Ὁ Δαβὶδ ἔλεγε: «Πότε θὰ φθάσω διὰ νὰ ἰδῶ τὸ πρόσωπο τοῦ Θεοῦ;» Kαὶ ἐὰν μὲν ἦτο κάποιος ἁπλοῦς, ἀσήμαντος καὶ ταπεινὸς ἄνθρωπος, ζῶν μέσα εἰς τὴν πτωχείαν, θὰ ἦτο καὶ τότε σπουδαῖον πρᾶγμα τό νὰ περιφρονήσῃ τὴν παροῦσαν ζωήν, πλὴν ὅμως δὲν εἶναι τόσον σπουδαῖον ὅπως ἀκριβῶς τώρα αὐτὸς ποὺ ἦτο Βασιλεὺς καὶ ἀπελάμβανε τόσον ἀπολαυστικὴν ζωήν, ποὺ ἦτο μέτοχος τόσον μεγάλης δόξης, ποὺ ἐπέτυχεν ἀμετρήτους νίκας καὶ ἐνίκησεν εἰς πολλοὺς πολέμους καὶ ἦτο λαμπρὸς καὶ δοξασμένος παντοῦ, ὅλα μὲν αὐτὰ νὰ τὰ περιφρονῆ, καὶ πλοῦτον καὶ δόξαν καὶ ὅλην τὴν τρυφηλήν ζωήν, νὰ ἔχῃ δὲ ἐστραμμένην ὅλην τὴν προσοχήν του πρὸς τὰ μέλλοντα· αὐτὸ εἶναι γνώρισμα μιᾶς μεγαλόψυχης διάνοιας· αὐτὸ εἶναι δεῖγμα φιλοσόφου ψυχῆς, ποὺ φτερουγίζει πρὸς τὸν οὐράνιον ἔρωτά της.
Τὸν Δαβὶδ λοιπὸν καὶ ἡμεῖς ἂς μιμηθῶμεν καὶ ἂς μὴ θαυμάσωμεν τὰ παρόντα, διὰ νὰ θαυμάσωμεν τὰ μέλλοντα· μᾶλλον δὲ ἂς θαυμάσωμεν τὰ μέλλοντα, διὰ νὰ μὴ θαυμάσωμεν τὰ παρόντα. Διότι, ἐὰν ζῶμεν μὲ τὴν σκέψιν μας συνεχῶς πρὸς τὰ μέλλοντα ἐκεῖνα καὶ σκεπτώμεθα τὴν Βασιλείαν τῶν Οὐρανῶν, τὴν ἀθανασίαν, τὴν αἰώνιον ζωήν, τὴν συναναστροφὴν μὲ τοὺς ἀγγέλους, τὴν ἐπικοινωνίαν μὲ τὸν Χριστόν, τὴν ἀθάνατον ἐκείνην δόξαν, τὴν ζωὴν ποὺ εἶναι ἀπηλλαγμένη ἀπὸ κάθε ὀδύνην, καὶ ἐὰν ἀναλογιζώμεθα ὅτι τὰ δάκρυα καὶ οἱ ὀνειδισμοὶ καὶ αἱ ὕβρεις καὶ ὁ θάνατος καὶ αἱ λύπαι καὶ ὁ πόνος καὶ τὰ γηρατειὰ καὶ αἱ ἀσθένειαι καὶ αἱ ἀρρώστιαι καὶ ἡ πτωχεία καὶ ἡ συκοφαντία καὶ ἡ χηρεία καὶ ἡ
ἁμαρτία καὶ ἡ περιφρόνησις καὶ ἡ κόλασις καὶ ἡ τιμωρία καὶ ὁτιδήποτε ἄλλο τῆς παρούσης ζωῆς εἶναι λυπηρὸν καὶ ἀηδιαστικόν, ὅλα μαζὶ αὐτὰ ἐξαφανίζονται, ἐγκαθίστανται δὲ εἰς τὴν θέσιν αὐτῶν ἡ εἰρήνη, ἡ πραότης, ἡ ἐπιείκεια, ἡ ἀγάπη, ἡ χαρά, ἡ δόξα, ἡ τιμή, ἡ λαμπρότης, καὶ ὅλα τὰ ἄλλα, ὅσα οὔτε ὁ λόγος θὰ ἠμπορέση νὰ παραστήσῃ, τίποτε ἀπὸ τὰ τῆς παρούσης ζωῆς δὲν θὰ μᾶς προσελκύσῃ, ἀλλὰ καὶ ἡμεῖς θὰ ἠμπορέσωμεν νὰ λέγωμεν μαζὶ μὲ τὸν Προφήτην: «Πότε θὰ φθάσω διὰ νὰ ἰδῶ τὸ πρόσωπον τοῦ Θεοῦ;» Καὶ ζῶντες κατ’ αὐτὸν τόν τρόπον οὔτε εἰς παραλογισμοὺς θὰ φθάνωμεν ἐξ αἰτίας τῶν λαμπρῶν πραγμάτων τῆς παρούσης ζωῆς, οὔτε θὰ περιπέσωμεν εἰς λύπην ἐξ αἰτίας τῶν λυπηρῶν πραγμάτων, οὔτε φθόνος, οὔτε κενοδοξία, οὔτε τίποτε ἄλλο ἀπὸ τὰ παρόμοια θὰ μᾶς ἑλκύση ποτέ…
Ἀπὸ τὸ βιβλίο :
Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου
«ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΑ ΜΑΡΓΑΡΙΤΑΡΙΑ».
Ἐκδόσεις: Ὀρθόδοξος Κυψέλη, 2000 μ.Χ.
Τὸν Δαβὶδ λοιπὸν καὶ ἡμεῖς ἂς μιμηθῶμεν καὶ ἂς μὴ θαυμάσωμεν τὰ παρόντα, διὰ νὰ θαυμάσωμεν τὰ μέλλοντα· μᾶλλον δὲ ἂς θαυμάσωμεν τὰ μέλλοντα, διὰ νὰ μὴ θαυμάσωμεν τὰ παρόντα. Διότι, ἐὰν ζῶμεν μὲ τὴν σκέψιν μας συνεχῶς πρὸς τὰ μέλλοντα ἐκεῖνα καὶ σκεπτώμεθα τὴν Βασιλείαν τῶν Οὐρανῶν, τὴν ἀθανασίαν, τὴν αἰώνιον ζωήν, τὴν συναναστροφὴν μὲ τοὺς ἀγγέλους, τὴν ἐπικοινωνίαν μὲ τὸν Χριστόν, τὴν ἀθάνατον ἐκείνην δόξαν, τὴν ζωὴν ποὺ εἶναι ἀπηλλαγμένη ἀπὸ κάθε ὀδύνην, καὶ ἐὰν ἀναλογιζώμεθα ὅτι τὰ δάκρυα καὶ οἱ ὀνειδισμοὶ καὶ αἱ ὕβρεις καὶ ὁ θάνατος καὶ αἱ λύπαι καὶ ὁ πόνος καὶ τὰ γηρατειὰ καὶ αἱ ἀσθένειαι καὶ αἱ ἀρρώστιαι καὶ ἡ πτωχεία καὶ ἡ συκοφαντία καὶ ἡ χηρεία καὶ ἡ
ἁμαρτία καὶ ἡ περιφρόνησις καὶ ἡ κόλασις καὶ ἡ τιμωρία καὶ ὁτιδήποτε ἄλλο τῆς παρούσης ζωῆς εἶναι λυπηρὸν καὶ ἀηδιαστικόν, ὅλα μαζὶ αὐτὰ ἐξαφανίζονται, ἐγκαθίστανται δὲ εἰς τὴν θέσιν αὐτῶν ἡ εἰρήνη, ἡ πραότης, ἡ ἐπιείκεια, ἡ ἀγάπη, ἡ χαρά, ἡ δόξα, ἡ τιμή, ἡ λαμπρότης, καὶ ὅλα τὰ ἄλλα, ὅσα οὔτε ὁ λόγος θὰ ἠμπορέση νὰ παραστήσῃ, τίποτε ἀπὸ τὰ τῆς παρούσης ζωῆς δὲν θὰ μᾶς προσελκύσῃ, ἀλλὰ καὶ ἡμεῖς θὰ ἠμπορέσωμεν νὰ λέγωμεν μαζὶ μὲ τὸν Προφήτην: «Πότε θὰ φθάσω διὰ νὰ ἰδῶ τὸ πρόσωπον τοῦ Θεοῦ;» Καὶ ζῶντες κατ’ αὐτὸν τόν τρόπον οὔτε εἰς παραλογισμοὺς θὰ φθάνωμεν ἐξ αἰτίας τῶν λαμπρῶν πραγμάτων τῆς παρούσης ζωῆς, οὔτε θὰ περιπέσωμεν εἰς λύπην ἐξ αἰτίας τῶν λυπηρῶν πραγμάτων, οὔτε φθόνος, οὔτε κενοδοξία, οὔτε τίποτε ἄλλο ἀπὸ τὰ παρόμοια θὰ μᾶς ἑλκύση ποτέ…
Ἀπὸ τὸ βιβλίο :
Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου
«ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΑ ΜΑΡΓΑΡΙΤΑΡΙΑ».
Ἐκδόσεις: Ὀρθόδοξος Κυψέλη, 2000 μ.Χ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου