Δόξα τω Θεώ, πάντων ένεκεν. - Αγ. Ιωάννης Χρυσόστομος

Παρασκευή 31 Μαρτίου 2023

ΑΓΙΟΣ ΥΠΑΤΙΟΣ ΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΓΑΓΓΡΩΝ

 ΛΑΜΠΡΟΥ Κ. ΣΚΟΝΤΖΟΥ Θεολόγου - Καθηγητού

       Ιδιαίτερη τιμητική θέση κατέχουν στην Εκκλησία μας οι άγιοι θεοφόροι Πατέρες, οι οποίοι πήραν μέρος στις Άγιες Οικουμενικές Συνόδους, και με τον φωτισμό του Αγίου Πνεύματος αποφάνθηκαν για τη σώζουσα ορθόδοξη πίστη μας. Ένας από αυτούς είναι και ο άγιος Υπάτιος Επίσκοπος Γαγγρών, ο οποίος είχε πάρει μέρος στην Α΄ Οικουμενική Σύνοδο και διακρίθηκε ως φλογερός πρόμαχος της Ορθοδοξίας. Επί πλέον αξιώθηκε και της θαυματουργίας.

      Γεννήθηκε στην Κιλικία της Μ. Ασίας και έζησε την εποχή που βασίλευε ο Μ. Κωνσταντίνος (307-337) και ο γιος του Κωνστάντιος (337-361). Επειδή διακρίνονταν για τη μεγάλη πίστη του, τον ενάρετο βίο του και τον ζήλο του για την Ορθοδοξία, η Εκκλησία τον κάλεσε να την υπηρετήσει. Τον ανέδειξε Επίσκοπο των Γαγγρών της Παφλαγονίας. Αφότου ανέβηκε στον επισκοπικό θρόνο σημείωσε αξιόλογη ποιμαντική δράση. Κατόρθωσε να ανεβάσει το πνευματικό επίπεδο των πιστών και να προσελκύσει πλήθος ειδωλολατρών στην Εκκλησία. Ο Θεός του έδωσε επίσης και το χάρισμα της θαυματουργίας. Γιάτρευε αρρώστους ανθρώπους και ζώα. Είχε την ικανότητα να αποδιώχνει τα βλαβερά έντομα και τρωκτικά, ιδιαίτερα τους ασπάλακες (τυφλοπόντικες), οι οποίοι κατέστρεφαν τις σοδιές των φτωχών γεωργών, σώζοντας έτσι από την πείνα το λαό της περιοχής του. Ακόμα και το θαλασσινό νερό μετέβαλλε σε πόσιμο! 

        Μεγάλη υπήρξε η συμμετοχή του στην Α΄ Οικουμενική Σύνοδο (325), η οποία είχε συγκληθεί από το Μ. Κωνσταντίνο στη Νίκαια της Βιθυνίας για να υπερασπίσει την Ορθοδοξία από την φοβερή αίρεση του Αρείου. Συντάχτηκε με τους ομολογητές Πατέρες της Συνόδου και υπεράσπισε την ορθή περί Χριστού διδασκαλία της Εκκλησίας, σύμφωνα με την οποία, δεν είναι κτίσμα, όπως δόξαζαν οι αιρετικοί αρειανοί, αλλά Θεός αληθινός, εκ Θεού αληθινού.

         Το 343 συγκάλεσε Τοπική Σύνοδο, η οποία είναι γνωστή ως Σύνοδος των Γαγγρών, με άλλους δώδεκα Επισκόπου, όπου καταδικάστηκε ο Επίσκοπος Σεβαστείας Ευστάθιος, ο οποίος ήταν κατά του θεσμού του γάμου και της νηστείας. Η Σύνοδος σύνταξε 21 Κανόνες.

         Ο Υπάτιος υπεράσπισε με θέρμη και ζήλο την Ορθοδοξία από τους φανατικούς σχισματικούς και αιρετικούς Νοβατιανούς, οι οποίοι κρατούσαν μια υπερ-συντηρητική στάση, αποκλείοντας από την Εκκλησία, όσους, κατά τους διωγμούς είχαν αρνηθεί, από φόβο, την πίστη τους και είχαν μετανοήσει. Επίσης δεν δέχονταν ότι οι αμαρτίες μετά το βάπτισμα συγχωρούνται δια της Ιεράς Εξομολογήσεως. Ο σοφός Επίσκοπος πρόβαλλε την πίστη της Εκκλησίας, η οποία έχει φιλάνθρωπο χαρακτήρα και συγχωρεί, ύστερα από ειλικρινή μετάνοια, όλα τα αμαρτήματα. Έτσι έπεισε πολλούς οπαδούς των Νοβατιανών να επιστρέψουν στην Εκκλησία.

        Αυτό όμως θορύβησε στους αιρετικούς Νοβατιανούς, οι οποίοι θεώρησαν τον Υπάτιο ως κίνδυνο για την ομάδα τους και αποφάσισαν να τον εκδικηθούν. Προσπαθούσαν να βρουν την ευκαιρία να τον τιμωρήσουν. Κάποτε, η ευκαιρία που ζητούσαν τους δόθηκε. Ο Υπάτιος βάδιζε μόνος σε κάποιο δύσβατο και ερημικό μέρος. Εκεί τον περίμεναν φανατικοί Νοβατιανοί, κατ’ άλλους, ειδωλολάτρες πληρωμένοι από τους Νοβατιανούς, άνδρες και γυναίκες, οπλισμένοι με ξύλα και πέτρες. Όταν πλησίασε ο σεβάσμιος Επίσκοπος, όρμησαν επάνω του, με κραυγές και απειλές και άρχισαν να τον κτυπούν ανελέητα, άλλος με ρόπαλα, άλλοι με σιδερένια ραβδιά και άλλοι με μαχαίρια.  Αφού τον μαστίγωσαν, γεμίζοντας όλο του το σώμα με πληγές, τον έριξαν από παρακείμενο γκρεμό σε βαθύ φαράγγι, όπου κυλούσε ορμητικός ποταμός. Ο Υπάτιος, μισοπεθαμένος, αντί να διαμαρτυρηθεί στους άδικους βασανιστές του, σήκωσε τα μάτια του στον ουρανό και ψιθύρισε τα ίδια

λόγια που είχε πει ο Πρωτομάρτυρας Στέφανος, όταν τον λιθοβολούσαν οι Ιουδαίοι: «Κύριε μη στήσης αυτοίς την αμαρτίαν ταύτην»! Δηλαδή Κύριε μην καταλογίσεις αμάρτημα την πράξη αυτών των ανθρώπων! Τόσο ανεξίκακος ήταν ώστε να συγχωρεί και τους ανθρώπους που ήθελαν να τον θανατώσουν!

       Όμως τη στιγμή που ο άγιος Επίσκοπος προσευχόταν για τους ανθρώπους αυτούς, μια γυναίκα από αυτούς, βλέποντας ότι ήταν ακόμη ζωντανός, άρπαξε μια μεγάλη πέτρα και την έριξε στο κεφάλι του, λειώνοντας το κρανίο του και επιφέροντας σε αυτόν ακαριαίο θάνατο! Με αυτό τον τρόπο τέλειωσε τη ζωή του και επισφράγισε το τεράστιο εκκλησιαστικό του έργο. Αλλά την ίδια στιγμή η δύστυχη εκείνη γυναίκα κυριεύτηκε από φοβερό ακάθαρτο πνεύμα, την οποία άρχισε να τη βασανίζει οικτρά. Άρπαξε την πέτρα, με την οποία είχε φονεύσει τον άγιο και άρχισε να χτυπά με αυτή το στήθος της. Το ίδιο συνέβη και με τους άλλους βασανιστές του. Καταλήφτηκαν όλοι τους από δαίμονες και συμπεριφέρονταν σαν άγρια και αιμοβόρα θηρία. Πήραν το σώμα του αγίου και αφού το βεβήλωσαν, το έκρυψαν σε παρακείμενο αχυρώνα και έφυγαν.

       Ο ιδιοκτήτης του αχυρώνα όταν πήγε να ταΐσει τα ζώα του, άκουσε ουράνια δοξολογία, μέσα από αυτόν. Με έκπληξη αντίκρισε το λείψανο του αγίου Επισκόπου, τον οποίο αναζητούσαν οι Ορθόδοξοι. Έτρεξε στην πόλη των Γαγγρών και ανήγγειλε την εύρεσή του. Με δάκρυα οδύνης για το χαμό τους σεβάσμιου και αγίου Επισκόπου τους, αλλά και χαράς, που βρέθηκε το τίμιο λείψανό του, κλήρος και λαός, το μετέφεραν στην πόλη και το έθαψαν με μεγάλες τιμές. Πλήθη λαού ακολούθησαν την πομπή της κηδείας του. Μεταξύ αυτών ακλουθούσε και η γυναίκα που είχε καταφέρει το φονικό κτύπημα στον άγιο, με κλάματα και οδυρμούς, η οποία είχε μετανοήσει για το κακό που έκαμε. Μόλις τοποθετήθηκε το ιερό σκήνωμά του στον τάφο, η γυναίκα ελευθερώθηκε από το δαιμόνιο και έγινε εντελώς καλά! Ακολούθησαν πολυάριθμα θαύματα, τα οποία επιτελούσαν τα χαριτόβρυτα λείψανά του. Καθιερώθηκε ως ο προστάτης άγιος της πόλεως των Γαγγρών και χτίστηκε μεγαλοπρεπής ναός, προς τιμήν του, ο οποίος καταστράφηκε το 1922 από τους νεότουρκους. Το 1975 ανεγέρθηκε ναός προς τιμήν του στο χωριό  Αντίγονο Φλωρίνης, όπου είχαν εγκατασταθεί πολλοί πρόσφυγες των Γαγγρών και τοποθετήθηκε η εφέστια εικόνα του, που είχαν φέρει από την Μ. Ασία.  Η μνήμη του τιμάται στις 31 Μαρτίου

Δευτέρα 20 Μαρτίου 2023

ΗΣΥΧΑΣΜΟΣ: Η ΚΟΡΥΦΑΙΑ ΕΚΦΡΑΣΗ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑΣ

 

ΛΑΜΠΡΟΥ Κ. ΣΚΟΝΤΖΟΥ Θεολόγου – Καθηγητού

     Η λέξη Ησυχασμός παράγεται από το ρήμα ησυχάζω που σημαίνει βρίσκομαι σε κατάσταση σιγής, ηρεμίας και αυτογνωσίας. Ο ησυχαστής μοναχός, αλλά και λαϊκός, πλημμυρισμένος από θείο έρωτα, προσπαθεί να αποβάλλει κάθε κοσμική ενασχόληση και σκέψη, αποζητά την ησυχία και επικεντρώνεται στη μνήμη του Θεού, λέγοντας αδιάλειπτα την νοερά προσευχή «Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησον με τον αμαρτωλό». Η άσκηση αυτή καθαρίζει την καρδιά από κάθε πάθος και το νου από τους ακάθαρτους λογισμούς, τους οποίους υπαγορεύουν οι δαίμονες. Ο ησυχαστής έτσι αποκτά «νουν Χριστού», όπως είπε ο απόστολος Παύλος. Το μυαλό του, η καρδιά του, οι αισθήσεις του και γενικά ολόκληρη η ψυχοσωματική του υπόσταση γεμίζει από την άκτιστη χάρη και την παρουσία του Θεού, τον καθαρίζει από τους ρύπους της αμαρτίας, τον αγιάζει, τον καθιστά μέτοχο των ακτίστων ενεργειών του Θεού. Με την συνεχή άσκηση ο ησυχαστής αισθάνεται με τις σωματικές του αισθήσεις, βλέπει με τα σωματικά μάτια του το άκτιστο θείο φως, αυτό το φως που είδαν οι άγιοι απόστολοι στο όρος Θαβώρ.

       Το ησυχαστικό κίνημα, υπήρχε από της ιδρύσεως της Εκκλησίας. Μεγάλοι Πατέρες της αρχαίας Εκκλησίας άσκησαν τον ησυχασμό, όπως ο Μ. Βασίλειος και ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος, οι οποίοι απομονώθηκαν στον Ήρι ποταμό στον Πόντο, όπου ασκήθηκαν στην ησυχία, την προσευχή, την μελέτη των Αγίων Γραφών, στο θείο στοχασμό και έφτασαν σε θαυμαστές θείες εμπειρίες και στη θεοπτία. Αλλά το ησυχαστικό κίνημα  αναπτύχθηκε και μεσουράνησε τον 13ο και 14ο μ. Χ. αιώνα, με επίκεντρο το Άγιον Όρος. Πρώτος κομιστής και δάσκαλος υπήρξε ο Αναστάσιος ο Σιναΐτης. Συνεχιστής του ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς (1296-1356), ο οποίος λάμπρυνε τον αγιορείτικο μοναχισμό.

     Όμως το ησυχαστικό κίνημα πολεμήθηκε με σφοδρότητα από τον δυτικό παρεφθαρμένο χριστιανισμό και την σχολιαστική θεολογία. Το 1335 ο μοναχός, θεολόγος και φιλόσοφος Βαρλαάμ τον Καλαβρός, ήρθε από την Ιταλία στην ορθόδοξη ανατολή για να αντικρούσει το κίνημα του ησυχασμού. Βαθύτατα επηρεασμένος από αριστοτελισμό, τη λατινική θεολογία και τον σχολαστικισμό, δίδασκε πως ο άνθρωπος είναι αδύνατον να γνωρίσει, να προσεγγίσει και να ενωθεί με το Θεό. Επίσης δίδασκε πως ο Θεός είναι «κλεισμένος στον εαυτό του» και δε μπορεί να ενωθεί με τους ανθρώπους. Αντίθετα οι ορθόδοξοι Πατέρες, κάνοντας τη διευκρίνιση μεταξύ της ουσίας και των ενεργειών του Θεού, δίδασκαν πως η γνώση της ουσίας του Θεού είναι μεν αδύνατος, όχι όμως οι άκτιστες θείες ενέργειες, οι οποίες δίνονται ως ύψιστες δωρεές στους ανθρώπους και γίνονται φανερές σε όσους κατορθώνουν να καθαρθούν από τα πάθη τους. Κύριο μέσο φωτισμού και προσωπικής εμπειρίας των ακτίστων ενεργειών του Θεού είναι η αδιάκοπη νοερά προσευχή, στην οποία ασκούνταν οι ησυχαστές μοναχοί, δια της αδιάκοπης προσευχής: «Κύριε Ιησού Χριστέ, Υιέ και Λόγε του Θεού, ελέησον με», κατόρθωναν να βλέπουν με τα σωματικά τους μάτια το Άκτιστο Φως, δηλαδή τη δόξα του Θεού.

       Για τους δυτικούς, και εν προκειμένω για τον εκπρόσωπό τους μοναχό Βαρλαάμ, η δια της νοεράς προσευχής και της νίψεως θεοπτία ήταν ακατανόητη και βλάσφημη. Κατηγορούσαν τους ησυχαστές για αιρετικούς (μεσσαλιανιστές) και τους μέμφονταν ως «ομφαλοσκόπους», επειδή οι μοναχοί αυτοί επικέντρωναν το βλέμμα τους, κατά τη διάρκεια της προσευχής, στο στέρνο, στο μέρος της καρδιάς. Η σύγκρουσή τους με τον άγιο Γρηγόριο υπήρξε σφοδρή και προκάλεσε πνευματική θύελλα, εφάμιλλη της εικονομαχίας.    

     Ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς υπήρξε υπέρμαχος του ησυχασμού, της πνευματικότερης έκφρασης του ορθοδόξου μοναχικού ιδεώδους, διότι ήταν απόλυτα πεπεισμένος πως η θεοπτία μέσω της ασκήσεως και της νοεράς προσευχής είναι σύμφωνη με τη διδασκαλία της Εκκλησίας. Γι’ αυτό υπήρξε δάσκαλος και εμπνευστής του ησυχασμού. Συνεχίζοντας ο ίδιος την μακραίωνη παράδοση των αρχαίων Πατέρων και ασκητών της Εκκλησίας, δίδασκε πως ο άνθρωπος, με την άσκηση και τη νίψη, μπορεί να δει και από αυτή τη ζωή, με τα φυσικά του μάτια, το άκτιστο φως του Θεού, αυτό το φως που είδαν οι μαθητές του Χριστού κατά τη Μεταμόρφωσή Του στο όρος Θαβώρ. 

      Γι’ αυτό ξέσπασε νέα σφοδρή θεολογική έριδα, παρόμοια με εκείνη της εικονομαχίας. Είναι γνωστή η λεγομένη ησυχαστική έριδα η οποία συντάραξε την Εκκλησία και η οποία αναγκάστηκε να συγκαλέσει τρεις Συνόδους (1351,1347 και 1351), για να ορίσει την σώζουσα διδασκαλία της στο ακανθώδες θέμα του ησυχασμού, καταδικάζοντας τους πολεμίους της ως αιρετικούς. Μάλιστα η Σύνοδος του 1351 θεωρείται ως η Θ΄ Οικουμενική Σύνοδος για την Ορθόδοξη Εκκλησία μας.

      Πρέπει να επισημανθεί πως, για την ορθόδοξη πίστη μας, ο Θεός δεν είναι απόκοσμος και παντελώς άγνωστος για μας τους πεπερασμένους ανθρώπους. Βεβαίως δεν μπορούμε να γνωρίσουμε την ουσία Του, η οποία παραμένει εντελώς άγνωστη σε μας, αλλά μπορούμε να έχουμε μετοχή και γνώση των ακτίστων ενεργειών Του, μέσω των οποίων και σωζόμαστε. Ο θεός του δυτικού σχολαστικισμού, της δυτικής χριστιανικής παράδοσης, ο οποίος υποτίθεται ότι «κατανοείται» δια της λογικής δεν υπάρχει, διότι όπως είπαμε δεν είναι δυνατό στον άνθρωπο να κατανοήσει την ουσία του Θεού, αλλά είναι στην ουσία ένα είδωλο, μια ανθρώπινη επινόηση ενός αγνώστου Θεού. Γι’ αυτό και ο δυτικός άνθρωπος, αφού κατάλαβε ότι αυτό που εκλάμβανε ως «θεό» δεν είναι ο Θεός, τον αρνήθηκε, φτάνοντας στο σημείο να διακηρύξει επίσημα το «θάνατο του Θεού» δια στόματος του τραγικού εκπροσώπου της ευρωπαϊκής διανόησης, Νίτσε. Αντίθετα στην ορθόδοξη ανατολή, όπου η Εκκλησία μας έχει θέσει τα σωστά όρια μεταξύ ανθρώπου και Θεού, δηλαδή της γνώσεως και μετοχής των ακτίστων ενεργειών του, απουσιάζουν τέτοια φαινόμενα άρνησης και αθεΐας. Η σύγχρονη άρνηση και αθεΐα μας ήρθε από τη Δύση.

    Καταλαβαίνει λοιπόν ο καθένας πόσο σημαντική είναι η συμβολή του ησυχαστικού κινήματος για τη διαμόρφωση της ελληνορθόδοξης ταυτότητάς μας και αυτοσυνειδησία μας. Για μας τους ορθοδόξους ο ησυχασμός είναι ταυτισμένος με την  

ανόθευτη και απαραχάρακτη χριστιανική μας πίστη και ζωή. Αυτό το βλέπουμε στα πρόσωπα των αγίων μας, οι οποίοι αγίασαν και θεώθηκαν επειδή ήταν ησυχαστές, δηλαδή αγωνίστηκαν να γίνουν μέτοχοι των ακτίστων ενεργειών του Θεού, δια της ορθής πίστεως, της καθάρσεως από τα πάθη, της αδιάλειπτης και καθαρής προσευχής, δια του καθαρού βίου, και της μετοχής στην αγιαστική χάρη της Εκκλησίας μας.

      Ποτέ δεν έπαψε να βιώνεται ο ησυχασμός στην Ορθόδοξη Εκκλησία μας, τη γνήσια, την αληθινή, τη μοναδική Μία Αγία Καθολική και Αποστολική Εκκλησία του Χριστού. Θυμίζουμε, πως και στα δύσκολα χρόνια της τουρκοκρατίας, έχουμε ανάλογο ησυχαστικό κίνημα, το λεγόμενο κίνημα των Κολλυβάδων, με επίκεντρο το Άγιο Όρος. Και τότε ήρθαν βλαβερές επιδράσεις από το χώρο της αιρετικής Δύσης, μέσω των παπικών και προτεσταντών ιεραποστόλων, οι οποίοι είχαν εισβάλλει στον ορθόδοξο τουρκοκρατούμενο χώρο για να αλλοιώσουν την ορθόδοξη πίστη μας και να μας προσηλυτίσουν στα δικά τους δόγματα, να αλλοιώσουν την ορθόδοξη ζωή μας με τα δικά τους έθιμα. Τότε εγέρθηκε ως ισχυρός κυματοθραύστης το κολλυβαδικό κίνημα και απέτρεψε αυτόν τον κίνδυνο. Αλλά και οι σύγχρονοι άγιοί μας, ο άγιος

Νεκτάριος, ο άγιος Νικόλαος Πλανάς, ο άγιος Παναγής Μπασιάς, ο άγιος Ιουστίνος Πόποβιτς, ο άγιος Νικόλαος Αχρίδος, ο άγιος Παΐσιος, ο άγιος Πορφύριος, ο άγιος Αμφιλόχιος, ο άγιος Καλλίνικος κ.α.  και οι μεγάλοι λογοτέχνες Παπαδιαμάντης, Μωραϊτίδης, Κόντογλου και άλλοι υπήρξαν συνεχιστές του ησυχαστικού και κολυβαδικού πνεύματος. Αυτή είναι μια τρανή απόδειξη ότι η Ορθοδοξία μας, μόνη αυτή, έχει την αλήθεια και το Πανάγιο Πνεύμα, που υπάρχει σε αυτή από την ημέρα της Πεντηκοστής, την οδηγεί εις πάσαν την αλήθειαν και την διασώζει ακέραιη και αλώβητη από τις πλάνες, τις αιρέσεις και τις παραχαράξεις, διότι όπως τονίζουμε αδιάκοπα, η αλήθεια είναι ταυτόσημη με τη σωτηρία μας, χωρίς την αλήθεια, που διδάσκει η Εκκλησία μας σωτηρία δεν υπάρχει. Εκτός της Εκκλησίας σωτηρία δεν υπάρχει, όπως διακήρυξε ο άγιος Κυπριανός Καρθαγένης , ο μεγάλος αυτός πατέρας και διδάσκαλος της Εκκλησίας μας.

     Αλλά και στις μέρες μας δεν λείπουν οι επικριτές του Ησυχασμού και του Κολλυβαδικού Κινήματος. Σύγχρονοι θεολογούντες και μη, στερούμενοι της γνήσιας ορθοδόξου πνευματικότητας, συγχέουν την ησυχαστική πνευματικότητα και των πρακτικών της με τις αρχές, τις δοξασίες και τις πρακτικές των ανατολικών θρησκευμάτων και κύρια του Ινδουισμού και του Βουδισμού. Την ησυχία τη συγχέουν με την απόκοσμη απομόνωση των γκουρού.  Την αδιάλειπτη προσευχή, την μονολόγιστη ευχή, με τον υπερβατικό διαλογισμό. Όμως θέλουν να αγνοούν ότι υπάρχει χάσμα αγεφύρωτο ανάμεσα στην ορθόδοξη πνευματικότητα και τα σύγχρονα αυτά ειδωλολατρικά και πολυθεϊστικά θρησκεύματα.

       Παρά τις φαινομενικές «ομοιότητες» κάποιων εξωτερικών πρακτικών, κανένα κοινό στοιχείο έχουν, όσον αφορά την θεολογία, την ανθρωπολογία και τη σωτηριολογία. Στα ανατολικά θρησκεύματα δεν υπάρχει ύψιστος προσωπικός Θεός. Δεν υπάρχει κακό και καλό, αλλά την ανθρώπινη ζωή ορίζει απόλυτα το μοιρολατρικό «κάρμα» και ως εκ τούτου δεν απαιτείται σωτήρας. Σωτήρας είναι ο ίδιος ο άνθρωπος για τον εαυτό του, ο οποίος «σώζεται» δια των ασκήσεων της γιόγκα και του υπερβατικού διαλογισμού. Ο γιόγκι απομονώνεται, για να απαλλαγεί από την «αρνητική ενέργεια» των ανθρώπων και για την πραγμάτωση της «αυτολύτρωσής» του. Αντίθετα στην ορθόδοξη ησυχαστική παράδοση ο ησυχαστής, πιστεύει στον προσωπικό Τριαδικό Θεό της αγάπης και εναποθέτει σ’ Αυτόν, με ταπείνωση και συντριβή τον αμαρτωλό εαυτό του. Δεν απομονώνεται για να «απαλλαγεί» από τους συνανθρώπους του, αλλά για να αφιερωθεί απερίσπαστος από τα εγκόσμια, στην συνάντησή του με το Θεό. Η αγάπη του για όλο τον κόσμο εκδηλώνεται με την αέναη προσευχή του γι’ αυτόν. Η ησυχία, η αδιάλειπτη προσευχή, η νηστεία, η αγρυπνία δεν είναι αυτοσκοπός, αλλά τα μέσα για την πραγματοποίηση της ενώσεως με το Θεό και την θέα των ακτίστων ενεργειών Του.

       Ίσως αναρωτηθούν πολλοί: Η ησυχαστική ζωή και οι πρακτικές του, αναφέρονται τους μοναχούς, αυτοί μπορούν και πρέπει να είναι ησυχαστές. Εμείς που ζούμε στον κόσμο και είμαστε επιφορτισμένοι με υποχρεώσεις προσωπικές, οικογενειακές, επαγγελματικές κλπ και αντιμετωπίζουμε δυσκολίες και προβλήματα της καθμερινότητας, δεν μπορούμε να είμαστε ησυχαστές, που σημαίνει δεν μπορούμε να γίνουμε μέτοχοι των ακτίστων ενεργειών του Θεού και θεόπτες. Αυτό είναι μια λαθεμένη αντίληψη. Ο κάθε χριστιανός, ανεξάρτητα αν ζει στον κόσμο, ή σε μοναστήρι ή στην  έρημο, καλείται να κάνει το δικό του αγώνα για κάθαρση από τα πάθη του, την απόκτηση αρετών, να καλλιεργήσει την πίστη του και την εμπιστοσύνη του στο Θεό. Να έχει συνειδητή εκκλησιαστική ζωή, να βρίσκεται σε συνεχή μετάνοια, να εξομολογείται να κοινωνά τακτικά, να εκκλησιάζεται, να προσεύχεται με κατάνυξη, να νηστεύει, για να παίρνει δύναμη στον αγώνα του. Να μελετά το λόγο του Θεού. Να βρίσκεται σε συνεχή εγρήγορση και γενικά να αναθέσει τη ζωή του στο

Θεό. Αυτός είναι ο δρόμος που πρέπει να ακολουθήσουμε για να ενωθούμε με το Θεό, να γίνουμε μέτοχοι των άκτιστων ενεργειών του και να τρέφουμε τη βεβαία ελπίδα της σωτηρίας μας. Ο Θεός της αγάπης, ο στοργικός μας Πατέρας, θα εκτιμήσει την προσπάθειά μας, θα την ευλογήσει και θα την αξιοποιήσει για το συμφέρον ημών των παιδιών του. 

Κυριακή 19 Μαρτίου 2023

Ο ΖΩΗΦΟΡΟΣ ΣΤΑΥΡΟΣ: ΤΗΣ ΕΥΣΕΒΕΙΑΣ ΤΟ ΑΗΤΤΗΤΟΝ ΤΡΟΠΑΙΟΝ

 

(Θεολογικό σχόλιο στην Κυριακή της Σταυροπροσκυνήσεως)

ΛΑΜΠΡΟΥ Κ. ΣΚΟΝΤΖΟΥ Θεολόγου - Καθηγητού

        Φθάσαμε, με τη χάρη του Θεού, στην Γ΄ Κυριακή των Νηστειών, στην Κυριακή της Σταυροπροσκυνήσεως, κατά την οποία  προβάλλεται ο Τίμιος Σταυρός για προσκύνηση, για να αντλήσουμε από αυτόν δύναμη, να συνεχίσουμε ως την Ανάσταση, τον πνευματικό μας αγώνα. Να συνέρθουμε από την κόπωση των προηγούμενων ημερών και να αντικρούσουμε νικηφόρα τις λυσσώδεις επιθέσεις του διαβόλου εναντίον μας αυτή την ιερή περίοδο, ο οποίος πασχίζει να μας ματαιώσει τον αγώνα μας. Κι αυτό διότι, ο Τίμιος Σταυρός είναι το μεγάλο μας όπλο κατά του διαβόλου και των παγίδων του. Είναι το μεγάλο τρόπαιο νίκης κατά των αντιθέων δυνάμεων και η παρηγοριά κάθε πονεμένου.

       Ο Σταυρός του Κυρίου αποτελεί για τη χριστιανική μας πίστη, κορυφαίο σύμβολο θυσίας και αγιασμού. Ο Σταυρός μαζί με την Ανάσταση λειτουργούν ως δυο βασικοί άξονες πάνω στους οποίους κινείται η ζωή των πιστών Χριστιανών. Η Ανάσταση έπεται του Σταυρού και προϋποθέτει το Σταυρό και ο Σταυρός προμηνύει την Ανάσταση. Χωρίς Σταυρό δεν γίνεται Ανάσταση. Πάνω σε αυτές τις αρχές στηρίζεται η Θεολογία του Σταυρού και η σπουδαία σημασία της για τη ζωή της Εκκλησίας.

        Ο μέγας απόστολος των Εθνών Παύλος, ο κατ’ εξοχήν θεολόγος του Σταυρού, τονίζει συχνά στις θεόπνευστες επιστολές του ότι ο Σταυρός του Χριστού είναι γι’ αυτόν καύχηση. «Εμοί δε μη γένοιτο καυχάσθαι ει μη εν τω σταυρώ του Κυρίου  ημών Ιησού Χριστού» (Γαλ.6,13), διότι «ο λόγος γαρ ο του σταυρού τοις μεν απολλυμένοις μωρία εστί τοις δε σωζομένοις ημίν δύναμις Θεού εστι» (Α΄ Κορ.1,17). Ο Κύριος της δόξης «υπό χειρών ανόμων» καρφώθηκε επάνω στο ξύλο του Σταυρού, για να υποστεί το επώδυνο μαρτύριο της σταυρώσεως και να πεθάνει ως αίσχιστος κακούργος. Αλλά όμως η ανθρώπινη αυτή κακουργία, εξ αιτίας της άμετρης θείας αγάπης, λειτούργησε ευεργετικά για το θεοκτόνο ανθρώπινο γένος.

      Σύμφωνα με την υψηλή θεολογία του ουρανοβάμονος Παύλου ο Σταυρός του Χριστού, από ατιμωτικό και φρικτό φονικό όργανο θανατώσεως των κακούργων ανθρώπων, μετεβλήθη, μετά το σταυρικό θάνατο του Κυρίου, σύμβολο σωτηρίας, μέσο συμφιλίωσης με το Θεό και πηγή αγιασμού. Η ανθρώπινη κακία έδωσε στο Θεό πόνο και θάνατο δια του ξύλου του Σταυρού, η θεία ανεξικακία και άκρα φιλανθρωπία, έδωσε, αντίθετα, στο δήμιό Του αγάπη και λύτρωση! Η δύναμη λοιπόν του Σταυρού έγκειται στην ακένωτη αγάπη του Θεού, η οποία διοχετεύεται πλέον στην ανθρωπότητα και σε ολόκληρη τη δημιουργία μέσω του Σταυρού.

     Για να μπορεί όμως ο άνθρωπος να λάβει τον θείο αγιασμό μέσω του Σταυρού είναι απαραίτητο να πιστέψει στο Λυτρωτή Χριστό και στην  σταυρική απολυτρωτική Του Θυσία και να σταυρώσει και αυτός τον εαυτό του, όπως και ο Χριστός, να συσταυρωθεί μαζί Του, όχι βέβαια κυριολεκτικά όπως κάνουν κάποιοι παπικοί, που κάθε χρόνο τη Μ. Παρασκευή, οι οποίοι σταυρώνονται σε ξύλο σταυρού, αλλά να σταυρώσει, όχι το σώμα του, αλλά τον αμαρτωλό και κακό εαυτό του, «ταις του βίου ηδοναίς», όπως προτρέπει ο ιερός υμνογράφος της Μ. Εβδομάδος, «ίνα και συζήσωμεν αυτώ (τω Χριστώ)».

     Πρέπει να επισημάνουμε εδώ την φανερή αποστροφή, ακόμα και την έχθρα προς τον Σταυρό του Χριστού, πολλών αιρετικών χριστιανικών ομάδων. Στο σύνολό του, λοιπόν,  ο προτεσταντικός κόσμος δεν αποδίδει καμιά τιμή στο Σταυρό. Είναι γνωστό πως οι προτεστάντες δεν κάνουν το σημείο του Σταυρού και χρησιμοποιούν αυτόν μόνο ως διακοσμητικό στοιχείο! Οι Μάρτυρες του Ιεχωβά μάλιστα, χειρότερα από αυτούς, μάχονται με λύσσα το σημείο του Σταυρού, χαρακτηρίζοντάς το ως

ειδωλολατρικό σύμβολο, παρά το γεγονός ότι αποτελούσε για περισσότερα από εβδομήντα χρόνια το λογότυπο του περιοδικού τους! Δεν προφέρουν καν το όνομα Σταυρός και άντ’ αυτού τον ονομάζουν «πάσαλο». Στην Καινή Διαθήκη έχουν αντικαταστήσει την λέξη Σταυρός με τη λέξη «ξύλο», σε αντίθεση με τον απόστολο Παύλο, ο οποίος καυχιέται για τον Σταυρό του Κυρίου (Ρω.6,13)!

     Εμείς οι Ορθόδοξοι, που διατηρούμε ανόθευτη τη χριστιανική διδασκαλία, προσκυνούμε τον τίμιο Σταυρό και αντλούμε από αυτόν δύναμη και αγιασμό. Κάθε χρόνο, εκτός από τις πολλές εορτές προσκύνησης του Σταυρού του Κυρίου, τον προσκυνούμε και την Κυριακή της Σταυροπροσκυνήσεως, για να λάβουμε, όπως προαναφέραμε, δύναμη στον πνευματικό μας αγώνα αυτή την ιερή περίοδο. 

     Ο άγιος Κύριλλος Ιεροσολύμων έγραψε τα εξής σημαντικά για την δύναμη του Τιμίου και Ζωοποιού: «Το σημείο του Σταυρού είναι μεγάλη ασφάλεια. Δεν απαιτεί καμιά δαπάνη και για τούτο είναι προσιτό και στους φτωχούς. Δεν είναι κόπος ούτε για τους αρρώστους, επειδή η Χάρη είναι από το Θεό και είναι σημάδι των πιστών και φόβος για τους δαίμονες. Διότι πάνω στο Σταυρό, κατανίκησε τους δαίμονες, τους διαπόμπευσε, ολοφάνερα τους κατεξευτέλισε. Όταν, λοιπόν, δουν το Σταυρό, έρχεται στο νου τους ο Εσταυρωμένος. Φοβούνται Αυτόν, που σύντριψε τις κεφαλές του νοητού δράκοντα».

        Ο ιερός Χρυσόστομος μας προτρέπει: «Σχημάτισε στο μέτωπό σου το σημείο του Σταυρού και τότε δεν θα μπορέσει να σε βλάψει, σε τίποτε ο Διάβολος. Με την δύναμη του Σταυρού, έπαψαν πλέον οι δαίμονες να είναι φοβεροί και έγιναν ευκολοκαταφρόνητοι και δι’ αυτού, κατανικήθηκε και εξαφανίστηκε ο θάνατος και ταυτόχρονα έπαψε ο θάνατος να είναι θάνατος, αλλά ύπνος. O Σταυρός είναι το τρόπαιο νίκης εναντίον των δαιμόνων, είναι η μάχαιρα κατά της αμαρτίας, το ξίφος με το οποίο ο Xριστός κέντησε το φίδι. O Σταυρός που είναι το θέλημα του Πατέρα, η δόξα του Mονογενούς, το αγαλλίαμα του Πνεύματος, το κόσμημα των αγγέλων, η ασφάλεια της Eκκλησίας, το καύχημα του Παύλου, το τείχος των Αγίων, το φως όλης της οικουμένης». 

      Ο άγιος Γερμανός, Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως, εγκωμιάζοντας τον Τίμιο Σταυρό, ο οποίος προβάλλεται για προσκύνηση, τον ονομάζει «βασιλική κλίνη». Κλίνη, πάνω στην οποία αναπαύθηκε ο Υιός και Λόγος του Θεού, ο Κύριός μας Ιησούς Χριστός, κατά τη φρικτή θυσία του Γολγοθά.

     Η κατάνυξη και η χαρμολύπη της Μ. Τεσσαρακοστής και ιδιαίτερα η βίωση των Αγίων και Αχράντων Παθών του Χριστού μας, μπορούν να μας δώσουν την πραγματική χαρά της Αναστάσεως. Αυτό μας κάνει να υπομένουμε με καρτερία και υπομονή τα προβλήματα της ζωής, δηλαδή να υπομένουμε τον προσωπικό μας σταυρό (Ματθ.16,24), ελπίζοντας εξάπαντος στην επερχόμενη ανάσταση, μεταφορικά και κυριολεκτικά. Αυτή η ακράδαντη πίστη μας δίνει δύναμη και μας κάνει να αντιμετωπίζουμε τη ζωή με αισιοδοξία, σε αντίθεση με την παποπροτεστατική Δύση, η οποία ζητά εναγωνίως την ευδαιμονία χωρίς τη θυσία, δηλαδή ζητά την ανάσταση χωρίς το σταυρό. Γι’ αυτό και δεν μπορεί να τη συναντήσει πουθενά. Η ελληνορθόδοξη παράδοσή μας έχει ως βάση την παύλειο αρχή: «ει δε απεθάνομεν συν Χριστώ, πιστεύομεν ότι και συζήσομεν αυτώ, ειδότες ότι Χριστός εγερθείς εκ νεκρών ουκέτι αποθνήσκει, θάνατος αυτού ουκέτι κυριεύει» (Ρωμ.6,8-9). Αυτό μας κάνει να ξεχωρίζουμε από την αιρετική Δύση, η οποία όζει από απαισιοδοξία, εξαιτίας του πνευματικού της θανάτου, μη έχοντας ελπίδα αναστάσεως, διότι δεν πιστεύει στη δύναμη του Σταυρού του Χριστού και δεν έχει την ταπεινή διάθεση να συσταυρωθεί μαζί Του, για να μπορέσει έτσι να συναναστηθεί με Αυτόν. Η Ορθοδοξία μας είναι η Εκκλησία του Σταυρού γι’ αυτό

βιώνει και ζει αδιάκοπα την ανείπωτη χαρά της Αναστάσεως, ως η πραγματική και μοναδική Εκκλησία της Αναστάσεως.

      Ο Χριστός μας καλεί, με την ανάγνωση του Ευαγγελίου της Κυριακής της Σταυροπροσκυνήσεως, να αναλάβουμε τον προσωπικό μας σταυρό και να Τον ακολουθήσουμε. Ο δικός μας σταυρός είναι η προσωπική μας υποχρέωση, ο αγώνας

μας, να αποβάλλουμε από μέσα μας το κακό και  την αμαρτία. Να κόψουμε τα πάθη μας. Να πολεμήσουμε το κακό όπου και αν βρίσκεται. Να εναντιωθούμε στο διάβολο, ο οποίος βρίσκεται δίπλα μας και προσπαθεί να μας παρασύρει στην αμαρτία, για να μας καταστρέψει. Να αποκολληθούμε από το βούρκο των αμαρτωλών έξεων και να στολιστούμε με αρετές. Να τρανώσουμε την πίστη μας στο Χριστό και να αποβάλλουμε από μέσα μας τα ολέθρια σπέρματα και ζιζάνια της απιστίας, τα οποία μας σπέρνει ο σατανάς. Να ζήσουμε βίο ενάρετο, προσαρμόζοντας τη ζωή μας στο μεγάλο πρότυπο, το Χριστό μας.

       Να δούμε τους συνανθρώπους μας ως αδελφούς μας και να πάψουμε να τους θεωρούμε εχθρούς μας και αντίζηλους. Να σταματήσουμε κάθε εχθρική διάθεση προς τον οποιοδήποτε θεωρούμε εχθρό μας, ό, τι κακό και αν μας προξένησε, και να συμφιλιωθούμε μαζί του. Να κάνουμε πράξη την αγάπη προς αυτούς, με έργα φιλανθρωπίας, έχοντας την βεβαιότητα πως ό, τι προσφέρουμε στον αναξιοπαθούντα συνάνθρωπό μας το προσφέρουμε στο Χριστό.

      Να εντάξουμε στην προσωπική μας σταυρική πορεία, την συνειδητή εκκλησιαστική μας ζωή. Να εκκλησιαζόμαστε ανελλιπώς. Να βρισκόμαστε συνεχώς σε κατάσταση μετάνοιας, να εξομολογούμαστε, να κοινωνάμε τακτικά το Σώμα και το Αίμα του Κυρίου. Και τέλος καλούμαστε να ομολογούμε ευθαρσώς το Θεό σε κάθε μας λόγο, οπουδήποτε  βρισκόμαστε. Να δηλώνουμε την ορθόδοξη πίστη μας, ως την μόνη σώζουσα πίστη, για να έχουμε την ελπίδα ότι, όπως  ομολογούμε το Χριστό μας, έτσι θα μας ομολογήσει και Εκείνος, ενώπιον του Ουράνιου Πατέρα μας!

       Μπορεί να μας φαίνεται βαρύς αυτός ο σταυρός, αλλά δεν είναι. Είναι χρηστός, εύχρηστος, ελαφρός, όπως μας διαβεβαίωσε ο Κύριός μας. Αυτός με τη λυτρωτική Του χάρη τον κάνει ανάλαφρο και την σταυρική μας πορεία ευχάριστη.  Μας καλεί: Ελάτε κοντά μου όλοι οι κουρασμένοι και βαρυφορτωμένοι από το άχθος της αμαρτίας, από τα προβλήματα και τα βάσανα της ζωής και Εγώ θα σας αναπαύσω. Μπείτε στο δικό μου ζυγό, βαδίστε στη δική μου πορεία, παραδειγματιστείτε από τη δική μου πραότητα και ταπεινή και καταδεκτική καρδιά, η οποία φλέγεται από αγάπη για σας και βρείτε πραγματική και μόνιμη ανάπαυση στις κουρασμένες και ταλαιπωρημένες ψυχές σας. Εγώ θα κάνω ελαφρό και εύχρηστο το σταυρικό φορτίο της ζωής μας! Τέτοια παρηγορητικά λόγια αγάπης και συμπόνιας προς τον ταλαιπωρημένο άνθρωπο δεν ξεστόμισε ποτέ κανένας ιδρυτής θρησκείας, φιλόσοφος, κοινωνικός αναμορφωτής. Τα διακήρυξε ο μόνος πραγματικός φιλάνθρωπος, ο Ενανθρωπήσας Θεός μας, ο Κύριός μας και Λυτρωτής μας Χριστός. Εμείς δεν έχουμε παρά να αποδεχτούμε την πρόσκληση της σωτηρίας μας, να Του πούμε το μεγάλο και αποφασιστικό, Ναι! Να Του παραδοθούμε ψυχή τε και σώματι, να ανήκουμε μόνο σ’ Αυτόν. Να αλλάξουμε πορεία στη ζωή μας.

       Το κατανυκτικό κλίμα της Αγίας και Μεγάλης Τεσσαρακοστής μπορεί να μας βοηθήσει να πραγματοποιήσουμε αυτό το μεγάλο άλμα μας, από τους κακοτράχαλους και σκοτεινούς δρόμους της αμαρτίας, οι οποίοι οδηγούν στη φθορά και το θάνατο, στο ολόφωτο δρόμο της σωτηρίας, στην ένωσή μας με το Σωτήρα μας Χριστό, στην ουράνια βασιλεία του Θεού, στην αιώνια ζωή και μακαριότητα. Και κάτι τελευταίο και σημαντικό: να βάλλουμε το Σταυρό στη ζωή μας. Να Θωρακιστούμε με αυτόν. Να κάνουμε το σημείο του σταυρού, όταν σηκωνόμαστε από το κρεβάτι μας, όταν

τρώμε, όταν φεύγουμε από το σπίτι και σταυρώνουμε την πόρτα, όταν περνάμε μπροστά από εκκλησία. Όταν ακούμε κάτι καλό ή κακό. Όταν πάμε για ύπνο το βράδυ. Να Φοράμε πάντα επάνω μας σταυρό. Διότι «Χριστιανός χωρίς το σημείο του Σταυρού, μοιάζει με στρατιώτη χωρίς όπλο», όπως μας βεβαιώνει ο άγιος Θεοφάνης ο Έγκλειστος!

      Την Κυριακή της Σταυροπροσκυνήσεως, η Αγία μας Εκκλησία μας καλεί να προσκυνήσουμε τον Τίμιο Σταυρό, για να πάρουμε δύναμη και κουράγιο, να συνεχίσουμε μέχρι το τέλος τον πνευματικό μας αγώνα. Να τρέψουμε σε άτακτη φυγή τον αντίδικό μας διάβολο, ο οποίος πασχίζει να μας πάρει με το μέρος του και να μας αποσπάσει από το Θεό. Να καταλάβουμε ότι το πραγματικό μας συμφέρον είναι να είμαστε με το Θεό, έστω και αν μας φαίνεται δύσκολη αυτή η σχέση, παρά με τον πλάνο, ο οποίος μας ωραιοποιεί την αμαρτία, για να μας παρασύρει στον όλεθρο. Ας σπεύσουμε λοιπόν να γονατίσουμε μπροστά στο υπέρτατο και σωτήριο αυτό σύμβολο της Εκκλησίας μας, για να λάβουμε τη χάρη του Θεού και τη δύναμη να συνεχίσουμε τον πνευματικό μας αγώνα, φθάνοντας καθαρμένοι και αγιασμένοι στο Άγιο Πάσχα, να βιώσουμε οντολογικά το μέγα και κοσμοσωτήριο γεγονός της Θείας Εγέρσεως, την κατάργηση του θανάτου και την ελπίδα της δικής μας αναστάσεως!  

 

Σάββατο 18 Μαρτίου 2023

ΟΙ ΑΓΙΟΙ ΜΑΡΤΥΡΕΣ ΧΡΥΣΑΝΘΟΣ ΚΑΙ ΔΑΡΕΙΑ: ΤΟ ΕΥΛΟΓΗΜΕΝΟ ΖΕΥΓΑΡΙ

 

ΛΑΜΠΡΟΣ Κ. ΣΚΟΝΤΖΟΣ Θεολόγος – Καθηγητής

        Στη χορεία των αγίων της Εκκλησίας μας υπάρχουν και πάμπολλα ανδρόγυνα, οι οποίοι αγίασαν μέσα στον ευλογημένο γάμο τους. Άλλωστε ο γάμος για την Εκκλησία μας είναι τρόπος ζωής και δρόμος σωτηρίας. Ένα από αυτά τα ευλογημένα και άγια ζευγάρια είναι οι άγιοι Χρύσανθος και Δαρεία, οι καλλίμαχοι Μάρτυρες της αρχαίας Εκκλησίας..

      Καταγόταν από την Αλεξάνδρεια, η οποία είχε καταστεί, από τα πρωτοχριστιανικά χρόνια, ένα από τα σπουδαιότερα χριστιανικά κέντρα. Έζησαν στα χρόνια του αυτοκράτορα Νουμεριανού (243-284), όπου οι διωγμοί κατά των Χριστιανών βρισκόταν στην κορύφωσή τους. Ο διάβολος, δια των ειδωλολατρών Ρωμαίων αυτοκρατόρων και την παρότρυνση των ειδωλολατρικών σκοταδιστικών και αδίστακτων ιερατείων, εξαπέλυαν φοβερούς διωγμούς κατά των Χριστιανών, οι οποίοι συλλαμβάνονταν κατά χιλιάδες σε όλη την αυτοκρατορία, βασανίζονταν φρικτά και όσοι δεν δέχονταν να απαρνηθούν το Χριστό, θανατώνονταν με τους πλέον επώδυνους και απάνθρωπους τρόπους.

    Ο Χρύσανθος ήταν γιός ενός φανατικού ειδωλολάτρη και επιφανούς αξιωματούχου, του Πολέμωνος. Παρά την παγανιστική πίστη που ενέβαλλε στο παιδί του από τη νηπιακή ηλικία και την αυστηρή επιτήρηση, να μην κατηχηθεί στην χριστιανική πίστη, την οποία θεωρούσε, όπως όλοι οι ειδωλολάτρες, ως «απαίσια δειδιδαιμονία», ο γιός του, οδηγούμενος από τη θεία χάρη, κατηχήθηκε κρυφά από κάποιο ένθερμο χριστιανό, ασπάσθηκε την χριστιανική πίστη και έλαβε το άγιο Βάπτισμα από κάποιο άγιο Επίσκοπο. Ο Χρύσανθος εντάχτηκε ως συνειδητός Χριστιανός στην Εκκλησία της Αλεξάνδρειας.

      Ο πατέρας του όταν πληροφορήθηκε  την απάρνηση της ειδωλολατρίας και την προσχώρησή του στην μισητή για εκείνον πίστη του Χριστού, έγινε θηρίο από το θυμό του. Τον άρπαξε από το λαιμό, τον ξυλοκόπησε και παρ’ ολίγο να τον φονεύσει. Για να τον απομακρύνει από τους Χριστιανούς τον φυλάκισε. Αλλά εκείνος φέρθηκε με ανεξικακία στον φανατικό ειδωλολάτρη πατέρα του, ο οποίος νόμιζε πως με αυτή του την πρακτική ευχαριστούσε τους δαιμονικούς «θεούς» του. Προσευχόταν αδιάλειπτα στον Θεό να τον στηρίξει στην  πίστη και να συγχωρήσει τον πλανεμένο γονιό του.

      Αφού πέρασε πολύς καιρός και ο πατέρας του είδε ότι η φυλάκιση του γιού του ήταν ανώφελη, μηχανεύτηκε ένα άλλο σατανικό τέχνασμα. Στην Αλεξάνδρεια ζούσε μια οικογένεια μεταναστών ειδωλολατρών από την Αθήνα, η οποία είχε μια πανέμορφη και δυναμική κόρη, τη Δαρεία. Σκέφτηκε πως αν τον έριχνε στα θέλγητρά της και τον δυναμισμό της, θα ξεχνούσε την χριστιανική του πίστη. Η ειδωλολάτρισσα καλλονή, θα τον μετέστρεφε  στην ειδωλολατρία. Τον νύμφευσε λοιπόν με τη βία.

      Ο Χρύσανθος θεώρησε ως ευκαιρία να μπει σε ειδωλολατρικό σπίτι και να εργαστεί για το Χριστό. Όλοι περίμεναν πως η Δαρεία θα τον μετέστρεφε σύντομα στην ειδωλολατρία. Αλλά συνέβη το ακριβώς αντίθετο. Ο Χρύσανθος κατόρθωσε να κατηχήσει την Δαρεία στην χριστιανική πίστη, να βαπτισθεί και να γίνει ένθερμη χριστιανή! Το χριστιανικό ζευγάρι ζούσε με πίστη και οσιότητα, ως ένα σώμα, ως επίλεκτα μέλη της αλεξανδρινής Εκκλησίας. Εργαζόταν δραστήρια για την  ιεραποστολή, μεταστρέφοντας πολλούς ειδωλολάτρες στην αληθινή πίστη.  

      Ο πατέρας του βλέποντας τη δυσμενή για εκείνον εξέλιξη, έγινε σωστό θηρίο από το θυμό του. Ένα τρομερό μίσος είχε φωλιάσει στην ψυχή του για το ίδιο του το παιδί. Αποφάσισε λοιπόν να τον καταγγείλει στις αρχές. Έσπευσε στον ύπαρχο

Κελερίνο, όπου κατάγγειλε τον γιό του και τη νύφη του ότι έγιναν χριστιανοί. Εκείνος έδωσε διαταγή να συλληφθούν και να οδηγηθούν στον τριβούνο (διοικητή του τάγματος) Κλαύδιο, έναν φανατικό ειδωλολάτρη και θηριώδη άνθρωπο.

      Ζήτησε να παρουσιασθούν μπροστά του, για να απολογηθούν. Το ευλογημένο χριστιανικό ζευγάρι στάθηκαν με θάρρος ενώπιών του και ομολόγησαν την πίστη τους στο Χριστό, τον αληθινό Θεό, ο Οποίος, από αγάπη για τον άνθρωπο, έγινε άνθρωπος και δέχτηκε να πεθάνει για να τον λυτρώσει από τη δουλεία του διαβόλου, την αμαρτία, τη φθορά και το θάνατο. Εκείνος είναι ο αληθινός Θεός και όχι τα άψυχα είδωλα, οι ανύπαρκτοι ειδωλολατρικοί «θεοί», στα πρόσωπα των οποίων λατρεύεται ο διάβολος.

     Ο ανελέητος Κλαύδιος ακούγοντας αυτά αλλοιώθηκε η όψη του από το θυμό και την αγανάκτηση. Έδωσε διαταγή να αρχίσουν τα μαρτύρια, νομίζοντας πως έτσι θα τους ανάγκαζε να αρνηθούν τη χριστιανική του πίστη και θα θυσίαζαν στα απαίσια είδωλα. Εκείνοι υπέμειναν με ηρωισμό του πόνους και τους εξευτελισμούς. Τα βασανιστήρια συνεχιζόταν για πολλές ημέρες και εκείνοι αντί να δειλιάζουν και να κάμπτεται το φρόνημά τους γινόταν πιο ανδρείοι και αντί να βογκούν από τους πόνους δοξολογούσαν το Θεό και Τον ευχαριστούσαν για την τιμή που τους έκανε να υποφέρουν για Εκείνον! Τότε ο Κλαύδιος κατάλαβε ότι οι άνθρωποι αυτοί είναι όντως άνθρωποι του Θεού και πως η πίστη τους είναι αληθινή. Τους σύγκρινε με την μεροληψία και την αθλιότητα των ομοπίστων του ειδωλολατρών και διαπίστωσε την ανωτερότητά τους. Του ανοίχτηκαν τα μάτια και κατάλαβε την πλάνη του. Άνοιξε την καρδιά του στη θεία χάρη, η οποία τον επισκέφτηκε και τον μεταμόρφωσε. Πίστεψε στο Χριστό και μαζί του η σύζυγός του Ιλαρία, οι δύο γιοι του Ιάσονας και Μαύρος και οι βασανιστές στρατιώτες του.

     Οι ειδωλολάτρες γεμάτοι μανία, άρπαξαν τον Χρύσανθο και τη Δαρεία και τους έριξαν σε βαθύ λάκκο, θάβοντάς τους ζωντανούς. Έτσι τελείωσε η επι γης ζωή τους και οι ψυχές τους φτερούγισε στον ουρανό να συναντήσουν το Χριστό, για να συμβασιλέψουν μαζί Του στους αιώνες των αιώνων. Ήταν το έτος 283.

     Η μνήμη τους τιμάται στις 19 Μαρτίου.

     Το ευλογημένο αυτό χριστιανικό ζευγάρι, μαζί με πλήθος άλλα, θα πρέπει να αποτελούν ως πρότυπα για τα σημερινά ζευγάρια, τα οποία αλλοτριωμένα από το κοσμικό πνεύμα, αντί να καλλιεργούν την χριστιανική πίστη και να ενστερνίζονται τις χριστιανικές αξίες και αρετές, τις απεμπολούν. Οι άγιοί μας πρέπει να γίνουν οι σηματοδότες της επί γης πορείας μας, αν θέλουμε να οδηγεί ο δρόμος μας στο Θεό.

ΑΓΙΟΣ ΚΥΡΙΛΛΟΣ ΙΕΡΟΣΟΛΥΜΩΝ ΚΑΙ ΟΙ ΙΕΡΕΣ «ΚΑΤΗΧΗΣΕΙΣ» ΤΟΥ

 

ΛΑΜΠΡΟΥ Κ. ΣΚΟΝΤΖΟΥ Θεολόγου - Καθηγητού

     Η μεγάλοι Πατέρες της Εκκλησίας μας είναι οι ακλόνητοι στύλοι πάνω στους οποίους στηρίχτηκε το θείο οικοδόμημά της στο διάβα των αιώνων. Ένας από αυτούς είναι και ο άγιος Κύριλλος αρχιεπίσκοπος Ιεροσολύμων.

     Καταγόταν από τα μέρη της Παλαιστίνης και γεννήθηκε πιθανώς το 313 στα Ιεροσόλυμα. Δε γνωρίζουμε σχεδόν τίποτε για τα πρώτα χρόνια της ζωής του, παρά μονάχα ότι τον διέκρινε ευσέβεια, την οποία προφανώς είχαν σταλάξει στην ψυχή του οι γονείς του.  

      Χειροτονήθηκε πρεσβύτερος από τον επίσκοπο Ιεροσολύμων Μάξιμο Γ΄ (333-348) και επίσκοπος το 348 στη θέση του Μαξίμου, ο οποίος είχε απομακρυνθεί από τους αρειανούς, ή κατ’ άλλους είχε πεθάνει. Στην αρχή απέφευγε να αναμειγνύεται στις δογματικές έριδες, που προκαλούσαν οι αιρετικοί αρειανοί, οι οποίοι θεώρησαν ότι ο Κύριλλος ήταν οπαδός του αρειανισμού και μάλιστα ενέκρινε τη χειροτονία του ο αρειανός μητροπολίτης Καισαρείας Ακάκιος. Γρήγορα όμως αποδείχτηκε η ορθοδοξία του, μέσα από το σπουδαίο συγγραφικό του έργο «Κατηχήσεις», οι οποίες απηχούσαν το ορθόδοξο δόγμα της Α΄ Οικουμενικής Συνόδου. Η Β΄ Οικουμενική Σύνοδος εξήρε μάλιστα την προσωπικότητα και την ορθή πίστη του Κυρίλλου και επαίνεσε τους αγώνες του κατά των αρειανών. Δεν άργησε να έρθει σε ρήξη ο Κύριλλος με τον αρεινόφρονα Ακάκιο, τον οποίο ήλεγχε για τις κακόδοξες θέσεις του. Εκείνος ζητούσε αφορμές για να τον καταστρέψει. Οι αρειανοί ζητούσαν να αποδυναμώσουν τον Κύριλλο, λόγω ότι είχε αναδειχθεί σημαίνουσα πόλη της Παλαιστίνης η Καισάρεια και αναδείχτηκε έδρα επισκόπου, έχοντας περισσότερους Χριστιανούς από την Ιερουσαλήμ. Ο Ακάκιος εκμεταλλεύτηκε μια ασάφεια του 7ου κανόνος της Α΄ Οικουμενικής Συνόδου, ο οποίος έδινε πρεσβεία τιμής στον επίσκοπο Αιλίας, δηλαδή Ιεροσολύμων, και άρχισε ανελέητο πόλεμο κατά του Κυρίλλου.

       Στο θρόνο της Βασιλεύουσας βρισκόταν ο αρειανόφρονας Κωνστάντιος (337-361), ο οποίος υποστήριζε με φανατισμό την αίρεση του αρειανισμού και καταδίωκε τους ορθοδόξους. Ο Ακάκιος με την εύνοια του αυτοκράτορα, ζητούσε επίμονα την καθαίρεση του Κυρίλλου. Αφορμή στάθηκε η ενέργεια του Κυρίλλου να πουλήσει ιερά κειμήλια και αναθήματα της επισκοπής για την ανακούφιση λιμοκτονούντων κατά το μεγάλο λιμό του 357, που έπληξε την Παλαιστίνη,κατηγορώντας τον ως σφετεριστή της περιουσίας της επισκοπής του . Ο Ακάκιος και οι όμοιοί του αρειανοί επίσκοποι της περιοχής συγκάλεσαν σύνοδο την Ιερουσαλήμ, η οποία καθαίρεσε τον Κύριλλο και τον απομάκρυνε από την επισκοπή του. Μάλιστα με τη συνδρομή των πολιτικών αρχών, εξορίστηκε στην Ταρσό της Κιλικίας.

      Εκεί έγινε δεκτός από τον ορθόδοξο επίσκοπο Σιλβανό, ο οποίος απέρριψε την απόφαση της ψευδοσυνόδου και δέχτηκε τον Κύριλλο ως κανονικό επίσκοπο. Παράλληλα ο Κύριλλος ζητούσε να εξεταστεί η υπόθεσή του από μεγαλύτερη Σύνοδο. Όντως το 359 συνήλθε Σύνοδος στην Ιερουσαλήμ, η οποία τον αποκατέστησε και τον αθώωσε. Όμως ο άσπονδος εχθρός του Ακάκιος κατέφυγε στην Κωνσταντινούπολη, όπου με τη βοήθεια του αρειανόφρονος παλατίου, ματαίωσε την απόφαση της Συνόδου. Κατόρθωσε δε να συγκληθεί άλλη Σύνοδος στην Κωνσταντινούπολη το 360, η οποία καθαίρεσε και πάλι τον Κύριλλο και τον οδήγησε ξανά στην εξορία.

        Παρέμεινε καθηρημένος και εξόριστος ως το 361, όπου ο νέος αυτοκράτορας Ιουλιανός ο παραβάτης (361-363) είχε κηρύξει μια πρόσκαιρη και δόλια ανεξιθρησκία, ανακαλώντας από την εξορία όλους τους ορθοδόξους επισκόπους. Πραγματικός του σκοπός ήταν να προκαλέσει νέες έριδες στην Εκκλησία, την οποία μισούσε και ήθελε να την καταστρέψει, προκειμένου να επαναφέρει την αρχαία

ειδωλολατρία. Ο Κύριλλος αποκαταστάθηκε στην επισκοπή του και άρχισε το σπουδαίο ποιμαντικό του έργο, παρ’ όλους τους περιορισμούς και τις διώξεις που είχε κηρύξει ο αποστάτης αυτοκράτορας.

       Μετά το θάνατο του Ιουλιανού το 363, και τη σύντομη βασιλεία του Ιοβιανού, ανέλαβε τον αυτοκρατορικό θρόνο ο επίσης φανατικός αρειανόφρονας Ουάλης (364-378), κηρύσσοντας διωγμό κατά των ορθοδόξων οδηγώντας και πάλι τους ορθοδόξους επισκόπους στις εξορίες. Ο Κύριλλος πήρε για μια ακόμη φορά το δρόμο της εξορίας, παραμένοντας μακριά από την επισκοπή του για έντεκα χρόνια. Επέστρεψε το 378, μετά το θάνατο του Ουάλη και την ανάρρηση στο θρόνο από τον ορθόδοξο Θεοδόσιο. Ποίμανε την εκκλησία των Ιεροσολύμων με υποδειγματική διακονία και αγιότητα ως το 387, όπου κοιμήθηκε εν ειρήνη και η Εκκλησία μας τον ανακήρυξε άγιο και τον κατέταξε στους μεγάλους Πατέρες της.

       Ο άγιος Κύριλλος μας είναι κυρίως γνωστός από τις περίφημες «Κατηχήσεις» του. Πρόκειται για 24 καταγραμμένες ομιλίες του, τις οποίες είχε εκφωνήσει κατά τη διάρκεια της Μεγάλης Τεσσαρακοστής του έτους 348 ή το 350 στο Ναό της Αναστάσεως στους κατηχούμενους, οι οποίοι θα βαπτίζονταν το Πάσχα. Σκοπός του ήταν η εισαγωγή τους στις θεμελιώδεις διδασκαλίες της χριστιανικής πίστεως και η φανέρωση της αξίας των Ιερών Μυστηρίων στη ζωή των νεοφωτισθέντων. Η αξία των ιερών αυτών κειμένων είναι ανυπολόγιστη, διότι είναι αποτυπωμένα σε αυτά με καταπληκτική παραστατικότητα η τελετουργία των Ιερών Μυστηρίων της αρχαίας Εκκλησίας και αναλύεται θαυμάσια η θεολογική τους σημασία. Δίνεται στους πιστούς με απλό και εύληπτο τρόπο η σημασία του αγιασμού, που αποκομίζουμε από τα Ιερά Μυστήρια και τις αγιαστικές πράξεις της Εκκλησίας μας, ως απαραίτητο στοιχείο για τη σωτηρία μας. Ταυτόχρονα ο άγιος Πατήρ δίνει στους νεοφώτιστους απλά και κατανοητά τις αρχές της ορθοδόξου πίστεώς μας, ως κορυφαία προϋπόθεση της σωτηρίας τους. Ευνόητο είναι να έχουν τα καταπληκτικά αυτά κείμενα μια ξεχωριστή θέση στη ζωή της Εκκλησίας μας και στις θεολογικές σπουδές μέχρι σήμερα, διότι, όχι μόνο εκφράζουν το ορθόδοξο δόγμα, αλλά αποπνέουν ένα σπάνιο άρωμα θεοσέβειας.

     Η μνήμη του αγίου Κυρίλλου εορτάζεται στις 18 Μαρτίου.             

ΑΓΙΟΣ ΑΛΕΞΙΟΣ Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΤΟΥ ΘΕΟΥ

 

ΛΑΜΠΡΟΥ κ. ΣΚΟΝΤΖΟΥ Θεολόγου – Καθηγητού

     Ως ο κατ’ εξοχήν «άνθρωπος του Θεού», αξιώθηκε να χαρακτηρισθεί μόνον ένας άγιος, ο άγιος Αλέξιος. Κι’ αυτό διότι, όπως θα δούμε στη συνέχεια, αποτέλεσε γνήσιος τύπος του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, του αιωνίου προτύπου ανθρώπου. 

       Γεννήθηκε στη Ρώμη στα χρόνια των αυτοκρατόρων Αρκαδίου (395-408) και Ονωρίου (395-423). Οι γονείς του ήταν ευλαβείς άνθρωποι και πλούσιοι. Ο πατέρας του ονομαζόταν Ευφημιανός και ήταν συγκλητικός. Αγαπούσε τους φτωχούς και γι’ αυτό παρέθετε καθημερινά τρεις τράπεζες στο σπίτι του για τα ορφανά, τις χήρες και τους φτωχούς ξένους. Η μητέρα του ονομαζόταν Αγλαΐς και ήταν άτεκνη. Παρακαλούσαν και οι δυο τους το Θεό, νυχθημερόν, να τους χαρίσει γιο. Ο Θεός άκουσε την δέησή τους και τους χάρισε ένα χαριτωμένο αγόρι. Το μεγάλωσαν με αγάπη και του ενέπνευσαν πίστη στο Θεό. Του προσέφεραν επίσης σπουδαία μόρφωση, ώστε είχε  γίνει μια σπουδαία προσωπικότητα, ένας σοφός άνδρας.

       Όταν ήρθε σε ηλικία γάμου οι γονείς του τον νύμφευσαν με μια ευγενή νέα, η οποία ανήκε σε βασιλική γενιά. Αλλά το ίδιο βράδυ του γάμου, ο Αλέξιος στο συζυγικό δωμάτιο, επέστρεψε το χρυσό δακτυλίδι και την ζώνη, (τα σύμβολα του γάμου), στη σύζυγό του. Ο γάμος είχε γίνει χωρίς τη θέλησή του, ο οποίος ήθελε να ακολουθήσει τον μονήρη βίο. Ήθελε να ανταλλάξει την ματαιότητα της γήινης δόξας με την άφθαρτη δόξα της ουράνιας βασιλείας του Θεού.  Πήρε αρκετά χρήματα από τα πλούτη του, μπήκε σε πλοίο και έφυγε κρυφά για την Ανατολή.

       Κατέφθασε στην Λαοδίκεια της Συρίας. Από εκεί έφυγε πεζός για την μακρινή Έδεσα της Μεσοποταμίας. Μοίρασε τα χρήματα που κουβαλούσε μαζί του στους φτωχούς, καθώς και τα πολύτιμα και ακριβά ενδύματά του. Φόρεσε κουρελιασμένα και χιλιομπαλωμένα ρούχα και κάθισε στον νάρθηκα του ναού της Υπεραγίας Θεοτόκου, παριστάνοντας τον φτωχό, ζώντας ανάμεσα στους φτωχούς. Εκεί ζούσε αδιάλειπτη προσευχή και νηστεία. Κοιμόταν ελάχιστα και νήστευε όλη την εβδομάδα. Κοινωνούσε κάθε Κυριακή των Αχράντων Μυστηρίων και κατόπιν έτρωγε λίγο ψωμί και έπινε λίγο νερό.

       Οι γονείς του τον αναζητούσαν παντού να τον βρουν. Έστειλαν υπηρέτες σε όλα τα μέρη να τον αναζητήσουν. Κάποιοι από αυτούς έφτασαν και ως την Έδεσσα, πέρασαν έξω από το ναό, αλλά δεν τον αναγνώρισαν, διότι η αυστηρή άσκηση είχε παραλλάξει το πρόσωπό του και γύρισαν άπρακτοι στη Ρώμη. Βρήκαν τη μητέρα του και τη σύζυγό του να κάθονται στην πόρτα, να φορούν φτωχά ενδύματα και να θρηνούν το χαμό του και να περιμένουν την επιστροφή του.  

       Ο Αλέξιος έμεινε έξω από το ναό στην Έδεσσα δεκαεπτά χρόνια, προσευχόμενος, νηστεύοντας και δοξολογώντας το Θεό. Κάποια νύχτα παρουσιάστηκε η Θεοτόκος στο όνειρο του προσμονάριου (νεωκόρο) του ναού, ζητώντας του να φέρει μέσα στο ναό τον «Άνθρωπο του Θεού», όπως είπε. Ο Προσμονάριος βγήκε έξω και βρήκε μόνο τον Αλέξιο. Προσευχήθηκε στην Παναγία να του υποδείξει τον «Άνθρωπο του Θεού». Και όντως του υποδείχτηκε ότι αυτός ήταν. Τον πήρε και τον εισήγαγε στο ναό, με τιμή και μεγαλοπρέπεια. Ο λαός τον επευφημούσε.

        Όμως ο Αλέξιος δεν ήθελε τιμές και όταν κατάλαβε ότι αναγνωρίστηκε, αποφάσισε νε φύγει μακριά. Να πάει στην Ταρσό, την πατρίδα του Αποστόλου

Παύλου, να εγκατασταθεί στον ομώνυμο ναό του, ως άγνωστος ζητιάνος. Αλλά ο Θεός άλλα σχεδίαζε γι’ αυτόν. Το πλοίο που τον μετέφερε  έπεσε σε μεγάλη καταιγίδα και ο βίαιος άνεμος έστρεψε την πορεία του δυτικά, οδηγώντας το στην Ιταλία. Αυτό το γεγονός το θεώρησε ο Αλέξιος ως θείο θέλημα, ότι έπρεπε να επιστρέψει στο πατρικό του σπίτι, στη Ρώμη. Έτσι όταν κατέβηκε από το καράβι πήγε στο σπίτι του. 

        Βρήκε τον πατέρα του, ο οποίος δεν τον αναγνώρισε. Τον πέρασε για ζητιάνο, το ίδιο και μητέρα του και η σύζυγός του. Ο Αλέξιος του ζήτησε να τον ελεήσει, να του δίνει μερικά από τα περισσεύματα της τράπεζάς του να τρώει. Ο ελεήμων πατέρας του, ο οποίος τάιζε φτωχούς, δέχτηκε με ευχαρίστηση και μάλιστα ένοιωσε μια ιδιαίτερη συμπάθεια γι’ αυτόν και του χορήγησε και έναν υπηρέτη να τον εξυπηρετεί.

        Κάποιοι από τους υπηρέτες του σπιτιού τον κορόιδευαν και τον περιέπαιζαν. Όμως εκείνος δεν νοιάζονταν για τις κοροϊδίες. Έπαιρνε τα φαγητά και απομακρύνονταν, τα οποία μοίραζε σε άλλους φτωχούς και αυτός έμεινε νηστικός. Συνέχιζε να νηστεύει όλη την εβδομάδα, να κοινωνεί την Κυριακή και τότε να τρώει λίγο ψωμί και να πίνει λίγο νερό.

      Έμεινε άγνωστος στο πατρικό του σπίτι για δεκαεπτά ακόμα χρόνους. Λίγο πριν φύγει από αυτό τον κόσμο, έγραψε σε ένα χαρτί το βίο του. Κάποια Κυριακή, την ώρα που λειτουργούσε ο Αρχιεπίσκοπος Ιννοκέντιος, ακούστηκε φωνή από το Άγιο Θυσιαστήριο, που έλεγε: «Αναζητήστε τον Άνθρωπο του Θεού»! Αρχιεπίσκοπος, αυτοκράτορας και λαός δέονταν στο Θεό να τους τον αποκαλύψει.

       Εν τω μεταξύ ο Αλέξιος είχε παραδώσει την αγιασμένη του ψυχή στο Θεό. Μια φωνή τους κατεύθυνε όλους μαζί στο σπίτι του  Ευφημιανού. Την ώρα που ετοίμαζαν τον άγνωστο ως τότε νεκρό, είδαν στα χέρια του το χαρτί με το βίο του, το διάβασαν και βεβαιώθηκαν για την ταυτότητά του. Οι γονείς και η σύζυγός του ξέσπασαν τότε σε θρήνο μέγα. Μετέφεραν το λείψανο του αγίου στο ναό του Αγίου Βονιφατίου, το οποίο άρχισε να κάνει άπειρα θαύματα. Τυφλοί έβλεπαν το φώς τους, κουφοί άκουγαν, παράλυτοι σηκώνονταν και περπατούσαν, στείρες γυναίκες έμειναν έγκυες. Το άγιο σκήνωμα το έθεσαν σε αργυρή λάρνακα, από την οποία έρεε συνεχώς μύρο και επιτελούσε άπειρα θαύματα. Η Εκκλησία τον ανακήρυξε άγιο και του προσέδωσε την προσωνυμία «Άνθρωπος του Θεού», από τη θαυματουργική φωνή του Ιερού Θυσιαστηρίου.  

       Η μνήμη του τιμάται στις 17 Μαρτίου.   

    

Πέμπτη 9 Μαρτίου 2023

ΑΓΙΟΙ ΝΕΟΜΑΡΤΥΡΕΣ ΧΡΙΣΤΟΣ (ΙΕΡΕΑΣ) ΚΑΙ ΠΑΝΑΓΟΣ

 

ΛΑΜΠΡΟΥ Κ. ΣΚΟΝΤΖΟΥ Θεολόγου – Καθηγητού

         Η Εκκλησία μας έχει να επιδείξει νέφος Μαρτύρων στα μαύρα χρόνια της τουρκοκρατίας, κατά την οποία χιλιάδες Νεομάρτυρες αντάλλαξαν τη ζωή τους με την πίστη τους στο Χριστό. Δύο από αυτούς υπήρξαν ο ιερέας Χρίστος και ο Πανάγος (Παναγιώτης) από την Ηλεία.

        Είναι απαραίτητο να επισημάνουμε εισαγωγικά, πως η τουρκοκρατούμενη Πελοπόννησος καταλήφτηκε από του Ενετούς στα 1685 και η εξουσία τους κράτησε ως τα 1715. Αυτό το διάστημα υπήρξε καθοριστικής σημασίας για τον πληθυσμό της, καθ’ ότι ανέπνευσε τον αέρα κάποιας σχετικής ελευθερίας. Την περίοδο αυτή επέστρεψαν στην Εκκλησία πολλοί εξισλαμισθέντες. Μεταξύ αυτών ήταν και οι γονείς των δύο Νεομαρτύρων Χρίστου και Πανάγου.

       Ο Νεομάρτυρας Χρίστος καταγόταν από την Ανδραβίδα. Είχε χειροτονηθεί ιερέας στην Πάτρα από τον Επίσκοπο Βυτίνης Γαβριήλ και υπηρετούσε στην πατρίδα του την Ανδραβίδα. Ήταν ευσεβής και καλοκάγαθος άνθρωπος, καθώς και καλός και αφοσιωμένος οικογενειάρχης, πατέρας δύο ή και περισσότερων παιδιών.

       Μετά την ανακατάληψη της Πελοποννήσου από του Τούρκους στα 1715 άρχισαν οι βίαιοι εξισλαμισμοί κατά των Χριστιανών. Κυρίως στρέφονταν κατά των ιερέων, αφ’ ενός μεν να μένουν οι Χριστιανοί χωρίς ποιμένες και λειτουργούς και αφ’ ετέρου ο εξισλαμισμός των ιερέων έδινε το παράδειγμα και το έναυσμα για τον εξισλαμισμό και των λαϊκών. Έτσι ένα χρόνο μετά, το 1716 συνελήφθη και ο ιερέας της Ανδραβίδας Χρίστος και οδηγήθηκε στην Γαστούνη, ενώπιον του τρομερού Μουράτ Αγά, ο οποίος του ζήτησε να αρνηθεί το Χριστό και την ιεροσύνη του και να ασπασθεί το Ισλάμ. Για να τον δελεάσει του έταξε προνόμια, χρήματα και δόξες. Ευνόητο ήταν για τον ευλαβή κληρικό να αρνηθεί την πρόταση του τούρκου αξιωματούχου και για τούτο τον έριξαν στη φυλακή, μαζί με άλλους ιερείς της περιοχής, οι οποίοι και αυτοί είχαν αρνηθεί τις προτάσεις του Μουράτ Αγά.

      Ενώ βρισκόταν στη φυλακή, συνέβη το εξής περιστατικό, το οποίο τον έβαλε σε μεγάλο πειρασμό. Τον επισκέφτηκε η σύζυγός του πρεσβυτέρα, η οποία του ζήτησε να εξισλαμισθεί για να σωθεί ο ίδιος, αυτή και τα παιδιά τους! Είναι πιθανόν να πιέστηκε από τους Τούρκους, για να πείσει τον ιερέα άνδρα της να υποκύψει στους εκβιασμούς τους.

      Ο ιερέας Χρίστος άρχισε να δελεάζεται από την πρόταση της συζύγου του. Δε σκέφτηκε τόσο τη δική του τη ζωή, αλλά της συζύγου του και των παιδιών του και ήταν έτοιμος να δηλώσει τον εξισλαμισμό του και να απελευθερωθεί. Φαίνεται πως αυτή του την απόφαση τη γνωστοποίησε και στους άλλους συγκρατουμένους του ιερείς, οι οποίοι όταν άκουσαν την απόφασή του άρχισαν να τον επιτιμούν και να προσπαθούν να τον μεταπείσουν, να μην αρνηθεί την πίστη του στο Χριστό. Του τόνιζαν πως η απόφασή του αυτή είναι προδοσία προς τον αληθινό Θεό και την ιεροσύνη του.

      Κάποια στιγμή συνήλθε και κατάλαβε το τρομερό λάθος του. Άρχισε να φωνάζει δυνατά ότι είναι Χριστιανός ιερέας και πως δεν θα αρνηθεί ποτέ την πίστη του. Τις φωνές του άκουσαν οι φύλακες, οι οποίοι τον οδήγησαν στον θηριώδη Μουράτ Αγά, ενώπιον του οποίου ομολόγησε με θάρρος και ηρωισμό την πίστη τους στο Χριστό και γνώρισε την απόφασή του ότι ήταν έτοιμος να πεθάνει γι’ αυτή. Ο Μουράτ Αγάς έγινε θηρίο από το θυμό του και ανακοίνωσε την απόφασή του: θάνατος διά αποκεφαλισμού!

       Τον άρπαξαν με τη βία και τον οδήγησαν στο μέρος της εκτέλεσης. Ήταν 9 Μαρτίου του 1716. Ο δήμιος προσπάθησε δύο φορές να του κόψει το κεφάλι, αλλά

δεν το κατάφερε. Μάλιστα την τρίτη φορά έσπασε το σπαθί! Κατόπιν έβγαλε το μαχαίρι από τη ζώνη του και του έκοψε το λαιμό, όπως σφάζουν τα πρόβατα! Το σώμα του έμεινε άταφο για τρεις ημέρες και κατόπιν το παρέδωσαν για ταφή. Θάφτηκε εντός του ναού του Αγίου Νικολάου Γαστούνης, δίπλα στον τάφο του αγίου Πανάγου. 

       Ο άγιος Νεομάρτυρας Πανάγος καταγόταν από την Γαστούνη, ήταν έγγαμος και πατέρας ενός τουλάχιστον παιδιού. Το επώνυμό του ήταν Σισίνης και ανήκε στην ονομαστή οικογένεια των Σισιναίων. Ο ίδιος είχε το αξίωμα του σύντιχου της Γαστούνης. Όταν καταλήφτηκε η Γαστούνη από τους Τούρκους το 1715 ο τούρκος Πασάς Οσμάν τον ξετίμησε για τον έντιμο και καλοκάγαθο χαρακτήρα του. Όταν άρχισε η προγραφή των κατοίκων για βίαιο εξισλαμισμό από τον θηριώδη Μουράτ Αγά της Γαστούνης, ο Οσμάν τον ειδοποίησε να φύγει. Όμως εκείνος επειδή ήταν άρρωστος δεν έφυγε. 

        Ο Μουράτ Αγά είχε βάλλει στο στόχαστρό του κυρίως όσους είχαν αρνηθεί το Ισλάμ και όσων οι πρόγονοί τους είχαν μεταστραφεί στο Χριστό. Η διαταγή ήταν εξισλαμισμός ή θάνατος. Οι γονείς του Πανάγου βρισκόταν σε αυτή την κατηγορία, είχαν μεταστραφεί και πάλι στην Ορθοδοξία. Για τούτο, μεταξύ των άλλων, συνελήφθη και αυτός και σύρθηκε στον φανατικό τούρκο αξιωματούχο, ο οποίος του ζήτησε να εξισλαμισθεί και να αμειφτεί με χρήματα και αξιώματα για την πράξη του αυτή. Ο Πανάγος αρνήθηκε κατηγορηματικά και ο Αγάς εξέδωσε τη διαταγή του: θάνατος δια αποκεφαλισμού! Αποκεφαλίστηκε στις 2 Μαρτίου 1716. Το σώμα του έμεινε τρεις ημέρες άταφο και το κεφάλι του το πέταξαν οι δήμιοι στα σκυλιά να το φάνε. Αλλά τα ζωντανά δεν το πείραξαν. Κατόπιν το έψησαν και το έδωσαν και πάλι στα σκυλιά, αλλά εκείνα ξανά δεν το πείραξαν! Το σώμα του Μάρτυρα το παρέλαβαν οι Χριστιανοί και το έθαψαν στο ναό του Αγίου Νικολάου Γαστούνης. Μαζί με τους Νεομάρτυρες άγιο Χρίστο και Πανάγο, μαρτύρησε και ένας άλλος νέος, ονόματι Κανέλλος, άγνωστων άλλων στοιχείων, καθώς και άλλοι πενήντα ανώνυμοι Νεομάρτυρες

      Η μνήμη των δύο Νεομαρτύρων, αγίου ιερέως Χρίστου και Πανάγου, του Νεομάρτυρα Κανέλλου, καθώς και των άλλων πενήντα ανωνύμων εορτάζεται στις 9 Μαρτίου.      

 

ΟΙ ΑΓΙΟΙ ΤΕΣΣΑΡΑΚΟΝΤΑ ΜΑΡΤΥΡΕΣ ΤΗΣ ΣΕΒΑΣΤΕΙΑΣ

 

ΛΑΜΠΡΟΥ Κ. ΣΚΟΝΤΖΟΥ Θεολόγου – Καθηγητού

     Οι μάρτυρες της Εκκλησίας μας είναι το καύχημά Της, διότι ομολόγησαν την πίστη τους στο Χριστό και την επισφράγισαν με το αίμα τους. Αντάλλαξαν την πρόσκαιρη γήινη ζωή τους με την αιώνια αληθινή ζωή, που δίνει ο ζωοδότης Χριστός.

     Ανάμεσα σ’ αυτούς συγκαταλέγονται και οι Άγιοι Σαράντα Μάρτυρες, οι οποίοι μαρτύρησαν στη Σεβάστεια της Μ. Ασίας στις αρχές του 4ου αιώνα, όταν αυτοκράτορας της Ανατολής ήταν ο ρωμαίος ειδωλολάτρης Λικίνιος (307-324). Ήταν όλοι τους νεαροί έφηβοι στρατιώτες και ανήκαν στο πιο επίλεκτο στρατιωτικό τάγμα της περιοχής.

      Οι σκληρότεροι διωγμοί κατά των Χριστιανών, που είχε αρχίσει ο δεισιδαίμων Διοκλητιανός (284-305), συνεχίζονταν και επί Λικινίου. Οι διοικητές των επαρχιών είχαν επιφορτιστεί για την εφαρμογή του διατάγματος, που προέβλεπε την αναγκαστική θυσία στους ειδωλολατρικούς «θεούς» από όλους τους υπηκόους της αυτοκρατορίας, με τη χορήγηση πιστοποιητικού! Όσοι αρνούνταν να θυσιάσουν οδηγούνταν με τη βία μπροστά στα είδωλα, προκειμένου να εξαναγκαστούν είτε με υποσχέσεις, είτε με βασανιστήρια να προσφέρουν τη θυσία. Όσοι δεν υπέκυπταν στους εκβιασμούς οδηγούνταν σε σκληρές ανακρίσεις και υποβάλλονταν σε φρικτά και απάνθρωπα βασανιστήρια, και αν δεν υπέκυπταν, θανατώνονταν με τους πλέον ειδεχθείς τρόπους. Εδώ αξίζει να διευκρινίσουμε, πως οι θανατώσεις, όσων δεν θυσίαζαν στα είδωλα, δε γινόταν τόσο για λόγους εκδίκησης, αλλά είχαν κυρίως χαρακτήρα τελετουργικό. Θυσιάζονταν στους «θεούς» για να κατευναστεί η μήνη τους, διότι αυτό απαιτούσαν οι σκοταδιστές ιερείς των ειδώλων από τους άρχοντες, ως διερμηνείς δήθεν της θέλησης των «θεών»!

        Ο έπαρχος της Σεβάστειας Αγρικόλας, εφαρμόζοντας την αυτοκρατορική διαταγή, καλεί τους άνδρες του στρατεύματος να προσφέρουν την προβλεπόμενη θυσία. Σαράντα από αυτούς αρνήθηκαν, δηλώνοντας Χριστιανοί. Ο Αγρικόλας ακολούθησε και εδώ τη γνωστή τακτική, τάζοντάς τους μεγάλα αξιώματα και τιμές αν προσέφεραν τη θυσία. Τότε εξ’ ονόματος όλων ο στρατιώτης Κάνδιδος απάντησε στο φανατικό ειδωλολάτρη έπαρχο: «Ευχαριστούμε για τους επαίνους της ανδρείας μας. Αλλά ο Χριστός, στον όποιο πιστεύουμε, μας διδάσκει ότι στον καθένα άρχοντα πρέπει να του προσφέρουμε ό, τι του ανήκει. Και γι' αυτό στο βασιλέα προσφέρουμε τη στρατιωτική υπακοή. Αν, όμως, ενώ ακολουθούμε το Ευαγγέλιο, δεν ζημιώνουμε το κράτος, αλλά μάλλον το ωφελούμε με την υπηρεσία μας, γιατί μας ανακρίνεις για την πίστη πού μορφώνει τέτοιους χαρακτήρες και οδηγεί σε τέτοια έργα;». Ο Αγρικόλας κατάλαβε ότι ήταν ανώφελο να τους παρακαλεί και διέταξε να τους γδύσουν και να τους ρίξουν σε μια παρακείμενη παγωμένη λίμνη. Ήταν χειμώνας και το κρύο δριμύτατο. Πίστευε ότι το φρικτό αυτό μαρτύριο θα τους έκανε να αλλάξουν γνώμη και να θυσιάσουν στους ανύπαρκτους «θεούς» της αυτοκρατορίας.

       Οι ηρωικοί Χριστιανοί υπέμειναν με πρωτοφανή καρτερία το μαρτύριο του ψύχους. Τα κορμιά τους είχαν μελανιάσει, έτρεμαν σύγκορμοι και αγκάλιαζε ο ένας τον άλλο για να μετριάσουν το μαρτύριό τους. Ταυτόχρονα έδινε ο ένας κουράγιο και θάρρος στον άλλο με τα εξής λόγια: «Δριμύς ο χειμώνας, αλλά γλυκύς ο παράδεισος. Ας υπομείνουμε και σε μια νύχτα για να κερδίσουμε ολόκληρη την αιωνιότητα». Οι δήμιοι τους φρουρούσαν να μη διαφύγουν και διασκέδαζαν με το μαρτύριό τους.

      Έξω από τη λίμνη βρισκόταν και μια Χριστιανή γυναίκα, η μητέρα του νεαρότερου  Μάρτυρα, η οποία τον εμψύχωνε μη δειλιάσει και θυσιάσει στα είδωλα

και αρνηθεί το Χριστό. Άπλωνε τα χέρια της προς το γιό της λέγοντας: «Παιδί μου γλυκύτατο, υπόμεινε για λίγο και θα καταστείς τέκνο του Ουράνιου Πατέρα. Μην φοβηθείς τα βασανιστήρια. Ιδού, παρίσταται ως βοηθός σου ο Χριστός. Τίποτε δεν θα είναι από εδώ και πέρα πικρό, τίποτα το επίπονο δεν θα απαντήσεις. Όλα εκείνα παρήλθαν, διότι όλα αυτά τα νίκησες με τη γενναιότητά σου. Χαρά μετά από αυτά, άνεση, ευφροσύνη. Όλα αυτά θα τα γεύεσαι, διότι θα είσαι κοντά στον Χριστό και θα πρεσβεύεις σε Αυτόν και για μένα που σε γέννησα».

       Περί το μεσονύκτιο ένας από τους Μάρτυρες δείλιασε  και ζήτησε από τους δημίους να τον βγάλουν από τους πάγους της λίμνης και να συμμορφωθεί με το διάταγμα. Τότε συνέβη το απροσδόκητο: κατέβηκαν από τον ουρανό 39 ολοφώτεινα στεφάνια και τέθηκαν στο κεφάλι του καθενός. Βλέποντάς τα ο δήμιος Αγλάϊος ομολόγησε ότι γίνεται Χριστιανός και όρμησε και πήρε τη θέση του δειλιάσαντος στη λίμνη και συμπληρώθηκε ο αριθμός των τεσσαράκοντα μαρτύρων. 

      Αφού πέρασε η νύχτα, τους έβγαλαν οι τρομεροί δήμιοι μισοπεθαμένους και τους αποτέλειωσαν συντρίβοντάς τους τα μέλη. Κατόπιν τους έριξαν από παρακείμενο γκρεμό σε δύσβατο μέρος, να μη μπορούν οι Χριστιανοί να συλλέξουν τα τίμια λείψανά τους. όμως οι Χριστιανοί με μεγάλες δυσκολίες τα περιμάζεψαν και τα έθαψαν με μεγάλες τιμές. Το έτος 438 η ευσεβής αυτοκράτειρα Πουλχερία βρήκε, ύστερα από όραμα, τα λείψανά τους στο ναό του αγίου Θύρσου. Τα παρέλαβε και αφού έκτισε περικαλλή ναό έξω από τα τείχη των Τρωαδησίων, τα έκλεισε σε πολύτιμες θήκες και τα τοποθέτησε σ’ αυτόν για την ευλογία των πιστών.

      Τα ονόματά τους είναι: Κυρίων, Κάνδιδος (ή Κλαύδιος), Δόμνας,  Ευτύχιος (ή Ευτυχής), Σεβηριανός , Κύριλλος, Θεόδουλος, Βιβιανός,  Αγγίας, Ησύχιος, Ευνοϊκός, Μελίτων, Ηλιάδης, Αλέξανδρος, Σακέδων (ή Σακέρδων), Ουάλης, Πρίσκος, Χουδίων, Ηράκλειος, Εκδίκιος (ή Ευδίκιος), Ιωάννης, Φιλοκτήμων,  Φλάβιος, Ξάνθιος, Ουαλέριος, Νικόλαος, Αθανάσιος, Θεόφιλος, Λυσίμαχος, Γάιος, Κλαύδιος, Σμάραγδος, Σισίνιος, Λεόντιος, Αέτιος, Ακάκιος, Δομετιανός (ή Δομέτιος), Γοργόνιος, Ιουλιανός (ή Ελιανός, ή Ηλιανός), Αγλάϊος ο δήμιος.

      Η μνήμη τους εορτάζεται στις 9 Μαρτίου, την ημέρα του μαρτυρίου τους. Αυτοί είναι οι ήρωες της πίστης μας!

      Οφείλουμε ως συνειδητοί πιστοί ορθόδοξοι Χριστιανοί να  τιμάμε τους αγίους μας και η καλλίτερη τιμή προς αυτούς είναι η μίμηση, διότι μιμούμενοι τους αγίους μας, μιμούμεθα τον Χριστός μας, διότι εκείνοι έγιναν οι ακριβείς μιμητές του Κυρίου μας. Άλλωστε για μας το πρότυπό μας δε θα πρέπει να είναι κάποιος άνθρωπος, αλλά ο Θεάνθρωπος, το αιώνιο και μοναδικό πρότυπο. Οι άγιοί μας έγιναν «σύσσωμοι» και «σύμμορφοι» του Σωτήρα μας Χριστού, καταστάθηκαν με την αγία ζωή τους και την ομολογία του αγίου ονόματός Του οι ζωντανές εικόνες Του στον κόσμο σε όλους τους αιώνες και μέχρι τη συντέλεια του κόσμου. Εμπρός λοιπόν να γίνουμε και εμείς μικροί ή μεγάλοι μάρτυρες και ομολογητές Του στους σύγχρονους δύσκολους καιρούς, για να γίνει και Εκείνος δικός μας ομολογητής μπροστά στον Ουράνιο Πατέρας μας, όταν αναχωρήσουμε από αυτόν εδώ τον κόσμο.