Δόξα τω Θεώ, πάντων ένεκεν. - Αγ. Ιωάννης Χρυσόστομος

Δευτέρα 29 Ιανουαρίου 2024

ΤΡΕΙΣ ΙΕΡΑΡΧΕΣ: ΟΙ ΜΕΓΑΛΟΙ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ

 

ΛΑΜΠΡΟΥ Κ. ΣΚΟΝΤΖΟΥ Θεολόγου - Καθηγητού

       Η ελληνική παιδεία και ο πολιτισμός έχουν τη δική τους εορτή. Στις 30 Ιανουαρίου εορτάζουν μαζί με την Εκκλησία μας τη μνήμη τριών ξεχωριστών προσωπικοτήτων της παγκόσμιας ιστορίας, των ισάριθμων Ιεραρχών, του Μεγάλου Βασιλείου, του Γρηγορίου του Ναζιανζηνού και του Ιωάννου του Χρυσοστόμου. Τιμώντας εκείνους, τιμούμε μαζί όλα τα ευγενή ανθρώπινα επιτεύγματα και τον πολιτισμό, διότι αυτοί τα βίωσαν και τα καλλιέργησαν στο έπακρο και γι’ αυτό δικαίως καθιερώθηκαν προστάτες τους.  

       Ο Μέγας Βασίλειος γεννήθηκε στην Καισάρεια της Καππαδοκίας το 330. Οι γονείς του Βασίλειος και Εμμέλεια, μαζί με τη γιαγιά του Μακρίνα, φρόντισαν να γεμίσουν την ψυχή του με ευσέβεια και αγάπη για την Εκκλησία. Σπούδασε στις πιο ονομαστές σχολές της εποχής του, με αποκορύφωμα τις φιλοσοφικές σχολές των Αθηνών. Εκεί , μαζί με το φίλο του Γρηγόριο το Ναζιανζηνό, σπούδασε τέσσερα χρόνια (351-355), φιλοσοφία, νομικά, ρητορική, γεωμετρία, αστρονομία, μουσική και ιατρική. Όταν ολοκλήρωσε τις σπουδές του επέστρεψε στην πατρίδα του και εργάστηκε ως δικηγόρος και δάσκαλος της ρητορικής. Παράλληλα επισκέφτηκε διάφορα ονομαστά μοναστικά κέντρα προκειμένου να γνωρίσει την μοναχική ζωή. Το 360 αποσύρθηκε μαζί με το φίλο του Γρηγόριο σε ερημική τοποθεσία, κοντά στον Ίρη ποταμό του Πόντου, όπου μόνασε ως το 363 μελετώντας και συγγράφοντας. Το 363 χειροτονήθηκε πρεσβύτερος στη Καισάρεια, αναπτύσσοντας τεράστια φιλανθρωπική δράση. Το 370 εκλέχτηκε αρχιεπίσκοπος Καισάρειας της Καππαδοκίας. Τότε αρχίζει ένα καταπληκτικό κοινωνικό έργο. Ίδρυσε την περίφημη «Βασιλειάδα», ένα τεράστιο συγκρότημα ευποιΐας, το οποίο περιλάμβανε νοσοκομείο, ορφανοτροφείο, πτωχοκομείο, επαγγελματικές σχολές, κλπ. Μέσα σε αυτό έβρισκαν καταφύγιο και βοήθεια χιλιάδες άνθρωποι. Κατά τον φοβερό λιμό του 367-368 έσωσε από βέβαιο θάνατο όλους τους φτωχούς της ευρύτερης περιοχής της Καισάρειας. Ταυτόχρονα ανέπτυξε τεράστια ποιμαντική και συγγραφική δράση. Υπήρξε δεινός θεολόγος, μέγας συγγραφέας, του οποίου το έργο αποτελεί μέχρι σήμερα πρωτοπόρο. Εξαιτίας του φιλάσθενου οργανισμού του και του αφάνταστου κόπου του έργου του πέθανε νέος 49 ετών την 31 Δεκεμβρίου του 378. Η κηδεία του έγινε την 1η Ιανουαρίου του 379 με πρωτοφανείς εκδηλώσεις σεβασμού και τιμής από εχθρούς και φίλους. Η Εκκλησία μας την ημέρα αυτή τιμά την μνήμη του.

       Ο Γρηγόριος ο Θεολόγος γεννήθηκε το 329 στην Ναζιανζό της Καππαδοκίας. Ο πατέρας του Γρηγόριος και Νόννα εύποροι όντες έδωσαν μεγάλη μόρφωση μα και ευσέβεια στο παιδί τους. Φοίτησε στις ονομαστές σχολές της Καισάρειας της Καππαδοκίας, της Καισάρειας της Παλαιστίνης, της Αλεξάνδρειας και των Αθηνών. Όπως αναφέραμε εκεί γνωρίστηκε με τον Βασίλειο. Όταν ολοκλήρωσε τις σπουδές του  γύρισε στην Ναζιανζό και προτίμησε να αφιερωθεί στην υπηρεσία της Εκκλησίας. Μόνασε για ένα χρόνο μαζί με το Βασίλειο στον Ήρι ποταμό του Πόντου και στη συνέχεια χειροτονήθηκε επίσκοπος Σασίμων. Το 379 σύνοδος επισκόπων της Αντιόχειας αποφάσισε να μεταβεί ο Γρηγόριος στην Κωνσταντινούπολη προκειμένου να αντιμετωπισθεί η αρειανική λαίλαπα στην Βασιλεύουσα. Με ορμητήριο ένα μικρό ναό κήρυττε στα πλήθη και σε μικρό χρονικό διάστημα κατόρθωσε να αναχαιτίσει την αίρεση. Το 380 αναδείχτηκε αρχιεπίσκοπος της Κωνσταντινούπολης χωρίς ουσιαστικά να το επιθυμεί. Όταν κάποιοι αμφισβήτησαν την εκλογή του για τυπικούς λόγους παραιτήθηκε και επέστρεψε στην Καππαδοκία, ζώντας το υπόλοιπο του βίου του με προσευχή, άσκηση, φιλανθρωπία και ησυχία. Συνέγραψε τεράστιο θεολογικό και ποιητικό έργο. Πέθανε στις 25 Ιανουαρίου του 390. Την ημέρα αυτή τιμά η Εκκλησία τη μνήμη του.

        Ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος γεννήθηκε στην Αντιόχεια το 354. Ο πατέρας του ήταν ειδωλολάτρης, τον οποίο μετέστρεψε στον Χριστιανισμό η σύζυγός του και μητέρα του Ιωάννη υπέροχη Ανθούσα. Αφού ολοκλήρωσε την εγκύκλιο μόρφωσή

του, προσκολλήθηκε στον ονομαστό ειδωλολάτρη Λιβάνιο ώστε να συμπληρώσει τις σπουδές του στην ρητορική και τη φιλοσοφία. Η επίδοσή του ήταν τέτοια ώστε ο Λιβάνιος τον προόριζε για διάδοχό του στη Σχολή! Αμέσως μετά σπούδασε Θεολογία στην ονομαστή Θεολογική Σχολή της Αντιόχειας. Άσκησε για λίγο χρόνο το επάγγελμα του ρήτορα, στο οποίο σημείωσε μεγάλη επιτυχία. Όμως πολύ γρήγορα εγκατέλειψε την κοσμική δόξα, το προσοδοφόρο επάγγελμα και τις ιαχές του πλήθους και αφιερώθηκε στην υπηρεσία της Εκκλησίας. Το 380 χειροτονήθηκε διάκονος και το 385 πρεσβύτερος στην Αντιόχεια. Για δεκατρία ολόκληρα χρόνια εργάστηκε δραστήρια και αναδείχθηκε πρότυπο ποιμένα, διδασκάλου και κοινωνικού εργάτη. Πλήθος αναξιοπαθούντων έβρισκαν κοντά του πνευματική και υλική στήριξη. Το 398 οδηγήθηκε παρά τη θέλησή του να αναλάβει το θρόνο της Κωνσταντινουπόλεως. Ως Αρχιεπίσκοπος της Βασιλεύουσας ανέλαβε έναν τιτάνιο αγώνα κατά της διαφθοράς και της ακολασίας που είχε επικρατήσει στην πλούσια πρωτεύουσα του κράτους. Ξεκίνησε το ξεκαθάρισμα από την Εκκλησία και έφτασε μέχρι τα ανάκτορα και ιδιαίτερα στηλίτευσε την διεφθαρμένη αυτοκράτειρα Ευδοξία  Ήρθε σε ρήξη με τους ισχυρούς του χρήματος και της κρατικής εξουσίας. Όλοι αυτοί κατόρθωσαν ακόμα και με απόφαση ψευδοσυνόδου (Ιέρειας του 407) να εξοριστεί  δύο φορές στον Πόντο. Στις 14 Σεπτεμβρίου του 407 δεν άντεξε τις κακουχίες και πέθανε καθ’ οδόν στα βάθη της Αρμενίας.

       Το έργο του Ιωάννη υπήρξε τεράστιο. Το συγγραφικό του έργο κολοσσιαίο. Η κοινωνική του προσφορά ανεκτίμητη. Η Εκκλησία μας του προσέδωσε τον τίτλο Χρυσόστομος, διότι υπήρξε πραγματικά ο μεγαλύτερος Πατέρας ρήτορας, το γλυκόλαλο αηδόνι της Εκκλησίας, όπως παρατηρεί σύγχρονος στοχαστής.

     Η μνήμη του εορτάζεται στις 13 Νοεμβρίου.             

     Η τριάδα των κορυφαίων αυτών ιεραρχών της Εκκλησίας μας, έχουν καθιερωθεί στη συνείδηση των πιστών, αλλά και της ανθρώπινης ιστορίας, ως οι φωτεινές εκείνες προσωπικότητες οι οποίες έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στη διαμόρφωση του παγκόσμιου πολιτισμού. Είναι οι εκπρόσωποι μιας πλειάδας φωτόμορφων πατέρων της Εκκλησίας μας οι οποίοι όχι μόνο διέσωσαν ό,τι πολύτιμο είχε δημιουργήσει η ανθρώπινη διάνοια ως τότε, κυρίως των ελλήνων, αλλά μέσα στο πνεύμα του φωτός, της ελευθερίας και της αγάπης της απαράμιλλης διδασκαλίας του Χριστού, συνέθεσαν τον νέο πολιτισμό του κόσμου, τον ελληνοχριστιανικό.

     Οι τρεις Ιεράρχες έχουν καθιερωθεί ως οι προστάτες των γραμμάτων και του πολιτισμού από τον 10ο κιόλας αιώνα από τον φωτισμένο επίσκοπο Ευχαϊτών Ιωάννη Μαυρόποδα. Εκείνος είχε βάλλει τέλος στην ιερή διαμάχη στους κόλπους της Εκκλησίας για το ποιος από τους τρεις Ιεράρχες υπήρξε ο πιο σπουδαίος. Τέτοια ήταν η επίδραση των μεγάλων αυτών προσωπικοτήτων στη συνείδηση των πιστών! Έτσι από τότε στην ιερή κοινή μνήμη τους (30 Ιανουαρίου) μαζί με αυτούς τιμώνται τα γράμματα και εορτάζουν οι παράγοντες της παιδείας, διδάσκοντες και διδασκόμενοι.

     Οι υπέροχες φωτεινές αυτές προσωπικότητες αποτελούν την ηχηρή απάντηση σε όσους είτε από άγνοια, είτε από σκόπιμη εμπάθεια συκοφαντούν τον Χριστιανισμό ως δήθεν σκοταδιστικό σύστημα, το οποίο κατάστρεψε τον αρχαίο πολιτισμό και οδήγησε την ανθρωπότητα στο σκοτεινό μεσαίωνα. Οι τρεις Ιεράρχες, και το σύνολο σχεδόν των πατέρων της Εκκλησίας μας, υπήρξαν φορείς υψηλής μορφωτικής στάθμης. Ο Μέγας Βασίλειος κατείχε όλη σχεδόν τη γνώση της εποχής του, ήταν θεολόγος, φιλόλογος, ιατρός, γεωμέτρης, φυσιοδίφης, νομικός, ρήτορας, μουσικός, κλπ. Ο Γρηγόριος υπήρξε μέγας θεολόγος, απαράμιλλος ποιητής αρχαϊκών στίχων, ρήτορας και φιλόσοφος. Χάρη στην κολοσσιαία μόρφωσή του διετέλεσε καθηγητής των ονομαστών φιλοσοφικών σχολών των Αθηνών! Ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος υπήρξε ονομαστός ρήτορας, νομικός, θεολόγος, άριστος φιλόλογος και απαράμιλλος

χειριστής του λόγου, γι' αυτό ονομάστηκε και Χρυσόστομος. Ο ονομαστός εθνικός δάσκαλός του Λιβάνιος είχε πει με πίκρα πως τον υπέροχο αυτό μαθητή του τον

κέρδισε ο Χριστιανισμός και έτσι ο εθνισμός έχασε μια σπάνια πνευματική προσωπικότητα!

        Η συγκεκριμένη ιστορική περίοδος που έζησαν ήταν εποχή μεταβατική,  έντονων πνευματικών συγκρούσεων. Ο αρχαίος κόσμος έδυε κάτω από την ιστορική αναγκαιότητα και μια νέα πραγματικότητα έπαιρνε τη θέση του στο πνευματικό στερέωμα, ο Χριστιανισμός. Αυτή η μετάβαση δεν έγινε χωρίς συγκρούσεις και τριβές. Ο θνήσκων εθνισμός ανθίστατο με όσες δυνάμεις του είχαν απομείνει. Η θλιβερή περίπτωση του ψευτορομαντικού Ιουλιανού (361-363) να νεκραναστήσει την ειδωλολατρία με τη βία και τους διωγμούς κατά του Χριστιανισμού, χωρίς φυσικά αποτέλεσμα, αποτελεί μια φανερή πτυχή της ταραγμένης εκείνης εποχής. Οι εν λόγω πατέρες όμως όχι μόνο είδαν την, χωρίς πισωγύρισμα, ροή των ιστορικών πραγμάτων αλλά συνέβαλλαν θετικά σ' αυτό. Παράλληλα κράτησαν συνετή στάση μπροστά στις βαρβαρότητες του εθνισμού. Είναι χαρακτηριστική η επιστολή του Γρηγορίου προς τον φίλο του και πρώην συμμαθητή του Ιουλιανό. Προέτρεπε τον φανατικό αυτοκράτορα να μελετήσει καλλίτερα τον ελληνισμό ώστε να διδαχθεί μέσα από αυτόν ότι δεν δικαιολογούνται διωγμοί και κακουργίες στο όνομα αυτού. "Το ελληνίζειν εστί πολυσήμαντον" τόνιζε ο σοφός ιεράρχης. Μετά την επιστολή αυτή ο θηριώδης αυτοκράτορας άρχισε να αλλάζει στάση κατά των Χριστιανών.

     Οι τρεις Ιεράρχες δεν ήταν μόνο θιασώτες του λόγου, αλλά και ακάματοι εργάτες του έργου. Μια σύντομη ματιά στο βίο τους, μας βεβαιώνει για το πολύπλευρο ποιμαντικό, κοινωνικό και πνευματικό τους έργο. Όπως προαναφέραμε η περίφημη και μοναδική "Βασιλειάδα" του Μ. Βασιλείου στην Καισάρεια  της Καππαδοκίας, οι τιτάνιοι αγώνες κατά των αρειανών της Κωνσταντινούπολης του Γρηγορίου και το θαυμαστό φιλανθρωπικό έργο του Χρυσοστόμου στην Αντιόχεια και μετά στην Κωνσταντινούπολη, είναι κάποιες από τις δραστηριότητές τους. Παράλληλα μας άφησαν ένα απέραντο συγγραφικό έργο, στο οποίο διασώζεται όχι μόνο ο μοναδικός ελληνικός λόγος και ό,τι καλό είχε δημιουργήσει η αρχαιότητα. Αναφέρω για παράδειγμα τους 17.000 ποιητικούς στίχους του Γρηγορίου οι οποίοι είναι εφάμιλλοι των έργων των μεγάλων ποιητών της ελληνικής αρχαιότητας. Αναφέρω ακόμα και τις προτροπές του Βασιλείου ώστε να ωφεληθούν οι νέοι μελετώντας επιλεκτικά τους έλληνες σοφούς και συγγραφείς.

    Οι μεγάλοι αυτοί πατέρες δεν καλλιέργησαν στα πρόσωπά τους μόνο το πνεύμα, αλλά και την αρετή. Τα ιερά συναξάριά τους αναφέρονται με λεπτομέρειες στην καλλιέργεια και τη βίωση των αρετών στην καθημερινή τους ζωή. Παροιμιώδης υπήρξε , για παράδειγμα, η ακτημοσύνη του Βασιλείου, η γλυκύτητα και η ευγένεια του χαρακτήρα του Γρηγορίου και η συμπόνια προς τους ενδεείς του Χρυσοστόμου. Τα γνήσια ανθρώπινα πρότυπα, που σκιαγραφούσαν στα συγγράμματά τους, μιμούνταν πρώτοι αυτοί.

     Οι τρεις αυτοί μεγάλοι "φωστήρες της τρισηλίου Θεότητος" πρέπει να αποτελούν και στις ασέληνες σκοτεινές μέρες μας  φωτεινά ορόσημα και πνευματικοί δείκτες τόσο όλων των παραγόντων της παιδείας όσο και όλων των σκεπτόμενων ανθρώπων. Ο πνευματικός αποπροσανατολισμός και η πολιτιστική πενία της εποχής μας επιβάλλει να στραφούμε στις καθάριες πνευματικές πηγές των προγόνων μας,  να ενστερνιστούμε τις διαχρονικές ιδέες τους, όπως αυτές καλλιεργήθηκαν μέσα στην ελληνορθόδοξη παράδοσή μας, ώστε να μπορέσουμε να βγούμε από το πνευματικό τέλμα που μας εγκλώβισε η σύγχρονη απολυτοποίηση της τεχνολογίας σε βάρος του πνευματικού πολιτισμού.                

ΑΓΙΟΣ ΝΕΟΜΑΡΤΥΣ ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ Ο ΧΙΟΠΟΛΙΤΗΣ

 

ΛΑΜΠΡΟΥ Κ. ΣΚΟΝΤΖΟΥ Θεολόγου – Καθηγητού

      Μια πλειάδα Νεομαρτύρων είχε εξισλαμισθεί με το ζόρι και κατόπιν επιστρέφοντες στην πίστη του Χριστού, υπέστησαν το μαρτύριο. Σε αυτή την κατηγορία ανήκει και ο άγιος Νεομάρτυς Δημήτριος ο Χιοπολίτης.

      Γεννήθηκε στη Χίο, στη συνοικία Παλαιόκαστρο, στα τέλη του 18ου αιώνα από γονείς φτωχούς και απλοϊκούς, αλλά όμως με στερεή ευσέβεια και πίστη στο Θεό. Όταν μεγάλωσε μετέβη με τον μεγαλύτερο αδελφό του Ζαννή στην Κωνσταντινούπολη προς αναζήτηση εργασίας, διότι η ζωή στο άγονο νησί ήταν δύσκολη. Προσλήφτηκαν σε κάποια επιχείρηση ως κλητήρες. Μετά από καιρό ο αδελφός του παντρεύτηκε και αργότερα αρραβωνιάστηκε και ο Δημήτριος μια νέα από το Σταυροδρόμι της Πόλης. Επειδή όμως δεν πήρε τη συγκατάθεση του αδελφού του και του αφεντικού του, εκδιώχτηκε από το σπίτι και την εργασία του.

       Το γεγονός αυτό λύπησε ιδιαίτερα το Δημήτριο και τον έριξε σε απελπισία, διότι δεν είχε καθόλου χρήματα να ζήσει. Αλλά μέσα στη λύπη και την απόγνωσή του θυμήθηκε ότι κάποιος επιφανής και πλούσιος τούρκος του όφειλε κάποια χρήματα, από παλιά δούλεψή του σ’ αυτόν. Πήγε λοιπόν να του τα ζητήσει, μη γνωρίζοντας την τραγωδία που τον περίμενε. Την καλοστημένη παγίδα που του είχε στήσει ο διάβολος. 

       Όταν έφτασε στο αρχοντικό του τούρκου, ο ίδιος έλειπε και του άνοιξε η κόρη του, μια έκφυλη νέα. Μόλις αντίκρισε το Δημήτριο, ο οποίος ήταν τότε είκοσι δύο ετών και ασυνήθιστα όμορφος, κυριεύτηκε από σφοδρό ερωτικό πόθο γι’ αυτόν. Τον καλοδέχτηκε, τον οδήγησε στο σαλόνι του σπιτιού και τον φίλεψε καφέ και γλυκίσματα και καπνό. Του είπε να περιμένει τον πατέρα της, προκειμένου να του δώσει τα χρωστούμενα. Μετά από λίγο δεν έχασε καιρό και του επιτέθηκε με ανήθικες προθέσεις. Εκείνος σάστισε και την απώθησε. Τότε εκείνη τον προειδοποίησε πως αν δεν ενέδιδε στις πορνικές ορέξεις της θα τον κατηγορούσε ότι της επιτέθηκε εκείνος και τότε το μόνο που θα τον έσωζε ήταν ο εξισλαμισμός, διαφορετικά ο θάνατος. Ο Δημήτριος δυστυχώς ενέδωσε και διέπραξε την αμαρτία, χωρίς να το θέλει ο ίδιος, αλλά για να γλυτώσει τη ζωή του, όπως έγραψε αργότερα στους δικούς του. Αλλά και δεύτερη δυστυχία τον βρήκε, η τουρκοπούλα δεν του επέτρεπε πια να φύγει από το σπίτι και έβαλε φρουρούς να τον φυλάγουν, για να συνηθίσει στη νέα του ζωή.  

       Πόνος και θλίψη κυρίευσαν την ψυχή του. Κάθε μέρα και περισσότερο συνειδητοποιούσε το μεγάλο κρίμα που έβαλε στο κεφάλι του. Προσπάθησε αρκετές φορές να το σκάσει αλλά δεν τα κατάφερε.

       Πέρασαν δύο εφιαλτικοί μήνες στο τούρκικο αρχοντικό. Προσευχόταν μυστικά και παρακαλούσε το Θεό να τον απαλλάξει από αυτό το μαρτύριο. Κάποιο βράδυ, στην περίοδο του ραμαζανίου και ενώ όλοι στο σπίτι κοιμούνταν βαθιά, από το πολύ φαγητό και ποτό, έκαμε το σημείο του σταυρού και κατόρθωσε να ξεφύγει. Έτρεξε στη συνοικία του Σταυροδρομίου στο σπίτι ενός φίλου του Χριστιανού, τον οποίο παρακάλεσε να τον κρύψει. Εκείνος τον δέχτηκε και τον έκρυψε. Ο Δημήτριος κλεισμένος στο απόμερο δωμάτιό του έκλαιγε απαρηγόρητα μέρα και νύχτα. Θρήνοι και κοπετοί ακουγόταν σε όλο το σπίτι. Ξερίζωνε τα μαλλιά του και ξέσχιζε τα μάγουλά του από τους θρήνους του και το κακό που τον βρήκε, Κάκιωνε τον εαυτό του, που δεν αντιστάθηκε στην έκφυλη τουρκοπούλα. Παρακάλεσε το φίλο του να έρθει πνευματικός στο σπίτι για να εξομολογηθεί το μεγάλο κρίμα του. Εξομολογήθηκε με αστείρευτα δάκρια, μετανιώνοντας πικρά για την διπλή αμαρτία του, την πορνεία και την αποστασία.

      Η εξομολόγηση απάλυνε τον πόνο του και γαλήνεψε την ψυχή του. Είχε πάρει την απόφαση να μαρτυρήσει, προκειμένου να ξεπλύνει το ανόμημά του. Έστειλε μήνυμα στον αδελφό του να συμφιλιωθεί μαζί του και έστειλε γράμμα στους γονείς του, στο οποίο τους εξηγούσε την πρόθεσή του να ομολογήσει το Χριστό, κάτι που δεν έκαμε όταν έπρεπε. Τους ζητούσε να τον συγχωρήσουν για τις ανάρμοστες πράξεις του και να μη λυπηθούν, αλλά να χαρούν για την απόφασή του να μαρτυρήσει για το Χριστό. Να του δώσουν την ευχή τους να μη δειλιάσει στα βασανιστήρια που τον περίμεναν. Το γράμμα το έδωσε στον πνευματικό του να το στείλει εκείνος στους γονείς του, συμπληρώνοντας το μαρτυρικό του τέλος. 

      Κατόπιν άρχισε μια σκληρή προετοιμασία, με αδιάκοπη προσευχή, νηστεία με ελάχιστο ψωμί και νερό,  αμέτρητε μετάνοιες, αγρυπνία και ανάγνωση ψυχωφελών βιβλίων. Δεν άργησε να αξιωθεί θείων οπτασιών και αποκαλύψεων, τις οποίες διηγούνταν στον πνευματικό του. Εκείνος προσπάθησε να τον αποτρέψει από το μαρτύριο, λέγοντάς του πως υπήρξε κίνδυνος να δειλιάσει από τους αφόρητους πόνους και πως υπάρχουν και άλλοι τρόποι σωτηρίας. Τον συμβούλεψε να φύγει μακριά και να ζήσει εν μετανοία. 

      Αλλά ο Δημήτριος παρέμεινε αμετάπειστος. Τότε ο ιερέας του διάβασε τις κανονισμένες ευχές, τον έχρισε με άγιο Μύρο, τον κοινώνησε των Αχράντων Μυστηρίων και του έδωσε την ευχή του.

      Την άλλη ημέρα βγήκε από την κρυψώνα του και κατευθύνθηκε στον Καϊμακάμη (αστυνομικό διευθυντή) της Πόλης. Παρουσιάστηκε μπροστά του και με θάρρος  του είπε: «Άρχοντά μου, γνωρίζετε ότι εγώ ήμουν Χριστιανός αλλά με πίεσαν και με ανάγκασαν να δεχθώ την μιαρή και καταφρονημένη θρησκεία σας. Όμως εγώ ήμουν και είμαι Χριστιανός και Χριστιανός θέλω να πεθάνω. Γι’ αυτό ήρθα εδώ για να ομολογήσω μπροστά σου πως έκανα λάθος και να κηρύξω την αλήθεια της αγίας πίστεώς μου. Έκανα λοιπόν μεγάλο λάθος, το ομολογώ. Μία είναι η πίστη , των ευσεβών και ορθοδόξων Χριστιανών». Την ίδια στιγμή πέταξε το κάλυμμα της κεφαλής του, το οποίο φορούσαν οι μουσουλμάνοι. Όποιος το έβγαζε δημόσια σήμαινε την άρνηση του Ισλάμ.

      Ο Καϊμακάμης συγκράτησε το θυμό του, πήρε το φέσι και του το έδωσε, τάζοντας αξιώματα και χρήματα αν το φορούσε και γινόταν μουσουλμάνος. Αλλά ο Δημήτριος δεν του έδινε σημασία. Μετά από αυτό έδωσε διαταγή να τον κλείσουν στην πιο σκοτεινή και υγρή φυλακή, δένοντάς του τα πόδια με αλυσίδες και το λαιμό με το βασανιστικό ξύλο. Αλλά ο άγιος και πάλι δεν δείλιασε, αλλά χαιρόταν και περίμενε με ανυπομονησία το μαρτύριο.   Την άλλη μέρα τον οδήγησαν ξανά στον Καϊμακάμη για μια ύστερη προσπάθεια να πεισθεί να αλλαξοπιστήσει. Όμως εκείνος έμεινε απαθής μπροστά στις δελεαστικές προτάσεις και τις φοβέρες τους.

      Εκείνη την ημέρα συνέβη πέθανε αιφνιδίως ο Καϊμακάμης και τη θέση του πήρε άλλος πιο αυστηρός και φανατικός Καϊμακάμης, ο οποίος πίεζε ασφυκτικά το Δημήτριο να αλλάξει γνώμη. Επειδή όμως είδε την αδιαλλαξία του, τον παρέδωσε στους ανελέητους αστυνομικούς του να τον βασανίσουν. Του έδωσαν πάνω από επτακόσιους ραβδισμούς και τον γύμνωσαν και ξάπλωσαν σε βασανιστική σανίδα, δένοντάς του σφικτά και ρίχνοντάς του παγωμένο νερό στο σώμα (ήταν χειμώνας και έκανε δριμύ ψύχος). Μετά έκαιγαν κεραμίδια και  τούβλα τα οποία έβαζαν στο πρόσωπο και τις μασχάλες του. Ο Μάρτυς τα υπόμενε χωρίς να βγάλει την παραμικρή κραυγή, παρά μόνο δοξολογούσε το Θεό, ο Οποίος τον αξίωσε να πάθει για χάρη Του!

      Η τουρκοπούλα, η οποία τον είχε παρασύρει στην αμαρτία, έμαθε γι’ αυτόν και πήγε στη φυλακή να τον δει. Προσπάθησε με δόλιους λόγους να τον πείσει να αρνηθεί το Χριστό, να τον παντρευτεί και να τον κάνει άρχοντα. Αλλά και πάλι η

χάρις του Θεού τον προστάτεψε. Ο Δημήτριος έμεινε απαθής στις αισχρές προτάσεις της ασελγούς μουσουλμάνας.

       Οι συμπατριώτες του χριστιανοί της Πόλης συγκέντρωσαν χρήματα για να τον εξαγοράσουν από τους Τούρκους, ισχυριζόμενοι ότι ήταν τρελός. Οι Τούρκοι συμφώνησαν αλλά διαφώνησε ο Δημήτριος, ο οποίος δεν δέχτηκε την απελευθέρωσή του και τους παράγγειλε να προσεύχονται για εκείνον, να κρατηθεί ως το τέλος εδραίος στο μαρτύριό του.

       Μετά από εννέα δραματικές ημέρες αφόρητων βασανιστηρίων, βγήκε η καταδικαστική απόφαση: θάνατος δια αποκεφαλισμού. Το οδήγησαν στον τόπο της εκτέλεσης, όπου είχαν μαζευτεί πολλοί μουσουλμάνοι να χαρούν το θάνατο του «απίστου», αλλά και πολλοί χριστιανοί να θαυμάσουν τον ηρωικό Μάρτυρα του Χριστού. Όταν ο δήμιους σήκωσε το φονικό ξίφος, ο Δημήτριος αναφώνησε: «Μνήσθητί μου, Κύριε, εν τη βασιλεία Σου». Σε ελάχιστα δευτερόλεπτα φτερούγησε η ψυχή του στα ουράνια, για να συναντήσει το Χριστό. Ήταν 29 Ιανουαρίου του 1802.

        Αλλά εκείνη την στιγμή έγινε το απροσδόκητο. Οι παρακολουθούντες το μαρτυρικό τέλος του Μάρτυρα όρμησαν για να πάρουν κάτι από το αγιασμένο σώμα του. Βουτούσαν υφάσματα στο αίμα του και έπαιρναν τεμάχια από τα αιματοβαμμένα ρούχα του. Μάταια προσπαθούσαν οι δήμιοι να τους εμποδίσουν, με ραβδισμούς και προπηλακισμούς! Μάλιστα δόθηκε εντολή να μην δοθεί το τίμιο λείψανό του στους χριστιανούς να ταφεί, αλλά να ριχτεί στη θάλασσα. Όμως κάποιος δήμιος, προφανώς δωροδοκούμενος, το παρέδωσε να ταφεί στη νήσο Πρώτη, μέσα σε ναό ενός μοναστηρίου.

      Ο τάφος του ήταν πηγή θαυμάτων, τα οποία αναφέρει στο συναξάρι του ο άγιος Αθανάσιος Πάριος, ο οποίος το κατέγραψε. Η μνήμη του τιμάται στις 29 Ιανουαρίου. 

Κυριακή 28 Ιανουαρίου 2024

ΑΒΒΑΣ ΙΣΑΑΚ Ο ΣΥΡΟΣ: ΕΝΑΣ ΜΕΓΑΛΟΣ ΑΣΚΗΤΗΣ ΚΑΙ ΔΑΣΚΑΛΟΣ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΜΑΣ

 

ΛΑΜΠΡΟΥ Κ. ΣΚΟΝΤΖΟΥ Θεολόγου – Καθηγητού     

      Οι ασκητική γραμματεία κατέχει μια πολύ σπουδαία θέση στη διδασκαλία και στη ζωή της Εκκλησίας μας. Πρόκειται για σπουδαιότατα κείμενα αγίων ασκητών, προϊόντα βαθύτατου πνευματικού στοχασμού και σοφίας. Περιέχουν την εμπειρία των αγίων γερόντων, οι οποίοι βίωσαν την ευλογημένη πορεία της ασκήσεως και των αρετών και την κατέγραψαν, για να είναι εσαεί στους πιστούς πολύτιμο βοήθημα μεθόδων άσκησης και πνευματικής προκοπής.

      Στην κορυφή της ασκητικής γραμματείας βρίσκονται και το κείμενα ενός μεγάλου ασκητή της Εκκλησίας μας, του Αββά Ισαάκ του Σύρου. Τα βαθυστόχαστα και ψυχωφελή του συγγράμματα είναι από τα κυριότερα αναγνώσματα των μοναχών και όλων όσων αγωνίζονται για την αρετή και την απαλλαγή από τα πάθη και τα άλγη της αμαρτίας.

      Δυστυχώς γνωρίζουμε πολύ λίγα για το βίο και την προσωπικότητα του μεγάλου άνδρα, και αυτά από έμμεσες πηγές. Γεννήθηκε περί τα μέσα του 7ου αιώνα πιθανότατα στη Συρία. Κατ’ άλλους στη Νινευή της Μεσοποταμίας, και κατ’ άλλους στην αραβική χερσόνησο, στο σημερινό Κατάρ. Δε γνωρίζουμε τα ονόματα των γονέων του, ούτε για τα παιδικά του χρόνια. Εικάζουμε ότι οι γονείς του ήταν χριστιανοί και του εμπέδωσαν από μικρό την πίστη και την ευσέβεια.  Όταν έγινε έφηβος, αποφάσισε με τον αδελφό του να αφιερωθούν στη μοναχική ζωή. Έτσι αποσύρθηκαν στη Μονή του αγίου Μάρτυρα Ματθαίου. Ο Ισαάκ έδειξε ασυνήθιστη προσαρμογή και ζήλο για τον μοναχισμό. Σύντομα αναδείχτηκε ως ο πλέον  αξιοσέβαστος αδελφός της Μονής.

      Μετά από λίγο καιρό ζήτησε από τον ηγούμενο της Μονής να φύγει για την έρημο, διότι πίστευε πως η ησυχία της ερήμου θα τον βοηθούσε περισσότερο στον πνευματικό του αγώνα. Έφυγε λοιπόν για μια ερημική περιοχή, όπου μόνος με το Θεό, με άσκηση, προσευχή, νηστεία και αγρυπνία, κατόρθωσε να καθαρθεί από τα πάθη του και να ανέβει σε ύψη αρετής και αγιότητας. Όμως οι αδελφοί της Μονής αισθάνθηκαν το κενό που άφησε η απουσία του Ισαάκ και γ’ αυτό τον παρακαλούσαν να γυρίσει στη Μονή και να γίνει ο πνευματικός τους καθοδηγητής. Αλλά ο Αββάς δεν ήθελε με κανέναν τρόπο να αφήσει την αγαπημένη του ερημική ζωή.

       Αυτό που δεν κατόρθωσαν οι μοναχοί, το κατόρθωσε ο επίσκοπος της περιοχής. Του ζήτησε να κατέβει στον κόσμο για να προσφέρει τις υπηρεσίες του στην Εκκλησία. Ο άγιος ασκητής υπάκουσε και κατέβηκε και χειροτονήθηκε επίσκοπος της μεγάλης πόλεως Νινευή. Δε γνωρίζουμε πόσο καιρό έμεινε στον επισκοπικό θρόνο. Πιθανότατα παραιτήθηκε και έφυγε ξανά για την έρημο. Οι περισσότεροι μελετητές υποστηρίζουν ότι ο Αββάς Ισαάκ, παρέμεινε πέντε μήνες μετά τη χειροτονία του, παραιτήθηκε και έφυγε ξανά για την αγαπημένη του έρημο, κοντά στην οροσειρά Chuzistan, στην περιοχή της αρχαίας Σουσιανής και αργότερα στη Μονή Rabban Sabor.

       Ως ασκητής ο Αββάς Ισαάκ, με τον πνευματικό του αγώνα και το φωτισμό του Αγίου Πνεύματος, έφτασε σε ύψη καθάρσεως και αγιότητας. Απέκτησε μια σπάνια πνευματική εμπειρία, την οποία κατέγραψε στα συγγράμματά του για να βοηθήσει και άλλους ανθρώπους. Προσευχόμενος έγταφε αδιάκοπα και με τα δάκρυά του έβρεχε τα χειρόγραφά του.   

       Στη Μονή Rabban Sabor έζησε τα τελευταία χρόνια της ζωής του, προσευχόμενος, μελετώντας και γράφοντας. Όντας υπέργηρος, και εξαιτίας  της αυστηρής άσκησης και της πολλής μελέτης έχασε το φως του. Πέθανε και ετάφη στη Μονή και δεν γνωρίζουμε το χρόνο της κοίμησής του.

      Ο αββάς Ισαάκ δεν ανακηρύχτηκε ποτέ επίσημα άγιος της Εκκλησίας μας, επειδή έζησε σε περιοχή που κυριαρχούσε η αίρεση του νεστοριανισμού και κάποιοι τον θέλουν, εσφαλμένα και αστήρικτα, να είχε ασπασθεί την αίρεση και μάλιστα ισχυρίζονται ότι είχε χειροτονηθεί επίσκοπος της νεστοριανής «εκκλησίας».

      Αυτή η φήμη καλλιεργήθηκε και διαδόθηκε τα τελευταία χρόνια από οικουμενιστικούς κύκλους, για να προωθήσουν τον, θρησκευτικό συγκρητισμό. Όμως τα θαυμαστά συγγράμματά του αποδεικνύουν το αντίθετο, ότι όχι μόνο δεν αποκλίνουν από την Ορθοδοξία, αλλά την επιβεβαιώνουν. Ο ομότιμος καθηγητής της Θεολογικής Σχολής του ΑΠΘ π. Θεόδωρος Ζήσης είχε γράψει τα εξής σημαντικά: «φαίνεται ότι με την χάριν του Θεού διεφυλάχθη καθαρός από την νεστοριανήν αίρεσιν, όπως τούτο συνάγεται εκ της αναγνώσεως των έργων του. Εις αυτά αποκαλεί την Παναγίαν Θεοτόκον. Αναφερόμενος δε εις την ενανθρώπησιν ομιλεί ορθοδόξως και δεν νεστοριανίζει».

      Την ορθόδοξη πίστη του αββά Ισαάκ αποδέχτηκαν μεγάλοι Πατέρες της Εκκλησίας μας, όπως, ο άγιος Γρηγόριος ο Σιναΐτης, ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, ο άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης, κ.α. δεχόμενοι τα συγγράμματά του, ως ακραιφνή ορθόδοξα και υψηλού περιεχομένου πνευματικότητας. Έτσι, στην αλάνθαστη συνείδηση των πιστών, από τα αρχαία χρόνια ως σήμερα, θεωρείται άγιος. Στο Άγιο Όρος πολλοί μοναχοί τιμούν τη μνήμη του στις 28 Ιανουαρίου, μαζί με τη μνήμη του αγίου Εφραίμ του Σύρου. Σε πολλούς ναούς έχουν ιστορηθεί εικόνες του και αναγράφεται ως άγιος.

       Από τα συγγράμματά του, στην ελληνική κυκλοφορούν οι «Ασκητικοί Λόγοι» του, οι οποίοι είχαν μεταφραστεί από τα συριακά το 9ο αιώνα από μοναχούς Πατρίκιο και Αβράμιο της Μονής του Αγίου Σάββα της Παλαιστίνης. Έκτοτε αποτελούν πολύτιμα αναγνώσματα σε όλο τον ελληνόφωνο χριστιανικό κόσμο και μελετούνται από μοναχούς και κοσμικούς, κυρίως σε περιόδους νηστείας, όπως είναι η Μεγάλη Τεσσαρακοστή. Είναι γνωστό πως κορυφαίοι πνευματικοί Γέροντες της Εκκλησίας μας συστήνουν ιδιαίτερα τα έργα του Αββά Ισαάκ του Σύρου, ως βοήθεια, στην πνευματική τους άσκηση.               

ΟΣΙΟΣ ΕΦΡΑΙΜ Ο ΣΥΡΟΣ: Ο ΑΓΙΟΣ ΤΗΣ ΜΕΤΑΝΟΙΑΣ ΚΑΙ ΤΩΝ ΔΑΚΡΥΩΝ

 

ΛΑΜΠΡΟΥ Κ. ΣΚΟΝΤΖΟΥ Θεολόγου – Καθηγητού

      Η Συρία υπήρξε η αρχέγονη κοιτίδα του Χριστιανισμού. Άλλωστε εκεί καθιερώθηκε και η ονομασία των Χριστιανών, από το όνομα του Χριστού (Παρξ.11,25). Μυριάδες άνδρες και γυναίκες άγιοι Σύριοι λαμπρύνουν την αγία μας Εκκλησία. Ένας από αυτούς είναι και ο Όσιος Εφραίμ ο Σύρος, ο οποίος διακρίθηκε για την ασκητική του βιωτή και τους αγώνες του για την Ορθοδοξία. Συγκαταλέγεται δε στους μεγάλους Πατέρες της Εκκλησίας.

       Καταγόταν από τα μέρη της Συρίας, γεννήθηκε όμως πιθανότατα στην πόλη Νίσιβη της Μεσοποταμίας, περί το 306. Οι γονείς του ήταν πιστοί χριστιανοί και μάλλον έχασαν τη ζωή τους κατά τον μεγάλο διωγμό, που είχε εξαγγείλει ο παράφρων και θρησκομανής αυτοκράτορας Διοκλητιανός (285-305), ομολογώντας την πίστη τους στο Χριστό. Ο Εφραίμ μένοντας ορφανός, τον περιμάζεψε ο επίσκοπος της Νισίβεως Ιάκωβος, ο οποίος τον ανέθρεψε με μεγάλη στοργή και φροντίδα, διαβλέποντας τον αδαμάντινο χαρακτήρα του παιδιού. Φρόντισε μάλιστα να τον σπουδάσει, ώστε κατέστη σοφός δάσκαλος. Αυτό φαίνεται από τα σπουδαία συγγράμματά του, τα οποία κληροδότησε στην Εκκλησία. Γνώριζε άπταιστα την ελληνική, την λατινική και την συριακή γλώσσα, γράφοντας και μεταφράζοντας τα έργα του σε όλες αυτές τις γλώσσες.

       Από νωρίς είχε αποφασίσει να γίνει μοναχός. Να αφιερωθεί  στην υπηρεσία της Εκκλησίας. Πράγματι, αφού ολοκλήρωσε τις σπουδές του και ένοιωσε τον εαυτό του ώριμο, αποσύρθηκε στην έρημο. Εκεί με αδιάλειπτη προσευχή νηστεία, αγρυπνία και πόλεμο κατά των παθών του αποκάθηρε τον εαυτό του και έφτασε σε υψηλές πνευματικές σφαίρες. Θεωρείται δε ως ο άγιος των δακρύων. Αστείρευτα δάκρυα έτρεχαν από τα μάτια του. Έκλαιε γοερά σε όλη του τη ζωή, χύνοντας ποτάμια δακρύων. Έκλαιε για τον εαυτό του, αλλά και για τους άλλους ανθρώπους, διότι αγωνιούσε για την σωτηρία της ψυχής, την οποία θεωρούσε ως το πολυτιμότερο πράγμα στον κόσμο. Αυτό φαίνεται καθαρά μέσα στα περισπούδαστα συγγράμματά του. Ιδιαίτερη συγκίνηση προκαλούν οι αναφορές του στην Μέλλουσα Κρίση, μέσω των οποίων προσπαθούσε να προκαλέσει συναγερμό στον άνθρωπο για το τραγικό γεγονός της αδέκαστης κρίσης. Να διεγείρει  πνεύμα αληθινής και ειλικρινούς μετάνοιας στην κάθε ψυχή. Να προκαλέσει δάκρυα μεταμέλειας στον κάθε αμαρτωλό, διότι δεν υπάρχει άλλος τρόπος επανένωσης με το Θεό παρά η πραγματική και έμπρακτη μετάνοια, η οποία θα συνοδεύεται από στεναγμούς και δάκρυα.

       Είχε επιλέξει έναν ερημικό τόπο για την άσκησή του, μακριά από τους πειρασμούς και τους θορύβους του κόσμου, απαλλαγμένος από τις εγκόσμιες μέριμνες. Επειδή όμως θεωρούσε υποχρέωσή του να βοηθάει και άλλους ανθρώπους να οδηγηθούν στη σωτηρία, άφηνε συχνά το αγαπημένο ησυχαστήριό του, και περιφέρονταν σε διάφορες περιοχές για να ωφελήσει και να ωφεληθεί.

       Την εποχή εκείνη οι Πέρσες είχαν καταλάβει την Νίσιβη και προξένησαν σφαγές και καταστροφές. Ο Εφραίμ αναγκάστηκε να εγκαταλείψει την πατρίδα του και να μεταβεί για ασφάλεια στην πόλη Έδεσα της Μεσοποταμίας. Με την ευκαιρία αυτή ήθελε να προσκυνήσει και τα άγια Λείψανα των Μαρτύρων και των Αγίων, που κατείχε η Εκκλησία εκεί. Έλπιζε επίσης ότι θα έβρισκε εκεί και ενάρετους αγίους ανθρώπους να ωφεληθεί από αυτούς. Αλλά στο δρόμο του συνάντησε μια διαβόητη πόρνη της πόλεως. Έπιασε συζήτηση μαζί της, με αποτέλεσμα τη μετάνοια εκείνης και την ωφέλεια τη δική του.

     Ύστερα από λίγο καιρό έφυγε από την Έδεσα και πήγε στην Καισάρεια της Καππαδοκίας για να συναντήσει τον Αρχιεπίσκοπο Μ. Βασίλειο, για να συζητήσει μαζί του τα μεγάλα προβλήματα που είχαν δημιουργήσει οι αιρέσεις στην Ανατολή και κύρια η αρειανική λαίλαπα. Είχε την βεβαιότητα πως ο ουρανοφάντωρ επίσκοπος Βασίλειος είχε να τον διδάξει πολλά. Όπως διηγείται ο ίδιος, όταν έφτασε στην Καισάρεια, συνάντησε τον Βασίλειο όταν εκείνος  δίδασκε. Είδε ένα περιστέρι στον δεξιό ώμο του, το οποίο του ψιθύριζε στο αυτί, αυτά που έλεγε ο μεγάλος Πατέρας. Αυτό σήμαινε για τον Εφραίμ, ότι ήταν το στόμα του Αγίου Πνεύματος. Μίλησε μαζί του και για μέρες εξέταζαν την κατάσταση. Ο Εφραίμ έφυγε ενθουσιασμένος και ωφελημένος για την πατρίδα του, όπου άρχισε να κηρύττει την ορθόδοξη πίστη, με την ευγλωττία που τον διέκρινε. Μάλιστα αναφέρει το συναξάρι του, δίδασκε με τόση ευκολία και γρηγοράδα, ώστε φαινόταν ότι τα έβλεπε στο χαρτί και να τα διάβαζε! Δεν πρόφθανε να λέει η γλώσσα του, όσα ο νους του υπαγόρευε!        

       Αποσύρθηκε ξανά στην έρημο  και ζούσε με αδιάκοπη άσκηση και προσευχή, η οποία συνοδεύονταν από άφθονα δάκρυα. Απέβαλλε κάθε υλικό αντικείμενο, ζώντας σε απόλυτη ακτημοσύνη. Έζησε σε τέτοια θεληματική φτώχεια ώστε κανένας άλλος δεν την ένοιωσε ποτέ άλλοτε παρόμοια!  

      Την εποχή εκείνη είχε αφιχθεί στην Ανατολή ο αιρεσιάρχης Απολλινάριος, ο οποίος αρνούνταν την ενσάρκωση του Θεού Λόγου. Είχε συγγράψει τις κακοδοξίες του σε ογκώδες βιβλίο. Ο Εφραίμ, με μια έξυπνη ενέργεια, προμηθεύτηκε το κακόδοξο σύγγραμμα, το οποίο εμπότισε με κόλλα και το αχρήστευσε, ώστε ο Απολλινάριος να μην μπορεί να το χρησιμοποιήσει κατά την Β΄ Οικουμενική Σύνοδο!                    

      Κοιμήθηκε ειρηνικά το 379, ζητώντας να του βγάλουν όλα τα καινούρια ενδύματα και να τον θάψουν με ράκη, σε ένδειξη τέλειας ταπείνωσης.  Η μνήμη του εορτάζεται στις 28 Ιανουαρίου.

      Ο Όσιος Εφραίμ ανήκει στους μεγάλους ασκητές, Πατέρες και ομολογητές της Εκκλησίας μας. Φωτεινό παράδειγμα αληθινού μοναχού, ο οποίος έζησε ολόκληρη τη ζωή του, χύνοντας ποταμούς δακρύων μετανοίας. Δίκαια χαρακτηρίζεται ως ο κατ’ εξοχήν άγιος των δακρύων. Δείχνει με το παράδειγμά του και σε μας τους σύγχρονους Χριστιανούς το δρόμο της ειλικρινούς μετάνοιας. Τα ψυχωφελή συγγράμματά του αποτελούν πολύτιμη παρακαταθήκη για την Εκκλησία μας και πηγή πλούσιου πνευματικού ανεφοδιασμού για όσους θέλουμε να εντρυφήσουμε στην ορθόδοξη πνευματικότητα.  

Πέμπτη 18 Ιανουαρίου 2024

ΑΓΙΟΣ ΚΥΡΙΛΛΟΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑΣ: Ο ΜΕΓΑΛΟΣ ΔΟΓΜΑΤΙΚΟΣ ΘΕΟΛΟΓΟΣ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ

 

ΛΑΜΠΡΟΥ Κ. ΣΚΟΝΤΖΟΥ  Θεολόγου - Καθηγητού

     Οι αλεξανδρινοί Πατέρες έβαλαν και εκείνοι τη δική τους σφραγίδα στην ανάπτυξη της Θεολογίας της Εκκλησίας μας. Με κέντρο ανάπτυξης των θεολογικών σπουδών την περίφημη Κατηχητική Σχολή, η Εκκλησία της Αλεξάνδρειας ανέδειξε μεγάλες μορφές. Μια από αυτές είναι και ο άγιος Κύριλλος αρχιεπίσκοπος Αλεξανδρείας, ο κορυφαίος δογματικός θεολόγος και υπερασπιστής της Ορθοδοξίας. Αλλά και ένας από τους πλέον συκοφαντημένους Πατέρες και αγίους της Εκκλησίας μας.

     Γεννήθηκε στην Αλεξάνδρεια περί το 378 από εύπορους γονείς και ήταν ανεψιός του πατριάρχη Θεοφίλου. Οι γονείς του φρόντισαν να του δώσουν σοβαρή μόρφωση. Σπούδασε γραμματική, ρητορική και φιλοσοφία στις ονομαστές εθνικές σχολές της Αλεξάνδρειας και τέλος σπούδασε θεολογία και βιβλικές σπουδές στην ονομαστή Κατηχητική Σχολή. Περί το 400 χειροτονήθηκε από το θείο του Θεόφιλο αναγνώστης και στη συνέχεια διάκονος και πρεσβύτερος, ο οποίος έδειξε νωρίς τα χαρίσματά του και την βαθιά προσήλωσή του στην ορθόδοξη παράδοση. 

      Το 403 συνόδευσε το Θεόφιλο προκειμένου να συμμετάσχει στην λεγομένη παρά την Δρυν Σύνοδο, η οποία καθαίρεσε τον άγιο Ιωάννη το Χρυσόστομο. Ήταν η πρώτη ατυχής συγκυρία της ζωής του. Μετά την επιστροφή του στην Αλεξάνδρεια ένοιωσε την ανάγκη για να αναπτύξει περαιτέρω την πνευματική του ανάπτυξη και τον καταρτισμό του. Γι’ αυτό κατέφυγε στα ονομαστά μοναστήρια της Αιγύπτου, όπου υπήρχαν άγιοι ασκητές, για να πάρει από αυτούς τα πνευματικά εφόδια, τα οποία θα του ήταν απαραίτητα για την κατοπινή εκκλησιαστική του διακονία. Ο θείος του Θεόφιλος τον έστειλε στις Μονές της Νιτρίας, για να εντρυφήσει στην ευσέβεια. Έμεινε πέντε χρόνια στην Μονή του Αγίου Μακαρίου, μελετώντας την Αγία Γραφή υπό την καθοδήγηση του αγίου Σεραπίωνος.

      Στις 15 Οκτωβρίου του 412 ήρθε στην Αλεξάνδρεια για να παραστεί στην κηδεία του Θεόφιλου και να διεκδικήσει τον επισκοπικό θρόνο. Αν και η αριστοκρατία της Αλεξάνδρειας προωθούσε για τον επισκοπικό θρόνο τον Τιμόθεο, όπως και η πολιτική διοίκηση της πόλεως, εν τούτοις εξελέγη ο Κύριλλος, ο οποίος ενθρονίστηκε στις 17 Οκτωβρίου του 412 και ποίμανε την Εκκλησία της Αλεξανδρείας για 32 χρόνια.

         Η επισκοπική του διακονία δεν υπήρξε ειρηνική, διότι η μεγάλη πόλη των αλεξανδρινών ταρασσόταν από συχνές επαναστάσεις και η τοπική Εκκλησία σπαράσσονταν από αιρέσεις και σχίσματα. Στη μεγαλούπολη και πολυεθνική Αλεξάνδρεια είχαν βρει καταφύγιο υπολείμματα αρχαίων αιρετικών και σχισματικών ομάδων, όπως των αρειανών, των μαρκιωνιτών, των οπαδών του Παύλου Σαμοσατέως, των νοβατιανών, κ.α. οι οποίοι δημιουργούσαν σοβαρά προβλήματα στους Ορθοδόξους. Ο άγιος Κύριλλος ανέπτυξε μια αξιοθαύμαστη αντιαιρετική ποιμαντική, ώστε εξουδετέρωσε στην ουσία τις αιρετικές ομάδες, με αποτέλεσμα να βρεθεί στο στόχαστρο των αιρεσιαρχών.

        Προβλήματα δημιουργούσαν επίσης και οι εναπομείναντες φανατικοί ειδωλολάτρες του θνήσκοντος εθνισμού. Οι ιερείς των ειδώλων, οι μάντεις και όλα τα παράσιτα της αρχαίας θρησκείας, βλέποντας τα συμφέροντά τους να θίγονται σοβαρά από την ερήμωση των ναών και των μαντείων, καλλιεργούσαν στις αμαθείς και φανατισμένες μάζες των εθνικών μίσος και εκδίκηση κατά της Εκκλησίας και των Χριστιανών και ιδιαιτέρως κατά του επισκόπου Κυρίλλου.     

        Τέλος η πολυπληθής ιουδαϊκή κοινότητα της Αλεξάνδρειας, συνεχίζοντας την αρχαία έχθρα προς τους Χριστιανούς, κρυβόταν συχνά πίσω από ραδιουργίες,

 εξωθώντας τους φανατισμένους ειδωλολάτρες κατά των Χριστιανών, καθώς και την πολιτική διοίκηση της πόλεως, η οποία συντάσσονταν με τους εχθρούς της Εκκλησίας.

       Ο άγιος Κύριλλος προσπαθούσε να είναι ειρηνοποιός ανάμεσα στις αντίπαλες παρατάξεις, που όμως δεν το κατόρθωνε πάντα. Μια από τις ατυχέστερες στιγμές της ποιμαντορίας του αγίου Κυρίλλου υπήρξε η δολοφονία της αλεξανδρινής φιλοσόφου Υπατίας το 416, στον οποίο αποδίδουν κάποιοι κακεντρεχείς και ανιστόρητοι ευθύνες. Αφορμή υπήρξε η ενεργοποίηση κάποιου νόμου για τη δήμευση των ιουδαϊκών συναγωγών, διότι ο ιουδαϊκός όχλος  είχε βιαιοπραγήσει κατά των Χριστιανών. Κάποιοι Ιουδαίοι προσεταιρίστηκαν τον δύστροπο Έπαρχο Ορέστη, τον οποίο έστρεψαν κατά του Κυρίλλου. Σε μια διαδήλωση άνθρωποι του Ορέστη σκότωσαν κάποιον μοναχό Αμμώνιο, με αποτέλεσμα οι Χριστιανοί να εξαγριωθούν και να κινηθούν κατά του Επάρχου. Οι Ιουδαίοι βρήκαν αφορμή και κινήθηκαν κατά των Χριστιανών, έχοντας μαζί τους πλήθος ειδωλολατρών της πόλεως, οι οποίοι, όπως είπαμε, μισούσαν τους Χριστιανούς. Σε αυτή την άγρια συμπλοκή, άγνωστο πως και από ποιους, συνελήφθη η Υπατία, η οποία δολοφονήθηκε οικτρά. Αλλά οι μόνοι που δεν είχαν λόγο να δολοφονήσουν τη φιλόσοφο ήταν οι Χριστιανοί, διότι εκείνη, εκτός από το ότι είχε μαθητές διακεκριμένους Χριστιανούς της πόλεως, όπως τον Συνέσιο επίσκοπο Πτολεμαΐδας, βρισκόταν στο στάδιο της κατηχήσεώς της και το επόμενο Πάσχα επρόκειτο να βαπτισθεί χριστιανή! Οι μόνοι που είχαν λόγο να τη δολοφονήσουν ήταν οι ειδωλολάτρες, που τη θεωρούσαν αποστάτη και οι υποκινητές της στάσεως Ιουδαίοι. Επίσης είναι ιστορικά βεβαιωμένο πως ο Κύριλλος δε φέρει ευθύνη για τη δολοφονία, διότι έλειπε από την πόλη.

       Ο άγιος Κύριλλος υπήρξε ένας από τους κορυφαίους δογματικούς θεολόγους της εποχής του, ο οποίος κατανόησε και διατύπωσε το χριστολογικό δόγμα, με απόλυτη σαφήνεια και ακρίβεια. Πρωτοστάτησε στην Γ΄ Οικουμενική Σύνοδο (431), η οποία καταδίκασε τον αιρετικό Νεστόριο, ο οποίος αρνούνταν τη θεία φύση του Χριστού. Στα βαθυστόχαστα θεολογικά του συγγράμματα εκφράζει την πίστη της Εκκλησίας στην αληθινή σάρκωση του Θεού Λόγου και την τέλεια ένωση της θείας και ανθρωπίνης φύσεως στο πρόσωπο του Θεανθρώπου. Επίσης ο άγιος Κύριλλος είναι ο κατ’ εξοχήν θεολόγος της Θεοτόκου.

        Κοιμήθηκε στις 27 Ιουνίου του 444. Τιμάται ως άγιος και οικουμενικός διδάσκαλος από την Εκκλησία και η μνήμη του εορτάζεται στις 9 Ιουνίου και στις 18 Ιανουαρίου, μαζί με τον Μ. Αθανάσιο.  

ΜΕΓΑΣ ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ: Ο ΣΤΥΛΟΣ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ

 

ΛΑΜΠΡΟΥ Κ. ΣΚΟΝΤΖΟΥ Θεολόγου – Καθηγητού

      Ελάχιστοι άνθρωποι αξιώθηκαν να λάβουν τον τίτλο του «Μεγάλου» στην ιστορία της ανθρωπότητας, διότι αυτό προϋποθέτει να υπάρξει κάποιος υπέρμετρα σπουδαίος και να προσφέρει υπέρτατες και μοναδικές υπηρεσίες σε αυτή. Ένας από αυτούς είναι και ο Μέγας Αθανάσιος, ο οποίος εκτός από τον τίτλου του «Μεγάλου» του αποδόθηκε και ο μοναδικός τίτλος «Στύλος της Ορθοδοξίας». Μελετώντας κάποιος την προσωπικότητα και το τιτάνιο έργο του, δε μπορεί παρά να συμφωνήσει με την επιλογή αυτή της Εκκλησίας μας.

      Γεννήθηκε περί το 298 στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου από ευσεβείς Έλληνες γονείς και ανατράφηκε με παιδεία και νουθεσία Κυρίου. Οι ευκατάστατοι γονείς του φρόντισαν να λάβει μια σπάνια κλασική παιδεία, η οποία άκμαζε ακόμα στην Αλεξάνδρεια. Παράλληλα φοίτησε στην περίφημη Κατηχητική Σχολή θεολογία, αναδεικνυόμενος ως ένας από τους σπουδαιότερους Πατέρες και Διδασκάλους της Εκκλησίας μας όλων των εποχών. Καθοριστική σημασία για την κατοπινή πορεία του Αθανασίου υπήρξε η γνωριμία του και η πνευματική του σύνδεση με τον μέγιστο ασκητή της Εκκλησίας μας Μέγα Αντώνιο. Κοντά του μυήθηκε στην ευσέβεια και χαλυβδώθηκε ο χαρακτήρας του να είναι αμετακίνητος και απόλυτα προσηλωμένος στην αλήθεια της Εκκλησίας. Σε ηλικία δεκαοκτώ ετών εισέρχεται στις τάξεις του ιερού κλήρου, ως διάκονος της αλεξανδρινής Εκκλησίας, μπαίνοντας στην υπηρεσία του γηραιού και σεβάσμιου επισκόπου Αλεξάνδρου.

       Δεν έμελλε όμως να βιώσει μια ειρηνική ιερατική διακονία, διότι κατά την χρονική εκείνη περίοδο ξέσπασε μια από τις μεγαλύτερες και πιο επικίνδυνες θεολογικές θύελλες στην ιστορία της Εκκλησίας μας, η φοβερή αίρεση του αρειανισμού. Ο πρεσβύτερος της αλεξανδρινής Εκκλησίας Άρειος δίδασκε άκρως βλάσφημες και κακόδοξες διδασκαλίες, ανατρέποντας εκ θεμελίων την διδασκαλία της Εκκλησίας μας. Απέρριπτε το θεμελιώδες δόγμα της Αγίας Τριάδος, υποβιβάζοντας τον Υιό σε κτίσμα του Θεού και αρνούμενος την προσωπική υπόσταση του Αγίου Πνεύματος. Ο νεαρός διάκονος Αθανάσιος, με την ευλογία του επισκόπου Αλεξάνδρου ανέλαβε να ανασκευάσει τις βλάσφημες δοξασίες του Αρείου. Στα 325 συγκροτήθηκε η Α Οικουμενική Σύνοδος στην Νίκαια της Βηθυνίας για να συζητηθεί η αρειανική κακοδοξία και να διατυπωθεί με σαφήνεια το ορθόδοξο δόγμα. Ο διάκονος Αθανάσιος εκπροσώπησε τον Αλέξανδρο και μάλιστα ορίστηκε και γραμματείας της Συνόδου. Στις θυελλώδεις συζητήσεις με τον αιρεσιάρχη Άρειο και τους οπαδούς του, ο Αθανάσιος εξέπληξε με την ωριμότητα της σκέψεώς του, τη θεολογική του κατάρτιση και προ πάντων την ακριβή έκφραση της ορθόδοξης διδασκαλίας. Δεν είναι υπερβολή να υποστηρίξουμε πως ο Μέγας Αθανάσιος υπήρξε ο πρωταγωνιστής της Συνόδου και ο εκφραστής της αλήθειας της Εκκλησίας.

     Το 328 κοιμήθηκε ο επίσκοπος Αλεξανδρείας Αλέξανδρος και ο λαός απαίτησε να ανέβει στον επισκοπικό θρόνο ο Αθανάσιος, ο οποίος αποδέχτηκε την ύψιστη αυτή διακονία, διαρκούσης της αρειανικής λαίλαπας, παρά την καταδίκη της από την Α Οικουμενική Σύνοδο. Εργάστηκε σκληρά αναδιοργανώνοντας την αλεξανδρινή Εκκλησία. Επέλεξε άξιους συνεργάτες από την τάξη των ασκητών και των μοναχών, οι οποίοι είχαν αφιερωθεί ολοκληρωτικά στο εκκλησιαστικό έργο. Το μεγάλο βάρος το έδωσε στην προάσπιση της ορθόδοξης πίστης και τον αντιαιρετικό αγώνα. Αυτό είχε όμως δυσμενείς εξελίξεις για τον ίδιο. Οι αρειανοί και οι άλλοι αιρετικοί της επισκοπής του κατείχαν υψηλά  κρατικά αξιώματα και οικονομική δύναμη. Κάνοντας χρήση αυτών, είχαν κηρύξει ανελέητο πόλεμο κατά του Αθανασίου και οχετούς λάσπης συκοφαντιών, οι οποίες έφταναν ως την αυτοκρατορική εξουσία της Κωνσταντινουπόλεως. Γι’ αυτό και ολόκληρη η ζωή του υπήρξε μαρτυρική. Από τα

46 έτη της επισκοπικής του διακονίας τα 17 τα πέρασε στις εξορίες! Έχουν διασωθεί οι φρικτές συκοφαντίες εναντίον του από τους αιρετικούς, προς τον αυτοκράτορα. Κατηγορήθηκε ο ασκητής Αθανάσιος για δήθεν πορνεία και βιασμό γυναίκας! Κατηγορήθηκε επίσης ο ένθερμος αυτός ζηλωτής του Χριστού και ως μάγος!

      Αλλά ο Αθανάσιος υπόμενε με καρτερία τις συκοφαντίες και τις άδικες διώξεις. Την προσωπική του πίκρα και τις ατέλειωτες ταλαιπωρίες του τις προσπερνούσε με την νυχθημερόν συγγραφή θεολογικών πραγματικών και αντιαιρετικών έργων. Από τα σπουδαιότερα συγγράμματά του ξεχωρίζουμε το μοναδικό έργο του «Περί της Ενανθρωπήσεως του Λόγου», όπου αν αναπτύσσει με καταπληκτική ακρίβεια την αλήθεια της Εκκλησίας μας για το θείο πρόσωπο του Σωτήρος Χριστού. Στα έργο του «Κατά Αρειανών» καταρρίπτει πανηγυρικά τις αρειανικές κακοδοξίες. Στο επίσης περισπούδαστο έργο του «Κατά Ειδώλων» καταρρίπτει το σαθρό οικοδόμημα της ειδωλολατρίας, η οποία στην εποχή του ήταν ακόμη μια μεγάλη απειλή και μια σοβαρή πρόκληση για την Εκκλησία. Συνέγραψε ακόμη το βίο του δασκάλου του Μ. Αντωνίου, καθώς και πάμπολλες επιστολές σε διάφορα εξέχοντα πρόσωπα, οι οποίες αποπνέουν σπάνιο ζήλο για την διαφύλαξη της αλήθειας της Εκκλησίας, διότι είναι συνώνυμη με τη σωτηρία. Αξίζει να σημειώσουμε πως με την 39η εορταστική επιστολή του ορίζεται ο λεγόμενος «κανόνας της Καινής Διαθήκης», δηλαδή ορίζονται τα 27 γνήσια βιβλία, από τα ψευδεπίγραφα (απόκρυφα) που κυκλοφορούσαν στην αρχαία Εκκλησία και έσπερναν πλάνες στους πιστούς. 

       Κατάκοπος και τσακισμένους από τους ατέλειωτους αγώνες και τις προσωπικές ταλαιπωρίες, κοιμήθηκε στις 2 Μαΐου του 373. Η Εκκλησία μας τον κατέταξε στους αγίους της και τον ανακήρυξε «Μέγα» για τις μοναδικές του υπηρεσίες του προς Αυτήν. Ορίστηκε δε να συνεορτάζεται η μνήμη του στις 18 Ιανουαρίου, μαζί με τον επίσης σπουδαίο αλεξανδρινό επίσκοπο, τον άγιο Κύριλλο, ο οποίος και αυτός έδωσε παρόμοιους αγώνες για την Ορθόδοξη πίστη.          

Τετάρτη 17 Ιανουαρίου 2024

ΑΓΙΟΣ ΝΕΟΜΑΡΤΥΣ ΓΕΩΡΓΙΟΣ Ο ΕΝ ΙΩΑΝΝΙΝΟΙΣ

 

ΛΑΜΠΡΟΥ Κ. ΣΚΟΝΤΖΟΥ Θεολόγου – Καθηγητού

     Οι χιλιάδες Νεομάρτυρες, οι οποίοι έδωσαν την ηρωική τους μαρτυρία στα μαύρα χρόνια της τουρκοκρατίας, είναι ισάξιοι με τους Μάρτυρες της αρχαίας Εκκλησίας. Ένας από αυτούς είναι και ο άγιος Γεώργιος ο εν Ιωαννίνοις.

      Γεννήθηκε στο χωριό Τσούρχλι των Γρεβενών, σημερινό «Άγιος Γεώργιος» στα 1808. Οι γονείς του, Κωνσταντίνος και Βασιλική, απλοϊκοί και φτωχοί γεωργοί, είχαν πίστη στο Θεό και βίωναν την Ορθοδοξία. Μεγάλωσαν και ανάθρεψαν το παιδί τους με ευσέβεια και προσήλωση στην σώζουσα πίστη της Ορθοδοξίας.

       Σε ηλικία 18 ετών έχασε τους αγαπημένους του γονείς και, για να ζήσει, κατέβηκε στα Ιωάννινα να εργαστεί. Προσλήφτηκε ως ιπποκόμος σε κάποιον Χατζή Αβδουλά, αξιωματικό του Εμίν Πασά,  εργαζόμενος για περίπου οκτώ χρόνια, δείχνοντας ασυνήθιστη τιμιότητα, ευγένεια και αφοσίωση, ώστε να τον εκτιμήσουν οι τούρκοι και να τον θεωρούν «δικό» τους. Μάλιστα τον αποκαλούσαν «Χασάν Αγά», ελπίζοντας ότι θα εξισλαμίζονταν.

        Στα 1836 ο Γεώργιος αρραβωνιάστηκε με μια ευσεβή Γιαννιώτισσα νέα, την Ελένη. Τότε ένας ραδιούργος χότζας της περιοχής θύμωσε, διότι είδε τον Γεώργιο να μην προτιμά και να καταφρονεί την θρησκεία του και έτρεξε αμέσως στις αρχές και τον συκοφάντησε, ότι δήθεν είχε ασπασθεί το Ισλάμ και κατόπιν επέστρεψε στην χριστιανική πίστη. Ας σημειωθεί, πως για την διδασκαλία του Κορανίου, αυτό ήταν ασυγχώρητο αμάρτημα και πως, αν δεν μεταστρέφονταν και πάλι στο Ισλάμ, έπρεπε να πεθάνει!

       Το έσυραν με βία στα ανακριτικά γραφεία και ώσπου να δικασθεί, τον έκλεισαν σε σκοτεινές και απάνθρωπες φυλακές. Ο Γεώργιος απολογήθηκε στο δικαστήριο με θάρρος, ότι κατάγεται από ευσεβή χριστιανική οικογένεια και πως ουδέποτε διανοήθηκε να αρνηθεί την πίστη του στο Χριστό. Για να αποδείξει την αθωότητά του και ζήτησε να εξετασθεί ότι δεν είχε κάνει περιτομή. Η εξέταση τον δικαίωσε και αφέθηκε ελεύθερος. Ο Γεώργιος και η Ελένη παντρεύτηκαν τον Αύγουστο ή τον Οκτώβριο της ίδιας χρονιάς.

      Το 1837 προσλήφτηκε στη δούλεψη ενός άλλου τούρκου αξιωματούχου, του Μουσελίμη των Φιλιατών. Αλλά το Δεκέμβριο του ιδίου έτους γύρισε τα Ιωάννινα, διότι γέννησε η σύζυγός του ένα χαριτωμένο αγόρι και διότι ήθελε να παραστεί στη βάπτισή του, η οποία έγινε στις 12 Ιανουαρίου. Ο ίδιος χότζας, όταν έμαθε για τη βάπτιση του παιδιού του Γεωργίου, σκέφτηκε να επανέλθει στην συκοφαντία του, υποστηρίζοντας, πως ο Γεώργιος ευτελίζει την ισλαμική πίστη, διότι είχε όντως γίνει μουσουλμάνος και αλλαξοπίστησε για χάρη της χριστιανής Ελένης. Μάλιστα θεώρησε επιπρόσθετη προσβολή, τη βάπτιση του παιδιού του! 

      Οι τουρκικές δικαστικές αρχές έδωσαν διαταγή να συλληφθεί και να οδηγηθεί στη φυλακή και να βασανιστεί, ώσπου να αρνηθεί την χριστιανική του πίστη και να τουρκέψει. Βασανιστές τον πίεζαν και τον κακοποιούσαν να υποκύψει, αλλά εκείνος έμεινε αμετάπειστος. Ομολογούσε, με όση δύναμη είχε, την πίστη του στο Χριστό και την Ορθοδοξία. 

      Ο κλήρος και ο λαός των Ιωαννίνων, όταν έμαθαν για τη σύλληψή του, θορυβήθηκαν και έκαναν ό, τι μπορούσαν για να τον απελευθερώσουν. Μάταια εκλιπαρούσαν και προσπαθούσαν να πείσουν τις τουρκικές αρχές ότι ο Γεώργιος ήταν αθώος και ουδέποτε είχε εκφράσει την παραμικρή επιθυμία να γίνει μουσουλμάνος.

      Ο Μητροπολίτης Ιωαννίνων Ιωακείμ ο Χίος, αποφάσισε να πάει στο δικαστήριο, να καταθέσει υπέρ του Γεωργίου, το οποίο έγινε την επόμενη ημέρα.

Όμως τα επιχειρήματα και τις μαρτυρίες του Μητροπολίτη δεν έγιναν δεκτά από τους τούρκους δικαστές, οι οποίοι είχαν πάρει την απόφασή τους: ή να κάμουν το Γεώργιο να αλλαξοπιστήσει, ή να τον σκοτώσουν! Με διάφορες κολακείες, προσπαθούσαν να τον πείσουν, τάζοντάς του αξιώματα, τιμές και πλούτη. Εκείνος όμως έμεινε εδραίος στην πίστη του, ομολογώντας: «Είμαι Χριστιανός!». Κατόπιν άρχισαν οι απειλές, πως αν δεν ασπάζονταν το Ισλάμ θα τον βασάνιζαν φρικτά και θα τον θανάτωναν. Όμως ο Γεώργιος δεν υπέκυπτε, και φώναζε όσο δυνατότερα μπορούσε: «Είμαι Χριστιανός!».

        Όταν διαπίστωσαν το μάταιο των προσπαθειών τους, παρέδωσαν τον Μάρτυρα στους δημίους να τον βασανίσουν, όσο φρικτότερα μπορούσαν. Τον μαστίγωσαν άγρια και ανελέητα, γεμίζοντας το σώμα του με βαθιές πληγές, στις οποίες έριχναν καυτό λάδι και κερί. Του έχωσαν στα νύχια ακίδες από καλάμια. Τον πέταξαν στο πιο υγρό και σκοτεινό μέρος της φυλακής, τοποθετώντας μια τεράστια πέτρα στο στήθος του, την οποία μόλις σήκωναν είκοσι άνδρες! Ο Γεώργιος, υπόμεινε με ηρωισμό και καρτερία τα φρικτά βασανιστήρια, φωνάζοντας: «Είμαι Χριστιανός και Χριστιανός θέλω να πεθάνω»!

        Το επόμενο Σάββατο τον οδήγησαν στον ανθύπατο Καχαγιάμπεη, ο οποίος, για τελευταία φορά τον ρώτησε αν θέλει να σώσει τη ζωή του, να αλλαξοπιστήσει. Ο Μάρτυρας ομολόγησε και πάλι την απόφασή του να πεθάνει ως Χριστιανός. Την Κυριακή οδηγήθηκε στον διοικητή Μουσταφά Πασά, ο οποίος έβγαλε διαταγή: θάνατος δι’ απαγχονισμού!  

        Στις 17 Ιανουαρίου, ημέρα Δευτέρα, ανήμερα της εορτής του αγίου Αντωνίου, διάλεξαν οι αντίχριστοι για να τον εκτελέσουν. Το απαγχόνισαν, στην αγορά του Χάνδακος, κάτω από το μεγάλο φρούριο, ενώπιον μεγάλου πλήθους φωνασκούντων μουσουλμάνων, αφήνοντας κρεμασμένο το ιερό λείψανό του τρεις μέρες, ως τις 19 Ιανουαρίου. Το διάστημα αυτό συνέβηκαν θαυμαστά φαινόμενα. Το βράδυ της 17η Ιανουαρίου ένα λαμπρό φως από τον ουρανό κατέβηκε και στεφάνωσε τον Μάρτυρα. Το φως αυτό κατέβαινε κάθε βράδυ, όσο ήταν το τίμιο λείψανο κρεμασμένο. Κατόπιν προύχοντες των Ιωαννίνων το αγόρασαν αντί 300 γροσιών και το παρέδωσαν στον Μητροπολίτη Ιωακείμ, ο οποίος με τον Μητροπολίτη Άρτης, το ενταφίασαν στη δυτική πύλη του μητροπολιτικού ναού του Αγίου Αθανασίου. Ακολούθησαν πάμπολλα θαύματα.

     Η ανακομιδή του έγινε στις 25 Οκτωβρίου 1971, όπου τοποθετήθηκε στον ομώνυμο ναό, στην πλατεία Πάργης. Η μνήμη του τιμάται στις 17 Ιανουαρίου και είναι ο πολιούχος άγιος των Ιωαννίνων.          

        

ΜΕΓΑΣ ΑΝΤΩΝΙΟΣ: Ο ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ ΤΗΣ ΕΡΗΜΟΥ

 ΛΑΜΠΡΟΥ Κ. ΣΚΟΝΤΖΟΥ Θεολόγου -Καθηγητού

      Στην κορυφή των μεγάλων ασκητών της Εκκλησίας μας βρίσκεται ο Μέγας Αντώνιος και γι’ αυτό δικαίως η Εκκλησία μας του προσέδωσε τον τίτλο του Μεγάλου, διότι, όπως θα δούμε στη συνέχεια, αποτέλεσε το πρότυπο του ορθοδόξου μοναχικού ιδεώδους. Άλλωστε αποκαλείται και ως ο «καθηγητής της ερήμου», διότι θεμελίωσε τον υγιή χριστιανικό μοναχισμό και παραμένει ο δάσκαλος των κατοπινών μοναχών ως τα σήμερα.   

      Την βιογραφία του έγραψε ο Μ. Αθανάσιος, ο οποίος υπήρξε μαθητής και πνευματικό του παιδί. Γεννήθηκε στην πόλη Κομά της Κάτω Αιγύπτου, κοντά στη Μέμφιδα, περί το 251 στα χρόνια του παρανοϊκού και θρησκομανή ρωμαίου  αυτοκράτορα Δεκίου (249-251), ο οποίος είχε εγείρει τον σκληρότερο, ως τότε, διωγμό εναντίον των Χριστιανών. Οι γονείς του ήταν πλούσιοι πιστοί Χριστιανοί, στους οποίους χρωστούσε την ευσέβεια. Γράμματα έμαθε λίγα και ίσως να ήταν εντελώς αγράμματος, όμως είχε αποκτήσει πάμπολλες αρετές, οι οποίες απέρρεαν από την βαθιά χριστιανική του πίστη. Από μικρός είχε δείξει δείγματα αυτάρκειας, ασκητικότητας και εσωστρέφειας, ώστε διέφερε από τα άλλα παιδιά της πόλεως. Αγαπημένη του συνήθεια ήταν ακολουθεί τους γονείς του στην Εκκλησία και να παραμένει στο ναό συμμετέχοντας στις ιερές ακολουθίες και ακούγοντας τα ιερά αναγνώσματα με προσοχή.

        Στην εφηβική του ηλικία έχασε τους γονείς του και απόμειναν μόνοι με την μικρή αδελφή του, την οποία ανάλαβε την φροντίδα της. Όμως έξι μήνες μετά άκουσε στην Εκκλησία την ευαγγελική περικοπή την προτροπή του Χριστού προς τον πλούσιο νέο: «πώλησόν σου τα υπάρχοντα και δος πτωχοίς και έξεις θησαυρόν εν ουρανώ, και δεύρο ακολούθει μοι» (Ματθ.19,21). Αισθάνθηκε ότι αυτός ο λόγος απευθύνονταν και στον ίδιο. Έτσι, συγκινημένος, πήρε τη μεγάλη απόφαση να ακολουθήσει το Χριστό. Δώρισε την περιουσία του, η οποία αποτελούνταν από 300 εύφορα κτήματα στους φτωχούς, εμπιστεύτηκε την αδελφή του σε ένα παρθεναγωγείο και ο ίδιος αποσύρθηκε έξω από το χωριό του, σε απομονωμένο κελί, μιμούμενος κάποιον σεβάσμιο ασκητή, τον οποίο θαύμαζε και ήθελε να μιμηθεί.

       Ύστερα από καιρό αποφάσισε να αποσυρθεί στην έρημο για μεγαλύτερη άσκηση και ησυχία, μακριά από κοσμικές φροντίδες και τους πειρασμούς του κόσμου. Κατά καιρούς επισκέπτονταν άλλους ερημίτες, για να αποκομίζει πλούσια πνευματική εμπειρία και να διδάσκεται την αληθινή εν Χριστώ ζωή. Ζούσε με αδιάλειπτη προσευχή και αγρυπνία. Έκανε σκληρή νηστεία, τρώγοντας μια φορά την ημέρα μετά τη δύση του ηλίου. Αργότερα έτρωγε κάθε δύο ή και τέσσερις μέρες μόνο άρτο, αλάτι και νερό. Δεν έμεινε ποτέ άεργος, εργαζόταν ανελλιπώς το εργόχειρό του, χάρις στο οποίο εξοικονομούσε τη λιγοστή τροφή του και τα μέσα να ελεεί τους φτωχούς. Ταυτόχρονα με το εργόχειρό του προσεύχονταν και στοχάζονταν τις θείες δωρεές για τον ίδιο και τον κόσμο. Στα διαλείμματα διάβαζε την Αγία Γραφή και άλλα ψυχωφελή αναγνώσματα. Δεν άργησε να διαφαίνεται σ’ αυτόν η αγιότητα. Οι πλησίον συνασκητές του τον αγαπούσαν και τον σέβονταν για την πίστη, την πραότητά του και την ταπείνωσή του και προσπαθούσαν να τον μιμηθούν.  

       Αλλά ο πονηρός διάβολος δε μπορούσε να βλέπει μια τέτοια πνευματική προκοπή στον Αντώνιο και γι’ αυτό άρχισε τις λυσσαλέες επιθέσεις του κατ’ αυτού. Του ενέβαλε δόλιους λογισμούς να εγκαταλείψει την έρημο και να γυρίσει στον κόσμο. Του έβαζε στο νου πονηρούς λογισμούς για σαρκικές απολαύσεις και ηδονές. Κάποτε έπαιρνε τη μορφή προκλητικής γυναίκας για να τον παρασύρει στην αμαρτία. Κάποιες φορές του διαμήνυε ψευδώς ότι η αδελφή του είχε πάρει τον κακό δρόμο, ότι

δήθεν είχε γίνει πόρνη και έπρεπε να κατέβει στον κόσμο να τη σώσει. Συχνά του έβαζε σκέψεις υπερηφάνειας και φιλαργυρίας. Όμως ο Αντώνιος αντιπαρέρχονταν με

ηρωισμό όλες τις σατανικές προσβολές. Αφού είδε ο διάβολος ότι ήταν αδύνατον να τον αποσπάσει από την άσκηση και να τον παρασύρει στην αμαρτία, άρχισε να του προξενεί σωματικά άλγη και αρρώστιες, στόχο να βαρυγκωμήσει κατά του Θεού . Τις αντιμετώπισε και αυτές με καρτερία και ηρωισμό, χωρίς να βγάλει ποτέ κακό λόγο από τα χείλη του για τις δοκιμασίες του. Στο τέλος του παρουσιάστηκε ως μελαψό παιδί και του ομολόγησε την ήττα του. Κατόπιν έφυγε και δεν πείραξε ξανά τον άγιο.

     Σύχναζε σε κάποιο νεκροταφείο, όπου κοιμόταν σε κάποιον τάφο. Εκεί φιλοσοφούσε το μάταιο της εγκόσμιας ζωής και την αξία της αιώνιας ζωής. Κάποια νύχτα δέχτηκε επίθεση από πλήθος δαιμόνων, οι οποίοι τον κτύπησαν και τον άφησαν ημιθανή. Μετά ερχόταν με τη μορφή αγρίων θηρίων και θανατηφόρων ερπετών, τον οποίο απειλούσαν. Εκείνος γνωρίζοντας ότι ήταν δαίμονες, τους λοιδορούσε, με αποτέλεσμα να γίνουν άφαντοι, εκφράζοντας το θυμό τους με θορύβους, γρυλλίσματα και τρίξιμο των δοντιών τους.                    

       Εκείνος συνέχιζε ακάθεκτος τον ασκητικό του αγώνα και την κάθαρση από τα πάθη του. Όμως, ο Αντώνιος έζησε στην εποχή των σκληρότερων διωγμών κατά των Χριστιανών. Επί αυτοκράτορα Μαξιμιανού (285-311) κατέβηκε στον κόσμο να στηρίξει τους αγρίως διωκόμενους Χριστιανούς. Το ίδιο έκαμε και όταν κινδύνευε η Εκκλησία από την φοβερή αίρεση του Αρείου. Κατέβηκε στην Αλεξάνδρεια να στηρίξει τους Ορθοδόξους και να καταπολεμήσει την αίρεση, αν και ήταν εκατό χρονών. Η φήμη του έφτασε ως τη Βασιλεύουσα. Ο Μ. Κωνσταντίνος αλληλογραφούσε μαζί του και τον συμβουλεύονταν.

       Κοιμήθηκε ειρηνικά το 356 σε ηλικία 105 ετών. Η μνήμη του εορτάζεται στις 17 Ιανουαρίου.

      Μας διασώθηκαν μια σειρά διδαχών του, οι οποίες εκφράζουν την γνήσια χριστιανική πνευματικότητα. Ο Μ. Αντώνιος υπήρξε ο πνευματικός καθοδηγητής του Μεγάλου Αθανασίου, ο οποίος χαρακτηρίζεται ως «Στύλος της Ορθοδοξίας». Κάθε φορά που αντιμετώπιζε δυσκολίες ή διωγμούς κατέφευγε στο ερημητήριο του Μ. Αντωνίου να πάρει δύναμη από αυτόν και συμβουλές για τον αγώνα του υπέρ της σώζουσα αλήθειας της Εκκλησίας. Ο Μ. Αντώνιος ενσαρκώνει την γνήσια χριστιανική μοναχική και ασκητική ζωή.  

Τετάρτη 10 Ιανουαρίου 2024

ΑΓΙΟΣ ΘΕΟΦΑΝΗΣ Ο ΕΓΚΛΕΙΣΤΟΣ Ο ΡΩΣΟΣ

 ΛΑΜΠΡΟΥ Κ. ΣΚΟΝΤΖΟΥ Θεολόγου – Καθηγητού

     Η ρωσική Ορθοδοξία εμπλούτισε αρκούντως τις μυριάδες χορείες των αγίων της Εκκλησίας μας, με χιλιάδες Μάρτυρες, Ομολογητές, Οσίους και αληθινούς πιστούς. Ένας από αυτούς αγίους είναι και ο άγιος Θεοφάνης ο Έγκλειστος.

     Γεννήθηκε το 1815 στο χωριό Τσερνάφσκα της επαρχίας Ορλόφ. Το κοσμικό του όνομα ήταν Γεώργιος Βασιλιέβιστς Γοβόρωφ. Ήταν γιός ευλαβούς ιερέα, από τον οποίο κληρονόμησε βαθιά πίστη στο Θεό και ευλάβεια. Τα πρώτα γράμματα τα διδάχτηκε στην πατρίδα του. Κατόπιν, το 1831, εισήχθη στο Σεμινάριο του Ορλόφ. Ακολούθως, το 1837, συνέχισε τις σπουδές του στη Θεολογική Ακαδημία του Κιέβου, ως το 1841. Εκεί είχε την ευκαιρία να επισκέπτεται συχνά την περίφημη Λαύρα του Κιέβου, την κοιτίδα του ρωσικού μοναχισμού, όπου βρίσκονται πλήθος άφθορων Ιερών Λειψάνων, τα οποία μοσχοβολούν και θαυματουργούν. Συνδέθηκε με ονομαστούς πνευματικούς, οι οποίοι του ενέπνευσαν τον πόθο της μοναχικής ζωής. Έτσι, λίγο πριν τελειώσει τις σπουδές του, το 1841, αποφάσισε να γίνει μοναχός.

      Ο φημισμένος στάρετς της Λαύρας Παρθένιος τον υποδέχτηκε με καμάρι και χαρά, διότι ο νεαρός μοναχός συνδύαζε στο πρόσωπό του την πίστη στο Θεό, την αγάπη για τη μοναχική ζωή και την σπουδαία μόρφωση. Πήρε το μοναχικό όνομα Θεοφάνης. Αξιοσημείωτη είναι η παραινέσεις του προς αυτόν να ασκεί σε όλη του τη ζωή την αδιάλειπτη προσευχή. Την ίδια χρονιά χειροτονήθηκε διάκονος και στη συνέχεια πρεσβύτερος.

       Μετά τη λήψη του πτυχίου του διορίστηκε καθηγητής της Ηθικής, της Φιλοσοφίας, της Λογικής και των Λατινικών σε διάφορες Ακαδημίες και Σχολές. Το 1847 κατέβηκε στα Βαλκάνια, όπου ήρθε σε επαφή με τον ελληνορθόδοξο μοναχισμό και κουλτούρα. Ακολούθως το 1857 αναγορεύτηκε πρύτανης της Θεολογικής Ακαδημίας της Αγίας Πετρούπολης και επίσης κρατικός επιθεωρητής στα σχολεία της περιοχής. Το 1859 του προτάθηκε να χειροτονηθεί επίσκοπος της επαρχίας Ταμπώφ και αργότερα στην έδρα της επαρχίας Βλαδιμίρ. Ο Θεοφάνης αποδέχτηκε με ταπείνωση το επισκοπικό αξίωμα, πιστεύοντας ότι ως Επίσκοπος θα προσέφερε περισσότερα στην Εκκλησία, παρά ως δάσκαλος. Η επισκοπική του διακονία στέφτηκε από πλήρη επιτυχία. Εργάστηκε με ασυνήθιστο ζήλο για το λογικό ποίμνιο, που του εμπιστεύτηκε ο Θεός, παρ’ όλες τις δυσκολίες και τις πίκρες που δοκίμασε, από κακεντρεχείς ψευδαδέλφους.

       Στα 1861 έζησε μια ασυνήθιστη πνευματική εμπειρία. Αξιώθηκε να παραστεί στην ανακομιδή των λειψάνων του μεγάλου αγίου της Ρωσικής Εκκλησίας Τύχωνος του Ζαντόνσκ. Κι’ αυτό διότι από την παιδική του ηλικία είχε ακούσει πολλά γι’ αυτόν, τον υπεραγαπούσε και είχε θέσει στόχο της ζωής του να τον μιμηθεί. Ίσως το γεγονός αυτό, σε  συνδυασμό με τον παιδικό πόθο του να ζήσει την ερημική μοναχική ζωή, αποφάσισε να αφήσει τον επισκοπικό του θρόνο.

      Στα 1866 και ύστερα από εικοσιπέντε καρποφόρα και δημιουργικά χρόνια εκκλησιαστικής διακονίας του, ζήτησε την παραίτησή του, η οποία έγινε δεκτή, ύστερα από δισταγμούς της Εκκλησίας. Ο λαός της επισκοπικής του περιφέρειας τον αποχαιρέτησε με ιδιαίτερη συγκίνηση, διότι στερούνταν έναν άγιο Επίσκοπο. Αλλά και ο ίδιος ο Θεοφάνης αποχαιρέτησε το λαό με δάκρια και συγκίνηση. «Μη με παρεξηγείτε, τους είπε, που  σας αποχωρίζομαι. Η αγάπη μου για σας είναι δεδομένη, αλλά μια άλλη ισχυρότερη αγάπη, ο ακατανίκητος πόθος μιας ανώτερης ζωής, με ανάγκασε  να σας αποχωριστώ. Θα προσεύχομαι για σας, να σας χαρίζει ο Κύριος κάθε καλό και κάθε ευλογία. Να σας φυλάγει από κάθε συμφορά και να εξασφαλίζει τη σωτηρία σας. […] Να φυλάγεσθε από τους  ψευδοδιδασκάλους. Όποιοι δε συμφωνούν με αυτά που διδάσκει η Εκκλησία να

τους διώχνετε, οποιαδήποτε θέση και αν κατέχουν. […]  Πίσω από τη γνησιότητα της πίστεως έρχεται η επίσκεψις της θείας χάριτος. Με τη βοήθεια της οι καθαροί στην ψυχή, βλέπουν τον Θεό από την παρούσα ζωή και προγεύονται τη μακαριότητα της αιωνίας ζωής».

       Κατόπιν έφυγε για την έρημο Βισένσκ. Εκεί έχτισε ένα μικρό και φτωχικό κελί, στο οποίο κλείστηκε και έζησε, ως έγκλειστος, τα υπόλοιπα είκοσι οχτώ χρόνια. Με αδιάλειπτη προσευχή, νηστεία και αγρυπνία έφτασε σε μεγάλα ύψη αγιότητας. Μέσα στην απομόνωσή του και παράλληλα με την πνευματική του άσκηση έγραφε συνεχώς. Άλλωστε ο Θεοφάνης είναι ένας από τους πολυγραφότατους συγγραφείς της ρωσικής Ορθοδοξίας. Μάλιστα η αδελφή του Λέοντα Τολστόι είχε πει πως «δύο σύγχρονοι ρώσοι έγραψαν τόσα πολλά. Ο αδελφός μου Λέων και ο επίσκοπος Θεοφάνης. Με τη διαφορά πως ο ένας έγραψε για την απώλεια της ψυχής και ο άλλος για τη σωτηρία της». Ο μεγάλος όγκος του κλασικού συγγραφικού του έργου διακρίνεται σε θεολογικές, ηθικές και ερμηνευτικές μελέτες, όπως και σε μεταφράσεις. Μετέφρασε στα ρωσικά την «Φιλοκαλία» και τους μοναχικούς κανόνες των αγίων Παχωμίου, Μεγάλου Βασιλείου, Βενεδίκτου και Κασσιανού.

      Παρ’ όλο που ο ίδιος επιθυμούσε την ησυχία, η φήμη του είχε φτάσει μακριά. Έτσι πλήθος επιστολών έφταναν στο κελί του από όλα τα μέρη της αχανούς ρωσικής γης, με ερωτήσεις για πνευματικά θέματα. Προσπαθούσε να απαντά σε όλες τις επιστολές, οι οποίες σώζονται, οι περισσότερες. Αλλά ταυτόχρονα η έρημος Βισένσκ έγινε πόλος έλξης χιλιάδων ανθρώπων, οι οποίοι συνέρρεαν για να πάρουν την ευλογία του και να τον συμβουλευτούν.

      Στις 10 Ιανουαρίου του 1894 κοιμήθηκε ειρηνικά, παραδίδοντας την ψυχή του στο Θεό, τον οποίο τόσο αγάπησε από μικρό παιδί και υπηρέτησε σε όλη του τη ζωή. Η αγιότητά του δεν άργησε να φανεί. Άλλωστε ο ευσεβείς λαός τον θεωρούσε άγιο πριν την κοίμησή του. Η Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Ρωσίας, έναν αιώνα αργότερα, στις 6 Ιουνίου 1988 διακήρυξε και επίσημα την εκπεφρασμένη, από τον ευσεβή λαό, αγιότητά του και όρισε να εορτάζεται η μνήμη του στις 10 Ιανουαρίου, την ημέρα της οσιακής κοιμήσεώς του.