(Θεολογική προσέγγιση του μυστηρίου της Ενανθρωπήσεως
του Θεού Λόγου)
ΛΑΜΠΡΟΥ Κ.
ΣΚΟΝΤΖΟΥ Θεολόγου – Καθηγητού
«Ο Λόγος σαρξ εγένετο» (Ιωάν.1,14). Αυτό είναι
το πλέον ελπιδοφόρο μήνυμα, το παν – ευαγγέλιο, το υπέρτατο και υπέρλογο
συμβεβηκός της ανθρώπινης ιστορίας. Ο Θεός έγινε άνθρωπος, για να γίνει ο
άνθρωπος Θεός! Μοναδική παραδοξότητα, «μυστήριο ξένο» και ακατανόητο στο
ανθρώπινο μυαλό. Η πίστη στο «μέγα της ευσεβείας μυστήριον, (ότι) Θεός
εφανερώθη εν σαρκί » (Α΄ Τιμ.3,16) αποτελεί την έσχατη «μωρία» και το πλέον
ακραίο «σκάνδαλο» (Α΄Κορ.1,23) όλων των εποχών.
Μια παράδοξη πίστη σε έναν Θεό, ο οποίος
αυτοταπεινώνεται, από άμετρη αγάπη για τον άνθρωπο, γίνεται σαν αυτόν και
πεθαίνει γι’ αυτόν!
Η παραδοξότητα
αυτή έχει την εξήγησή της. Ο άνθρωπος, μετά την πτώση του, διέστρεψε την
αντίληψή του για το Θεό, ο Οποίος, από στοργικός πατέρας, κατανοήθηκε ως
απόκοσμος και «ξένος». Ως μια ξέμακρη υπερβατική οντότητα, ολωσδιόλου απρόσιτη
στον σκοτισμένο νου του. Επί πλέον οι προσωπικές του ενοχές δημιούργησαν μια
εικόνα ενός σκληρού και ανελέητου τιμωρού Θεού.
Οι
Ιουδαίοι πίστευαν σε έναν Θεό απόλυτα υπερβατικό, ο Οποίος υπάρχει για να
θεσπίζει νόμους και εντολές, ζητώντας από τους ανθρώπους την πιστή εφαρμογή
τους, για να έχουν έτσι την εύνοιά Του. Η πιστή τήρηση των νόμων και ιδιαίτερα
της «Διαθήκης» σηματοδοτεί τη μόνη σχέση του «εκλεκτού λαού» με το Θεό. Η
παράβαση των νόμων του και η αθέτηση της «διαθήκης» σημαίνει αποστασία και
απομάκρυνση από Αυτόν, με τις ανάλογες συνέπειες. Ο απόλυτα υπερβατικός Θεός
είναι αδύνατον να μειχθεί με τους ανθρώπους. Γι’ αυτό και ο «Πάσχων Δούλος» του
Ησαΐα δε μπορούσε, κατ’ αυτούς, να είναι ο Θεός, αλλά «κάποιος εκλεκτός» Του,
εν τέλει ο Ιουδαϊκός λαός. Δίκαια χαρακτηρίζουν κάποιοι την περί Θεού ιουδαϊκή
αντίληψη, ως «Θεού τρομοκράτη». Η αγάπη δε μπορεί να συνυπάρξει με την έννοια
του δίκαιου και άτεγκτου νομοθέτη. Η δικαιοσύνη δεν αφήνει περιθώρια για την
αγάπη.
Οι
εθνικοί, από την πλευρά τους, πίστευαν σε «θεούς» ανελέητους, σκληρούς
τιμωρούς, απάνθρωπους και μισάνθρωπους, εικόνες «καθ’ ομοίωση» των δικών τους
παθών και αθλιοτήτων. Το αβυσσαλέο χάσμα «θεών» και ανθρώπων, καθιστούσε
αδιανόητη την αυτοταπείνωση «θεού», πολλώ δε μάλλον το θάνατό του, για τον άνθρωπο.
Οι «θεοί» δεν έτρεφαν τα καλλίτερα αισθήματα για τους ανθρώπους, το αντίθετο
μάλιστα, τους έβλεπαν με περιφρόνηση και κακότητα μόνη σχέση με αυτούς ήταν η
ικανοποίηση των δικών τους ταπεινών ορμέμφυτων, όπως των άνομων ερώτων, με
θνητούς.
Έτσι είναι
εύκολο να καταλάβει ο καθένας την αγεφύρωτη άβυσσο, η οποία χώριζε το ανθρώπινο
γένος από το Δημιουργό του. Μόνο έτσι κατανοείται η «μωρία» και το «σκάνδαλο»
της Ενανθρωπήσεως του Θεού Λόγου. Ο Ενανθρωπήσας Υιός και Λόγος μας αποκάλυψε
το αληθινό πρόσωπο του Θεού, του Ουράνιου Πατέρα, ο Οποίος αγαπά παράφορα τον
άνθρωπο σαν παιδί Του. Αυτό το κήρυγμα είναι, προφανέστατα, η σπουδαιότερη
πνευματική επανάσταση όλων των εποχών. Αυτός είναι ο αληθινός Θεός, διότι είναι
Θεός αγάπης, «ο Θεός αγάπη εστί» (Α΄Ιωάν.4,16).
Αν δεν ήταν Θεός αγάπης, διατεθειμένος να πεθάνει για
το πλάσμα Του, δεν θα ήταν αληθινός Θεός, αλλά ένα είδωλο, πλάι στους
πολυάριθμους «θεούς» της ειδωλολατρίας και της εσφαλμένης περί Θεού ιουδαϊκής
αντιλήψεως.
Έτσι,
μόνο ως προϊόν της θείας αγάπης, μπορούμε να δούμε την Ενανθρώπηση του Υιού του
Θεού, ο Οποίος δέχτηκε να μειχθεί με τον άνθρωπο, για να τον σώσει.
Η μοναδική απάντηση στο «σκάνδαλο και τη μωρία» της
Ενανθρωπήσεως του Θεού είναι ο μανικός έρωτας Του για το πεσμένο πλάσμα Του.
Σύμφωνα
με τη διδασκαλία της Εκκλησίας μας, η ανθρώπινη ιστορία κινείται στον άξονα:
πτώση του παλαιού Αδάμ- απολύτρωση δια του Νέου Αδάμ, του Χριστού. Πάνω σε
αυτές τις δύο συνισταμένες κινείται, σε οριζόντια πορεία, το ανθρώπινο γένος,
υφιστάμενο τις ολέθριες συνέπειες της πτώσεως και απολαμβάνοντας τις σωτήριες
δωρεές της Ενανθρωπήσεως του Θεού Λόγου. Μόνο υπό αυτή την άποψη μπορεί να
κατανοηθεί η ροή των ιστορικών γεγονότων, να απαντηθεί η ανεξήγητη κακοδαιμονία
της ανθρωπότητας και να οριοθετηθεί ο ελπιδοφόρος σκοπός του ανθρώπου και της
θείας δημιουργίας. Άλλωστε, χωρίς την πίστη στην Ενανθρώπηση του Θεού, στην εν
Χριστώ Ιησού απολύτρωση, ο κόσμος αποτελεί μια φρικτή παραλογία και η ύπαρξη
του ανθρώπου μια ανείπωτη τραγωδία.
Αυτό είναι άριστα αποτυπωμένο στα λογίς φιλοσοφικά
συστήματα και την ιστορική διαχρονική τραγικότητα, όπου κυριαρχεί το ψυχρό και
αδηφάγο μηδέν και η έλλειψη σκοπιμότητας του κόσμου. Όπου ο άνθρωπος,
εμφανιζόμενος «τυχαία», σύρεται εν μέσω ωδίνων και θλίψεων, στο μη ον, στην
ανυπαρξία!
Την αχλή
αυτής της μηδενιστικής απελπισίας διέλυσε η Σάρκωση του Θεού Λόγου. Αυτός
νοημοδότησε ξανά την ανθρώπινη ύπαρξη και την σκοπιμότητα της δημιουργίας. Ήρε
κάθε ίχνος παραλογίας από τον κτιστό κόσμο και επανέφερε τον άνθρωπο στο δρόμο
της σωτηρίας και θεώσεως. «εξαιτίας του Χριστοῦ, τονίζει ο άγιος Μάξιμος ο
Ομολογητής, δηλαδή τοῦ μυστηρίου τοῦ σχετικοῦ μὲ τὸν Χριστό, ὅλος ὁ χρόνος καὶ
ὅλα ὅσα εἶναι ἐν χρόνῳ βρῆκαν τὴν ἀρχὴ καὶ τὸ τέλος τῆς ὑπάρξεώς τους ἐν
Χριστῷ», (M., P.G.,90, 621, Α-Β).
Εν τω
Σαρκωμένω Λόγω έχουμε κατά τον απόστολο Παύλο την ανακεφαλαίωση ολοκλήρου της
κτιστής δημιουργίας. Όπως «ἐν αὐτῷ ἐκτίσθη τὰ πάντα, τὰ ἐν τοῖς οὐρανοῖς καὶ τὰ
ἐπὶ τῆς γῆς, τὰ ὁρατὰ καὶ τὰ ἀόρατα, εἴτε θρόνοι εἴτε κυριότητες εἴτε ἀρχαὶ εἴτε
ἐξουσίαι» (Κολ.1,16), εν Αυτώ τα πάντα έπρεπε να ανακεφαλαιωθούν «εἰς
οἰκονομίαν τοῦ πληρώματος τῶν καιρῶν, ἀνακεφαλαιώσασθαι τὰ πάντα ἐν τῷ Χριστῷ,
τὰ ἐπὶ τοῖς οὐρανοῖς καὶ τὰ ἐπὶ τῆς γῆς, ἐν αὐτῷ» (Εφ.1,10). Ανακεφαλαίωση δε
σημαίνει απλά ανακαίνιση, αλλά πλήρη αποκατάσταση για το σκοπό που κτίστηκαν.
Μόνο εν τω Χριστώ βρίσκουν τα πάντα το σκοπό και το λόγο της υπάρξεώς τους. Η
αμαρτία, η φθορά και ο θάνατος, θα παραμείνει μια θλιβερή παρένθεση στη θεία
δημιουργία, διότι η Ενσάρκωση του Λόγου προϋποθέτει τη δημιουργία «καινού
ουρανού και καινής γης».
Ο άνθρωπος
πλάστηκε ως εικόνα και ομοίωση του Θεού. Να είναι η δόξα και η φανέρωση του
Δημιουργού του. Αποδεχόμενος τη χάρη Του, να γίνει κατά χάριν θεός. Αλλά το
τραγικό γεγονός της πτώσεως διέφθειρε την θεοδημιούργητη φύση του και διέστρεψε
τον σκοπό της δημιουργίας του. Η ανταρσία του να γίνει με τις δικές του
δυνάμεις θεός, χωρίς το Θεό, έφερε αντίθετα αποτελέσματα. Η υπακοή του στο
διάβολο, τον απομάκρυνε από το Θεό. Η ανυπακοή μας μας κατέστησε
«ἀπηλλοτριωμένους καὶ ἐχθροὺς τῇ διανοίᾳ ἐν τοῖς ἔργοις τοῖς πονηροῖς
(κατ΄ενώπιον του Θεού)» (Φιλιπ.1,21). Έχασε
τη δυνατότητα της όντως ζωής και της κατά χάριν θεώσεως. Έχασε το δώρο της
κληρονομίας και από υιός και κληρονόμος του Θεού, έγινε δούλος της αμαρτίας,
υποκείμενος στην φθορά, προορισμένος για το θάνατο. Ο απόστολος Παύλος τόνισε
πως «Πάντες ήμαρτον και υστερούνται της δόξης του Θεού» (Ρωμ.5,1), ώστε στο
εξής η ανθρώπινη πορεία να είναι πορεία προς το θάνατο και το μηδέν, εν μέσω
απερίγραπτων περιπετειών και ωδίνων. Συμπαρέσυρε δε στη φθορά και το θάνατο και
την υπόλοιπη δημιουργία, η οποία «συστενάζει και συνωδύνει» (Ρωμ.8,18),
εξαιτίας της παρουσίας του κακού σε αυτή. Όλος ο κτιστός ορατός κόσμος
μεταβλήθηκε σε βασίλειο του διαβόλου και αποζητούσε μάταια την απολύτρωση.
Αντιστροφή
αυτής της τραγικής πραγματικότητας δε μπορούσε να υπάρξει από τον άνθρωπο,
διότι ατόνησαν όλες οι δυνάμεις αντιστάσεώς του κατά της αμαρτίας, της οποίας
«τα οψώνια (είναι) θάνατος» (Ρωμ.6,23). Ήμασταν «νεκροί τοῖς παραπτώμασι καὶ
ταῖς ἁμαρτίαις» (Εφ.2,1) και αποκομμένοι της χάριτος του Θεού. Η απολύτρωση
έπρεπε να προέλθει έξω από αυτόν, από τον Δημιουργό του. Ο Θεός, «πατήρ
οικτιρμών», αγάπης και ελέους, όταν δημιούργησε τον άνθρωπο και γνωρίζοντας την
πτώση του, συνέλαβε και το σχέδιο της σωτηρίας του, με την ενανθώπιση του Υιού
Του.
Σύμφωνα με
τον απόστολο Παύλο, «Ο δὲ Θεὸς πλούσιος ὢν ἐν ἐλέει, διὰ τὴν πολλὴν ἀγάπην
αὐτοῦ ἣν ἠγάπησεν ἡμᾶς, καὶ ὄντας ἡμᾶς νεκροὺς τοῖς παραπτώμασι συνεζωοποίησε
τῷ Χριστῷ» (Εφ.2,4-5). Ήρθε να εκθεμελιώσει το βασίλειο της αμαρτίας και του
θανάτου και να φέρει τη δική Του βασιλεία της χάριτος, ώστε, «ώσπερ εβασίλευσεν
η αμαρτία εν τω θανάτω, ούτω και η χάρις βασιλεύση δια δικαιοσύνης εις ζωήν
αιώνιον δια Ιησού Χριστού του Κυρίου ημών» (Ρωμ.5,21). «Ο Θεός, τονίζει ο Μ.
Αθανάσιος, δεν εγκατέλειψε το δημιούργημά Του, το γένος των ανθρώπων, όταν αυτό
βάδιζε στη φθορά. Αλλά με την προσφορά του δικού του σώματος εξαφάνισε τον
επερχόμενο θάνατο. Διόρθωσε με την διδασκαλία του την αμέλεια των ανθρώπων και
κατάφερε με τη δύναμή Του να επιτελέσει όλα τα ανθρώπινα» (Περί Ενανθρωπήσεως).
Ο
νεοφανής άγιος Ιουστίνος Πόποβιτς έγραψε πως «Ἡ ἁμαρτία καὶ τὸ κακὸν ἀποτελοῦν
τὴν τραγικὴν καὶ παράλογον ἀπόπειραν τοῦ ἀνθρώπου νὰ ἀπομακρύνῃ τὸν Θεὸν Λόγον
ἐκ τῶν θεμελίων τοῦ σύμπαντος. Ὁ Θεὸς Λόγος ἐσαρκώθη διὰ νὰ ἐπαναφέρῃ τὴν
κτίσιν πρὸς τὸν Δημιουργόν, διότι Αὐτὸς εἶναι τὸ πρῶτον θεμέλιόν της καὶ ἡ
βάσις της» (Άνθρωπος και Θεάνθρωπος). Το ακατανίκητο βασίλειο του διαβόλου
μπορούσε να νικηθεί μόνο με το βασίλειο του Θεού, με βασιλέα το Χριστό.
Ο Θεός έγινε άνθρωπος, ανατρέποντας τους φυσικούς
νόμους και καταρρίπτοντας όλα τα στεγανά, τα οποία εμπόδιζαν την εκδήλωση της
αγάπης Του για το ανθρώπινο πλάσμα. Όπως τονίζει ο απόστολος Παύλος, ο Χριστός,
με την ενανθρώπησή Του, «ποιήσας τα αμφότερα εν και το μεσότοιχον του φραγμού
λύσας … αποκτείνας την έχθραν εν αυτώ … ποιών ειρήνην». Ήρθε στον κόσμο να
«κτίση εν εαυτώ εις ένα καινόν άνθρωπον». Να ενώσει τον άνθρωπο με το Θεό,
«αμφοτέρους εν ενί σώματι», να ενσωματώσει τους ανθρώπους στο δικό Του σώμα,
ώστε να μην είναι πλέον εκείνοι «ξένοι και πάροικοι, αλλά συμπολίται των αγίων
και οικείοι του Θεού» (Εφ.2,14-19). Ο Χριστός ήρθε να άρει την αποξένωσή μας
από το Θεό και να μας επιστρέψει στο πατρικό μας σπίτι. Να μας απολυτρώσει από
τη δουλεία του διαβόλου και την κατάρα της αμαρτίας, «γενόμενος υπέρ ημών
(Εκείνος) κατάρα» (Γαλ.3,13), αναλαμβάνοντας ο Ίδιος τις συνέπειες της αμαρτίας
στο πρόσωπό Του, ώστε να τις καταργήσει.
Αυτό
βεβαίως δεν αποτελεί κάποιο είδος αναγκαιότητας για το Θεό ή κάποιο είδος
«θεραπείας» της δήθεν αποτυχημένης δημιουργίας Του. Δεν απέτυχε ο Θεός, αλλά ο
άνθρωπος, ο οποίος, ελεύθερα, αρνήθηκε να είναι αυτό που δημιουργήθηκε να
είναι, εικόνα του Θεού, γενόμενος, δια της αποστασίας του, εικόνα του πλανευτή
του διαβόλου. Εάν ο Θεός δημιουργούσε τον άνθρωπο αναγκαστικά αναμάρτητο, τότε
θα έλειπε από αυτόν το ειδοποιό στοιχείο, το οποίο τον ορίζει ως άνθρωπο, ήτοι:
η ελευθερία της βουλήσεώς του. Αυτό τον κάνει να μοιάζει με το Θεό, διότι ο
Θεός υπάρχει ως ελεύθερο Όν, υπέρκεινα κάθε αναγκαιότητας. Εάν ο άνθρωπος δεν
είχε το στοιχείο της ελευθερίας, δεν θα μπορούσε να αναχθεί στη σφαίρα της κατά
χάριν θεώσεως, αλλά θα παρέμεινε ένα απλό έμβιο ον, στατικό στην φύση του. Μόνο
ο άνθρωπος προικίστηκε να μπορεί να υπερβεί την βιολογική του ύπαρξη και να
φτάσει
στην υπέρ φύσιν θέωση. Αυτό συνιστά και το μεγαλείο του, το οποίο τον
διαφοροποιεί από όλα τα όντα, ακόμα και τις αγγελικές δυνάμεις.
Ο Σαρκωμένος
Λόγος ήρθε να άρει την ανθρώπινη αστοχία, να διορθώσει την τραγική αποτυχία του
και να δώσει ξανά τη δυνατότητα στον άνθρωπο της αξιολογικής του ανόδου, του
σκοπού της κτίσεώς του. Ο Δημιουργός προέγνωσε ότι θα υπέκυπτε στην αδυναμία τα
φύσεώς του και γι’ αυτό, συνέλαβε το σχέδιο της απολυτρώσεώς του. Ο απόστολος
Παύλος το χαρακτηρίζει ως «μυστήριον τὸ ἀποκεκρυμμένον ἀπὸ τῶν αἰώνων καὶ ἀπὸ
τῶν γενεῶν», το οποίο «νυνὶ ἐφανερώθη τοῖς ἁγίοις αὐτοῦ» (Κολ.1,26) και ως
«οἰκονομία τοῦ μυστηρίου τοῦ ἀποκεκρυμμένου ἀπὸ τῶν αἰώνων ἐν τῷ Θεῷ» (Εφ.3,9),
ως «οἰκονομίαν τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ» (Εφ.3,2), διότι περί υπέρτατης χάριτος
πρόκειται. Ο άνθρωπος, λένε οι Πατέρες, δημιουργήθηκε για να λυτρωθεί από το
Χριστό, να πραγματοποιηθεί η θέωσή του δια της ενώσεώς του με το Χριστό! Ο
παλαιός Αδάμ πλάστηκε κατ’ εικόνα του μελλοντικού Νέου Αδάμ, του Χριστού. «Αὐτὸς,
τονίζει ο άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής, μᾶς ἔδειξε γιὰ ποιό σκοπὸ
δημιουργηθήκαμε» (M., P.G.90, 1097C). Ο προαιώνιος Λόγος του Θεού, δέχτηκε, εν
τη αφάτω αυτού ευσπλαχνία, να υπηρετήσει το «τὸ μυστήριον τοῦ θελήματος (του
Θεού) κατὰ τὴν εὐδοκίαν αὐτοῦ, ἣν προέθετο ἐν αὐτῷ εἰς οἰκονομίαν τοῦ
πληρώματος τῶν καιρῶν» (Εφ.1,9-10). Ως δε πλήρωμα των καιρών νοείται η ωρίμανση
των συνθηκών της Εναθρωπήσεως. «Ότε ήλθε το πλήρωμα του χρόνου» (Γαλ.4,4), όπως
αλλού αναφέρει ο απόστολος των Εθνών. Όταν το αποστατημένο ανθρώπινο γένος ήταν
ώριμο να γίνει ο αποδέκτης της εν τω Σαρκωμένω Λόγω σωτηρίας του.
Άλλος
τρόπος απολυτρώσεως δεν υπήρχε από το να ενδυθεί ο Ίδιος ο Θεός τον άνθρωπο, να
γίνει σύμφυτος του ανθρώπου, για να σώσει πραγματικά τον άνθρωπο.
Να διοχετεύσει τη θεότητά Του στην ανθρωπότητα. Να
προσλάβει τον όλο ψυχοσωματικό άνθρωπο στο πρόσωπό Του και με την ένωση αυτή να
πραγματοποιήσει τη σωτηρία του. Γι’ αυτό, «εαυτόν εκένωσε μορφήν δούλου λαβών,
εν ομοιώματι ανθρώπων γενόμενος, και σχήματι ευρεθείς ως άνθρωπος εταπείνωσεν
εαυτόν, γενόμενος υπήκοος μέχρι θανάτου, θανάτου δε σταυρού» (Φιλπ.2,5-8). «ὁ
Χριστὸς ἠγάπησεν ἡμᾶς καὶ παρέδωκεν ἑαυτὸν ὑπὲρ ἡμῶν προσφορὰν καὶ θυσίαν τῷ
Θεῷ εἰς ὀσμὴν εὐωδίας» (Εφ.5,2), τονίζει ο απόστολος Παύλος. Απεκδύθηκε τη θεία
δόξα Του και ενδύθηκε την ταπεινότητα και μηδαμινότητα της ανθρωπίνης φύσεως.
Βασικό στοιχείο αυτής της κένωσης έως «θανάτου σταυρού», είναι η ελευθερία.
Καμιά αναγκαιότητα δεν υποχρέωσε το Θεό Λόγο να σαρκωθεί, παρά η αγάπη, η οποία
βρίσκεται πέρα από κάθε αναγκαιότητα. «Ούτω γαρ ηγάπησεν ο Θεός τον κόσμον,
τονίζει ο μαθητής της αγάπης Ιωάννης, ώστε τον υιόν αυτού τον μονογενή έδωκεν,
ίνα πας ο πιστεύων εις αυτόν μη απόληται, άλλ' έχει ζωήν αιώνιον» (Ιωάν.3,15). Και
«εν τούτω εφανερώθη η αγάπη του Θεού εν ημίν, ότι τον υιόν αυτού τον μονογενή
απέσταλκεν ο Θεός εις τον κόσμον, ίνα ζήσωμεν δι' αυτού» (Α΄Ιωάν.4,9). Όποιος
αγαπά, αγαπά ελεύθερα, η αγάπη είναι αποκλειστικά προϊόν ελευθερίας. Ο Θεός
έσωσε τον άνθρωπο εν ελευθερία, η οποία απορρέει από την αγάπη. «Γινώσκετε,
επισημαίνει ο απόστολος Παύλος, τὴν χάριν τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, ὅτι
δι’ ὑμᾶς ἐπτώχευσε πλούσιος ὧν, ἵνα ὑμεῖς τὴ ἐκείνου πτωχεία πλουτήσητε» (Β'
Κορ.2, 9). Και «Του ιδίου υιού ουκ εφείσατο, αλλ’ υπέρ ημών πάντων παρέδωκεν
αυτόν» (Ρωμ.8,32). Ήλθε «σῶσαι καί εὑρεῖν τό ἀπολωλός» (Λουκ.19,10). Ο Μ. Αθανάσιος τόνισε πως με την σάρκωσή Του,
πλέον «είναι Θεός σαρκοφόρος και εμείς άνθρωποι πνευματοφόροι...΄ Αυτός ο
αληθινός και φύσει Υιός του Θεού φόρεσε όλο το ανθρώπινο γένος, για να μπορούμε
εμείς όλοι να φορούμε το Θεό» (ΒΕΠΕΣ 33,226). Αυτή ακριβώς η ένδυση του Θεού,
εν Χριστώ, συνιστά τη σωτηρία μας.
Ο άγιος
Γρηγόριος Νύσσης επεσήμανε πως «Τώρα, με τη σάρκωσή Του ο επουράνιος έκαμε και
εμάς επουράνιους» (P.G.46,681D). Προκειμένου να μας αποκαταστήσει στην
προοπτική της κατά χάριν θεώσεώς μας, δε λογάριασε τη δική Του μείωση. «Ὁ Υἱός
τοῦ Θεοῦ ἐνανθρώπησε γιά νά χαρίσει ξανά στόν ἄνθρωπο ἐκεῖνο γιά τό ὁποῖο
δημιουργώντας τον τόν προόρισε», τονίζει ο ιερός Δαμασκηνός, και συνεχίζει:
«Ἐπειδή, τώρα, ὁ Θεός μᾶς πρόσφερε τό ὕψιστο καί δέν τό διαφυλάξαμε, χρειάστηκε
νά κατέβει αὐτός στό χείριστο, δηλαδή στή δική μας ξεπεσμένη φύση, ὥστε νά μᾶς
ξαναδώσει, προσφέροντας καί ἐνεργώντας ὁ ἴδιος, τήν ἐξομοιωμένη μ᾿ αὐτόν εἰκόνα
καί τόν ἀρχαῖο προορισμό».
Ο Χριστός
είναι ο Νέος Αδάμ, ο υπερτέλειος άνθρωπος, «Θεός σαρκοφόρος», στου Οποίου το
θεανδρικό πρόσωπο αναδημιουργήθηκε η φθαρείσα φύση του παλαιού Αδάμ. Ο παλαιός
Αδάμ, ως άνθρωπος, αστόχησε και διέφθειρε την θεοδημιούργητη φύση του. Ο Νέος
Αδάμ, ως Θεάνθρωπος, πήρε την εφθαρμένη φύση, την καθάρισε, την ανακαίνισε, την
αγίασε και τη θέωσε στο πρόσωπό Του. Στο εξής έδωσε τη δυνατότητα σε κάθε ανθρώπινο
πρόσωπο, το οποίο θέλει ελεύθερα ενωθεί μαζί Του, εν τη Εκκλησία και δια των
Ιερών Μυστηρίων, να γίνει μέτοχος του αγιασμού και της θεώσεως.
Άλλος
τρόπος σωτηρίας δεν υπάρχει, όπως μας εξηγεί ο Άγιος Συμεών ο Νέος Θεολόγος,
τονίζοντας: «Επειδὴ ὁ Χριστὸς ἔγινε τέλειος ἄνθρωπος κατὰ τὴν ψυχὴ καὶ τὸ σῶμα,
ὅμοιος μέ μᾶς σὲ ὅλα ἐκτὸς ἀπὸ τὴν ἁμαρτία, μᾶς μεταδίδει τὴν Θεότητά του λόγῳ
τῆς πίστης μας σ᾿ αὐτὸν καὶ μᾶς καθιστᾶ συγγενεῖς του κατὰ τὴν φύση καὶ τὴν
οὐσία τῆς Θεότητάς του. Πρόσεξε τὸ νέο καὶ παράδοξο μυστήριο: Ὁ Θεὸς Λόγος
ἔλαβε ἀπὸ μᾶς σάρκα, ποὺ δὲν εἶχε ἐκ φύσεως καὶ ἔγινε ἄνθρωπος, ποὺ δὲν ἦταν.
Ἀπὸ τότε μεταδίδει στοὺς πιστοὺς τὴν Θεότητά του -τὴν Ὁποία κανεὶς ἀπὸ τοὺς
ἀγγέλους ἢ τοὺς ἀνθρώπους δὲν εἶχε ἀποκτήσει- καὶ μ᾿ αὐτὸν τὸν τρόπο γίνονται
θεοὶ κατὰ χάρη καὶ θέση, ποὺ δὲν ἦταν» (Βίβλος τῶν Ἠθικῶν, Λόγος Α´. Έκδοσις
Ιεράς Μονής Αγίου Συμεών Ν. Θεολόγου, Κάλαμος Αττικής). Αυτή είναι η μεγάλη
απόδειξη, το αδιάσειστο τεκμήριο, ότι η σωτηρία μας είναι πραγματική και όχι
ένα αφηρημένο θεωρητικό σχήμα. Με τη Σάρκωση του Λόγου και τη δική μας ελεύθερη
συσσωμάτωση σ’ Αυτόν, σωζόμαστε και όπως τονίζει ο απόστολος Παύλος, «Ὅπως
φορέσαμε τὴν εἰκόνα τοῦ γήινου, ἂς φορέσουμε καὶ τὴν εἰκόνα τοῦ ἐπουράνιου» (Α´
Κορ. 15, 49), αν θέλουμε να σωθούμε. «ἐν τῷ σώματι τῆς σαρκὸς αὐτοῦ» μας
καθιστά «ἁγίους καὶ ἀμώμους καὶ ἀνεγκλήτους κατενώπιον αὐτοῦ» (Κολ.1,19-22).
Ενωμένοι με το άγιο Σώμα του Χριστού, γινόμαστε σύσσωμοι, δια των Ιερών
Μυστηρίων, εξαγιαζόμαστε, γινόμαστε κοινωνοί του Θεού και λαμβάνουμε ως δώρο τη
σωτηρία μας. Και όχι μόνον αυτό, αλλά μετά την Ανάληψή του «καὶ ἐκάθισεν ἐν
δεξιᾷ αὐτοῦ ἐν τοῖς ἐπουρανίοις» (Εφ.1,20), παίρνοντας μαζί Του και το Σώμα
Του, ολόκληρη την ανθρωπότητα, «παγγενή τον Αδάμ», ώστε να είμαστε όλοι
δυνητικά σεσωσμένοι, αγιασμένοι και θεωμένοι. Να είναι όλα «τὰ ἔθνη
συγκληρονόμα καὶ σύσσωμα καὶ συμμέτοχα τῆς ἐπαγγελίας αὐτοῦ ἐν τῷ Χριστῷ»
(Εφ.3,6). «Νὰ ξέρεις, επισημαίνει ο Μ. Βασίλειος, ὅτι γι’ αὐτόν τὸν λόγο ὁ Θεὸς
ἔλαβε ἀνθρώπινη σάρκα, ἐπειδὴ ἔπρεπε αὐτή ἡ καταραμένη σάρκα νὰ ἁγιασθεῖ, αὐτή
πού ἐξασθένησε νὰ ἐνδυναμωθεῖ, αὐτή πού ἀποξενώθηκε ἀπὸ τὸν Θεὸ νὰ συμφιλιωθεῖ
μ' αὐτόν, αὐτή πού διώχτηκε ἀπὸ τὸν παράδεισο νὰ ἀνεβεῖ στὸν οὐρανό». Και
συμπληρώνει ο Μ. Αθανάσιος: «Διά τοῦτο καί ἐγεννήθη καί ὡς ἄνθρωπος ἔζησε καί
ἀπέθανε καί ἀνέστη. Μέ τά ἰδικά του ἔργα ἐξησθένισε καί ἐπεσκίασε τά ἀπ᾿ αἰῶνος
ἔργα ὅλων τῶν ἀνθρώπων πού ἔζησαν, ὥστε ὅπου ἔχουν περιπέσει οἱ ἄνθρωποι νά
τούς σηκώσει ἀπό ἐκεῖ, καί νά διδάξῃ τόν ἀληθινόν Πατέρα αὐτοῦ, ὅπως καί ὁ
ἴδιος λέγει· “Ἦλθον σῶσαι καί εὑρεῖν τό ἀπολωλός” (Λουκ. 19, 10)». «Ἐπειδή ὁ
Θεός, λέει ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός, μᾶς ἔδωσε νά κοινωνήσουμε τό καλύτερο
καί δέν τό φυλάξαμε, γι’ αὐτό μεταλαβαίνει τό χειρότερο, ἐννοῶ τή φύση μας,
ὥστε ἀπό τή μιά μεριά νά ἀνακαινίσει τόν ἑαυτό Του καί μέ τόν ἑαυτό Του τό κατ'
εἰκόνα καί καθ' ὁμοίωσιν, καί ἀπό τήν ἄλλη νά διδάξει καί σέ μᾶς τήν ἐνάρετη
πολιτεία, ἀφοῦ μέ τόν ἑαυτό Του τήν ἔκαμε σέ μᾶς δυνατή. Νά μᾶς ἐλευθερώσει ἀπό
τή φθορά μέ τήν κοινωνία τῆς ζωῆς γενόμενος ἀπαρχή τῆς ἀναστάσεώς μας. Νά
ἀνακαινίσει τό σκεῦος πού ἀχρειώθηκε καί κομματιάστηκε, νά μᾶς λυτρώσει ἀπό τήν
τυραννία τοῦ διαβόλου, μέ τό νά μᾶς καλέσει στή θεογνωσία καί νά τόν νεκρώσει,
νά μᾶς μάθει νά παλεύουμε ἀποτελεσματικά μέ τόν τύραννο, ὁπλισμένοι μέ ὑπομονή
καί ταπείνωση». Ένας υπέροχος χριστουγεννιάτικος ύμνος αναφέρει: «Εχθροῦ καὶ
ἁμαρτίας, ἠλευθέρωσας Χριστέ, ὅλον τὸ καθ ἡμᾶς δὲ πτωχεύσας, καὶ χοϊκόν ἐξ
αὐτῆς ἑνώσεως, καὶ κοινωνίας ἐθεούργησας» (Κανών Χριστουγέννων).
Όπως ο
Χριστός αποκαλείται Νέος Αδάμ, έτσι και η Θεοτόκος αποκαλείται Νέα Εύα, η οποία
έπραξε τα αντίθετα με εκείνη. «Κάποτε, λέει ο ιερός Χρυσόστομος, ὁ διάβολος
ἐξαπάτησε τὴν παρθένα Εὕα. Τώρα ὁ ἄγγελος ἔφερε τὸ λυτρωτικὸ μήνυμα στὴν
Παρθένο Μαριάμ. Κάποτε ἡ Εὕα ξεστόμισε λόγο, ποὺ ἔγινε αἰτία θανάτου. Τώρα ἡ
Μαρία γέννησε τὸ Λόγο, ποὺ ἔγινε αἰτία αἰώνιας ζωῆς. Ὁ λόγος τῆς Εὕας ἔδειξε τὸ
δέντρο, ποὺ ἔβγαλε τὸν Ἀδὰμ ἀπὸ τὸν παράδεισο. Ὁ Λόγος τῆς Μαρίας ἔδειξε τὸ
Σταυρό, ποὺ ἔβαλε τὸν Ἀδὰμ πάλι στὸν παράδεισο». Ο Χριστός είναι το «Σπέρμα της
Γυναίκας», όπως προφητεύτηκε από το Θεό στους πρωτοπλάστους, το οποίο θα
συντρίψει την κεφαλή του όφεως (Γεν.3,17). Η συμβολή της Παρθένου Μαρίας στη
σάρκωση του Θεού Λόγου υπήρξε καθοριστική.
Το γεγονός
της Ενανθρωπήσεως του Θεού τέμνει την ανθρώπινη ιστορία στην προ και μετά
Χριστόν εποχή. Για τον άγιο Μάξιμο τον Ομολογητή η ανθρώπινη ιστορία, όπως και
η ιστορία της Θείας Προνοίας, χωρίζεται σε δύο μεγάλες περιόδους, όπως ανέλυσε
ο π. Γ. Φλωρόφσκυ. Η πρώτη εκτείνεται στην προχριστιανική εποχή και κορυφώνεται
στη Σάρκωση του Λόγου. Είναι η περίοδος της συγκαταβάσεως του Θεού. Η δεύτερη
είναι η ιστορία της αναβάσεως του ανθρώπου στη σφαίρα της δόξης και θεώσεως, εν
τω Σαρκωμένω Λόγω, ο θρίαμβος της ζωής και η κατάργηση του θανάτου
(P.G.90,320BC).
Ο άγιος Γρηγόριος
Νύσσης τονίζει τα σωτήρια αποτελέσματα της Σαρκώσεως του Λόγου ως εξής:
«Πραγματικά, ἐπειδή δέν ἦταν δυνατό νά ἀπαλλαγεῖ ἀπό τόσο μεγάλα δεινά τό
ἀνθρώπινο γένος, δέχτηκε ὁ βασιλεύς ὅλης τῆς ἀπαθοῦς φύσης ν᾿ ἀνταλλάξει τήν
ἴδια του δόξα μέ τή δική μας ζωή. Ἔτσι ἡ καθαρότητα μπαίνει μέσα στό δικό μας
ρύπο, ἐνῶ ὁ ρύπος δέν ἀγγίζει τήν καθαρότητα, ὅπως λέει τό Εὐαγγέλιο, ὅτι «τό
φῶς ἔλαμψε μέσα στό σκοτάδι καί τό σκοτάδι δέν τό κατανίκησε» (Ἰω. 1, 5). Ὁ
ζόφος ἀφανίζεται μέ τήν παρουσία τοῦ φωτός, ὁ ἥλιος δέν μαυρίζει ἀπό τό ζόφο.
Τή θνητότητα τήν καταπίνει ἡ ζωή, ὅπως λέει ὁ Ἀπόστολος (Β´ Κορ. 5, 4), δέν
ἐξαντλεῖται ἡ ζωή μέ τό θάνατο. Ὅ,τι ἔχει καταφθαρεῖ σώζεται μαζί μέ τό
ἄφθαρτο. Ἡ φθορά δέν ἐπηρεάζει τήν ἀφθαρσία. Γι᾿ αὐτό γίνεται κοινός ὁ ὕμνος ὅλης
τῆς κτίσης, καθώς ἀναπέμπουν ὅλοι σύμφωνη δοξολογία στό Δεσπότη τῆς κτίσης.
Κάθε στόμα ἐπουράνιων καί ἐπίγειων καί ὑπόγειων φωνάζει ὅτι ὁ Κύριος Ἰησοῦς
Χριστός εἶναι γιά νά δοξάζεται ὁ Θεός Πατέρας καί πρέπει νά εὐλογεῖται στούς
αἰῶνες τῶν αἰώνων». Μάρτυρας η ιστορία. Η μετά Χριστόν εποχή είναι η εποχή της
χάριτος. Το κράτος του διαβόλου βαίνει προς κατάργηση.
Ο
Σαρκωμένος Λόγος αποκατέστησε την ανθρώπινη φύση «εις το αρχαίον κάλλος» της
και ακόμη περισσότερο: την κατέστησε μέτοχο της θεότητας, κάτι που δεν είχε η
αδαμιαία φύση. «Τί ἔπρεπε λοιπόν νά κάνῃ ὁ Θεός; ερωτά ο Μ. Αθανάσιος, Ἤ τί
ἄλλο ἔπρεπε νά γίνῃ παρά νά ἀνανεωθῇ τό “κατ᾿ εἰκόνα”, ὥστε δι᾿ αὐτοῦ νά
δυνηθοῦν οἱ ἄνθρωποι πάλιν νά τόν γνωρίσουν; Καί πῶς ἄλλως θά ἠδύνατο νά γίνῃ
αὐτό παρά διά τῆς προσελεύσεως αὐτῆς τῆς ἰδίας τῆς εἰκόνος τοῦ Θεοῦ, δηλαδή τοῦ
Σωτῆρος ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ; Δι᾿ ἀνθρώπων μέν δέν ἦτο δυνατόν, ἐπειδή αὐτοί
εἶχον δημιουργηθῆ “κατ᾿ εἰκόνα”· ἀλλ᾿ οὔτε δι᾿ ἀγγέλων, διότι αὐτοί δέν εἶναι
εἰκόνες. Διά τοῦτο ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ ἐνηνθρώπησε, διά νά ἐπιτύχῃ νά
ἀναδημιουργήσῃ τόν “κατ᾿ εἰκόνα” ἄνθρωπον, αὐτός ὁ ὁποῖος ἦτο εἰκών τοῦ Πατρός.
Καί δέν ἦτο δυνατόν νά γίνῃ ἀλλιῶς, ἄν δέν ἐξηφανίζετο ὁ θάνατος καί ἡ φθορά.
Διά τοῦτο εὐλόγως ἔλαβε θνητόν σῶμα, διά νά εἶναι δυνατόν καί ὁ θάνατος νά
ἐξαφανισθῇ εἰς αὐτόν καί οἱ “κατ᾿ εἰκόνα” ἄνθρωποι νά ἀνακαινισθοῦν πάλιν. Δι
αὐτήν λοιπόν τήν ἀνάγκην δέν ἐχρειάζετο τίποτε ἄλλο, παρά ἡ εἰκών τοῦ Πατρός»
(Περί Ενανθρωπήσεως).
Με την
Ενανθρώπηση του Λόγου λάβαμε τη χαμένη υιοθεσία μας από το Θεό, την οποία
είχαμε απολέσει με την παρακοή και τη πτώση. Δια της Ενανθρωπήσεως του Χριστού
απολαμβάνουμε πλέον τη χαμένη μας υιοθεσία, ώστε να μην είναι πλέον κανένας μας
«δούλος, αλλ’ υιός΄ ει δε υιός, και κληρονόμος Θεού δια Χριστού» (Γαλ.4,4-7),
«ἔσομαι αὐτῷ Θεὸς καὶ αὐτὸς ἔσται μοι υἱός» (Αποκ.21,7), παρά μόνον όποιος
αρνηθεί αυτή την υπέρτατη χάρη, τον οποίο περιμένει ο όλεθρος και η καταστροφή,
«ἐν τῇ λίμνῃ τῇ καιομένῃ ἐν πυρὶ καὶ θείῳ, ὅ ἐστιν ὁ θάνατος ὁ δεύτερος»
(Αποκ.21,8). Τώρα έχουμε τη δυνατότητα να αποκαλούμε το Θεό πατέρα και να Τον
προσεγγίζουμε ως τέκνα Του αγαπητά. «ὅτι δι’ αὐτοῦ ἔχομεν τὴν προσαγωγὴν οἱ
ἀμφότεροι ἐν ἑνὶ πνεύματι πρὸς τὸν πατέρα» Εφ.2,18). Δια του Χριστού λάβαμε το
Άγιο Πνεύμα, το Οποίο μας συγκλονίζει μυστικά στις καρδιές μας, από την σωτήρια
κραυγή: «Αββά ο Πατήρ», επιβεβαιώνοντας το χάρισμα της υιοθεσίας μας. Δια του
Ενσάρκου Λόγου, και μόνον δι’ Αυτού, τονίζει ο απόστολος Παύλος συντελέστηκε η
απολύτρωσή μας, επισημαίνοντας πως «ἐν αὐτῷ εὐδόκησε πᾶν τὸ πλήρωμα κατοικῆσαι
καὶ δι' αὐτοῦ ἀποκαταλλάξαι τὰ πάντα εἰς αὐτόν, εἰρηνοποιήσας διὰ τοῦ αἵματος
τοῦ σταυροῦ αὐτοῦ, δι' αὐτοῦ εἴτε τὰ ἐπὶ τῆς γῆς εἴτε τὰ ἐν τοῖς οὐρανοῖς. καὶ
ὑμᾶς ποτε ὄντας ἀπηλλοτριωμένους καὶ ἐχθροὺς τῇ διανοίᾳ ἐν τοῖς ἔργοις τοῖς
πονηροῖς, νυνὶ δὲ ἀποκατήλλαξεν ἐν τῷ σώματι τῆς σαρκὸς αὐτοῦ διὰ τοῦ θανάτου,
παραστῆσαι ὑμᾶς ἁγίους καὶ ἀμώμους καὶ ἀνεγκλήτους κατενώπιον αὐτοῦ»
(Κολ.1,19-22).
Η όντως
ζωή πηγάζει από το Θεό, αφού «τον υιόν αυτού τον μονογενή απέσταλκεν ο Θεός εις
τον κόσμον, ίνα ζήσωμεν δι' αυτού» (Α΄Ιωάν.4,9), και «η ζωή ημών κέκρυπται σὺν
τῷ Χριστῷ ἐν τῷ Θεῶ» (Κολ.3,3-4). Μέχρι τη σάρκωση του Λόγου ζούσαμε ζωή
βιολογική, προορισμένη για το θάνατο. Τώρα είμαστε μέτοχοι της αιώνιας ζωής η
οποία απορρέει από την πηγή της ζωής, το Χριστό, ο Οποίος μας διαβεβαίωσε πως
Αυτός είναι η «ανάστασις και η ζωή. Ο πιστεύων (εις Αυτόν) ου μη αποθάνη εις τον
αιώνα» (Ιωάν.11,25-26). Αυτός είναι ο «ἀνεξιχνίαστος πλοῦτος τοῦ Χριστοῦ»
(Εφ.3,7). Ως μέτοχοι αυτής της όντως ζωής, μπολιαστήκαμε με την αθανασία, ρέουν
μέσα μας τα αντισώματα του θανάτου, είμαστε δυνάμει αθάνατοι. Κι ακόμη
περισσότερο: μας περιμένει δόξα, καθ’ ότι «ὅταν ὁ Χριστὸς φανερωθῆ, ἡ ζωὴ ἡμῶν,
τότε ημεῖς σὺν αὐτῶ φανερωθησόμεθα ἐν δόξη» (Κολ. 3, 3-4). «Αὐτὸ εἶναι τὸ
εὐλογημένο τέλος, επισημαίνει ο άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής, γιὰ χάρη τοῦ ὁποίου
τὰ πάντα δημιουργήθηκαν. Αὐτὸς εἶναι ὁ σκοπὸς ποὺ τέθηκε ἀπὸ τὸν Θεὸ πρὶν ἀπὸ
τὴν ἀρχὴ τῆς Δημιουργίας καὶ ποὺ τὸν ὀνομάζουμε προμελετημένη πλήρωση
[προεπινοούμενον τέλος]. Ολη ἡ δημιουργία ὑπάρχει γιὰ χάρη αὐτῆς τῆς πληρώσεως,
ἐνῶ ἡ ἴδια ἡ πλήρωση δὲν ὑπάρχει ἐξαιτίας κανενὸς ἀπὸ ὅσα δημιουργήθηκαν» (P.G.90,
621, Α-Β). Ο ιερός συγγραφέας της Αποκαλύψεως κάνει λόγο για αιώνια και
ατελεύτητη συμβασιλεία μας με το Χριστό (Αποκ.22,5).
Το έργο
της Θείας Οικονομίας αυτόν ακριβώς το σκοπό είχε, να μας αποκαταστήσει στον
αρχικό σκοπό της δημιουργίας μας, που είναι η αιώνια μετοχή μας στη θεία δόξα. Ο
Ενανθρωπήσας Λόγος του Θεού δεν εν ήρθε στον κόσμο να ικανοποιήσει καμιά
«τρωθείσα θεία δικαιοσύνη», όπως κακόδοξα πιστεύει και δοξάζει η αιρετική
δυτική χριστιανική παράδοση. Δεν ήρθε να ιδρύσει μια ακόμη θρησκεία, έστω την
καλλίτερη, πλάι στο πλήθος των υπαρχόντων θρησκειών του κόσμου. Δε ήρθε στον
κόσμο, για να τον κάνει απλά ηθικότερο, να αλλάξει τις κοινωνικές και
οικονομικές δομές του. Ήρθε να γκρεμίσει και να καταργήσει το βασίλειο του
διαβόλου, του δόλιου καταληψία της θείας δημιουργίας. Να απελευθερώσει τον
δέσμιο σε αυτό άνθρωπο και να άρει τις συνέπειες της αμαρτίας, τη φθορά και το
θάνατο. Να συμπήξει το δικό Του πνευματικό βασίλειο της ειρήνης και της
δικαιοσύνης. Να γίνουν τα «πάντα και εν πάσι Χριστός» (Κολ.3,11), ώστε να μην
υπάρχει πια χώρος και τρόπος για το κακό. Να απολαμβάνουμε τον «πλοῦτο τῆς
δόξης τῆς κληρονομίας αὐτοῦ ἐν τοῖς ἁγίοις» (Εφ.1,19). Να εξαλείψει από εμάς «ὁ
Θεὸς πᾶν δάκρυον ἀπὸ τῶν ὀφθαλμῶν ημών, καὶ ὁ θάνατος οὐκ ἔσται ἔτι, οὔτε
πένθος οὔτε κραυγὴ οὔτε πόνος οὐκ ἔσται ἔτι, ὅτι τὰ πρῶτα ἀπῆλθον» (Αποκ.21,4)
όπως προφητεύει ο ιερός συγγραφέας της Αποκαλύψεως. Τέτοιου δυσθεώρητου
μεγέθους ευεργεσία αξιωθήκαμε, χάρις στη Θεία Ενανθρώπηση! Αυτή είναι η τελική
προοπτική της Ενανθρωπήσεως!
Είναι
ανάγκη να επισημάνουμε και την τραγική πραγματικότητα της πεισματικής αρνήσεως
της Ενανθρωπήσεως του Θεού. Αν και πέρασαν είκοσι αιώνες από τότε, μέγα πλήθος
ανθρώπων μένουν αμέτοχοι αυτής της υπέρτατης και σωτήριας δωρεάς. Είναι ένα από
τα ακραία συμπτώματα της διαφθοράς της ανθρωπίνης φύσεως, η οποία αρνείται τη
θεραπεία της! Απορρίπτει το Θεό Πατέρα και προτιμά το δυνάστη του διάβολο. Αρνείται
τη ζωή και προτιμά το θάνατο. Κλείνει τα μάτια στο φως και αρέσκεται στο έρεβος
του σκότους. Αρνείται τον ουρανό και προτιμά τα καταχθόνια. Αρνείται τη
βασιλεία και προτιμά τη δουλεία. Ιδού η αιτία της διαχρονικής ανθρώπινης
κακοδαιμονίας, η οποία θα διατηρείται έως ότου ο Χριστός καταλύσει το κράτος
του διαβόλου.
Όσοι
έχουμε, λοιπόν, τη συναίσθηση των σωτηρίων δωρεών της Θείας Ενανθρωπήσεως, ας
«διέλθωμεν εως Βηθλεέμ» (Λουκ.15,2), νοητώς, αυτές τις άγιες ημέρες. Να
προσεγγίσουμε το Σπήλαιο της Γεννήσεως του Σωτήρα μας Χριστού. Να κλίνουμε τα
γόνατα στον υπέρ ημών νηπιάσαντα Θεό μας και να τον δοξολογήσουμε, σμίγοντας
τους ταπεινούς μας αίνους με τους μεγαλοπρεπείς αίνους των αγγελικών δυνάμεων
της Γεννήσεως. Ας προσεγγίσουμε και ας ανυμνήσουμε το άρρητο μυστήριο της
Σαρκώσεως με το λυρικότατο κοντάκιο των Χριστουγέννων, το θεσπέσιο ποίημα του
αγίου Ρωμανού του Μελωδού: «Τὴν Ἐδὲμ Βηθλεὲμ ἤνοιξε, δεῦτε ἴδωμεν, τὴν τρυφὴν
ἐν κρυφῇ εὕρομεν, δεῦτε λάβωμεν, τὰ τοῦ Παραδείσου ἔνδον τοῦ Σπηλαίου. Ἐκεῖ
ἐφάνη ῥίζα ἀπότιστος, βλαστάνουσα ἄφεσιν, ἐκεῖ εὑρέθη φρέαρ ἀνώρυκτον, οὗ πιεῖν
Δαυΐδ πρὶν ἐπεθύμησεν, ἐκεῖ Παρθένος τεκοῦσα βρέφος, τὴν δίψαν ἔπαυσεν εὐθύς,
τὴν τοῦ Ἀδὰμ καὶ τοῦ Δαυΐδ, διὰ τοῦτο πρὸς τοῦτο ἐπειχθῶμεν, οὗ ἐτέχθη, Παιδίον
νέον, ὁ πρὸ αἰώνων Θεός», που σημαίνει: «Η Ενανθρώπηση του Θεού Λόγου άνοιξε
την προαιώνια σφραγισμένη πύλη της παραδείσιας Εδέμ. Ας τρέξουμε λοιπόν να
δούμε αυτό το μεγάλο θαύμα, να αισθανθούμε την κρυμμένη τρυφή. Ας σπεύσουμε να
απολαύσουμε τα υπέρτατα δώρα του Παραδείσου, μέσα στο Σπήλαιο της Γεννήσεως. Εκεί
φάνηκε η απότιστη ρίζα της σωτηρίας μας, η οποία πια βλαστάνει την άφεση των
αμαρτημάτων μας. Εκεί βρέθηκε το άσκαφτο πηγάδι, από το οποίο επιθύμησε να
σβήσει τη δίψα του ο Δαβίδ.
Εκεί η Παρθένος γέννησε ασπόρως Βρέφος, το Οποίο
αμέσως ξεδίψασε τον Αδάμ και το Δαβίδ. Για τούτο ας σπεύσουμε εκεί, όπου
γεννήθηκε το νέο Παιδί, ο Οποίος είναι ο προ των αιώνων υπάρχων Θεός»!