Δεν θα επιχειρήσουμε, βέβαια, μία ανάπτυξη, μία έκθεση της πατερικής διδασκαλίας περί αγάπης.
Θα μιλήσουμε κυρίως γι’ αυτήν την θεμελιώδη σχέση που υπάρχει αλήθεια, την αγάπη και το έργο των πατέρων. Για κάθε Χριστιανό, αλλά ιδιαιτέρως για μας τους ορθοδόξους οι δύο αυτές λέξεις αγάπη και πατέρες έχουν τεράστια σημασία.
Μας θυμίζουν την απεραντοσύνη του Ωκεανού.
Στην γλώσσα μας χρησιμοποιούμε λέξεις που έχουν μία μόνο σημασία, είναι λέξεις σταγόνες.
Υπάρχουν όμως και άλλες λέξεις όπως αγάπη και πατέρες, που είναι πραγματικά λέξεις ωκεανοί.
Αυτές οι λέξεις ανοίγουν αχανείς τους ορίζοντες της πνευματικής ζωής. Πρώτα η λέξη αγάπη, μας θυμίζει όχι μόνο το μυστήριο της δικής μας προσωπικής υπάρξεως και ζωής και της ψυχής μας, αλλά μας προσανατολίζει και προς το ανεξιχνίαστο βάθος της ζωής της Αγίας Τριάδος. Και ακόμα και προς το μυστήριο της σωτηρίας μας.
Η λέξη πατέρες, μας οδηγεί στις απέραντες εκτάσεις της πνευματικής ζωής, που έχουν ακριβώς δημιουργηθεί από το πνευματικό έργο των πατέρων.
Ας δούμε τις σχέσεις που έχουν μεταξύ τους.
Ο Άγιος Ιωάννης ο Ευαγγελιστής, ο θεολόγος, ο μαθητής της αγάπης, μας απεκάλυψε στην καθολική επιστολή ότι «ο Θεός αγάπη εστί». Αυτό θα πρέπει να σημαίνει αντιστρόφως ότι και τα όρια της αγάπης συμπίπτουν με εκείνον, ο οποίος όπως λένε οι πατέρες της Εκκλησίας είναι άναρχος, αόρατος, ακατάληπτος, «τούτο μόνον αυτού καταληπτόν η απειρία και η ακαταληψία» όπως λέει ο Άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός.
Και ο Άγιος Γρηγόριος λέει «Εσύ που είσαι πέρα από όλα τα πράγματα, γιατί πως αλλιώς δικαιούμεθα να σε υμνολογήσουμε; Πως ο λόγος μπορεί να σε υμνήσει εσένα που με κανένα λόγο δεν γίνεσαι ρητός. Πως ο νους μπορεί να σε συλλάβει γιατί εσύ από κανένα νου δεν γίνεσαι καταληπτός. Συ μόνο είσαι ανέκφραστος, γιατί ακριβώς εγέννησες όσα λαλούνται. Συ μόνο είσαι άγνωστος διότι ακριβώς εγνώρισες όσα αγνοούνται». Άραγε ισχύει αυτή η απειρία και η ακαταληψία για την οποία μιλάμε για τον Θεό, ισχύουν και για την αγάπη; Ασφαλώς, κατά το μέτρο και κατά την αναλογία της ταυτότητας Θεού και αγάπης που μας έχει αποκαλυφθεί. Αυτό ακριβώς μας το βεβαιώνει και ο Άγιος Ιωάννης στην Κλίμακά του «Αυτός που έχει την πρόθεση να μιλήσει για την αγάπη, είναι σαν να επιχειρεί να μιλήσει για τον Θεό. Και το ν’ αναπτύξει κανείς λόγους για τον Θεό είναι σφαλερό και πολύ επικίνδυνο γι’ αυτούς που δεν προσέχουν. Ο λόγος για την αγάπη είναι δυνατόν ν’ ακροασθεί μόνο από τους αγγέλους και σ’ εκείνους πάλι ανάλογα από την ενέργεια λάμψης που δέχονται από το φως του Θεού. Ο Θεός είναι αγάπη και εκείνος που θέλει να προσδιορίσει τον Θεό, είναι σαν το τυφλό που μέσα στην άβυσσο προσπαθεί να μετρήσει τους κόκκους της άμμου».
«Η αγάπη λέει, κατά την ουσία της είναι ομοίωσις Θεού, όσο για την επίδραση που έχει η αγάπη, είναι μία μέθη της ψυχής. Όσον αφορά δε τις ιδιότητές της γίνεται πηγή πίστεως, άβυσσος μακροθυμίας, και θάλασσα ταπεινώσεως».
`Ο απόστολος Παύλος είχε μιλήσει για παροξυσμό αγάπης.
Και ο Άγιος Μακάριος ο Αιγύπτιος λέει τα εξής για την αγάπη. «Όποιος έχει φθάσει πραγματικά στην αγάπη είναι σαν να είναι δεμένος και να έχει μεθύσει.
Αυτός είναι σαν να έχει καταποντισθεί και να είναι αιχμάλωτος κάποιου άλλου κόσμου».
Ακούμε για μέθη, για αιχμαλωσία, για καταποντισμό σ’ έναν άλλο κόσμο, όλα αυτά δεν πρέπει να τα εννοήσουμε σαν υπερβολές που θέλουν να μας δείξουν την ψυχολογική περισσότερο κατάσταση.
Είναι αλήθεια ότι εμείς οι άνθρωποι όταν γίνουμε αιχμάλωτοι της κοσμικής εμπειρίας, τα βλέπουμε σαν παραληρήματα. Ακόμη και οι μαθητές όταν άκουσαν από τις μυροφόρες για την Ανάσταση του Χριστού, τους φάνηκε «ωσεί λήρος».
Δεν πρόκειται όμως για παραλήρημα και για υποκειμενικές ψυχολογικές καταστάσεις, πρόκειται για την αίσθηση, την προσέγγιση σ’ ένα άλλο επίπεδο πραγματικότητας, αλλά αυτή η πραγματικότητα δεν είναι λιγώτερο αληθινή βεβαία.
Με την αγάπη έχουμε μία είσοδο στον χώρο αυτής της άλλης πραγματικότητας, στον χώρο της βασιλείας του Θεού. Η γνώση του Ευαγγελίου προσπαθεί να μας εισαγάγει σ’ αυτόν τον χώρο.
Πολλές είναι οι εκφράσεις γι αυτό: «Άνωθεν γέννησις». Για τον απόστολο Πέτρο λέει «Σαρξ και αίμα ουκ αποκάλυψέ σοι». Μιλάει για Ανάσταση, Φως, Ζωή αληθινή, Ύδωρ το ζων κ.λπ. Δυστυχώς όμως, ακόμη και εμείς οι Χριστιανοί, νομίζουμε ότι αυτά έχουν μία συμβολική σημασία. Την ημέρα της Πεντηκοστής, κατηγόρησαν τους μαθητές ότι ήταν μεθυσμένοι και ο απόστολος Πέτρος προσπαθεί να τους εξηγήσει «Δεν μεθάνε αυτοί όπως εσείς νομίζετε». Σε άλλη περίπτωση και ο απόστολος Παύλος είχε δεχθεί και αυτός την ίδια κατηγορία, όταν παρουσιάστηκε μπροστά σ’ όλη την ρωμαϊκή εξουσία. Ήταν εκεί ο βασιληάς Αγρίππας, η βασίλισσα Βερενίκη και ο ρωμαίος έπαρχος Φήστος. Όταν άκουσε τον Παύλο για το όραμα που είχε δε και την Ανάσταση του Χριστού, τον διέκοψε και του είπε «Μαίνεσαι, Παύλε, η μεγάλη σου μόρφωση σ’ έχει εκτρέψει σ’ ένα είδος μανίας».
Και ο Παύλος με ψυχραιμία απάντησε: «Δεν έχω καταλυφθεί από καμία μανία, αλλά μιλάω με λόγια αλήθειας και σωφροσύνης».
Αυτή η κατηγορία από πλευράς του κόσμου προς τους μαθητές του Χριστού, και με την αντίστοιχη βέβαια απολογία, θα επαναλαμβάνεται πάντα.
Όταν βέβαια οι Χριστιανοί θέλουν να βαστάζουν μπροστά το δικαστήριο του κόσμου την μαρτυρία για τις πραγματικότητες της βασιλείας του Θεού.
Και αυτό θα γίνεται με την δύναμη του Αγίου Πνεύματος.
Το χάσμα της κοσμικής και της πνευματικής εμπειρίας δεν πρόκειται να γεφυρωθεί ποτέ. Ο Άγιος Μακάριος ο Αιγύπτιος λέει σχετικά «Ο κόσμος των Χριστιανών είναι διαφορετικός, ο νους, ο λόγος, οι πράξεις και η διαγωγή είναι άλλα πράγματα. Και η συμπεριφορά και ο λόγος και οι πράξεις των ανθρώπων του κόσμου είναι διαφορετική. Και υπάρχει πολύ διαφορά μεταξύ αυτών και εκείνων». Ζώντας σε μία κατάσταση εκπτώσεως από το επίπεδο της πνευματικής ζωής και υπό το βάρος της κοσμικής εμπειρίας, πολλές φορές οι Χριστιανοί κινδυνεύουν ν’ απωλέσουν το διακριτικό χρίσμα, την οντότητα της πνευματικής τους διαφοράς από τον κόσμο, περιορίζοντας τις πραγματικότητες που τους έχουν αποκαλυφθεί στα μέτρα και στα κριτήρια της κοσμικής εμπειρίας και της κοσμικής αισθήσεως.
Έτσι και η αγάπη πολλές φορές υποβαθμίζεται σ’ έναν συναισθηματισμό, μία ηθικότητα, ροπή, μία συνήθεια συμπεριφοράς, έναν κοινωνικό θεσμό κ.λπ.
Όλα βέβαια έχουν την αξία τους και την σημασία τους.
Όταν όμως είναι ξεκομμένα και απομονωμένα από το κέντρο τους, την αποκάλυψη της θείας ζωής μέσα μας, μένουν πρόσκαιρες, θνητές εκδηλώσεις.
Μοιάζουν με τα άνθη που είναι κομμένα από το φυτό και πολύ γρήγορα θα μαραθούν και θα πέσουν.
Η ρίζα της αγάπης είναι πέρα από τον κύκλο και τον ορίζοντα των απλών ανθρωπίνων δυνατοτήτων.
Η Αγία Γραφή λέει ότι «η αγάπη του Θεού έχει χυθεί μέσα στις καρδιές σας δια Πνεύματος Αγίου που σας έχει δοθεί». Η Χριστιανική αγάπη δεν είναι απλώς και μόνο ένα στοιχείο ή ένα κατόρθωμα του ηθικού, κοινωνικού και ψυχικού μας βίου.
Είναι ένα φυτό που έχει τις ρίζες του στον ουρανό, σημαίνει καινή κτίση, είναι και αυτή ένα «δώρημα άνωθεν καταβαίνον». Είναι καρπός και αποτέλεσμα ενός καινούργιου είναι, μιας καινούργιας ζωής. Μας το επισημαίνει πάλι ο Άγιος Μακάριος ο Αιγύπτιος. «Η διαφορά των Χριστιανών δεν υπάρχει στα εξωτερικά σχήματα και στους τύπους, όπως πολλοί νομίζουν ότι αυτή είναι η διαφορά ανάμεσα σ’ αυτούς και στον κόσμο. Και αυτοί που έχουν αυτήν την αντίληψη είναι όμοιοι με τον κόσμο.
Διαφέρουν μόνον στα εξωτερικά κατορθώματα αλλά όσο προς την καρδιά και τον νου είναι δεμένοι με τα γήϊνα δεσμά. Αυτή είναι η διαφορά της καινής κτίσης των Χριστιανών, στην ειρήνη, ΄τον λογισμό, την αγάπη του Κυρίου και στον ουράνιο έρωτα, έγινε και ο ερχομός του Κυρίου για να μας χαρίσει αυτήν την καινούργια κτίση, καρπός της οποίας είναι η αγάπη». Αφού και η αγάπη εντάσσεται σ’ αυτόν τον υπερουράνιο κύκλο της θείας ζωής, θα πρέπει να σκεφθούμε σοβαρά αν μας φθάνουν οι γλώσσες των ανθρώπων και των αγγέλων να μιλάμε γι’ αυτήν.
Ο απόστολος Παύλος λέει στον ύμνο της αγάπης: «Εάν ταις γλώσσαις των ανθρώπων λαλώ και των αγγέλων, αγάπην δε μη έχω, γέγονα χαλκός ηχών ή κύμβαλον αλαλάζον». Ο ίδιος, μας είπε ότι την γνώση αυτών θείων πραγματικοτήτων στις οποίες ανήκει και η αγάπη, αξιωνόμεθα όχι δια των ιδίων γνωστικών δυνάμεων, όχι με το κατόρθωμα το δικό μας, διότι για να καταλάβουμε τα δωρήματα του Θεού έχουμε πάρει και το πνεύμα του Θεού. Ο ίδιος ο Παύλος ο οποίος ήταν ένας άνθρωπος πάσης χάριτος και δυνάμεως από τον Θεό αξιωθείς, έλεγε «Δεν νομίζω ακόμη ότι έχω καταλάβει, προσπαθώ δε να καταλάβω».
Ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος σχολιάζοντας αυτόν τον λόγο του Παύλου, λέγει: «Τι λες απόστολε Παύλε, εσύ μας έχεις γράψει ότι έχεις τον Χριστό μέσα σου ο οποίος λαλεί, και μας λες ότι δεν καταλαβαίνεις»;
Και βάζει στο στόμα του Παύλου αυτά τα λόγια ο Ιωάννης: «Γι’ αυτό είπα ότι έχω τον Χριστό μέσα μου, αυτός μου δίδαξε το ακατάληπτο του μυστηρίου του Χριστού». Εάν ο Παύλος έλεγε ότι δεν νομίζει ότι καταλαβαίνει, πως μπορούμε εμείς οι άνθρωποι να μιλάμε για τον Θεό και για την αγάπη. Αλλά και πως μπορεί ο άνθρωπος να σιωπά για την αγάπη. Είναι η αρχή και το τέλος της υπάρξεώς μας, αφού γεννιόμαστε από αγάπη και χανόμαστε όταν αυτή λείπει.
Αυτήν την απορία λόγος ή σιωπή, την είχε και κάποιος μεγάλος άγιος της Δυτικής Εκκλησίας ο Άγιος Αυγουστίνος, του οποίου η προσωπικότητα ήταν κάτι το ανάλογο με τον δικό μας Ιωάννη Χρυσόστομο.
Έλεγε στο βιβλίο του «Εξομολογήσεις» «Αλίμονο σε κείνους που σιωπούν για σένα, Θεέ μου, αφού και εκείνοι που μιλάνε για σένα είναι ανάξιοι».
Ο Άγιος Αυγουστίνος μιλάει ανθρώπινα, ξεκινάει εκ των κάτω εκφράζοντας την ανθρώπινη εμπειρία και μιλώντας ανθρωπολογικά. Φθάνει σ’ ένα αδιέξοδο, ούτε η σιωπή ούτε ο λόγος είναι θεοπρεπή. Αυτή η δυσκολία στην δική μας παράδοση αντιμετωπίζεται με διαφορετικό τρόπο, όχι ανθρωπολογικά αλλά χριστολογικά. Επί παραδείγματι το βλέπουμε αυτό σ΄ έναν ύμνο της Μ. Παρασκευής, όπου ο ιερ. υμνογράφος βάζει στο στόμα της Παναγίας, μπροστά στον Σταυρό, τα εξής λόγια: «Που πορεύει τέκνον; Τίνος χάριν τον ταχύν δρόμον τελείς; Μη έτερος γάμος πάλιν εν Κανά κακεί νυν σπεύδεις ίνα εξ ύδατος αυτοίς οίνον ποιήσεις; Συνέλθω σοι τέκνον ή μείνω σοι μάλλον. Δος μοι λόγον, Λόγε, μη σιγών παρέλθης με ο τηρήσας με αγνήν. Συ γαρ υπάρχεις ο Υιός και Θεός μου». Μας παρουσιάζεται ανάγλυφα η εικόνα του προβλήματός μας. Μπροστά στους γάμους του αρνίου, του εσφαγμένου από καταβολής κόσμου όπου εικονίζεται το υπερφυές μυστήριο της θείας αγάπης, ο άνθρωπος μένει στην απορία και στην αμηχανία.
Τότε όμως «Αιτείτε λόγον από τον Λόγον». Αυτή είναι η ορθόδοξη αντίληψη. Δεν είναι ο δικός του λόγος, αλλά είναι ο λόγος που του χαρίζει ο Λόγος – Χριστός.
Για την ορθόδοξη στάση μόνο ο Χριστός είναι ο προσφέρων και ο προσφερόμενος, ως προς τα γεγονότα.
Ως προς την θεολογία ο προφέρων και ο προφερόμενος. Μόνο αυτός καθιστά άξια μία θεοπρεπή θεολογία. Στην παράδοση της ορθόδοξης θεολογίας όπως αυτή εκφράζεται από τους πατέρες, υπήρχε πάντοτε η συνείδηση ότι ο περί Θεού λόγος θεμελιώνεται και καταξιώνεται Χριστολογικά και μάλιστα ευχαριστιακά. Όπως όταν προσφέρουμε «τα σα εκ των σων». Και προσφέρουμε στην θεολογία τα σα εκ των σων. Το υποκείμενο, δηλαδή, της πραγματικής θεολογίας της ορθόδοξης, ξεπερνά το ανθρώπινο εγώ.
Οι πατέρες έτσι μιλάνε «ως γνώντες τον Θεόν, μάλλον δε γνωσθέντες υπό του Θεού».
Υπάρχει συνείδηση ότι όταν μιλάμε για τον Θεό για τις θείες πραγματικότητες όπως η αγάπη
Είναι ο ίδιος ο Θεός που σκέφτεται αυτά μέσα στο ανθρώπινο πνεύμα μας. Γι’ αυτό λέμε για τους πατέρες, «η λύρα του Πνεύματος» αυτό θα πει ότι αφήνει ο Θεός να ξεχειλίσει η μελωδία του Αγίου Πνεύματος μέσω των πατέρων.
Απάντηση στο ερώτημα, σιωπή ή λόγος για τον Θεό και την αγάπη, παίρνουμε όχι μόνο από την ορθόδοξη θεολογία, αλλά και από την διδασκαλία της ορθόδοξης ανθρωπολογίας. Ο άνθρωπος μπορεί να μιλήσει γι’ αυτά τα πράγματα γιατί είναι εικόνα του Θεού και έχει την ανταύγεια της αγάπης του. «Εικόνα του Θεού κάτοπτρον» έλεγαν οι πατέρες.
Ο άνθρωπος είναι πράγματι ένα παράδοξο πλάσμα.
Έλεγε ο απόστολος Παύλος «χάριτι Θεού ειμί ο ειμί, ζω δε ουκέτι εγώ, ζει εν εμοί Χριστός. Ο δε ζω εν σαρκί εν πίστει ζω του αγαπήσαντός με και παραδόντος εαυτόν υπέρ εμού». Δεν ζω εγώ, ο Χριστός ζει. Και αυτή η ολοκλήρωση θα γίνει στην Β΄ Παρουσία του.
Το πραγματικό είναι του Χριστιανού, η οντότητά του, είναι ότι βρίσκεται εν Χριστώ. Η παρούσα ύπαρξή μας, αυτό που λέει ο απόστολος Παύλος «Ο ειμί εν σαρκί ζω» είναι μία γέφυρα.
Είμαστε πάροικοι και παρεπίδημοι, και μία μέρα θα ξαναγυρίσουμε σ’ Αυτόν που μας έχει στείλει.
Είμαστε, λένε οι πατέρες, πλάσματα που έχουν δεχθεί το κέλευσμα, την προσταγή και τον προορισμό να γίνουμε Θεός. Και έτσι όπως ως προς την ουσία του ο άνθρωπος είναι εικόνα του Θεού, έτσι και ως προς την αγάπη έχει την ανταύγεια, την νοσταλγία της θείας αγάπης. Όχι ακόμη την παρουσία και το πλήρωμα. Ο Άγιος Μάξιμος ο ομολογητής λέει «όσον χρόνον βρίσκεται κανείς σ’ αυτήν εδώ την ζωή ακόμη και αν είναι τέλειος και στην πράξη και στην θεωρία έχει μονάχα μία μερική γνώση και μερική προφητεία και αρραβώνα του Πνεύματος. Αλλά όταν θα έρθει η τελική λήξη, τότε θα έχει το πλήρωμα της χάριτος κατά μέθεξιν». Τώρα έχουμε μόνο μία μερική κατοχή της αγάπης. Βλέπουμε σ’ έναν καθρέπτη αινιγματικά λέει ο απόστολος Παύλος. Τότε θα έχουμε το πλήρωμα της χάριτος κατά μέθεξιν.
Τώρα ζούμε με την νοσταλγία της αγάπης του Θεού. Στο σύμβολο της πίστης λέμε: Πιστεύω, ομολογώ, προσδοκώ. Αυτά τα τρία ρήματα ορίζουν την οντολογία της Χριστιανικής υπάρξεως.
Από την μια υπάρχει η συνείδηση της φτώχειας, της απορίας, του μηδενός. Από την άλλη υπάρχει ο προσανατολισμός, η ελπίδα, η εμπιστοσύνη για την ολοκλήρωση αυτού που ήδη έχει ανατείλει στον κόσμο και στην καρδιά μας, με την παρουσία του Κυρίου.
Η εικόνα της εορτής της Υπαπαντής είναι ερμηνευτική και διαφωτιστική της καταστάσεως της Χριστιανικής εμπειρίας. Δεν είναι μόνο ο Συμεών ο Θεοδόχος, αλλά και κάθε Χριστιανός μπορεί να γίνει Θεοδόχος και γι’ αυτό μπορεί να πει. «Νυν απολύεις τον δούλον σου Δέσποτα, ότι είδον οι οφθαλμοί μου το σωτήριόν σου».
Αυτή την παραδοξότητα της Χριστιανικής ζωής βλέπουμε στον εξής ύμνο. «Τον νυμφώνα σου βλέπω Σωτήρ μου κεκκοσμιμένον και ένδυμα ουκ έχω ίνα εισέλθω εν αυτώ». Ο Νυμφίος Χριστός είναι ο ερχόμενος όχι ο κατεχόμενος και μάλιστα ο ερχόμενος «εν τω μέσω της νυκτός». Από την πρώτη στιγμή που λαμβάνει υπόσταση η Χριστιανική ύπαρξη με το μυστήριο του Βαπτίσματος, αυτό παρακαλεί «Νυμφώνα μοι παράσχον φωτεινόν ο αναβαλόμενος τω φως ως ιμάτιον». Αισθάνεται γυμνός, το κενό, την νύχτα της ζωής εν σαρκί. Φλέγεται από τον πόθο του πληρώματος. Λέμε πριν από την Θεία Κοινωνία., «έθελξας πόθω με, Χριστέ, και ηλλοίωσας τω θείω σου έρωτι, αλλά κατάφλεξον πυρί αϋλω τας αμαρτίας μου, ίνα τας δύο σκιρτών μεγαλύνω, αγαθέ, παρουσίας σου».
Το βράδυ της Αναστάσεως στον ωραίο κανόνα του Αγίου Ιωάννου Δαμασκηνού λέει «δίδον υμίν εκτυπώτερον σου μετασχείν εν τη ανεσπέρω ημέρα της βασιλείας σου». Εκτυπώτερον, δηλαδή, πραγματικά. Άρα ακόμα βρισκόμαστε σ’ αυτό το μεταίχμιον που είπαμε.
Η αγάπη γεμίζει το διάστημα ανάμεσα στις δύο παρουσίες του Χριστού. Μάρτυρας αυτής της αγάπης του Θεού γίνεται ο άνθρωπος όχι μόνο όταν έχει δεχθεί μέσα του την αλήθεια της θείας παρουσίας, αλλά και όταν ακόμα δεν θέλει να μιλάει γι’ αυτήν και γίνεται αρνητής και πολέμιος. Γιατί και τότε δεν παύει να αισθάνεται ακόρεστη την πείνα και την δίψα για το πλήρωμα, για την αληθινή αγάπη. Ο άσωτος και ο κάθε άσωτος «επεθύμει χορτάσαι». Αυτό είναι το χαρακτηριστικό του ανθρώπου ότι πάντοτε ζητάει το πλήρωμα, ζητάει τον Θεό. Κατά έναν παράδοξο τρόπο και οι πιο μεγάλοι αρνητές εκφράζουν την Χριστιανική αλήθεια.
Ακόμα και οι άπιστοι και οι αρνητές αθέλητα γίνονται προφήτες της αλήθειας του Θεού. Η απόρριψη της αγάπης και η αναγκαστική στροφή που έχει ο άνθρωπος προς τα είδωλα, είναι μία απεγνωσμένη λύση χορτασμού, και γίνεται έτσι μία ακούσια ομολογία της ελλείψεως του πραγματικού πληρώματος. Είναι αρνητική αγάπη, δαιμονικός έρως. Η πείνα και η δίψα για ζωή, ηδονή και απόλαυση, ιδίως στις μέρες μας, πηγάζουν από αυτήν την ανάγκη για πλήρωμα που αισθάνεται ότι στερείται ο άνθρωπος.
Και όσο πιο πολύ μαστίζεται από αυτόν τον οίστρο της ακολασίας, τόσο πιο πολύ φανερώνεται η ανάγκη του άρτου της ζωής. Και έτσι αυτή η ασιτία, γίνεται ακούσια ομολογία και μαρτυρία της ανάγκης της αγάπης.
Ο Άγιος Γρηγόριος λέει «Κοινοί οι πόθοι, κοινές είναι και οι ωδίνες όλων των πλασμάτων για σένα Θεέ μου. Σε σένα προσέρχονται όλα και ας μην το ξέρουν και σε σένα όλα τα πλάσματα ψάλλουν σαν μία σύνθεση νοερή σιγώμενον ύμνον».
Η μαρτυρία για την αγάπη όμως δεν είναι μόνο έμμεση και αρνητική στην ομολογία της απουσίας της, ο ύμνος της αγάπης δεν είναι μόνο σιγώμενος ύμνος, υπάρχουν και οι γνήσιοι φίλοι και οι ευγνώμονες αποδέκτες της θείας αγάπης όπως είναι οι άγιοι και οι πατέρες της Εκκλησίας.
Αυτοί έγιναν οι μάρτυρες και οι προφήτες της αγάπης και έδωσαν ζωντανή μαρτυρία για την αγάπη του Θεού με το αίτημά τους και με το πνεύμα του. Έδειξαν ότι η αγάπη είναι η οδός η καθ’ υπερβολήν δηλαδή ένας καινούργιος τρόπος υπάρξεως, μία καινούργια γλώσσα και όραση που μας προσανατολίζει από τα μη όντα του κόσμου τούτου προς τα θεία τα όντα της θεϊκής ζωής.
Όλοι οι πατέρες, μας έδειξαν ότι μόνο η παρουσία της αγάπης, μας σύρει από την περιοχή της ανυπαρξίας του μηδενός, στην περιοχή του είναι της ζωής και αυτή μας χαρίζει λόγον, γλώσσαν και δοξολογίαν. Όλοι μας θυμίζουν ότι ο Χριστός είναι Λόγος γιατί είναι η ενυπόστατη αγάπη του Πατρός. «Ο μη αγαπών ουκ έγνω τον Θεόν».
Θα μιλήσουμε κυρίως γι’ αυτήν την θεμελιώδη σχέση που υπάρχει αλήθεια, την αγάπη και το έργο των πατέρων. Για κάθε Χριστιανό, αλλά ιδιαιτέρως για μας τους ορθοδόξους οι δύο αυτές λέξεις αγάπη και πατέρες έχουν τεράστια σημασία.
Μας θυμίζουν την απεραντοσύνη του Ωκεανού.
Στην γλώσσα μας χρησιμοποιούμε λέξεις που έχουν μία μόνο σημασία, είναι λέξεις σταγόνες.
Υπάρχουν όμως και άλλες λέξεις όπως αγάπη και πατέρες, που είναι πραγματικά λέξεις ωκεανοί.
Αυτές οι λέξεις ανοίγουν αχανείς τους ορίζοντες της πνευματικής ζωής. Πρώτα η λέξη αγάπη, μας θυμίζει όχι μόνο το μυστήριο της δικής μας προσωπικής υπάρξεως και ζωής και της ψυχής μας, αλλά μας προσανατολίζει και προς το ανεξιχνίαστο βάθος της ζωής της Αγίας Τριάδος. Και ακόμα και προς το μυστήριο της σωτηρίας μας.
Η λέξη πατέρες, μας οδηγεί στις απέραντες εκτάσεις της πνευματικής ζωής, που έχουν ακριβώς δημιουργηθεί από το πνευματικό έργο των πατέρων.
Ας δούμε τις σχέσεις που έχουν μεταξύ τους.
Ο Άγιος Ιωάννης ο Ευαγγελιστής, ο θεολόγος, ο μαθητής της αγάπης, μας απεκάλυψε στην καθολική επιστολή ότι «ο Θεός αγάπη εστί». Αυτό θα πρέπει να σημαίνει αντιστρόφως ότι και τα όρια της αγάπης συμπίπτουν με εκείνον, ο οποίος όπως λένε οι πατέρες της Εκκλησίας είναι άναρχος, αόρατος, ακατάληπτος, «τούτο μόνον αυτού καταληπτόν η απειρία και η ακαταληψία» όπως λέει ο Άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός.
Και ο Άγιος Γρηγόριος λέει «Εσύ που είσαι πέρα από όλα τα πράγματα, γιατί πως αλλιώς δικαιούμεθα να σε υμνολογήσουμε; Πως ο λόγος μπορεί να σε υμνήσει εσένα που με κανένα λόγο δεν γίνεσαι ρητός. Πως ο νους μπορεί να σε συλλάβει γιατί εσύ από κανένα νου δεν γίνεσαι καταληπτός. Συ μόνο είσαι ανέκφραστος, γιατί ακριβώς εγέννησες όσα λαλούνται. Συ μόνο είσαι άγνωστος διότι ακριβώς εγνώρισες όσα αγνοούνται». Άραγε ισχύει αυτή η απειρία και η ακαταληψία για την οποία μιλάμε για τον Θεό, ισχύουν και για την αγάπη; Ασφαλώς, κατά το μέτρο και κατά την αναλογία της ταυτότητας Θεού και αγάπης που μας έχει αποκαλυφθεί. Αυτό ακριβώς μας το βεβαιώνει και ο Άγιος Ιωάννης στην Κλίμακά του «Αυτός που έχει την πρόθεση να μιλήσει για την αγάπη, είναι σαν να επιχειρεί να μιλήσει για τον Θεό. Και το ν’ αναπτύξει κανείς λόγους για τον Θεό είναι σφαλερό και πολύ επικίνδυνο γι’ αυτούς που δεν προσέχουν. Ο λόγος για την αγάπη είναι δυνατόν ν’ ακροασθεί μόνο από τους αγγέλους και σ’ εκείνους πάλι ανάλογα από την ενέργεια λάμψης που δέχονται από το φως του Θεού. Ο Θεός είναι αγάπη και εκείνος που θέλει να προσδιορίσει τον Θεό, είναι σαν το τυφλό που μέσα στην άβυσσο προσπαθεί να μετρήσει τους κόκκους της άμμου».
«Η αγάπη λέει, κατά την ουσία της είναι ομοίωσις Θεού, όσο για την επίδραση που έχει η αγάπη, είναι μία μέθη της ψυχής. Όσον αφορά δε τις ιδιότητές της γίνεται πηγή πίστεως, άβυσσος μακροθυμίας, και θάλασσα ταπεινώσεως».
`Ο απόστολος Παύλος είχε μιλήσει για παροξυσμό αγάπης.
Και ο Άγιος Μακάριος ο Αιγύπτιος λέει τα εξής για την αγάπη. «Όποιος έχει φθάσει πραγματικά στην αγάπη είναι σαν να είναι δεμένος και να έχει μεθύσει.
Αυτός είναι σαν να έχει καταποντισθεί και να είναι αιχμάλωτος κάποιου άλλου κόσμου».
Ακούμε για μέθη, για αιχμαλωσία, για καταποντισμό σ’ έναν άλλο κόσμο, όλα αυτά δεν πρέπει να τα εννοήσουμε σαν υπερβολές που θέλουν να μας δείξουν την ψυχολογική περισσότερο κατάσταση.
Είναι αλήθεια ότι εμείς οι άνθρωποι όταν γίνουμε αιχμάλωτοι της κοσμικής εμπειρίας, τα βλέπουμε σαν παραληρήματα. Ακόμη και οι μαθητές όταν άκουσαν από τις μυροφόρες για την Ανάσταση του Χριστού, τους φάνηκε «ωσεί λήρος».
Δεν πρόκειται όμως για παραλήρημα και για υποκειμενικές ψυχολογικές καταστάσεις, πρόκειται για την αίσθηση, την προσέγγιση σ’ ένα άλλο επίπεδο πραγματικότητας, αλλά αυτή η πραγματικότητα δεν είναι λιγώτερο αληθινή βεβαία.
Με την αγάπη έχουμε μία είσοδο στον χώρο αυτής της άλλης πραγματικότητας, στον χώρο της βασιλείας του Θεού. Η γνώση του Ευαγγελίου προσπαθεί να μας εισαγάγει σ’ αυτόν τον χώρο.
Πολλές είναι οι εκφράσεις γι αυτό: «Άνωθεν γέννησις». Για τον απόστολο Πέτρο λέει «Σαρξ και αίμα ουκ αποκάλυψέ σοι». Μιλάει για Ανάσταση, Φως, Ζωή αληθινή, Ύδωρ το ζων κ.λπ. Δυστυχώς όμως, ακόμη και εμείς οι Χριστιανοί, νομίζουμε ότι αυτά έχουν μία συμβολική σημασία. Την ημέρα της Πεντηκοστής, κατηγόρησαν τους μαθητές ότι ήταν μεθυσμένοι και ο απόστολος Πέτρος προσπαθεί να τους εξηγήσει «Δεν μεθάνε αυτοί όπως εσείς νομίζετε». Σε άλλη περίπτωση και ο απόστολος Παύλος είχε δεχθεί και αυτός την ίδια κατηγορία, όταν παρουσιάστηκε μπροστά σ’ όλη την ρωμαϊκή εξουσία. Ήταν εκεί ο βασιληάς Αγρίππας, η βασίλισσα Βερενίκη και ο ρωμαίος έπαρχος Φήστος. Όταν άκουσε τον Παύλο για το όραμα που είχε δε και την Ανάσταση του Χριστού, τον διέκοψε και του είπε «Μαίνεσαι, Παύλε, η μεγάλη σου μόρφωση σ’ έχει εκτρέψει σ’ ένα είδος μανίας».
Και ο Παύλος με ψυχραιμία απάντησε: «Δεν έχω καταλυφθεί από καμία μανία, αλλά μιλάω με λόγια αλήθειας και σωφροσύνης».
Αυτή η κατηγορία από πλευράς του κόσμου προς τους μαθητές του Χριστού, και με την αντίστοιχη βέβαια απολογία, θα επαναλαμβάνεται πάντα.
Όταν βέβαια οι Χριστιανοί θέλουν να βαστάζουν μπροστά το δικαστήριο του κόσμου την μαρτυρία για τις πραγματικότητες της βασιλείας του Θεού.
Και αυτό θα γίνεται με την δύναμη του Αγίου Πνεύματος.
Το χάσμα της κοσμικής και της πνευματικής εμπειρίας δεν πρόκειται να γεφυρωθεί ποτέ. Ο Άγιος Μακάριος ο Αιγύπτιος λέει σχετικά «Ο κόσμος των Χριστιανών είναι διαφορετικός, ο νους, ο λόγος, οι πράξεις και η διαγωγή είναι άλλα πράγματα. Και η συμπεριφορά και ο λόγος και οι πράξεις των ανθρώπων του κόσμου είναι διαφορετική. Και υπάρχει πολύ διαφορά μεταξύ αυτών και εκείνων». Ζώντας σε μία κατάσταση εκπτώσεως από το επίπεδο της πνευματικής ζωής και υπό το βάρος της κοσμικής εμπειρίας, πολλές φορές οι Χριστιανοί κινδυνεύουν ν’ απωλέσουν το διακριτικό χρίσμα, την οντότητα της πνευματικής τους διαφοράς από τον κόσμο, περιορίζοντας τις πραγματικότητες που τους έχουν αποκαλυφθεί στα μέτρα και στα κριτήρια της κοσμικής εμπειρίας και της κοσμικής αισθήσεως.
Έτσι και η αγάπη πολλές φορές υποβαθμίζεται σ’ έναν συναισθηματισμό, μία ηθικότητα, ροπή, μία συνήθεια συμπεριφοράς, έναν κοινωνικό θεσμό κ.λπ.
Όλα βέβαια έχουν την αξία τους και την σημασία τους.
Όταν όμως είναι ξεκομμένα και απομονωμένα από το κέντρο τους, την αποκάλυψη της θείας ζωής μέσα μας, μένουν πρόσκαιρες, θνητές εκδηλώσεις.
Μοιάζουν με τα άνθη που είναι κομμένα από το φυτό και πολύ γρήγορα θα μαραθούν και θα πέσουν.
Η ρίζα της αγάπης είναι πέρα από τον κύκλο και τον ορίζοντα των απλών ανθρωπίνων δυνατοτήτων.
Η Αγία Γραφή λέει ότι «η αγάπη του Θεού έχει χυθεί μέσα στις καρδιές σας δια Πνεύματος Αγίου που σας έχει δοθεί». Η Χριστιανική αγάπη δεν είναι απλώς και μόνο ένα στοιχείο ή ένα κατόρθωμα του ηθικού, κοινωνικού και ψυχικού μας βίου.
Είναι ένα φυτό που έχει τις ρίζες του στον ουρανό, σημαίνει καινή κτίση, είναι και αυτή ένα «δώρημα άνωθεν καταβαίνον». Είναι καρπός και αποτέλεσμα ενός καινούργιου είναι, μιας καινούργιας ζωής. Μας το επισημαίνει πάλι ο Άγιος Μακάριος ο Αιγύπτιος. «Η διαφορά των Χριστιανών δεν υπάρχει στα εξωτερικά σχήματα και στους τύπους, όπως πολλοί νομίζουν ότι αυτή είναι η διαφορά ανάμεσα σ’ αυτούς και στον κόσμο. Και αυτοί που έχουν αυτήν την αντίληψη είναι όμοιοι με τον κόσμο.
Διαφέρουν μόνον στα εξωτερικά κατορθώματα αλλά όσο προς την καρδιά και τον νου είναι δεμένοι με τα γήϊνα δεσμά. Αυτή είναι η διαφορά της καινής κτίσης των Χριστιανών, στην ειρήνη, ΄τον λογισμό, την αγάπη του Κυρίου και στον ουράνιο έρωτα, έγινε και ο ερχομός του Κυρίου για να μας χαρίσει αυτήν την καινούργια κτίση, καρπός της οποίας είναι η αγάπη». Αφού και η αγάπη εντάσσεται σ’ αυτόν τον υπερουράνιο κύκλο της θείας ζωής, θα πρέπει να σκεφθούμε σοβαρά αν μας φθάνουν οι γλώσσες των ανθρώπων και των αγγέλων να μιλάμε γι’ αυτήν.
Ο απόστολος Παύλος λέει στον ύμνο της αγάπης: «Εάν ταις γλώσσαις των ανθρώπων λαλώ και των αγγέλων, αγάπην δε μη έχω, γέγονα χαλκός ηχών ή κύμβαλον αλαλάζον». Ο ίδιος, μας είπε ότι την γνώση αυτών θείων πραγματικοτήτων στις οποίες ανήκει και η αγάπη, αξιωνόμεθα όχι δια των ιδίων γνωστικών δυνάμεων, όχι με το κατόρθωμα το δικό μας, διότι για να καταλάβουμε τα δωρήματα του Θεού έχουμε πάρει και το πνεύμα του Θεού. Ο ίδιος ο Παύλος ο οποίος ήταν ένας άνθρωπος πάσης χάριτος και δυνάμεως από τον Θεό αξιωθείς, έλεγε «Δεν νομίζω ακόμη ότι έχω καταλάβει, προσπαθώ δε να καταλάβω».
Ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος σχολιάζοντας αυτόν τον λόγο του Παύλου, λέγει: «Τι λες απόστολε Παύλε, εσύ μας έχεις γράψει ότι έχεις τον Χριστό μέσα σου ο οποίος λαλεί, και μας λες ότι δεν καταλαβαίνεις»;
Και βάζει στο στόμα του Παύλου αυτά τα λόγια ο Ιωάννης: «Γι’ αυτό είπα ότι έχω τον Χριστό μέσα μου, αυτός μου δίδαξε το ακατάληπτο του μυστηρίου του Χριστού». Εάν ο Παύλος έλεγε ότι δεν νομίζει ότι καταλαβαίνει, πως μπορούμε εμείς οι άνθρωποι να μιλάμε για τον Θεό και για την αγάπη. Αλλά και πως μπορεί ο άνθρωπος να σιωπά για την αγάπη. Είναι η αρχή και το τέλος της υπάρξεώς μας, αφού γεννιόμαστε από αγάπη και χανόμαστε όταν αυτή λείπει.
Αυτήν την απορία λόγος ή σιωπή, την είχε και κάποιος μεγάλος άγιος της Δυτικής Εκκλησίας ο Άγιος Αυγουστίνος, του οποίου η προσωπικότητα ήταν κάτι το ανάλογο με τον δικό μας Ιωάννη Χρυσόστομο.
Έλεγε στο βιβλίο του «Εξομολογήσεις» «Αλίμονο σε κείνους που σιωπούν για σένα, Θεέ μου, αφού και εκείνοι που μιλάνε για σένα είναι ανάξιοι».
Ο Άγιος Αυγουστίνος μιλάει ανθρώπινα, ξεκινάει εκ των κάτω εκφράζοντας την ανθρώπινη εμπειρία και μιλώντας ανθρωπολογικά. Φθάνει σ’ ένα αδιέξοδο, ούτε η σιωπή ούτε ο λόγος είναι θεοπρεπή. Αυτή η δυσκολία στην δική μας παράδοση αντιμετωπίζεται με διαφορετικό τρόπο, όχι ανθρωπολογικά αλλά χριστολογικά. Επί παραδείγματι το βλέπουμε αυτό σ΄ έναν ύμνο της Μ. Παρασκευής, όπου ο ιερ. υμνογράφος βάζει στο στόμα της Παναγίας, μπροστά στον Σταυρό, τα εξής λόγια: «Που πορεύει τέκνον; Τίνος χάριν τον ταχύν δρόμον τελείς; Μη έτερος γάμος πάλιν εν Κανά κακεί νυν σπεύδεις ίνα εξ ύδατος αυτοίς οίνον ποιήσεις; Συνέλθω σοι τέκνον ή μείνω σοι μάλλον. Δος μοι λόγον, Λόγε, μη σιγών παρέλθης με ο τηρήσας με αγνήν. Συ γαρ υπάρχεις ο Υιός και Θεός μου». Μας παρουσιάζεται ανάγλυφα η εικόνα του προβλήματός μας. Μπροστά στους γάμους του αρνίου, του εσφαγμένου από καταβολής κόσμου όπου εικονίζεται το υπερφυές μυστήριο της θείας αγάπης, ο άνθρωπος μένει στην απορία και στην αμηχανία.
Τότε όμως «Αιτείτε λόγον από τον Λόγον». Αυτή είναι η ορθόδοξη αντίληψη. Δεν είναι ο δικός του λόγος, αλλά είναι ο λόγος που του χαρίζει ο Λόγος – Χριστός.
Για την ορθόδοξη στάση μόνο ο Χριστός είναι ο προσφέρων και ο προσφερόμενος, ως προς τα γεγονότα.
Ως προς την θεολογία ο προφέρων και ο προφερόμενος. Μόνο αυτός καθιστά άξια μία θεοπρεπή θεολογία. Στην παράδοση της ορθόδοξης θεολογίας όπως αυτή εκφράζεται από τους πατέρες, υπήρχε πάντοτε η συνείδηση ότι ο περί Θεού λόγος θεμελιώνεται και καταξιώνεται Χριστολογικά και μάλιστα ευχαριστιακά. Όπως όταν προσφέρουμε «τα σα εκ των σων». Και προσφέρουμε στην θεολογία τα σα εκ των σων. Το υποκείμενο, δηλαδή, της πραγματικής θεολογίας της ορθόδοξης, ξεπερνά το ανθρώπινο εγώ.
Οι πατέρες έτσι μιλάνε «ως γνώντες τον Θεόν, μάλλον δε γνωσθέντες υπό του Θεού».
Υπάρχει συνείδηση ότι όταν μιλάμε για τον Θεό για τις θείες πραγματικότητες όπως η αγάπη
Είναι ο ίδιος ο Θεός που σκέφτεται αυτά μέσα στο ανθρώπινο πνεύμα μας. Γι’ αυτό λέμε για τους πατέρες, «η λύρα του Πνεύματος» αυτό θα πει ότι αφήνει ο Θεός να ξεχειλίσει η μελωδία του Αγίου Πνεύματος μέσω των πατέρων.
Απάντηση στο ερώτημα, σιωπή ή λόγος για τον Θεό και την αγάπη, παίρνουμε όχι μόνο από την ορθόδοξη θεολογία, αλλά και από την διδασκαλία της ορθόδοξης ανθρωπολογίας. Ο άνθρωπος μπορεί να μιλήσει γι’ αυτά τα πράγματα γιατί είναι εικόνα του Θεού και έχει την ανταύγεια της αγάπης του. «Εικόνα του Θεού κάτοπτρον» έλεγαν οι πατέρες.
Ο άνθρωπος είναι πράγματι ένα παράδοξο πλάσμα.
Έλεγε ο απόστολος Παύλος «χάριτι Θεού ειμί ο ειμί, ζω δε ουκέτι εγώ, ζει εν εμοί Χριστός. Ο δε ζω εν σαρκί εν πίστει ζω του αγαπήσαντός με και παραδόντος εαυτόν υπέρ εμού». Δεν ζω εγώ, ο Χριστός ζει. Και αυτή η ολοκλήρωση θα γίνει στην Β΄ Παρουσία του.
Το πραγματικό είναι του Χριστιανού, η οντότητά του, είναι ότι βρίσκεται εν Χριστώ. Η παρούσα ύπαρξή μας, αυτό που λέει ο απόστολος Παύλος «Ο ειμί εν σαρκί ζω» είναι μία γέφυρα.
Είμαστε πάροικοι και παρεπίδημοι, και μία μέρα θα ξαναγυρίσουμε σ’ Αυτόν που μας έχει στείλει.
Είμαστε, λένε οι πατέρες, πλάσματα που έχουν δεχθεί το κέλευσμα, την προσταγή και τον προορισμό να γίνουμε Θεός. Και έτσι όπως ως προς την ουσία του ο άνθρωπος είναι εικόνα του Θεού, έτσι και ως προς την αγάπη έχει την ανταύγεια, την νοσταλγία της θείας αγάπης. Όχι ακόμη την παρουσία και το πλήρωμα. Ο Άγιος Μάξιμος ο ομολογητής λέει «όσον χρόνον βρίσκεται κανείς σ’ αυτήν εδώ την ζωή ακόμη και αν είναι τέλειος και στην πράξη και στην θεωρία έχει μονάχα μία μερική γνώση και μερική προφητεία και αρραβώνα του Πνεύματος. Αλλά όταν θα έρθει η τελική λήξη, τότε θα έχει το πλήρωμα της χάριτος κατά μέθεξιν». Τώρα έχουμε μόνο μία μερική κατοχή της αγάπης. Βλέπουμε σ’ έναν καθρέπτη αινιγματικά λέει ο απόστολος Παύλος. Τότε θα έχουμε το πλήρωμα της χάριτος κατά μέθεξιν.
Τώρα ζούμε με την νοσταλγία της αγάπης του Θεού. Στο σύμβολο της πίστης λέμε: Πιστεύω, ομολογώ, προσδοκώ. Αυτά τα τρία ρήματα ορίζουν την οντολογία της Χριστιανικής υπάρξεως.
Από την μια υπάρχει η συνείδηση της φτώχειας, της απορίας, του μηδενός. Από την άλλη υπάρχει ο προσανατολισμός, η ελπίδα, η εμπιστοσύνη για την ολοκλήρωση αυτού που ήδη έχει ανατείλει στον κόσμο και στην καρδιά μας, με την παρουσία του Κυρίου.
Η εικόνα της εορτής της Υπαπαντής είναι ερμηνευτική και διαφωτιστική της καταστάσεως της Χριστιανικής εμπειρίας. Δεν είναι μόνο ο Συμεών ο Θεοδόχος, αλλά και κάθε Χριστιανός μπορεί να γίνει Θεοδόχος και γι’ αυτό μπορεί να πει. «Νυν απολύεις τον δούλον σου Δέσποτα, ότι είδον οι οφθαλμοί μου το σωτήριόν σου».
Αυτή την παραδοξότητα της Χριστιανικής ζωής βλέπουμε στον εξής ύμνο. «Τον νυμφώνα σου βλέπω Σωτήρ μου κεκκοσμιμένον και ένδυμα ουκ έχω ίνα εισέλθω εν αυτώ». Ο Νυμφίος Χριστός είναι ο ερχόμενος όχι ο κατεχόμενος και μάλιστα ο ερχόμενος «εν τω μέσω της νυκτός». Από την πρώτη στιγμή που λαμβάνει υπόσταση η Χριστιανική ύπαρξη με το μυστήριο του Βαπτίσματος, αυτό παρακαλεί «Νυμφώνα μοι παράσχον φωτεινόν ο αναβαλόμενος τω φως ως ιμάτιον». Αισθάνεται γυμνός, το κενό, την νύχτα της ζωής εν σαρκί. Φλέγεται από τον πόθο του πληρώματος. Λέμε πριν από την Θεία Κοινωνία., «έθελξας πόθω με, Χριστέ, και ηλλοίωσας τω θείω σου έρωτι, αλλά κατάφλεξον πυρί αϋλω τας αμαρτίας μου, ίνα τας δύο σκιρτών μεγαλύνω, αγαθέ, παρουσίας σου».
Το βράδυ της Αναστάσεως στον ωραίο κανόνα του Αγίου Ιωάννου Δαμασκηνού λέει «δίδον υμίν εκτυπώτερον σου μετασχείν εν τη ανεσπέρω ημέρα της βασιλείας σου». Εκτυπώτερον, δηλαδή, πραγματικά. Άρα ακόμα βρισκόμαστε σ’ αυτό το μεταίχμιον που είπαμε.
Η αγάπη γεμίζει το διάστημα ανάμεσα στις δύο παρουσίες του Χριστού. Μάρτυρας αυτής της αγάπης του Θεού γίνεται ο άνθρωπος όχι μόνο όταν έχει δεχθεί μέσα του την αλήθεια της θείας παρουσίας, αλλά και όταν ακόμα δεν θέλει να μιλάει γι’ αυτήν και γίνεται αρνητής και πολέμιος. Γιατί και τότε δεν παύει να αισθάνεται ακόρεστη την πείνα και την δίψα για το πλήρωμα, για την αληθινή αγάπη. Ο άσωτος και ο κάθε άσωτος «επεθύμει χορτάσαι». Αυτό είναι το χαρακτηριστικό του ανθρώπου ότι πάντοτε ζητάει το πλήρωμα, ζητάει τον Θεό. Κατά έναν παράδοξο τρόπο και οι πιο μεγάλοι αρνητές εκφράζουν την Χριστιανική αλήθεια.
Ακόμα και οι άπιστοι και οι αρνητές αθέλητα γίνονται προφήτες της αλήθειας του Θεού. Η απόρριψη της αγάπης και η αναγκαστική στροφή που έχει ο άνθρωπος προς τα είδωλα, είναι μία απεγνωσμένη λύση χορτασμού, και γίνεται έτσι μία ακούσια ομολογία της ελλείψεως του πραγματικού πληρώματος. Είναι αρνητική αγάπη, δαιμονικός έρως. Η πείνα και η δίψα για ζωή, ηδονή και απόλαυση, ιδίως στις μέρες μας, πηγάζουν από αυτήν την ανάγκη για πλήρωμα που αισθάνεται ότι στερείται ο άνθρωπος.
Και όσο πιο πολύ μαστίζεται από αυτόν τον οίστρο της ακολασίας, τόσο πιο πολύ φανερώνεται η ανάγκη του άρτου της ζωής. Και έτσι αυτή η ασιτία, γίνεται ακούσια ομολογία και μαρτυρία της ανάγκης της αγάπης.
Ο Άγιος Γρηγόριος λέει «Κοινοί οι πόθοι, κοινές είναι και οι ωδίνες όλων των πλασμάτων για σένα Θεέ μου. Σε σένα προσέρχονται όλα και ας μην το ξέρουν και σε σένα όλα τα πλάσματα ψάλλουν σαν μία σύνθεση νοερή σιγώμενον ύμνον».
Η μαρτυρία για την αγάπη όμως δεν είναι μόνο έμμεση και αρνητική στην ομολογία της απουσίας της, ο ύμνος της αγάπης δεν είναι μόνο σιγώμενος ύμνος, υπάρχουν και οι γνήσιοι φίλοι και οι ευγνώμονες αποδέκτες της θείας αγάπης όπως είναι οι άγιοι και οι πατέρες της Εκκλησίας.
Αυτοί έγιναν οι μάρτυρες και οι προφήτες της αγάπης και έδωσαν ζωντανή μαρτυρία για την αγάπη του Θεού με το αίτημά τους και με το πνεύμα του. Έδειξαν ότι η αγάπη είναι η οδός η καθ’ υπερβολήν δηλαδή ένας καινούργιος τρόπος υπάρξεως, μία καινούργια γλώσσα και όραση που μας προσανατολίζει από τα μη όντα του κόσμου τούτου προς τα θεία τα όντα της θεϊκής ζωής.
Όλοι οι πατέρες, μας έδειξαν ότι μόνο η παρουσία της αγάπης, μας σύρει από την περιοχή της ανυπαρξίας του μηδενός, στην περιοχή του είναι της ζωής και αυτή μας χαρίζει λόγον, γλώσσαν και δοξολογίαν. Όλοι μας θυμίζουν ότι ο Χριστός είναι Λόγος γιατί είναι η ενυπόστατη αγάπη του Πατρός. «Ο μη αγαπών ουκ έγνω τον Θεόν».
Γράφει: κ. Μάϊνας [4-2-1997]
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου