Δόξα τω Θεώ, πάντων ένεκεν. - Αγ. Ιωάννης Χρυσόστομος

Τρίτη 17 Ιουλίου 2012

ΠΕΡΙ ΠΑΘΩΝ


«Πάθος», προερχόμενο από το ρήμα «πάσχω». Αν εξαιρέσουμε την περίπτωση εκείνη που στην καθομιλουμένη χρησιμοποιείται για να δηλώσουμε την μεγάλη αγάπη κάποιου για ένα αντικείμενο (π.χ. «έχει πάθος με την μουσική»), δεν μπορώ να σκεφθώ άλλη περίπτωση που το πάθος εννοιολογείται θετικά. Σε γενικές γραμμές χρησιμοποιείται για να δηλώσουμε μια εμμονή ή μια εξάρτηση, μια περισσότερο συναισθηματική παρά λογική κατάσταση, η οποία καθορίζει σε σημαντικό βαθμό τη συμπεριφορά μας και που τις περισσότερες φορές μας κάνει να υποφέρουμε (ακόμα και σε σωματικό επίπεδο). Στην κατά Χριστόν ζωή, βέβαια, οποιαδήποτε εμπαθής κατάσταση δεν είναι επιθυμητήž αντίθετα, χρειάζεται να δώσουμε αγώνα για να απαλλαγούμε από αυτήν, καθώς μας εμποδίζει – ή στη χειρότερη περίπτωση μας αποτρέπει- να εργαστούμε τα έργα του Κυρίου.

Κάθε πάθος δεν είναι τίποτα άλλο από ένα τραύμα, μια πληγή. Πάσχω, δηλαδή νοσώ. Το κατά πόσο συνειδητοποιώ τα πάθη μου, νομίζω ότι είναι σε ευθεία αναλογία με το βαθμό φιλαυτίας μουž το αρχικό πάθος μου θα προσδιορίσει, με άλλα λόγια, το βαθμό αυτογνωσίας μου. Αν τρέφω μεγάλη ιδέα για τον εαυτό μου, είναι πολύ πιθανό να μην συνειδητοποιώ το πόσο πάσχω. Αν ο Θεός με έχει ευλογήσει με την ελάχιστη δυνατότητα να βλέπω πέρα από τη μύτη μου (όπου μύτη, σημειώνουμε το Εγώ) και έχω οδηγηθεί σε μετάνοια, τότε έχω μια μικρή (μόνο) ιδέα για το πόσο πάσχω. Ενδεχομένως ποτέ να μην γνωρίσω εντελώς τον εαυτό μου. Αυτό εξαρτάται πέρα και πάνω από όλα από τον Θεό, από το πόσο Εκείνος θα θελήσει να μου φωτίσει τους οφθαλμούς της καρδίας μου και δευτερευόντως  από τον καθημερινό αγώνα που θα δίνω μέχρι τελευταίας μου αναπνοής, από την υπομονή και την επιμονή που θα δείξω και από την ταπείνωση που θα έχω καθ’όλη τη διάρκεια του αγώνα αυτού.

Πάσχω…από πάθη, ων ουκ έστιν ακριβής αριθμός. Σήμερα γνωρίζω τα βασικά μου πάθη, αύριο με τη βοήθεια του Θεού ίσως μου αποκαλυφθούν και τα λεπτότερα, αυτά που δεν φαίνονται δια γυμνού οφθαλμού. Αυτό που μπορώ, όμως, μετά βεβαιότητας να πω είναι ότι εξαιτίας αυτών – των όποιων, των όσων- είναι ότι η ψυχή μου δεν μπορεί να υψωθεί προς τον Κύριο. Αν θα μπορούσα να χρησιμοποιήσω μια εικόνα για να περιγράψω τον τρόπο που βιώνω αυτήν την ανικανότητα της ψυχής μου, θα ήταν μια καρδιά ελαφριά σαν μπαλόνι (για κάποιον εντελώς παιδιάστικο λόγο «ζωγραφίζω» την ψυχή ως κόκκινη καρδιά, όπως κάναμε στο δημοτικό) στηριγμένη με πασσάλους στην γη, που την κρατάνε δέσμια και δεν την αφήνουν να ξεχυθεί στους ουρανούς. Βλέπω μερικούς πασσάλους με χοντρά σκοινιά και ξέρω ότι πρέπει να κόψω τα σκοινιά αυτά, αλλά δεν είμαι καθόλου βέβαιη αν δεν υπάρχουν και άλλοι πάσσαλοι που κρατούν την ψυχή μου δέσμια με κλωστές αδιόρατες στα μυωπικά μου μάτια. Υπάρχουν φορές που η επίγνωση της μη δυνατότητας να είμαι πραγματικά ελεύθερη με θλίβει. Θα είμαι ειλικρινής: δεν έχω την ικανότητα να βλέπω πάντα την ψυχή μου δέσμια και ανελεύθερη εξαιτίας της χρόνιας τρυφηλότητας και απορρόφησής μου από τα πάθη μου. Όταν όμως ο Κύριος μού δίνει αυτή τη θαυμάσια ευκαιρία να αντικρύσω τα δεσμά μου, τότε στεναχωριέμαι.

Πιστεύω ότι η ψυχή γνωρίζει…γνωρίζει και γνώριζε πάντα ποιο είναι το σωστό.  Αν εγώ επέλεξα να κυριευθώ από ένα πάθος, αν –όπως λέει και ο Άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης- άνοιξα την πόρτα και έβαλα ένα πάθος μέσα στην ψυχή μου, μια λανθασμένη συμπεριφορά, αν αυτή η συμπεριφορά με τον καιρό και την πρακτική της παγιώθηκε, αυτό δεν σημαίνει ότι βαθειά μέσα μου (τόσο βαθειά που όταν δεν είμαι κοντά στον Χριστό δεν μπορώ καν να διανοηθώ το βάθος και το τι κρύβεται σε αυτό)  δεν γνωρίζω ότι κάτι δεν πάει καλά με αυτό που κάνω. Γιατί αν ένα πάθος μου ήταν «καλό», Θεάρεστο, ευλογημένο, θα συνοδευόταν πάντα από ένα αίσθημα γαλήνης και πληρότητας και δεν θα άφηνε καμιά πικρή γεύση ενοχής, ελέγχου της συνειδήσεως και ανικανοποίητου μετά από κάποια ώρα. Γι’αυτό και πιστεύω ότι όταν επιστρέφουμε στην εν Χριστώ ζωή, πολλά πράγματα που παλαιότερα τα κάναμε και δεν σκεφτόμασταν καν να απαλλαγούμε από αυτά, τώρα μας είναι αδιάφορα, ή καταλαβαίνουμε τη ματαιότητα του να τα ασκούμε, να τα επιθυμούμε ή να τα επιδιώκουμε.

Στην εν Χριστώ ζωή βρισκόμαστε σε ένα διαρκή αγώνα, τον καλό αγώναž τον αγώνα να πολεμήσουμε τα πάθη μας, να κάνουμε εμείς αυτό που ανθρωπίνως μπορούμε και να προσευχόμαστε και ο Κύριος να κάνει όλα τα υπόλοιπα και να μας θεραπεύσει τις πληγές. Δεν έχει τόσο σημασία το πότε θα ιαθούμε, όσο το ότι ο ίδιος ο Κύριος μας διαβεβαιώνει:  «Ατετε, κα δοθήσεται μν· ζητετε, κα ερήσετε· κρούετε, κα νοιγήσεται μν.  πς γρ ατν λαμβάνει κα ζητν ερίσκει κα τ κρούοντι νοιγήσεται» (κατά Ματθαίον, ζ’ 7-8). Ο λόγος του Ουράνιου Πατέρα μας είναι αδιάψευστος, γι’αυτό και έχουμε καλή ελπίδα. Θα  χρειαστεί να αγωνιζόμαστε και να προσευχόμαστε για την θεραπεία μας ολόκληρη τη ζωή μας, όμως γνωρίζουμε μετά βεβαιότητας ότι ο Κύριος θα πράξει κατά το συμφέρον της ψυχής μας και της σωτηρίας μας, γιατί «θέλει πάντας ανθρώπους σωθήναι και εις επίγνωσιν αληθείας ελθείν» (Β' Πέτρ. 3,9).

ΒΑΣΙΛΕΙΑ ΞΥΔΟΠΟΥΛΟΥ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου