Δόξα τω Θεώ, πάντων ένεκεν. - Αγ. Ιωάννης Χρυσόστομος

Κυριακή 7 Φεβρουαρίου 2016

Από τη θρησκειοποίηση του κόσμου και της θρησκείας, στην εκκλησιολογία του ανθρώπου και της κτίσεως

Ως θρησκεία νοείται η πίστη στο θείο με ορισμένη μορφή και δηλώνει γενικά τη σχέση του ανθρώπου με το ιερό, που στην ιστορική πορεία του ανθρώπου και από πολιτισμό σε πολιτισμό κατανοήθηκε ποικιλοτρόπως. Η έννοια της θρησκείας είναι ένας καθαρά ανθρωπολογικός και συνάμα κοινωνιολογικός όρος. Στην πρώτη περίπτωση συνιστά «πρόβλημα» της ανθρώπινης ιδιοσυστασίας, αφού ο άνθρωπος, ως φύσει θρησκευτικό ον, ειδωλοποιεί επιθυμίες, πάθη και αρετές και κατόπιν υποτάσσεται σε αυτές. Στην δεύτερη περίπτωση η θρησκεία αποτελεί κοινωνικό προϊόν ή κοινωνικό παράγοντα.
Με τον όρο «θρησκειοποίηση» της κοινωνίας νοείται η εμμονή στην αποκλειστική προτεραιότητα του θρησκευτικού παράγοντα στον καθορισμό σύνολης της ζωής, δηλ. η επιβολή της θρησκείας επί της κοινωνίας με τρόπο αυταρχικό. Από την άλλη πλευρά εμφανίζεται μία αντιθετική άποψη και θέση αυτή της κοινωνικοποίησης της θρησκείας. Η κοινωνικοποίηση της θρησκείας, δηλώνει την συμμόρφωσή της με την κοινωνία, σημαίνει τον εκσυγχρονισμό και αυτό το γεγονός με τη σειρά του απαιτεί την ανανέωση της θρησκείας, την αλλαγή του ηθικού κώδικά της, την εξατομίκευση και την εκκοσμίκευση, π.χ. σύγχρονα ζητήματα όπως, αμβλώσεις, ευθανασία, γάμος ομοφυλοφίλων κ.α.
Σε αυτό το σημείο θα πρέπει να σημειωθεί η διάκριση ανάμεσα στους όρους Θρησκεία και Εκκλησία, οι οποίοι ασφαλώς και δεν ταυτίζονται. Η Θρησκεία είναι ανθρώπινο κατασκεύασμα, που πηγάζει από την ανάγκη του θρησκεύειν, ενώ η Εκκλησία είναι Θεία Αποκάλυψη, είναι η φανέρωση του Θεού στον άνθρωπο και όχι η δημιουργία του Θεού από τον άνθρωπο. Στην Θρησκεία ο Θεός είναι ζητούμενο ενώ στη Εκκλησία είναι αυτοαποκαλυπτόμενος. Και το ερώτημα που τίθεται στο σημείο αυτό είναι, εάν το Ευαγγέλιο είναι ή δεν είναι η Αλήθεια και αν η Εκκλησία είναι ή δεν είναι η ενσάρκωση της άκτιστης φανέρωσης που μυσταγωγικά κάνει ορατή την «αόρατη» παρουσία της.
Ο απ. Παύλος απευθυνόμενος στον Τιμόθεο στη δεύτερη προς αυτόν επιστολή προλέγει ότι έρχονται δυσκολότεροι καιροί, από αυτούς που ζούσαν ήδη, σημειώνοντας πως εκείνους του καιρούς οι άνθρωποι δεν θα αντέχουν τη σωστή διδασκαλία, αλλά σύμφωνα με τις επιθυμίες του ίδιου τους του εαυτού θα μαζέψουν ένα σωρό δασκάλους γύρω τους, για να ευχαριστιούνται τα αυτιά τους· και από μεν την αλήθεια θα γυρίσουν αλλού τα αυτιά τους, και θα παραστρατήσουν προς τα παραμύθια (Β΄ Τιμ. 4, 3-4) .
Δεν είναι, αναρωτιέμαι, ακριβώς αυτή η εικόνα της εποχής μας; Σύμφωνα με τις σωματικές επιθυμίες και με κάθε ιδέα που κατεβαίνει στο κεφάλι του καθενός, πάει και βρίσκει και ονομάζει δασκάλους του αυτούς που λένε ό,τι τον ευχαριστεί ή ο ίδιος ερμηνεύει τον ευαγγελικό λόγο κατά το δοκούν ή ακόμα χειρότερα αναζητά τρόπους να τον επικαιροποιήσει αλλοιώνοντας τον για δικαιολογήσει τις επιλογές του, και να επαναπαύσει τη συνείδηση του.
Από την άλλη πλευρά δυσβάσταχτη και δυσνόητη η Αλήθεια προκαλεί αναστάτωση και όχι ευχαρίστηση σε όσους αναζητούν τον Θεό. Ο ερμηνευτής της Αγίας Γραφής Οικουμένιος (10ος αι.) μάλιστα σημειώνει ότι δεν σφάλλουν επειδή δεν ξέρουν, αλλά με την θέληση τους, επιλέγοντας τους μύθους, οι οποίοι κατά τον λόγιο και θεολόγο Ζιγαβινό (π. 1050–1120), είναι λόγοι ψεύτικοι, που μιμούνται και υποκρύπτουν την Αλήθεια. Την Αλήθεια εκείνη, που ελέγχει  τον κόσμο για αμαρτία και για δικαιοσύνη και για κρίση (Ιω. 16, 8).
Επομένως ή είναι ο λόγος του Θεού που δίνει απάντηση στα υπαρξιακά ερωτήματα μας ή δεν είναι, οπότε μένουμε στο σκοτάδι και την αβεβαιότητα. Η δεχόμαστε την διδασκαλία και μαρτυρία της Εκκλησίας, η οποία είναι ο Χριστός παρατεινόμενος στους αιώνες, επομένως δεχόμαστε όλη την Αλήθεια, ή το αρνούμαστε και το απορρίπτουμε. Στην επί του Όρους ομιλία του ο Κύριος ανοίγει μπροστά στον άνθρωπο τους ορίζοντες της αιώνιας ζωής και του δίνει προσανατολισμούς αιώνιους.
Ο Χριστός δεν αναγκάζει κανένα να τον ακολουθήσει, αφήνει τον άνθρωπο ελεύθερο να κάνει τις επιλογές του, μέσα από την προτροπή Του Ὅστις θέλει ὀπίσω μου ἐλθεῖν, ἀπαρνησάσθω ἑαυτόν καί ἀράτω τόν σταυρόν αὐτοῦ καί ἀκολουθήτω μοι (Μκ. 8,34) Ο ιερός Χρυσόστομος, σημειώνει ότι ο Θεός έκανε τον άνθρωπο αυτεξούσιο και άφησε στην ελεύθερη θέλησή του ανθρώπου να προτιμήσει την αρετή ή να προχωρήσει στην κακία. Η αγάπη Του αφήνει τον άνθρωπο πάντοτε ελεύθερο να επιλέξει ο καθένας την πορεία που θα ακολουθήσει. Η επιλογή όμως να ακολουθήσει κανείς τον Χριστό συνεπάγεται και την άρση του σταυρού. Η λειτουργία της ελεύθερης βούλησης του ανθρώπου είναι εκείνη που καταξιώνει την πορεία της αυταπάρνησης στην οποία καλεί ο Θεός τον άνθρωπο για να πλησιάσει την αγάπη Του. Κατά τον Μέγα Αντώνιο, τον καθηγητή της ερήμου, ο άνθρωπος είναι καταχρηστικά λογικό ων, καθώς δεν είναι λογικοί όσοι έμαθαν απλώς τα της σοφίας, αλλ’ όσοι έχουν τη λογική ψυχή και μπορούν να διακρίνουν ποιό είναι το καλό και ποιό το κακό και αποφεύγουν τα πονηρά και βλαβερά στην ψυχή, τα δε αγαθά και ψυχωφελή, τα αποκτούν πρόθυμα και τα εφαρμόζουν με ευχαριστία προς τον Θεό.
Την πορεία της αυταπάρνησης υπέδειξε ο ίδιος ο Κύριος. Την πορεία αυτή της αυταπάρνησης θα χρειαστεί να ακολουθήσει στη ζωή του και ο άνθρωπος για να μπορέσει να βρεθεί και πάλι σε κοινωνία με τον Θεό, ο εγωισμός του τού την στέρησε, η αυταπάρνηση θα του τη δώσει πάλι. Θα χρειαστεί επομένως να θυσιάσει το “εγώ” του. Η προϋπόθεση όμως αυτή, της αυταπάρνησης επομένως της πλήρης εμπιστοσύνης στο Θεό,  πως στο χώρο της πίστεως το διαλέγουμε και παίρνουμε δεν έχει θέση. Η πρακτική της επιλογής μέρους της αλήθειας του Θεού από τη μία και η απόρριψη από την άλλη συνιστά βαριά πλάνη.
Δυστυχώς όμως υπάρχουν στις μέρες μας πολλοί χριστιανοί, μεταξύ αυτών δε και πολλοί κληρικοί και θεολόγοι, που υιοθετούν μία τέτοια στάση. Το με όσα συμφωνώ, τα ακολουθώ, αλλά με όσα διαφωνώ τα αγνοώ, μέσα στην Εκκλησία αποτελεί φρικτή αίρεση. Και αποτελεί αίρεση καθώς τοαγνοώ καθίσταται ιδιαίτερα επικίνδυνο, γιατί δεν δηλώνει απλώς και μόνο το γεγονός της παραθεώρησης, αλλά το γεγονός ότι βάλλουν εναντίον της διδασκαλίας της Εκκλησίας, είτε γιατί επιθυμούν να δικαιολογήσουν τις προσωπικές τους επιλογές, είτε για να αρέσουν στον κόσμο. Μία τέτοια αντίληψη οδηγεί στην ανατροπή ολόκληρου του Ευαγγελίου και αφήνει τον άνθρωπο στο σκοτάδι, σε ένα περιβάλλον πλασμένο συμφεροντολογικά, που οδηγεί στην αυτοθέωση και αυτοδικαίωση, καθώς στη θέση του Θεού μπαίνει ο ίδιος ο άνθρωπος με ότι αυτό συνεπάγεται για τον ίδιο, αλλά και για τον άλλο.
Από τα ανωτέρω τίθεται το ερώτημα Θρησκειοποίηση της Κοινωνίας  ή Κοινωνικοποίηση της Θρησκείας; Θα πρέπει να πούμε πως ούτε η θρησκειοποίηση της Κοινωνίας, ούτε η Κοινωνικοποίηση της Θρησκείας, θα οδηγήσουν τον άνθρωπο στη σωτηρία, τη κοινωνία και θέαση του Θεού, καθώς η πρώτη οδηγεί τον άνθρωπο στην θρησκευτικό φονταμενταλισμό και η δεύτερη στην αποϊεροποίηση των πάντων.
Η απάντηση στο ανωτέρω ερώτημα βρίσκεται στην εκκλησιοποίηση της κοινωνίας κατ’ επέκταση του ίδιου του ανθρώπου, που είναι η θέωση, ο βαθύτερος σκοπός του ανθρώπου. Έργο της Εκκλησίας, ως σώμα Χριστού, στον κόσμο είναι η συνεχής εν Χριστώ μεταμόρφωση του κόσμου, η εκκλησιοποίηση του κόσμου. Ο απ. Παύλος περιγράφοντας την κατάσταση του κόσμου την εποχή του, που ταιριάζει όμως και στην περιγραφή του κόσμου σήμερα, απευθυνόμενος στους Χριστιανούς της Εφέσου αναφέρει χαρακτηριστικά, ήτε ποτέ σκότος, νυν δε φως εν Κυρίω (Εφ. 5,8). Αυτή την αλλαγή και μετάβαση από το σκοτάδι στο φως εργάζεται η Εκκλησία, ώστε να γίνει ο άνθρωπος «καινή κτίσις» (Γαλ. 6,15).Η αλήθεια της Εκκλησίας δεν είναι σχετική ή συμβατική αλλά απόλυτη και αναλλοίωτη. Είναι άλλο η Εκκλησία να προσαρμόσει την έκφραση της αλήθειας της κατάλληλα στο εκάστοτε περιβάλλον ώστε να γίνεται κατανοητή από τον άνθρωπο και άλλο να αλλοιώνει την έκφραση της αλήθειας για να ικανοποιεί τον άνθρωπο κάθε εποχής.
Δεν είναι η κοινωνία και μάλιστα αυτή η μεταπτωτική ασθενούσα κοινωνία που θα φέρει στην Εκκλησία στα μέτρα τα δικά της, αλλά αυτή θα αγωνισθεί, αν επιζητά την αλήθεια και την κοινωνία με τον Θεό, αυτή θα αγωνισθεί για προσαρμοσθεί στα μέτρα της Εκκλησίας, μέσα από τη τήρηση του Ευαγγελικού λόγου, όχι βέβαια υπό την απειλή της κολάσεως ή της ένδικης μισθαποδοσίας, αλλά από αγάπη κινούμενη ίνηση συνάντησης με Αυτόν.
Ο άνθρωπος κατά μεν την φύση του παραμένει θεόκτιστος, αλλά κατά την προαίρεσή του ζει ερήμην του ζώντος Θεού, καθώς προαιρετικά, θεληματικά και προσωπικά αρνείται τον Θεό, ακόμα και όταν δηλώνει πιστός αλλοιώνοντας τον ευαγγελικό Λόγο. Γίνεται αυτείδωλο μέχρι αυταποθεώσεως και αυτολατρείας με αποτέλεσμα να αυταποκλείεται από την αγαπητική εκκλησιαστική κοινωνία του Θεού. Ο σύγχρονος ιδιαίτερα άνθρωπος παρ’ όλη την πληθωρική του εξωστρέφεια και επικοινωνία, ζει ως άτομο και όχι ως πρόσωπο με αγάπη και ελευθερία. Μέσα από το ερήμην Θεού ζην προγεύεται την αιώνια απομονωτική ακοινωνησία. Όλα αυτά συνιστούν την ταυτότητα του κόσμου που απορρίπτει την εκκλησιοποίηση και δι’ αυτής την εγχρίστωση, την ενθέωση, συνεπώς την σωτηρία του. Αντιθέτως η κοινωνικοποίηση της θρησκείας και η θρησκειωποίηση της Εκκλησίας είναι ο συμβιβασμός και η υποταγή στην εθελούσια υπαρκτική αλλοτρίωση του κόσμου.
Η Εκκλησία αποτελεί τη δυνατότητα επισυναγωγής του σύμπαντος κόσμου. Ο εκκλησιασμός του κόσμου νοείται ως σύναξη όλων των όντων σε μία ενότητα, ώστε κανένα από αυτά να μην βρίσκεται σε αντίθεση ή σύγκρουση ή εχθρική στάση απέναντι σε κάποιον άλλο.  Ο Θεός έκτισε την Εκκλησία ως σύμβολο, τόπο και εικόνα Του. Ο άνθρωπος πλάσμα κατ’  εικόνα και καθ’  ομοίωση του Θεού, κατά τον άγιο Μάξιμο τον Ομοληγητή, ανήκει στην Εκκλησία, που είναι η ίδια κατ’  εικόνα και καθ’  ομοίωση του Θεού. Έτσι με την Εκκλησία ο άνθρωπος αναφέρεται προς τον Θεό και διατηρεί άρρηκτη σχέση μαζί Του. Η παρουσία της Εκκλησίας μέσα στην κοινωνία, μέσα στον κόσμο, σημαίνει την παρουσία του Θεού. Ο άνθρωπος μέσω της αληθινής και ουσιαστικής κοινωνίας του με τα άλλα μέλη του σώματος του Χριστού, της Εκκλησίας, καλείται να βιώσει τη σωτηρία, η οποία για την Εκκλησία είναι η απελευθέρωση της ζωής από τη φθορά και τον θάνατο.
Η Εκκλησία όμως συγκροτείται, οικοδομείται, αυξάνει και πληρούται με τον εγκεντρισμό του ανθρώπου στην εν Χριστώ, δια του Αγίου Πνεύματος, καινή ζωή της, η οποία οδηγεί στη σωτηρία και τη θέωση του. Στη ζωή του εκκλησιαστικού σώματος ο καθένας έχει τη δυνατότητα εν ελευθερία να συνδεθεί οντολογικά με τον Χριστό και τα άλλα μέλη του σώματος Του. Μέσα στα πλαίσια αυτά ο άνθρωπος καλείται να εκκλησιοποιηθεί, που εκφράζεται και πραγματώνεται μέσα από την ορθή επιλογή βίου, την ορθή εφαρμογή της ελεύθερης βούλησης με τη συνειδητή αποδοχή του συνόλου της Εκκλησίας ως έχει, χωρίς διαφοροποιήσεις από το σώμα της Εκκλησίας, γιατί αλλιώς έρχεται η αυτονόμηση, που φέρνει την αίρεση και την πτώση.
Γεώργιος Ν. Μανώλης, Θεολόγος / υπ. ΜΔΕ Ερμηνευτικής Θεολογίας
 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου