Δόξα τω Θεώ, πάντων ένεκεν. - Αγ. Ιωάννης Χρυσόστομος

Παρασκευή 11 Μαρτίου 2022

ΑΓΙΟΣ ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ Ο ΜΕΓΑΣ: Ο ΤΑΠΕΙΝΟΣ ΠΑΠΑΣ ΤΗΣ ΡΩΜΗΣ

  ΛΑΜΠΡΟΥ Κ. ΣΚΟΝΤΖΟΥ Θεολόγου – Καθηγητού

     Μεγάλους αγίους και Πατέρες της Εκκλησίας μας συναντάμε σε κάθε τόπο και σε κάθε εποχή. Ο δυτικός Χριστιανισμός, πριν αποσχισθεί από την Μία Αγία Καθολική και Αποστολική Εκκλησία του Χριστού και παρεκκλίνει από την ορθή πίστη, ανάδειξε μεγάλους αγίους και Πατέρες, εφάμιλλους των Πατέρων της Ανατολής. Ένας από αυτούς είναι και ο άγιος Γρηγόριος ο Α΄, ο Διάλογος, πάπας Ρώμης. Να διευκρινίσουμε πως ως τις αρχές του 11ου αιώνα, που ο παπισμός δεν είχε αποσκιρτήσει από την Εκκλησία και εκπέσει στην αίρεση, αναδείχτηκαν πάμπολλοι πάπες άγιοι, οι οποίοι λαμπρύνουν τα αγιολόγιά μας.

     Ο άγιος Γρηγόριος γεννήθηκε στη Ρώμη περί το 540 και έζησε στα χρόνια του αυτοκράτορα Ιουστινιανού (527-565). Ο πατέρας του ονομαζόταν Γορδιανός και η μητέρα του Συλβία. Οι πλούσιοι γονείς του φρόντισαν να του δώσουν σπουδαία μόρφωση. Αναδείχτηκε σπουδαίος νομικός.

       Το 570 διορίστηκε από τον Ιουστινιανό πραίτορας της Ρώμης, αλλά όχι για πολύ, διότι μετά το θάνατο των γονέων του μοίρασε την περιουσία του στους φτωχούς και ίδρυσε πολλές μονές. Την οικία του στη Ρώμη την μετέβαλε σε μονή, αφιερωμένη στον Απόστολο Ανδρέα, όπου ζούσε άκρως ασκητική ζωή και τη μελέτη της Αγίας Γραφής και των Πατέρων. Το 579 μετέβη στην Κωνσταντινούπολη, όπου γνωρίστηκε με την αδελφή του αυτοκράτορα Μαυρικίου (582-602), Θεοκτίστη και με τον πατρίκιο Ναρσή, με τους οποίους αλληλογραφούσε. Το 586 χειροτονήθηκε διάκονος και υπηρέτησε ως σύμβουλος του πάπα Πελάγιου Β΄. Αλλά το 590 ο Πελάγιος πέθανε και ο κλήρος και ο λαός της Ρώμης απαιτούσαν να ανέβει ο Γρηγόριος στον επισκοπικό θρόνο της Ρώμης. Όμως ο Γρηγόριος ήταν απρόθυμος, συναισθανόμενος το βάρος του επισκοπικού αξιώματος, διότι, ταπεινός ων, θεωρούσε τον εαυτό του αδύνατο. Ο επίσκοπος Ραβέννας Ιωάννης τον ανάγκασε να αποδεχτεί την απαίτηση του λαού. Αναδείχτηκε ως πάπας Γρηγόριος Α΄ αφού έγραψε μια θαυμάσια πραγματεία για τα προσόντα του επισκόπου.

      Είχε να αντιμετωπίσει μεγάλα προβλήματα. Ας μην ξεχνάμε πως την εποχή εκείνη το δυτικό ρωμαϊκό κράτος είχε ουσιαστικά καταλυθεί από τους βαρβάρους και πως ο επίσκοπος Ρώμης, ως Πατριάρχης της Δύσεως, είχε επιφορτιστεί και με πολιτικοκοινωνικές αρμοδιότητες για χάρη των πιστών της Δύσης. Μια φοβερή επιδημία αποδεκάτιζε τους πληθυσμούς της Ιταλίας. Μια πρωτοφανής πλημμύρα του Τίβερη είχε καταστρέψει τα σιτηρά της Ρώμης. Οι βάρβαροι Λομβαρδοί είχαν κυριέψει το μεγαλύτερο μέρος της Ιταλίας. 

       Οργάνωσε ένα πρωτοπόρο δίκτυο φιλανθρωπίας, όπου απέτρεψε το λιμό και αντιμετώπισε την πανώλη. Χιλιάδες πτωχοί έβρισκαν τροφή, ενδύματα, στέγη και περίθαλψη στα πολυάριθμα ιδρύματα. Τις προσόδους από τα εκκλησιαστικά κτήματα τα διοχέτευε στο λαό και παράλληλα φρόντισε να έχει μεγάλες δωρεές από τους πλούσιους για το σκοπό αυτό. Ακόμη και στο επισκοπείο του σιτίζονταν πλήθος ενδεών.

     Παράλληλα οργάνωσε μια γιγάντια ιεραποστολή για τον εκχριστιανισμό της Βόρειας Ευρώπης. Έστειλε στην Αγγλία ομάδα σαράντα μοναχών για τον φωτισμό των αγγλοσαξόνων. Αλλά και συνέβαλε αποτελεσματικά για την άρση τους σχίσματος των επισκόπων Λιγουρίας, Ιστρίας και Βενετίας, οι οποίοι δε δέχονταν τις αποφάσεις της Ε΄ Οικουμενικής Συνόδου (553). Ο άγιος Γρηγόριος με τη σοφία, τη σύνεση και την γνήσια εκκλησιαστική του παράδοση κατόρθωσε να τους πείσει ότι η απόφαση καταδίκης των λεγομένων «Τριών Κεφαλαίων» δεν ήταν συμβιβασμός με

τους αιρετικούς μονοφυσίτες, όπως ισχυρίζονταν οι σχισματικοί επίσκοποι, αλλά εξέφραζε την ορθόδοξη πίστη.

       Παρ’ όλο που ο άγιος Γρηγόριος ήταν βαθύτατα προσηλωμένος στην εξουσία της Κωνσταντινουπόλεως, εκείνη αδυνατούσε να προσφέρει ουσιαστική βοήθεια στους Ρωμαίους της Δύσης, διότι την εποχή εκείνη βρισκόταν σε συνεχείς πολέμους με τους Πέρσες, τους Αβάρους, τους Σλάβους και τους Μαυρούσιους. Έτσι αναγκάστηκε να αναλάβει ο ίδιος πολιτική πρωτοβουλία, συνεννοούμενος με τους Λομβαρδούς να εξασφαλίσουν την ειρήνη με φόρο υποτέλειας. Αυτή ήταν δυστυχώς η αρχή για την στροφή των παπών στους βαρβαρικούς ηγεμόνες της Δύσης και τη δημιουργία του κατοπινού «παπικού πρωτείου» και τη μεταβολή του πάπα σε κοσμικό άρχοντα. Το μεγάλο πρόβλημα δημιουργήθηκε όταν οι πάπες της Ρώμης απευθύνθηκαν στους βάρβαρους Φράγκους για βοήθεια, και έτσι προοδευτικά κατέλαβαν το Πατριαρχείο της Δύσης, με αποκορύφωμα την κατάληψή του από πάπα φραγκικής καταγωγής (1009) και την απόσχισή του από την Εκκλησία το 1054. Ας σημειωθεί πως οι Φράγκοι ήταν αιρετικοί, οι οποίοι επέβαλαν τις κακοδοξίες τους, όπως το φιλιόκβε, η κτιστή χάρη, κλπ, στην Δυτική Εκκλησία, μετά την εκδίωξη των Ορθοδόξων. Οι κακοδοξίες αυτές, μαζί με πάμπολλες άλλες που συσσώρευσαν οι αιώνες, υπάρχουν μέχρι σήμερα στον παπισμό και μας εμποδίζουν να τον θεωρούμε Εκκλησία, αλλά θρησκευτική κοινότητα.   

      Ο άγιος Γρηγόριος ουδέποτε άσκησε κανένα είδος πρωτείου στην Εκκλησία, διότι ήταν ταπεινός και προσηλωμένος στην αρχέγονη παράδοση της Εκκλησίας, όπως και οι άλλοι άγιοι πάπες πριν την απόσχιση του Πατριαρχείου της Δύσης. Το αντίθετο μάλιστα, υπερασπίστηκε με σθένος, τα δικαιώματα των αρχαίων Πατριαρχείων, που είχαν θεσπίσει η Οικουμενικές Σύνοδοι. Αρνιόταν τον τίτλο του «οικουμενικού πάπα», που του είχε εισηγηθεί ο Πατριάρχης Αλεξανδρείας Ευλόγιος (579-607) και προτιμούσε τον τίτλο «δούλος Θεού». Αντιτάχτηκε με σθένος στην απόφαση του Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Ιωάννη του Νηστευτή (582-595) να λάβει από τη Σύνοδο του 587 τον τίτλο του «Οικουμενικού Πατριάρχη», ο οποίος δεν είχε βεβαίως διοικητική εξουσία σε όλη την Εκκλησία, αλλά ήταν και είναι τίτλος τιμής, ως επίσκοπος της πρωτεύουσας της οικουμένης.

    Ο άγιος Γρηγόριος κοιμήθηκε ειρηνικά το 604, ανακηρύχτηκε άγιος και μέγας για την αγιότητα του βίου του και την μεγάλη προσφορά του στην Εκκλησία. Η μνήμη του εορτάζεται στις 12 Μαρτίου. Ονομάστηκε Διάλογος επειδή έγραφε θεολογικά έργα σε διαλογική μορφή.

    Θεωρούμε ότι η μορφή του αγίου Γρηγορίου και το έργο του είναι η ηχηρή απάντηση στον σύγχρονο παπισμό, ο οποίος προβάλλει το αντιχριστιανικό «πρωτείο» εξουσίας σε όλη την Εκκλησία και επίσης σε όσους επιδιώκουν τη δημιουργία «Βατικανού» στον ορθόδοξο χώρο!            

Η ΘΕΟΛΟΓΙΚΗ ΚΑΙ ΑΙΣΘΗΤΙΚΗ ΑΞΙΑ ΤΟΥ ΑΚΑΘΙΣΤΟΥ ΥΜΝΟΥ

                                                  ΛΑΜΠΡΟΥ Κ. ΣΚΟΝΤΖΟΥ Θεολόγου - Καθηγητού

     Η ορθόδοξη υμνολογία αποτελεί ένα κορυφαίο κεφάλαιο στον παγκόσμιο πολιτισμό. Είναι  η αδιάκοπη συνέχεια της ανεπανάληπτης αρχαιοελληνικής ποίησης, καθότι, όπως έχουμε τονίσει επανειλημμένα, ο αρχαιοελληνικός πολιτισμός διασώθηκε και αναπτύχθηκε μέσα στο Χριστιανισμό. Η ορθόδοξη εκκλησιαστική ποίηση, ως  ύψιστη καλλιτεχνική έκφραση, κατέστη τα τελευταία χρόνια αντικείμενο μελέτης και θαυμασμού πολλών ξένων ετεροδόξων μελετητών.

     Ένα από τα σπουδαιότερα δείγματα της εκκλησιαστικής μας ποίησης είναι και ο λαοφιλής Ακάθιστος Ύμνος, ο οποίος ψάλλεται όπως είναι γνωστό, τμηματικά, κάθε Παρασκευή βράδυ  στις τέσσερις πρώτες εβδομάδες της Μ. Τεσσαρακοστής και ολόκληρος το βράδυ της Παρασκευής της Ε΄ εβδομάδος των Νηστειών. Η αγάπη δε του πιστού λαού για την ακολουθία των Χαιρετισμών και του Ακαθίστου Ύμνου είναι τόσο μεγάλη ώστε κατακλύζει ασφυκτικά τους ναούς αυτές τις ημέρες.

     Ο Ακάθιστος Ύμνος ανήκει στην υμνολογική κατηγορία των κοντακίων, των υπέροχων εκείνων ύμνων που μεσουράνησαν από τον ΣΤ΄ έως τον Η΄ αιώνα στο Βυζάντιο. Ο ύμνος αυτός, όπως και όλα τα κοντάκια με τη σταθερή μορφή, αποτελείται από το προοίμιο, το οποίο είναι ένα τροπάριο εισαγωγικό και περιληπτικό του όλου ύμνου, το γνωστό μας «Τη υπερμάχω…» και ακολουθούν 24 στροφές (οι οίκοι), έχοντας ακροστιχίδα τα γράμματα της αλφαβήτου και ακροτελεύτιο, οι μεν δώδεκα περιττοί οίκοι το «Χαίρε νύμφη ανύμφευτε» και οι υπόλοιποι δώδεκα ζυγοί το «αλληλούια». Οι στίχοι των οίκων είναι αντίστοιχα ισοσύλλαβοι και ομότονοι έτσι ώστε η ισοσυλλαβία και η ομοτονία των αντιστοίχων στίχων των οίκων να δημιουργεί αξιόλογη ρυθμική τάξη.

       Ο ποιητής του θαυμαστού αυτού ποιήματος μας είναι άγνωστος, καθώς και ο χρόνος σύνθεσής του. Μόνο υποθέσεις μπορούμε να κάνουμε. Κάποιοι δέχονται ως ποιητή τον Ρωμανό τον Μελωδό (6ος αιώνας), άλλοι τον πατριάρχη Σέργιο (7ος αιώνας), άλλοι τον Γεώργιο Πισίδη (7ος αιώνας), κάποιοι άλλοι τον πατριάρχη Γερμανό Α΄ (8ος αιώνας), τον ιερό Φώτιο (9ος αιώνας), την Κασσιανή (9ος αιώνας) κ.α.

        Πρόβλημα επίσης είναι και η αφορμή σύνθεσης του Ακαθίστου Ύμνου. Οι ερευνητές παίρνοντας αφορμή από το υπέροχο προοίμιο «Τη υπερμάχω στρατηγώ…» και εστιάζοντας στην φράση «Ως λυτρωθείσα των δεινών ευχαριστήρια αναγράφω σοι η πόλις σου Θεοτόκε» επιχειρούν να προσδιορίσουν το πολεμικό γεγονός από το οποίο σώθηκε η Κωνσταντινούπολη, χάρη στην θαυματουργική επέμβαση της Θεομήτορος. Έτσι κάποιοι μιλούν για την στάση του νίκα (534), άλλοι για την επιδρομή των Αβάρων επί Μαυρικίου και επί Ηρακλείου (626), ή των Αράβων επί Κωνσταντίνου Δ΄του Πωγωνάτου (7ος αιώνας) και την εποχή του  Λέοντος Γ ΄του Ισαύρου (8ος αιώνας). Οι πιο πολλοί συγκλίνουν στην άποψη ότι ο Ακάθιστος Ύμνος συντέθηκε γύρω στον 6ο αιώνα ανεξάρτητα από κάποιο ιστορικό γεγονός με μοναδικό σκοπό να εξυμνηθεί το ιερό πρόσωπο της Θεοτόκου και κατά κύριο λόγο ο Ευαγγελισμός Της.   

        Την άποψη αυτή ενισχύει το γεγονός ότι το αρχικό προοίμιο του ύμνου ήταν άλλο, το «Το μυστικώς προσταχθέν λαβών εν γνώσει…», το οποίο έχει σχέση με το περιεχόμενο της εορτής του Ευαγγελισμού. Είναι όμως πολύ πιθανό, όπως βεβαιώνει και η παράδοση, το έτος 626, επί Ηρακλείου, χάρη στη θαυματουργική επέμβαση της Θεοτόκου για τη σωτηρία της Βασιλεύουσας από τους Αβάρους, να συντέθηκε άλλο επίκαιρο προοίμιο,  το «Τη υπερμάχω στρατηγώ τα νικητήρια…» από τον πατριάρχη Σέργιο, για να ταιριάζει στην περίσταση. Ο προϋπάρχων θαυμαστός ύμνος μαζί με το νέο προοίμιο, το οποίο επεκράτησε τελικά, ψάλθηκε από τον ευσεβή λαό της Πόλης

 ως ευχαριστήρια ολονύκτια ωδή στην Υπέρμαχο Στρατηγό. Ονομάστηκε δε Ακάθιστος, διότι, σε ένδειξη σεβασμού, κλήρος και λαός, έψαλλαν όρθιοι τον επινίκιο αυτόν ύμνο στη Θεοτόκο.

      Ανεξάρτητα από τα προβλήματα αυτά, η καλλιέπεια του Ακαθίστου Ύμνου είναι πραγματικά θαυμαστή. Κάποιοι υποστηρίζουν ότι είναι η σπουδαιότερη υμνολογική σύνθεση της Εκκλησίας μας και ένα κορυφαίο ποίημα της παγκόσμιας λογοτεχνίας. Πραγματικά, τα εκφραστικά και αισθητικά στοιχεία του είναι πάμπολλα. Εξαιρετική εντύπωση προκαλούν οι παρομοιώσεις, οι ζωηρές εικόνες από την καθημερινή ζωή, το φυτικό και ζωικό βασίλειο, οι αντιθέσεις, τα αφηρημένα ουσιαστικά, τα οποία έπλεξε αριστοτεχνικά ο ποιητής σε κάθε στίχο.

       Ως περιεχόμενο του ύμνου περιλαμβάνεται ο Ευαγγελισμός, η επίσκεψη της Θεοτόκου στην Ελισάβετ, οι αμφιβολίες του μνήστορος Ιωσήφ, η προσκύνηση του Θείου Βρέφους από τους Μάγους της Ανατολής, η Υπαπαντή, η φυγή στην Αίγυπτο, το όλο μυστήριο της σαρκώσεως του Θεού Λόγου και η εν Αυτώ σωτηρία του ανθρωπίνου γένους. Μέσα από τη θαυμάσια ποιητική πλοκή προβάλλει το ιερότατο πρόσωπο της Θεομήτορος ως η αγνότερη, καθαρότερη και αγιότερη ανθρώπινη ύπαρξη, ο Οποία αξιώθηκε να γίνει το τίμιο και καθαρό δοχείο της θεότητας. Αξιώθηκε Αυτή να γίνει η καθέδρα του Βασιλέως και η νοητή κλίμαξ, η οποία ένωσε τη γη με τον ουρανό, τον άνθρωπο με το Θεό. Εξαίρεται επίσης με έμφαση η συμβολή της Θεοτόκου στο έργο της σωτηρίας του ανθρωπίνου γένους, η οποία χαρακτηρίζεται ως αναντικατάστατη.

        Ο υπέροχος αυτός ύμνος, με την ανεπανάληπτη ποιητική του αξία, ενέπνευσε κατά καιρούς πληθώρα καλλιτεχνών. Μεγάλοι ζωγράφοι ιστόρισαν με το χρωστήρα τους ατόφιες σκηνές του Ακαθίστου Ύμνου. Μεγάλοι ποιητές χρησιμοποίησαν αυτολεξεί φράσεις του θεσπεσίου ύμνου και δανείστηκαν από αυτόν καλλολογικά στοιχεία (Παλαμάς, Σικελιανός, Ελύτης). Σπουδαίοι ρήτορες δεν παραλείπουν να χρησιμοποιούν φραστικά σχήματα του Ακαθίστου Ύμνου στους λόγους τους. Επίσης η επίδραση του θαυμαστού ύμνου  στον απλό λαό υπήρξε τεράστια. Δεν είναι λίγες οι φράσεις που χρησιμοποιούνται με σημασία στον καθημερινό λόγο, παρμένες από το θεσπέσιο λειμωνάριο αυτού του ποιήματος, π.χ. «χαίρε βάθος δυσθεώρητον». 

        Οι ακολουθίες των Χαιρετισμών και του Ακαθίστου γίνονται ευκαιρία για τους πιστούς να κατακλείσουν τους ναούς. Σπεύδουν να ακούσουν τον υπέροχο ύμνο και να σιγοψάλλουν το «Χαίρε Νύμφη ανύμφευτε» στην Μεγάλη Μητέρα του κόσμου, το καταφύγιο κάθε πονεμένης ψυχής. Υπάρχουν πιστοί που έχουν αποστηθίσει ολόκληρο τον Ακάθιστο Ύμνο, τον οποίο ψάλλουν στην καθημερινή τους προσευχή, ως βάλσαμο ουράνιο και ύψιστη πνευματική τέρψη για τις ψυχές τους. Διότι μέσα από τους μελιστάλακτους στίχους του προβάλλει η γλυκιά μορφή της Παναγίας μας ως το αρχέτυπο της πραγματικής μητρικής αγάπης, της απύθμενης ευσπλαχνίας, της αείσκεπης προστασίας, της ταχείας βοηθείας. Γι' αυτό το υπέροχο αυτό ποίημα είναι τόσο αγαπητό στο ορθόδοξο πλήρωμα!

 

 

                                                                                                  ΜΑΡΤΙΟΣ  2001