Δόξα τω Θεώ, πάντων ένεκεν. - Αγ. Ιωάννης Χρυσόστομος

Πέμπτη 12 Νοεμβρίου 2015

Ο Αγ. Ιωάννης Χρυσόστομος και οι «Ανόμοιοι», «Περί Ομοουσίου»

Nικόλαος Γεωργαντώνης
θεολόγος

Πρόλογος

           
«Ἡ τοῦ στόματός σου καθάπερ πυρσὸς ἐκλάμψασα χάρις, τὴν οἰκουμένην ἐφώτισεν.»[1] Αυτή είναι η φράση που δείχνει ποιός ήταν ο Άγιος Ιωάννης Χρυσόστομος. Κορυφαίος ερμηνευτής και Θεολόγος, έδωσε πλούσια παρακαταθήκη και δικαίως ονομάστηκε και «Χρυσόστομος»[2]. Μίλησε πάνω σε πολλά θέματα που αφορούσαν στην πνευματική καλλιέργεια των πιστών καθώς και στα προβλήματα της εποχής του.

            Στην παρούσα εργασία, θα μιλήσω για το έργο του Αγ. Ιωάννου Χρυσοστόμου «Κατά Ανομοίων» και συγκεκριμένα γύρω από αυτά που είπε για την ομοουσιότητα του Υιού με τον Πατέρα και ορισμένα παραδείγματα για την θεανθρώπινη φύση Του. Το έργο αυτό αποτελείται από επτά ομιλίες που εκφωνήθηκαν στην Κωνσταντινούπολη.

            Εύχομαι αυτή η εργασία, να βοηθήσει να φανερωθεί, έστω και ένα ψήγμα του μεγάλου πλούτου του Αγ. Ιωάννου Χρυσοστόμου.


Κεφάλαιο Α’: Ο Αγ. Ιωάννης Χρυσόστομος και οι «Ανόμοιοι»

Α. Βίος του

            Ο Αγ. Ιωάννης ο Χρυσόστομος γεννήθηκε στην Αντιόχεια το 354 μ.Χ.[3] Υπάρχουν μαρτυρίες όπως του Παλλαδίου Ελενοπόλεως (πρώτος βιογράφους του Ι. Χρυσοστόμου) που αναφέρουν την γέννηση του Χρυσοστόμου το 354 μ.Χ., άλλες έρευνες που τοποθετούν την γέννηση του μεταξύ του 344 – 354 μ.Χ. και άλλες που την τοποθετούν το 349 – 350 μ.Χ. Ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος, περί το 368 μ.Χ. βαπτίστηκε.

            Ο πατέρας του ήταν ο Ιωάννης Σεκούνδος[4], οποίος ήταν στρατηγός του Ρωμαικού στρατού που έδρευε στην Αντιόχεια. Η μητέρα του ήταν η Ανθούσα, η οποία είχε βαθειά χριστιανική πίστη και αγωγή, κάτι που μαρτυρείται και από τον Λιβάνιο που είπε «Οίαι παρά χριστιανοίς γυναίκες εισι!»[5] Σε μικρή ηλικία έχασε τον πατέρα του ο Ιωάννης και τον μεγάλωσε η μητέρα του.

            Τα πρώτα γράμματα τα έμαθε από τη μητέρα του και μετά παρακολούθησε ανώτερες σπουδές κοντά στον σπουδαίο ρήτορα Λιβάνιο και τον φιλόσοφο Ανδραγάθιο μέχρι τα δεκαοκτώ του χρόνια. Μέσα από αυτές τις σπουδές, έγινε βαθύς γνώστης της ελληνιστικής παιδείας, μαθητεύοντας κοντά στους καλύτερους ρήτορες της εποχής του. Οι σπουδές που έκανε, τον προόριζαν για το επάγγελμα του δικηγόρου αλλά ο Ιωάννης είχε διαφορετική κλίση.

            Μετά από τις σπουδές του, πήγε στο «Ασκητήριο», το οποίο είχε ιδρυθεί από τον Διόδωρο Ταρσού (+392) και τον Καρτέριο και λειτουργούσε ως σχολή, μοναστηριακού τύπου όπου διδασκόταν η ερμηνεία των Γραφών και η θεολογία της Εκκλησίας.[6] Εδώ σπούδασε ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος με εντυπωσιακή επίδοση στις σπουδές του. Μεταξύ των διαφόρων συμμαθητών που είχε ήταν και ο Θεόδωρος, μετέπειτα επίσκοπος Μομψουεστίας (+428).[7] Ο ιερός Χρυσόστομος όμως δεν ικανοποιήθηκε με την ερμηνευτική μέθοδο του Διόδωρου Ταρσού και έφυγε από τη σχολή αυτή.

            Ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος χειροθετήθηκε αναγνώστης κατά το 372 μ.Χ.[8]  Τότε ξεκίνησε το διδακτικό και ερμηνευτικό του έργο επειδή εκείνη την εποχή, ο Αναγνώστης είχε ως διακόνημα όχι μόνο να διαβάζει την Αγία Γραφή αλλά και να την ερμηνεύει και να την εξηγεί στον λαό. Παράδειγμα για το αξίωμα του Αναγνώστου μας δίνει ο ίδιος ο Χρυσόστομος «και ανελθών ο αναγνώστης λέγει πρώτον το βιβλίον τίνος εστί, του δείνος τυχόν προφήτου, ή αποστόλου, ή ευαγγελιστού, και τότε λέγει ά λέγει, ώστε ευσημότερα υμίν είναι, και μη μόνον τα εκγείμενα ειδέναι, αλλά την αιτίαν των γεγραμμένων, και τις ταύτα είρηκεν.»[9] Τον ίδιο χρόνο, μετά από την κοίμηση της μητέρας του Ανθούσας, εγκατέλειψε την Αντιόχεια και πήγε να μονάσει στην ορεινή περιοχή, Σιλπίου κοντά σε κάποιον ασκητή.[10] Ήθελε και νωρίτερα να μονάσει, αλλά δεν το έκανε λόγω της μητέρας του, που δεν ήθελε να φύγει ο Ιωάννης από κοντά της πριν από την κοίμηση της. Εδώ μόνασε για τέσσερα χρόνια και μετά από αυστηρή άσκηση, ζήτησε να πάει να ασκητέψει με περισσότερη αυστηρότητα. Αφού πήρε ευλογία, πήγε σε ένα μικρό σπήλαιο κοντά στο όρος Σίλπιος. Εδώ ασκήτεψε με ολοήμερη προσευχή και μελέτη της Αγίας Γραφής για δύο χρόνια έως ότου αρρώστησε από το κρύο και κατά το έτος 378 – 379 μ.Χ. αναγκάστηκε να γυρίσει στην Αντιόχεια.[11]

            Το 381 μ.Χ. χειροτονήθηκε διάκονος από τον επίσκοπο Αντιοχείας Μελέτιο και μετά από πέντε χρόνια, το 386 μ.Χ., χειροτονήθηκε πρεσβύτερος από τον διάδοχο του Μελετίου, Φλαβιανό.[12] Μέσα σε αυτή τη περίοδο, ο ιερός Χρυσόστομος ανέπτυξε τη δράση του σε ερμηνευτικά και θεολογικά θέματα. Κήρυξε αρκετά και κατά των διαφόρων αιρέσεων που είχαν παραμείνει και ειδικότερα κατά των Ανομοίων που ακόμη υπήρχαν στην Αντιόχεια αυτή την εποχή. Η φήμη του εξαπλώθηκε και έφθασε σε τέτοιο βαθμό, ώστε να θεωρείται ήδη από τον λαό ως Χρυσόστομος. Όλα τα βλέμματα στράφηκαν, αυτή την εποχή, στον Αγ. Ιωάννη τον Χρυσόστομο, επειδή ήδη είχαν φύγει από το εκκλησιαστικό προσκήνιο ο Μέγας Βασίλειος (+379) και ο Αγ. Γρηγόριος ο Θεολόγος (+390).[13]

            Το 397 μ.Χ., κοιμήθηκε ο Νεκτάριος, αρχιεπίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως. Ο Παλλάδιος αναφέρει για την κατάσταση του αρχιεπισκοπικού θρόνου μετά την κοίμηση του Νεκταρίου, «Εντεύθεν συντρέχουσιν τινες των μη ζητουμένων, μνηστεύοντες την προεδρίαν, άνδρες τινές ουκ άνδρες, πρεσβύτεροι μεν την αξίαν, ανάξιοι δε της ιερωσύνης, οι μεν πραιτωριοκτυπούντες, οι δε δωροδοκούντες, άλλοι δε και τους δήμους γονυπετούντες.»[14]  Ο λαός της Κωνσταντινούπολης ζητούσε άνθρωπο φωτισμένο, ζητούσε όπως αναφέρει ο Παλλάδιος «επιζητών τον επιστήμονα της ιερωσύνης.»[15] Το 398 μ.Χ., μετά από εισήγηση του Ευτροπίου στον αυτοκράτορα Αρκάδιο και υπερψήφιση κλήρου και λαού, εξελέγη αρχιεπίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως και χειροτονήθηκε από τον Θεόφιλο Αλεξανδρείας.[16] Δεν πήγε όμως αμέσως στην Κωνσταντινούπολη ο Χρυσόστομος γιατί αυτό θα δημιουργούσε προβλήματα στην Αντιόχεια. Έτσι παρακάλεσε τον κόμη της Αντιόχειας, τον Ευτρόπιο, ο οποίος και έφερε τον Ιωάννη έξω από τη πόλη, στην περιοχή Ρωμανησία όπου και τον παρέλαβαν απεσταλμένοι του αυτοκράτορα.[17] Ο Θεόφιλος Αλεξανδρείας δεν ήθελε να βάλει τον Ιωάννη Χρυσόστομο ως αρχιεπίσκοπο, αλλά υποχώρησε, χάρη στην τόσο μεγάλη υποστήριξη που είχε ο Χρυσόστομος.

            Τα πρώτα θέματα με τα οποία ασχολήθηκε ο Ιωάννης Χρυσόστομος ήταν με την πνευματική οικοδομή του λαού και την ειρήνη μεταξύ των Εκκλησιών. Για το πρώτο θέμα, ξεκίνησε να κάνει κηρύγματα με διδακτικό χαρακτήρα που κατηχούσαν τον κόσμο στα θέματα της πίστεως. Ο ίδιος ζούσε με ασκητικό τρόπο και με αυτό τον τρόπο θέλησε να συνετίσει τους κληρικούς και μοναχούς που σκανδάλιζαν με τον τρόπο ζωής τους το λαό. Ο Χρυσόστομος πούλησε ότι πολυτελή πράγματα είχε στην αρχιεπισκοπή και τα έδωσε στα φιλανθρωπικά ιδρύματα που είχε η πόλη.[18] Άλλαξε το κλίμα στην Κωνσταντινούπολη, με την προσθήκη περισσοτέρων ακολουθιών που γινόταν με τάξη και ο κόσμος ενθουσιάστηκε γιατί αυτό είχε ατονήσει με τον προηγούμενο αρχιεπίσκοπο Νεκτάριο.[19] Δεν έμεινε μόνο στο λειτουργικό βίο ο Χρυσόστομος, αλλά προχώρησε και στην δημιουργία νέων φιλανθρωπικών ιδρυμάτων και έντεινε το ενδιαφέρον του για τους φτωχούς και ανήμπορους.

            Ο νέος τρόπος ζωής που έφερε στην Κωνσταντινούπολη ο Ιωάννης Χρυσόστομος ευχαρίστησε πολλούς κληρικούς και λαϊκούς αλλά δημιούργησε και πολλές αντιδράσεις από κληρικούς κυρίως. Ο Χρυσόστομος, όπως ειπώθηκε και νωρίτερα, ζήτησε από τους κληρικούς να είναι πιο σεμνοί και λιτή στην ζωή τους και να είναι παραδειγματικοί στον λαό. Αυτό έλαβε έκταση όταν κήρυξε εναντίων των πλουσίων που ζούσαν εις βάρος του λαού.

            Ο Ιωάννης Χρυσόστομος έδειξε στον λαό του Θεού, το πραγματικό χαρακτήρα ενός Χριστιανού με τα λόγια του αλλά πολύ περισσότερο και με τα έργα του. Έτσι, έφτασε στο τέλος της ζωής του, στην εξορία, κοντά στα Κόμανα, όπου μετά από το βασανιστικό μαρτύριο της διαδρομής προς την εξορία στην Πιτυούντα στον Καύκασο, είπε τη χαρακτηριστική δοξολογική προσευχή «Δόξα τω Θεώ, πάντων ένεκεν», πρόσθεσε το «Αμήν» και παρέδωσε το πνεύμα του.[20]

Β. Οι Ανόμιοι

            Όπως αναφέραμε ανωτέρω, ο Χρυσόστομος ασχολήθηκε με τις αιρέσεις που είχαν επιζήσει στην Αντιόχεια μέχρι την δική του εποχή. Μεταξύ αυτών των αιρέσεων, ασχολήθηκε και με τους «Ανομοίους».

Οι Ανόμοιοι ήταν συνέχεια του Αρειανισμού, που πίστευαν ότι ο Υιός ήταν δημιουργημένος και είχε άλλη ουσία, διαφορετική από την ουσία του Θεού Πατέρα. Ταύτιζαν την Θεία Ουσία με τα υποστατικά ιδιώματα του Πατρός και του Υιού όπου στον Πατέρα είναι το Αγέννητο και στον Υιό το Γεννητό.[21] Έλεγαν, ότι Θεία Ουσία είχε μόνο ο Θεός Πατέρας η οποία δεν μοιράζεται και ο Υιός αναφέρεται ως Θεός μέσω της μετοχής στο δημιουργικό έργο του Πατέρα.[22]

            Εκπρόσωποι αυτής της αιρέσεως, ήταν ο Αέτιος και Ευνόμιος, με τον τελευταίο να έχει μεγαλύτερο ζήλο και επιμονή στην διδασκαλία περί του Θεού.

            Ο Αέτιος γεννήθηκε στη Κοίλη της Συρίας.[23] Σπούδασε στην Αλεξάνδρεια κοντά σε έναν Αριστοτελικό σοφιστή χωρίς όμως να μάθει πολλά και μέχρι το τέλος του δεν είχε πολλές γνώσεις.[24] Ήταν τόσο δυσνόητα αυτά που έλεγε, που οι ίδιοι οι Αρειανοί δεν τον καταλάβαιναν με το αποτέλεσμα να τον διώξουν από την εκκλησία τους.[25] Στο μόνο έργο του που έχει διασωθεί, «Συνταγμάτιον περί αγεννήτου Θεού και γεννητού», μιλά για την διαφορά μεταξύ της ουσίας του Πατέρα και του Υιού και το ότι είναι αδύνατο να γεννηθεί κάτι από τον Αγέννητο Θεό Πατέρα.[26] Ουσιαστικά, ο Αέτιος συνέχισε την κακοδοξία του Αρείου, λέγοντας ότι ο Υιός έχει άλλη, διαφορετική ουσία από τον Πατέρα και είναι κτιστός.

            Ο Ευνόμιος υπήρξε μαθητής του Αέτιου και γεννήθηκε στην Καππαδοκία με καλό πατέρα, γεωργό που το μόνο κακό του ήταν το ότι έβγαλε τέτοιο παιδί.[27] Δεν είχε την θεολογικη παιδεία και σκέψη για να κατανοήσει ορισμένα πράγματα στην Θεολογία. Χειροτονήθηκε επίσκοπος Κυζίκου από όπου κήρυττε τις κακοδοξίες του χωρίς όμως να τον αντέχουν οι πιστοί εκεί και διώχθηκε πίσω στην Κωνσταντινούπολη.[28] Ο Ευνόμιος συνέχισε την περί Θεού διδασκαλία και είπε ότι ο άνθρωπος μπορεί να γνωρίσει τον Θεό, δηλαδή την ουσία Του, όσο μπορεί να γνωρίζει ο ίδιος ο Θεός τον εαυτό Του.[29] Αυτό το στηρίζει στο ότι η ουσία του Θεού είναι απλή. Η διδασκαλία του Ευνομίου άλλαξε από «θεολογία» και έγινε, πήρε μορφή, «τεχνολογίας». Ακολουθεί τον Άρειο στο ότι ο Υιός είναι κτίσμα και προσθέτει ότι εφόσον η ουσία του Πατρός είναι αγέννητη, άρα είναι και ακοινώνητη και δεν μπορεί να δοθεί στον Υιό. Έτσι, μόνος Θεός, νοείται ο Πατέρας και ο Υιός μένει ως ποίημα του Πατέρα και άλλο πράγμα από Αυτόν.

Κεφάλαιο Β’: «Κατά Ανομοίων», «Περί Ομοουσίου»

            Ο ιερός Χρυσόστομος εκφώνησε τους ΙΒ’ λόγους «Κατά Ανομοίων» κατά τη διάρκεια των ετών από το 386 μ.Χ. (που χειροτονήθηκε πρεσβύτερος) μέχρι το 398 μ.Χ. (που χειροτονήθηκε επίσκοπος και εγκαταστάθηκε ως Αρχιεπίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως). Οι πρώτες έξι έχουν υπότιτλο «Περί Ακαταλήπτου» και οι υπόλοιπες έξι «Περί Ομοουσίου».[30]

            Σε αυτή την εργασία θα εξεταστεί το δεύτερο τμήμα του έργου του Αγ. Ιωάννου Χρυσοστόμου που μιλά περί της ομοουσιότητας του Υιού με τον Πατέρα, το οποίο αποτελεί τη συνέχεια των πρώτων έξι ομιλιών όπου μίλησε περί του ακαταλήπτου του Θεού.

            Ο Χρυσόστομος, αναφέρεται στην περί του Θεού κατανόηση εκ μέρους του ανθρώπου, στον έβδομο λόγο του, «Πρώην μεν ουν εδείκνυμεν, ότι και ανθρώπων, και αγγέλων, και αρχαγγέλων, και απλώς πάσης της κτίσεως την σοφίαν, η κατάληψις της ουσίας του Θεού, μετά πολλής υπερβαίνει της περιουσίας, και τω Μονογενεί μόνω και τω αγίω Πνεύματι γνώριμος εστι και σαφής.»[31] Ο άνθρωπος δεν έχει την δυνατότητα να γνωρίζει την ουσία του Θεού αλλά αυτό δεν είναι κάτι που ισχύει μόνο για τους ανθρώπους. Αυτό ισχύει για όλα τα κτιστά όντα, συμπεριλαμβανομένων και των Αγγέλων. Τη γνώση της ουσίας του Θεού την έχει μόνο ο ίδιος Θεός. Η διδασκαλία αυτή είναι κοινή σε όλους τους Πατέρες, το ότι δηλαδή το κτιστό δεν μπορεί να μετέχει στο άκτιστο κατ’ ουσίαν, δηλαδή να μετέχει και να γνωρίζει την Θεία Ουσία. Το ίδιο ισχύει και για το μυστήριο της ενσαρκώσεως του Υιού του Θεού και της γεννήσεως του Ιησού Χριστού.

            Ο ιερός Χρυσόστομος αναφέρει, ότι είναι εύκολο και φυσικό να κατανοηθεί το ότι ο Ιησούς Χριστός  είναι ομοούσιος με τον Πατέρα γιατί κάτι παρόμοιο συμβαίνει και με τους ανθρώπους. Λέει, «Ότι γαρ ομοούσιος ο γεννηθείς τω γεννήσαντι, ουκ επ’ανθρώπων μόνον, αλλά και επι ζώων απάντων, και επι δένδρων τούτο ίδοι τις αν.»[32] Εφόσον το φαινόμενο αυτό υπάρχει και στην φύση, δεν είναι δύσκολο το ίδιο να συμβαίνει με τον Ιησού Χριστό. Αλλά δεν μένει μόνο στα παραδείγματα της κτιστής φύσεως αλλά προχωρά και στα παραδείγματα που δίνει η Αγία Γραφή. Αναφέρει την ευαγγελική φράση, «Ο εωρακώς εμέ, εώρακε τον Πατέρα»[33] η οποία αποδεικνύει την ομοουσιότητα του Υιού με τον Πατέρα και το ότι γεννήθηκε από Αυτόν. Όταν θέλει να μιλήσει για την ισοδυναμία του Ιησού Χριστού με τον Πατέρα, αναφέρει τη μαρτυρία του Κυρίου «Εγώ και ο Πατήρ εν εσμέν»[34]. Για να δείξει ότι είναι ίδια η εξουσία που έχουν ο Πατέρας και ο Υιός, λέει «Ώσπερ γαρ ο Πατήρ εγείρει τους νεκρούς και ζωοποιεί, ούτω και ο Υιός, ους θέλει ζωοποιεί»[35].

            Ο Ιωάννης Χρυσόστομος λέει για την ομοουσιότητα του Υιού με τον Πατέρα, «Όταν γαρ είπη, ότι της αυτής εστίν αυτώ ‘μορφής’, και του αυτού ‘χαρακτήρος’, τι άλλο δηλοί, ή το απαράλλακτον της ουσίας;»[36] Εδώ αναφέρει ότι οι λέξεις «μορφή» και «χαρακτήρας» αναφέρονται στην ουσία του Υιού που είναι η ίδια με αυτήν του Πατέρα. Αφού ο Πατέρας έχει την ίδια μορφή και τον ίδιο χαρακτήρα με τον Υιό, συνεπάγεται ότι οι λέξεις αυτές περιγράφουν την ομοουσιότητα του Υιού με τον Πατέρα.

            Συνεχίζει ο Χρυσόστομος και αναφέρει ορισμένα πράγματα περί του Χριστού. Αναφέρει ότι ο Ιησούς Χριστός φόρεσε πραγματική ανθρώπινη σάρκα και ότι δεν είναι κάτι το φανταστικό ή «αέρινο». Αυτό το λέει επειδή μερικοί αμφισβήτησαν την πραγματική ενανθρώπηση του Υιού και Λόγου του Θεού όπως ο Μαρκίωνας, Μανιχαίος, Ουαλεντίνος κ.α.[37] Για να εξηγήσει ο Χρυσόστομος το γεγονός ότι σε μερικές περιπτώσεις ο Ιησούς μιλά απλά και άλλοτε πιο εξειδικευμένα περί της θεότητας Του, λέει «Όταν ουν ίδης αυτόν ταπεινά λέγοντα, μη της ευτελείας της κατά την ουσίαν, αλλά της ασθενείας της κατά την διάνοιαν των ακροατών είναι νόμιζε την συγκατάβασιν.»[38] Υπάρχει όμως και άλλος λόγος που ο Κύριος μιλούσε απλά. Το έκανε για να διδάξει τους ακροατές να έχουν ταπεινοφροσύνη[39].

            Στον ίδιο λόγο, εξηγεί με σύντομο τρόπο, περί της αιρέσεως του Σαβελλίου. Λέει «Το μη δια την πολλήν εγγύτητα και άφατον των υποστάσεων, εις ενός προσώπου ποτέ υπόνοιαν ημάς εμπεσείν, όπου γε και νύν ολιγάκις αυτού τι τοιούτον ειπόντος, προς την ασέβειαν ταύτην ήδη τινές εξώλισθον. Σαβέλλιος γουν ο Λίβυς ακούσας αυτού λέγοντος, ‘Εγώ και ο Πατήρ εν εσμέν’, και ‘Ο εωρακώς εμε εώρακε τον Πατέρα’, την από των ρημάτων τούτων εγγύτητα προς τον γεγεννηκότα εμφαινομένην εις ασεβείας υπόθεσιν, και ενός προσώπου, και μιας υποστάσεως υπόνοιαν ήρπασεν.»[40] Έτσι, δείχνει ότι ο Σαβέλλιος δεν κατάλαβε σωστά τον λόγο του Κυρίου και έτσι εξέπεσε εκτός της Αλήθειας.

            Συνεχίζοντας ο ιερός Χρυσόστομος για τον Κύριο Ιησού Χριστό, αναφέρει ότι η προσευχή που έκανε ο Ιησούς λίγο πριν την σταύρωση, δεν ήταν της θεότητας αλλά της ανθρώπινης φύσεως Του. Αυτό το εξηγεί λέγοντας ότι ο Θεός δεν προσεύχεται αλλά προσκυνείται και δέχεται τις προσευχές των πιστών[41]. Την αδυναμία την ανθρώπινης φύσεως του Ιησού τη βλέπουμε με αυτό που λέει ο Κύριος «Επιθυμία επεθύμησα το Πάσχα τούτο φαγείν μεθ’υμών.»[42] Εδώ ο Χρυσόστομος εξηγεί, «Της ανθρωπίνης φύσεως την ασθένειαν ημίν ενδείκνυνται ουχ αιρουμένης απλώς απορραγήναι της παρούσης ζωής, αλλ’αναδυομένης και οκνούσης δια την εξ αρχής εντθείσαν αυτή φιλίαν παρά του Θεού προς τον παρόντα βίον.»[43] Όταν δηλαδή μιλά για να αποφύγει το πάθος, εκεί μιλά ως άνθρωπος. Για να αποδείξει περισσότερο ότι ο Υιός έλαβε πραγματική σάρκα, χρησιμοποιεί το ευαγγελικό χωρίο της απιστίας του Απόστολου Θωμά, όπου ο Κύριος είπε, «Ερεύνησον, και ίδε ότι πνεύμα σάρκα και οστέα ου έχει;»[44] Λέει ο Χρυσόστομος, «Δια τούτο ουδέ εξ αρχής τελείας ηλικίας τον άνθρωπον ανέλαβεν, αλλ’ηνέσχετο και συλληφθήναι, και τεχθήναι, και γαλακτοτροφηθήναι, και χρόνον τοσούτον επι της γής διατρίψαι, ινα και τω μήκει του χρόνου, και τοις άλλοις άπασιν αυτό τούτο πιστώσηται.»[45] Αυτό το είπε επειδή πολλές φορές ο Θεός και οι άγγελοι παρουσιαζόντουσαν ως άνθρωποι χωρίς να έχουν πραγματική ανθρώπινη σάρκα.

            Περαιτέρω παράδειγμα, δίνεται από τον Χρυσόστομο, προς απόδειξη της Θεότητας του Ιησού Χριστού, αναφερόμενος στην Ανάσταση του Λαζάρου. Αναφέρει ότι οι αιρετικοί και οι Ιουδαίοι αμφισβήτησαν την θεότητα του Ιησού Χριστού επειδή χρειάστηκε να προσευχηθεί πριν αναστήσει τον Λάζαρο.[46] Λέει η Γραφή, «ο δε Ιησούς ήρε τους οφθαλμούς άνω και είπε, πάτερ, ευχαριστώ σοι ότι ήκουσας μου, εγώ δε ηδείν ότι πάντοτε μου ακούεις, αλλά δια τον όχλον τον περιεστώτα είπον, ίνα πιστεύσωσιν ότι συ με απέστειλας.»[47] Για αυτό λέει ο Χρυσόστομος, «Είδες πως ουκ εγένετο η προσευχή δια τον νεκρόν, αλλά δια τους παρόντας απίστους, ‘ινα γνώσι’ φησίν, ‘ότι συ με απέστειλες’.»[48] Είναι φανερό ότι έγινε για να πιστέψει ο λαός και όχι γιατί δεν ήταν πραγματικά Θεός ο Υιός. Αυτό φαίνεται και στην Ι’ Ομιλία, όπου ο άγιος λέει για τον Ιησού, «Καθάπερ γαρ τις διδάσκαλος σοφίας πεπληρωμένος παιδίοις ψελλίζουσι συμψελλίζει, και ο ψελλισμός ου της αμαθίας του διδασκάλου, αλλά της κηδεμονίας της προς τους παίδας εστι τεκμήριον, ουτω δη και ο Χριστός, ου δι’ευτέλειαν της ουσίας ταύτα εποίει, αλλά δια συγκατάβασιν.»[49] Λίγο πιο κάτω προσθέτει για να εξηγήσει τον λόγο που ο Ιησούς Χριστός ότι έκανε άλλοτε ήταν για να διδάξει ταπεινοφροσύνη, άλλοτε για να δείξει την θεότητα Του, άλλοτε για να δείξει την ανθρώπινη φύση Του και άλλοτε για να διορθώσει την αδυναμία της πίστεως μας, «Τίνος γαρ ένεκεν επι των μειζόνων ουκ εύχεται θαυμάτων, αλλ’επι των ελαττόνων; Ει γαρ δεόμενος βοηθείας ηύχετο και ουκ έχων αυτοτελή δύναμιν, επι πάντων εύχεσθαι έδει και τον Πατέρα καλείν, ει δε μη επι πάντων, καν επι των μειζόνων. Νυν δε το εναντίον ποιεί, επί των μειζόνων πραγμάτων ουκ εύχεται, ίνα δείξη, ότι τους άλλους παιδεύων τούτο εποίει, ουχί δυνάμεως δεόμενος.»[50] Υπάρχουν πολλές ακόμη αναφορές για την απόδειξη της θεότητος του Ιησού Χριστού όπως στην εις το όρος ομιλία όπου λέει ότι δεν ήρθε να καταργήσει τον Νόμο αλλά να τον συμπληρώσει κάτι που μόνο ο Θεός μπορεί να πει.

            Άλλη σημαντική μαρτυρία που δίνει ο Χρυσόστομος για την ομοουσιότητα του Υιού είναι, «Μέλλων ουν αυτόν διαπλάττειν ο Θεός φησι, ‘Ποιήσωμεν άνθρωπον κατ’εικόνα ημετέραν και ομοίωσιν’. Προς τίνα διαλέγεται; Εύδηλον ότι προς τον Μονογενή τον εαυτού. Και ουκ είπε ‘ποίησον’, ίνα μη νομίσης δουλικόν είναι επίταγμα το λεγόμενον, αλλά ‘ποιήσωμεν’, ίνα δια του σχήματος της συμβουλής των ρημάτων το ομότιμον εκκαλύψη[51] Λέγοντας ο Θεός Πατέρας, «να δημιουργήσουμε» δηλώνει ότι έχουν ισοτιμία και είναι ομοούσιος με τον Θεό Υιό. Επίσης δείχνει την αυθεντία και την ισοτιμία ο Ιησούς με την απάντηση που έδωσε στους Ιουδαίους, σχετικά με την αναφορά του θαύματος με τον παράλυτο που έγινε Σάββατο. Λέει ο Χρυσόστομος, «Πως ουν απολογείται; Φησίν. ‘Ο Πατήρ μου εως άρτι εργάζεται, καγώ εργάζομαι.’ Είδες αυθεντίαν[52] Μόνο αυτός που είναι ισότιμος και ομοούσιος με τον Πατέρα θα το έλεγε αυτό. Ότι λέει ο Ιησούς, δηλώνει ότι είναι Θεός, ομοούσιος με τον Πατέρα και αυτό το δείχνει πολλές φορές με διάφορα παραδείγματα ο Άγιος Ιωάννης Χρυσόστομος.
 

Επίλογος

            Ο Άγιος Ιωάννης Χρυσόστομος έδωσε πολύτιμο πλούτο στην Θεολογία της Εκκλησίας. Μίλησε για θέματα δογματικά, ερμηνευτικά και ότι άλλο ήταν αναγκαίο για την καλλιέργεια και αύξηση της πνευματικότητας του ακροατηρίου του. Κήρυξε ενάντια στους αιρετικούς και στους διαφθαρμένους της εποχής του, με αποτέλεσμα να οδηγηθεί στην εξορία όπου και παρέδωσε το πνεύμα του στον Θεό.

            Ο τρόπος που μιλά κατά των Ανομοίων άλλοτε είναι αυστηρός και άλλοτε προσπαθεί σαν στοργικός πατέρας να τους συνετίσει. Η γλώσσα του όπως συνηθίζει στις ομιλίες του είναι απλή και κατανοητή. Στηρίζεται στη Αγία Γραφή για να αποδείξει την πραγματική ενσάρκωση του Λόγου, την πραγματική θεότητα Του, την ανθρώπινη φύση Του αλλά και την ομοουσιότητα Του με τον Θεό Πατέρα.
     
 

 




[1] Απόσπασμα από το Απολυτίκιο, ΙΓ’ Νοεμβρίου, Ήχος πλ. Δ’
[2] Στ. Παπαδόπουλος, Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος, Τόμος Α’, σελ. 9
[3]Στ. Παπαδόπουλος, Αγ. Ιωάννης ο Χρυσόστομος, Τόμος Α’, σελ. 22
[4] Στ. Παπαδόπουλος, Αγ. Ιωάννης ο Χρυσόστομος, Τόμος Α’, σελ. 24
[5] Ιω. Χρυσοστόμου, Εις Νεωτέραν Χηρεύσασαν, PG 48, 601
[6] Στ. Παπαδόπουλος, Πατρολογία, Τόμος Β’, σελ. 557
[7] Στ. Παπαδόπουλος, Αγ. Ιωάννης ο Χρυσόστομος, Τόμος Α’, σελ. 24
[8] Κων. Β. Σκουτέρη, Ιστορία Δογμάτων Β’, σελ. 619
[9] Ιω. Χρυσοστόμου, Εις την Προς Εβρ. Επιστολήν, Ομιλία Η’, PG 63, 75
[10] Στ. Παπαδόπουλος, Αγ. Ιωάννης ο Χρυσόστομος, Τόμος Α’, σελ. 25
[11] Στ. Παπαδόπουλος, Αγ. Ιωάννης ο Χρυσόστομος, Τόμος Α’, σελ. 26
[12] Κων. Β. Σκουτέρη, Ιστορία Δογμάτων Β’, σελ. 619
[13] Στ. Παπαδόπουλος, Αγ. Ιωάννης ο Χρυσόστομος, Τόμος Α’, σελ. 30
[14] Ιω. Χρυσοστόμου, Διάλογος Ιστορικός Παλλαδίου, Διάλογος Ε’, PG 47, 19
[15] Ιω. Χρυσοστόμου, Διάλογος Ιστορικός Παλλαδίου, Διάλογος Ε’, PG 47, 19
[16] Κων. Β. Σκουτέρη, Ιστορία Δογμάτων Β’, σελ. 620
[17] Ιω. Χρυσοστόμου, Διάλογος Ιστορικός Παλλαδίου, Διάλογος Ε’, PG 47, 19
[18] Στ. Παπαδόπουλος, Αγ. Ιωάννης ο Χρυσόστομος, Τόμος Α’, σελ. 32
[19] Στ. Παπαδόπουλος, Αγ. Ιωάννης ο Χρυσόστομος, Τόμος Α’, σελ. 32
[20] Ιω. Χρυσοστόμου, Διάλογος Ιστορικός Παλλαδίου, Διάλογος ΙΑ’, PG 47, 38
[21] Κων. Β. Σκουτέρη, Ιστορία Δογμάτων Β’, σελ. 154
[22] Κων. Β. Σκουτέρη, Ιστορία Δογμάτων Β’, σελ. 154
[23] Θ.Η.Ε., Αέτιος, Τόμος Α’, σελ. 477
[24] Επιφανίου, Κατά Ανομοίων, PG 42, 517 BC
[25] Κων. Β. Σκουτέρη, Ιστορία Δογμάτων Β’, σελ. 155
[26] Κων. Β. Σκουτέρη, Ιστορία Δογμάτων Β’, σελ. 155
[27] Γρ. Νύσσης, Κατά Ευνομίου, PG 45, 264 B
[28] Κων. Β. Σκουτέρη, Ιστορία Δογμάτων Β’, σελ. 157
[29] Κων. Β. Σκουτέρη, Ιστορία Δογμάτων Β’, σελ. 158
[30] Ιω. Χρυσοστόμου, Εισαγωγή, ΕΠΕ 35, σελ. 5
[31] Ιω. Χρυσοστόμου, Κατά Ανομοίων, PG 48, 757
[32] Ιω. Χρυσοστόμου, Κατά Ανομοίων, PG 48, 758
[33] Ιω. 14, 9
[34] Ιω. 10, 30
[35] Ιω. 5, 21
[36] Ιω. Χρυσοστόμου, Κατά Ανομοίων, PG 48, 759
[37] Ιω. Χρυσοστόμου, Κατά Ανομοίων, PG 48, 759
[38] Ιω. Χρυσοστόμου, Κατά Ανομοίων, PG 48, 761
[39] Ιω. Χρυσοστόμου, Κατά Ανομοίων, PG 48, 761
[40] Ιω. Χρυσοστόμου, Κατά Ανομοίων, PG 48, 761 - 762
[41] Ιω. Χρυσοστόμου, Κατά Ανομοίων, PG 48, 763
[42] Λκ. 22, 15
[43] Ιω. Χρυσοστόμου, Κατά Ανομοίων, PG 48, 765
[44] Λκ. 24, 39
[45] Ιω. Χρυσοστόμου, Κατά Ανομοίων, PG 48, 765
[46] Ιω. Χρυσοστόμου, Κατά Ανομοίων, PG 48, 779
[47] Ιω. 11, 41-42
[48] Ιω. Χρυσοστόμου, Κατά Ανομοίων, PG 48, 783
[49] Ιω. Χρυσοστόμου, Κατά Ανομοίων, PG 48, 786
[50] Ιω. Χρυσοστόμου, Κατά Ανομοίων, PG 48, 787
[51] Ιω. Χρυσοστόμου, Κατά Ανομοίων, PG 48, 798
[52] Ιω. Χρυσοστόμου, Κατά Ανομοίων, PG 48, 809

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου