Δόξα τω Θεώ, πάντων ένεκεν. - Αγ. Ιωάννης Χρυσόστομος

Δευτέρα 28 Μαρτίου 2016

ΠΟΡΙΣΜΑΤΑ – ΨΗΦΙΣΜΑ, ΘΕΟΛΟΓΙΚΗΣ- ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΗΣ ΗΜΕΡΙΔΟΣ ΜΕ ΘΕΜΑ: «ΑΓΙΑ ΚΑΙ ΜΕΓΑΛΗ ΣΥΝΟΔΟΣ» Μεγάλη προετοιμασία, χωρίς προσδοκίες.


Με τη Χάρη και την ευλογία του Αγίου Τριαδικού Θεού, σήμερα Τετάρτη 23 Μαρτίου 2016, πραγματοποιήθηκε στο Στάδιο Ειρήνης και Φιλίας, αίθουσα «Μελίνα Μερκούρη», στο Νέο Φάληρο Πειραιώς, Θεολογική - Επιστημονική Ημερίδα, με θέμα: «ΑΓΙΑ ΚΑΙ ΜΕΓΑΛΗ ΣΥΝΟΔΟΣ: Μεγάλη προετοιμασία, χωρίς προσδοκίες». 

      Την διοργάνωση, την οποία πραγματοποίησαν οι Ιερές Μητροπόλεις Γλυφάδας, Γόρτυνος και Μεγαλοπόλεως, Κυθήρων και Πειραιώς, καθώς και η Σύναξις Κληρικών και Μοναχών, ετίμησαν με την παρουσία τους σεβασμιώτατοι Αρχιερείς, Καθηγούμενοι και Γερόντισσες Ιερών Μονών, αγιορείτες Πατέρες, κληρικοί, πρόεδροι χριστιανικών Σωματείων και Οργανώσεων, Καθηγητές Θεολογικών Σχολών και Θεολόγοι και γύρω στους χίλιους πιστούς. Την Ημερίδα διοργάνωσε πενταμελής Επιστημονική  Επιτροπή: α) ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Πειραιώς κ. Σεραφείμ, β) ο Πρωτοπρεσβύτερος π. Γεώργιος Μεταλληνός, Ομ. Καθηγητής της Θεολογικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών, γ) ο Πρωτοπρεσβύτερος π. Θεόδωρος Ζήσης, Ομ. Καθηγητής της Θεολογικής Σχολής του Α.Π.Θ. δ) ο Αρχιμανδρίτης π. Αθανάσιος Αναστασίου, Προηγούμενος της Ι. Μονής του Μεγάλου Μετεώρου, και ε) ο κ. Δημήτριος Τσελεγγίδης, Καθηγητής της Δογματικής της Θεολογικής Σχολής Α.Π.Θ. Στην Ημερίδα παρέστη και απηύθυνε χαιρετισμό ο Επίσκοπος Μπαντσέν κ. Λογγίνος της Ουκρανικής Εκκλησίας και ο προϊστάμενος της Ιεράς Μονής Μεγίστης Λαύρας αγίου Όρους π. Σάββας. Επίσης ο Μητροπολίτης Λόσετς της Βουλγαρικής Εκκλησίας κ. Γαβριήλ εκπροσωπήθηκε από τον π. Ματθαίο Βουλκανέσκου, κληρικό της Ιεράς Μητροπόλεως Πειραιώς, ο οποίος και ανέγνωσε τον χαιρετισμό του.

     Το γενικό θέμα της Ημερίδος αναπτύχθηκε σε τέσσερις Συνεδρίες από τους εισηγητές: τους Σεβασμιωτάτους Μητροπολίτες Πειραιώς κ. Σεραφείμ, Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου κ. Ιερόθεον, Γλυφάδας κ. Παύλον, Κυθήρων κ. Σεραφείμ, και Γόρτυνος και Μεγαλοπόλεως κ. Ιερεμίαν, τους πανεπιστημιακούς καθηγητές, τον πρωτ. π. Γεώργιο Μεταλληνόν, τον πρωτ. π. Θεόδωρο Ζήση, τον κ. Δημήτριο Τσελεγγίδη, τον πανοσ. αρχιμ. π. Σαράντη Σαράντο, Διδάκτορα της Θεολογικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών, τον πανοσ. αρχιμ. π. Αθανάσιο Αναστασίου, τον πρωτ. π. Πέτρο Heers, διδάκτορα της Θεολογικής Σχολής του Α.Π.Θ., τον πρωτ. π.  Αναστάσιο Γκοτσόπουλο, Θεολόγο, (Μr. Θεολογίας), εφημέριο Ιερού Ναού Αγίου Νικολάου Πατρών, τον πανοσ. αρχιμ. π. Παύλο Δημητρακόπουλο, Θεολόγο, (Μr. Θεολογίας), Διευθυντή του Γραφείου Αιρέσεων της Ι. Μητροπόλεως Πειραιώς, τον κ. Σταύρο Μποζοβίτη, Θεολόγο –Συγγραφέα, μέλος της Αδελφότητος Θεολόγων ο «Σωτήρ» και τον πρωτ. π. Άγγελο Αγγελακόπουλο, Θεολόγο, κληρικό της Ι. Μητροπόλεως Πειραιώς.

Από τις εισηγήσεις και τον επακολουθήσαντα διάλογο προέκυψε και εγκρίθηκε ομοφώνως το παρά κάτω Ψήφισμα- Πόρισμα:

 

1) Η Θεολογία της Εκκλησίας μας είναι καρπός της Θείας Αποκαλύψεως, εμπειρία της Πεντηκοστής. Δεν νοείται Εκκλησία χωρίς Θεολογία και δεν νοείται Θεολογία έξω από την Εκκλησία, την οποία εξέφρασαν οι Προφήτες, οι Απόστολοι, οι Πατέρες και οι άγιες Σύνοδοι. Όταν μια Σύνοδος δεν θεολογεί ορθοδόξως, δεν μπορεί να είναι γνήσια Ορθόδοξη Σύνοδος, αποδεκτή από το Ορθόδοξο πλήρωμα. Αυτό μπορεί να συμβεί, όταν οι συμμετέχοντες στη Σύνοδο δεν έχουν την πείρα των θεουμένων Πατέρων, η τουλάχιστον δεν ακολουθούν αυτούς, χωρίς να τους παρερμηνεύουν. Στην περίπτωση αυτή τα συνοδικά μέλη διατυπώνουν κακόδοξες διδασκαλίες, η επηρεάζονται από πολιτικές, η άλλες σκοπιμότητες. Η σύγχρονη εκκλησιαστική πραγματικότητα απέδειξε, ότι σήμερα πολλά υψηλά ιστάμενα πρόσωπα της εκκλησιαστικής ιεραρχίας επηρεάζονται, ως μη όφειλε, από πολιτικούς παράγοντες. Σε πολλές επίσης περιπτώσεις δημιουργούνται στις ενδοεκκλησιαστικές σχέσεις αντιπαλότητες, η κυριαρχούν εθνικιστικές και πολιτικές σκοπιμότητες.

2) Μετά από μια μακρά ιστορία προετοιμασίας της συγκλήσεως της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου, ενενήντα τριών ετών, διαπιστώνουμε από την θεματολογία, τα προσυνοδικά κείμενα και τις δηλώσεις των διοργανωτών, ότι υπάρχει μεγάλο έλλειμμα Συνοδικότητος, έλλειμμα θεολογικής πληρότητος, σαφήνειας και ακρίβειας των προς συζήτησιν κειμένων και ακόμη μεγαλύτερο έλλειμμα ως προς την θεολογική ορθότητα, με την οποία αυτά είναι διατυπωμένα. Πιο συγκεκριμένα:

3) Η μη συμμετοχή όλων των επισκόπων στην μέλλουσα να συγκληθεί Σύνοδο, αλλά  μόνον εικοσιτεσσέρων από κάθε Τοπική Αυτοκέφαλη Εκκλησία, είναι ξένη προς την Κανονική και Συνοδική μας Παράδοση. Τα υπάρχοντα  ιστορικά στοιχεία μαρτυρούν όχι αντιπροσώπευση, αλλά την μεγαλύτερη δυνατή συμμετοχή επισκόπων από όλες τις επαρχίες της ανά την Οικουμένην Εκκλησίας. Επίσης ο μη χαρακτηρισμός της ως Οικουμενικής, με τον απαράδεκτο ισχυρισμό, ότι δεν μπορούν να συμμετάσχουν σ’ αυτήν οι «χριστιανοί της Δύσεως», έρχεται σε πλήρη αντίθεση με τους αγίους Πατέρες, οι οποίοι συγκροτούσαν τις Άγιες Συνόδους ερήμην των αιρετικών. Κατ’ ακολουθίαν είναι απαράδεκτο οι διοργανωτές της να έχουν την αξίωση το κύρος της να είναι ισοδύναμο και ισάξιο με τις Οικουμενικές Συνόδους. Αλλά ούτε και Πανορθόδοξος, μπορεί να αποκληθεί η εν λόγω Σύνοδος, διότι προφανώς αποκλείεται η συμμετοχή όλων των Ορθοδόξων Επισκόπων.

 Εξ’ ίσου αμάρτυρο στην Εκκλησιαστική και Κανονική μας Παράδοση, και γι’ αυτό απαράδεκτο, είναι το σχήμα: μία ψήφος-μία Εκκλησία, με απαραίτητη την ομοφωνία όλων των Τοπικών Εκκλησιών. Ο κάθε επίσκοπος δικαιούται να έχει ιδική του ψήφο, και στις αποφάσεις των μη δογματικών θεμάτων, να ισχύσει η αρχή: «η ψήφος των πλειόνων κρατείτω». Απαράδεκτο θεωρούμε επίσης να προαποφασίζονται τα θέματα και ο τρόπος οργανώσεως της Συνόδου χωρίς το κυρίαρχο σώμα των κατά τόπους Ιεραρχιών των Τοπικών Εκκλησιών να έχει εκφράσει συνοδικώς την επί  των θεμάτων αυτών τοποθέτησή των.

4) Οι μέχρι τώρα γενόμενοι Διαχριστιανικοί Διάλογοι της Ορθοδοξίας με την Ετεροδοξία κατέληξαν σε τραγική αποτυχία, την οποία ομολογούν σήμερα και αυτοί οι ίδιοι οι πρωτεργάτες των. Η δήθεν προσφερόμενη βοήθεια μέσω των Διαλόγων  για την επιστροφή των Ετεροδόξων στην εν Χριστώ αλήθεια και την Ορθοδοξία διαψεύδεται και αποδεικνύεται ανύπαρκτη. Τελικά οι Διάλογοι εξυπηρέτησαν και προώθησαν τους στόχους της Νέας Εποχής και της Παγκοσμιοποιήσεως. Ένα σημαντικό κενό που παρουσιάζουν τα προς συζήτησιν εν τη μελλούση Συνόδω προσυνοδικά κείμενα, είναι το γεγονός, ότι παραδόξως απουσιάζει σ’ αυτά η κριτική αξιολόγηση της μέχρι σήμερα πορείας τόσο των διμερών Θεολογικών Διαλόγων μεταξύ της Ορθοδόξου Εκκλησίας και των λοιπών χριστιανικών κοινοτήτων, όσο και της συμμετοχής της στην Οικουμενική Κίνηση και το Π.Σ.Ε., η οποία υπήρχε στα κείμενα της Γ΄ Προσυνοδικής.

5) Το προσυνοδικό κείμενο με τίτλο «Σχέσεις της Ορθοδόξου Εκκλησίας προς τον λοιπόν χριστιανικόν κόσμον» παρουσιάζει κατά συρροή την θεολογική ασυνέπεια, η και αντίφαση. Έτσι, το άρθρο 1 διακηρύσσει την εκκλησιαστική αυτοσυνειδησία της Ορθόδοξου Εκκλησίας, θεωρώντας αυτήν –πολύ σωστά– ως την «Μία, Αγία, Καθολική και Αποστολική Εκκλησία». Όμως, στο άρθρο 6 παρουσιάζει μία αντιφατική προς το παραπάνω άρθρο (1) διατύπωση. Σημειώνεται χαρακτηριστικά, ότι «η Ορθόδοξη Εκκλησία αναγνωρίζει την ιστορικήν ύπαρξιν άλλων Χριστιανικών Εκκλησιών και Ομολογιών μη ευρισκομένων εν κοινωνία μετ’ αυτής». Εδώ γεννάται το εύλογο θεολογικό ερώτημα: Αν η Εκκλησία είναι «ΜΙΑ», κατά το Σύμβολο της Πίστεως και την αυτοσυνειδησία της Ορθόδοξης Εκκλησίας (Άρθρ. 1), τότε, πως γίνεται λόγος για άλλες Χριστιανικές Εκκλησίες; Είναι προφανές, ότι αυτές οι άλλες Εκκλησίες είναι ετερόδοξες. Οι ετερόδοξες όμως «Εκκλησίες» δεν μπορούν να κατονομάζονται καθόλου ως «Εκκλησίες» από τους Ορθοδόξους, επειδή δογματικώς θεωρούμενα τα πράγματα δεν μπορεί να γίνεται λόγος για πολλότητα «Εκκλησιών», με διαφορετικά δόγματα και μάλιστα σε πολλά θεολογικά θέματα. Κατά συνέπεια, ενόσω οι «Εκκλησίες» αυτές παραμένουν αμετακίνητες στις κακοδοξίες της πίστεώς τους, δεν είναι θεολογικά ορθό να τους αναγνωρίζουμε –και μάλιστα θεσμικά– εκκλησιαστικότητα, εκτός της «Μίας, Αγίας, Καθολικής και Αποστολικής Εκκλησίας».

       Στο ίδιο άρθρο (6) υπάρχει και δεύτερη σοβαρή θεολογική αντίφαση. Στην αρχή του άρθρου αυτού σημειώνεται το εξής: «Κατά την οντολογικήν φύσιν της Εκκλησίας η ενότης αυτής είναι αδύνατον να διαταραχθή». Στο τέλος, όμως, του ίδιου άρθρου γράφεται, ότι η Ορθόδοξος Εκκλησία με την συμμετοχή της στην Οικουμενική Κίνηση έχει ως «αντικειμενικόν σκοπόν την προλείανσιν της οδού της οδηγούσης προς την ενότητα». Εδώ τίθεται το ερώτημα: Εφόσον η ενότητα της Εκκλησίας είναι δεδομένη, τότε τι είδους ενότητα Εκκλησιών αναζητείται στο πλαίσιο της Οικουμενικής Κινήσεως; Μήπως υπονοείται η επιστροφή των δυτικών χριστιανών στη ΜΙΑ και μόνη Εκκλησία; Κάτι τέτοιο όμως δεν διαφαίνεται από το γράμμα και το πνεύμα σύνολου του Κειμένου. Αντίθετα, μάλιστα, δίνεται η εντύπωση, ότι υπάρχει δεδομένη διαίρεση στην Εκκλησία και οι προοπτικές των διαλεγομένων αποβλέπουν στην διασπασθείσα ενότητα της Εκκλησίας.

6) Το ως άνω κείμενο κινείται στα πλαίσια της νέας οικουμενιστικής Εκκλησιολογίας, η οποία έχει εκφραστεί ήδη κατά την Β΄ Βατικανή Σύνοδο. Αυτή η νέα Εκκλησιολογία έχει ως βάση την αναγνώριση του βαπτίσματος όλων των χριστιανικών ομολογιών, (βαπτισματική θεολογία). Οι συντάκτες του κειμένου, προκειμένου να προσδώσουν κανονική εγκυρότητα και συνοδική νομιμότητα στην κακόδοξη αυτή Εκκλησιολογία, επικαλούνται τον 7ο Κανόνα της Β΄ Οικουμενικής Συνόδου και τον 95ο της ΣΤ΄ Οικουμενικής. Ωστόσο οι εν λόγω Ιεροί Κανόνες ρυθμίζουν μόνο τον τρόπο εισδοχής στην Εκκλησία των μετανοημένων αιρετικών, και δεν αναφέρονται καθόλου στο «εκκλησιαστικό status» των αιρέσεων, ούτε στη διαδικασία διαλόγου της Εκκλησίας με την αίρεση. Ούτε, ασφαλώς,  υπονοούν το «υποστατόν» των μυστηρίων των ετεροδόξων, ούτε ότι οι  αιρέσεις παρέχουν σώζουσα Θεία Χάρη. Ουδέποτε η Εκκλησία αναγνώρισε και διεκήρυξε εκκλησιαστικότητα στην πλάνη και στην αίρεση. Η «μερίς των σωζομένων» για την οποία ομιλούν οι εν λόγω Ιεροί Κανόνες  βρίσκεται  μόνο στην Ορθοδοξία και όχι στην αίρεση.  Η οικονομία, που εισηγούνται οι παραπάνω Κανόνες, δεν μπορεί να εφαρμοστεί στους Δυτικούς (Ρωμαιοκαθολικούς και Προτεστάντες), γιατί στερούνται τις θεολογικές προϋποθέσεις και τα κριτήρια που θέτουν οι συγκεκριμένοι Κανόνες. Και, επειδή δεν μπορεί να γίνει οικονομία στην δογματική αυτοσυνειδησία της Εκκλησίας μας, οι Δυτικοί καλούνται να αρνηθούν τις αιρέσεις τους, να τις αναθεματίσουν, να εγκαταλείψουν τις Θρησκευτικές Κοινότητές τους, να κατηχηθούν και να ζητήσουν εν μετανοία την δια του Βαπτίσματος ένταξή τους στην Εκκλησία. 

7) Το ίδιο, ως άνω, κείμενο πουθενά δεν αναφέρεται σε κακοδοξίες, η πλάνες, τις οποίες να προσδιορίζει συγκεκριμένα, ωσάν το πνεύμα της πλάνης να μην δραστηριοποιείται πλέον σήμερα. Το κείμενο δεν επισημαίνει καμία αίρεση, και καμία διαστροφή της εκκλησιαστικής διδασκαλίας και ζωής στον εκτός της Ορθοδοξίας ευρισκόμενο χριστιανικό κόσμο. Αντίθετα οι κακόδοξες και αιρετικές παρεκκλίσεις από τη διδασκαλία των Πατέρων και των Οικουμενικών Συνόδων χαρακτηρίζονται «παραδεδομένες θεολογικές διαφορές, η τυχόν νέες διαφοροποιήσεις» (§ 11), τις οποίες καλούνται η Ορθόδοξη Εκκλησία και η ετεροδοξία να «υπερβούν» (§ 11). Το ζητούμενο για τους συντάκτες είναι η ενότητα των «Εκκλησιών» και όχι η ενότητα στην Εκκλησία του Χριστού. Γι’ αυτό και δεν υπάρχει πουθενά πρόσκληση σε μετάνοια και σε άρνηση και καταδίκη των πλανών και ετεροδιδασκαλιών που παρεισέφρησαν στη ζωή των αιρετικών αυτών Κοινοτήτων.

8) Το ως άνω κείμενο κάνει εκτεταμένη αναφορά στο Π.Σ.Ε. (§§ 16-21) και αποτιμά θετικά την συμβολή του στην Οικουμενική Κίνηση, επισημαίνοντας την πλήρη και ισότιμη συμμετοχή των Ορθοδόξων Εκκλησιών σ’ αυτήν και την συμβολή τους «εις την μαρτυρίαν της αληθείας και την προαγωγήν της ενότητος των Χριστιανών» (§ 17). Ωστόσο η εικόνα που μας δίδει το κείμενο σχετικά με το Π.Σ.Ε. είναι ψευδής και επίπλαστη. Κατ’ αρχήν αυτή καθ’ εαυτήν η ένταξη της Ορθοδόξου Εκκλησίας σ’ έναν οργανισμό που εμφανίζεται ως υπερεκκλησία και η συνύπαρξη και συνεργασία της με την αίρεση συνιστά παραβίαση της κανονικής τάξεώς της και αθέτηση της εκκλησιολογικής αυτοσυνειδησίας της. Η θεολογική ταυτότης του Π.Σ.Ε. είναι σαφώς προτεσταντική. Η μαρτυρία της Ορθοδόξου Εκκλησίας δεν έγινε μέχρι σήμερα δεκτή στο σύνολό της από τις προτεσταντικές ομολογίες του Π.Σ.Ε, όπως φαίνεται από την 70ετη ιστορία του. Όλα δείχνουν, ότι το επιδιωκόμενο στο Π.Σ.Ε. είναι η ομογενοποίηση των ομολογιών -μελών του μέσω ενός μακροχρονίου συμφυρμού. Το κείμενο αποκρύπτει την πραγματική εικόνα των μέχρι σήμερα γενομένων Διαλόγων με τις προτεσταντικές ομολογίες-μέλη του Π.Σ.Ε. και το αδιέξοδο στο οποίο αυτοί έχουν φθάσει σήμερα. Πέραν τούτου δεν καταδικάζονται, τα απαράδεκτα από Ορθοδόξου απόψεως κοινά κείμενα των Γενικών Συνελεύσεων του Π.Σ.Ε, (Πόρτο Αλέγκρε, Πουσάν κλπ.) και επί πλέον αποσιωπώνται πλείστα όσα εκφυλιστικά φαινόμενα, τα οποία συναντούμε σ’ αυτό, όπως «Λειτουργία της Λίμα», intercommunion, διαθρησκειακές συμπροσευχές, χειροτονία γυναικών, περιεκτική γλώσσα, αποδοχή του σοδομισμού από πολλές ομολογίες κλπ.

9) Η αλλαγή του Ημερολογίου το 1924 από το Οικουμενικό Πατριαρχείο και την Εκκλησία της Ελλάδος ήταν μονομερής και πραξικοπηματική ενέργεια, γιατί δεν έγινε με πανορθόδοξη απόφαση. Διέσπασε την λειτουργική ενότητα μεταξύ των Ορθοδόξων Τοπικών Εκκλησιών και προκάλεσε σχίσματα και διαιρέσεις μεταξύ των πιστών. Στην αλλαγή συνήργησαν και ώθησαν ετερόδοξες ομολογίες και μυστικές εταιρείες, μέσω του πατριάρχου Μελετίου Μεταξάκη. Ήταν προσμονή όλων και δέσμευση των εκκλησιαστικών ηγετών η μέλλουσα να συνέλθει Σύνοδος να συζητήσει και να επιλύσει το θέμα. Δυστυχώς κατά την μακρά προσυνοδική διαδικασία Παπικοί και Προτεστάντες έθεσαν στους Ορθοδόξους νέο θέμα, τον «κοινό εορτασμό του Πάσχα», με συνέπεια να στραφεί προς τα εκεί το ενδιαφέρον και να ατονήσει η συζήτηση για την θεραπεία του τραύματος της λειτουργικής ενότητος στον εορτασμό των ακινήτων εορτών, που προκλήθηκε χωρίς λόγο και ποιμαντική ανάγκη. Στην τελική φάση της Συνόδου και χωρίς συνοδικές αποφάσεις των τοπικών Εκκλησιών το θέμα του Ημερολογίου αποσύρθηκε από τον κατάλογο των θεμάτων, ενώ ήταν το κατ εξοχήν επείγον και φλέγον θέμα.

10) Η ιστορία των Οικουμενικών Συνόδων, μας βεβαιώνει ότι αυτές συνεκαλούντο κάθε φορά που κάποια αίρεση απειλούσε την αγιοπνευματική εμπειρία της εκκλησιαστικής αλήθειας και την έκφρασή της από το εκκλησιαστικό σώμα. Αντίθετα, η μέλλουσα να συνέλθει Σύνοδος συγκαλείται όχι για να οριοθετήσει την πίστη έναντι της αιρέσεως, αλλά για να παράσχει θεσμική αναγνώριση και νομιμοποίηση της παναιρέσεως του Οικουμενισμού. Γι’ αυτό και δεν στηρίζεται στην εμπειρία του εκκλησιαστικού σώματος, αλλά αντίθετα την υποβαθμίζει και την υποτιμά, την περιθωριοποιεί και την παραβλέπει. Η συνολική διαδικασία, η προπαρασκευή και η θεματολογία της Συνόδου είναι αποτέλεσμα επιβολής μιας εκκλησιαστικής ολιγαρχίας, που εκφράζει μια ακαδημαϊκή, αποστεωμένη, άνευρη και αποπνευμάτιστη θεολογία, αποκεκομμένη από το εκκλησιαστικό σώμα. Έσχατος κριτής, της ορθότητας και της εγκυρότητας των αποφάσεων των Συνόδων είναι το πλήρωμα της Εκκλησίας μας, οι κληρικοί, οι  μοναχοί και ο πιστός λαός του Θεού, ο οποίος, με την γρηγορούσα εκκλησιαστική και δογματική του συνείδηση επικυρώνει, η  απορρίπτει τις αποφάσεις των. Όμως στην μέλλουσα Σύνοδο απουσιάζει παντελώς αυτή η σημαντική παράμετρος, καθ’ ότι, εκφράστηκε επισήμως, ότι φορέας της εγκυρότητας των αποφάσεών της θα είναι η Συνοδικότητα και όχι το Ορθόδοξο Πλήρωμα.

11) Μια άλλη βασική προϋπόθεση γνησιότητας της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου είναι η αναγνώριση υπ’ αυτής ως Οικουμενικών των θεωρούμενων ως τοιούτων στη συνείδηση του Ορθοδόξου πληρώματος  της Η΄ (879-880) επί ιερού Φωτίου και της Θ΄ (1351), επί αγίου Γρηγορίου Παλαμά, συγκληθεισών, οι οποίες είχαν όλα τα στοιχεία των Οικουμενικών Συνόδων και είχαν καταδικάσει τις αιρετικές κακοδοξίες του Παπισμού. Αλλά τέτοιο ενδεχόμενο δεν προκύπτει από την θεματολογία και τα προσυνοδικά κείμενα.

12) Η ορθόδοξη νηστεία είναι τόσο εδραιωμένη στη συνείδηση των ορθοδόξων ποιμένων και του ορθοδόξου λαού, ώστε δεν χρειάζεται καμία σύντμηση, η προσαρμογή. Οι ποιμένες της Εκκλησίας είναι εκείνοι, οι οποίοι έχουν ανάγκη να αποκτήσουν περισσότερο ορθόδοξη παιδεία και ασκητικό φρόνημα, για να μπορέσουν με το παράδειγμά τους και τον ασύλληπτο πλούτο της αγιοπατερικής γραμματείας να διδάξουν διακριτικά το ποίμνιό τους. Η ορθόδοξη Εκκλησία μας εφαρμόζει χριστοφιλανθρωπότατα σε όλα τα μήκη και πλάτη της οικουμένης την οικονομία σε όλο το μεγαλείο της.  Είναι τόσα πολλά τα κείμενα περί νηστείας όλων των αγίων Πατέρων, που αναλύουν τις παθοκτόνες και σωτήριες παραμέτρους της, ώστε δεν αξίζει ο ευτελισμός που υφίσταται από την μινιμαλιστική νοοτροπία των μεταπατερικών ανανεωτών, οι οποίοι κόπτονται για τον σύγχρονο κόσμο. Αν η μέλλουσα Σύνοδος επιβάλει νέες μεταρρυθμίσεις ημερών της νηστείας και τροφών, θα μιμηθεί τον ολοκληρωτισμό, που χαρακτηρίζει το Κανονικό Δίκαιοτου Παπισμού, το οποίο καθορίζει θεσμικά και ασφυκτικά ακόμα και την οικονομία. 

13) Κατά την διάρκεια του 20 αιώνος ο Οικουμενισμός εκφυλλίζεται και μεταλλάσσεται σε πανθρησκειακό όραμα. Οι ατέλειωτες διαθρησκειακές συναντήσεις και συμπροσευχές Ορθοδόξων με ηγέτες θρησκειών του κόσμου (π.χ. Ασίζη), μαρτυρούν ότι απώτερος στόχος του Οικουμενισμού είναι η συνένωση των θρησκειών σε ένα τερατώδες σχήμα, την εφιαλτική Πανθρησκεία, η οποία επιδιώκει να εκμηδενίσει τη σώζουσα αλήθεια της Ορθοδοξίας. Η διαθρησκειακή συνεργασία με τις άλλες θρησκείες είναι αδύνατον να δικαιωθεί, ούτε να θεμελιωθεί στην αγία Γραφή και στην Ορθόδοξη Πατερική Θεολογία. Ο θεόπνευστος λόγος του αποστόλου είναι ξεκάθαρος: «Μη γίνεσθε ετεροζυγούντες απίστοις. Τις γαρ μετοχή δικαιοσύνη και ανομία; Τις δε κοινωνία φωτί προς σκότος;» (Β΄Κορ.6,14).Επίσης το ιδανικό της ειρηνικής συνυπάρξεως, το οποίο κατά κόρον προβλήθηκε στους Διαθρησκειακούς Διαλόγους, καθίσταται αδύνατο, διότι έρχεται σε πλήρη αντίθεση με τον λόγον του Κυρίου, «ει εμέ εδίωξαν και υμάς διώξουσιν», (Ιω.15,20), και με τον λόγον του αποστόλου «πάντες δε οι θέλοντες ευσεβώς ζην εν Χριστώ Ιησού διωχθήσονται», (Β΄Τιμ.3,14). Οι μετέχοντες στους μέχρι τώρα γενομένους Διαλόγους, δεν μπόρεσαν δυστυχώς να μεταφέρουν ανόθευτη την Ορθόδοξη χριστιανική διδασκαλία, αλλά ούτε και να προσελκύσουν έστω και ένα αλλόθρησκο στην Ορθοδοξία. Αντίθετα μάλιστα έφθασαν στο αξιοθρήνητο κατάντημα να παρασυρθούν σε πλάνες και αιρέσεις και να διατυπώνουν βλάσφημες δηλώσεις, σκανδαλίζοντες τον πιστό λαό του Θεού, παρασύροντες στην πλάνη τους ασθενείς στην πίστη και προκαλούντες έτσι μεγίστη πνευματική φθορά και διάβρωση του Ορθοδόξου φρονήματος. Παρά την πληθώρα των μέχρι τώρα γενομένων Διαλόγων, ο ισλαμικός φανατισμός, όχι μόνον δεν καταστέλλεται, αλλά γιγαντώνεται όλο και περισσότερο,

14) Οι αγώνες των Προφητών της Παλαιάς Διαθήκης, μαζί με τους αγώνες των Αγίων Πατέρων της Εκκλησίας μας, θα πρέπει να μας εμπνέουν και να μας οδηγούν για την διαφύλαξη της πολύτιμης παρακαταθήκης μας. Απόπειρα νοθεύσεως της μωσαϊκής θρησκείας, παρατηρούμε και στην Παλαιά Διαθήκη, όπου, στην αρχή, χαναανϊτικά και αργότερα βαβυλωνιακά και αιγυπτιακά στοιχεία απειλούσαν να νοθεύσουν την πίστη στον Ένα Θεό. Μεγάλοι άνδρες (Προφήτες, βασιλείς, πολιτικοί άρχοντες, κλπ.) αγωνίστηκαν με σθένος για την διαφύλαξη της καθαρής μωσαϊκής θρησκείας. Ιδιαιτέρως αγωνίστηκαν κατά των διαφόρων ψευδοπροφητών, οι οποίοι αναφαίνονταν  κατά καιρούς.

 

          Συνοψίζοντας τα παρά πάνω, συμπεραίνουμε ότι η μέλλουσα να συγκληθεί Αγία και Μεγάλη Σύνοδος δεν θα είναι ούτε Μεγάλη, ούτε Αγία, διότι με βάση τα μέχρι σήμερα δεδομένα, δεν προκύπτει ότι αυτή θα είναι σύμφωνη με την Συνοδική και Κανονική Παράδοση της Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας και ότι θα λειτουργήσει όντως ως γνήσια συνέχεια των αρχαίων μεγάλων Οικουμενικών και Τοπικών Συνόδων. Ο τρόπος με τον οποίο είναι διατυπωμένα τα δογματικού χαρακτήρος προσυνοδικά κείμενα δεν αφήνουν κανένα περιθώριο αμφιβολίας, ότι η εν λόγω Σύνοδος αποσκοπεί να προσδώσει εκκλησιαστικότητα στους ετεροδόξους και να διευρύνει τα κανονικά και χαρισματικά όρια της Εκκλησίας. Ωστόσο, καμία Πανορθόδοξη Σύνοδος δεν μπορεί να οριοθετήσει διαφορετικά την μέχρι σήμερα ταυτότητα της Εκκλησίας. Δεν υπάρχουν επίσης ενδείξεις, ότι η εν λόγω Σύνοδος θα προχωρήσει σε καταδίκη των συγχρόνων αιρέσεων και πρωτίστως της παναιρέσεως του Οικουμενισμού. Αντίθετα μάλιστα όλα δείχνουν ότι η μέλλουσα να συγκληθεί Αγία και Μεγάλη Σύνοδος επιχειρεί να την νομιμοποιήσει και να την εδραιώσει. Ωστόσο, οι όποιες αποφάσεις της με οικουμενιστικό πνεύμα είμαστε απολύτως βέβαιοι, ότι δεν θα γίνουν δεκτές από τον κλήρο και τον πιστό λαό του Θεού, ενώ η ίδια θα καταγραφεί στην εκκλησιαστική ιστορία ως ψευδοσύνοδος.

 

Τετάρτη 23 Μαρτίου 2016

ΚΑΤΑΓΓΕΛΙΑ – ΣΟΚ: Πράκτορες ανάμεσα στους πρόσφυγες απαίτησαν από τον Μητροπολίτη Πειραιώς Σεραφείμ να βγάλει τον Σταυρό που φορούσε όταν πήγε να τους μοιράσει τρόφιμα!

Είναι πραγματικά συγκλονιστικές οι καταγγελίες του Μητροπολίτη Καισαριανής Δανιήλ για ένα περιστατικό που έγινε στο λιμάνι του Πειραιά, όταν ο Μητροπολίτης Πειραιώς Σεραφείμ πήγε να μοιράσει τρόφιμα στους πρόσφυγες που φιλοξενούνται εκεί.
Όπως καταγγέλει ο Σεβασμιώτατος Καισαριανής σήμερα στην Ιερατική Σύναξη της Ιεράς Μητροπόλεως Δημητριάδος, κάποιος από τις ΜΚΟ (;) που βρίσκονται εκεί πλησίασε τον Επίσκοπο Πειραιώς ζητώντας του επίμονα να βγάλει το σκουφάκι με τον Σταυρό που φορούσε, γιατί ΕΝΟΧΛΕΙ ΤΟΥΣ ΜΟΥΣΟΥΛΜΑΝΟΥΣ!!!

Όταν ο κ. Σεραφείμ αντέδρασε δυναμικά, παρενέβη ο Λιμενάρχης που βρισκόταν εκεί και, απαντώντας στις διαμαρτυρίες του Μητροπολίτη, του είπε πως «ΑΥΤΟΣ ΠΟΥ ΣΑΣ ΜΙΛΗΣΕ ΕΙΝΑΙ ΠΡΑΚΤΟΡΑΣ ΤΗΣ ΣΑΟΥΔΙΚΗΣ ΑΡΑΒΙΑΣ»!!!
Πρόκειται για τρομακτική καταγγελία που πρέπει να μας βάλει όλους σε προβληματισμό: Είναι δυνατόν ΠΡΑΚΤΟΡΕΣ ξένης χώρας να δρουν ανεξέλεγκτα στο ελληνικό έδαφος; Και ποια είναι η σχέση τους με τους πρόσφυγες; Μήπως ισχύουν τελικά όσα φωνάζουμε χρόνια, πως δηλαδή υπάρχει ΟΡΓΑΝΩΜΕΝΟ ΣΧΕΔΙΟ ΕΠΟΙΚΙΣΜΟΥ ΤΗΣ ΠΑΤΡΙΔΑΣ ΜΑΣ ΚΑΙ ΟΛΟΚΛΗΡΗΣ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΗΣ, με στρατιές προσφύγων και μεταναστών που στέλνονται εδώ με όλα τα έξοδα πληρωμένα από τις πλούσιες αραβικές χώρες;;;
Και κάτι ακόμα: Μήπως, τελικά, όλη αυτή η…επιχείρηση φιλανθρωπίας τόσο από την Ελλαδική Ορθόδοξη Εκκλησία όσο και από άλλους, αποπροσανατολίζει από τα παραπάνω ερωτήματα που είναι και τα σημαντικότερα;
Ο καθένας, ας βγάλει τα συμπεράσματά του…!


Πηγή: http://makkavaios.blogspot.gr/2016/03/blog-post_75.html

Παρασκευή 18 Μαρτίου 2016

Η Εκκλησία ως ώδε πραγματικότητα προς επίτευξη της μελλούσης πατρίδος: υπερβαίνοντας τον εθνικισμό

O Oρθόδοξος Θεολόγος Olivier Clement αναφέρει πως «ο εθνικισμός, σε έξαρση εξαιτίας των αιώνων δουλείας στις περισσότερο ή λιγότερο πολυεθνείς αυτοκρατορίες, θέλησε να οικειωθεί την Ορθοδοξία, να την κάνει όργανό του, να ενσταλάξει μέσα της τα μίση του, τους φόβους του, τις φαντασιώσεις του… Αγαπάει κανείς τα δάση της πατρίδας του, τις ψαλμωδίες στους ναούς της και τη φλόγα των κεριών, αλλά δεν έχει διαβάσει το Ευαγγέλιο. Λέγεται ορθόδοξος (διευκρινίζοντας αμέσως την εθνικότητα), αλλά δεν ξέρει καθόλου πως είναι χριστιανός».
Κάθε -ισμός αποτελεί έκπτωση της έννοιας με την οποία είναι συνδεδεμένος, ακόμα και ο Χριστιανισμός ιδεολογικοποιεί τη χριστιανική αποκάλυψη. Έτσι και ο εθνικισμός είναι μία πτωτική μορφή της αγάπης προς την πατρίδα και όσα εικονίζει αυτός ο ορός. Ο πατριώτης μαζί με την αγάπη προς το γένος του και ό,τι άλλο συγκροτεί την εθνικότητα του, αναγνωρίζει και σέβεται τα ίδια χαρακτηριστικά και στους άλλους.
Ο απόστολος Παύλος κάνει λόγο για τον λαό του Θεού και τον συνδέει με όλους εκείνους που ενώνονται με την κεφαλή της Εκκλησίας, που είναι ο Χριστός και ο απόστολος Πέτρος αναφέρεται σε αυτόν στον λαό του Θεού, το έθνος το άγιο που δέχθηκε την άκτιστη Χάρη του Θεού, και οι άνθρωποι έγιναν μέλη του Σώματος του Χριστού. Στο λόγο των Αποστόλων οι λέξεις λαός και έθνοςαποδεσμεύονται από την φυλετική έννοια και συνδέονται με την χαρισματική σχέση Θεού και ανθρώπου που επετεύχθη με την ενανθρώπηση του Χριστού, και την ένταξη των ανθρώπων στο Σώμα του Χριστού, την Εκκλησία. Οι Χριστιανοί, που προηγουμένως δεν ήταν λαός, τώρα γίνονται ο λαός του Θεού και αυτό έγινε γιατί ο Χριστός τους κάλεσε από το σκοτάδι της αμαρτίας στο θαυμαστό φως Του.
Η πνευματική σχέση και κοινωνία των μελών της Εκκλησίας αποτελεί και είναι υπέρβαση της φυλετικής καταγωγής, μπορεί να διατηρείται η φυλετική καταγωγή, εν τούτοις υπάρχει μια άλλη σχέση και κοινωνία των ανθρώπων που αποτελούν τα μέλη της Εκκλησίας. Είναι χαρακτηριστικός ο ύμνος των τεσσάρων ζώων και των εικοσιτεσσάρων πρεσβυτέρων, που συμβολίζουν σύνολη την Εκκλησία, στο αρνίο της Αποκαλύψεως: «ἐσφάγης καὶ ἠγόρασας τῷ Θεῷ ἡμᾶς ἐν τῷ αἵματί σου ἐκ πάσης φυλῆς καὶ γλώσσης καὶ λαοῦ καὶ ἔθνους, 10 καὶ ἐποίησας αὐτοὺς τῷ Θεῷ ἡμῶν βασιλεῖς καὶ ἱερεῖς, καὶ βασιλεύσουσιν ἐπὶ τῆς γῆς» (Απ. 5, 9-10).
Ο εθνικισμός συνιστά από την άλλη πλευρά μια διαίρεση, που καταστρατηγεί την ενότητα των ανθρώπων, ακριβώς γιατί προτάσσεται ο φυλετισμός σε βάρος της ενότητος του ανθρωπίνου γένους. Στην αρχή της δημιουργίας, ο άνθρωπος δεν ήταν χωρισμένος σε φυλές και εθνότητες.
Στο βιβλίο της Γενέσεως μετά τον κατακλυσμό του Νώε, αναφέρεται ότι οι άνθρωποι ομιλούσαν μια κοινή γλώσσα. Όταν όμως κατασκεύαζαν τον πύργο της Βαβέλ, τότε ο Θεός δημιούργησε σύγχυση στις γλώσσες και τους διασκόρπισε στα πέρατα της γης.  Φαίνεται στη βιβλική διήγηση ότι η διαίρεση των γλωσσών, η σύγχυση μεταξύ των ανθρώπων, η διαίρεσή τους, ήταν αποτέλεσμα της αμαρτίας του ανθρώπου. Ο Θεός τελικά συγχώρησε και ευλόγησε αυτήν την απομάκρυνση, αποβλέποντας στο γενικότερο συμφέρον, αφού ήδη είχε προηγηθεί μια άλλη καταστροφή δια του κατακλυσμού.
Η εκ νέου ενότητα μεταξύ των ανθρώπων επιτεύχθηκε με την  ενανθρώπηση του Χριστού και την έλευση του Παρακλήτου. Ο Θεός διεμέρισε τα έθνη και τις γλώσσες, αλλά δια του Αγίου Πνεύματος και δια της διανομής της κοινής γλώσσας του πυρός οι άνθρωποι απέκτησαν ενότητα μεταξύ τους, ψάλλουμε την Κυριακή της Πεντηκοστής, «Ὅτε καταβὰς τὰς γλώσσας συνέχεε, διεμέριζεν ἔθνη ὁ Ὕψιστος· ὅτε τοῦ πυρὸς τὰς γλώσσας διένειμεν, εἰς ἑνότητα πάντας ἐκάλεσε, καὶ συμφώνως δοξάζομεν τὸ πανάγιον Πνεῦμα». Στην Εκκλησία παραμένει η ιδιαιτερότητα της γλώσσας και της πατρίδος, όμως παρά τον χωρισμό και την διαφοροποίηση των γλωσσών, εν τούτοις υπάρχει μια κοινή γλώσσα. Η υπέρβαση του εθνοφυλετισμού γίνεται μόνο με την μέθεξη της ενοποιού δυνάμεως του Παναγίου Πνεύματος.
Ο μεταπτωτικός άνθρωπος κλείνεται ερμητικά μέσα στα κτιστά περιοριστικά όρια, μέσα στην φυλακή του εγώ. Είναι φυσικό, λοιπόν, στην παρά φύση ζωή, να αισθάνεται ασφαλής μέσα στην γλώσσα και την φυλή του, την οποία βλέπει σαν προέκταση του εαυτού του και της οικογενείας του. Δεν μπορεί να αγαπήσει τους άλλους περισσότερο από τον εαυτό του, δεν μπορεί να προσφερθεί στην κοινωνία θυσιάζοντας την οικογένειά του, δεν μπορεί να υπερβεί τον φυλετισμό.
Η Εκκλησία με τον χαρισματικό χαρακτήρα και την εσχατολογική προοπτική της παραμένει ανοικτή προς όλα και ελεύθερη από όλα. Μπορεί να δεχθεί και να μεταμορφώσει τα πάντα, ακόμα και τις συνέπειες της αμαρτίας και τον ίδιο τον θάνατο. Το έργο της Εκκλησίας στον κόσμο είναι να φανερώνει στον κόσμο την αλήθεια του Θεού. Η αλήθεια αυτή είναι δύναμη και ζωή. Και η Εκκλησία ως φορέας δυνάμεως και ζωής έχει δυναμική και ανακαινιστική αποστολή. Ζώντας η ίδια και αντιμετωπίζοντας τα προβλήματα του κόσμου συμβάλλει αποφασιστικά στην ευρύτερη αντιμετώπιση τους. Το ίδιο και οι Χριστιανοί ως πρόσωπα οφείλουν να μην εγκλωβίζονται στον εαυτό τους ούτε να αποστρέφονται τον κόσμο, αλλά να δίνουν παντού τη μαρτυρία της αγάπης του Θεού. Άλλα ούτε επιτρέπεται να συσχηματίζονται με τον κόσμο, γιατί τότε χάνουν την ταυτότητα και εγκαταλείπουν την αποστολή τους. Την πορεία των πιστών μέσα στον κόσμο υποδηλώνει ο σταυρός και η ανάσταση του Χριστού.
Στην ιστορία και τη ζωή της Εκκλησίας υπάρχει κάτι άκρως φιλάνθρωπο και φιλάδελφο, το οποίο πολλοί δεν το προσέχουν και δεν είναι σε θέση και να το καταλάβουν. Στη κοινωνία της Εκκλησίας όλοι ανεξαιρέτως θεωρούνται ισότιμα πρόσωπα, σε αυτό το σώμα κανένας δεν είναι ανώτερος. Ενώπιον του Θεού δεν υπάρχει κανείς άγνωστος ή ανώνυμος αφενός, και ότι οι πάντες είναι ίσοι και ισότιμοι αναμεταξύ τους αφετέρου, «οὐκ ἔνι Ἰουδαῖος οὐδὲ Ἕλλην, οὐκ ἔνι δοῦλος οὐδὲ ἐλεύθερος, οὐκ ἔνι ἄρσεν καὶ θῆλυ· πάντες γὰρ ὑμεῖς εἷς ἐστε ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ» (Γαλ. 3,28). Ο καθένας μέσα στην Εκκλησία είναι πρόσωπο με το όνομα του και η Εκκλησία, ως κέντρο και καρδιά της δημιουργίας, είναι καθολική και οικουμενική και είναι ανοιχτή σε όλους, σύμφωνη προς τον λόγο του αποστόλου, «ἔρχου καὶ ἴδε».
Η Εκκλησία αποτελεί μία θεανθρώπινη ιστορική και ταυτόχρονα υπερχρονική πραγματικότητα, η οποία οδεύει μέσα από την ιστορία προς τα έσχατα, προκειμένου να γίνει πράξη η τελείωση σύμπασας της δημιουργίας. Η πορεία και η δράση του λαού του Θεού μέσα στον κόσμο αποσκοπεί στο να συμβάλλει ώστε ο κόσμος όλος να γίνει Εκκλησία.
 Στην προς Διόγνητον επιστολή παρουσιάζεται εκφραστικότατα η εν Χριστώ ζωή, που είναι υπέρβαση κάθε μορφής διαφορετικότητας και ιδιαιτερότητας. Λέγεται ότι οι Χριστιανοί «πατρίδας οἰκοῦσιν ἰδίας, ἀλλ’ ὡς πάροικοι· μετέχουσι πάντων ὡς πολίται, καί πάνθ’ ὑπομένουσιν ὡς ξένοι· πᾶσα ξένη πατρίς ἐστιν αὐτῶν, καί πᾶσα πατρίς ξένη… ἐν σαρκί τυγχάνουσιν, ἀλλ’ οὐ κατά σάρκα ζῶσιν. ἐπί γῆς διατρίβουσιν, ἀλλ’ ἐν οὐρανῷ πολιτεύονται».
Επομένως χωρίς να καταργείται η πατρίδα, υπερβαίνεται με την κατά Χριστόν ξενιτεία και η βίωση των εσχάτων αίρει κάθε περιοριστικότητα. Οι Χριστιανοί έχουν μεν μια συγκεκριμένη πατρίδα, αλλά δεν εξαρτώνται σε αυτήν, αφού αισθάνονται ως ξένοι, βιώνοντας ταυτόχρονα όλη την οικουμένη ως πατρίδα και τον κάθε άνθρωπο ως αδερφό και εικόνα του Θεού, ενθυμούμενοι πάντοτε τον κυριακό λόγο,  «ἐφ᾿ ὅσον ἐποιήσατε ἑνὶ τούτων τῶν ἀδελφῶν μου τῶν ἐλαχίστων, ἐμοὶ ἐποιήσατε». Ο Χριστιανός πορεύεται μέσα στην ιστορία έχοντας πάντοτε ως προορισμό τη Βασιλεία του Θεού, καθώς σύμφωνα με τον παύλειο λόγο «οὐ γὰρ ἔχομεν ὧδε μένουσαν πόλιν, ἀλλὰ τὴν μέλλουσαν ἐπιζητοῦμεν».
Γεώργιος Μανώλης, Θεολόγος
υπ. ΜΔΕ Ερμηνευτικής Θεολογίας

Τετάρτη 16 Μαρτίου 2016

Ὁ Ὅσιος Ἀλέξιος ὁ ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ

Ὁ Ὅσιος Ἀλέξιος γεννήθηκε στὴ Ρώμη κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ αὐτοκράτορος Ἀρκαδίου (395 – 408 μ.Χ.) καὶ Ὀνωρίου (395 – 423 μ.Χ.) ἀπὸ εὐσεβεῖς καὶ εὔπορους γονεῖς. Ὁ πατέρας του Εὐφημιανὸς ἦταν συγκλητικός, φιλόπτωχος καὶ συμπαθής, ὥστε καθημερινὰ τρεῖς τράπεζες παρέθετε στὸ σπίτι του γιὰ τὰ ὀρφανά, τὶς χῆρες καὶ τοὺς ξένους ποὺ ἦταν πτωχοί. Ἡ γυναίκα του ὀνομαζόταν Ἀγλαΐς καὶ ἦταν ἄτεκνη. Στὴ δέησή της νὰ ἀποκτήσουν παιδί, ὁ Θεὸς τὴν εἰσάκουσε. Καὶ τοὺς χάρισε υἱό. Ἀφοῦ τὸ παιδὶ μεγάλωσε καὶ ἔλαβε τὴν κατάλληλη παιδεία, ἔγινε σοφότατος καὶ θεοδίδακτος. Ὅταν ἔφθασε στὴ νόμιμη ἡλικία, τὸν στεφάνωσαν μὲ θυγατέρα ἀπὸ βασιλικὴ καὶ εὐγενικὴ γενιά. Τὸ βράδυ ὅμως στὸ συζυγικὸ δωμάτιο ὁ Ἅγιος, ἀφοῦ πῆρε τὸ χρυσὸ δακτυλίδι καὶ τὴν ζώνη, τὰ ἐπέστρεψε στὴν σύζυγό του καὶ ἐγκατέλειψε τὸν κοιτώνα. Παίρνοντας ἀρκετὰ χρήματα ἀπὸ τὰ πλούτη του ἔφυγε μὲ πλοῖο περιφρονώντας τὴ ματαιότητα τῆς ἐπίγειας δόξας. Καταφθάνει στὴν Λαοδικία τῆς Συρίας καὶ ἀπὸ ἐκεῖ στὴν Ἔδεσσα τῆς Μεσοποταμίας. Ἐκεῖ ὁ Ὅσιος Ἀλέξιος μοίρασε τὰ χρήματα στοὺς πτωχούς, ἀκόμα καὶ τὰ ἱμάτιά του καί, ἀφοῦ ἐνδύθηκε μὲ κουρελιασμένα καὶ χιλιομπαλωμένα ροῦχα, κάθισε στὸ νάρθηκα τοῦ ναοῦ τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου, ὡς ἕνας ἀπὸ τοὺς πτωχούς. Προτίμησε ἔτσι νὰ ζεῖ μὲ νηστεία ὅλη τὴν ἑβδομάδα καὶ νὰ μεταλαμβάνει τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων κάθε Κυριακή, ἐνῷ μόνο τότε ἔτρωγε λίγο ἄρτο καὶ ἔπινε λίγο νερό.
Οἱ γονεῖς του ὅμως τὸν ἀναζητοῦσαν παντοῦ καὶ ἔστειλαν τοὺς ὑπηρέτες τους νὰ τὸν βροῦν. Στὴν ἀναζήτησή τους ἔφθασαν μέχρι καὶ στὸ ναὸ τῆς Ἔδεσσας, χωρὶς ὡστόσο νὰ τὸν ἀναγνωρίσουν. Οἱ δοῦλοι ἐπέστρεψαν ἄπρακτοι στὴ Ρώμη, ἐνῷ ἡ μητέρα τοῦ Ἀλεξίου μὲ ὀδύνη, φορώντας πτωχὰ ἐνδύματα, καθόταν σὲ μία θύρα τοῦ σπιτιοῦ πενθώντας νύχτα καὶ ἡμέρα. Τὸ ἴδιο καὶ ἡ νύφη, ποὺ φόρεσε τρίχινο σάκο καὶ περίμενε κοντὰ στὴν πεθερά της.
Ὁ Ὅσιος Ἀλέξιος γιὰ δεκαεπτὰ χρόνια παρέμεινε στὸ νάρθηκα τοῦ ναοῦ τῆς Θεοτόκου εὐαρεστώντας τὸν Θεό. Καὶ μία νύχτα ἡ Θεοτόκος παρουσιάσθηκε στὸν προσμονάριο τοῦ ναοῦ σὲ ὄνειρο καὶ τοῦ ζήτησε νὰ τοῦ φέρει μέσα στὸ ναὸ τὸν ἄνθρωπο τοῦ Θεοῦ. Τότε ὁ προσμονάριος, ἀφοῦ βγῆκε ἀπὸ τὸ ναὸ καὶ δὲν βρῆκε κανέναν παρὰ μόνο τὸν Ἀλέξιο, δεήθηκε στὴν Θεοτόκο νὰ τοῦ ὑποδείξει τὸν ἄνθρωπο, ὅπως καὶ ἔγινε. Τότε πῆρε ἀπὸ τὸν Ὅσιο Ἀλέξιο καὶ τὸν εἰσήγαγε στὸ ναὸ μὲ κάθε τιμὴ καὶ μεγαλοπρέπεια.
Μόλις ὁ Ὅσιος κατάλαβε ὅτι ἔγινε γνωστὸς ἐκεῖ, ἔφυγε κρυφὰ καὶ σκέφθηκε νὰ πάει στὴν Ταρσό, στὸ ναὸ τοῦ Ἁγίου Παύλου τοῦ Ἀποστόλου, ὅπου ἐκεῖ θὰ ἦταν ἄγνωστος. Ἄλλα ὅμως σχεδίασε ἡ Θεία Πρόνοια. Γιατί βίαιος ἄνεμος ἅρπαξε τὸ πλοῖο καὶ τὸ μετέφερε στὴν Ρώμη. Βγαίνοντας ἀπὸ τὸ πλοῖο, κατάλαβε ὅτι ὁ Κύριος ἤθελε νὰ ἐπανέλθει ὁ Ἀλέξιος σπίτι του.
Ὅταν συνάντησε τὸν πατέρα του, ποὺ δὲν ἀναγνώρισε τὸν υἱό του, τοῦ ζήτησε νὰ τὸν ἐλεήσει καὶ νὰ τὸν ἀφήσει νὰ τρώει ἀπὸ τὰ περισσεύματα τῆς τράπεζάς του. Μὲ μεγάλη προθυμία ὁ πατέρας του δέχθηκε νὰ τὸν ἐλεήσει καὶ μάλιστα τοῦ ἔδωσε κάποιον ὑπηρέτη γιὰ νὰ τὸν βοηθάει. Κάποιοι βέβαια ἀπὸ τοὺς δούλους τῆς οἰκίας του τὸν πείραζαν καὶ τὸν κορόιδευαν, ὅμως αὐτὸν δὲν τὸν ἔνοιαζε. Ἔδινε τὴν τροφή του σὲ ἄλλους, παραμένοντας ὅλη τὴν ἑβδομάδα χωρὶς τροφὴ καὶ νερὸ καὶ μόνο μετὰ τὴν Κοινωνία τῶν Θείων καὶ Ἀχράντων Μυστηρίων δεχόταν λίγο ἄρτο καὶ νερό.
Ἔμεινε λοιπὸν γιὰ δεκαεπτὰ χρόνια στὸν πατρικὸ οἶκο χωρὶς νά τὸν γνωρίζει κανένας. Ὅταν ἔφθασε ὁ καιρὸς τῆς κοιμήσεώς του, τότε κάθισε καὶ ἔγραψε σὲ χαρτὶ ὅλο τὸν βίο του, τοὺς τόπους ποὺ πέρασε, ἀλλὰ καὶ κάποια ἀπὸ τὰ μυστήρια ποὺ γνώριζαν μόνο οἱ γονεῖς του. Κάποια Κυριακή, ὅταν ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Ἰννοκέντιος τελοῦσε τὴν Θεία Λειτουργία, ἀκούσθηκε φωνὴ ἀπὸ τὸ Ἅγιο Θυσιαστήριο, ποὺ καλοῦσε τοὺς συμμετέχοντες νὰ ἀναζητήσουν τὸν ἄνθρωπο τοῦ Θεοῦ. Τὴν Παρασκευὴ ὁ Ὅσιος Ἀλέξιος παρέδωσε τὸ πνεῦμα του στὰ χέρια τοῦ Θεοῦ, ἐνῷ τὸ ἀπόγευμα τῆς ἴδιας ἡμέρας οἱ πιστοὶ βασιλεῖς καὶ ὁ Ἀρχιεπίσκοπος, προσῆλθαν στὸ ναὸ γιὰ νὰ δεηθοῦν στὸν Θεὸ νὰ τοῦ ἀποκαλύψει τὸν ἅγιο ἄνθρωπο τοῦ Θεοῦ. Τότε μία φωνὴ τοὺς κατηύθυνε στὸ σπίτι τοῦ Εὐφημιανοῦ. Λίγο ἀργότερα οἱ βασιλεῖς μαζὶ μὲ τὸν Ἀρχιεπίσκοπο ἔφθασαν στὸ σπίτι τοῦ Εὐφημιανοῦ, προξενώντας μάλιστα τὴν ἀπορία τῆς γυναίκας καὶ τῆς νύφης του γιὰ τὴν παρουσία τους ἐκεῖ καὶ ρώτησαν τὸν Εὐφημιανό. Ὅμως ἐκεῖνος, ἀφοῦ πρῶτα ρώτησε τοὺς ὑπηρέτες, ἀποκρίθηκε ὅτι δὲν γνώριζε τίποτα. Στὴν συνέχεια ὁ ὑπηρέτης ποὺ φρόντιζε τὸν Ὅσιο Ἀλέξιο, παρακινούμενος ἀπὸ Θεία δύναμη, ἀνέφερε τὸν τρόπο τῆς ζωῆς τοῦ πτωχοῦ, τὸν ὁποῖο ἐξυπηρετοῦσε. Τότε ὁ Εὐφημιανὸς χωρὶς νὰ γνωρίζει ὅτι ὁ Ὅσιος εἶναι ἤδη νεκρός, ἀποκάλυψε τὸ πρόσωπο αὐτοῦ, ποὺ ἔλαμπε σὰν πρόσωπο ἀγγέλου. Στὸ χέρι τοῦ Ὁσίου μάλιστα, εἶδε χαρτὶ ποὺ δὲν μποροῦσε νὰ ἀποσπάσει. Στὴν συνέχεια ἀνέφερε στοὺς ἐπισκέπτες του ὅτι βρέθηκε ὁ ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ. Οἱ βασιλεῖς καὶ ὁ Ἀρχιεπίσκοπος τότε δεήθηκαν στὸν Ὅσιο νὰ τοὺς ἐπιτρέψει νὰ δοῦν τὸ χαρτὶ ποὺ εἶχε στὸ χέρι του. Μόλις ὁ ἀρχειοφύλακας πῆρε στὸ χέρι του τὸ χαρτί, ὁ Εὐφημιανὸς ἀντιλήφθηκε ὅτι πρόκειται γιὰ τὸν υἱό του, τὸν ὁποῖο ἀναζητοῦσε χρόνια τώρα, καὶ μεγάλο πένθος ἔπεσε στὴν οἰκογένειά του. Θρῆνος μεγάλος καὶ ἀπὸ τὴν γυναίκα του καὶ τὴ νύφη του.Ὁ βασιλεὺς Ὀνώριος καὶ ὁ Ἀρχιεπίσκοπος μετέφεραν τὸ τίμιο λείψανο τοῦ Ὁσίου στὸ μέσο τῆς πόλεως καὶ κάλεσαν ὅλο τὸν λαό, γιὰ νὰ ἔλθει νὰ προσκυνήσει καὶ νὰ λάβει εὐλογία. Ὅσοι προσέρχονταν καὶ ἀσπάζονταν τὸ τίμιο λείψανο, ἄλαλοι, κουφοί, τυφλοί, λεπροί, δαιμονισμένοι, ὅλοι θεραπεύονταν. Βλέποντας αὐτὰ τὰ θαύματα οἱ πιστοὶ δόξαζαν τὸν Θεό. Ἦταν τόσος ὁ κόσμος ποὺ προσέρχονταν νὰ δεῖ τὸ τίμιο λείψανο, ποὺ δὲν μποροῦσαν νὰ τὸ μεταφέρουν στὸ ναὸ τοῦ Ἁγίου Βονιφατίου γιὰ νὰ τὸ ἐνταφιάσουν. Ἔριξαν ἀκόμη καὶ χρυσὸ καὶ ἄργυρο στὸν κόσμο γιὰ νὰ τοῦ ἀποσπάσουν τὴν προσοχή, ἀλλὰ μάταια. Ὅταν πιὰ μεταφέρθηκε τὸ τίμιο λείψανο στὸ ναό, γιὰ ἑπτὰ ἡμέρες ἑόρταζαν πανηγυρικὰ καὶ στὴν ἑορτὴ συμμετεῖχαν οἱ γονεῖς καὶ ἡ νύφη. Στὴ συνέχεια τοποθετήθηκε τὸ τίμιο λείψανο σὲ θήκη φτιαγμένη ἀπὸ χρυσό, ἄργυρο καὶ πολύτιμους λίθους. Ἀμέσως ἄρχισε νὰ εὐωδιάζει καὶ νὰ ἀναβλύζει μύρο, τὸ ὁποῖο καὶ ἔγινε ἴαμα καὶ θεραπεία γιὰ ὅλους.


Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.Ἐκ ῥίζης ἐβλάστησας, περιφανοῦς καὶ κλεινῆς, ἐκ πόλεως ἤνθησας, βασιλικῆς καὶ λαμπρᾶς, Ἀλέξιε πάνσοφε· πάντων δ’ ὑπερφρονήσας ὡς φθαρτῶν καὶ ῥεόντων, ἔσπευσας συναφθῆναι, τῷ Χριστῷ καὶ Δεσπότῃ. Αὐτὸν οὖν ἐκδυσώπει ἀεί, ὑπὲρ τῶν ψυχῶν ἡμῶν.


Κοντάκιον. Ἦχος δ’. Ἐπεφάνης σήμερον.Ἀλεξίου σήμερον τοῦ πανολβίου, ἑορτὴν τὴν πάνσεπτον, ἐπιτελοῦντες εὐλαβῶς, αὐτὸν ὑμνήσωμεν λέγοντες· χαίροις Ὁσίων τερπνὸν ἐγκαλλώπισμα.


Μεγαλυνάριον.Κλῆσιν τὴν οὐράνιον ἐσχηκώς, μόνος ἐν Ἁγίοις, Θεοῦ ἄνθρωπος θαυμαστός, Ἀλέξιε σὺ ὤφθης, τῷ ἰσαγγέλῳ βίῳ· διὸ τῆς τῶν Ἀγγέλων, χαρᾶς ἠξίωσαι.


Πηγή: www.synaxarion.gr

Ὁ Ἅγιος Πατρίκιος Ἀπόστολος τῆς Ἰρλανδίας

Ὁ Ἅγιος Πατρίκιος γεννήθηκε στὴν πόλη Γκλέβουμ τῆς Σκωτίας, κοντὰ στὴν ἐκβολὴ τῶν ποταμῶν Σέβερν καὶ Ἄβον περὶ τὸ 380 μ.Χ. Καταγόταν ἀπὸ βρεττανορωμαϊκὴ οἰκογένεια. Ὁ πατέρας του ἦταν διάκονος καὶ δεκουρίονας καὶ ὀνομαζόταν Καλφουρίνος καὶ ὁ παππούς του ἱερέας καὶ ὀνομαζόταν Πότιτος. Τὸ ὄνομα τῆς μητέρας του ἦταν Κονκέσσα. Σὲ ἡλικία 16 ἐτῶν συνελήφθη αἰχμάλωτος καὶ μεταφέρθηκε στὴν Ἰρλανδία, ὅπου καὶ παρέμεινε ἕξι χρόνια. Οἱ ὧρες τῆς μοναξιᾶς, ὅταν ὡς σκλάβος ἔβοσκε τὸ κοπάδι του, περνοῦσαν μὲ προσευχὴ στὸν Θεό, τὸν Ὁποῖο μέσα στὴν δοκιμασία του ὁ Ἅγιος εἶχε ἀνακαλύψει. Ὁ ἴδιος ὁ Κύριος θὰ μιλήσει στὸν Ἅγιο, ἐνῷ αὐτὸς κοιμόταν καὶ θὰ τοῦ πεῖ νὰ γυρίσει στὴν πατρίδα μὲ ἕνα πλοῖο ποὺ ἦταν ἕτοιμο γι’ αὐτόν. Αὐτὴ ἡ πρώτη φορὰ ποὺ τοῦ μίλησε ὁ Κύριος, δὲν θὰ εἶναι καὶ ἡ τελευταία. Θὰ ἀκολουθήσει μία σειρὰ ἀπὸ καθοριστικὲς ἐμφανίσεις τοῦ Κυρίου στὴν ζωή του. Οἱ ἐμφανίσεις αὐτὲς καθὼς καὶ οἱ προτροπὲς τοῦ Κυρίου εἶναι ἕνα στοιχεῖο ποὺ τονίζεται ἰδιαίτερα στὰ γραπτὰ τοῦ Ἁγίου.
 
Ὁ Ἅγιος, τὸ 402 μ.Χ., ἀπέδρασε ἀπὸ ἐκεῖ, ὅπως τοῦ προεῖπε ὁ Θεός, ἀλλὰ ἡ τρικυμία ὁδήγησε τὸ πλοῖο στὶς βορειοδυτικὲς ἀκτὲς τῆς Γαλατίας, στὴν Ἀρμορική. Τὸ πλοῖο ἔφθασε στὴν Γαλατία, ἀλλὰ ἐκεῖ τὸ πλήρωμά του δὲν στάθηκε δυνατὸ νὰ βρεῖ τροφή. Τότε ὁ καπετάνιος παρακάλεσε τὸν Ἅγιο νὰ προσευχηθεῖ στὸν Θεό, γιὰ νὰ τοὺς βοηθήσει. Ὁ Ἅγιος τοὺς μίλησε γιὰ τὴν παντοδυναμία καὶ τὴν φιλανθρωπία τοῦ Θεοῦ, καλώντας τους νὰ μεταστραφοῦν στὸν Κύριο καὶ νὰ μετανοήσουν καὶ τοὺς διαβεβαίωσε ὅτι τὴν ἴδια κιόλας ἡμέρα θὰ βροῦν τροφή. Πράγματι, ἔτσι κι ἔγινε. Ἡ περιπλάνηση τοῦ Ἁγίου συνεχίζεται στὰ νησιὰ τοῦ Τυρρηνικοῦ πελάγους. Τελικὰ ἐπέστρεψε στὴ Βρετανία, ἀλλὰ ἕνα ὅραμα ποὺ εἶδε τὸν κάλεσε νὰ γυρίσει καὶ πάλι στὴν Ἰρλανδία, γιὰ νὰ βοηθήσει τοὺς Χριστιανούς. Ἀμέσως μετὰ μετέβη στὴν Γαλλία, στὴν πόλη τῆς Ὠξέρρης, ὅπου παρέμεινε ἐπὶ πολλὰ ἔτη προετοιμαζόμενος γιὰ τὴν ἱεροσύνη. Λέγεται ὅτι γνώρισε τὸν Ἅγιο Μαρτίνο καὶ τὸν Ἅγιο Γερμανό, ὁ ὁποῖος τὸν ἀπέστειλε στὴν Ἰρλανδία τὸ 432 μ.Χ. ὡς Ἐπίσκοπο.
 
Τὸ κήρυγμά του ἐκεῖ, εἶχε μεγάλη ἀπήχηση στὸν λαό. Βάπτισε χιλιάδες πιστῶν, χειροτόνησε πολλοὺς ἱερεῖς, ἀνήγειρε ναοὺς καὶ ἐπισκοπή. Ἐνθάρρυνε τὸ μοναχισμό, ὁ ὁποῖος μέχρι τότε εἶχε κέλτικο χαρακτήρα. Κατὰ τὴν διάρκεια τῶν ἱεραποστολικῶν περιοδειῶν του, ὁ Ἅγιος συνήθιζε νὰ μὴν ταξιδεύει ἀπὸ τὸ βράδυ τοῦ Σαββάτου ἕως τὸ πρωὶ τῆς Δευτέρας. Προετοιμαζόταν γιὰ τὴν Θεία Λειτουργία τῆς Κυριακῆς καὶ ἀφιέρωνε τὸ χρόνο αὐτὸ στὸν Κύριο.

Ὁ λαὸς τῆς Ἰρλανδίας τὸν ἀγάπησε πολὺ καὶ ἑορτάζει τὴν μνήμη του μὲ λαμπρότητα. Ὁ Ἅγιος Πατρίκιος κοιμήθηκε ὁσίως μὲ εἰρήνη τὸ ἔτος 461 μ.Χ., στὸ Σάουτ τῆς Οὐλδίας.

Πηγή: www.synaxarion.gr

Ιστορία και τελεσιουργία της Λειτουργίας των Προηγιασμένων Δώρων

Γεώργιος Ζαραβέλας, Θεολόγος



Σημείο αναφοράς του τυπικού της Μεγάλης Τεσσαρακοστής αποτελεί η μετάδοση των Προηγιασμένων Τιμίων Δώρων. Το ασύμβατο του πανηγυρικού και χαρούμενου χαρακτήρα τέλεσης της Θείας Ευχαριστίας με τον κατανυκτικό χαρακτήρα της Μεγάλης Τεσσαρακοστής παρακωλύει την τέλεση της αναίμακτης ιερουργίας κατά τις ημέρες της νηστείας. Όμως, η σημασία της Θείας Κοινωνίας για τον πνευματικό αγώνα του πιστού καθιέρωσε τη μετάδοση Προηγιασμένων Δώρων, ακόμα και κατά τις νηστίσιμες ημέρες.
 
         Η διαφορά της λειτουργίας των Προηγιασμένων από τους συνήθεις λειτουργικούς τύπους έγκειται στο γεγονός ότι τα Τίμια Δώρα έχουν προαγιασθεί σε Σώμα και Αίμα Χριστού κατά τη Θεία Λειτουργία της προηγούμενης Κυριακής η Σαββάτου. Ο λειτουργός εξάγει κατά τη προσκομιδή και δεύτερο αμνό, τον οποίο τοποθετεί μαζί με τον αρχικό στο δισκάριο, τον καθαγιάζει και τον υψώνει κανονικά, ενώ, μετά την έγχυση του ζέοντος ύδατος στο ποτήριο, εμβαπτίζει τον δεύτερο αμνό στο τίμιο αίμα και τον τοποθετεί με προσοχή σε ειδικό για τη φύλαξή του αρτοφόριο πάνω στην αγία τράπεζα, έως και την ημέρα της τέλεσης της λειτουργίας των Προηγιασμένων.
 
istprohdwrwn2
          
  Η ακολουθία μεταλήψεως των Προηγιασμένων δεν εντάσσεται στο επταμερές σύνολο των ακολουθιών του νυχθημέρου, ούτε είναι Θεία Λειτουργία, αλλά απλός τρόπος μετάδοσης των Τιμίων Δώρων, συναπτόμενος με την ακολουθία του Εσπερινού. Η ψαλμωδία του παλαιού ύμνου «Νῦν αἳ δυνάμεις» συνιστά μεθόριο των δύο ακολουθιών. Τα διαμειβόμενα πριν από τον ύμνο αποτελούν την ακολουθία του Εσπερινού, ενώ τα επόμενα του ύμνου αποτελούν την ακολουθία των Προηγιασμένων.
 
            Ο χρόνος τέλεσης της Προηγιασμένης κατά το εσπέρας της Τετάρτης και της Παρασκευής των Νηστειών προτιμήθηκε εξαιτίας της ολοήμερης νηστείας των ημερών αυτών έως την ώρα του Εσπερινού, οπότε, μετά τη μετάληψη των Τιμίων Δώρων, ο πιστός μπορούσε να καταλύσει τροφής. Στην ενοριακή πράξη η μετάδοση των Προηγιασμένων μετατίθεται πολλές φορές το πρωί, λόγω, αφενός, της αδυναμίας των πιστών να τηρήσουν την αυστηρή νηστεία, και αφετέρου, της συνήθειας τέλεσης της αναίμακτης ιερουργίας τις πρωινές ώρες. Εξαιτίας της χρονικής μετάθεσης της Προηγιασμένης, συμπαρασύρθηκε και η τέλεση του Εσπερινού το πρωί, καθώς οι δύο ακολουθίες τελούνται σε συνάρθρωση. Έτσι, καθιερώθηκε η ακολουθία του Εσπερινού των καθημερινών της Μεγάλης Τεσσαρακοστής να τελείται το πρωί, ανεξάρτητα από το εάν θα ακολουθήσει μετάληψη Προηγιασμένων. Επίσης, τακτικές ημέρες μετάληψης των Προηγιασμένων είναι η Πέμπτη της Ε’ Εβδομάδας των Νηστειών (Μεγάλου Κανόνος), οι τρεις πρώτες ημέρες της Μεγάλης Εβδομάδας, αλλά και ημέρες μνήμης εορταζομένου Αγίου.
 
            Σε παλαιότερες εποχές, Προηγιασμένα Δώρα μεταδίδονταν κατά την Τετάρτη και Παρασκευή της Τυρινής, αλλά και τη Μεγάλη Παρασκευή. Έως σήμερα δεν μπορεί κατά τις ημέρες αυτές να τελεσθεί τελεία Θεία Λειτουργία, σύμφωνα με την παλαιά πράξη της Εκκλησίας των Ιεροσολύμων. Κατάλοιπο της παλαιάς συνήθειας αποτελεί η παράθεση παλαιοδιαθηκικού αναγνώσματος στο βιβλίο του Τριωδίου, στην ακολουθία του Εσπερινού των δύο ημερών της εβδομάδας της Τυρινής. Κατά τη βυζαντινή εποχή, μετάληψη από Προηγιασμένα Δώρα γινόταν κάθε Τετάρτη και Παρασκευή όλου του έτους. Μάλιστα, κατά τον Ι’ αιώνα, η μετάληψη από Προηγιασμένα ήταν προαιρετική στην Κωνσταντινούπολη.
 
            Σύμφωνα με αρχαίο έθος, Προηγιασμένη μπορούσε να τελεσθεί και κατά την εορτή της Ύψωσης του Τιμίου Σταυρού, έναντι της τελείας Θείας Λειτουργίας του ιερού Χρυσοστόμου που τελείται στις μέρες μας. Η αδυναμία τέλεσης τελείας Θείας Λειτουργίας οφείλεται στο ισοδύναμο του πένθιμου χαρακτήρα της εορτής της Υψώσεως και της Μεγάλης Παρασκευής, όποτε ομοίως δεν υπάρχει δυνατότητα τέλεσης Θείας Ευχαριστίας. Προηγιασμένη οριζόταν ακόμα και για την εορτή του Ευαγγελισμού. Όμως, ο ΝΒ’ κανόνας της Πενθέκτης Οικουμενικής Συνόδου εξαιρεί την ημέρα αυτή, μαζί με το Σάββατο και την Κυριακή, από την υποχρέωση τέλεσης Προηγιασμένης, υπονοώντας τέλεση τελείας Θείας Λειτουργίας.
 
            Η συγγραφή της Λειτουργίας των Προηγιασμένων αποδίδεται σε πλειάδα Πατέρων της Εκκλησίας, μεταξύ των οποίων ο Επιφάνιος Κύπρου, ο Γερμανός Κωνσταντινουπόλεως και ο πάπας Ρώμης Γρηγόριος ο Διάλογος. Επίσης, στον κώδικα 766 της Εθνικής Βιβλιοθήκης των Αθηνών (ΙΣΤ’ αιώνας), υπάρχει έμμεση μαρτυρία ότι αποτελεί προϊόν της πένας του Αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου. Συγκεκριμένα, ο κώδικας αναφέρει ότι στη Θεία Ευχαριστία μετά τη Λειτουργία των Προηγιασμένων λέγεται το απολυτίκιο και το κοντάκιο του Αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου, λογικά από σύγχυση μεταξύ των Γρηγορίου του Θεολόγου και του Διαλόγου. Ο Ιω. Φουντούλης προτιμά να μην λέγεται κανένα τροπάριο αγίου, αλλά μετά το «Δόξα. Καὶ νῦν» να απαγγέλεται απευθείας το τροπάριο «Τῇ πρεσβείᾳ Κύριε». Παρά ταύτα, ο συγγραφέας παραμένει έως σήμερα άγνωστος. Κατά τον Π. Τρεμπέλα, η απόδοση της Λειτουργίας στον Άγιο Γρηγόριο τον Διάλογο οφείλεται πιθανότατα στη συμβολή του για τη διάδοσή της στη Δύση, καθώς την εισήγαγε στη λατρεία της Μεγάλης Παρασκευής της Εκκλησίας της Ρώμης, σύμφωνα με το ρωμαϊκό τυπικό.
 
            Συνοπτικά, η δομή της ακολουθίας των Προηγιασμένων έχει ως εξής. Ξεκινά, ουσιαστικά, μετά από τα αναγνώσματα και το «Κατευθυνθήτω» του Εσπερινού με τα κατηχούμενα, τις ευχές υπέρ των κατηχουμένων και των πιστών. Ακολούθως, κατά την ψαλμωδία του ύμνου «Νυν αι δυνάμεις», ο λειτουργός θυμιάζει τον λαό. Στο μέσο αυτού τελείται μυστικά η Είσοδος των Αγίων, μετά την οποία ολοκληρώνεται ο ύμνος. Ακολουθούν τα πληρωτικά και η ευχή «μετὰ τὸ ἀποτεθεῖναι τὰ ἅγια ἐν τὴ ἁγία τραπέζη», η Κυριακή Προσευχή, οι δύο ευχές της κεφαλοκλισίας και η εκφώνηση του «Προσχωμεν! Τὰ προηγιασμένα ἅγια τοῖς ἁγίοις». Ακολούθως, η δομή της Προηγιασμένης ταυτίζεται με αυτή της Θείας Λειτουργίας, αλλά με μικρές υμνολογικές και ευχολογικές διαφορές. Οι διαφορές αυτές είναι: α) αντί του «Εἴδομεν τὸ φῶς» ψάλλεται ειρμολογικά ο ύμνος «Εὐλογήσω τὸν Κύριον», β) ως οπισθάμβωνη ευχή λέγεται η σχετική της Προηγιασμένης («Δέσποτα παντοκράτωρ») και γ) η διανομή του αντιδώρου λαμβάνει χώρα πριν από τη δια του «Δι’ εὐχῶν» απόλυση της σύναξης, ενόσω διαβάζονται οι λγ’ και ρμδ’ ψαλμοί. Το τελευταίο σημείο αποτελεί παλαιά τυπική διάταξη, όχι μόνο της Προηγιασμένης, αλλά και κάθε τελείας Θείας Λειτουργίας.
 
            Με τη μετάδοση των Προηγιασμένων Δώρων διαφαίνεται η διάθεση της Εκκλησίας για την κάλυψη των πευματικών αναγκών των μελών της. Η Θεία Ευχαριστία, ως το κατεξοχήν σημείο έκφρασης της μυστηριακής κοινότητας, συνιστά αναγκαίο στοιχείο για τη ζωή του πιστού. Η έλλειψή της χαλαρώνει τον δεσμό του πιστού με την ευχαριστιακή σύναξη, αλλά η παρουσία της, έστω και με την κατ’ οικονομία μετάδοση των Προηγιασμένων, ενδυναμώνει τον αγώνα του πιστού στην προσευχή και τη νηστεία της σαρακοστιανής χαρμολύπης.
 

Δευτέρα 14 Μαρτίου 2016

Νηστεύω γιατί είμαι ερωτευμένος

Ανοίγει το Στάδιο των Αρετών, αγαπητοί μου αδελφοί και η Αγία μας Εκκλησία καλεί όποιον θέλει να αγωνισθεί σε αυτό. Με ποιο τρόπο; Μέσω του αγώνος της νηστείας. Μέσω της κοινής αφαιρετικής τράπεζας των Ορθοδόξων Χριστιανών, η οποία μας προετοιμάζει ψυχή τε και σώματι να υποδεχθούμε και να εορτάσουμε φαιδρώς την ζωοποιό του Χριστού Ανάσταση.
 
Ο Άγιος Ιωάννης της Κλίμακος δίνοντας τον ορισμό της αρετής λέγει πως αυτή είναι: "έργον προς Θεόν εν προαιρέσει". Βλέπουμε επομένως πως και η νηστεία είναι αρετή και μάλιστα η πύλη δια της οποίας οδηγούμαστε στα ύψη των υπολοίπων αρετών. Είναι έργο επειδή χρειάζεται η καταβολή κόπου. Γίνεται προς δόξα Θεού και όχι προς δόξα και καύχηση του εαυτού μας. Τέλος γίνεται με την δική μας προαίρεση ως πράξη ελευθερίας που γεννάται στην καρδιά του ανθρώπου. Απαραίτητες είναι λοιπόν και οι τρεις αυτές προϋποθέσεις για να θεωρηθεί όχι μόνο η νηστεία αλλά και κάθε ανθρώπινο έργο αρετή.
 
Η νηστεία αποτελεί εντολή του Θεού από τότε που ο άνθρωπος βρισκόταν ακόμη στον Παράδεισο. Είναι δηλαδή συνομήλικη με τον άνθρωπο όπως θα μας πει ο Ουρανοφάντωρ Βασίλειος. Η παρακοή όμως αυτής της εντολή οδήγησε στην έξωση από τον κήπο της Εδέμ. Για αυτό λοιπόν την Κυριακή προ της ενάρξεως της Μεγάλης τεσσαρακοστής ενθυμούμαστε για ποιο λόγο ακολουθεί το σχέδιο της θείας Οικονομίας του Θεού. Η μη τήρηση της νηστείας μας οδήγησε έξωθεν του Παραδείσου και τώρα ο αγώνας της εγκρατείας μας οδηγεί στον Αναστάντα Θεόν, ο οποίος ξανά μας δίνει τη δυνατότητα της επιστροφής σε Αυτόν.
 
Και αν σε ρωτήσει κάποιος: «γιατί νηστεύεις;» Η απάντηση είναι μια και απλή: «Γιατί είμαι ερωτευμένος!» Ο θείος έρως της Αγίας μας Εκκλησίας προς τον Νυμφίο Της είναι ο λόγος για τον οποίο εγκρατεύεται εν αναμονή της άφιξης Του. Προετοιμάζει το σώμα Της για την έλευση Αυτού, ο οποίος για Αυτήν σταυρώθηκε και αναστήθηκε δείχνοντας Της την Οδό της Σωτηρίας.
 
Αγαπητοί, σε καμία περίπτωση η νηστεία δεν είναι σωματοκτόνος αλλά παθοκτόνος. Έρχεται για να κάνει τον άνθρωπο να υπερβεί κάθε τι που τον κρατά φυλακισμένο στις επίγειες απολαύσεις. Είναι όντως μια υπέρβαση που καλούμαστε να κάνουμε, να νικήσουμε την επιθυμία του εγώ μας και να δούμε ποιος είναι ο προορισμός για τον οποίο πλαστήκαμε!
 
Καλή και ευλογημένη Αγία και Μεγάλη Τεσσαρακοστή! Καλή δύναμη!
 
Σελίμος Β. Παναγιώτης