Πρόκειται περί των νεωτέρων Πατέρων και Διδασκάλων της Εκκλησίας, του οποίου η αξία δεν έχει ακόμη αποτιμηθεί όπως πρέπει, κατά την εκτίμηση του μεγάλου συγχρόνου Πατρολόγου μακαριστού Στυλιανού (μοναχού Γερασίμου) Παπαδοπούλου. Μιλάμε για τον όσιο Νικόδημο τον Αγιορείτη, που «γεννήθηκε στη Νάξο το έτος 1749 από γονείς ευσεβείς και ενάρετους, τον Αντώνιο και Αναστασία Καλλιβούρση (η οποία εμόνασε στην Ιερά Μονή Χρυσοστόμου Νάξου, με το όνομα Αγάθη). Το κατά κόσμον όνομά του ήταν Νικόλαος και από μικρός έδειχνε ότι ήταν άνθρωπος μεγάλης αρετής και φοβερής ευφυΐας. Τα πρώτα του γράμματα τα έμαθε στη Νάξο και έπειτα στη σχολή της ίδιας πόλης επέκτεινε τις γνώσεις του, με δάσκαλο τον αδελφό του Αγίου Κοσμά του Αιτωλού, Αρχιμανδρίτη Χρύσανθο. Κατόπιν 16 χρόνων πήγε στην Ελληνική σχολή της Σμύρνης, όπου κοντά σε φημισμένους διδασκάλους έλαβε ανώτερη παιδεία και αρετή. Μετά από ορισμένες περιπέτειες, το 1775 πήγε στο Άγιον Όρος. Εκεί, στη Μονή του Άγιου Διονυσίου εκάρη μοναχός με το όνομα Νικόδημος. Οι Πατέρες της Μονής, που διέκριναν τα μεγάλα φυσικά και επίκτητα χαρίσματα του Νικόδημου, τον διόρισαν αναγνώστη και γραμματέα της Μονής. Στη Μονή αυτή ο Νικόδημος, υπήρξε υπόδειγμα διακονίας και πράξεων αρετής. Έπειτα αποσύρθηκε σε κάποιο κελί, όπου με ασκητικό τρόπο, επιδόθηκε στη μελέτη και συγγραφή πολλών οικοδομητικών, θεολογικών και αγιολογικών βιβλίων. Μεταξύ αυτών είναι ο «Συναξαριστής», το «Εορτοδρόμιον», η «Νέα Κλίμακα», ο «Αόρατος Πόλεμος» και άλλα πολλά.
Τελικά μετά από διάφορες περιπέτειες, που υπέστη στη βραχύχρονη ζωή του, απεβίωσε από ημιπληγία, σε ηλικία 60 χρονών, τις πρώτες ορθρινές ώρες της 14ης Ιουλίου του έτους 1809 στο κελί των Σκουρταίων, στις Καρυές του Αγίου Όρους. Τα τελευταία του λόγια ήταν η απάντηση που έδωσε στους μαθητές του όταν τον ρώτησαν αν ησυχάζει: «Τον Χριστό έβαλα μέσα μου και πως να μη ησυχάσω;». Ενταφιάστηκε στο Λαυριωτικό Κελί των Σκουρταίων στις Καρυές του Άγιου Όρους, αφήνοντας πίσω του ένα τεράστιο πνευματικό συγγραφικό έργο, που σήμερα αποτελεί κεφάλαιο για τον λαό της Ορθόδοξης Εκκλησίας. Η Εκκλησία μας επάξια από το έτος 1955 τον κατέταξε στο Αγιολόγιο της».
Λοιπόν, μπορεί οι Πατρολόγοι της Εκκλησίας να μην έχουν φτάσει στο ζητούμενο: την τελική αποτίμηση της θεολογικής εμβρίθειας του μεγάλου οσίου, όμως η Εκκλησία ως το σώμα του ζώντος Χριστού έδωσε το «στίγμα» του× ο Αγιορείτης Νικόδημος είναι όσιος με διακηρυγμένη την αγιότητά του και επιβεβαιωμένη την τεράστια συμβολή του στον εν Χριστώ καταρτισμό των χριστιανών, όχι μόνο αυτών που έζησαν στην εποχή του αλλά και στις μετέπειτα εποχές, όπως και τη σημερινή και όλες όσες θα ακολουθήσουν. Για έναν απλούστατο λόγο: τα κείμενα του οσίου δεν είναι αποκυήματα της φαντασίας ενός θεολόγου, έστω και πολύ καλού, αλλά καρπός του φωτισμένου από το Πνεύμα του Θεού νου του λόγω της αγίας και απολύτως σύμφωνης προς τις εντολές του Κυρίου βιοτής του. Ο λόγος του λοιπόν, για να θυμηθούμε τον εξίσου μεγάλο όσιο Σωφρόνιο τον Αθωνίτη, μένει εις τον αιώνα, που θα πει ότι εμβαπτιζόμενος κανείς σε αυτόν εμβαπτίζεται στους λόγους της χάριτος, περιπολεί κυριολεκτικά στους λειμώνες του νοητού Παραδείσου. Και να, μία σπουδαία επιβεβαίωση της παραπάνω πραγματικότητας διά στόματος του μεγάλου και αυτού Παϊσίου του Αγιορείτου. Είπε ο όσιος Παḯσιος: «Και μόνον για την ακολουθία των Αγιορειτών Πατέρων που έγραψε, άξιζε να γίνει Άγιος, ο Άγιος Νικόδημος. Με τι ευλάβεια είναι γραμμένη! Αισθάνεσαι ότι ανήκει και αυτός σε αυτούς που εξυμνεί» - ποιος μπορεί να διακρίνει καλύτερα το ύψος ενός αγίου από έναν επίσης άγιο;
Από το συναξάρι του τα τελευταία λόγια του, απάντηση στους μαθητές του, αποκαλύπτουν τον πυρήνα όλης της ζωής του: «Τον Χριστό έβαλα μέσα μου και πώς να μην ησυχάσω;» Η ζωντανή σχέση του με τον Κύριο, η αίσθηση της παρουσίας Του στην ψυχοσωματική ύπαρξή του ήταν εκείνο που σφράγιζε την πορεία του στον κόσμο τούτο. Και ναι μεν η συγκεκριμένη απάντησή του δόθηκε όταν μόλις είχε κοινωνήσει των αχράντων μυστηρίων, κάτι που έκανε διαρκώς ιδίως στα τελευταία του, οπότε πραγματοποιείτο και σ’ αυτόν ό,τι ο ίδιος ο Κύριος είχε βεβαιώσει: «ο τρώγων μου την σάρκα και πίνων μου το αίμα εν εμοί μένει καγώ εν αυτώ», όμως την ίδια ακριβώς απάντηση θα έδινε, και πράγματι έδινε, και για κάθε στιγμή της ζωής του. Και δεν είναι σχήμα υπερβολής τούτο, γιατί ο Κύριος που μίλησε γι’ αυτήν την περιχώρησή Του με κάθε πιστό που Τον κοινωνεί μυστηριακά, μίλησε εξίσου και για την περιχώρησή Του με τους πιστούς Του όταν εκείνοι αγωνίζονται τον αγώνα τηρήσεως των αγίων Του εντολών. «Ο έχων τας εντολάς μου και τηρών αυτάς εκείνος εστίν ο αγαπών μου» είπε, «ο δε αγαπών με αγαπηθήσεται υπό του πατρός μου και εγώ αγαπήσω αυτόν και εμφανίσω αυτώ εμαυτόν». Κι ο άγιος Ιωάννης ο ευαγγελιστής θα σημειώσει επ’ αυτού: «Ο τηρών τας εντολάς του Θεού, εν τω Θεώ μένει και ο Θεός εν αυτώ», όπως και «ο Θεός αγάπη εστί και ο μένων εν τη αγάπη εν τω Θεώ μένει και ο Θεός εν αυτώ».
Με άλλα λόγια η θεία κοινωνία, η μέθεξη στον Κύριο και δι’ Αυτού σε όλην την Αγία Τριάδα δεν επιτυγχάνεται μόνον μυστηριακά, με τη συμμετοχή στο σώμα και στο αίμα του Κυρίου, αλλά, όπως λέει συγκεκριμένα και ο όσιος Νικόδημος, και πνευματικά, κάθε φορά που ο πιστός θέτει τον εαυτό του, την ψυχή και το σώμα του, εκεί που υποδεικνύουν οι εντολές του Θεού. Για παράδειγμα: ενώ ο εγωισμός ενός χριστιανού που αδικήθηκε τον σπρώχνει να εκδικηθεί, εκείνος εν πίστει αφήνει την όποια εκδίκηση στον Κύριο συγχωρώντας τον άνθρωπο που τον αδίκησε× ή, επίσης, η «σιωπή χειλέων», πολύ περισσότερο η «σιωπή λογισμών» σε ύβρεις συνανθρώπων του, επειδή ακριβώς θέλει να μένει στη βασική εντολή της αγάπης, συνιστούν μία υπέρβαση των παθών, που αποτελεί πολύ δραστική μετοχή στον Κύριο, μία θεία κοινωνία που τον καθιστά ενεργό μέλος Εκείνου: «εν Αυτώ μένει και Αυτός εν αυτώ» - σαν να ανυψώνεται ο πιστός και να εισέρχεται στο ποτάμι της θείας αγάπης. Στην πραγματικότητα ο αγώνας αυτός που κινεί τον πιστό να μη μένει στον εγωισμό του αλλά στην αναζήτηση του θελήματος του Θεού αποτελεί την κατεξοχήν ενεργοποίηση της μεγαλύτερης δωρεάς που ο Θεός έχει δώσει στον άνθρωπο, να είναι μέλος του αγίου Του σώματος. Μέλος Χριστού δεν είναι κάθε πιστός που έχει βαπτιστεί και έχει χριστεί στο όνομα του Χριστού; Λοιπόν, ο μοναδικός δρόμος που κρατάει ανοιχτή και ζωντανή τη σχέση του μέλους προς την κεφαλή είναι πέραν της συμμετοχής όπως είπαμε στο σώμα και το αίμα του Χριστού, η τήρηση του αγίου Του θελήματος. Γι’ αυτό και δεν μας παραξενεύει το γεγονός που σημειώνουν όλοι οι άγιοι Πατέρες μας στοιχώντας στον λόγο της Γραφής, ότι ο κάθε εν επιγνώσει χριστιανός είναι ένας άλλος Χριστός στον κόσμο, μία δική Του προέκταση, κατά την αποκάλυψή Του: «εγώ ειμι η άμπελος, υμείς τα κλήματα».
Το συγκεκριμένο απόσπασμα από το έργο του οσίου Νικοδήμου «Αόρατος Πόλεμος» που αναφέρεται στην παραπάνω αλήθεια δεν αφήνει περιθώριο αμφισβήτησης: «Αν και μυστηριακά δεν μπορούμε να δεχτούμε τον Κύριό μας περισσότερο από μία φορά την ημέρα, ωστόσο πνευματικά και νοερά μπορούμε να τον δεχόμαστε κάθε ώρα και στιγμή μέσω της εργασίας όλων των αρετών και των εντολών, ειδικά όμως μέσω της θείας προσευχής και μάλιστα της νοερής (1). Ο Κύριος βρίσκεται κρυμμένος στις άγιες εντολές Του κι όποιος πράττει μια αρετή ή εντολή, δέχεται ταυτόχρονα στην ψυχή του και τον κρυμμένο μέσα σ’ αυτές Κύριο, ο οποίος υποσχέθηκε να κατοικήσει μαζί με τον Πατέρα Του, σε κείνον που θα τηρήσει τις εντολές Του, λέγοντας, «Εάν κάποιος με αγαπά, θα τηρήσει τα λόγια μου κι ο Πατέρας μου θα τον αγαπήσει και θα έλθουμε σ’ αυτόν και θα κατοικήσουμε σ’ αυτόν μαζί» (Ιωάν. 14,23) (2). Αυτή η κοινωνία και ένωση με το Θεό δεν μπορεί να μας αφαιρεθεί από κανένα άλλο δημιούργημα, παρά μόνο από δικιά μας αμέλεια ή από κανένα άλλο δικό μας σφάλμα. Και μερικές φορές αυτή η κοινωνία είναι τόσο καρποφόρα και ευάρεστη στο Θεό, όσο ίσως δεν είναι πολλές άλλες μυστηριακές κοινωνίες, εξαιτίας της έλλειψης προϋποθέσεων εκείνων που τις δέχονται (3). Λοιπόν, όσες φορές έχεις ανάλογη διάθεση και προετοιμαστείς για μία τέτοια νοερή κοινωνία, θα βρεις πρόθυμο και έτοιμο τον Υιό του Θεού, ο οποίος από μόνος Του σε τρέφει πνευματικά με τα ίδια Του τα χέρια».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου