Δόξα τω Θεώ, πάντων ένεκεν. - Αγ. Ιωάννης Χρυσόστομος

Σάββατο 7 Απριλίου 2018

Κοντάκιον Ρωμανού του Μελωδού «Εἰς τήν σταύρωσιν». Ένα χριστολογικό ποίημα.


Βασίλειος Τουλουμτσής

Μεταπτυχιακός φοιτητής Δογματικής ΕΚΠΑ

Σύμφωνα με τη γραφίδα του καθηγητού Παντελή Πάσχου «έξω από την Εκκλησία, ο Σταυρός ή η Μεγάλη Εβδομάδα γίνεται λογοτεχνία, γίνεται θέατρο ή κινηματογράφος, γίνεται στοχαστική διάλεξη ή δημοσιογραφικό άρθρο, γίνεται ευκαιρία για να δοκιμάσει κανείς τις ικανότητές του μ᾿ έναν τρόπο – οποιοδήποτε– επάνω σ᾿ ένα σοβαρό θέμα. Και μόνο μέσα από τις ιερές Ακολουθίες και τη λειτουργική ζωή της Εκκλησίας μας, μπορεί ο άνθρωπος να φτάσει στην κορφή της πνευματικής φιλοσοφίας και στη δόξα της Αναστάσεως, ανεβαίνοντας τον ανηφορικό δρόμο του Γολγοθά και περνώντας πνευματικά μέσα από την αγωνία της Σταυρώσεως». Χαρακτηριστική περίπτωση εκκλησιοποίησης της τέχνης αποτελεί αναμφισβήτητα ο Ρωμανός ο Μελωδός ο οποίος φέρνει την ποίηση μέσα στην Εκκλησία και την καθιστά εργαλείο και ασίγητο στόμα Της. Ως εκκλησιαστικός ποιητής χρησιμοποιεί το καλλιτεχνικό και συγγραφικό του τάλαντο μπολιασμένο στη εν γένει λειτουργική ζωή της Εκκλησίας, θέλοντας να προβάλλει με τρόπο ιδιαίτερο τη δογματική διδασκαλία Της, απαντώντας παράλληλα στις όποιες αποκλίσεις των ημερών του που αφορούν την πίστη της Εκκλησίας. Ένα εξαίσιο δείγμα αποτελεί το κοντάκιο που συνέγραψε «εἰς τήν Σταύρωσιν».

            Το χαρακτηριστικό γνώρισμά του είναι ότι σε μορφή «θεατρικού δράματος» προσωποποιεί το διάβολο, το θάνατο και όλους όσους συνέπραξαν στην παράδοση και Σταύρωση του Ιησού, και διαμέσου των μεταξύ τους διαλόγων, επιδιώκει να διατρανώσει στην περιρρέουσα ατμόσφαιρα, το βαθύτερο περιεχόμενο της χριστολογίας, το πραγματικό δηλαδή της ενυπόστατης ένωσης των δύο φύσεων στην Υπόσταση του Λόγου καθώς επίσης και τις συνέπειες αυτής της ένωσης για τη σωτηρία του ανθρώπου.

            Βλέποντας λοιπόν ο διάβολος το «ἀνεῳγμένον ἰατρεῖον» του Χριστού να έχει γεμίσει ολόκληρο τον κόσμο με θαύματα σκορπώντας δωρεάν θεραπεία, οδύρεται και αναφωνεί «τί ποιήσω τῷ υἱῷ τῆς Μαρίας; κτείνει με ὁ Βηθλεεμίτης, ὁ πανταχοῦ τά πάντα πληρῶν». Απευθύνεται τότε στους φίλους του, τους οποίους αποκαλεί «φίλους τῆς ζάλης καί ἐχθρούς τῆς γαλήνης» και ζητάει τη συμβουλή τους για το τι να πράξει, αφού ο ίδιος βρίσκεται σε πανικό («ἠμαυρώθη μου ὁ νοῦς») και δεν μπορεί να τον αντιμετωπίσει. Τη στιγμή εκείνη τους ακούει να του δίνουν θάρρος και  να του λένε: Βελίαρ, μή δειλιάζεις, «θάρσησον, κραταίωσον τάς φρένας σου· τῶν πρώτων σου καμάτων μνημόνευε· τά ἐν παραδείσῳ ἀνακαίνισον». Τον συμβουλεύουν δηλαδή, όπως μέσω της απάτης και του ψεύδους ενήργησε στον Παράδεισο με τους πρωτόπλαστους, κατά παρόμοιο τρόπο να ενεργήσει και τώρα.  Άλλωστε έχει τόσους φίλους και δεν δικαιολογείται να κλαίει σαν να έχει μείνει μόνος. «Ἱερεῖς καί γραμματεῖς, Ἰούδας καί Καϊάφας, […] Ἡρώδης σου φίλος διάπυρος» και ο Πιλάτος πιστός υπηρέτης. Ακούγοντας όλα αυτά ο διάβολος αναθάρρησε και είπε: «Εὐφράνθην, ὦ φίλοι, ὅτι τοῖς ἐμοῖς με ἐστηρίξατε». Θα τρέξω λοιπόν προς τους Ιουδαίους ώστε να αναφωνήσουν το  «σταυρωθήτω».

 Στη συνέχεια εμφανίζονται οι Ιουδαίοι να ομιλούν προς το διάβολο θέλοντας κατά κάποιο τρόπο να τον ξεκουράσουν από την κακόβουλη και διεστραμμένη αυτή μέριμνά του λέγοντας προς αυτόν: Μην μεριμνάς πλέον, «ἅ εἶχες τελέσαι, ἐτελέσαμεν· παρεδόθη καί ἠρνήθη Ἰησοῦς, ἐδέθη, ἐδόθη Πιλάτῳ». Ο διάβολος τους ξεκαθαρίζει ότι ο λόγος που βρίσκεται εκεί, δεν είναι διότι τους θεωρεί ράθυμους. Μάλιστα δε, είναι πολύ ευχαριστημένος από τον ειδωλολατρικό τρόπο ζωής τους, θυμίζοντάς τους ότι είναι οι ίδιοι οι οποίοι στην έρημο προτίμησαν όχι το Θεό αλλά το μόσχο. Άλλωστε η ειδωλολατρεία έγκειται ακριβώς στον εγκλωβισμό και στο «δέσιμο» του ανθρώπου αποκλειστικά και μόνο με την κτιστή πραγματικότητα. Γίνεται φανερή σύνδεση της Παλαιάς Διαθήκης του Ασάρκου Λόγου με την Καινή Διαθήκη του Σεσαρκωμένου πλέον Λόγου. Φαινομενικά και μόνο στα λόγια μισούν το διάβολο, αλλά στην πραγματικότητα του ανήκουν εξολοκλήρου υπηρετώντας τον πιστά, («ἡμέτεροι ἐστέ ἐξ ὅλης διανοίας»), ενώ αντίθετα τον υιό της Μαρίας, τον μισούν και τον διώκουν όχι θεωρητικά αλλά έμπρακτα.

Στη 12η στροφή, ο Ρωμανός τονίζει το νηπτικό βάθος της Γραφής, η οποία αν δεν γίνει βίωμα συνεχές παραμένοντας ως εκ τούτου ως απλή γνώση, σωτηριολογικώς δεν ωφελεί σε τίποτα. Γι΄αυτό και ο διάβολος προτρέπει τους φίλους του να μην «σφίξουν τα ῥητά τοῦ νόμου Μωσέως» εντός της διανοίας τους ώστε αυτά να γίνουν καρδιακή προσευχή, αφού τους θέλει απλώς «ἀναγνώστας καί μή γνώστας γραφῶν».

Στο σημείο αυτό ξεκινά ο διάλογος μεταξύ του διαβόλου και του θανάτου, όπου ο θάνατος του αποκαλύπτει έντρομος ότι η σιωπή του Χριστού ενώπιον της κοσμικής εξουσίας του Πιλάτου, τού προκάλεσε μεγάλο φόβο, πιστεύοντας πως αυτή δηλώνει για το Χριστό ότι σχεδιάζει να κάνει άνω κάτω τον Άδη (φιμῶσαι με ἔχει ἐν τῷ θάπτεσθαι). Στο άκουσμα αυτό ο διάβολος γελά με τη δειλία του θανάτου. Όμως ο θάνατος θέλοντας να δικαιολογήσει τη στάση του, υπενθυμίζει στο διάβολο ενδεικτικά κάποια από τα τραύματα που υπέστη στο πρόσφατο παρελθόν ενώπιον της παρουσίας του Χριστού λέγοντας: «οὐκ ἐκ τῶν μνημάτων σέ ἀπήλασεν; οὐ Χαναναίας ἀπεδίωξε; μετά ταῦτα τοῦ ἀλάλου καί κωφοῦ ἀλλότριον ἐποίησέ σε ὁ πανταχοῦ τά πάντα πληρῶν». Ο διάβολος παραδέχεται πως όλα αυτά τα γνωρίζει ενώ παράλληλα προχωρεί και σε μια καταπληκτική χριστολογική ομολογία κατά την οποία φαίνεται ότι ο Χριστός ό,τι πάσχει για τη σωτηρία μας, αφορά μόνο την παθητή ανθρώπινή Του φύση, ενώ η θεία Του φύση παρέμεινε απαθής («ἔγνων καί παρά γνώμην, ὅτι ἀήττητος Χριστός ἐν φύσει νικωμένῃ»). Παρά ταύτα δεν εγκαταλείπει τον αγώνα και «τῆς πάλης οὐκ ἀφίσταται» ξεκινώντας να κινηθεί προς τα όργανά του, τους Ιουδαίους. Εδώ παρατηρείται η απόλυτη παράνοια η οποία αποδεικνύει την αρρωστημένη κατάσταση που βιώνει το κτιστό έλλογο όν, όταν ηθελημένα αρνείται την κοινωνία του με το Λόγο και μοιραία γίνεται παρά-Λογο. Παρά το γεγονός ότι ομολογεί τη θεότητα του Χριστού και κατά συνέπεια τη δική του απόλυτη αδυναμία, θα προσπαθήσει με εωσφορική μανία να τελειώσει αυτό που άρχισε, ώστε να αποφύγει τη ντροπή δηλώνοντας πως «ἐάν οὖν ἐκφύγω, καταισχύνομαι». Νιώθει την αγάπη του Χριστού να τον μαστιγώνει, αιτία όμως της προσωπικής του κόλασης δεν είναι ο όντως αγαθός Χριστός, αλλά η διαφοροποίηση του θελήματός του ως αρρωστημένο γνωμικό («τῷ Βηθλεεμίτῃ ἀντιτάσσομαι») που τον κάνει να στέκεται απέναντί Του ως αντικείμενος με αντεστραμμένα και διεστραμμένα κριτήρια αληθείας. Παίρνοντας το λόγο ο θάνατος, ξεκαθαρίζει στο διάβολο να μην τον υπολογίζει σε αυτό του το εγχείρημα το οποίο δεν συμμερίζεται, τονίζοντας ότι ο ίδιος θα κοντέψει στο σταυρό μόνο εάν του κάνει νεύμα ο ίδιος ο Χριστός αφού «εἰ μή γάρ θελήσει, οὐ θνῄσκει». Στο σημείο αυτό τονίζεται ότι ο Χριστός εκουσίως προσέρχεται και παραδίδει Εαυτόν σε θάνατο για τη δική μας σωτηρία.  Έχει πολύ μεγάλη σημασία το ότι ο Ρωμανός βάζει ενδιάμεσα το θάνατο και το διάβολο ως σκοτεινές και φθοροποιές δυνάμεις να ομολογούν αδίστακτα την πίστη της Εκκλησίας θέλοντας να απαντήσει στις αναφυόμενες χριστολογικές αιρέσεις οι οποίες κατά διαφόρους τρόπους άδειαζαν κυριολεκτικά το έργο της θείας Οικονομίας.

Βλέποντας ο διάβολος την οπισθοχώρηση του θανάτου, κινήθηκε προς τους Ιουδαίους στους οποίους βρήκε ό,τι έψαχνε. Αυτοί μάλιστα τον οδήγησαν μπροστά στο Χριστό ο οποίος μετά από πολλές ύβρεις και μαστιγώσεις, πλέον κείτονταν «ὡς σάλπιγξ ἐν τῷ ξύλῳ». Βέβαιοι ότι έχουν ολοκληρώσει την εξόντωση Αυτού που τόση αναστάτωση είχε προκαλέσει στο άκαρπο ιερατικό και πολιτικό κατεστημένο, αναφέρουν στο διάβολο και μια είδηση με σκοπό να τον κάνουν να γελάσει. Η είδηση ήταν ότι «εἷς τῶν λῃστῶν τῶν μετ’ αὐτοῦ δικαίως σταυρωθέντων, κράζει αὐτῷ μνήσθητί μου, κύριε». Στο άκουσμα αυτό, ο μισόκαλος διάβολος «ἐστύγνασεν» και αφού έσκυψε περίλυπος το κεφάλι του κραύγασε: «Εἰ ἐν ξύλῳ μαθητάς χειροτονεῖ, ἐν τάφῳ παιδευτάς καθίσει». Ενθυμήθηκε τότε τη συμβουλή του φίλου του θανάτου και πλέον συμφώνησε και ο ίδιος ότι εκ των πραγμάτων ήταν άτοπη η προσπάθεια, αφού «οὐδέν ἠδικήθη Ἰησοῦς ἐκ τοῦ πάθους». Τώρα πλέον παρακαλά το θάνατο να τον πάρει, αφού νιώθει αδύναμος και καταντροπιασμένος από «τήν αἰσχύνην τήν πολλήν ἥν ἔλαβεν ἐκ τοῦ ξύλου».

Η 23η και τελευταία στροφή του κοντακίου, επαναλαμβάνει και τονίζει αυτό που οι άνομοι άθελά τους ομολόγησαν. Ότι ο Χριστός, ο Σαρκωμένος Λόγος του Πατρός, «βουλῇ ἐσταυρώθη καί γνώμῃ ἐνεκρώθη». Δεν είναι έρμαιο της ανθρώπινης κοσμικής εξουσίας, στην οποία μοιραία υποτάσσεται. Είναι «ὁ πάντα περιέχων δρακί», ο Κύριος της Ιστορίας, μέσα στην οποία αποκαλύπτεται η άφραστη πρόνοιά Του για τα έργα των χειρών Του. «Οὐ κατέαξαν αὐτοῦ τά σκέλη» διότι «ἑκών ἀφῆκε τό πνεῦμα και ἄκων οὐκ ἐγένετο ἐν νεκροῖς». Μέσα από τη διαλογική αυτή πλοκή του έργου, ο Ρωμανός αφενός προβάλλει την ορθόδοξη χριστολογία ως πίστη και ζωή της Εκκλησίας ενώ αφετέρου καταδεικνύει το ανυπόστατο και αδύναμο του κακού, αποδομώντας οποιαδήποτε μανιχαϊστική αντίληψη.