισμική καταβολή παραφθάρθηκε σε σημείο εκφυλισμού. Στον εβραϊκό κόσμο τα πράγματα ήταν το ίδιο αποκαρδιωτικά. Είναι απόλυτα δικαιολογημένος ο ισχυρισμός του στοχαστή Σατωβριάνδου πως «αν ο Χριστός ερχόταν λίγα χρόνια αργότερα στον κόσμο θα έβρισκε το πτώμα του»!

      Όμως ο Θεός, του Οποίου παραμένει αναλλοίωτη η θέληση, αποφάσισε να σώσει το ανθρώπινο γένος. Προείπε  στους πρωτοπλάστους ότι σε χρόνους μακρινούς ο Γιός της Γυναίκας θα συντρίψει το κεφάλι του όφεως, δηλαδή του διαβόλου, ο οποίος ευθύνεται για την πτώση του (Γεν.3,17).  Όντως, κατά τον απόστολο Παύλο: «ότε ήλθε το πλήρωμα του χρόνου, εξαπέστειλεν ο Θεός τον υιόν αυτού, γενόμενον υπό γυναικός, γενόμενον υπό νόμον, ίνα τους υπό νόμον εξαγοράση, ίνα την υιοθεσίαν

απολαύομεν» (Γαλ.4,4-5), ώστε: «ώσπερ εβασίλευσεν η αμαρτία εν τω κόσμω, ούτω και η χάρις βασιλεύση δια δικαιοσύνης εις ζωήν αιώνιον δια Ιησού Χριστού του Κυρίου ημών» (Ρωμ.4,21). Δεν ήρθε στον κόσμο για να αναδιοργανώσει την παρηκμασμένη θρησκευτική κατάσταση του αρχαίου κόσμου, όπως ισχυρίζονται κάποιοι, αλλά για να αλλάξει ριζικά τη συνολική δομή του πτωτικού κόσμου. Να τον απαλλάξει από την κυριαρχία του διαβόλου και να του δώσει την αρχική προοπτική της δημιουργίας του. Ήρθε να σώσει τον πεσμένο στην αμαρτία και παραδομένο στη φθορά της αμαρτίας άνθρωπο, ο οποίος μακριά από το Θεό είχε χάσει κάθε προσανατολισμό του προς τον ουρανό. Ήρθε να κηρύξει τα καλά νέα της σωτηρίας και της συμφιλιώσεως με το Θεό, που είχε διαταράξει η μοιραία πτώση, ώστε «το ευαγγέλιον του Χριστού (να γίνει) δύναμις Θεού εις σωτηρίαν παντί τω πιστεύοντι» (Ρωμ.1,16). Ήρθε «ίνα την υιοθεσίαν απολάβωμεν» (Γαλ.4,5), την οποία μας υπεξαίρεσε ο διάβολος και μας παρέδωσε στα πιο φρικτά δεσμά της δουλείας, «ώστε ουκέτι ει δούλος, αλλ’ υιός, ει δε υιός, και κληρονόμος Θεού διά Χριστού» (Γαλ.4,7). Ήρθε να άρει τον καταναγκασμό του νόμου και να φέρει τη χάρη, ως ύψιστη δωρεά του Θεού προς το ανθρώπινο γένος. Η δικαίωσή μας δεν είναι δική μας κατάκτηση, αλλά δωρεά του Σαρκωμένου Θεού μας, ο Οποίος ντύθηκε τη φτωχή μας φύση για να πραγματοποιήσει τον υπέρτατο σκοπό Του, τη σωτηρία μας. Έτσι «δικαιούμενοι δωρεάν τη αυτού χάριτι δια της απολυτρώσεως της εν Χριστώ Ιησού, όν προέθετο ο Θεός ιλαστήριον δια της πίστεως εν τω αίματι, εις ένδειξιν της δικαιοσύνης αυτού δια την πάρεσιν των προγεγονότων αμαρτημάτων» (Ρωμ.3,24-25). 

      Ο Ενανθρωπήσας Λόγος του Θεού είναι όχι μόνο ο πιο μεγάλος, μα και ο μοναδικός σωτήρας του κόσμου, του Οποίου γεύεται εδώ και δύο χιλιάδες χρόνια «του πλούτου της χρηστότητος αυτού και της ανοχής και της μακροθυμίας» (Ρωμ.2,4). Όλοι οι εγκόσμιοι αυτόκλητοι, ή ετερόκλητοι «σωτήρες» της ανθρωπότητας αποδείχτηκαν ανεπαρκείς, διότι ελάχιστα ωφέλησαν το ανθρώπινο γένος. Συγκρινόμενο το έργο τους με το απολυτρωτικό έργο του Χριστού, φαντάζει ανύπαρκτο. Μόνο Αυτός μας δίδαξε ότι το κάθε ανθρώπινο πρόσωπο, ανεξάρτητα από τα προσωπικά του στοιχεία, τις φυσικές του μειονεξίες και τα επίκτητα μειονεκτήματά του είναι αξία και μάλιστα εικόνα του Θεού. Μόνο ο Χριστός σήκωσε το κεφάλι μας από τον βούρκο της αμαρτωλότητας και το έστρεψε προς τον ουρανό, «ήγειρε κέρας σωτηρίας ημίν… (εποίησε) έλεος μετά των πατέρων ημών, μνησθήναι διαθήκης αγίας αυτού» (Λουκ.1,69,72).     

«ΕΤΟΙΜΑΖΟΥ ΒΗΘΛΕΕΜ, ΗΝΟΙΚΤΑΙ ΠΑΣΙΝ Η ΕΔΕΜ»

 

ΛΑΜΠΡΟΥ Κ. ΣΚΟΝΤΖΟΥ Θεολόγου – Καθηγητού

      Η ενανθρώπιση του Θεού είναι το κορυφαίο γεγονός της ανθρώπινης ιστορίας. Είναι η δεύτερη επέμβαση του θείου Δημιουργού στην κτιστή δημιουργία. Η σάρκωση του Λόγου έγινε για την αναδημιουργία του κόσμου, την χριστοποίησή του και εν τέλει την θεοποίησή του.

      Ο Θεός δημιούργησε τον κόσμο «καλόν λίαν» (Γεν.1,31), με προεξάρχοντα τον άνθρωπο, ως την κορωνίδα και το επιστέγασμα των κτισμάτων Του. Η θεία δημιουργία, σύμφωνα με του Πατέρες της Εκκλησίας μας, δεν είναι αποτέλεσμα ανάγκης από μέρους του απόλυτα απαθούς Θεού, αλλά για να μοιραστεί τη δική Του μακαριότητα με άλλα όντα και κυρίως τις άυλες αγγελικές δυνάμεις και τον άνθρωπο. Ο κτιστός κόσμος είναι η υπέρτατη έκφραση της αγάπης του Θεού. Ιδιαιτέρως ο άνθρωπος είναι ο αποδέκτης της Θείας αγάπης, διότι αυτός μόνος χαρακτηρίζεται ως υιός Του, έχοντας την υιοθεσία Του, και γι’ αυτό υπήρξε καρπός ξεχωριστού τρόπου δημιουργίας, σε σχέση με τα άλλα δημιουργήματα.

       Τόσο οι αγγελικές δυνάμεις, όσο και ο άνθρωπος, πλάστηκαν ελεύθερα όντα, δηλαδή πρόσωπα, οι οποίοι, όχι μόνον ήταν συγκεφαλαίωναν την άλογη και απρόσωπη κτίση, αλλά καλούνταν να την «λογοποιήσουν» και να την «προσωποποιήσουν». Όμως η ελεύθερη επιλογή τους να γίνουν φορείς του κακού και αρνητές του θελήματος του Θεού, και να εκπέσουν, έφεραν τρομερή αναστάτωση στον κτιστό κόσμο και ανέστειλαν την προοπτική της θεοποιήσεώς του. Η ανταρσία του Εωσφόρου και των αγγέλων του, και η πτώση του ανθρώπου, υπέταξε όχι μόνο τους ιδίους στη φθορά, αλλά και ολόκληρη την πλάση, η οποία «συστενάζει και συνωδίνει» (Ρωμ.8,22). Οι άνθρωποι «πάντες γαρ ήμαρτον και υστερούνται της δόξης του Θεού» (Ρωμ.3,23), που σημαίνει ότι το φρικτό και μοιραίο γεγονός της πτώσεως απομάκρυνε τον άνθρωπο από Θεό και του στέρησε την υπέρτατη δωρεά της κοινωνίας μαζί Του. Στερημένος της δόξας του Θεού ο πτωτικός άνθρωπος περιέπεσε στην κατάσταση της έσχατης δυστυχίας και κακοδαιμονίας, διότι η ευτυχία και η πηγή των αγαθών είναι μόνον ο «Πατήρ των φώτων» (Ιακ.1,16). Αντίθετα η πηγή της δυστυχίας, της φθοράς και του θανάτου είναι ο διάβολος και η αμαρτία.   

        Παρά την ανταρσία του πλάσματός Του ο Θεός δεν άφησε το αγαπημένο Του πλάσμα. Ποιος θα μπορούσε να το σώσει; Ασφαλώς Αυτός που το είχε δημιουργήσει, ο Λόγος Του, δια του Οποίου «πάντα δι' αὐτοῦ ἐγένετο, καὶ χωρὶς αὐτοῦ ἐγένετο οὐδὲ ἓν ὃ γέγονεν» (Ιωάν.1,3). Η προαιώνια Θεία Βουλή είχε αποφασίσει να επιτελέσει τη σωτηρία του ανθρώπου και του κόσμου ο Υιός και Λόγος του Θεού. «Ιδών ὁ Κτίστης ὀλλύμενον, τόν ἄνθρωπον χερσίν ὅν ἐποίησε, κλίνας οὐρανούς κατέρχεται· τοῦτον δέ ἐκ Παρθένου, θείας ἁγνῆς, ὅλον οὐσιοῦται, ἀληθείᾳ σαρκωθείς· ὅτι δεδόξασται», τονίζει ο ιερός υμνογράφος των Χριστουγέννων.  Ο απόστολος Παύλος έγραψε πως «εν μορφή Θεού υπάρχων ουχ αρπαγμόν ηγήσατο το είναι ίσα Θεώ, αλλ’ εαυτόν εκένωσε μορφήν δούλου λαβών, εν ομοιώματι ανθρώπων γενόμενος, και σχήματι ευρεθείς ως άνθρωπος εταπείνωσεν εαυτόν γενόμενος υπήκοος μέχρι θανάτου, θανάτου δε σταυρού» (Φιλιπ.2,6-8). Ύστερα από προετοιμασία πολλών αιώνων «ήλθε το πλήρωμα του χρόνου» και «εξαπέστειλεν ο Θεός τον υιόν αυτού γενόμενον εκ γυναικός, γενόμενον υπό νόμον ίνα τους υπό νόμον εξαγοράση, ίνα την υιοθεσίαν  απολάβωμεν. . . ώστε ουκέτι ει δούλος, αλλ’ υιός και κληρονόμος Θεού διά Χριστού» (Γαλ.4,4-7). Ο προαιώνιος Υιός και Λόγος του Θεού «σάρξ εγένετο και εσκήνωσεν εν ημίν, και εθεασάμεθα την δόξαν αυτού, δόξαν ως μονογενούς παρά πατρός, πλήρης χάρητος και αληθείας» (Ιωάν.1,14).

        Ο άπειρος Θεός έγινε άνθρωπος προκειμένου να λυτρώσει τον άνθρωπο «εκ της δουλείας του εχθρού». Για να είναι «η ειρήνη ημών, ο ποιήσας τα αμφότερα έν και το μεσότοιχον του φραγμού λύσας, την έχθραν, εν τη σαρκί αυτού τον νόμον των εντολών εν δόγμασι καταργήσας, ίνα τους δύο κτίση εν ευατώ εις ένα καινόν άνθρωπον ποιών ειρήνην, και αποκταλλάξη τους αμφοτέρους εν ενί σώματι τω Θεώ διά του σταυρού, αποκτείνας την έχθραν εν αυτώ» (Εφ.2.13-16). Στο θεανδρικό πρόσωπο του σαρκωμένου Λόγου έγινε η καταλλαγή μεταξύ Θεού και ανθρώπου και η άρση των ολέθριων συνεπειών της πτώσεως.

         Η πρόσληψη της ανθρωπίνης φύσεως από τον Λόγο αποτελεί τον μόνο δυνατό τρόπο της σωτηρίας μας, διότι αυτή αναδημιουργήθηκε στο θεναδρικό πρόσωπό Του. Ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός  τονίζει σχετικά πως ο Ενανθωπήσας Λόγος του Θεού «Μεταλαμβάνει του χείρονος, της ημετέρας φύσεως, ίνα δι’ εαυτού και εν εαυτώ ανακαινίση μεν το κατ’ εικόνα, και καθ’ ομοίωσιν, διδάξη δε και ημάς την ενάρετον πολιτείαν, ταύτην δι’ εαυτού ποιήσας ημίν ευεπίβατον, και τη της ζωής κοινωνία ελευθερώση της φθοράς, απαρχή γενόμενος της ημών αναστάσεως, και το συντριβέν και αχρειωθέν σκεύος ανακαινίση, ίνα της τυραννίδος του διαβόλου λυτρώσηται, προς θεογνωσίαν ημάς καλέσαι, και νευρώση, και παιδεύση δι’ υπομονής και ταπεινώσεως καταπαλαίειν τον τύραννον» (Εκδ. Ορθ. Πίστεως 4,4.P.G.94,1108C). Επίσης ο Μ. Αθανάσιος τόνισε πως «Αυτός εστι Θεός σαρκοφόρος και ημείς άνθρωποι πνευματοφόροι. . . Αυτός ο αληθινός και φύσει Υιός του Θεού τους πάντας φορεί, ίνα οι πάντες τον ένα φορέσωμεν Θεόν» (ΒΕΠΕΣ 33,226). Ο άγιος Γρηγόριος Νύσσης τόνισε πως «Νυν ο επουράνιος και ημίν επουρανίους εποίησεν» (Γρηγ. Νύσσης, P.G.46,681D). Τέλος ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος τονίζει πως «Τό μέν, καταβῆναι δεῖ Θεόν πρός ἡμᾶς, τό δέ, ἡμᾶς ἀναβῆναι, καί οὕτω γενέσθαι κοινωνίαν Θεοῦ πρός ἀνθρώπους, τῆς ἀξίας συγκιρναμένης. ῞Εως δ᾿ ἄν ἑκάτερον ἐπί τῆς ἰδίας μένῃ, τό μέν, περιωπῆς, τό δέ, ταπεινώσεως, ἄμικτος ἡ ἀγαθότης καί τό φιλάνθρωπον ἀκοινώνητον» (Λογ. εἰς τήν Πεντηκοστήν).

        Έχουμε λοιπόν μαζί μας τον Εμμανουήλ «ὅ ἐστι μεθερμηνευόμενον μεθ᾿ ἡμῶν ὁ Θεός» (Ματθ.2,23), που σημαίνει πως από την αγία και ευλογημένη ημέρα της Γεννήσεως του Χριστού ο Θεός είναι μαζί μας «πάσας τὰς ἡμέρας ἕως τῆς συντελείας τοῦ αἰῶνος» (Ματθ.28,20), προσφέροντας την υπέρτατη δωρεά της απολυτρώσεως σε όσους την αποζητούν με ταπείνωση και ειλικρίνεια. Τα ερεβώδη σκότη της προχριστιανικής εφιαλτικής περιόδου τα διάλυσε ο νοητός Ήλιος της Δικαιοσύνης, ο οποίος είναι «τὸ φῶς τὸ ἀληθινόν, ὃ φωτίζει πάντα ἄνθρωπον ἐρχόμενον εἰς τὸν κόσμον» (Ιωάν.1,9). Ο αντίδικος διάβολος νικήθηκε κατά κράτος και το έργο του συντρίφτηκε. Κατά συνέπεια δε δικαιολογείται στους πιστούς κανενός είδους κατήφεια και απαισιοδοξία, διότι μας χαρίστηκε και πάλι η Εδέμ, την οποία είχαμε απολέσει. Τώρα έχουμε ανάμεσά μας «Παιδίον νέον τον προαιώνων Θεόν», το Οποίο μας ανέσυρε από την άβυσσο της απώλειας και μας προορίζει να γίνουμε κατά χάριν θεοί, σύνθρονοι της αρρήτου μεγαλειότητας Του! Δόξα σ’ Αυτόν!