Ἕνας ἄνθρωπος πού κατοικοῦσε στά παράλια τῆς ἐπαρχίας τῶν Λυκῶν, ἑόρταζε κάθε χρόνο τήν πανήγυρη τοῦ ἁγίου Νικολάου.
Καί ὅταν κάποτε ἑόρταζε ὁμοίως καί συναθροίσθηκε στό ναό πλῆθος λαοῦ, παρευρισκόταν μαζί τους καί ὁ Βασίλειος ὁ γυιός τοῦ μνημοποιοῦ, ἐπιτελώντας τήν ἄγρυπνη δοξολογία πρός τόν Θεό καί τόν ὑπηρέτη Του Νικόλαο.
Κι εὐθύς κυκλώνει τό ναό νέφος ἀθέων Ἀγαρηνῶν καί πλῆθος λαοῦ μαζί μέ τόν Βασίλειο μεταφέρονται αἰχμάλωτοι στήν Κρήτη.
Καί ὅλους μέν τούς καταδικάζουν ἐπιβάλλοντάς τους δεσμά καί δουλεία, τόν δέ Βασίλειο ὡς εὐπρεπῆ τόν παίρνει ὁ πασᾶς καί το συναριθμεῖ μέ τούς ὑπηρέτες του, γιά νά τόν ὑπηρετεῖ στήν τράπεζά του.
Καί ὅλους μέν τούς καταδικάζουν ἐπιβάλλοντάς τους δεσμά καί δουλεία, τόν δέ Βασίλειο ὡς εὐπρεπῆ τόν παίρνει ὁ πασᾶς καί το συναριθμεῖ μέ τούς ὑπηρέτες του, γιά νά τόν ὑπηρετεῖ στήν τράπεζά του.
Οἱ δέ γονεῖς τοῦ παλλικαριοῦ μετέβαλαν τή γιορτή σέ πένθος κι ἐστενοχωριούνται πολύ. Ἀφοῦ δέ πέρασε ὁ καιρός καί ἡ γιορτή πλησίαζε πείθει ὁ ἄνδρας τή γυναῖκα. «Οὔτε ἐμᾶς»,ἔλεγε, «γυναίκα, οὔτε τό παιδί μας ὠφελεῖ ὁ θρῆνος μας καί δέν κάνουμε τίποτε,οὔτε θά μπορέσουμε νά ἑορτάσουμε τή μνήμη τοῦ ἁγίου μας».
Πείθεται λοιπόν ἡ γυναίκα ἀπό τόν ἄνδρα της, ἑτοιμάζουν πλέον ὅλα τά ἀπαραίτητα τῆς δεξιώσεως τῆς γιορτῆς, συναθροίζονται οἱ συνδαιτημόνες στό δεῖπνο, ὅπως συνηθίζεται, καί οἱ φίλοι παρηγοροῦσαν τούς γονεῖς γιά τό χαμένο τους σπλάχνο.
Ἔπειται ἀκούγεται πολύ ἐνοχλητικά τό γαύγισμα τῶν σκύλων. Ὡς ἐκ τούτου ἀφοῦ ἔσβησαν ὅλες τίς δαδουχίες, ὅλοι ἐσιώπησαν ἀπό τό φόβο τῶν Ἀγαρηνῶν.
Ἐπειδή δέ νόμιζαν ὅτι ἔγινε νέα ἐπιδρομή, ταράχθηκαν σφόδρα.
Ἐπειδή δέ νόμιζαν ὅτι ἔγινε νέα ἐπιδρομή, ταράχθηκαν σφόδρα.
Ὁ δέ πατέρας παρακύπτοντας στό ἀποσκίασμα τοῦ τοίχου, κατασκόπευε γύρω-γύρω ἤρεμα, ἀναζητώντας τήν αἰτία τοῦ γαυγίσματος τῶν σκύλων. Καί νά, πρός τό μέσον τῆς αὐλῆς βλέπει ἔκπληκτος νά στέκεται ὁ Βασίλειος, φορώντας μουσουλμανική στολή κρατώντας δέ στό χέρι του ποτήριο με δύο λαβές γιά κρασί διά πλῆθος κεράσματα.
Καί ἔλεγε: «Παιδί μου Βασίλειε, αὐτός εἶσαι ἤ φάντασμα μέ ἀπατᾶ;» Τό παιδί δέ ἔλεγε: «Μήν ὑποψιάζεσαι, πατέρα, ὅτι βλέπεις φάντασμα.
Ἐγώ εἶμαι ὁ γυιός σου Βασίλειος». Ἀφοῦ δέ ἀγκαλιάσθηκαν, νά καί ἡ μητέρα καί οἱ φίλοι περικύκλωσαν τό παιδί κρατώντας πολλά φῶτα καί ρωτοῦσαν νά μάθουν τήν αἰτία τῆς παράδοξης ἐπιστροφῆς του στό σπίτι: «Νωρίς», λέγει τό παιδί, «κατά τήν ὥρα τοῦ δείπνου ἀφοῦ γέμισα τό ποτήριο μέ κρασί γιά νά τό δώσω στόν πασᾶ, δέν κατάλαβα πῶς ἁρπάχτηκα μετέωρος καί ἦλθα ὥς ἐδῶ καθώς βλέπετε.
Ἐνόμισα δέ ὅτι δέν στεκόμουν πάνω στή γῆ, μέχρις ὅτου μ’ ἐφώναξε ὁ πατέρας, μαζί μου δέ ἔβλεπα καί τόν προστάτη μας καί θεῖο Νικόλαο». Ἡ μητέρα, παίρνοντας τον στήν ἀγκαλιά της, ἔλεγε κλαίοντας: «Σ’ ἔχω στά χέρια μου, παιδί μου, ἐξ’ αἰτίας τοῦ ἁγίου Νικολάου τοῦ προστάτη μας, κι ἐγώ ἐνόμιζα ὅτι δολοφονήθηκες ἀπό τούς μιαρούς καί μιαιφόνους»
Ὅταν ἐξημέρωσε ὅλη ἡ περιοχή ἐμαζεύτηκε στό σπίτι καί ἐξ αἰτίας τοῦ θαύματος αὐτοῦ ὅλοι ἐδόξαζαν τόν Θεό καί συνάμα τόν ὑπηρέτη Του καί θεῖο Νικόλαο.
Ὁ Ἅγιος τῶν Θαλασσῶν
Σώτου Χονδρόπουλου
Ἐκδόσεις «Καινούργια Γὴ»
σελ. 126-127
Ἐπιμέλεια κειμένου
Ἀναβάσεις - http://anavaseis.blogspot.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου