Δόξα τω Θεώ, πάντων ένεκεν. - Αγ. Ιωάννης Χρυσόστομος

Δευτέρα 14 Αυγούστου 2023

ΑΓΙΟΣ ΝΕΟΜΑΡΤΥΣ ΣΥΜΕΩΝ Ο ΤΡΑΠΕΖΟΥΝΤΙΟΣ Ο ΧΡΥΣΟΧΟΟΣ

 

ΛΑΜΠΡΟΥ Κ. ΣΚΟΝΤΖΟΥ Θεολόγου – Καθηγητού

       Ο μαρτυρικός Πόντος έδωσε και αυτός μια σειρά από ηρωικούς Νεομάρτυρες στην Εκκλησία και το Έθνος, οι οποίοι όρθωσαν το ανάστημά τους στον βάρβαρο αλλόθρησκο Οθωμανισμό και υπεράσπισαν την άγια και αμώμητη πίστη του Χριστού και ταυτόχρονα εξέφρασαν την αντίσταση της πονεμένης Ρωμιοσύνης. Ένας από αυτούς υπήρξε και ο άγιος Νεομάρτυς Συμεών ο Τραπεζούντιος ο Χρυσοχόος. 

      Γεννήθηκε στην Τραπεζούντα του Πόντου στις αρχές του 17ου αιώνα από ευσεβείς ορθοδόξους χριστιανούς γονείς, οι οποίοι του ενέπνευσαν την πίστη στο Σωτήρα Χριστό και του δίδαξαν την αρετή και το αδούλωτο φρόνημα. Ας μη λησμονούμε πως ο Πόντος, η πανάρχαια αυτή κοιτίδα του Ελληνισμού, βρέθηκε στο στόχαστρο πολλών και ποικίλων βαρβάρων. Ο Ελληνισμός του Πόντου είναι από τα πιο πονεμένα κομμάτια του εθνικού μας κορμού. Παρ’ όλες τις περιπέτειές τους όμως κράτησαν πεισματικά την εθνική τους συνείδηση και βέβαια την πίστη τους στο Χριστό. Δημιούργησαν έναν καταπληκτικό πολιτισμό, ο οποίος έχει γνήσιο ελληνορθόδοξο χαρακτήρα.

      Όταν ενηλικιώθηκε αποφάσισε να πάει να ζήσει στην Κωνσταντινούπολη, όπου έμαθε την τέχνη του χρυσοχόου και λειτουργούσε δικό του εργαστήριο και κατάστημα χρυσοχοΐας. Ήταν άνθρωπος αγαθών προθέσεων. Αγαπούσε πολύ το Θεό και ήταν πιστός χριστιανός. Εκτελούσε με συνέπεια τις θρησκευτικές του υποχρεώσεις και μελετούσε, τις ελεύθερες ώρες του την Αγία Γραφή και προσπαθούσε να ρυθμίσει τη ζωή του, σύμφωνα με το Ευαγγέλιο. Ήταν φιλάνθρωπος και ελεήμων και μέρος του εισοδήματός του το έδινε ως ελεημοσύνη στους φτωχούς, στις χήρες και τα ορφανά της Πόλης.

       Ο Συμεών κάποια μέρα βρέθηκε σε μια διαμάχη. Τρεις Χριστιανοί είχαν σχολάσει από την εργασία τους και πήγαιναν στα σπίτια τους, στη συνοικία του Γαλατά. Περνώντας από τη συνοικία των Τουκοεβραίων της Πόλης, συνάντησαν κάποιον μεγαλόσωμο Εβραίο, ο οποίος ήταν μεθυσμένος, ασχημονούσε και έβριζε τους περαστικούς. Ο ένας από τους τρεις Χριστιανούς, ο πιο κοντός, παραξενεύτηκε από τη θέα του μεθυσμένου Εβραίου και τον κοίταζε επίμονα στα μάτια. Εκείνος δυσαρεστήθηκε από το κοίταγμα του Χριστιανού και γι’ αυτό όρμησε εναντίον του, τον άρπαξε από τη ζώνη και τον σήκωσε στους ώμους του και ήταν έτοιμος να τον ξυλοφορτώσει, ίσως και να τον σκοτώσει. Τότε ο Χριστιανός, για να αμυνθεί, έβγαλε ένα μαχαίρι και το κάρφωσε στην πλάτη του Εβραίου.

      Αλλά ήταν τόση σφοδρή η μέθη του ο Εβραίος, δεν κατάλαβε τη μαχαιριά και άφησε τον Χριστιανό να φύγει. Όμως σε λίγη ώρα άρχισε να αισθάνεται να τρέχει το αίμα του και να πονά. Άρχισε να φωνάζει και να ζητά βοήθεια από τους άλλους Εβραίους, οι οποίοι έτρεξαν να βοηθήσουν, ενώ κάποιοι άλλοι κυνήγησαν τον δράστη, χωρίς όμως να μπορέσουν να τον συλλάβουν. Εν τω μεταξύ δημιουργήθηκε θόρυβος και μαζεύτηκε κόσμος, ζητώντας να μάθει τι συνέβη. Μεταξύ αυτών ήταν και ο χρυσοχόος Συμεών, ο οποίος ρωτούσε για τι συνέβη. Κάποιοι του εξήγησαν τι είχε συμβεί και εκείνος μέσα στην αφέλειά του είπε: «Ε, και τι έγινε αν πεθάνει ένας Εβραίος;». Αυτή η φράση ήταν συνηθισμένη στους Χριστιανούς, οι οποίοι βίωναν ένα φοβερό μίσος από τους Εβραίους. Ας ρίξει κάποιος μια ματιά στην ιστορία των χρόνων της τουρκοκρατίας για να δει τις τεταμένες σχέσεις Εβραίων και Χριστιανών.

     Αλλά αυτή η φράση του έφτασε στα αφτιά των αγανακτισμένων Εβραίων, οι οποίοι όρμισαν, τον συνέλαβαν και τον κατηγόρησαν ότι αυτός ήταν που  μαχαίρωσε τον Εβραίο. Τον πήραν σέρνοντας και ξυλοκοπώντας τον, τον  οδήγησαν στον βεζίρη, ψευδομαρτυρώντας ότι τον είδαν να μαχαιρώνει τον Εβραίο.

        Ο Συμεών μάταια προσπαθούσε να πείσει τον βεζίρη ότι δεν είναι αυτός που μαχαίρωσε τον Εβραίο και πως βρέθηκε τυχαία στο σημείο εκείνο, μετά από το συμβάν. Αλλά ο βεζίρης πίστεψε τους Εβραίους συκοφάντες και διέταξε να τον κλείσουν φυλακή για σαράντα ημέρες. Αν, εν τω μεταξύ, ο τραυματίας Εβραίος πεθάνει, να θανατωθεί. Αν ζήσει, να του καταλογισθούν τα έξοδα ιατρικής και νοσηλευτικής φροντίδας, και να ελευθερωθεί.

       Πέρασε σαράντα φρικτές ημέρες στη φυλακή ο Συμεών. Ο Εβραίος δεν είχε πεθάνει και, σύμφωνα με τη διαταγή, ο Συμεών κατέβαλε το ποσό των διακόσια ογδόντα γροσιών, ως αποζημίωση και αφέθηκε ελεύθερος. Αλλά μετά από δέκα ημέρες, και παρά την πρόσκαιρη βελτίωση της υγείας του, ο Εβραίος υπέκυψε στο τραύμα του. Τότε οι Εβραίοι έκαμαν συμβούλιο και αποφάσισαν να πάνε στους τούρκους δικαστές να ζητήσουν την τιμωρία του Συμεών. Δίνοντας μεγάλο ποσό, ως δωροδοκία, στους δικαστές απαίτησαν τη θανάτωσή του.

        Εκείνοι δέχτηκαν, έστειλαν απόσπασμα, συνέλαβε το Συμεών και τον οδήγησε ενώπιών τους. Του απάγγειλαν την κατηγορία του φόνου και του πρότειναν, αν ήθελε να αθωωθεί και να γλυτώσει τη ζωή του, να εξισλαμισθεί. Αυτό άλλωστε υπαγορεύει το Κοράνιο, όποιος ασπασθεί το Ισλάμ, του χαρίζεται η οποιαδήποτε ποινή. Επίσης του έταξαν χρήματα, αξιώματα και τιμές αν αλλαξοπιστούσε. Όμως εκείνος έμεινε αμετάπειστος και απάντησε θαρραλέα: «Αν και σε μύριους θανάτους  με καταδικάσετε, δε θα κατορθώσετε να μου σαλέψετε την πίστη μου και την αγάπη μου για τον Ιησού Χριστό. Δε θα χωρίσω από τον Κύριό μου και Θεό μου»!

       Οι δικαστές έγιναν έξαλλοι από το θυμό τους και έβγαλαν την απόφαση: θάνατος διά απαγχονισμού! Τον παρέδωσαν στο απόσπασμα, για να τον οδηγήσει στο βεζίρη, για να εκτελέσει την ποινή. Εκείνος τον παρέδωσε στους σκληρούς και ανελέητους δημίους, οι οποίοι τον έσυραν δεμένο και κακοποιώντας τον με πρωτοφανή βαναυσότητα, σε ένα μέρος που ονομαζόταν Μπεχτσέ-Καπί της Πόλης, όπου τον κρέμασαν σε έναν πλάτανο. Ήταν 14 Αυγούστου του 1653. Οι Χριστιανοί πλήρωσαν και παρέλαβαν το τίμιο λείψανό του, το οποίο ενταφίασαν με τιμές. Το συναξάρι του έγραψε ο γνωστός λόγιος Ιωάννης Καρυοφύλλης. Η μνήμη του τιμάται στις 14 Αυγούστου, την ημέρα του μαρτυρίου του. Θεωρείται δε ο προστάτης άγιος των χρυσοχόων.

Κυριακή 13 Αυγούστου 2023

ΑΓΙΑ ΕΥΔΟΚΙΑ Η ΦΩΤΙΣΜΕΝΗ ΑΥΤΟΚΡΑΤΕΙΡΑ ΤΟΥ ΒΥΖΑΝΤΙΟΥ

 

ΛΑΜΠΡΟΥ Κ. ΣΚΟΝΤΖΟΥ Θεολόγου - Καθηγητού

       Η εξουσία γενικά φθείρει και διαφθείρει. Χειρότερη απ’ όλες η απολυταρχική εξουσία και ιδιαίτερα η βασιλική, η οποία σε παλιότερες εποχές, ήταν εστία διαφθοράς και ηθικής καταπτώσεως. Υπάρχουν όμως και οι εξαιρέσεις. Στο χιλιόχρονο Βυζάντιο, την χριστιανική Ρωμανία, οι αυτοκρατορικοί οίκοι ανάδειξαν, πέρα από την όποια κατάπτωση και μια πληθώρα αγίων ανάκτων, ανδρών και γυναικών, οι οποίοι λαμπρύνουν το αγιολογικό στερέωμα της Εκκλησία μας. Ανάμεσά τους ξεχωρίζει η αγία Ευδοκία, η αυτοκράτειρα και φιλόσοφος, η οποία προσέφερε πολύτιμες υπηρεσίες στο κράτος, την Εκκλησία και τον πολιτισμό.

      Γεννήθηκε το 401 στην Αθήνα και ήταν κόρη του ονομαστού φιλοσόφου και καθηγητή της ρητορικής, Λεοντίου. Το αρχικό όνομά της ήταν Αθηναΐς. Τόσο ο πατέρας της, όσο και η ίδια ήταν εθνική στο θρήσκευμα (ειδωλολάτρισσα). Ο πατέρας της φρόντισε να της δώσει αξιόλογη μόρφωση και παιδεία. Σπούδασε φιλοσοφία και φιλολογία. Ιδιαίτερα μελέτησε τον Όμηρο, τον Λυσία και τον Δημοσθένη. Σπούδασε επίσης αστρονομία και γεωμετρία. Κυρίως ασχολήθηκε με την νεοπλατωνική φιλοσοφία, η οποία μεσουρανούσε την εποχή εκείνη. Η ίδια ήταν στολισμένη με ευγένεια αισθημάτων και ψυχικό μεγαλείο. Επίσης διέθετε σπάνια σωματική ομορφιά.

      Όταν έγινε 20 ετών, πέθανε ο πατέρας της και τότε τα αδέλφια της προσπάθησαν να της αρπάξουν το μερίδιό της από την μεγάλη πατρική τους περιουσία. Φαίνεται πως δεν μπόρεσε να δικαιωθεί από τα αθηναϊκά δικαστήρια και γι’ αυτό κατέφυγε στη Βασιλεύουσα, περί το 420 ή το 421. Ζήτησε ακρόαση από την Αυγούστα Πουλχερία (μετέπειτα αγία της Εκκλησίας μας), η οποία επιτρόπευε τον ανήλικο αδελφό της Θεοδόσιο Β΄ (408-450). Η καλοσυνάτη και ταπεινή βασίλισσα δέχτηκε την Αθηναΐδα και άκουσε το πρόβλημά της και της υποσχέθηκε λύση.

       Αλλά την εποχή εκείνη η Πουλχερία αναζητούσε την κατάλληλη σύζυγο για τον αδελφό της. Διείδε στο πρόσωπο της ωραιότατης, ευφυούς και καλλιεργημένης Αθηναΐδας την ιδανική σύζυγο για το Θεοδόσιο και μια ικανή βασίλισσα για το κράτος. Της πρότεινε και εκείνη δέχτηκε. Αλλά υπήρχε ένα σοβαρό εμπόδιο, έπρεπε να βαπτισθεί και να γίνει χριστιανή.

      Η Αθηναΐδα δέχτηκε, κατηχήθηκε και βαπτίστηκε, παίρνοντας το όνομα Ευδοκία. Το 421 έγινε ο γάμος της με το Θεοδόσιο και ένα χρόνο αργότερα, το 422 ονομάστηκε Αυγούστα, αφού γέννησε την πρώτη της κόρη, την Ευδοξία.

      Όπως είναι γνωστό από την ιστορία,  ο Θεοδόσιος είχε περιορισμένες διοικητικές ικανότητες και ασθενή χαρακτήρα. Έτσι, στην ουσία, την εξουσία είχαν στα χέρια τους οι δυναμικές γυναίκες, η αδελφή του Πουλχερία και η σύζυγός του Ευδοκία. Η μεν Πουλχερία είχε επωμισθεί με τα διοικητικά, η δε Ευδοξία με τα πνευματικά.

      Η Ευδοκία ήταν φορέας της ελληνικής παιδείας και του πολιτισμού. Σκέφτηκε λοιπόν να μεταλαμπαδεύσει τον ελληνικό πολιτισμό και τα γράμματα από την Αθήνα στην Κωνσταντινούπολη, το κέντρο του τότε κόσμου. Να αναδείξει την ελληνική γλώσσα ως επίσημη γλώσσα της διοίκησης, της παιδείας και της δικαιοσύνης. Να ιδρύσει εκπαιδευτικά ιδρύματα, όπου θα διδάσκονται οι επιστήμες και θα καλλιεργείται η φιλοσοφία και οι καλές τέχνες. Άλλωστε η ευφυής εκείνη γυναίκα έβλεπε πως η άλλοτε λαμπρά κοιτίδα του πολιτισμού και της παιδείας, η Αθήνα  παρήκμαζε ραγδαία και έπρεπε η πολιτισμική της κληρονομία να μεταφερθεί αλλού, στο κέντρο της απέραντης αυτοκρατορίας, στην  Βασιλεύουσα, όπου θα είχε, και όπως είχε, την αρωγή του κράτους.

     Έτσι στα 425 ίδρυσε στην Κωνσταντινούπολη το περίφημο Πανδιδακτήριο, όπου διδάσκονταν όλες οι επιστήμες της εποχής. Καθιερώθηκε η ελληνική γλώσσα, ως

γλώσσα διδασκαλίας και χωρίστηκε το πρόγραμμα σπουδών σε δεκαπέντε έδρες για την σπουδή της ελληνικής γλώσσας και φιλολογίας, δεκατρείς για την σπουδή της λατινικής γλώσσας και φιλολογίας και μια έδρα φιλοσοφίας. Είναι το πρώτο πανεπιστήμιο της ιστορίας στον κόσμο.

     Επίσης κατόρθωσε και παραμέρισε την λατινική γλώσσα και προώθησε την ελληνική στη δικαιοσύνη. Ακόμα προώθησε την ελληνική και στη διοίκηση. Στις μέρες της άρχισαν να καταγράφονται οι νομικές διατάξεις στα ελληνικά, όπως και οι πράξεις της διοίκησης.

      Η πρώην παγανίστρια Ευδοκία είδε τη μεγάλη αξία της χριστιανικής πίστεως, συγκρίνοντάς την με την παχυλή ειδωλολατρία, η οποία ακόμη είχε κάποιες αντιστάσεις, λίγο πριν την πλήρη κατάρρευσή της. Γι’ αυτό και υποστήριξε την Εκκλησία στο ιεραποστολικό της έργο. Η ίδια ζούσε με πίστη και ευλάβεια και δεν την άγγιξε η διαφθορά των παλατιανών.

      Το 437 πάντρεψε την κόρη της Ευδοξία με τον αυτοκράτορα της Δύσεως Ουαλεντιανό Γ΄ (419-455). Κατόπιν αποφάσισε να πραγματοποιήσει το όνειρό της, να πάει στου Αγίους Τόπους να προσκυνήσει τα εκεί Ιερά Προσκυνήματα. Έμεινε δύο χρόνια, προσευχόμενη και κτίζοντας και ανακαινίζοντας σπουδαία έργα. Το 439, επιστρέφοντας, πέρασε από την Αντιόχεια, όπου εξέφρασε την περηφάνια της  για την ελληνική της καταγωγή. Μάλιστα έπεισε τον αυτοκράτορα να ανεγείρει διάφορα κοινωφελή έργα στη μεγάλη πόλη.

      Στα τέλη του 439 επέστρεψε στην Κωνσταντινούπολη. Με δική της πρωτοβουλία ανέβηκε στο αξίωμα του υπάρχου ο έπαρχος Κύρος. Αυτό όμως δεν άρεσε στον αντίζηλό του ευνούχο Χρυσάφιο. Ο πανούργος αυτός άνθρωπος έπεισε και έστρεψε το Θεοδόσιο ενάντια στην Ευδοκία. Για να διαρρήξει τις σχέσεις της με το Θεοδόσιο, την συκοφάντησε ότι δήθεν διατηρούσε ερωτική σχέση με τον παλατιανό αξιωματούχο Παυλίνο. Δυστυχώς ο Θεοδόσιος πίστεψε τις συκοφαντίες, διέταξε τη θανάτωση του Παυλίνου και έριξε σε δυσμένεια την Ευδοκία. Επίσης στράφηκε εναντίον της και η Πουλχερία.    

       Μετά από αυτή την κατάσταση, κατάλαβε ότι η παραμονή της στην Βασιλεύουσα ήταν αδύνατη. Γι’ αυτό, το 443, αποφάσισε να φύγει και πάλι για τους Αγίους Τόπους. Παρέμεινε εκεί ως το θάνατό της. Δεν επέστρεψε ποτέ στην Κωνσταντινούπολη, ούτε μετά το θάνατο του Θεοδοσίου (450). Επιδόθηκε στην προσευχή, τη νηστεία και την πνευματική περισυλλογή. Ανήγειρε με δικά της χρήματα ναούς, Μονές και πολλά φιλανθρωπικά ιδρύματα. Αφιερώθηκε στην ανάγνωση των Γραφών και των πατερικών κειμένων. Συναναστράφηκε με αγίους και ασκητές. Όμως, χωρίς να το συνειδητοποιήσει, παρασύρθηκε προσωρινά από κάποιους μονοφυσιτικούς κύκλους. Αλλά με τη βοήθεια δύο επιφανών μοναχών, του Συμεών Στυλίτου και του Μεγάλου Ενθυμίου μεταστράφηκε  στην Ορθοδοξία. Κοιμήθηκε ειρηνικά το 460.

     Η Ευδοκία συνέγραψε πολλά και αξιόλογα έργα, από τα οποία τα περισσότερα δυστυχώς δεν διασώθηκαν. Από τα σωζόμενα ξεχωρίζουν υπέροχοι στίχοι στη νίκη του Θεοδοσίου Β΄ εναντίον των Περσών, παράφραση της Οκτατεύχου και των προφητών Ζαχαρία και Δανιήλ, καθώς και τρία βιβλία του αγίου Κυπριανού Αντιοχείας (πρώην μάγου) σε έμμετρους ομηρικούς στίχους.   

     Η μνήμη της τιμάται στις 13 Αυγούστου.

Πέμπτη 10 Αυγούστου 2023

ΑΓΙΟΣ ΜΑΡΤΥΣ ΛΑΥΡΕΝΤΙΟΣ Ο ΑΡΧΙΔΙΑΚΟΝΟΣ

 

ΛΑΜΠΡΟΥ Κ. ΣΚΟΝΤΖΟΥ Θεολόγου – Καθηγητού  

     Η ορθόδοξη χριστιανική Δύση έχει να μας επιδείξει μέγα, ανάλογο αριθμό μαρτύρων, με την ορθόδοξη Ανατολή. Η κοσμοκράτειρα Ρώμη αποτέλεσε, για τρεις και πλέον αιώνες το κέντρο όπου διαδραματίζονταν η πάλη του παλιού και γερασμένου προχριστιανικού κόσμου με τον νέο και εύρωστο χριστιανικό κόσμο, τη νέα ελπίδα της ανθρωπότητας. Εκεί συντελέστηκε η μεγάλη σύγκρουση μεταξύ της θνήσκουσας ειδωλολατρίας και της Εκκλησίας του Χριστού. Η ρωμαϊκή εξουσία είχε κηρύξει την ολοκληρωτική εξόντωση του Χριστιανισμού, υποβάλλοντας σε ανείπωτους διωγμούς. Η πλειοψηφία των χριστιανών Μαρτύρων της αρχαίας Εκκλησίας ήταν Ρωμαίοι, διότι ως πολίτες της πρωτεύουσας του απέραντου ρωμαϊκού κράτους, βρισκόταν κοντά στην εξουσία και ως εκ τούτου ήταν πιο εύκολο να συλληφθούν και να μαρτυρήσουν για την χριστιανική τους πίστη, η οποία θεωρούνταν έγκλημα. Ένας από αυτούς ήταν και ο άγιος Μάρτυρας Λαυρέντιος ο Αρχιδιάκονος της Εκκλησίας της Ρώμης.

          Γεννήθηκε περί το 225 στην πόλη Ουέσκα της Ισπανίας και υπηρετούσε ως ένας από τους επτά διακόνους στην Εκκλησία της Ρώμης, ως αρχιδιάκονος στον άγιο Πάπα Σίξτο Β΄ (+258).

       Δεν μας είναι γνωστή η πρότερη ζωή του. Το όνομά του Laurentius, σημαίνει στα λατινικά  «Στεφανωμένος». Αρχαία παράδοση αναφέρει ότι από μικρός διδάχτηκε την χριστιανική πίστη, αποκήρυξε  την ειδωλολατρία και βαπτίστηκε χριστιανός. Κατηχητής του ήταν ο ελληνικής καταγωγής χριστιανός ιεραπόστολος και αρχιδιάκονος Ξύστος ή Ξυστός, στην Σαραγόσα. Είχε μια ασυνήθιστη αγάπη για το Χριστό και ήταν αφοσιωμένο μέλος της Εκκλησίας και έγινε ακόλουθος και βοηθός του Ξύστου. 

       Περί το έτος 257 ο Ξύστος με τον Λαυρέντιο βρέθηκαν στη Ρώμη, όπου ο Ξύστος εκλέχτηκε πάπας (επίσκοπος) Ρώμης με το λατινικό όνομα Σίξτος Β΄. Ο Σίξτος χειροτόνησε τον Λαυρέντιο ως αρχιδιάκονο και τον όρισε ως έναν από τους έμπιστους και πολύτιμους συνεργάτες του. Μάλιστα του ανέθεσε να φυλάγει τα ιερά σκεύη της Εκκλησίας και όλα τα πολύτιμα αντικείμενα και τιμαλφή, κάτι σαν σκευοφύλακας. Μάλιστα λέει η παράδοση ότι το πλέον πολύτιμο αντικείμενο που του εμπιστεύτηκε η Εκκλησία της Ρώμης ήταν το Ιερό Δισκοπότηρο, που είχε χρησιμοποιήσει ο Κύριος στο Μυστικό Δείπνο.

    Διευκρινίζουμε πως η χριστιανική πίστη ήταν απαγορευμένη και θεωρούνταν ως έγκλημα κατά του κράτους. Η συνάξεις και η λατρεία γινόταν κρυφά σε απομονωμένα υπόγεια ιδιωτών χριστιανών, στην ύπαιθρο και στις περίφημες κατακόμβες, οι οποίες ήταν τεράστιες υπόγειες στοές, υπόγεια νεκροταφεία, έξω από τη Ρώμη. Παροιμιώδεις είναι οι τερατώδεις αντιλήψεις στις λαϊκές μάζες για τους χριστιανούς. Επειδή η έννοια της αγάπης και της συναδέλφωσης ήταν άγνωστη στον ειδωλολατρικό κόσμο, παρεξηγούσαν την άσκηση αγάπης στους χριστιανούς, τους αδελφικούς ασπασμούς, ως …οιδιπόδειους μίξεις! Την Θεία Κοινωνία ως κανιβαλισμό μικρού παιδιού κλπ! Επίσης τη μη συμμετοχή τους στις παγανιστικές λατρείες και ιδιαίτερα στους εμετικούς και αισχρούς βακχισμούς και την «ιερή πορνεία» ως …απόκοσμη δεισιδαιμονία. Γι’ αυτό και τους μισούσαν θανάσιμα και όταν ανακάλυπταν τις συνάξεις τους τις κατέστρεφαν με μανία.

      Τον Αύγουστο του 258 ο ρωμαίος αυτοκράτορας Βαλεριανός (253-259) ανανέωσε τους διωγμούς εναντίον των Χριστιανών, ύστερα από μια μικρή ανάπαυλα. Οι Χριστιανοί άρχισαν να προετοιμάζονται για νέους ηρωικούς αγώνες και μαρτύρια. Από τις πρώτες ενέργειές τους ήταν να διαφυλάξουν ό, τι πολύτιμο είχε η Εκκλησία.

Γι’ αυτό ο πάπας Σίξτος έδωσε εντολή στο σκευοφύλακα Λαυρέντιο να κρύψει τα τιμαλφή της ρωμαϊκής εκκλησίας.

      Θεώρησε ότι η ασφαλέστερη κρύπτη ήταν οι κατακόμβες. Εκεί κατάφυγε και έκρυψε τα πολύτιμα εκκλησιαστικά σκεύη και ιδιαίτερα το θρυλικό Άγιο Ποτήριο. Όμως, φαίνεται ότι κάποιοι τον πρόδωσαν και ρωμαϊκό στρατιωτικό απόσπασμα τον εντόπισε και τον συνέλαβε, χωρίς όμως να βρει τα πολύτιμα σκεύη. Του έδωσαν τρεις ημέρες προθεσμία για να τους τα παραδώσει. 

      Ο Λαυρέντιος, αντί να παραδώσει τους θησαυρούς της Εκκλησίας στους ειδωλολάτρες διώκτες, τους μετέφερε κρυφά τη νύχτα και τους μοίρασε στους φτωχούς, στους αρρώστους, τις χήρες και τα ορφανά.

      Την Τρίτη ημέρα, πήρε μαζί του μερικούς από αυτούς τους αναξιοπαθούντες και πήγε στις ρωμαϊκές αρχές, στους οποίους είπε ότι οι θησαυροί της Εκκλησίας «αποταμιεύτηκαν» σε αυτούς τους ανθρώπους!  Οι Ρωμαίοι ειδωλολάτρες έγιναν έξαλλοι από το θυμό τους συνέλαβαν τον Λαυρέντιο και τον παρότρυναν να θυσιάσει στα είδωλα και να κάψει θυμίαμα στο άγαλμα του αυτοκράτορα και να υπογράψει τον απαιτούμενο λίβελο, ότι απαρνιόταν την χριστιανική «δεισιδαιμονία». Εκείνος αρνήθηκε και ομολόγησε την πίστη του στο Χριστό, ως τον αληθινό Θεό. Αποκάλεσε δε τους «θεούς» των ειδώλων δαιμόνια. Έτσι τον υπέβαλλαν σε φρικτά βασανιστήρια. Αφού τον βασάνισαν για μέρες, πυράκτωσαν μια πελώρια σχάρα, έβαλαν το μάρτυρα επάνω και τον έψησαν ζωντανό. Έτσι παρέδωσε την ψυχή του στο Θεό. Στη Ρώμη καταδεικνύεται σημείο όπου μαρτύρησε ο άγιος Λαυρέντιος και υπάρχει ναός των παπικών, αφιερωμένος σ’ αυτόν. Είναι η γνωστή βασιλική του San Lorenzo in Panisperna.   

       Η μνήμη του εορτάζεται στις 10 Αυγούστου.

       Η παράδοση αναφέρει πως πριν συλληφθεί ο Λαυρέντιος πρόλαβε να φυγαδεύσει το Ιερό Δισκοπότηρο στην Ισπανία. Αλλά η παράδοση περί του «Ιερού Δισκοπότηρου» δεν ανήκει στην Εκκλησία, αλλά είναι ένας μεσαιωνικός μύθος, τον οποίο εφεύρε και καλλιέργησε ο αιρετικός παπισμός και ενέχει αφελή και αποκρυφιστικά στοιχεία. Όπως είναι γνωστό ο μύθος αυτός προβλήθηκε ιδιαζόντως από τους ναζί της Γερμανίας, για να θεμελιώσουν τη ναζιστική ιδεολογία.

Τετάρτη 9 Αυγούστου 2023

ΑΓΙΟΣ ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΜΑΤΘΙΑΣ: Ο ΑΝΤΙΚΑΤΑΣΤΑΤΗΣ ΤΟΥ ΠΡΟΔΟΤΗ ΜΑΘΗΤΗ

 

ΛΑΜΠΡΟΥ Κ. ΣΚΟΝΤΖΟΥ Θεολόγου - Καθηγητού

        Ο Κύριός μας κάλεσε δώδεκα άνδρες για να σχηματίσει την ομάδα των αποστόλων, οι οποίοι έμελλαν να συνεχίσουν το απολυτρωτικό Του έργο. Ο αριθμός δώδεκα δεν είναι τυχαίος, αλλά έχει βαθύτατο συμβολισμό. Στους Εβραίους ο χρόνος είχε δώδεκα μήνες και το ημερονύκτιο δώδεκα ώρες (Ιωαν.11,9), συμβολίζοντας την πληρότητα του χρόνου. Ο Ιακώβ - Ισραήλ, είχε δώδεκα παιδιά (Γεν.35,22 – 27). Το Ισραήλ αποτελούνταν από δώδεκα φυλές (Γεν.49,28).  Αλλά και Ο Χριστός κάλεσε ως μαθητές Του δώδεκα άνδρες (Ματθ.10,1). Μάλιστα τους προμήνυσε ότι στη βασιλεία Του θα στηθούν δώδεκα θρόνοι, να καθίσουν οι δώδεκα μαθητές Του να κρίνουν τις δώδεκα φυλές του Ισραήλ (Ματθ.19,28.Λουκ.22,30.Αποκ.5,10).

       Ο παλιός Ισραήλ αποτελούνταν από τις δώδεκα φυλές, των αντίστοιχων δώδεκα γιων του Ιακώβ, ο οποίος είχε λάβει από το Θεό την προσηγορία Ισραήλ (Γεν.28.10). Αλλά η αποστολή του παλιού Ισραήλ έληξε, με την περάτωση του επί γης σωτηριώδους  έργου του Χριστού. Επάνω στον φρικτό Γολγοθά συνήφθη η νέα και αιώνια διαθήκη μεταξύ του Θεού και ανθρώπου με το Αίμα του Χριστού, θέτοντας τέλος στην παλιά διαθήκη, η οποία είχε συναφθεί στο Σινά (Εβρ.8,6). Τη θέση του παλιού Ισραήλ πήρε πια ο νέος Ισραήλ του Θεού, ο νέος λαός του Θεού της χάριτος, η Εκκλησία, η οποία συμπεριλαμβάνει ολόκληρη την ανθρωπότητα. Έτσι  έπρεπε να αντιπροσωπευτεί από αντίστοιχους σε αριθμό αποστόλους.

      Ο Ματθίας δεν αναφέρεται στους καταλόγους των αποστόλων, αλλά, για πρώτη φορά στο 1ο κεφάλαιο του Βιβλίου των Πράξεων των Αποστόλων. Μετά την προδοσία και την έκπτωση του Ιούδα Ισκαριώτη μειώθηκε ο αριθμός των αποστόλων και έπρεπε να αναπληρωθεί η θέση του προδότη μαθητή. Γι’ αυτό, αμέσως μετά την Ανάληψη συγκεντρώθηκαν οι απόστολοι και μαζί περίπου 120 μαθητές από τον ευρύτερο κύκλο των μαθητών του Χριστού, για να συμπληρώσουν τον αριθμό δώδεκα, προφανώς, κατά παραγγελία του Κυρίου, πριν αναληφτεί. 

      Κατά προτροπή του Πέτρου «έστησαν δύο άνδρες, τον Ιωσήφ τον καλούμενον Βαρσαββάν, ος επεκλήθη Ιούστος, και Ματθίαν, και προσευξάμενοι είπον΄ συ Κύριε, καρδιογνώστα πάντων, ανάδειξον όν εξελέξω εκ τούτων των δύο ένα, λαβείν τον κλήρον της διακονίας ταύτης και αποστολής, εξ’ ής παρέβη Ιούδας πορευθήναι εις τον τόπον τον ίδιον» (Πράξ.1,23-26). Έριξαν λοιπόν κλήρους. «Ο κλήρος έπεσεν επί Ματθίαν, και συγκατεψηφίσθη μετά των ένδεκα αποστόλων» (Πράξ.1,26).

     Δεν έχουμε δυστυχώς άλλες πληροφορίες για την κατοπινή δράση του αποστόλου Ματθία. Μάλιστα ακόμα και το όνομά του συγχέεται από κάποιους. Η συριακή έκδοση της ιστορίας του Ευσεβίου ονομάζει τον Ματθία ως Τολμάι. Ο Κλήμης ο Αλεξανδρέας τον αποκαλεί Ζακχαίο, κάποιοι άλλοι Βαρνάβα.

       Όπως αναφέρει ο βυζαντινός συγγραφέας Κάλλιστος Ξανθόπουλος, ο Ματθίας διάλεξε να κηρύξει αρχικά το Ευαγγέλιο στην Ιουδαία και κατόπιν πήγε στην Αιθιοπία. Αλλά δεν πρόκειται για την σημερινή Αιθιοπία της Αφρικής, αλλά για μια ομώνυμη περιοχή του Καυκάσου, ταυτισμένη με την μυθική Κολχίδα, η οποία σήμερα βρίσκεται στην σημερινή Γεωργία. Εκεί κήρυξε το Ευαγγέλιο με θέρμη και ζήλο, μεταστρέφοντας πολλούς ειδωλολάτρες στο Χριστό. Οι φανατικοί ιερείς των ειδώλων τον συκοφάντησαν στις αρχές, και εκείνες τον παρέδωσαν στον μανιασμένο ειδωλολατρικό όχλο, οι οποίοι τον σταύρωσαν. Οι Γεωργιανοί ευλαβούνται τον άγιο Ματθία, ως φωτιστή τους και επιδεικνύουν σημείο στο σωζόμενο ρωμαϊκό φρούριο Γκόνιο (στην αρχαία πόλη Άψανθος), στη σημερινή Αζαρία, τον τόπο της ταφής του.

     Σε σωζόμενο αρχαίο κείμενο με τίτλο: «Σύνοψη του Δωρόθεου», αναφέρεται πως ο Ματθίας   κήρυξε το Ευαγγέλιο σε βάρβαρους και ανθρωποφάγους, στο εσωτερικό της Αιθιοπίας, όπου βρίσκεται το λιμάνι του Ύσσου, στις εκβολές του ποταμού Φάση. Πέθανε στη Σεβαστούπολη, και τάφηκε εκεί, κοντά στο ναό του «θεού» Ήλιου. Σε άλλο σωζόμενο κοπτικό κείμενο, που τιτλοφορείται «Πράξεις του Ανδρέα και του Ματθία», τοποθετείται η δράση του, παρόμοια, στην «πόλη των κανίβαλων» στην Αιθιοπία.

      Σύμφωνα με άλλη παράδοση  ο Ματθίας λιθοβολήθηκε στην Ιερουσαλήμ από τους Ιουδαίους και στη συνέχεια αποκεφαλίστηκε. Κατά τον Ιππόλυτο Ρώμης, ο Ματθίας πέθανε σε βαθιά γεράματα στην Ιερουσαλήμ.

      Είναι σημαντική η παρατήρηση του Κλήμεντα του Αλεξανδρέα, ο οποίος στο έργο του «Στρωματείς» (vi.13)ανφέρει τα εξής, για τον άγιο απόστολο Ματθία:    «Δεν έγιναν απόστολοι μόνο και μόνο επειδή επιλέχτηκαν για την ιδιαιτερότητα της φύσης τους, αφού και ο Ιούδας επελέγη μαζί τους. Αλλά ήταν ικανοί να γίνουν απόστολοι, γιατί επιλέχτηκαν από αυτόν που προβλέπει ακόμα και απώτερα προβλήματα. Με αυτόν τον τρόπο ο Ματθίας, που δεν επελέγη μαζί τους, μόλις απέδειξε με την αξία του ότι αξίζει να γίνει απόστολος, αναπλήρωσε τον Ιούδα».

      Η μνήμη του εορτάζεται στις 9 Αυγούστου.

Τρίτη 8 Αυγούστου 2023

ΑΓΙΟΣ ΝΕΟΜΑΡΤΥΡΑΣ ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟΣ ΕΚ ΖΑΓΟΡΑΣ ΤΟΥ ΠΗΛΙΟΥ

 ΛΑΜΠΡΟΥ Κ. ΣΚΟΝΤΖΟΥ Θεολόγου  – Καθηγητού

       Μια μεγάλη πλειάδα Νεομαρτύρων ήταν νεαρά παιδιά, αγόρια και κορίτσια, τα οποία, παρά το άγουρο της ηλικίας τους, ενέταξαν την εδραία πίστη τους στον αληθινό Τριαδικό Θεό, απέναντι στους αλλόθρησκους Οθωμανούς τυράννους, οι οποίοι ήθελαν να τους εξισλαμίσουν και αυτόματα να χάσουν και την ελληνική τους συνείδηση. Ένας από αυτούς υπήρξε και ο άγιος Νεομάρτυρας Τριαντάφυλλος.

       Γεννήθηκε στα 1663 στην Ζαγορά του Πηλίου, στα μαύρα χρόνια, που Το Γένος μας και όλοι οι ορθόδοξοι λαοί των Βαλκανίων ζούσαν κάτω από μια, από της πιο τυραννικές περιόδους της ιστορίας. Οι γονείς του ήταν άνθρωποι απλοί και φτωχοί, αλλά θεοσεβούμενοι, οι οποίοι τον ανάθρεψαν με παιδεία και νουθεσία Κυρίου. Στάλαξαν στην παιδική του ψυχή την πίστη στον μόνο αληθινό Τριαδικό Θεό, τον Οποίο μας γνώρισε ο ενανθρωπίσας Υιός και Λόγος Του, Ιησούς Χριστός. Να έχει προσήλωση στην αγία Εκκλησία Του, το ασφαλές καταφύγιο κάθε ψυχής. Γι’ αυτό και τον οδηγούσαν συχνά στην εκκλησία. Και εκείνος έτρεχε με χαρά και αγαλλίαση για να βοηθά τον ιερέα και τον ψάλτη του χωριού. Έμαθε να αγαπά το Χριστό και τους αγίους, να τους θεωρεί φίλους του, να κουβεντιάζει ώρες ολόκληρες μαζί τους. Ιδιαίτερα σέβονταν και αγαπούσε την Παναγία μας και τον άγιο Γεώργιο, ο οποίος είχε υποφέρει και είχε πεθάνει ηρωικά για την πίστη του στο Χριστό.  

        Ενωρίς είχε χάσει τους αγαπημένους του γονείς, μένοντας ορφανός. Η ακράδαντη πίστη του στο Θεό τον στήριξε στη δύσκολη εκείνη περίοδο της ζωής του. Για να μπορέσει να επιβιώσει αναζήτησε εργασία ως ναυτικός. Πράγματι ένας καραβοκύρης τον πήρε τη δούλεψή του. Τον έκαμε ναύτη στο εμπορικό του καράβι, το οποίο ταξίδευε στο βόρειο Αιγαίο, μεταφέροντας εμπορεύματα. Ο νεαρός Τριαντάφυλλος τον ευχαρίστησε και του υποσχέθηκε πως δεν θα μετανιώσει ποτέ, που τον προσέλαβε στο πλοίο του, δείχνοντας ασυνήθιστη ευσυνειδησία, τιμιότητα, εργατικότητα και καλοσύνη. Όμως οι άλλοι ναύτες, άνθρωποι σκληροί και άπονοι, συμπεριφέρονταν βάναυσα  στον νεαρό Τριαντάφυλλο, τον οποίο λοιδορούσαν και περιέπαιζαν. Ανάμεσά τους υπήρχαν και τούρκοι, οι οποίοι τον περιγελούσαν για την θεοσέβειά του, βλέποντάς τον να προσεύχεται συχνά και να μιλά για το Χριστό και τους αγίους. Εκείνος τους απέκρουε με ευγένεια και ανεξικακία και συνέχιζε να προσεύχεται με θέρμη και πίστη στο Θεό. Να εναποθέτει τις ελπίδες του σ’ Αυτόν. Να προσεύχεται και γι’ αυτούς, διότι ήξερε ότι ήταν θύματα του διαβόλου, ο οποίος τους έβαζε για να τον πειράξουν και να τον αποσπάσουν από την ευσέβειά του.

      Ο καιρός περνούσε και ο ναύκληρος Τριαντάφυλλος κέρδιζε όλο και περισσότερο τη συμπάθεια των συναδέλφων του χριστιανών ναυτικών. Όχι όμως των μουσουλμάνων, οι οποίοι τον μισούσαν θανάσιμα και αποζητούσαν ευκαιρία να τον εκδικηθούν. Η ευκαιρία τους δόθηκε σε ένα ταξίδι του πλοίου στην Κωνσταντινούπολη. Μετά το αγκυροβόλι, μια παρέα από τους μουσουλμάνους ναύτες, προκάλεσαν διαμάχη με τον Τριαντάφυλλο, με σκοπό να τον παγιδέψουν. Μηχανεύτηκαν φρικτή συκοφαντία, ότι δήθεν τους είχε εκμυστηρευτεί ότι σκόπευε να αλλαξοπιστήσει και να ασπασθεί το Ισλάμ και κατόπιν άλλαξε γνώμη.

       Με την ευκαιρία θέλουμε να τονίσουμε πως ο πιο συνηθισμένος τρόπος εκδίκησης των τούρκων κατά των Ελλήνων ήταν η συκοφαντία της δήθεν εκδήλωσης πρόθεσης εξισλαμισμού. Αυτό για την σαρία, δηλαδή τον ισλαμικό νόμο, αποτελεί σοβαρότατο παράπτωμα, το οποίο ισοδυναμεί, ή τον ακούσιο εξισλαμισμό του κατηγορουμένου, ή την θανάτωσή του! Με αυτήν την συκοφαντία βρήκαν μαρτυρικό θάνατο πλήθος Νεομαρτύρων.

        Πήγαν λοιπόν οι απαίσιοι εκείνοι συκοφάντες στον επίτροπο του Σουλτάνου για θρησκευτικά θέματα, τον διαβόητο Μουσταφά, στον οποίο τον κατήγγειλαν ως

αρνητή του Ισλάμ, προσθέτοντας επίσης και την κατηγορία ότι δήθεν είχε προσβάλει την θρησκεία τους και τον Μωάμεθ. Απλή άλλωστε άρνηση εξισλαμισμού σήμαινε ύβρη κατά του Ισλάμ. Σε λίγη ώρα κατέφθασε απόσπασμα αγρίων στρατιωτών, οι οποίοι συνέλαβαν, έδεσαν πισθάγκωνα τον Τριαντάφυλλο και τον οδήγησαν στον τούρκο διοικητή της πόλεως για να απολογηθεί. Ο ανακριτής πασάς μεταχειρίστηκε αρχικά κολακείες και ταξίματα, προκειμένου να τον δελεάσει και να αλλαξοπιστήσει. Το επαίνεσε για τα νιάτα του και τη λεβεντιά του και του έταξε πλούτη, τιμές και αξιώματα αν απαρνιόταν την πίστη του και ασπάζονταν το Ισλάμ. Εκείνος όμως με ασυνήθιστο θάρρος αρνήθηκε και ομολόγησε: «Τον αληθινό Θεό και Σωτήρα μου Ιησού Χριστό δε θα δεχτώ ποτέ να απαρνηθώ»!

       Μετά από αυτή την θαρραλέα ομολογία του, ο ανακριτής άρχισε τις φοβέρες και τις προειδοποιήσεις πως, για να γλυτώσει τις τιμωρίες και το θάνατο, έπρεπε να εξισλαμισθεί. Εκείνος όμως έμεινε αμετακίνητος στην πίστη του και φώναζε δυνατά: «είμαι Χριστιανός και Χριστιανός θέλω να πεθάνω»! Ύστερα από αυτό έδωσε διαταγή να αρχίσουν τα βασανιστήρια, ευελπιστώντας ότι το νεαρό παιδί θα λύγιζε, μπροστά στα μαρτύρια και θα αλλαξοπιστούσε. Τον παρέδωσε σε άξεστους, άγριους και απάνθρωπους βασανιστές, οι οποίοι τον μαστίγωσαν ανελέητα και τον βασάνισαν φρικτά. Αλλά ο Μάρτυρας έμεινε εδραίος, παρ’ όλους τους αφόρητους πόνους του.

         Όταν είδαν ότι δεν μπορούσαν να τον μεταπείσουν, αποφάσισαν να τον θανατώσουν. Τον οδήγησαν στον ιππόδρομο της Κωνσταντινούπολης, όπου χιλιάδες Χριστιανοί έχυσαν το αίμα τους για την πίστη τους στο Χριστό. Ήθελαν να παρακολουθήσει ο όχλος την εκτέλεση για παραδειγματισμό. Να σπείρουν το φόβο στους υπόδουλους Χριστιανούς, ώστε να μην διανοούνται να σηκώσουν κεφάλι. Ο δήμιος πλησίασε τον μόλις δεκαεπτάχρονο Μάρτυρα και του έκοψε το κεφάλι. Ήταν 8 Αυγούστου του 1680.  Το νεαρό αυτό βλαστάρι, ένα από τα εύοσμα άνθη του μυστικού λειμώνα του Θεού, ο άγιος Τριαντάφυλλος, αντάλλαξε τα πλούτη και τις δόξες της επίγειας πρόσκαιρης ζωής με την αιώνια και ατελεύτητη ζωή.  Η μνήμη του εορτάζεται στις 8 Αυγούστου, την ημέρα του μαρτυρίου του.

ΑΓΙΟΣ ΑΙΜΙΛΙΑΝΟΣ ΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΚΥΖΙΚΟΥ Ο ΟΜΟΛΟΓΗΤΗΣ

 

ΛΑΜΠΡΟΥ Κ. ΣΚΟΝΤΖΟΥ Θεολόγου – Καθηγητού

       Η περίοδος της εικονομαχίας (726-842) υπήρξε μια από τις πλέον δύσκολες εποχές για την Εκκλησία μας, όπου αμφισβητήθηκε η παραδεδομένη ορθόδοξη πίστη και καταδιώχτηκαν οι ορθόδοξοι. Μέσα από τον αγώνα, για την προάσπιση της σώζουσας πίστης της Εκκλησίας αναδείχτηκαν μεγάλες μορφές ομολογητών Πατέρων, οι οποίοι όρθωσαν το ανάστημά τους στην παντοδύναμη αυτοκρατορική εξουσία, η οποία εξέφραζε, υποστήριζε και επέβαλλε δια της βίας, την αίρεση  της εικονομαχίας. Αδιαφορώντας για τις διώξεις, τα βασανιστήρια και το θάνατο, προάσπισαν την Ορθοδοξία και έσωσαν την αλήθεια. Ένας από τους πολυπληθείς ομολογητές αυτής της ταραγμένης περιόδου υπήρξε και ο άγιος Αιμιλιανός Επίσκοπος Κυζίκου της Μ. Ασίας.

      Καταγόταν από τη Βασιλεύουσα. Από μικρός θέλγονταν από ζήλο να ακολουθήσει τον μοναχικό βίο και να υπηρετήσει την Εκκλησία του Χριστού. Σπούδασε τις ονομαστές σχολές της Κωνσταντινουπόλεως και απέκτησε σοβαρή μόρφωση. Όταν ενηλικιώθηκε εντάχτηκε στη μοναχική αδελφότητα, που είχε ιδρύσει στο στενό του Βοσπόρου ο άγιος Ταράσιος Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως και ομολογητής. Εκεί διέπρεψε με την ευσέβειά του, την προσήλωσή τους στην Ορθοδοξία και τις ιερές παραδόσεις και την αρετή του. Έχαιρε μεγάλης εκτιμήσεως από όλους.

      Στα 787 κοιμήθηκε ο Μητροπολίτης Κυζίκου της Μ. Ασίας Νικόλαος και ο πιστός κλήρος και λαός ανέδειξαν διάδοχό του τον Αιμιλιανό. Παρά τις αντιρρήσεις του, όπως όλων των μεγάλων Πατέρων, οι οποίοι συναισθάνονταν το ασήκωτο βάρος του επισκοπικού αξιώματος, δέχτηκε.

     Η επισκοπική του  διακονία υπήρξε υποδειγματική και θεάρεστη. Ο ίδιος αναδείχτηκε πιστός οικονόμος της χάριτος και των μυστηρίων του Θεού. Εργάστηκε με ζήλο για την πνευματική εξύψωση του ποιμνίου του και άσκησε ένα τεράστιο φιλανθρωπικό έργο. Χιλιάδες αναξιοπαθούντες έβρισκαν κοντά του αγάπη, στήριξη και θαλπωρή. Αυτό τον έκανε πολύ αγαπητό στην επισκοπική του περιφέρεια.

     Η εικονομαχική έριδα φάνηκε να είχε σβήσει, με την σύγκληση της Ζ΄ Οικουμενικής Συνόδου (787), η οποία καταδίκασε την αίρεση της εικονομαχίας και θριάμβευσε η ορθόδοξη πίστη. Αλλά το 815, ο αυτοκράτορας Λέων Ε΄ ο Αρμένιος (813- 820), ανανέωσε την εικονομαχική πολιτική των εικονομάχων προκατόχων του αυτοκρατόρων και εξέδωσε διάταγμα να αφαιρεθούν από του ναούς οι Ιερές Εικόνες και να απομονωθούν οι υποστηρικτές της τιμητικής τους προσκύνησης. Είχε την πλανεμένη γνώμη ότι η πολεμική κατά των Εικόνων έφερε ευημερία στο κράτος και επιτυχίες στο στράτευμα. Απαίτησε από τον Πατριάρχη Νικηφόρο Α΄ (806-815) να υποστηρίξει την εικονομαχική του πολιτική. Ο Νικηφόρος εκδήλωσε φανερά και δυναμικά την αντίθεσή του στην εκκλησιαστική πολιτική του Λέοντος. Παρέλαβε τους ορθοδόξους Επισκόπους: Θεοφύλακτο Νικομηδείας, Αιμιλιανό Κυζίκου, Ευθύμιο Σάρδεων, Ευδόξιο Αμορίου, Μιχαήλ Συνάδων και Ιωσήφ Θεσσαλονίκης, πήγαν στο παλάτι, προκειμένου να ελέγξουν τον ασεβή αυτοκράτορα και να προσπαθήσουν να τον συνεφέρουν στην Ορθοδοξία. Ο Νικηφόρος, μαζί με τους άλλους ομολογητές Επισκόπους έδειξαν ασυνήθιστη παρρησία και θάρρος ενώπιον του σκληρού Λέοντος και αρνήθηκαν να συγκατατεθούν στην εικονομαχική του πολιτική.

     Ο Λέων θύμωσε υπέρμετρα και ζήτησε την καθαίρεση του Νικηφόρου, ανεβάζοντας πραξικοπηματικά στο θρόνο τον Θεόδοτο, ο οποίος συμφωνούσε μαζί του. Ο νέος Πατριάρχης συγκάλεσε Σύνοδο στην Αγία Σοφία, για να κηρύξει άκυρες

τις αποφάσεις της Ζ΄ Οικουμενικής Συνόδου και να εκδώσει αποφάσεις υπέρ της καταργήσεως των Ιερών Εικόνων. Έτσι άρχισε μια νέα σφοδρή περίοδος διωγμών

κατά των ορθοδόξων. Οι ορθόδοξοι Επίσκοποι καθαιρέθηκαν, διαπομπεύτηκαν και εξορίστηκαν. 

      Σε αυτή την ληστρική Σύνοδο, συμμετείχαν και πολλοί ορθόδοξοι Επίσκοποι, μεταξύ αυτών και ο Αιμιλιανός Κυζίκου, όπου διατράνωσαν την πίστη τους στην Ορθοδοξία. Ο Αιμιλιανός μίλησε με θάρρος και παρρησία και κατάγγειλε με τον πλέον κατηγορηματικό τρόπο την πολιτική του αυτοκράτορα, η οποία ήταν αντίθετη με την πίστη της Εκκλησίας. Ομολόγησε με σθένος το μεγαλείο της ορθοδόξου πίστεως και απέδειξε την ορθότητα της τιμητικής προσκύνησης των Σεπτών Εικόνων.

       Η θαρραλέα ομολογία του Αιμιλιανού προκάλεσε σάλο και προκάλεσε τη μήνη του ασεβούς εικονομάχου αυτοκράτορα, ο οποίος έδωσε διαταγή να εκθρονισθεί, να καθαιρεθεί και να εξορισθεί.  Ο γενναίος ιεράρχης, με το θυσιαστικό του φρόνημα αντιμετώπισε με καρτερία και ανεξικακία τις διώξεις. Με δάκρυα στα μάτια και οδυρμό ψυχής αποχαιρέτησε το αγαπημένο του ποίμνιο και πήρε το δρόμο της εξορίας.

       Οι ταλαιπωρίες και η θλίψεις κατέβαλαν το ασθενικό σαρκίο του. Κοιμήθηκε ειρηνικά στην εξορία και κατατάχτηκε στους αγίους ομολογητές Πατέρες. Την πρώτη του ασματική ακολουθία του και δει τον κανόνα, ποίησε ο σύγχρονός του άγιος Θεοφάνης ο Γραπτός, αλλά το 1876 ο μακαριστός Μητροπολίτης Κυζίκου Αιμιλιανός εξέδωσε συμπληρωμένη την ασματική του ακολουθία. Ιδιαιτέρως τιμάται στην κοινότητα Καλλιμασία της Χίου, με λαμπρότητα κατ’ έτος. Η μνήμη του τιμάται στις 8 Αυγούστου.

     Ο άγιος ομολογητής Αιμιλιανός αποτελεί (πρέπει να αποτελεί) λαμπρό παράδειγμα αληθινού Επισκόπου, ο οποίος αψήφησε τα θέλγητρα, τις δόξες και τις ανέσεις του κόσμου και προτίμησε το δύσκολο δρόμο της συνέπειας και του καθήκοντος. Τίμησε την Ιερά Παρακαταθήκη, που του εμπιστεύτηκε η Εκκλησία και έδωσε τον καλό αγώνα για την υπεράσπιση της μόνης σώζουσας ορθόδοξης πίστης. Έμεινε εδραίος και αμετακίνητος στην αμώμητη χριστιανική πίστη, όπως τη δίδαξε ο Χριστός, κήρυξαν οι Άγιοι Απόστολοι και παρέλαβε η Εκκλησία. Έγινε στύλος της αλήθειας και ένθεος ζηλωτής των ιερών παραδόσεων, σκεύος εκλογής και κρηπίδα ομολογίας. Δεν λύγησε μπροστά στις απειλές της πανίσχυρης κοσμικής εξουσίας και δε δείλιασε από τις φοβερές συνέπειες για την εμμονή του στην Ορθοδοξία.       

Παρασκευή 4 Αυγούστου 2023

ΑΓΙΟΣ ΕΥΓΕΝΙΟΣ Ο ΑΙΤΩΛΟΣ: Ο ΜΕΓΑΛΟΣ ΔΙΔΑΣΚΑΛΟΣ ΤΟΥ ΓΕΝΟΥΣ

 

ΛΑΜΠΡΟΥ Κ. ΣΚΟΝΤΖΟΥ Θεολόγου - Καθηγητού

     Πολλοί από τους αγίους της Εκκλησίας μας υπήρξαν στα μαύρα χρόνια της τουρκοκρατίας διδάσκαλοι του Γένους μας. Ένας από αυτούς είναι και ο άγιος Ευγένιος ο Αιτωλός, μια μεγάλη πνευματική και χαρισματική προσωπικότητα, ο οποίος έβαλε τη δική του σφραγίδα στην προάσπιση της Ορθοδοξίας και στην υπόθεση της παιδείας του υπόδουλου ορθοδόξου ελληνικού λαού μας.

      Έζησε τον 17ο αιώνα, στην εποχή της πιο σκληρής δουλείας για τους υπόδουλους λαούς της Οθωμανικής αυτοκρατορίας. Γεννήθηκε στο χωριό Μέγα Δένδρο, κοντά στο Θέρμο της Αιτωλίας το 1597. Στο ξακουστό χωριό που γεννήθηκε αργότερα ο έτερος μεγάλος άνδρας της Αιτωλίας Κοσμάς ο Αιτωλός. Καταγόταν από φτωχούς, αλλά ευσεβείς γονείς, τον Νικόλαο και τη Στάμω, με το επώνυμο Γιαννούλης. Έμεινε ορφανός και ο πατέρας του ξαναπαντρεύτηκε, αλλά η μητριά του τον κακομεταχειρίζονταν. Από μικρός είχε δύο πόθους, τον μοναχικό βίο και την μάθηση. Έτσι πολύ νέος προσήλθε στο μοναστήρι της Παναγίας Βλοχού, κοντά στο Αγρίνιο.  Εκεί έμαθε τα πρώτα γράμματα και εκκλησιαστική μουσική από τον λόγιο Γέροντα Αρσένιο, με τον οποίο συνδέθηκε με φιλία. Μετά ακολούθησε τον Αρσένιο στα Άγραφα. Κατέληξαν στη Μονή Τροβάτου Αγράφων, όπου υπήρχαν δύο ενάρετοι και γραμματισμένοι Γέροντες, ο Αντώνιος και ο Βαρθολομαίος, για να αυξήσει τις γραμματικές του γνώσεις και να μυηθεί στην μοναχική ζωή. Ας σημειωθεί πως η περιοχή των Αγράφων είχαν γίνει εστία πνευματικής αναγεννήσεως της υποδούλου Ελλάδος, λόγω της εκεί χαλαρής τουρκικής δουλείας.

      Σε ηλικία μόλις δεκαεπτά ετών, το 1616, πήγε στην ξακουστή Μονή Τατάρνης, όπου εκάρη μοναχός και μετά από δύο χρόνια χειροτονήθηκε διάκονος. Κατόπιν ακολούθησε το Γέροντά του Αρσένιο στο Άγιο Όρος και εγκαταστάθηκε  στην Ιερά Μονή Ξηροποτάμου, όπου γνώρισε και συνδέθηκε μαζί του με τον σχολάζοντα επίσκοπο Χαραλάμπη.  Εκεί έμαθε την αρχαία ελληνική γλώσσα και τις άλλες επιστήμες. Μελέτησε σε βάθος τους αρχαίους κλασικούς συγγραφείς. Όταν ολοκλήρωσε εκεί τις σπουδές του, πεζοπορώντας για πολλές ημέρες επέστρεψε στα Άγραφα στη Μονή Τροβάτου.  

      Στα 1619 μετέβη στην Αλεξάνδρεια, όπου χειροτονήθηκε πρεσβύτερος από τον δυναμικό Πατριάρχη Αλεξανδρείας (και μετέπειτα Οικουμενικό Πατριάρχη) Κύριλλο Λούκαρι, με τον οποίο συνδέθηκε με βαθειά φιλία και αφοσίωση και στη συνέχεια στην Ιερά Μονή Σινά του θεοβαδίστου όρους. Κατόπιν μετέβη για προσκύνημα στους Αγίους Τόπους, όπου υπηρέτησε από το 1619 μέχρι το 1622 ως εφημέριος του πατριαρχικού παρεκκλησίου Αγίου Κωνσταντίνου. Εκεί ένωσε το δικό του αγώνα με τον αγώνα των αγιοταφιτών πατέρων για τη διάσωση των Ιερών Προσκυνημάτων και ιδιαίτερα του Παναγίου Τάφου από τις ανίερες ραδιουργίες των αιρετικών παπικών και Αρμενίων.

      Όμως επειδή ήθελε να συμπληρώσει τις σπουδές του και να βοηθήσει το υπόδουλο Γένος, γύρισε στην Ελλάδα και φοίτησε σε σχολές, αρχικά στα Τρίκαλα και μετά στην Κεφαλονιά, όπου σπούδασε κοντά στον σοφό δάσκαλο Παΐσιο Μεταξά. Ακολούθως στη Ζάκυνθο, όπου μαθήτευσε κοντά στο φημισμένο δάσκαλο Θεόφιλο Κορυδαλλέα, όπου έμεινε κοντά του επτά χρόνια, από το 1629 μέχρι το1636. Ήδη είχε αναδειχθεί σε μια σπουδαία πνευματική προσωπικότητα.

        Στα 1636, ο νέος Οικουμενικός Πατριάρχης Κύριλλος Λούκαρις, ο οποίος μόλις ανέβηκε στον πατριαρχικό θρόνο, αποφάσισε να αναβαθμίσει την πατριαρχική Μεγάλη του Γένους Σχολή. Γι’ αυτό κάλεσε τον Θεόφιλο Κορυδαλλέα να αναλάβει τη διεύθυνση της Σχολής. Ο Θεόφιλος πήρε μαζί του και τον Ευγένιο, ο οποίος

 τοποθετήθηκε ως εφημέριος στο Ναό του Κοντοσκαλίου. Λίγο μετά μαθήτευσε κοντά στο δάσκαλο Μελέτιο Συρίγο, αλλά επέτρεψε και πάλι  στον Κορυδαλλέα. Ο Πατριάρχης Κύριλλος τον πήρε κοντά του, ως άμεσο συνεργάτη του. Αυτό είχε ως αφορμή να βιώσει από κοντά τις περιπέτειες και τους διωγμούς του μαρτυρικού Πατριάρχη, λόγω της προσήλωσης του στην Ορθοδοξία. Έζησε και το μαρτυρικό τέλος του, υπήρξε αυτόπτης μάρτυρας του στραγγαλισμού του από τους Γενίτσαρους, ύστερα από τις ραδιουργίες των αιρετικών ιησουιτών της Πόλης. Είναι αυτός που συνέθεσε κατόπιν την ακολουθία προς τιμή του!

      Στη συνέχεια υπέστη και ο ίδιος ο Ευγένιος διωγμούς, ως φίλος και συνεργάτης του Λουκάρεως, από τον τουρκόφιλο και λατινόφιλο Πατριάρχη Κύριλλο Κονταρή, ο οποίος και τον καθαίρεσε! Αλλά το 1639, μετά την αποκατάσταση της εκκλησιαστικής τάξεως, ο νέος Πατριάρχης Παρθένιος Α΄ τον αποκατέστησε πανηγυρικά.

       Όμως σκέφτηκε πως τον είχαν ανάγκη οι υπόδουλοι συμπατριώτες του. Θεώρησε πως το Γένος είχε ανάγκη από παιδεία για να αφυπνιστεί και πως τα δικά του εφόδια έπρεπε να τα δώσει στους αδελφούς του. Γι’ αυτό έφυγε από την Πόλη και εγκαταστάθηκε στην Άρτα, όπου διεύθυνε την εκεί σχολή ως το 1640. Το 1641 τον βρίσκουμε δάσκαλο στο Αιτωλικό, όπου ταλαιπωρήθηκε και κλείστηκε στη φυλακή από τους Τούρκους και κατόπιν στο Μεσολόγγι, όπου δίδαξε ως το 1645.

     Λίγο μετά έφυγε για το Καρπενήσι, όπου ανήγειρε μεγάλο Ναό της Αγίας Τριάδος καιν στον περίβολό του ίδρυσε την περίφημη Σχολή Ανωτέρων Γραμμάτων, η οποία απέβη κέντρο πνευματικής αναγεννήσεως της ευρύτερης περιοχής και από την οποία αποφοίτησαν σπουδαίες προσωπικότητες, όπως ο ονομαστός δάσκαλος του Γένους Αναστάσιος Γόρδιος.

       Στο Καρπενήσι δέχτηκε ανελέητο πόλεμο από ανθρώπους που δεν ήθελαν την ανάπτυξη της παιδείας. Γι’ αυτό στα 1661 μετέβη στα Βραγγιανά τη Ευρυτανίας,  όπου ίδρυσε την εκεί σπουδαία σχολή στη Μονή της Αγίας Παρασκευής, η οποία αργότερα ονομάστηκε «Ελληνομουσείον Αγράφων». Παράλληλα με το εκεί διδακτικά του καθήκοντα, ασκούσε και πλούσιο ιεραποστολικό και πνευματικό έργο. Με δικές του ενέργειες ιδρύθηκε σχολή και στο Αιτωλικό.

     Στα 1675 ξαναγύρισε στο Καρπενήσι, όπου δίδαξε για κάποιο καιρό. Περιπλανήθηκε στη Ναύπακτο, Μεσολόγγι, και Αιτωλικό, γύρισε στη Μονή Τατάρνας, όπου παρέμεινε λίγο καιρό για την προσωπική του ανάπαυση και περισυλλογή. Στη συνέχεια ανέβηκε ξανά στα Βραγγιανά, όπου δίδαξε στη Σχολή ως το 1680.

     Το 1682 αρρώστησε και κοιμήθηκε ειρηνικά στις 5 Αυγούστου, παραμονή της Μεταμορφώσεως του Σωτήρος. Ετάφη στην Μονή της Αγίας Παρασκευής, σε τάφο που ο ίδιος είχε ετοιμάσει από πριν. Η αγιοκατάταξή του έγινε το 1982 και η μνήμη του ορίστηκε να τελείται στις 5 Αυγούστου. Ασματική του ακολουθία συνέταξε ο γνωστός μοναχός υμνογράφος Γεράσιμος Μικραγιαννανίτης.

      Ο άγιος Ευγένιος υπήρξε μια χαρισματική εκκλησιαστική και πνευματική προσωπικότητα. Ένας φωτισμένος άνθρωπος, και ένας αφιερωμένος κληρικός, απόλυτα προσηλωμένος στην Ορθοδοξία, για την οποία έδωσε σκληρούς αγώνες για τη διάσωσή της από τις πλεκτάνες των αιρετικών δυτικών παπικών και προτεσταντών. Μας άφησε αξιόλογο συγγραφικό έργο και σπουδαίας σημασίας επιστολές, οι οποίες αποπνέουν άρωμα γνήσιας Ορθοδοξίας και βαθειάς ελληνομάθειας. Συγκαταλέγεται στους Διδασκάλους του Γένους και στους μεγάλους εκκλησιαστικούς καθοδηγητές της Εκκλησίας μας.