Δόξα τω Θεώ, πάντων ένεκεν. - Αγ. Ιωάννης Χρυσόστομος

Δευτέρα 27 Μαΐου 2024

ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ Ο ΡΩΣΣΟΣ: Ο ΘΑΥΜΑΤΟΥΡΓΟΣ ΠΟΛΥΠΑΘΟΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΤΟΥ ΘΕΟΥ

 

ΛΑΜΠΡΟΥ Κ. ΣΚΟΝΤΖΟΥ Θεολόγου - Καθηγητού

      Η εμφάνιση αγίων στην Εκκλησία μας σε κάθε εποχή είναι το μόνιμο θαύμα. Ουδέποτε υπήρξε εποχή στη δισχιλιόχρονη πορεία της Εκκλησίας μας που να μην έχει εμφανιστεί άγιος. Όπως σε κάθε εποχή, έτσι και στους νεώτερους και σύγχρονους καιρούς αναδεικνύει ο Θεός αγίους για τη δόξα τη δική Του και τον αγιασμό και την αρωγή των πιστών. Ένας από τους νέους λαοφιλείς αγίους της Εκκλησίας μας είναι και ο άγιος Ιωάννης ο Ρώσσος.

     Ήταν Ρώσσος στην καταγωγή και είχε γεννηθεί στη Ν. Ρωσία, τη σημερινή Ουκρανία, στα 1690 από ευσεβή οικογένεια. Κατατάχτηκε στον ρωσικό στρατό να υπηρετήσει τη στρατιωτική του θητεία, όταν η πατρίδα του βρισκόταν σε πόλεμο με την Τουρκία (1711-1718). Ο νεαρός Ιωάννης πολεμούσε με ηρωισμό στον αυτοκρατορικό στρατό, ο οποίος είχε υποστεί ταπεινωτικές ήττες από τα ακατάβλητα τουρκικά στρατεύματα. Στη μάχη ανακατάληψης του Αζώφ πιάστηκε αιχμάλωτος, μαζί με χιλιάδες άλλους συμμαχητές του και οδηγήθηκε στην Κωνσταντινούπολη, εν μέσω εξευτελισμών. Από εκεί προωθήθηκε στην Καισάρεια της Καππαδοκίας, στο χωριό Προκόπιο, όπου δόθηκε στην κατοχή ενός  Αγά, ο οποίος ηγείτο στρατοπέδου Γενιτσάρων. Εν μέσω πρωτοφανών εξευτελισμών και σκληρών βασανιστηρίων του ανατέθηκε να περιποιείται τα ζώα και να μένει μαζί τους στους βρώμικους από τις κοπριές στάβλους.

       Ο ίδιος, έχοντας ακράδαντη πίστη στο Χριστό, θεωρούσε την παραμονή του στο στάβλο ως ευλογία, θυμίζοντάς του ότι και ο Λυτρωτής μας γεννήθηκε σε στάβλο. Επίσης δεχόταν με πλήρη ανεξικακία τις ταπεινώσεις και τα βασανιστήρια των βαρβάρων αλλοθρήσκων. Πρότυπό του ο Χριστός, ο οποίος συγχώρησε τους σταυρωτές Του! Όταν τον ξυλοκοπούσαν, τον άφηναν νηστικό για μέρες και τον ταπείνωναν, ψιθύριζε τον λόγο του αποστόλου Παύλου: «ποιος μπορεί να με χωρίσει από την αγάπη του Χριστού μου; Θλίψις ή στενο­χώρια ή διωγμός ή γυμνότης ή αιχμαλωσία;» (Ρωμ.8,35). Εκτελούσε με πρωτοφανή προθυμία τις αγγαρείες που τον υπέβαλλαν οι απάνθρωποι άνθρωποι του Αγά. Απορούσαν με την υπομονή, την καλοσύνη και την ανεξικακία του και γι’ αυτό άρχισαν να μαλακώνουν την θηριωδία τους, να του δείχνουν μια κάποια συμπάθεια και να τον αποκαλούν «βελή», δηλαδή άγιο! Μάλιστα επέτρεψε ο Θεός να δείξει την εύνοιά Του προς τον ευσεβή Ιωάννη με ένα ασυνήθιστο θαύμα. Κάποτε ο Αγάς αφέντης του είχε ταξιδέψει στην Μέκκα της Αραβίας για προσκύνημα. Εκεί έλαβε ανεξήγητα ένα πιάτο ζεστό φαγητό σε πιάτο που έφερε το οικόσημό του. Όταν επέστρεψε στο Προκόπιο εξέτασε την υπόθεση και αποκαλύφτηκε ότι του το έστειλε θαυματουργικά ο Ιωάννης!

        Από τότε σταμάτησαν τα βασανιστήρια. Του προτάθηκε να φύγει από το στάβλο, αλλά εκείνος αρνήθηκε και παρέμεινε εκεί προσευχόμενος μέρα και νύχτα. Ζητούσε κρυφά και κοινωνούσε των Αχράντων Μυστηρίων. Στις 27 Μαΐου του 1730 έστειλε μήνυμα στον ιερέα του χωριού να τον κοινωνήσει. Ο ιερέας του έστειλε τη Θεία Κοινωνία κρυμμένη σε ένα μήλο, που είχε κουφώσει, φοβούμενος τους Τούρκους. Κοινώνησε και παρέδωσε ήρεμα το πνεύμα του στο Χριστό, που τόσο είχε αγαπήσει και μιμηθεί στη σύντομη ζωή του.

       Οι Χριστιανοί του Προκοπίου ζήτησαν το σώμα του αγίου και το έθαψαν με μεγάλες τιμές. Στην κηδεία του έλαβαν μέρος και πολλοί Αρμένιοι και Τούρκοι, οι οποίοι είχαν μάθει για την αγία ζωή του.

       Το 1733 ο ευλαβής ιερέας που κοινωνούσε τον άγιο Ιωάννη και ήξερε για τα μαρτύριά του, τον είδε στον ύπνο του, ο οποίος του αποκάλυψε πως το σώμα του δεν υπέστη φθορά και του ζήτησε να κάνουν εκταφή και να το έχουν μαζί τους στους

αιώνες για ευλογία και προστασία. Ο ιερέας δίστασε και τότε ένα ουράνιο φως είχε καλύψει τον τάφο και μια πύρινη στήλη ανέβαινε στον ουρανό. Οι πιστοί άνοιξαν τον τάφο και βρήκαν όντως απόλυτα άφθορο το σώμα του Ιωάννη, αν και είχαν περάσει τριάμισι χρόνια από την ταφή του, να ευωδιάζει! Το μετέφεραν με ευλάβεια και τιμές στο ναό τους χωριού, όπου άρχισαν νε επιτελούνται θαύματα σε Χριστιανούς και αλλοθρήσκους.

      Λίγο αργότερα σε σύρραξη του σουλτάνου με τον πασά της Αιγύπτου Ιμπραήμ, ο απεσταλμένος του σουλτάνου πασάς Οσμάν έδωσε διαταγή να καεί το ιερό λείψανο. Οι πιστοί με δάκρυα στα μάτια έβλεπαν να κατατρώνε οι φλόγες το θεοφόρο σώμα. Αλλά την άλλη μέρα, και ενώ είχε «χωνέψει» η φωτιά, βρήκαν το τίμιο λείψανο και πάλι άφθορο, απλά μαυρισμένο! Οι φλόγες το σεβάστηκαν! Το τοποθέτησαν σε αργυρή λάρνακα και εκείνο άρχισε και πάλι να κάνει θαύματα σε χριστιανούς και μουσουλμάνους!

      Κατά τη μικρασιατική καταστροφή του 1922 οι ευσεβείς κάτοικοι του Προκοπίου πήραν μαζί τους το ιερό λείψανο και το μετέφεραν με μύριους κινδύνους και περιπέτειες στην Ελλάδα. Από το λιμάνι της Μερσίνας μεταφέρθηκε στη Χαλκίδα, με έξοδα της ευσεβούς οικογένειας Παπαδόπουλου. Έμεινε εκεί ως το 1925, οπότε μεταφέρθηκε οριστικά στο Νέο Προκόπιο της Εύβοιας. Το 1930 θεμελιώθηκε περικαλλής ναός προς τιμή του. Εκεί παραμένει το τίμιο σκήνωμά του μέχρι σήμερα, σε βαρύτιμη λάρνακα και μαρμάρινη περίτεχνη θολωτή βάση.

        Το Νέο Προκόπιο Ευβοίας είναι ένα από τους πλέον δημοφιλείς προορισμούς χιλιάδων πιστών από όλη την Ελλάδα και το εξωτερικό, κι αυτό διότι μαρτυρούνται άπειρα θαύματα από τον άγιο Ιωάννη. Καραβάνια προσκυνητών καταφθάνουν καθημερινά, να περάσουν μπροστά από τη λάρνακα του αγίου. Να τον προσκυνήσουν. Να τον παρακαλέσουν για τα προβλήματά τους ή να τον ευχαριστήσουν για τα επιτελούμενα θαύματά του!

       

ΑΓΙΟΣ ΝΕΟΜΑΡΤΥΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ Ο ΔΕΡΒΙΣΗΣ

 

ΛΑΜΠΡΟΥ Κ.ΣΚΟΝΤΖΟΥ Θεολόγου – Καθηγητού

        Μια κατηγορία ενδόξων Νεομαρτύρων στα τετρακόσια μαύρα χρόνια της τουρκικής σκλαβιάς ήταν και αυτοί που είχαν αλλαξοπιστήσει και επανήρθαν στην Ορθοδοξία μας, επισφραγίζοντας με το μαρτύριό τους την επάνοδό τους στην αληθινή και σώζουσα πίστη της Εκκλησίας μας. Ένας από αυτούς ήταν και ο άγιος Νεομάρτυς Αλέξανδρος ο Δερβίσης, ο οποίος όχι απλά εξισλαμίστηκε, αλλά και αναδείχτηκε υψηλός αξιωματούχος της ισλαμικής θρησκείας.

       Γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη στα μισά του 18ου αιώνα από Χριστιανούς γονείς. Διακρίνονταν από τα άλλα παιδιά της συνοικίας του για την ξεχωριστή ομορφιά του. Αλλά η ομορφιά των παιδιών δεν ήταν προσόν για τα χρόνια εκείνα. Οι βάρβαροι απολίτιστοι Οθωμανοί τα άρπαζαν από τις αγκαλιές των μητέρων τους. Τα μεν κορίτσια τα προόριζαν για τα χαρέμια των αγάδων τα δε αγόρια για το στράτευμα και τις κυβερνητικές θέσεις. Τα μεγάλωναν σε ειδικά κέντρα, και το πρώτο πράγμα που τους έκαναν ήταν ο εξισλαμισμός και η καλλιέργεια μίσους προς τον Ελληνισμό και την Ορθοδοξία. Το φοβερό τάγμα των Γενίτσαρων, για παράδειγμα, αποτελούνταν από παιδιά Χριστιανών οι οποίοι διέπρατταν τα φοβερότερα εγκλήματα και τις γενοκτονίες κατά των χριστιανικών πληθυσμών.

      Κάποιος τούρκος είχε βάλει στο μάτι τον μικρό Αλέξανδρο και ήταν έτοιμος να τον αρπάξει. Το αντιλήφτηκαν οι γονείς του και τον φυγάδεψαν στη Σμύρνη. Αλλά και εκεί δε βρήκε ησυχία. Έφηβος πια, και για κάποιο άγνωστο λόγο, έμπλεξε με παρέες μουσουλμάνων, οι οποίοι τον παρέσυραν και απαρνήθηκε την πίστη του και ασπάστηκε το Ισλάμ. Μπήκε μάλιστα και στην υπηρεσία κάποιου αγά. Ήταν δε τέτοια η πίστη του και η προσήλωσή του στη μουσουλμανική θρησκεία ώστε κατόρθωσε να ανεβεί στην «ιερατική» ιεραρχία και να γίνει δερβίσης, δηλαδή άγαμος ιεροκήρυκας του Ισλάμ της πόλεως της Σμύρνης και των γύρω περιοχών. Είχε δε τόσο ζήλο, ώστε περιόδευε στις διάφορες πόλεις και τα χωριά της Μ. Ασίας για να διαδώσει την πίστη στον Αλλάχ και στον προφήτη του τον Μωάμεθ. Απόκτησε δύναμη, δόξα και χρήματα και έγινε ξακουστός. Κάνοντας μεγάλες περιοδείες, έφτασε ως τη Μέκκα, της Αραβίας, όπου προσκύνησε τον «ιερό λίθο» των Μουσουλμάνων.

       Πέρασαν αρκετά χρόνια υπηρετώντας με συνέπεια την ισλαμική θρησκεία ως δερβίσης. Κάποια εποχή όμως άρχισε να αισθάνεται μια περίεργη αδιαφορία για την αποστολή του. Η μουσουλμανική πίστη δεν του προξενούσε πια ορμητικότητα, για να διδάξει με ζήλο και φανατισμό τα διδάγματα του Κορανίου και τις αρχές του ισλαμισμού. Λίγο καιρό μετά άρχισε να νοιώθει μια ψυχική ανησυχία και να αισθάνεται τύψεις, που άφησε την πίστη των πατέρων του, αλλαξοπίστησε και τούρκεψε για το εφήμερο συμφέρον του. Με τον καιρό θέριεψε μέσα του ο έλεγχος της συνείδησής του και πήρε τη μεγάλη απόφαση, όχι απλά να απαρνηθεί το Ισλάμ, αλλά και να ξεπληρώσει με το αίμα του αυτή τη μεγάλη αμαρτία.

       Δεν απαρνήθηκε αρχικά φανερά το Ισλάμ, αλλά συνέχισε να διδάσκει ως δερβίσης, προκειμένου να φανερώσει εκ των έσω την πλάνες της μουσουλμανικής θρησκείας. Καταφέρονταν με ασυνήθιστη αυστηρότητα στους μουσουλμάνους, τους οποίους ήλεγχε για τις παρανομίες, τις αδικίες, την ανηθικότητά τους και προπαντός για τη συμπεριφορά τους κατά των υπόδουλων Χριστιανών. Πολλές φορές προσποιούταν τον τρελό και καταφέρονταν κατά των αρχών του μουσουλμανισμού, φανερώνοντας τα άτοπά του. Οι μουσουλμάνοι δε μπορούσαν να εξηγήσουν αυτή την αλλαγή του. Στην Αίγυπτο μάλιστα κάποιοι φανατικοί μουσουλμάνοι παραλίγο να τον φονεύσουν για τον έλεγχο που τους έκανε.

       Για δεκαοκτώ χρόνια προσποιούταν τον δερβίση και έλεγχε τους μουσουλμάνους και κριτικάροντας την πίστη τους, ζώντας ο ίδιος ως κρυπτοχριστιανός, έχοντας τον πνευματικό του και χωρίς να πληρώνεται ως δερβίσης. Συναναστρέφονταν περισσότερο με Χριστιανούς, παρά με μουσουλμάνους και αυτό έβαζε σε υποψίες κάποιους τούρκους.

      Περνώντας κάποτε από τη Χίο στη Σμύρνη ένοιωσε την χάρη του Θεού στην ψυχή του και κατάλαβε ότι ήρθε η ώρα να φανερώσει την πίστη του στο Χριστό. Ήταν παραμονές της Πεντηκοστής, όταν πήρε την απόφαση να παρουσιαστεί στον τούρκο κατή, στον οποίο παρουσιάστηκε και ομολόγησε: «Γεννήθηκα Χριστιανός. Κάποτε από ανοησία μου αρνήθηκα την πίστη μου και έγινα τούρκος. Τώρα κατάλαβα το μεγάλο λάθος μου και ήρθα να σας γνωρίσω ότι αρνούμαι το Ισλάμ και ξαναγίνομαι Χριστιανός και Χριστιανός θέλω να πεθάνω. Είμαι έτοιμος να χύσω ακόμα και το αίμα μου για τον Χριστό μου»!  

      Ο κατής και οι παριστάμενοι ξαφνιάστηκαν  από την ομολογία του ξακουστού δερβίση να απαρνιέται το Ισλάμ. Νόμισαν ότι τρελάθηκε. Στην αρχή άρχισαν να τον νουθετούν και να του τάζουν μεγαλύτερα αξιώματα αν ανακαλέσει την απόφασή του να γίνει Χριστιανός. Όμως ο Αλέξανδρος όταν χαρακτήρισε το Ισλάμ ψεύτικη θρησκεία και διαπίστωσαν ότι ήταν μάταιες οι κολακείες τους, άρχισαν να χρησιμοποιούν απειλές και βία. Τον ξυλοκόπησαν και τον έριξαν στη φυλακή, νομίζοντας ότι ήταν μεθυσμένος, ώσπου να ξεμεθύσει! Αλλά και την επομένη ημέρα ο Αλέξανδρος ανακρίθηκε, αλλά έμεινε αμετάπειστος, ομολογώντας την πίστη του στον Τριαδικό Θεό, κάνοντας μάλιστα και το σημείο του σταυρού, μπροστά στον τούρκο κριτή. Γι’ αυτό έβγαλε την απόφασή του: θάνατος δια αποκεφαλισμού!  

      Ήταν Παρασκευή πριν την Πεντηκοστή. Οδηγήθηκε στον τόπο της εκτελέσεως, με δεμένα τα χέρια του. Προσπαθούν για ύστατη φορά ιμάμηδες και χοτζάδες να τον μεταπείσουν, αλλά εκείνος αποκρινόταν με όση δύναμη είχε: «Χριστιανός είμαι και Χριστιανός ν’ αποθάνω»! Όταν έφτασαν στο σημείο της εκτελέσεως ο δήμιος έδειχνε για πολλή ώρα το σπαθί του στον Μάρτυρα, για να τον φοβίσει. Εκείνος σκυμμένος περίμενε την ευλογημένη ώρα που θα πετούσε η ψυχή του στα ουράνια. Τελικά το κοφτερό σπαθί έκοψε την τιμημένη κεφαλή του στις 26 Μαΐου του έτους 1794. Η μνήμη του τιμάται στις 26 Μαΐου, ημέρα του μαρτυρίου του.           

 

«ΙΔΕ ΥΓΙΗΣ ΓΕΓΟΝΑΣ, ΜΗΚΕΤΙ ΑΜΑΡΤΑΝΕ»

 

(Θεολογικό σχόλιο στην Κυριακή του Παραλύτου)

    ΛΑΜΠΡΟΥ Κ. ΣΚΟΝΤΖΟΥ Θεολόγου - Καθηγητού

          Η τέταρτη Κυριακή από του Πάσχα είναι αφιερωμένη στο μεγάλο θαύμα της θεραπείας του παραλύτου από τον Κύριό μας Ιησού Χριστό. Ένα δυστυχισμένος άνθρωπος κείτονταν παράλυτος και απόλυτα εγκαταλειμμένος σε μια από τις πέντε στοές της φημισμένης δεξαμενής Βηθεσδά στην Ιερουσαλήμ, επί τριάντα οχτώ χρόνια. Περίμενε υπομονετικά τη θαυματουργική του ίαση, μαζί με πολλούς άλλους ασθενείς, αφού εκεί «κατέκειτο πλήθος πολὺ των ασθενούντων, τυφλών, χωλών, ξηρών, εκδεχομένων την του ύδατος κίνησιν» (Ιωάν.5,3).

       Ένας άγγελος εξ ουρανού κατέβαινε κατά καιρούς και ετάραζε το ύδωρ και όποιος προλάβαινε και κατέβαινε πρώτος στη δεξαμενή γινόταν καλά. Το θαύμα ετούτο μπορεί να εξηγηθεί μόνο ως μεσσιανικό και εσχατολογικό γεγονός. Ο άγγελος, ο οποίος κατέβαινε στην δεξαμενή και μετέβαλε στιγμιαία το νερό θαυματουργό, προεικόνιζε τον «Μεγάλης Βουλής Άγγελο» (Ησ.9,5), τον Κύριό μας Ιησού Χριστό, ο οποίος θα ερχόταν να προφέρει, όχι περιοδική και στιγμιαία θεραπεία των σωματικών νοσημάτων, αλλά μοναδική, καθολική και μόνιμη σωτηρία σώματος και ψυχής. Ήρθε στον κόσμο να άρει το κακό και να θεραπεύσει τις ολέθριες συνέπειές του, στην όλη ψυχοσωματική μας ύπαρξη. Ο ιερός Χρυσόστομος ερμηνεύοντας το θαύμα του αγγέλου, τονίζει πως: «Άγγελος καταβαίνων εταράττε το ύδωρ και ιαματικήν ενετίθει δύναμιν, ίνα μάθωσιν Ιουδαίοι ότι πολλώ μάλλον ο των αγγέλων δεσπότης πάντα τα νοσήματα της ψυχής ιάσθαι δύναται» (Χρυσόστομος, παρά Π. Τρεμπέλα Υπόμνημα εις το Κατά Ιωάννην Ευαγγέλιον, Αθήναι 1969, σελ.173). Με τέτοια θαύματα προετοιμάζονταν οι Ιουδαίοι για να υποδεχτούν τη μεσσιανική εποχή, καθ’ ότι «τη παρουσία αυτού αλείται χωλός ως έλαφος, και τρανή έσται γλώσσα μογιλάλων τυφλοί αναβλέψουσι και λεπροί καθαρισθήσονται και νεκροί αναστήσονται και περιπατήσουσιν» (Ιουστ. Απολ. Α΄, 48,1-3). Άλλωστε ο ίδιος ο Κύριος όρισε τα σημεία της Βασιλείας Του: «τυφλοὶ αναβλέπουσι και χωλοὶ περιπατούσι, λεπροὶ καθαρίζονται και κωφοὶ ακούουσι, νεκροὶ εγείρονται και πτωχοὶ ευαγγελίζονται» (Ματθ.11,5).  

       Ο τραγικός παράλυτος ήταν έρημος, μόνος και εγκαταλειμμένος. Οι οικείοι του τον «ξεφορτώθηκαν» στις υγρές στοές της δεξαμενής, για να μην τους είναι βάρος και εμπόδιο στην ευδαιμονία τους. Αυτή είναι άλλωστε μια διαχρονική τραγική πραγματικότητα στην ανθρώπινη κοινωνία, όπου οι αδύναμοι και ασθενείς αποτελούν βάρος για τους δυνατούς και υγιείς. Ζούσε από τις φιλανθρωπίες και βίωνε τη φρίκη της αναπηρίας και τη μοναξιά της εγκατάλειψης. Όταν ο Άγγελος Κυρίου τάρασσε το ύδωρ, δεν είχε άνθρωπο να το  κατεβάσει στα νερά και να θεραπευθεί. Γι’ αυτό, και μη έχοντας άλλη επιλογή, περίμενε υπομονετικά να βρεθεί ο άνθρωπος, που θα τον έριχνε στη δεξαμενή. Πίστευε πως, όσο και αν αργήσει, θα έρθει μια μέρα!

      Όμως επιτέλους ήρθε ο Μεγάλος Ιατρός των ψυχών και των σωμάτων για να του δώσει διπλή υγεία, του σώματος και της ψυχής του. Τον πλησίασε και του έκανε μια «ανόητη», για τους ορθολογιστές, ερώτηση: «θέλεις υγιής γενέσθαι;» (Ιωάν.5,6). Τον ρώτησε αν ήθελε να γίνει καλά. Όμως ο Ιησούς δεν εννοούσε την αποδοχή του για αποκατάσταση της υγείας του σώματός του, την οποία ούτως ή άλλως ήθελε ο πονεμένος και ταλαιπωρημένος εκείνος άνθρωπος, αλλά εννοούσε την αποδοχή της ίασης της ψυχής του, η οποία αξίζει ασύγκριτα περισσότερο από την ίαση του σώματος. Αυτό μας βεβαίωσε ρητά ο ίδιος ο Κύριος με το λόγο Του: «Τι γάρ

ωφελήσει άνθρωπον εάν κερδήση τον κόσμον όλον, και ζημιωθή την ψυχήν αυτού; ή τι δώσει άνθρωπος αντάλλαγμα της ψυχής αυτού;» (Μαρκ.8,34). Και εκείνος, μη κατανοώντας την ερώτηση Του είπε: «Κύριε, άνθρωπον ουκ έχω, ίνα

όταν ταραχθή τὸ ύδωρ, βάλῃ με εις τὴν κολυμβήθραν· ἐν ω δε έρχομαι εγώ, άλλος προ εμού καταβαίνει» (Ιωάν.5,6). Πίστευε πως η μόνη του ελπίδα ήταν η ρίψη του στην θαυματουργική δεξαμενή, μη γνωρίζοντας πως έχει ενώπιόν του το Θεό, την πηγή της ζωής, την ίδια τη ζωή (Ιωάν.14,6). Θάρρεψε ο δυστυχής, πως ο άνθρωπος αυτός, ο οποίος ενδιαφέρθηκε για την ίαση του σώματός του, ίσως τον βοηθούσε να ριχτεί στην δεξαμενή και να θεραπευτεί. 

      Αλλά ο συμπαθής και άγνωστος, για εκείνον, συνομιλητής του, χωρίς άλλη κουβέντα, τον πρόσταξε: «έγειρε, άρον τὸν κράβαττόν σου καὶ περιπάτει» (Ιωάν.5,9). Εκείνος, γεμάτος θαυμασμό για την παράδοξη προσταγή, σηκώθηκε από το κρεβάτι του πόνου και στάθηκε για πρώτη φορά στα πόδια του. Κατόπιν «ηρε τὸν κράβαττον αυτού καὶ περιεπάτει» (Ιωάν.5,9), πλημυρισμένος από ανείπωτη χαρά και θαυμασμό για την αποκατάσταση της πολύτιμης υγείας του! 

       Αλλά το θαυμαστό αυτό γεγονός, η ίαση ενός πονεμένου και ταλαιπωρημένου αυτού ανθρώπου, όχι μόνο δεν χαροποίησε τους ομοφύλους του Ιουδαίους, αλλά τους εξόργισε και τους έστρεψε εναντίον του, διότι έτυχε να γίνει η θεραπεία του ημέρα Σάββατο. Σκανδαλίστηκαν διότι τον είδαν να «καταλύει» την αργία του Σαββάτου μεταφέροντας το κρεβάτι του. «σάββατόν εστιν· οὐκ έξεστί σοι άραι τὸν κράβαττον» (Ιωάν.5,10). Ο ιερός ευαγγελιστής αναφέρει αυτή τη λεπτομέρεια για να τονίσει την απελευθέρωση που έφερε ο Χριστός από το γράμμα του νόμου, ο οποίος είχε γίνει τυραννική κατάσταση στην ιουδαϊκή κοινωνία. Στα χρόνια εκείνα είχε διαστραφεί ολότελα η εντολή της αργίας του Σαββάτου, έχοντας προσθέσει οι νομοδιδάσκαλοι μια πληθώρα ερμηνειών γι’ αυτή, η οποία είχε απίστευτες και παράλογες προεκτάσεις. Ως και τα βήματα μετρούσαν κατά την ημέρα του Σαββάτου! Μάλιστα οι Ιουδαίοι, πληροφορούμενοι από τον θεραπευμένο παράλυτο, ο ότι ο «ότι Ιησούς εστιν ο ποιήσας αυτὸν υγιή …  εζήτουν αυτὸν αποκτείναι, ότι ταύτα εποίει εν σαββάτῳ» (Ιωάν.5,15-16). Ήθελαν να Τον σκοτώσουν! Δεν είναι άλλωστε τυχαίο πως ο Χριστός επιτέλεσε τα περισσότερα και μεγαλύτερα θαύματά Του το Σάββατο, για να δείξει ότι το Σάββατο έγινε για τον άνθρωπο και όχι ο άνθρωπος για το Σάββατο (Μάρκ.2,27). Ότι η ημέρα αυτή θα πρέπει να είναι αφιερωμένη στο Θεό, προσφέροντας υπηρεσίες στους συνανθρώπους, για τη δόξα Του. Ο Θεός δεν ευλογεί την τυπική αποχή από κάποιες ενασχολήσεις, αλλά την προσφορά μας στον άνθρωπο, την εικόνα του Θεού.

     Ο πρώην παράλυτος, μετά την θαυματουργική ίασή του, πήγε στο ναό της Ιερουσαλήμ για να δοξολογήσει το Θεό. Ήταν το λιγότερο που μπορούσε να κάνει για την ευλογία που έλαβε. Εκεί τον βρήκε ο Χριστός και του είπε: «ίδε υγιής γέγονας, μηκέτι αμάρτανε» (Ιωάν.5,14). Τον συμβούλεψε να διατηρήσει στο εξής τον εαυτό του καθαρό από αμαρτίες, διότι υπήρχε το ενδεχόμενο να ασθενήσει ξανά.  

       Είναι ευνόητο πως το μεγάλο αυτό θαύμα του Κυρίου μας διδάσκει τη στενή σχέση, αμαρτίας και ασθένειας. Οι ασθένειες και γενικά η φθορά του σώματος, η οποία οδηγεί εν τέλει στο θάνατο, είναι αποτέλεσμα της αμαρτίας. Η αμαρτία είναι η αιτία και η ασθένεια το αποτέλεσμα. Το βεβαιώνει και ο απόστολος Παύλος «τα οψώνια της αμαρτίας θάνατος» (Ρωμ.6,23). Αλλά και η ίδια η πείρα της ζωής μας βεβαιώνει πως η ικανοποίηση των παθών μας και γενικά η άσωτη και αμαρτωλή ζωή γεννά αρρώστιες και φθείρει το σώμα. Περισσότερο όμως φθείρει την ψυχή, η οποία χρειάζεται και αυτή τη θεραπεία της, που είναι η μετάνοια και η ένωση με το Χριστό.

      Η ασθένεια είναι αφύσικη κατάσταση στην ανθρώπινη φύση, είναι αποτέλεσμα της φθοράς και προάγγελος του θανάτου. Η πτώση έφερε την αμαρτία και η αμαρτία

τη φθορά και το θάνατο. Ο άνθρωπος μακριά από το Θεό, την πηγή της ζωής, δεν ζει, αλλά απλά επιβιώνει προσωρινά, μέχρι τον βρει ο θάνατος. Η είσοδος του κακού στον κόσμο προκάλεσε  οντολογική αλλοίωση στην ανθρώπινη φύση. Ο Σωτήρας μας

Ιησούς Χριστός ήρθε στον κόσμο να καταργήσει το κακό και να θεραπεύσει την ανθρώπινη φύση. Τα άπειρα θαύματά Του μαρτυρούν ακριβώς αυτή την αλήθεια. Δυστυχώς όμως ο άνθρωπος αρέσκεται στην αμαρτία και για τούτο κατατρώγεται από τη φθορά. Ο σύγχρονος τρόπος ζωής, ο οποίος έχει αναγάγει την αμαρτία σε ύψιστο ζητούμενο, οδηγεί σε φρικώδεις νόσους. Αντίθετα, σε ανθρώπους εγκρατείς και ιδιαίτερα στους ασκητές και τους μοναχούς οι ασθένειες είναι περιορισμένες. Τρανή απόδειξη της συνάφειας αμαρτίας και ασθενείας!

Πέμπτη 23 Μαΐου 2024

ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΚΕΙΜ (ΠΑΠΟΥΛΑΚΗΣ) Ο ΙΘΑΚΗΣΙΟΣ

 

ΛΑΜΠΡΟΥ Κ. ΣΚΟΝΤΖΟΥ Θεολόγου – Καθηγητού

      Στα μαύρα χρόνια της τουρκοκρατίας αναδείχτηκαν σπουδαίες εκκλησιαστικές προσωπικότητες, οι οποίες βοήθησαν το υπόδουλο Γένος μας να κρατήσει την πίστη του στον αληθινό Τριαδικό Θεό και την εθνική του ταυτότητα. Ένας από αυτούς υπήρξε ο άγιος Ιωακείμ ο Ιθακήσιος, ο αποκαλούμενος Παπουλάκης.

      Γεννήθηκε στο μικρό χωριό Καλύβια του τότε δήμου Πολυκτορίων Ιθάκης, στα 1786 και το βαφτιστικό του όνομα ήταν Ιωάννης. Πατέρας του ήταν ο Άγγελος Πατρίκιος, ιθακήσιος πλοίαρχος, και η μητέρα του η Αγνή από την Πρέβεζα. Ήταν ευσεβείς άνθρωποι, με ορθόδοξο φρόνημα. Λίγο μετά τη γέννησή του, η μητέρα του πέθανε και ο πατέρας του έκαμε δεύτερο γάμο.

      Όμως η νέα σύζυγος του πατέρα του και μητριά του, μισούσε το μικρό Ιωάννη και τον κακομεταχειρίζονταν. Εκείνος, παρ’ όλο το μίσος και την απόρριψη, υπόμεινε τις προσβολές και τις τιμωρίες και δεν ανταπέδιδε κακία προς αυτή. Μάλιστα φάνηκαν ενωρίς τα χαρίσματά του και οι αρετές του. Αν και παιδί, είχε δυνατή και ακλόνητη πίστη στο Χριστό. Σύχναζε στην Εκκλησία, νήστευε, προσευχόταν και σκορπούσε γύρω του καλοσύνη και αγάπη. Μεγάλη του αγάπη η μελέτη πνευματικών βιβλίων και ιδιαιτέρως της Αγίας Γραφής.  Αυτό εξόργιζε περισσότερο την άσπλαχνη μητριά, η οποία έπεισε τον άντρα της να διακόψει το σχολείο και να τον στείλει ναύκληρο σε ξένο καράβι, με την συκοφαντία ότι δήθεν το παιδί παραμελούσε το σχολείο του. Αλλά και στο ξένο καράβι ο Ιωάννης έδειξε ασυνήθιστο ήθος και δεν παραμελούσε την πνευματική του ζωή. Όταν δεν είχε υπηρεσία αποσύρονταν στην καμπίνα του και προσεύχονταν.

       Όταν έγινε δεκαεπτά ετών, στα 1803, το καράβι αγκυροβόλησε στον Άθωνα, στη Μονή Βατοπεδίου. Ο Ιωάννης βγήκε από το πλοίο και πήγε να προσκυνήσει και να συζητήσει με τους μοναχούς. Η σύντομη επαφή με την  πνευματικότητα των αγιορειτών πατέρων, ήταν αρκετή να πάρει τη μεγάλη απόφαση να μείνει στη Μονή και να ενδυθεί το μοναχικό σχήμα. Ο ηγούμενος είχε τις αντιρρήσεις του λόγω της εφηβικής του ηλικίας. Τελικά κάμφθηκε από την επιμονή του ευσεβούς νέου.

      Ο πατέρας του όταν έμαθε το νέο στεναχωρήθηκε πολύ. Αντίθετα η άσπλαχνη και κακιά μητριά του χάρηκε που τον ξεφορτώθηκε. Έγινε η μοναχική του κουρά και έλαβε το όνομα Ιωακείμ. Δεν άργησαν να φανούν τα προτερήματά του και οι αρετές του. Εκτελούσε με μεγάλη προθυμία τις πιο επίπονες διακονίες της Μονής και πρόκοβε καθημερινά στην αρετή και την αγιότητα. Αργότερα έλαβε το Μεγάλο Σχήμα και έγινε σύμβουλος στη διοίκηση της Μονής. Ταυτόχρονα φοιτούσε στην περίφημη Αθωνιάδα Σχολή, η οποία λειτουργούσε στην Μονή του, λαμβάνοντας σημαντική μόρφωση. 

        Όταν ξέσπασε η Ελληνική Επανάσταση του 1821, με τις ευλογίες της Μονής, ζήτησε να βγει στον κόσμο και να στηρίξει τους δοκιμαζομένους Ορθοδόξους Έλληνες. Κατέβηκε στην Πελοπόννησο και προσέφερε ανεκτίμητο πνευματικό και κοινωνικό έργο στους αγωνιστές και στον άμαχο πληθυσμό, διδάσκοντας, στηρίζοντας και ανεβάζοντας το ηθικό των Ρωμηών. Με δικές του ενέργειες και έχοντας την βοήθεια του Παπαγιάννη Μακρή από την Πύλαρο της Κεφαλονιάς έδιωξε χιλιάδες γυναικόπαιδα στα αγγλοκρατούμενα Επτάνησα, σώζοντάς του τη ζωή από τις σφαγές των Τούρκων. Ο ίδιος βρισκόταν σε συνεχή κίνδυνο από την πνευματική και εθνική του δράση.  

       Όταν ήλθε η απελευθέρωση και είχε εκπληρώσει το υψηλό καθήκον του, αποφάσισε να αποσυρθεί στην ησυχία της ερήμου. Δεν γύρισε στον Άθωνα, αλλά, εμπνεόμενος από κάποια εσωτερική φωνή, προτίμησε να πάει στο νησί του, την Ιθάκη. Αποσύρθηκε στο ερημικό  δάσος «Αφεντικός Λόγγος», όπου άρχισε να

ασκείται, μισόγυμνος, με νηστεία, προσευχή, αγρυπνία και αστείρευτες ροές δακρύων. Καθάρθηκε από τα πάθη του και άρχισαν να είναι εμφανή τα σημάδια της Θείας Χάριτος και της αγιότητας στο πρόσωπό του.

      Όμως δεν τον ανάπαυε η δική του πνευματική αυτάρκεια. Άφηνε συχνά το ερημητήριό του και γύριζε στα χωριά του νησιού και δίδασκε την Ορθοδοξία και βοηθούσε πνευματικά και υλικά όσους είχαν ανάγκη.  Οι Ιθακήσιοι τον αγαπούσαν και τον αποκαλούσαν «Παπουλάκη». Μάλιστα του δόθηκε από το Θεό και το χάρισμα της θαυματουργίας. Πήγαινε, όπου μάθαινε ότι υπήρξε πρόβλημα και με την προσευχή του θαυματουργούσε. Για σαράντα ολόκληρα χρόνια γύριζε από χωριό σε χωριό και από σπίτι σε σπίτι και βοηθούσε υλικά και πνευματικά τους κατοίκους του νησιού. Τα χρήματα που του έδιναν οι πιστοί τα έδινε όλα στους φτωχούς. Στα 1848 έσωσε από λιμό το νησί θαυματουργικά! Επίσης του δόθηκε το χάρισμα της προφητείας. Καυτηρίαζε την έκλυση των ηθών, που επέβαλαν οι δυτικοί κατακτητές.

     Αγωνίστηκε με σθένος να κρατήσει την Ορθοδοξία στις ψυχές των Ιθακήσιων, από την δράση των παπικών και προτεσταντών. Γι’ αυτό έγινε στόχος τους. Κάποτε τον κατηγόρησαν στον άγγλο διοικητή ότι δήθεν πρόβλεψε έναν μεγάλο σεισμό και έσπειρε στο λαό αναστάτωση. Κλήθηκε από τον διοικητή, έδωσε τις εξηγήσεις του, ότι πρόκειται για σκευωρία. Ο άγγλος δεν τον πίστεψε και άρχισε να απειλεί το Γέροντα και να βρίζει τον ορθόδοξο μοναχισμό. Τότε έγινε το απροσδόκητο. Η πολυθρόνα του έγινε κομμάτια και εκείνος έπεσε στο έδαφος αναίσθητος. Όταν συνήλθε έπεσε στα πόδια του Γέροντα και του ζήτησε συγνώμη!

       Με τη βοήθεια των κατοίκων έκτισε πολλούς ναούς στη νησί, για να εκκλησιάζονται οι Ορθόδοξοι σ’ αυτούς και όχι στους παπικούς. Κάποτε είχε ξεσπάσει επιδημία πανώλης. Ο άγιος παρακίνησε τους κατοίκους του χωριού Ανωγή και έκτισαν ναό στον Άγιο Αθανάσιο, αμέσως η επιδημία εξαφανίστηκε!  

       Όταν η στεριανή Ελλάδα απελευθερώθηκε από τους Τούρκους αναπτέρωνε τις ελπίδες και των σκλαβωμένων Ιθακήσιων στους Άγγλους ότι έφτανε και η δική τους ελευθερία, η οποία πραγματοποιήθηκε το 1864. Για την εθνική του αυτή δράση κακοποιούνταν και γελοιοποιούνταν από εγκάθετους των κατακτητών. Τον έφτυναν δημόσια σε κάθε εκδήλωση!  

      Τις τελευταίες ημέρες της ζωής του πέρασε στο σπίτι του ευσεβούς Χ. Παΐζη (Λιανού), ασθενής και υπέργηρος. Αφού εξομολογήθηκε και κοινώνησε των Αχράντων Μυστηρίων, κοιμήθηκε ειρηνικά στις 3 Μαρτίου του 1868, αφού ήδη είχε προβλέψει το θάνατό του. Η αγιοκατάταξή του έγινε στις 19-3-1998 και ορίστηκε να εορτάζεται η μνήμη του στις 3 Μαρτίου, ημέρα της εκδημίας του και στις 23 Μαΐου την ημέρα της ανακομιδής των ιερών λειψάνων του.

              

        

ΑΓΙΟΣ ΕΥΜΕΝΙΟΣ Ο ΝΕΟΣ (ΣΑΡΙΔΑΚΗΣ)

 

ΑΓΙΟΣ ΕΥΜΕΝΙΟΣ Ο ΝΕΟΣ (ΣΑΡΙΔΑΚΗΣ)

ΛΑΜΠΡΟΥ Κ. ΣΚΟΝΤΖΟΥ Θεολόγου – Καθηγητού

       Η ανάδειξη αγίων  είναι το διαρκές θαύμα στη ζωή της Εκκλησίας μας, καθότι άλλωστε αυτό είναι το έργο της, να μεταποιεί αμαρτωλούς σε αγίους.  Δεν υπάρχει εποχή, στην δισχιλιόχρονη ιστορική της πορεία, που να μην έχουν αναδειχτεί άγιοι. Ιδιαίτερο θαύμα είναι η ανάδειξη πληθώρας αγίων και στην εποχή μας, όπου έχει περισσέψει το κακό, γιγαντώθηκε η αμαρτία, και ο κόσμος βρίσκεται σε πρωτοφανή ηθική και πνευματική κατάπτωση. Αλλά, «ου δε επλεόνασεν η αμαρτία, υπερεπερίσσευσεν η χάρις (Ρωμ.5,20), σύμφωνα με τον απόστολο Παύλο. Στον ταραγμένο 20ο αιώνα έχει αναδειχτεί μία πλειάδα αγίων, μεταξύ των οποίων συγκαταλέγεται και ο άγιος Ευμένιος ο Νέος (Σαριδάκης), μία πραγματικά οσιακή και αγιασμένη μορφή, ο οποίος έχει καταταχτεί πρόσφατα στους αγιολογικούς δέλτους της Εκκλησίας μας.   

      Ο αγιασμένος Γέροντας γεννήθηκε την πρωτοχρονιά του 1931 στο χωριό Εθιά Μονοφατσίου του νομού Ηρακλείου Κρήτης. Καταγόταν από πολυμελή και φτωχή οικογένεια. Οι γονείς του ήταν απλοϊκοί και φτωχοί, αλλά πιστοί άνθρωποι. Ο πατέρας του ονομάζονταν Γεώργιος και η μητέρα του Σοφία και ήταν το όγδοο παιδί της οικογένειας και τοβαπτιστικό του όνομα ήταν Κωνσταντίνος.

     Τα παιδικά του χρόνια υπήρξαν πολύ δύσκολα, βιώνοντας τη φτώχεια και την ορφάνια. Ο πατέρας του, όταν ήταν αυτός δύο ετών, ασθένησε και πέθανε, αφήνοντας χήρα σύζυγο και οκτώ παιδιά ορφανά και απροστάτευτα, να μεγαλώνουν μέσα σε απερίγραπτη φτώχεια. Η ηρωική και πιστή εκείνη γυναίκα, με εφόδιο την πίστη της στην πρόνοια του Θεού και τις προσευχές της στην Παναγία,  και τον υπεράνθρωπο αγώνα της κατόρθωσε να ζήσει και να μεγαλώσει τα παιδιά της, μεταδίδοντάς τους παράλληλα την ευσέβεια και εδραιώνοντάς τους βαθιά πίστη στο Θεό.

      Ο Κωνσταντίνος έδειξε από μικρό παιδί τις ιδιαίτερες χάρες του, την άδολη πίστη του στο Θεό και τον σεβασμό του στην αγαπημένη του μητέρα.  Σύχναζε στην εκκλησία του χωριού, βοηθώντας τον εφημέριο, προσευχόταν με θέρμη και ευλάβεια και τηρούσε αγόγγυστα, σαν μεγάλος, όλες τις νηστείες του έτους. Έδειχνε μία ξεχωριστή πνευματική ωριμότητα και παράλληλα μια παράδοξη και θερμή αγάπη για τον μοναχισμό. Ως έφηβος μάλιστα εκδήλωσε την επιθυμία του να ακολουθήσει τον μοναχικό βίο. Σε ανύποπτο χρόνο αποκάλυψε: «Εγώ, δεκαεπτά χρόνων πήγα στο μοναστήρι. Ήμουν δεκαέξι χρόνια στο χωριό μου. Αγαπούσα τον Θεό, βέβαια, σκεπτόμουν πολλές φορές να γίνω καλόγερος. Μια μέρα μου λέει ο παπάς: “Έλα να σε κάνω νεωκόρο”. Πήγα κι εγώ. Άναβα τα καντήλια πρωί-βράδυ, διάβαζα κιόλας, ό, τι βιβλία έβλεπα τα διάβαζα. Ανήμερα της Πρωτοχρονιάς του 1944, το απόγευμα, πήγα, άναψα τα καντήλια στην εκκλησία και, μετά, πήγα στο σπίτι μας. Ήταν εκεί η αδελφή μου η Ευγενία. Φάγαμε ξεροτήγανα, τηγανίτες και μακαρόνες. Εκεί που τρώγαμε, ήρθε μια λάμψη και με τύφλωσε και μπήκε μέσα στα βάθη της ψυχής μου. Κι αμέσως, την ίδια στιγμή, φώναξα της Ευγενίας: “Ευγενία, θα γίνω καλόγέρος”».

       Σε ηλικία μόλις 17 ετών πραγματοποίησε την σφοδρή νεανική του επιθυμία. Κατέφυγε στη Ιερά Μονή Αγίου Νικήτα, στα νότια της Κρήτης, όπου έγινε δεκτός ως δόκιμος μοναχός, δείχνοντας υπερβάλλοντα ζήλο για την αγγελική μοναχική ζωή και ακολουθώντας με ακρίβεια τους κανόνες της Μονής. Μετά την τριετή επιτυχή  δοκιμασία, γύρω στα είκοσι χρόνια του, εκάρη μοναχός και ονομάστηκε Σωφρόνιος. Με την άδεια του ηγουμένου πήγαινε τα καλοκαίρια, στο Άγιο Όρος, για να γνωρίσει τον αγιορείτικο μοναχισμό και να συναντήσει πνευματικούς ανθρώπους.

      Στις 24 Ιανουαρίου 1954 κλήθηκε να υπηρετήσει την  στρατιωτικής του θητεία. Παρουσιάστηκε Μεγάλο Πεύκο Αττικής, αποβάλλοντας με πολλή λύπη προσωρινά

την μοναχική περιβολή. Σύντομα έδειξε τον καλοκάγαθο χαρακτήρα του, αποκτώντας την συμπάθεια και τον σεβασμό των ανωτέρων του και των συναδέλφων του.

      Αλλά δυστυχώς, κατά τη διάρκεια της θητείας του, εκδηλώθηκε σ’ αυτόν η λοιμώδης νόσος της λέπρας, η νόσος του Χάνσεν, όπως είναι επιστημονικά γνωστή, η οποία ήταν ακόμη, για την εποχή εκείνη, δύσκολα ιάσιμη και ταλαιπωρούσε πολύ κόσμο. Πέρα από τους πόνους και τους φοβερούς κνησμούς, νεκρώνει τους ιστούς και παραμορφώνει φρικτά τους ασθενείς. Επί πλέον έχει μεγάλη μεταδοτικότητα. Γι’ αυτό απολύθηκε από το στρατό και εισήχθηκε  στο Νοσοκομείο Λοιμωδών Αθηνών, στην Αγία Βαρβάρα Αιγάλεω Αττικής, για θεραπεία και αναγκαστική παραμονή στο Ίδρυμα, μαζί με τους υπόλοιπους χανσενικούς ασθενείς, για την μη διασπορά της νόσου.

      Ο Σωφρόνιος υπέμεινε με αξιοθαύμαστη καρτερία και πίστη στο Θεό, την επώδυνη δοκιμασία του και έδειξε υπομονή για την υποχρεωτική απομόνωσή του στο Ίδρυμα, αποκομμένος από το συγγενικό και κοινωνικό περιβάλλον. Όμως οι θερμές προσευχές του και η επιτυχής νοσηλεία είχαν αίσιο αποτέλεσμα, θεραπεύτηκε εντελώς από την νόσο, χωρίς να του αφήσει κανένα σωματικό ελάττωμα ή σημάδι.

       Η παραμονή του στο Αντιλεπρικό Νοσοκομείο και η επαφή του με τον ανθρώπινο πόνο, του γέννησε την επιθυμία να παραμείνει στο Ίδρυμα, για να υπηρετήσει, όσο μπορούσε, τους συνανθρώπους του, που έπασχαν από την φοβερή νόσο.  Να προσφέρει τις διακονίες του στους ασθενείς λεπρούς, ως   «δικούς του ανθρώπους και φίλους», όπως συνήθιζε να λέει και να εννοεί, καθότι, οι ατυχείς αυτοί άνθρωποι, πέρα από την επώδυνη ασθένειάς του, βίωναν και την κοινωνική απόρριψη. Οι οικείοι τους τους εγκατέλειπαν εκεί, εξαιτίας του φόβου μετάδοσης του επικίνδυνου ιού, αλλά και των φρικτών σωματικών παραμορφώσεών τους. Ο άνθρωπος αυτός του Θεού, έβλεπε τους ασθενείς συνανθρώπους του ως εικόνες του Θεού, τους οποίους έχουμε υποχρέωση να τιμάμε και να υπηρετούμε. Επί πλέον αισθανόταν υποχρεωμένος να υπηρετήσει τους δυστυχείς αυτούς ανθρώπους, ως ένδειξη ευγνωμοσύνης στο Θεό για την δική του θεραπεία.

      Η διοίκηση του Ιδρύματος δέχτηκε το αίτημά του και του παραχώρησε ένα μικρό κελί, δίπλα στο εκκλησάκι του νοσοκομείου, των Αγίων Αναργύρων. Εκεί ζούσε  μοναχικά, προσευχόμενος και υπηρετώντας και παρηγορώντας τους τροφίμους.  

       Όταν έκλεισε το Λεπροκομείο της Χίου, ήρθε στο Λεπροκομείο Αθηνών ο λεπροπαθής συμπατριώτης του μοναχός Νικηφόρος Τζανακάκης, ο μετέπειτα άγιος Νικηφόρος ο Λεπρός, τυφλός, σχεδόν παράλυτος και παραμορφωμένος, αλλά έμπλεος βαθιάς πίστης στο Θεό και σπάνιων αρετών. Ο Σωφρόνιος τον συμπάθησε, τον αγάπησε και έθεσε τον εαυτό του στις υπηρεσίες του. Οι δύο άνδρες συνδέθηκαν με σπάνια αδελφική φιλία, και ο Σωφρόνιος όρισε τον Νικηφόρο πνευματικό του πατέρα και οδηγό του, ως την κοίμηση του δευτέρου (4 Ιανουαρίου 1964).    

       Το 1975, σε ηλικία 44 ετών, ο Σωφρόνιος χειροτονήθηκε πρεσβύτερος, λαμβάνοντας το όνομα Ευμένιος και διορίστηκε εφημέριος του Νοσοκομείου Λοιμωδών Αθηνών. Η είσοδός του στην ιεροσύνη υπήρξε μια ξεχωριστή εμπειρία και ευλογία για εκείνον. Ως ιερέας κατέστη ο πνευματικός και εξομολόγος των ασθενών, αλλά και χιλιάδων πιστών, οι οποίοι, πληροφορούμενοι για την πνευματική του ωριμότητα, τον επισκέπτονταν στο παρεκκλήσι του νοσοκομείου και στο ταπεινό κελί του.  Με τον καιρό ο χαρισματικός Γέροντας γινόταν όλο και πιο γνωστός, τόσο στο λεκανοπέδιο Αττικής, όσο και αλλαχού, στο οποίο έσπευδαν κατά χιλιάδες για να εξομολογηθούν, να ακούσουν λόγους παρηγοριάς και να ωφεληθούν πνευματικά. Ιδιαίτερα τους έθελγε η ταπείνωσή του, η καλοσύνη του, η πραότητά του  και το γεμάτο από θυσιαστική διάθεση παράδειγμα του βίου του. Έτσι το παρεκκλήσι των

Αγίων Αναργύρων του Νοσοκομείου Λοιμωδών είχε γίνει ένα σπουδαίο κέντρο πνευματικού, ποιμαντικού, κατηχητικού, εξομολογητικού και ιεραποστολικού έργου στην Δυτική Αττική.  

      Ο αγιασμένος Γέροντας δέχονταν με καλοσύνη και αγάπη όλους, συζητώντας ακούραστα, με τις ώρες, νουθετώντας και στηρίζοντας. Χιλιάδες άνθρωποι, κληρικοί και λαϊκοί, ασθενείς και υγιείς, είχαν βρει κοντά του μια πνευματική όαση, ένα στέρεο απάγκιο. Βρήκαν τον κατάλληλο καλοκάγαθο πνευματικό, ο οποίος τους παρηγορούσε και τους ελάφρωνε από τα βαριά φορτία της ζωής.

      Και μετά τις πολύωρες επισκέψεις συνέχιζε στο ταπεινό κελί του να προσεύχεται με θέρμη για τη σωτηρία και την βοήθεια των ασθενών, των επισκεπτών του και όλων των ανθρώπων, αισθανόμενος ως βασική του υποχρέωσή του να εύχεται για όλη την ανθρωπότητα και ειδικά τους αναξιοπαθούντες. Οι προσευχές του εκτείνονταν ως τις πρώτες πρωινές ώρες, περιορίζοντας στο ελάχιστο τις ώρες ανάπαυσης και ύπνου.  

      Ταυτόχρονα ο ίδιος ζούσε ως ασκητής, τηρώντας με ακρίβεια τους μοναχικούς κανόνες, την αδιάλειπτη προσευχή, τις νηστείες και υποβάλλοντας τον εαυτό του σε αυστηρό ασκητικό πρόγραμμα, από το οποίο δεν παρέκλινε και δεν αμελούσε ποτέ τον προσωπικό του αγώνα. Ο άγιος Πορφύριος ο Καυσοκαλυβίτης, ο οποίος υπηρετούσε και αυτός ως εφημέριος στο Νοσοκομείο Πολυκλινική Αθηνών, έλεγε για τον Γέροντα Ευμένιο:  «Να πηγαίνετε να παίρνετε την ευχή του Γέροντα Ευμένιου, γιατί είναι ο κρυμμένος Άγιος των ημερών μας. Σαν τον Γέροντα Ευμένιο βρίσκει κανείς κάθε διακόσια χρόνια»!

       Ο αυστηρός ασκητισμός του και η κοπιώδης πνευματική και χειρονακτική διακονία του στο Ίδρυμα τον κατέβαλλαν σωματικά. Ασθένησε και εισήχθη στο Νοσοκομείο Ευαγγελισμός των Αθηνών για μακρά και επίπονη νοσηλεία. Για δύο χρόνια έμεινε έγκλειστος στον θάλαμο 653, στον 6ο όροφο του νοσοκομείου. Το δωμάτιο του πόνου του το μετέτρεψε σε καλογερικό κελί, όπου, παρά τα επώδυνα προβλήματά του και συχνά ξαπλωμένος στο κρεβάτι του, εκτελούσε με ακρίβεια τον μοναχικό του κανόνα, τις προσευχές και τις ακολουθίες του 24ώρου. Το ιατρικό και νοσηλευτικό προσωπικό τον αγκάλιασε με αγάπη και σεβασμό, διαβλέποντας στο πρόσωπό του έναν ενάρετο και άγιο άνθρωπο. Πολλοί ασθενείς πληροφορούνταν για την εκεί παρουσία του και τον επισκέπτονταν, για να πάρουν την ευλογία του και να στηριχτούν για τη δική τους περιπέτεια. Ο θάλαμός του είχε γίνει μέρος συνάξεως πολύ κόσμου, ώστε να προκαλούνται προβλήματα συνωστισμού στον όροφο. Όμως το προσωπικό του νοσοκομείου ήταν ανεκτικό, γνωρίζοντας πως η συνάντηση των ασθενών με τον άγιο Γέροντα είχε θετική επίδραση στην θεραπεία τους.

        Τις τελευταίες είκοσι δύο μέρες της επίγειας ζωής του άρχισε να επιδεινώνεται η υγεία του και όλα έδειχναν την οσονούπω κοίμησή του. Είχε πέσει σε κώμα και δεν μπορούσε πια να μιλά και να κινείται. Όλα τα ζωτικά όργανά του έπαψαν να λειτουργούν, όπως τα νεφρά, η καρδιά και το συκώτι. Οι γιατροί τον υπέβαλλαν σε αιμοκαθάρσεις με τεχνητό νεφρό, αλλά δυστυχώς ο οργανισμός του δεν ανταποκρινόταν, το αίμα του μολύνονταν κάθε δύο ώρες και έτσι έπεσε σε σηψαιμικό κώμα.

       Κοιμήθηκε ειρηνικά στις 23 Μαΐου του 1999, ημέρα Κυριακή, προκαλώντας θλίψη στο ιατρικό και νοσηλευτικό προσωπικό, το οποίο είχε αγαπήσει τον αγιασμένο ασθενή. Το τίμιο σκήνωμά εξέπεμπε μια σπάνια γαλήνη και φωτεινότητα, αποδεικνύοντας την αγιότητά του. 

      Μεταφέρθηκε στον ναό των Αγίων Αναργύρων του Νοσοκομείο Λοιμωδών, όπου εψάλλει τρισάγιο και εκτέθηκε σε λαϊκό προσκύνημα. Η εκδημία του έγινε

γνωστή στους χιλιάδες κατοίκους του λεκανοπεδίου, που τον είχαν γνωρίσει, οι οποίοι έσπευσαν, την νύχτα της 23ης Μαΐου, για να προσκυνήσουν το τίμιο σκήνωμά του, να λάβουν την τελευταία ευλογία του και να τον αποχαιρετήσουν. Το σώμα του ήταν ζεστό, φωτεινό, μαλακό και ελαστικό, δίνοντας την εντύπωση ότι κοιμόταν και έτσι διατηρήθηκε μέχρι τέλους. Ήταν ένα θαύμα, μια επιπλέον απόδειξη αγιότητάς του.

      Την εξόδιο ακολουθία τέλεσε ο Μητροπολίτης Νικαίας κ. Αλέξιος, πλαισιωμένος από δεκάδες ιερείς και την συμμετοχή χιλιάδων πιστών. Μεταφέρθηκε για ταφή, σύμφωνα με την επιθυμία του, στον τόπο που γεννήθηκε, στην Εθιά Ηρακλείου.

      Ο πιστός λαός του Θεού, κλήρος και λαός, ο οποίος αποτελεί την συλλογική μνήμη και την έκφραση της πνοής του Αγίου Πνεύματος, θεωρούσε εξ’ αρχής ως άγιο τον Γέροντα Ευμένιο και τον τιμούσε ωσαύτως, ενώ ακόμα ζούσε. Η πίστη στην αγιότητά του συνεχίστηκε και μετά την αναχώρησή του από τον μάταιο ετούτο κόσμο. Η Εκκλησία μας έσπευσε να ικανοποιήσει την λαϊκή απαίτηση για την κατάταξή του στη χορεία των αγίων. Έτσι η Ιερά Επαρχιακή Σύνοδος της Εκκλησίας Κρήτης, αφού εξέτασε με ακρίβεια την οσιακή ζωή του,  ζήτησε από το Οικουμενικό Πατριαρχείο την αναγραφή του στο Αγιολόγιο της κατά Ανατολάς Ορθοδόξου Εκκλησίας.

       Η Ιερά Σύνοδος του Οικουμενικού Πατριαρχείου, αφού μελέτησε το σχετικό φάκελο και διαπίστωσε την αγιότητά του, με πράξη της, στις 14 Απριλίου 2022, τον κατέταξε στους Δέλτους των Αγίων, ορίζοντας να τιμάται η μνήμη του στις 23 Μαΐου εκάστου έτους, την ημέρα της οσιακής κοιμήσεώς του.

      Οι άγιοι είναι για μας τους πιστούς τα πρότυπά μας, οι πνευματικοί μας φάροι, οι ζωντανές εικόνες του Θεού στον κόσμο. Ο νεοφανής άγιος Ευμένιος υπήρξε όντως ένας φωτεινός πυρσός στην πνευματική σκοτία της πολύβουης και πολυτάραχης Αθήνας, βιώνοντας την αγιότητα και ακτινοβολώντας την σε όσους είχαν την ευλογία να τον γνωρίσουν. Ας έχουμε τις αέναες προσευχές του στο θρόνο της μεγαλοσύνης του Θεού!

    

Τετάρτη 22 Μαΐου 2024

ΑΓΙΟΣ ΝΕΟΜΑΡΤΥΣ ΠΑΥΛΟΣ Ο ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΙΟΣ

 

ΛΑΜΠΡΟΥ Κ. ΣΚΟΝΤΖΟΥ Θεολόγου – Καθηγητού

       Οι Νεομάρτυρες λαμπρύνουν την Εκκλησία μας ως αστέρες απαστράπτοντες. Με την αμετακίνητη πίστη τους στον αληθινό Τριαδικό Θεό και την ομολογία τους στην Ορθοδοξία μας, ως τη μόνη αληθινή και σώζουσα πίστη, αναβίωσαν τα μαρτύρια των πρώτων Χριστιανών. Με τα δικά τους μαρτύρια διέσωσαν την Ορθοδοξία και στήριξαν το δοκιμαζόμενο Γένος  μας στα μαύρα χρόνια της τουρκικής δουλείας. Ένας από αυτούς υπήρξε και ο άγιος Νεομάρτυς Παύλος ο Πελοποννήσιος.

     Τόπος καταγωγής του το χωριό Σοποτό της Επαρχίας Καλαβρύτων. Γεννήθηκε στα 1790 από γονείς φτωχούς, αλλά ευσεβείς και ενάρετους. Το βαπτιστικό του όνομα ήταν Παναγιώτης. Μέσα στη φτώχεια και την καταπίεση των κατακτητών Τούρκων, φρόντισαν οι γονείς του να τον αναθρέψουν με την πίστη στο Θεό και να τον εμποτίσουν με τις χριστιανικές αρετές, που πρέπει να έχει ένας αληθινός Χριστιανός.

       Όταν έγινε έφηβος, και μη έχοντας τα μέσα να ζήσει στο φτωχό ορεινό χωριό του, αποφάσισε να πάει στην Πάτρα, για την αναζήτηση καλλίτερης ζωής. Προσκολλήθηκε σε κάποιον βιοτέχνη υποδηματοποιό και έμαθε την τέχνη του σανδαλοποιού, υποδεικνύοντας ενάρετο βίο και σεβασμό προς όλους.

      Έμεινε στην αχαϊκή μεγαλούπολη δεκατέσσερα χρόνια. Όμως κάποια στιγμή αποφάσισε να γυρίσει στο χωριό του, κοντά στους δικούς του, να ασκήσει το επάγγελμα, που έμαθε στην Πάτρα. Με τα χρήματα που έφερε μαζί του επέλεξε κάποιο χώρο, να τον νοικιάσει, προκειμένου να στεγάσει το εργαστήριό του. Φαίνεται πως  οι ιδιοκτήτες του καταστήματος ήταν δύστροποι και αναξιόπιστοι άνθρωποι, απαιτώντας μεγαλύτερο νοίκι από εκείνο που είχαν συμφωνήσει αρχικά. Ο Παναγιώτης αδυνατούσε να καταβάλει το ποσό και γι’ αυτό τον έσυραν στα τουρκικά δικαστήρια και τον έκλεισαν στη φυλακή. Ο Παναγιώτης, πάνω στο θυμό του είπε τη φράση: «Τούρκος να γίνω, αν δώσω περισσότερα». Με την απερίσκεπτη αυτή φράση του, οι τούρκοι δικαστές τον αθώωσαν και τον έβγαλαν από τη φυλακή. Συμφώνησε επίσης με τους ενοικιαστές και έδωσε τα χρωστούμενα. Πρέπει να διευκρινίσουμε εδώ πως όποιος Ρωμιός διέπραττε το οποιοδήποτε παράπτωμα, όσο βαρύ και αν ήταν, και ομολογούσε ότι αλλαξοπίστησε ή ότι θα αλλαξοπιστήσει, τα τουρκικά δικαστήρια τον αθώωναν, με το αιτιολογικό, ότι, η απλή ομολογία πίστης στο Ισλάμ, διαγράφει όλες τις πρότερες αμαρτίες, όπως προβλέπει το Κοράνιο! Τη φράση του αγαθού Παναγιώτη, την εξέλαβαν οι τούρκοι ως εθελούσιο εξισλαμισμό!  

      Μετά την αποφυλάκισή του έφυγε από τα Καλάβρυτα και πήγε στην Τρίπολη, χωρίς να έχει συνειδητοποιήσει το βάρος της ακούσιας ομολογίας του, ότι έγινε Τούρκος. Εκεί μάλιστα έμπλεξε με δύο άλλους νεαρούς, στους οποίους συστήθηκε ως τούρκος με με τους οποίους διασκέδαζε στη γύρω περιοχή.

      Μετά από κάποιο καιρό άρχισε να συνειδητοποιεί το μεγάλο του σφάλμα και άρχισε να τον ελέγχει η συνείδησή του. Δε μπορούσε να ησυχάσει. Ο τόπος που διέπραξε το ανοσιούργημα δεν τον χωρούσε πια και γι’ αυτό αποφάσισε να πάει στο Άγιο Όρος για να εξιλεωθεί από το κρίμα του. Εγκαταστάθηκε στη Λαύρα του Αγίου Αθανασίου και έγινε υποτακτικός σε κάποιον ενάρετο και σοφό γέροντα Πελοποννήσιο, ονόματι Τιμόθεο, στον οποίο εξομολογήθηκε το βαρύτατο σφάλμα του. Ο άγιος Γέροντας προσπάθησε να τον παρηγορήσει και να απαλύνει τον πόνο του. Λίγο αργότερα αποφάσισε να γίνει μοναχός και έλαβε το μοναχικό όνομα Παύλος και εγκαταστάθηκε με τον Γέροντά του στη Ρωσική Μονή του Αγίου Παντελεήμονα. Εκεί έμεινε τρία χρόνια, ασκούμενος, προσευχόμενος και κλαίοντας ακατάπαυστα για το αμάρτημα της ακούσιας άρνησης του Χριστού.  Εκεί πήρε και τη μεγάλη απόφαση: να ξεπλύνει με το μαρτύριο την αμαρτία του!

      Όντας ήδη 25 χρόνων, έφυγε από τη Ρώσικη Μονή και πήγε στη Σκήτη της Αγίας Άννας και υποτάχτηκε στον πνευματικό του, τον ιερομόναχο Ανανία, στον οποίο γνώρισε τον πόθο του για το μαρτύριο. Εδώ πρέπει να διευκρινίσουμε πως στα χρόνια της δουλείας υπήρχε, κυρίως στο Άγιο Όρος, ο θεσμός του «αλείπτη», ήτοι του πνευματικού, που προετοίμαζε όσους ποθούσαν το μαρτύριο. Ο Ανανίας ήταν ένας από αυτούς. Έμεινε στη Σκήτη 40 ημέρες, όπου προετοιμάστηκε πνευματικά και ψυχικά. Ύστερα πήρε την ευλογία των Πατέρων και αναχώρησε για την πατρίδα του, να συναντήσει το μαρτύριο.

      Έφτασε στη Μονή του Μεγάλου Σπηλαίου, όπου έμεινε για 40 ημέρες με αυστηρή νηστεία, αγρυπνία και προσευχή. Κατόπιν αναχώρησε για τα Καλάβρυτα και μετά για την Τρίπολη. Εκεί έμαθε ότι κάποιος εξάδελφός του είχε γίνει εξωμότης και ζούσε στο Ναύπλιο. Πήγε εκεί, προκειμένου να τον διορθώσει. Μαζί με τον εξωμότη ξαναγύρισε στην Τρίπολη, όπου παρουσιάστηκε στο Μουφτή της πόλεως, από τον οποίο πήρε άδεια να παραστεί στον τούρκο κατή, την ημέρα της μεγάλης σύναξης πολλών χριστιανών προκρίτων και αρχιερέων.

       Ενώπιον αυτών διακήρυξε με δυνατή φωνή τη θεότητα του Ιησού Χριστού και άσκησε δριμύτατο έλεγχο κατά της θρησκείας του Ισλάμ. Διακήρυξε επίσης ότι ο ίδιος ακούσια έγινε εξωμότης του Χριστού, αλλά τώρα είναι Χριστιανός και δεν αλλάζει την πίστη του, με καμιά δύναμη, ούτε και με το θάνατο! Ακολούθησαν ανακρίσεις, υποσχέσεις από τους Τούρκους για δόξες, τιμές, αξιώματα και χρήματα. Υποβλήθηκε σε βασανισμούς, αλλά αυτός έμεινε αμετακίνητος.

      Ο τούρκος κατής έβγαλε την ποινή, υπόγραψε την θανάτωσή του δια της πυράς. Τελικά τον αποκεφάλισαν στις 22 Μαΐου του 1818, στην Τρίπολη, σε ηλικία 28 ετών. Το τίμιο λείψανο του Μάρτυρα το πέταξαν σε χώρο ακαθαρσιών σε οικόπεδο κάποιου τούρκου αξιωματούχου. Όμως οι Χριστιανοί της Τρίπολης το παρέλαβαν κρυφά και το ενταφίασαν με τιμές, στη Μονή Αγίου Νικολάου Βαρσών. Εκεί υπάρχουν μέχρι σήμερα τα χαριτόβρυτα λείψανά του, τα οποία αγιάζουν τους προσκυνητές και θαυματουργούν. Η μνήμη του εορτάζεται στις 22 Μαΐου και είναι ο πολιούχος Άγιος της Τριπόλεως, μαζί με τον άγιο Νεομάρτυρα Δημήτριο, οι οποίοι συνεορτάζουν την ίδια ημέρα.           

           

 

 

Δευτέρα 20 Μαΐου 2024

ΜΕΓΑΣ ΚΩΝΣΝΤΑΝΤΙΝΟΣ: Ο ΜΕΓΑΛΟΣ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ

 

ΛΑΜΠΡΟΥ Κ. ΣΚΟΝΤΖΟΥ Θεολόγου - Καθηγητού

         Στις 21 Μαΐου η Εκκλησία μας εορτάζει και πανηγυρίζει λαμπρά τη μνήμη των αγίων ισαποστόλων Κωνσταντίνου και Ελένης. Τόσο ο Μέγας Κων/νος, όσο και η αγία μητέρα του Ελένη ανήκουν στις μεγάλες προσωπικότητες της Εκκλησίας μας, διότι η συμβολή τους για την κατάπαυση των τριακοσίων χρόνων διωγμών κατά των Χριστιανών και την εδραίωση της Εκκλησίας υπήρξε καθοριστική. Επίσης ο Μέγας Κωνσταντίνος δεν είναι μεγάλος μόνο για την Εκκλησία μας, αλλά και για την παγκόσμια ιστορία, διότι ανήκει στους μεγάλους ηγέτες όλων των εποχών, έχοντας βάλλει τη δική του σφραγίδα στη ροή των ιστορικών πραγμάτων, και για τούτο δικαία του απονεμήθηκε ο τίτλος του μεγάλου.   

        Ο Μέγας Κωνσταντίνος ήταν γιος του ελληνοϊλλυρικής καταγωγής Ρωμαίου αξιωματούχου Κωνστάντιου Χλωρού, ο οποίος κατόπιν ανακηρύχτηκε Καίσαρας και Αύγουστος και ανέλαβε τη διοίκηση των δυτικών επαρχιών της απέραντης αυτοκρατορίας. Η μητέρα του Ελένη, ελληνικής καταγωγής, από το Δρέπανο της Βηθυνίας της Μ. Ασίας, στολισμένη με εξαιρετικό κάλλος σώματος και ψυχής, ασπάστηκε νωρίς τον Χριστιανισμό, ο οποίος βρισκόταν ακόμη σε απηνή διωγμό από τους ειδωλολάτρες αυτοκράτορες, τα σκοταδιστικά ειδωλολατρικά ιερατεία και τους δεισιδαίμονες όχλους. Το 274 γέννησε τον Κωνσταντίνο στην πόλη Ναϊσό, σημερινή Νίσσα της Σερβίας.

      Το 293 ο αυτοκράτορας Διοκλητιανός κράτησε το νεαρό Κωνσταντίνο κοντά του στην Ανατολή, μαζί με τη διαζευγμένη, από τον Καίσαρα πατέρα του Κωνστάντιο, μητέρα του Ελένη, για ασφάλεια και υποταγή του δευτέρου στην εξουσία του, ως το 305. Εκεί δόθηκε η ευκαιρία στην αγία μητέρα του να τον αποσπάσει από την ειδωλολατρία και να τον γαλουχήσει στη νέα πίστη.

      Ο νεαρός Κωνσταντίνος διακρινόταν για την ωραιότητα του σώματός του, την ευγένεια της ψυχής του και τα εξαιρετικά του πνευματικά και φυσικά χαρίσματα. Το 305 ανάλαβαν τη διοίκηση της αυτοκρατορίας, ο μεν Γαλέριος στην Ανατολή, ο δε Κωνστάντιος στη Δύση. Το ίδιο χρόνο ο Κωνσταντίνος μετέβη στα Τρέβηρα της Γαλατίας, όπου συνάντησε τον άρρωστο πατέρα του, ο οποίος του ανέθεσε εκστρατεία στη Μ. Βρετανία. Στις 7 Ιουλίου του 307 πέθανε ο Κωνστάντιος και ο στρατός ανακήρυξε τον Κωνσταντίνο αυτοκράτορα της Δύσης. Παντρεύτηκε τη Μινερβίνα και απέκτησε ένα γιο, τον Κρίσπο. Εγκαταστάθηκε στην πόλη Αρελάτη και άσκησε μια πρωτόγνωρη φιλολαϊκή εξουσία, και γι’ αυτό αγαπήθηκε από το λαό.

      Το Σεπτέμβριο του 312 στράφηκε εναντίον του τυραννικού συναυτοκράτορά του της Δύσης Μαξεντίου. Καθ’ οδόν προς τη Ρώμη, στις 28 Οκτωβρίου του 312, είδε το γνωστό και μεγαλειώδες όραμα του Τιμίου Σταυρού στον μεσημεριανό ουρανό και την επιγραφή: «Εν Τούτω Νίκα». Την επόμενη νύχτα είδε στον ύπνο του το Χριστό με το σημείο του Σταυρού, παροτρύνοντάς τον να κατασκευάσει λάβαρο με το Σταυρό, προκειμένου να νικήσει τον ασεβή και τυραννικό Μαξέντιο. Ο Κωνσταντίνος υπάκουσε και νίκησε τον αντίπαλό του και μπήκε θριαμβευτής και ελευθερωτής στη Ρώμη.

      Η πρώτη του ενέργεια ήταν να σταματήσει τον συνεχιζόμενο φοβερό διωγμό των Χριστιανών με το περίφημο «Διάταγμα των Μεδιολάνων», το οποίο υπέγραψε στο Μιλάνο, με τον συναυτοκράτορά του στην Ανατολή, Λικίνιο, το 313. Αυτός ο μεγάλος άνδρας οραματίστηκε και συνέλαβε το ύψιστο αγαθό της θρησκευτικής ελευθερίας και  όρισε για πρώτη φορά στην ιστορία την ελευθερία της θρησκευτικής πίστεως.

     Το 324 συγκρούεται με τον αυτοκράτορα της Ανατολής Λικίνιο, τον οποίο νικά και γίνεται μονοκράτορας σε όλη την αυτοκρατορία, αρχίζοντας το μεγαλειώδες μεταρρυθμιστικό και κοινωνικό του έργο. Ως πολιτικός άρχοντας υπήρξε πρωτοποριακός. Μετέφερε το 325 την πρωτεύουσα της αυτοκρατορίας στο Βυζάντιο, μετονομάζοντας την σε Νέα Ρώμη – Κωνσταντινούπολη,  κόβοντας έτσι κάθε δεσμό με το ειδωλολατρικό παρελθόν και βάζοντας τα θεμέλια για τη νέα χριστιανική αυτοκρατορία, η οποία θα ζήσει χίλια χρόνια, μοναδικό φαινόμενο στην ιστορία της ανθρωπότητας.

      Θέσπισε πληθώρα διοικητικών, οικονομικών, κοινωνικών και στρατιωτικών μεταρρυθμίσεων για την ενίσχυση της αυτοκρατορίας και την ευημερία των λαών της. Αναδιάρθρωσε τις κυβερνητικές αρχές και για την καταπολέμηση του πληθωρισμού, εισήγαγε τον σόλιδο, ένα νέο χρυσό νόμισμα που έγινε το πρότυπο για τα βυζαντινά και ευρωπαϊκά νομίσματα για περισσότερα από χίλια χρόνια. Ο ρωμαϊκός στρατός αναδιοργανώθηκε ώστε να αποτελείται από κινητές μονάδες πεζικού και μονάδες φρουρών ικανές να αντιμετωπίσουν εσωτερικές απειλές και εισβολές. Επίσης επί δικής του θητείας του σημείωσε επιτυχείς εκστρατείες εναντίον των βαρβαρικών φυλών στα ρωμαϊκά σύνορα, που έχασαν οι προκάτοχοί του κατά την Κρίση του περασμένου αιώνα.

       Έγινε προστάτης όλων των πολιτών, ανεξάρτητα από τη θρησκευτική τους πίστη, για το λόγο αυτό δεν έγινε ακόμη Χριστιανός και διατηρούσε τον τίτλο του pontifix maximus, δηλαδή του ύπατου αρχιερέα της αρχαίας θρησκείας. Απελευθέρωσε όλους τους Χριστιανούς από τις φυλακές, που είχε κλείσει ο Λικίνιος και ανακάλεσε όσους βρισκόταν στην εξορία. Απέδωσε τους ναούς και την περιουσία στην Εκκλησία. Έκαμε πράξη στο κράτος, με διατάγματα, την κοινωνική διδασκαλία της Εκκλησίας. Καθιέρωσε υποχρεωτικά τη υποχρεωτική δίκη στους παραβάτες. Καθιέρωσε την Κυριακή αργία. Κατάργησε τη δουλεία.

      Η αγία Ελένη αφιερώθηκε ολοκληρωτικά στο εκκλησιαστικό έργο, ιδρύοντας ναούς και  ενισχύοντας την Εκκλησία. Με δικά της έξοδα πήγε στην Ιερουσαλήμ και ανακάλυψε τον Τίμιο Σταυρό.

      Ο Μ. Κωνσταντίνος συνέβαλλε τα μέγιστα να ηρεμήσει η Εκκλησία από την αρειανική αίρεση, συγκαλώντας την Α΄ Οικουμενική Σύνοδο το 325. Εγκαινίασε έτσι έναν νέο τρόπο, απόλυτα δημοκρατικό, διακυβέρνησης της Εκκλησίας.

     Το 337 σε μια περιοδεία του στη Νικομήδεια αρρώστησε και συναισθάνθηκε το τέλος του. Ζήτησε να λάβει το άγιο Βάπτισμα και κοινώνησε των Αχράντων Μυστηρίων. Δεν ξαναφόρεσε τα αυτοκρατορικά ενδύματα, αλλά φορούσε το λευκό χιτώνα του Βαπτίσματος ως το θάνατό του, στις 22 Μαΐου του 337. Η Εκκλησία μας του αναγνώρισε τις πολύτιμες υπηρεσίες του και γι’ αυτό τον ανακήρυξε άγιο και ισαπόστολο, μαζί με την αγία μητέρα του. Το ίδιο και η ιστορία αναγνωρίζοντας τη μοναδική του προσφορά τον ανακήρυξε μέγα.

      Η μνήμη του, μαζί με αυτή της μητέρας του αγίας Ελένης, τιμάται στις 21 Μαΐου.  

      Πολλοί εμπαθείς και ανιστόρητοι επιχειρούν να σπιλώσουν την προσωπικότητά του, χαρακτηρίζοντας τον ως «θηριώδη δολοφόνο», επειδή αναγκάστηκε να εφαρμόσει το νόμο απέναντι στον στασιαστή γιό του Κρίσπο και την δεύτερη σύζυγό του την δολοπλόκα Φαύστα για την αποτροπή κρατικής και κοινωνικής αποσταθεροποίησης και τη διάσωση αθώων ζωών. Πολλοί ιστορικοί υποστηρίζουν πως η θανάτωση των δύο αυτών στασιαστών και δολοπλόκων έγινε εν αγνοία του. Ξεχνούν όμως ότι τότε ο Κωνσταντίνος ήταν ακόμη ειδωλολάτρης, και ο οποίος για το θλιβερό αυτό συμβάν έκλαιγε και θρηνούσε σε όλη του την κατοπινή ζωή! Ξεχνούν επίσης πως ο χαρακτηρισμός ενός ανθρώπου δεν πρέπει εξαρτάται από

μεμονωμένα συμβάντα, αλλά από τη συνολική αξιολόγηση της ζωής του και του έργου του!  

     Τον συκοφαντούν ότι δήθεν υπήρξε διώκτης του θνήσκοντος παγανισμού. Όμως λησμονούν ότι ο ίδιος υπήρξε «Μέγας Αρχιερεύς» και προστάτης της αρχαίας θρησκείας μέχρι λίγο πριν το θάνατό του! Ξεχνούν όμως το σπουδαιότερο, ότι η ιστορία δεν χαρίζεται σε κανέναν και ο Κωνσταντίνος κατέκτησε επάξια τον τίτλο του Μεγάλου, τόσον από αυτήν, όσο και από την Εκκλησία!