Δόξα τω Θεώ, πάντων ένεκεν. - Αγ. Ιωάννης Χρυσόστομος

Πέμπτη 22 Μαΐου 2025

ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΚΕΙΜ (ΠΑΠΟΥΛΑΚΗΣ) Ο ΙΘΑΚΗΣΙΟΣ

 

ΛΑΜΠΡΟΥ Κ. ΣΚΟΝΤΖΟΥ Θεολόγου – Καθηγητού

      Στα μαύρα χρόνια της τουρκοκρατίας αναδείχτηκαν σπουδαίες εκκλησιαστικές προσωπικότητες, οι οποίες βοήθησαν το υπόδουλο Γένος μας να κρατήσει την πίστη του στον αληθινό Τριαδικό Θεό και την εθνική του ταυτότητα. Ένας από αυτούς υπήρξε ο άγιος Ιωακείμ ο Ιθακήσιος, ο αποκαλούμενος Παπουλάκης.

      Γεννήθηκε στο μικρό χωριό Καλύβια του τότε δήμου Πολυκτορίων Ιθάκης, στα 1786 και το βαφτιστικό του όνομα ήταν Ιωάννης. Πατέρας του ήταν ο Άγγελος Πατρίκιος, ιθακήσιος πλοίαρχος, και η μητέρα του η Αγνή από την Πρέβεζα. Ήταν ευσεβείς άνθρωποι, με ορθόδοξο φρόνημα. Λίγο μετά τη γέννησή του, η μητέρα του πέθανε και ο πατέρας του έκαμε δεύτερο γάμο.

      Όμως η νέα σύζυγος του πατέρα του και μητριά του, μισούσε το μικρό Ιωάννη και τον κακομεταχειρίζονταν. Εκείνος, παρ’ όλο το μίσος και την απόρριψη, υπόμεινε τις προσβολές και τις τιμωρίες και δεν ανταπέδιδε κακία προς αυτή. Μάλιστα φάνηκαν ενωρίς τα χαρίσματά του και οι αρετές του. Αν και παιδί, είχε δυνατή και ακλόνητη πίστη στο Χριστό. Σύχναζε στην Εκκλησία, νήστευε, προσευχόταν και σκορπούσε γύρω του καλοσύνη και αγάπη. Μεγάλη του αγάπη η μελέτη πνευματικών βιβλίων και ιδιαιτέρως της Αγίας Γραφής.  Αυτό εξόργιζε περισσότερο την άσπλαχνη μητριά, η οποία έπεισε τον άντρα της να διακόψει το σχολείο και να τον στείλει ναύκληρο σε ξένο καράβι, με την συκοφαντία ότι δήθεν το παιδί παραμελούσε το σχολείο του. Αλλά και στο ξένο καράβι ο Ιωάννης έδειξε ασυνήθιστο ήθος και δεν παραμελούσε την πνευματική του ζωή. Όταν δεν είχε υπηρεσία αποσύρονταν στην καμπίνα του και προσεύχονταν.

       Όταν έγινε δεκαεπτά ετών, στα 1803, το καράβι αγκυροβόλησε στον Άθωνα, στη Μονή Βατοπεδίου. Ο Ιωάννης βγήκε από το πλοίο και πήγε να προσκυνήσει και να συζητήσει με τους μοναχούς. Η σύντομη επαφή με την  πνευματικότητα των αγιορειτών πατέρων, ήταν αρκετή να πάρει τη μεγάλη απόφαση να μείνει στη Μονή και να ενδυθεί το μοναχικό σχήμα. Ο ηγούμενος είχε τις αντιρρήσεις του λόγω της εφηβικής του ηλικίας. Τελικά κάμφθηκε από την επιμονή του ευσεβούς νέου.

      Ο πατέρας του όταν έμαθε το νέο στεναχωρήθηκε πολύ. Αντίθετα η άσπλαχνη και κακιά μητριά του χάρηκε που τον ξεφορτώθηκε. Έγινε η μοναχική του κουρά και έλαβε το όνομα Ιωακείμ. Δεν άργησαν να φανούν τα προτερήματά του και οι αρετές του. Εκτελούσε με μεγάλη προθυμία τις πιο επίπονες διακονίες της Μονής και πρόκοβε καθημερινά στην αρετή και την αγιότητα. Αργότερα έλαβε το Μεγάλο Σχήμα και έγινε σύμβουλος στη διοίκηση της Μονής. Ταυτόχρονα φοιτούσε στην περίφημη Αθωνιάδα Σχολή, η οποία λειτουργούσε στην Μονή του, λαμβάνοντας σημαντική μόρφωση. 

        Όταν ξέσπασε η Ελληνική Επανάσταση του 1821, με τις ευλογίες της Μονής, ζήτησε να βγει στον κόσμο και να στηρίξει τους δοκιμαζομένους Ορθοδόξους Έλληνες. Κατέβηκε στην Πελοπόννησο και προσέφερε ανεκτίμητο πνευματικό και κοινωνικό έργο στους αγωνιστές και στον άμαχο πληθυσμό, διδάσκοντας, στηρίζοντας και ανεβάζοντας το ηθικό των Ρωμηών. Με δικές του ενέργειες και έχοντας την βοήθεια του Παπαγιάννη Μακρή από την Πύλαρο της Κεφαλονιάς έδιωξε χιλιάδες γυναικόπαιδα στα αγγλοκρατούμενα Επτάνησα, σώζοντάς του τη ζωή από τις σφαγές των Τούρκων. Ο ίδιος βρισκόταν σε συνεχή κίνδυνο από την πνευματική και εθνική του δράση.  

       Όταν ήλθε η απελευθέρωση και είχε εκπληρώσει το υψηλό καθήκον του, αποφάσισε να αποσυρθεί στην ησυχία της ερήμου. Δεν γύρισε στον Άθωνα, αλλά, εμπνεόμενος από κάποια εσωτερική φωνή, προτίμησε να πάει στο νησί του, την Ιθάκη. Αποσύρθηκε στο ερημικό  δάσος «Αφεντικός Λόγγος», όπου άρχισε να

ασκείται, μισόγυμνος, με νηστεία, προσευχή, αγρυπνία και αστείρευτες ροές δακρύων. Καθάρθηκε από τα πάθη του και άρχισαν να είναι εμφανή τα σημάδια της Θείας Χάριτος και της αγιότητας στο πρόσωπό του.

      Όμως δεν τον ανάπαυε η δική του πνευματική αυτάρκεια. Άφηνε συχνά το ερημητήριό του και γύριζε στα χωριά του νησιού και δίδασκε την Ορθοδοξία και βοηθούσε πνευματικά και υλικά όσους είχαν ανάγκη.  Οι Ιθακήσιοι τον αγαπούσαν και τον αποκαλούσαν «Παπουλάκη». Μάλιστα του δόθηκε από το Θεό και το χάρισμα της θαυματουργίας. Πήγαινε, όπου μάθαινε ότι υπήρξε πρόβλημα και με την προσευχή του θαυματουργούσε. Για σαράντα ολόκληρα χρόνια γύριζε από χωριό σε χωριό και από σπίτι σε σπίτι και βοηθούσε υλικά και πνευματικά τους κατοίκους του νησιού. Τα χρήματα που του έδιναν οι πιστοί τα έδινε όλα στους φτωχούς. Στα 1848 έσωσε από λιμό το νησί θαυματουργικά! Επίσης του δόθηκε το χάρισμα της προφητείας. Καυτηρίαζε την έκλυση των ηθών, που επέβαλαν οι δυτικοί κατακτητές.

     Αγωνίστηκε με σθένος να κρατήσει την Ορθοδοξία στις ψυχές των Ιθακήσιων, από την δράση των παπικών και προτεσταντών. Γι’ αυτό έγινε στόχος τους. Κάποτε τον κατηγόρησαν στον άγγλο διοικητή ότι δήθεν πρόβλεψε έναν μεγάλο σεισμό και έσπειρε στο λαό αναστάτωση. Κλήθηκε από τον διοικητή, έδωσε τις εξηγήσεις του, ότι πρόκειται για σκευωρία. Ο άγγλος δεν τον πίστεψε και άρχισε να απειλεί το Γέροντα και να βρίζει τον ορθόδοξο μοναχισμό. Τότε έγινε το απροσδόκητο. Η πολυθρόνα του έγινε κομμάτια και εκείνος έπεσε στο έδαφος αναίσθητος. Όταν συνήλθε έπεσε στα πόδια του Γέροντα και του ζήτησε συγνώμη!

       Με τη βοήθεια των κατοίκων έκτισε πολλούς ναούς στη νησί, για να εκκλησιάζονται οι Ορθόδοξοι σ’ αυτούς και όχι στους παπικούς. Κάποτε είχε ξεσπάσει επιδημία πανώλης. Ο άγιος παρακίνησε τους κατοίκους του χωριού Ανωγή και έκτισαν ναό στον Άγιο Αθανάσιο, αμέσως η επιδημία εξαφανίστηκε!  

       Όταν η στεριανή Ελλάδα απελευθερώθηκε από τους Τούρκους αναπτέρωνε τις ελπίδες και των σκλαβωμένων Ιθακήσιων στους Άγγλους ότι έφτανε και η δική τους ελευθερία, η οποία πραγματοποιήθηκε το 1864. Για την εθνική του αυτή δράση κακοποιούνταν και γελοιοποιούνταν από εγκάθετους των κατακτητών. Τον έφτυναν δημόσια σε κάθε εκδήλωση!  

      Τις τελευταίες ημέρες της ζωής του πέρασε στο σπίτι του ευσεβούς Χ. Παΐζη (Λιανού), ασθενής και υπέργηρος. Αφού εξομολογήθηκε και κοινώνησε των Αχράντων Μυστηρίων, κοιμήθηκε ειρηνικά στις 3 Μαρτίου του 1868, αφού ήδη είχε προβλέψει το θάνατό του. Η αγιοκατάταξή του έγινε στις 19-3-1998 και ορίστηκε να εορτάζεται η μνήμη του στις 3 Μαρτίου, ημέρα της εκδημίας του και στις 23 Μαΐου την ημέρα της ανακομιδής των ιερών λειψάνων του.

ΑΓΙΟΣ ΕΥΜΕΝΙΟΣ Ο ΝΕΟΣ (ΣΑΡΙΔΑΚΗΣ)

 

ΛΑΜΠΡΟΥ Κ. ΣΚΟΝΤΖΟΥ Θεολόγου – Καθηγητού

       Η ανάδειξη αγίων  είναι το διαρκές θαύμα στη ζωή της Εκκλησίας μας, καθότι άλλωστε αυτό είναι το έργο της, να μεταποιεί αμαρτωλούς σε αγίους.  Δεν υπάρχει εποχή, στην δισχιλιόχρονη ιστορική της πορεία, που να μην έχουν αναδειχτεί άγιοι. Ιδιαίτερο θαύμα είναι η ανάδειξη πληθώρας αγίων και στην εποχή μας, όπου έχει περισσέψει το κακό, γιγαντώθηκε η αμαρτία, και ο κόσμος βρίσκεται σε πρωτοφανή ηθική και πνευματική κατάπτωση. Αλλά, «ου δε επλεόνασεν η αμαρτία, υπερεπερίσσευσεν η χάρις (Ρωμ.5,20), σύμφωνα με τον απόστολο Παύλο. Στον ταραγμένο 20ο αιώνα έχει αναδειχτεί μία πλειάδα αγίων, μεταξύ των οποίων συγκαταλέγεται και ο άγιος Ευμένιος ο Νέος (Σαριδάκης), μία πραγματικά οσιακή και αγιασμένη μορφή, ο οποίος έχει καταταχτεί πρόσφατα στους αγιολογικούς δέλτους της Εκκλησίας μας.   

      Ο αγιασμένος Γέροντας γεννήθηκε την πρωτοχρονιά του 1931 στο χωριό Εθιά Μονοφατσίου του νομού Ηρακλείου Κρήτης. Καταγόταν από πολυμελή και φτωχή οικογένεια. Οι γονείς του ήταν απλοϊκοί και φτωχοί, αλλά πιστοί άνθρωποι. Ο πατέρας του ονομάζονταν Γεώργιος και η μητέρα του Σοφία και ήταν το όγδοο παιδί της οικογένειας και τοβαπτιστικό του όνομα ήταν Κωνσταντίνος.

     Τα παιδικά του χρόνια υπήρξαν πολύ δύσκολα, βιώνοντας τη φτώχεια και την ορφάνια. Ο πατέρας του, όταν ήταν αυτός δύο ετών, ασθένησε και πέθανε, αφήνοντας χήρα σύζυγο και οκτώ παιδιά ορφανά και απροστάτευτα, να μεγαλώνουν μέσα σε απερίγραπτη φτώχεια. Η ηρωική και πιστή εκείνη γυναίκα, με εφόδιο την πίστη της στην πρόνοια του Θεού και τις προσευχές της στην Παναγία,  και τον υπεράνθρωπο αγώνα της κατόρθωσε να ζήσει και να μεγαλώσει τα παιδιά της, μεταδίδοντάς τους παράλληλα την ευσέβεια και εδραιώνοντάς τους βαθιά πίστη στο Θεό.

      Ο Κωνσταντίνος έδειξε από μικρό παιδί τις ιδιαίτερες χάρες του, την άδολη πίστη του στο Θεό και τον σεβασμό του στην αγαπημένη του μητέρα.  Σύχναζε στην εκκλησία του χωριού, βοηθώντας τον εφημέριο, προσευχόταν με θέρμη και ευλάβεια και τηρούσε αγόγγυστα, σαν μεγάλος, όλες τις νηστείες του έτους. Έδειχνε μία ξεχωριστή πνευματική ωριμότητα και παράλληλα μια παράδοξη και θερμή αγάπη για τον μοναχισμό. Ως έφηβος μάλιστα εκδήλωσε την επιθυμία του να ακολουθήσει τον μοναχικό βίο. Σε ανύποπτο χρόνο αποκάλυψε: «Εγώ, δεκαεπτά χρόνων πήγα στο μοναστήρι. Ήμουν δεκαέξι χρόνια στο χωριό μου. Αγαπούσα τον Θεό, βέβαια, σκεπτόμουν πολλές φορές να γίνω καλόγερος. Μια μέρα μου λέει ο παπάς: “Έλα να σε κάνω νεωκόρο”. Πήγα κι εγώ. Άναβα τα καντήλια πρωί-βράδυ, διάβαζα κιόλας, ό, τι βιβλία έβλεπα τα διάβαζα. Ανήμερα της Πρωτοχρονιάς του 1944, το απόγευμα, πήγα, άναψα τα καντήλια στην εκκλησία και, μετά, πήγα στο σπίτι μας. Ήταν εκεί η αδελφή μου η Ευγενία. Φάγαμε ξεροτήγανα, τηγανίτες και μακαρόνες. Εκεί που τρώγαμε, ήρθε μια λάμψη και με τύφλωσε και μπήκε μέσα στα βάθη της ψυχής μου. Κι αμέσως, την ίδια στιγμή, φώναξα της Ευγενίας: “Ευγενία, θα γίνω καλόγέρος”».

       Σε ηλικία μόλις 17 ετών πραγματοποίησε την σφοδρή νεανική του επιθυμία. Κατέφυγε στη Ιερά Μονή Αγίου Νικήτα, στα νότια της Κρήτης, όπου έγινε δεκτός ως δόκιμος μοναχός, δείχνοντας υπερβάλλοντα ζήλο για την αγγελική μοναχική ζωή και ακολουθώντας με ακρίβεια τους κανόνες της Μονής. Μετά την τριετή επιτυχή  δοκιμασία, γύρω στα είκοσι χρόνια του, εκάρη μοναχός και ονομάστηκε Σωφρόνιος. Με την άδεια του ηγουμένου πήγαινε τα καλοκαίρια, στο Άγιο Όρος, για να γνωρίσει τον αγιορείτικο μοναχισμό και να συναντήσει πνευματικούς ανθρώπους.

      Στις 24 Ιανουαρίου 1954 κλήθηκε να υπηρετήσει την  στρατιωτικής του θητεία. Παρουσιάστηκε Μεγάλο Πεύκο Αττικής, αποβάλλοντας με πολλή λύπη προσωρινά

την μοναχική περιβολή. Σύντομα έδειξε τον καλοκάγαθο χαρακτήρα του, αποκτώντας την συμπάθεια και τον σεβασμό των ανωτέρων του και των συναδέλφων του.

      Αλλά δυστυχώς, κατά τη διάρκεια της θητείας του, εκδηλώθηκε σ’ αυτόν η λοιμώδης νόσος της λέπρας, η νόσος του Χάνσεν, όπως είναι επιστημονικά γνωστή, η οποία ήταν ακόμη, για την εποχή εκείνη, δύσκολα ιάσιμη και ταλαιπωρούσε πολύ κόσμο. Πέρα από τους πόνους και τους φοβερούς κνησμούς, νεκρώνει τους ιστούς και παραμορφώνει φρικτά τους ασθενείς. Επί πλέον έχει μεγάλη μεταδοτικότητα. Γι’ αυτό απολύθηκε από το στρατό και εισήχθηκε  στο Νοσοκομείο Λοιμωδών Αθηνών, στην Αγία Βαρβάρα Αιγάλεω Αττικής, για θεραπεία και αναγκαστική παραμονή στο Ίδρυμα, μαζί με τους υπόλοιπους χανσενικούς ασθενείς, για την μη διασπορά της νόσου.

      Ο Σωφρόνιος υπέμεινε με αξιοθαύμαστη καρτερία και πίστη στο Θεό, την επώδυνη δοκιμασία του και έδειξε υπομονή για την υποχρεωτική απομόνωσή του στο Ίδρυμα, αποκομμένος από το συγγενικό και κοινωνικό περιβάλλον. Όμως οι θερμές προσευχές του και η επιτυχής νοσηλεία είχαν αίσιο αποτέλεσμα, θεραπεύτηκε εντελώς από την νόσο, χωρίς να του αφήσει κανένα σωματικό ελάττωμα ή σημάδι.

       Η παραμονή του στο Αντιλεπρικό Νοσοκομείο και η επαφή του με τον ανθρώπινο πόνο, του γέννησε την επιθυμία να παραμείνει στο Ίδρυμα, για να υπηρετήσει, όσο μπορούσε, τους συνανθρώπους του, που έπασχαν από την φοβερή νόσο.  Να προσφέρει τις διακονίες του στους ασθενείς λεπρούς, ως   «δικούς του ανθρώπους και φίλους», όπως συνήθιζε να λέει και να εννοεί, καθότι, οι ατυχείς αυτοί άνθρωποι, πέρα από την επώδυνη ασθένειάς του, βίωναν και την κοινωνική απόρριψη. Οι οικείοι τους τους εγκατέλειπαν εκεί, εξαιτίας του φόβου μετάδοσης του επικίνδυνου ιού, αλλά και των φρικτών σωματικών παραμορφώσεών τους. Ο άνθρωπος αυτός του Θεού, έβλεπε τους ασθενείς συνανθρώπους του ως εικόνες του Θεού, τους οποίους έχουμε υποχρέωση να τιμάμε και να υπηρετούμε. Επί πλέον αισθανόταν υποχρεωμένος να υπηρετήσει τους δυστυχείς αυτούς ανθρώπους, ως ένδειξη ευγνωμοσύνης στο Θεό για την δική του θεραπεία.

      Η διοίκηση του Ιδρύματος δέχτηκε το αίτημά του και του παραχώρησε ένα μικρό κελί, δίπλα στο εκκλησάκι του νοσοκομείου, των Αγίων Αναργύρων. Εκεί ζούσε  μοναχικά, προσευχόμενος και υπηρετώντας και παρηγορώντας τους τροφίμους.  

       Όταν έκλεισε το Λεπροκομείο της Χίου, ήρθε στο Λεπροκομείο Αθηνών ο λεπροπαθής συμπατριώτης του μοναχός Νικηφόρος Τζανακάκης, ο μετέπειτα άγιος Νικηφόρος ο Λεπρός, τυφλός, σχεδόν παράλυτος και παραμορφωμένος, αλλά έμπλεος βαθιάς πίστης στο Θεό και σπάνιων αρετών. Ο Σωφρόνιος τον συμπάθησε, τον αγάπησε και έθεσε τον εαυτό του στις υπηρεσίες του. Οι δύο άνδρες συνδέθηκαν με σπάνια αδελφική φιλία, και ο Σωφρόνιος όρισε τον Νικηφόρο πνευματικό του πατέρα και οδηγό του, ως την κοίμηση του δευτέρου (4 Ιανουαρίου 1964).    

       Το 1975, σε ηλικία 44 ετών, ο Σωφρόνιος χειροτονήθηκε πρεσβύτερος, λαμβάνοντας το όνομα Ευμένιος και διορίστηκε εφημέριος του Νοσοκομείου Λοιμωδών Αθηνών. Η είσοδός του στην ιεροσύνη υπήρξε μια ξεχωριστή εμπειρία και ευλογία για εκείνον. Ως ιερέας κατέστη ο πνευματικός και εξομολόγος των ασθενών, αλλά και χιλιάδων πιστών, οι οποίοι, πληροφορούμενοι για την πνευματική του ωριμότητα, τον επισκέπτονταν στο παρεκκλήσι του νοσοκομείου και στο ταπεινό κελί του.  Με τον καιρό ο χαρισματικός Γέροντας γινόταν όλο και πιο γνωστός, τόσο στο λεκανοπέδιο Αττικής, όσο και αλλαχού, στο οποίο έσπευδαν κατά χιλιάδες για να εξομολογηθούν, να ακούσουν λόγους παρηγοριάς και να ωφεληθούν πνευματικά. Ιδιαίτερα τους έθελγε η ταπείνωσή του, η καλοσύνη του, η πραότητά του  και το γεμάτο από θυσιαστική διάθεση παράδειγμα του βίου του. Έτσι το παρεκκλήσι των

Αγίων Αναργύρων του Νοσοκομείου Λοιμωδών είχε γίνει ένα σπουδαίο κέντρο πνευματικού, ποιμαντικού, κατηχητικού, εξομολογητικού και ιεραποστολικού έργου στην Δυτική Αττική.  

      Ο αγιασμένος Γέροντας δέχονταν με καλοσύνη και αγάπη όλους, συζητώντας ακούραστα, με τις ώρες, νουθετώντας και στηρίζοντας. Χιλιάδες άνθρωποι, κληρικοί και λαϊκοί, ασθενείς και υγιείς, είχαν βρει κοντά του μια πνευματική όαση, ένα στέρεο απάγκιο. Βρήκαν τον κατάλληλο καλοκάγαθο πνευματικό, ο οποίος τους παρηγορούσε και τους ελάφρωνε από τα βαριά φορτία της ζωής.

      Και μετά τις πολύωρες επισκέψεις συνέχιζε στο ταπεινό κελί του να προσεύχεται με θέρμη για τη σωτηρία και την βοήθεια των ασθενών, των επισκεπτών του και όλων των ανθρώπων, αισθανόμενος ως βασική του υποχρέωσή του να εύχεται για όλη την ανθρωπότητα και ειδικά τους αναξιοπαθούντες. Οι προσευχές του εκτείνονταν ως τις πρώτες πρωινές ώρες, περιορίζοντας στο ελάχιστο τις ώρες ανάπαυσης και ύπνου.  

      Ταυτόχρονα ο ίδιος ζούσε ως ασκητής, τηρώντας με ακρίβεια τους μοναχικούς κανόνες, την αδιάλειπτη προσευχή, τις νηστείες και υποβάλλοντας τον εαυτό του σε αυστηρό ασκητικό πρόγραμμα, από το οποίο δεν παρέκλινε και δεν αμελούσε ποτέ τον προσωπικό του αγώνα. Ο άγιος Πορφύριος ο Καυσοκαλυβίτης, ο οποίος υπηρετούσε και αυτός ως εφημέριος στο Νοσοκομείο Πολυκλινική Αθηνών, έλεγε για τον Γέροντα Ευμένιο:  «Να πηγαίνετε να παίρνετε την ευχή του Γέροντα Ευμένιου, γιατί είναι ο κρυμμένος Άγιος των ημερών μας. Σαν τον Γέροντα Ευμένιο βρίσκει κανείς κάθε διακόσια χρόνια»!

       Ο αυστηρός ασκητισμός του και η κοπιώδης πνευματική και χειρονακτική διακονία του στο Ίδρυμα τον κατέβαλλαν σωματικά. Ασθένησε και εισήχθη στο Νοσοκομείο Ευαγγελισμός των Αθηνών για μακρά και επίπονη νοσηλεία. Για δύο χρόνια έμεινε έγκλειστος στον θάλαμο 653, στον 6ο όροφο του νοσοκομείου. Το δωμάτιο του πόνου του το μετέτρεψε σε καλογερικό κελί, όπου, παρά τα επώδυνα προβλήματά του και συχνά ξαπλωμένος στο κρεβάτι του, εκτελούσε με ακρίβεια τον μοναχικό του κανόνα, τις προσευχές και τις ακολουθίες του 24ώρου. Το ιατρικό και νοσηλευτικό προσωπικό τον αγκάλιασε με αγάπη και σεβασμό, διαβλέποντας στο πρόσωπό του έναν ενάρετο και άγιο άνθρωπο. Πολλοί ασθενείς πληροφορούνταν για την εκεί παρουσία του και τον επισκέπτονταν, για να πάρουν την ευλογία του και να στηριχτούν για τη δική τους περιπέτεια. Ο θάλαμός του είχε γίνει μέρος συνάξεως πολύ κόσμου, ώστε να προκαλούνται προβλήματα συνωστισμού στον όροφο. Όμως το προσωπικό του νοσοκομείου ήταν ανεκτικό, γνωρίζοντας πως η συνάντηση των ασθενών με τον άγιο Γέροντα είχε θετική επίδραση στην θεραπεία τους.

        Τις τελευταίες είκοσι δύο μέρες της επίγειας ζωής του άρχισε να επιδεινώνεται η υγεία του και όλα έδειχναν την οσονούπω κοίμησή του. Είχε πέσει σε κώμα και δεν μπορούσε πια να μιλά και να κινείται. Όλα τα ζωτικά όργανά του έπαψαν να λειτουργούν, όπως τα νεφρά, η καρδιά και το συκώτι. Οι γιατροί τον υπέβαλλαν σε αιμοκαθάρσεις με τεχνητό νεφρό, αλλά δυστυχώς ο οργανισμός του δεν ανταποκρινόταν, το αίμα του μολύνονταν κάθε δύο ώρες και έτσι έπεσε σε σηψαιμικό κώμα.

       Κοιμήθηκε ειρηνικά στις 23 Μαΐου του 1999, ημέρα Κυριακή, προκαλώντας θλίψη στο ιατρικό και νοσηλευτικό προσωπικό, το οποίο είχε αγαπήσει τον αγιασμένο ασθενή. Το τίμιο σκήνωμά εξέπεμπε μια σπάνια γαλήνη και φωτεινότητα, αποδεικνύοντας την αγιότητά του. 

      Μεταφέρθηκε στον ναό των Αγίων Αναργύρων του Νοσοκομείο Λοιμωδών, όπου εψάλλει τρισάγιο και εκτέθηκε σε λαϊκό προσκύνημα. Η εκδημία του έγινε

γνωστή στους χιλιάδες κατοίκους του λεκανοπεδίου, που τον είχαν γνωρίσει, οι οποίοι έσπευσαν, την νύχτα της 23ης Μαΐου, για να προσκυνήσουν το τίμιο σκήνωμά του, να λάβουν την τελευταία ευλογία του και να τον αποχαιρετήσουν. Το σώμα του ήταν ζεστό, φωτεινό, μαλακό και ελαστικό, δίνοντας την εντύπωση ότι κοιμόταν και έτσι διατηρήθηκε μέχρι τέλους. Ήταν ένα θαύμα, μια επιπλέον απόδειξη αγιότητάς του.

      Την εξόδιο ακολουθία τέλεσε ο Μητροπολίτης Νικαίας κ. Αλέξιος, πλαισιωμένος από δεκάδες ιερείς και την συμμετοχή χιλιάδων πιστών. Μεταφέρθηκε για ταφή, σύμφωνα με την επιθυμία του, στον τόπο που γεννήθηκε, στην Εθιά Ηρακλείου.

      Ο πιστός λαός του Θεού, κλήρος και λαός, ο οποίος αποτελεί την συλλογική μνήμη και την έκφραση της πνοής του Αγίου Πνεύματος, θεωρούσε εξ’ αρχής ως άγιο τον Γέροντα Ευμένιο και τον τιμούσε ωσαύτως, ενώ ακόμα ζούσε. Η πίστη στην αγιότητά του συνεχίστηκε και μετά την αναχώρησή του από τον μάταιο ετούτο κόσμο. Η Εκκλησία μας έσπευσε να ικανοποιήσει την λαϊκή απαίτηση για την κατάταξή του στη χορεία των αγίων. Έτσι η Ιερά Επαρχιακή Σύνοδος της Εκκλησίας Κρήτης, αφού εξέτασε με ακρίβεια την οσιακή ζωή του,  ζήτησε από το Οικουμενικό Πατριαρχείο την αναγραφή του στο Αγιολόγιο της κατά Ανατολάς Ορθοδόξου Εκκλησίας.

       Η Ιερά Σύνοδος του Οικουμενικού Πατριαρχείου, αφού μελέτησε το σχετικό φάκελο και διαπίστωσε την αγιότητά του, με πράξη της, στις 14 Απριλίου 2022, τον κατέταξε στους Δέλτους των Αγίων, ορίζοντας να τιμάται η μνήμη του στις 23 Μαΐου εκάστου έτους, την ημέρα της οσιακής κοιμήσεώς του.

      Οι άγιοι είναι για μας τους πιστούς τα πρότυπά μας, οι πνευματικοί μας φάροι, οι ζωντανές εικόνες του Θεού στον κόσμο. Ο νεοφανής άγιος Ευμένιος υπήρξε όντως ένας φωτεινός πυρσός στην πνευματική σκοτία της πολύβουης και πολυτάραχης Αθήνας, βιώνοντας την αγιότητα και ακτινοβολώντας την σε όσους είχαν την ευλογία να τον γνωρίσουν. Ας έχουμε τις αέναες προσευχές του στο θρόνο της μεγαλοσύνης του Θεού!

Παρασκευή 16 Μαΐου 2025

ΑΓΙΟΣ ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ ΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΥΠΟΛΕΩΣ Ο ΘΑΥΜΑΤΟΥΡΓΟΣ

 

ΛΑΜΠΡΟΥ Κ. ΣΚΟΝΤΖΟΥ Θεολόγου – Καθηγητού

      Όταν η πατρίδα μας βρισκόταν στη σκληρή δουλεία της τουρκοκρατίας, ο Θεός ευδόκησε να αναδεικνύονται μεγάλα πνευματικά αναστήματα, άξιοι ποιμένες και εκκλησιαστικοί ηγέτες, για να ποιμαίνουν επάξια το σκλαβωμένο Γένος μας. Ένας από αυτούς υπήρξε και ο άγιος Αθανάσιος ο Νέος, ο Θαυματουργός Επίσκοπος Χριστιανουπόλεως στη Μεσσηνία.

       Γεννήθηκε στην Καρύταινα της Γορτυνίας περί το 1640. Κάποιοι βιογράφοι του αναφέρουν την πληροφορία ότι γεννήθηκε στην Κέρκυρα το 1644. Οι γονείς του ονομαζόταν Ανδρέας και Ευφροσύνη και είχαν άλλα τρία παιδιά. Το κοσμικό του όνομα ήταν Αναστάσιος Κορφηνός. Έλαβε από τους ευσεβείς γονείς του την ευλάβεια και την πίστη στο Θεό, δείχνοντας από παιδί την  κλήση του να αφιερωθεί στο Θεό και στην υπηρεσία της Εκκλησίας.

      Τα πρώτα του γράμματα τα έμαθε μάλλον στην γενέτειρά του και αργότερα συνέχισε τις σπουδές του στην ξακουστή σχολή της Ιεράς Μονής Φιλοσόφου στην Αρκαδία. Συνέχισε μετά ως κληρικός τις ανώτερες σπουδές του, ως κληρικός στην Κωνσταντινούπολη.

      Όταν ενηλικιώθηκε, οι γονείς του τον παρότρυναν να παντρευτεί, όμως εκείνος πρόβαλλε αντιρρήσεις, διότι έτρεφε στην ψυχή του την επιθυμία να ακολουθήσει το μοναχικό βίο. Οι γονείς του επέμειναν και μάλιστα ο πατέρας του, χωρίς να τον ρωτήσει, του διάλεξε  για  σύζυγό του μια κοπέλα από την Πάτρα, κόρη ενός πλούσιου άρχοντα, με την οποία τον αρραβώνιασε. Κατόπιν τον έστειλε, μαζί με κάποιους σέμπρους του, στο Ναύπλιο, για να αγοράσει τα απαιτούμενα, για το γάμο, χρειαζούμενα. Ο Αναστάσιος, έχοντας σεβασμό στους γονείς του, υπάκουσε και αναχώρησε για την πόλη του Ναυπλίου. 

      Βαδίζοντας για το Ναύπλιο, πέρασαν από το εκκλησάκι της Παναγίας στο Βιδόνι, κοντά στο χωριό Σύρνα, όπου ο Αναστάσιος σταμάτησε για να προσευχηθεί. Μπήκε στη μικρή Εκκλησία και με δάκρυα στα μάτια παρακαλούσε την Παναγία να του δείξει τι πρέπει να κάμει. Έφτασαν στο Ναύπλιο, ψώνισαν τα απαραίτητα για το γάμο και ήταν έτοιμοι να πάρουν το δρόμο του γυρισμού. Αλλά την προηγούμενη βραδιά της αναχωρήσεως είδε ένα παράξενο όνειρο: την Παναγία και τον Τίμιο Πρόδρομο, οι οποίοι του είπαν: «Σκεύος εκλογής και υπηρέτη του Υιού μου επιθυμώ να γίνεις, Αθανάσιε. Απέστειλε, λοιπόν, τους δούλους σου με τα νυμφικά ιμάτια προς τον πατέρα σου και ἡ κόρη ας συζευχθεί άλλον άνδρα. Εσὺ δε να πορευθείς στην Κωνσταντινούπολη, για να λάβεις ότι ο Υιός και Θεός μου ευδόκησε».

     Ο Αναστάσιος κατάλαβε ότι το όνειρο ήταν από Θεού και πήρε την απόφαση να γίνει μοναχός. Έστειλε τους δούλους στο σπιτικό του και αυτός άλλαξε δρόμο και έφυγε για την Κωνσταντινούπολη. Εκεί εκάρη  μοναχός και έλαβε το μοναχικό όνομα Αθανάσιος. Ακολούθως χειροτονήθηκε διάκονος και στη συνέχεια πρεσβύτερος.

     Ο Οικουμενικός Πατριάρχης Ιάκωβος (1679-1682), (κατά την πρώτη του πατριαρχεία), τον εκτιμούσε πολύ και βλέποντας την πίστη του, την αφοσίωσή του στην Εκκλησία, τα χαρίσματά του και τα λοιπά προσόντα του, τον χειροτόνησε Μητροπολίτη Χριστιανουπόλεως, υπέρτιμο και έξαρχο πάσης Αρκαδίας, ως διάδοχο του κοιμηθέντος Μητροπολίτου Ευγενίου (1645-1673). Η επισκοπική του χειροτονία θα πρέπει να έγινε το 1680 με 1681, όπως φαίνεται από τα υπογραφόμενα έγγραφα από αυτόν, ω μέλος της Ιεράς Συνόδου του Οικουμενικού Πατριαρχείου. 

     Η έδρα της Επισκοπής του ήταν η Χριστιανούπολη, πιθανότατα η κώμη Χριστιάνοι της Μεσσηνίας. Όμως, με ασφάλεια μπορούμε να πούμε πως η πραγματική έδρα του, ήταν η πόλη της Κυπαρισσίας. 

     Ο Αθανάσιος όταν πήγε στην επισκοπή του βρήκε μια απελπιστική κατάσταση, από άποψη οικονομική, εκκλησιαστική και ηθική. Οι κάτοικοι, κάτω από την τυραννική εξουσία των τούρκων, είχαν εξαχρειωθεί και εξαθλιωθεί. Ηθικά είχαν αποκτηνωθεί και εν πολλοίς, επικρατούσε ανάμεσά τους ο νόμος της αυτοδικίας. Το ίδιο και από θρησκευτική και πνευματική άποψη, πυκνό πνευματικό σκοτάδι τους σκέπαζε. Η φιλότιμη δράση των μοναχών του Λουσίου και της Σχολής Φιλοσόφου ελάχιστα τους ωφελούσε.

     Ο ένθερμος Επίσκοπος, μόλις ενθρονίστηκε άρχισε έναν τιτάνιο αγώνα για να αντιμετωπίσει τα οξυμένα προβλήματα της επισκοπικής του περιφέρειας. Πρώτο του μέλημα η εξεύρεση ικανών ανθρώπων και ιδιαίτερα νέων να χειροτονήσει κληρικούς, για να πληρώσει τα τεράστια κενά εφημερίων. Για το σκοπό αυτό ίδρυσε σχολεία στοιχειώδους εκπαιδεύσεως για τους υποψηφίους κληρικούς, όπου διδάσκονταν ελληνική γλώσσα, χριστιανική κατήχηση και λειτουργική πρακτική. Για εξεύρεση πόρων παραιτήθηκε ο ίδιος από οποιαδήποτε εισφορά των ενοριών, για την συντήρηση του ιδίου και τη λειτουργία της Ιεράς Μητροπόλεως.

      Φρόντισε παράλληλα για την πνευματική καλλιέργεια του λαού. Ανέθεσε σε ορισμένους σχετικά μορφωμένους κληρικούς να περιοδεύουν ολόκληρη την μητροπολιτική του περιφέρεια και να κατηχούν τον λαό. Περιόδευε και ο ίδιος, διδάσκοντας το λόγο του Θεού με θέρμη και ζήλο και δίνοντας κουράγιο και ελπίδα στο λαό. Έδωσε μεγάλη σημασία στη λειτουργική ζωή, διότι πίστευε πως αυτό που έλλειπε από το λαό ήταν η θεία χάρις, η οποία λαμβάνεται μέσω της λατρείας και ιδίως των Ιερών Μυστηρίων. Ενδιαφέρθηκε για την επάνδρωση των Ιερών Μονών και την ίδρυση νέων, διότι γνώριζε πολύ καλά τον σπουδαίο ρόλο του μοναχισμού στα δύσκολα εκείνα χρόνια. Μετέβαλε τα μοναστήρια σε πνευματικές εστίες και κέντρα κοινωνικής προσφοράς προς τους κατατρεγμένους χριστιανούς. Αυτά τα μοναστήρια θα γίνουν στη συνέχεια τα εκκολαπτήρια επαναστατών και τα ορμητήρια των αγωνιστών της Εθνικής μας Παλιγγενεσίας!  

     Παράλληλα επέδειξε μεγάλο κοινωνικό και εθνικό έργο. Η μακραίωνη και απάνθρωπη τουρκική δουλεία είχε εξαθλιώσει τους χριστιανούς ραγιάδες. Προσπαθούσε να βρει πόρους από τους εύπορους της περιοχής, ανακουφίζοντας τους πειναλέους και δυστυχισμένους ανθρώπους. Ιδιαίτερα βοηθούσε τις χήρες και τα ορφανά, των οποίων είχε γίνει ο στοργικός τους πατέρας. Αρωγός έγινε και για τους ανήμπορους, τους γέροντες, τους αδικημένους και τους διωκόμενους. Σε αυτόν έβρισκαν καταφύγιο, στήριξη και παρηγοριά. Όσο μπορούσε, συντηρούσε στις ψυχές των πιστών τη σπίθα της ελευθερίας, μιλώντας τους για ανθρωπιστικές αρχές και φυσικά δικαιώματα, τα οποία τα καταπατούσαν με τον πλέον βάναυσο και απάνθρωπο τρόπο οι βάρβαροι και αλλόθρησκοι κατακτητές.  

      Εκτός από τα ποιμαντικά και φιλανθρωπικά του καθήκοντα ασκούνταν και στην πνευματική του τελείωση. Προσευχόταν, νήστευε, αγρυπνούσε, μελετούσε τις άγιες Γραφές και όσα συγγράμματα Πατέρων μπορούσε να προμηθευτεί. Το αποτέλεσμα ήταν να καθαρθεί και να λάβει από το Θεό το χάρισμα της θαυματουργίας. Δεν ήταν λίγοι εκείνοι, οι οποίοι έβλεπαν την ώρα της Θείας Λειτουργίας, όταν εκφωνούσε μπροστά στην Ωραία Πύλη το: «Κύριε, Κύριε επίβλεψον εξ’ ουρανού  και ίδε…», μια φλόγα σε σχήμα αστέρος να βγαίνει από το στόμα του!   

     Ποίμανε με φόβο Θεού, ζήλο και αυταπάρνηση το λογικό ποίμνιο που του ανέθεσε η Εκκλησία για είκοσι επτά χρόνια. Στα 1707, ή κατ’ άλλους στα 1708, κοιμήθηκε ειρηνικά, ύστερα από σύντομη ασθένεια. Ο λαός της εκκλησιαστικής του

περιφέρειας τον θρήνησε και τον συνόδευσε πάνδημα στην τελευταία του κατοικία, θεωρώντας τον ήδη ως άγιο. Ανάμεσα στα έτη 1710 και 1713 έγινε ανακομιδή του ιερού του λειψάνου, το οποίο βρέθηκε, στο μεγαλύτερο μέρος του, άφθορο να ευωδιάζει. Τεμάχια των λειψάνων του βρίσκονται στην Ιερά Μονή Τιμίου Προδρόμου Γορτυνίας, τα οποία συχνά θαυματουργούν. Ο άγιος Αθανάσιος θεωρείται θαυματουργός. Η Εκκλησία τον κατέταξε στη χορεία των αγίων και όρισε να εορτάζεται η σεπτή του μνήμη στις 17 Μαΐου. 

Κυριακή 11 Μαΐου 2025

ΟΙ ΑΓΙΟΙ ΚΥΡΙΛΛΟΣ ΚΑΙ ΜΕΘΟΔΙΟΣ: ΟΙ ΦΩΤΙΣΤΕΣ ΤΩΝ ΣΛΑΒΩΝ

 

ΛΑΜΠΡΟΥ Κ. ΣΚΟΝΤΖΟΥ Θεολόγου - Καθηγητού

      Ο εκχριστιανισμός των Σλαβικών λαών είναι ένα από τα σημαντικότερα γεγονότα, τόσο για την Εκκλησία, όσο και για την πολιτική ιστορία. Η μεγάλη ομοεθνία των Σλάβων άφησαν πίσω τους το βάρβαρο και ειδωλολατρικό παρελθόν και εντάχτηκαν στον πολιτισμένο κόσμο και το σπουδαιότερο: γνώρισαν τη σώζουσα αλήθεια του Ευαγγελίου, χάρις στους δύο μεγάλους άνδρες, τους αγίους θεσσαλονικείς αδελφούς Κύριλλο και Μεθόδιο.

     Έζησαν τον 9ου αιώνα. Ήταν δύο από τα επτά παιδιά ονομαστής οικογένειας της Θεσσαλονίκης. Ο πατέρας τους Λέων ο δρουγγάριος, ευσεβής άνθρωπος, κατείχε υψηλή στρατιωτική θέση. Φρόντισε να δώσει σπουδαία μόρφωση στα παιδιά του και να τα τοποθετήσει σε ανώτερες κρατικές θέσεις. 

    Ο Κύριλλος (Κωνσταντίνος ήταν το κοσμικό του όνομα), γεννήθηκε το 827. Σπούδασε στην Κωνσταντινούπολη, χειροτονήθηκε ιερέας και έφτασε στο βαθμό του επισκόπου. Παράλληλα δίδαξε στα εκεί ονομαστά πανεπιστήμια Φιλολογία, Φιλοσοφία και Θεολογία. Γνώριζε τη σλαβική, την εβραϊκή, τη συριακή και την αραβική γλώσσα, τις οποίες χρησιμοποίησε στο κατοπινό ιεραποστολικό του έργο.

       Ο Μεθόδιος (Μιχαήλ ήταν το κοσμικό του όνομα), γεννήθηκε το 815. Έκαμε και αυτός λαμπρές σπουδές και ξεκίνησε την καριέρα του ως ανώτατος στρατιωτικός διοικητής της Θεσσαλίας. Αλλά αργότερα παραιτήθηκε από το αξίωμά του, αποσύρθηκε σε μοναστήρι στον Όλυμπο, όπου εκάρη μοναχός.

       Βρισκόμαστε με μια εποχή που το Βυζάντιο βρίσκεται στο απόγειο της δυνάμεώς του. Η βυζαντινή δόξα είχε φτάσει ως τους βαρβάρους, οι οποίοι θαύμαζαν τον βυζαντινό πολιτισμό. Το 863 ο Σλάβος ηγεμόνας της Μοραβίας Ρατισλάβος ζήτησε από τον βυζαντινό αυτοκράτορα Μιχαήλ Γ΄ και τον Πατριάρχη Φώτιο να στείλουν ιεραποστόλους για να εκχριστιανίσουν το λαό του και να υιοθετήσουν τον πολιτισμό των βυζαντινών. Τόσο ο αυτοκράτορας Μιχαήλ, όσο και ο άγιος Φώτιος επέλεξαν τους δύο αδελφούς να αναλάβουν το δύσκολο αυτό έργο. Εκείνοι δέχτηκαν με χαρά και προθυμία, διότι θεώρησαν την αποστολή τους ως κλήση του Θεού για τη σωτηρία των Σλάβων, οι οποίοι βρισκόταν στο σκοτάδι της πλάνης. Αλλά και να τους καταστήσουν φίλους της αυτοκρατορίας, σταματώντας τις ληστρικές επιδρομές τους στα βόρεια σύνορά της. 

      Η πρώτη ενέργειά τους ήταν να δημιουργήσουν αλφάβητο, για να προσεγγίσουν ευκολότερα τους αμαθείς αυτούς λαούς. Ο μεγαλοφυής Κύριλλος εφηύρε αλφάβητο, στηριζόμενο στο ελληνικό και αποδίδοντας τους φθόγγους της σλαβικής γλώσσας. Η γραφή του ονομάστηκε Κυριλλική, προς τιμή του Κυρίλλου και αποτέλεσε ως τα σήμερα το αλφάβητο όλων των σλαβικών λαών. Ονομάστηκε Γλαγολιτικό, στο οποίο μετέφρασαν την Αγία Γραφή και πολλά θεολογικά και λειτουργικά βιβλία της Εκκλησίας.

      Έχοντας την στήριξη των βυζαντινών και του Ρατισλάβου, εργάστηκαν με πρωτοφανή ζήλο και σε σύντομο χρόνο εκχριστιάνισαν του Μοραβούς και άλλους λαούς της Κεντρικής Ευρώπης. Αλλά αυτό δεν άρεσε στους βάρβαρους Φράγκους, οι οποίοι είχαν ασπασθεί το λατινικό δόγμα, και είχαν υιοθετήσει κακόδοξες πίστεις, όπως την αίρεση του φιλιόκβε, διότι έβλεπαν ως απειλή την επιρροή των βυζαντινών στις κτήσεις τους. Παράλληλα προκάλεσαν την οργή και τη ζήλια των Λατίνων κληρικών, διότι και εκείνοι έβλεπαν να περιορίζεται η εξουσία τους στα μέρη εκείνα. Επιπλέον έβλεπαν με καχυποψία την αλλαγή εθίμων των χριστιανών, οι οποίοι αρέσκονταν να ακολουθούν πλέον τα βυζαντινά. Ας μην ξεχνάμε πως την ίδια εποχή έχουμε το πρώτο, επί ιερού Φωτίου σχίσμα, με την Εκκλησία της Ρώμης, η οποία

άρχισε να δηλητηριάζει τις σχέσεις των δύο Εκκλησιών. Το αποτέλεσμα ήταν οι εντάσεις και οι διώξεις των δύο ιεραποστόλων από τους ψευδάδελφους χριστιανούς.

      Το 868 αναγκάστηκαν να μεταβούν στη Ρώμη για να απολογηθούν στον πάπα Ανδριανό Β΄, κατηγορούμενοι ότι παρέβαιναν το λατινικό δόγμα, επειδή είχαν εισάγει τη σλαβική γλώσσα στη λατρεία, ενώ ήταν υποχρεωμένοι να χρησιμοποιούν μόνο τρεις γλώσσες, η εβραϊκή, η ελληνική και η λατινική. Ο Κύριλλος και ο Μεθόδιος υποστήριξαν με σθένος πως οι γλώσσες είναι ανθρώπινα κατασκευάσματα και πως όλοι οι λαοί έχουν το δικαίωμα να ακούνε το λόγο του Θεού και να τελείται  η λατρεία τους στη μητρική τους γλώσσα και στην κουλτούρα τους. Ο Πάπας πείστηκε και ευλόγησε τις μεταφράσεις και δικαίωσε τους δύο βυζαντινούς ιεραποστόλους. Μάλιστα τέλεσε ο ίδιος, με συλλειτουργούς του τον Κύριλλο και Μεθόδιο, λειτουργία στη σλαβική γλώσσα, αναγνωρίζοντάς την και επίσης καταδίκασε ως κακόδοξους (τριγλωσσίτες), όσους απέκλειαν και άλλες γλώσσες από τη θεία λατρεία.

      Ο Κύριλλος (Κωνσταντίνος) κατά την παραμονή του στη Ρώμη αρρώστησε και κοιμήθηκε το Φεβρουάριο του 869, αφού προηγουμένως έλαβε το μοναχικό σχήμα και το μοναχικό όνομα Κύριλλος. Ετάφη με τιμές στην περίφημη βασιλική του Αγίου Κλήμεντα, όπου σώζεται μέχρι σήμερα το τάφος του. Το έργο του στους Σλάβους το συνέχισε ο Μεθόδιος, εν μέσω αφόρητων διώξεων, φυλακίσεων και ταλαιπωριών από τους Φράγκους και του Λατίνους, παρ’ όλη τη στήριξη που είχε από τον Πάπα. Είχε χειροτονηθεί επίσκοπος Σιρμίου. Κοιμήθηκε στις 6 Απριλίου του 885. Η μνήμη τους εορτάζεται από κοινού στις 11 Μαΐου.

        Οι άγιοι Κύριλλος και Μεθόδιος, οι φωτιστές των Σλάβων ανήκουν χωρίς αμφιβολία στις κορυφαίες προσωπικότητες της παγκόσμιας ιστορίας. Φώτισαν, με το σωτήριο μήνυμα του Ευαγγελίου, τους ευρισκομένους στο στα σκοτάδια της πλάνης λαούς Κεντρικής Ευρώπης και ταυτόχρονα τους εκπολίτισαν, μεταλαμπαδεύοντας σ’ αυτούς τον θαυμαστό βυζαντινό πολιτισμό. Δίκαια οι αδελφοί μας Σλάβοι τιμούν με ιδιαιτερότητα του δύο μεγάλους άνδρες και θεωρούν εμάς τους Ορθοδόξους Έλληνες ως φωτιστές τους.  Ιδού ο σωστικός και εκπολιτιστικός ρόλος της Εκκλησίας μας στον κόσμο, που δεν είναι σε θέση να δουν οι πνευματικά κοντόφθαλμοι σύγχρονοί μας επικριτές Της!          

              

Σάββατο 10 Μαΐου 2025

Ο ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΣΙΜΩΝ Ο ΚΑΝΑΝΙΤΗΣ Ή ΖΗΛΩΤΗΣ

 

ΛΑΜΠΡΟΣ Κ. ΣΚΟΝΤΖΟΣ Θεολόγος – Καθηγητής

      Οι Άγιοι Απόστολοι τυγχάνουν ιδιαίτερης τιμής από την Εκκλησία μας, διότι είχαν την υπέρτατη ευλογία από το Θεό να επιλεγούν και να γίνουν μαθητές του Χριστού. Να δουν και να ζήσουν τα θαύματά Του και να ακούσουν το κήρυγμα της σωτηρίας του κόσμου. Κι ακόμα διότι υπήρξαν οι πρώτοι συνεχιστές του έργου Του. Ένας από αυτούς ήταν και ο άγιος απόστολος Σίμων, ο επονομαζόμενος Καναναίος, ή Κανανίτης, ή Ζηλωτής.

     Το όνομά του αναφέρεται στα λεγόμενα συνοπτικά Ευαγγέλια, ήτοι: του Ματθαίου, του Μάρκου και του Λουκά και στις Πράξεις των Αποστόλων.  Στους καταλόγους του Ματθαίου και του Μάρκου κατατάσσεται ενδέκατος στη σειρά, και στον κατάλογο του Λουκά ένατος και τέλος στις Πράξεις ενδέκατος.  Κάποιοι υποστηρίζουν ότι είναι ο Ναθαναήλ, ο οποίος αναφέρεται στο Ευαγγέλιο του Ιωάννου και κάποιοι άλλοι υποστηρίζουν ότι είναι ο Βαρθολομαίος. Αυτό το συμπεραίνουν από την προσωνυμία του Ζηλωτής, στον οποίο ταιριάζουν τα λόγια του Κυρίου: «Ίδε αληθώς Ισραηλίτης, εν ώ δόλος ουκ εστί» (Ιωάν.1,48). Όπως είναι γνωστό ο Ναθαναήλ ομολόγησε ευθαρσώς στο Χριστό: «ραββί, συ ει ο υιός του Θεού, συ ει ο βασιλεὺς του Ισραήλ» (Ιωάν.1,50). Αυτά αν πρόκειται για τον Σίμωνα.

      Καταγόταν πιθανότατα από την Χαναάν ή οποία είναι γνωστή ως Κανά της Γαλιλαίας, όπου ο Χριστός, παραβρέθηκε σε γάμο και έκαμε και το πρώτο Του θαύμα, μεταβάλλοντας το νερό σε κρασί (Ιωάν.2,1-11). Κάποιοι μάλιστα ισχυρίζονται πως ο γαμπρός του γάμου αυτού ήταν ο Σίμων. Βέβαια αυτό είναι αυθαίρετη εικασία και δεν έχει κανένα ιστορικό έρεισμα. Η προσωνυμία του ως Κανανίτης είναι ίσως δηλωτικό της καταγωγής του από την Χαναάν ή την Κανά της Γαλιλαίας. Αλλά η λέξη «Καναναίος» είναι Χαλδαϊκή και σημαίνει «Ζηλωτής». Πράγματι ο Λουκάς τον προσονομάζει ως «Ζηλωτή» (Λουκ.6,15. Πράξ.1,13). Η προσωνυμία αυτή ήταν τιμητική για την εποχή αυτή και δήλωνε τον ανδρείο, τον αγωνιστή, τον τολμηρό, τον πατριώτη.

       Οι ζηλωτές αποτελούσαν μια ξεχωριστή κοινωνική τάξη στην ιουδαϊκή κοινωνία στα χρόνια του Χριστού. Αποτελούνταν από λαϊκούς αγωνιστές, οι οποίοι μάχονταν εναντίον των Ρωμαίων κατακτητών, συνεχίζοντας την παράδοση των Μακκαβαίων επαναστατών. Όμως συχνά, πολλοί από αυτούς, εκμεταλλεύονταν τον απελευθερωτικό αγώνα και καταντούσαν τύραννοι του ιδίου του λαού τους. Προέβαιναν σε παράνομες πράξεις βίας και ληστειών για ίδιο όφελος και γι’ αυτό τον 1ο μ. Χ. αιώνα είχε αναπτυχθεί λαϊκή δυσαρέσκεια κατά του κινήματος των ζηλωτών. Οι συσταυρούμενοι με τον Κύριο ληστές ήταν ζηλωτές.

         Δε γνωρίζουμε αν ο Σίμων ανήκε στην μερίδα των ζηλωτών ή προέρχονταν από αυτό. Το πιο πιθανό είναι να προέρχονταν από τους ζηλωτές. Σε καμιά περίπτωση δεν μπορεί να ανήκε ταυτόχρονα και στους ζηλωτές, διότι το ζηλωτικό κίνημα ήταν αντίθετο με την διδασκαλία του Χριστού. Τα περί αγάπης των εχθρών και ανοχής κηρύγματά Του τους έβρισκε αντιθέτους, όπως και οι εγκληματικές πράξεις τους ήταν καταδικασμένες από τον Κύριο.

       Υπάρχει και μια άλλη υπόθεση για τον Σίμωνα. Είναι πιθανό να μην είχε καμιά σχέση με τους ζηλωτές και το προσωνύμιο «Ζηλωτής» να σήμαινε τον ένθερμο μαθητή του Χριστού.

      Μέσα από τα ευαγγελικά κείμενα ο Σίμων φέρεται ως ένας άδολος, αθώος και άγιος άνθρωπος. Ο Χριστός εκδήλωνε συχνά την εκτίμησή Του γι’ αυτόν, τον οποίο κατέτασσε στους πλέον αφοσιωμένους μαθητές Του. Τον διακατείχε φόβος Θεού και βαθειά ευσέβεια. Δεν αναφέρεται καμιά περίπτωση δυστροπίας του, όπως εκδήλωναν

συχνά κάποιοι από τους αποστόλους. Σέβονταν τις θρησκευτικές εβραϊκές παραδόσεις και είχε μεγάλη προσμονή για τον ερχομό του Μεσσία. Έζησε με δέος τα θαύματα του Κυρίου και γοητεύτηκε από την διδασκαλία Του.

      Είδε, μαζί με τους υπολοίπους δέκα μαθητές τον Κύριο αναστάντα και τα θαυμαστά γεγονότα, που επακολούθησαν. Έγινε μάρτυρας της ανάληψης του Κυρίου και αποδέκτης της αποστολής του για τον ευαγγελισμό του κόσμου (Ματθ.28,20), «έως εσχάτου της γης» (Παρξ.1,8).  

      Την αγία ημέρα της Πεντηκοστής βρέθηκε στο υπερώο της Ιερουσαλήμ, όπου, μαζί τους δέκα μαθητές και τη Θεοτόκο, έλαβε το φωτισμό του Αγίου Πνεύματος (Πραξ.2,1-12) και έλαβε μέρος στην εκλογή του Ματθία, ο οποίος πήρε τη θέση του προδότη Ιούδα (Πραξ.1,23-26).

      Ακολούθως εστάλη στην ιεραποστολική του περιοδεία. Δεν γνωρίζουμε λεπτομέρειες για το ιεραποστολικό του έργο. Αρχαία παράδοση αναφέρει ότι μετέβη στην Αίγυπτο και στην Αφρική, φτάνοντας μέχρι την Μαυριτανία, κηρύσσοντας το Ευαγγέλιο του Χριστού και ιδρύοντας Εκκλησίες. Κατόπιν επέστρεψε στην Ιερουσαλήμ, όπου αναχώρησε, μαζί με τον απόστολο Ιούδα του Ιακώβου ή του Θαδδαίου στη Μεσοποταμία και την Περσία, όπου κήρυξε και εκεί με θέρμη το Ευαγγέλιο και βρήκε μαρτυρικό θάνατο.

     Η μνήμη του εορτάζεται στις 10 Μαΐου. 

   

Κυριακή 23 Μαρτίου 2025

Ο ΖΩΗΦΟΡΟΣ ΣΤΑΥΡΟΣ: ΤΗΣ ΕΥΣΕΒΕΙΑΣ ΤΟ ΑΗΤΤΗΤΟΝ ΤΡΟΠΑΙΟΝ

 

(Θεολογικό σχόλιο στην Κυριακή της Σταυροπροσκυνήσεως)

ΛΑΜΠΡΟΥ Κ. ΣΚΟΝΤΖΟΥ Θεολόγου - Καθηγητού

        Φθάσαμε, με τη χάρη του Θεού, στην Γ΄ Κυριακή των Νηστειών, στην Κυριακή της Σταυροπροσκυνήσεως, κατά την οποία  προβάλλεται ο Τίμιος Σταυρός για προσκύνηση, για να αντλήσουμε από αυτόν δύναμη, να συνεχίσουμε ως την Ανάσταση, τον πνευματικό μας αγώνα. Να συνέρθουμε από την κόπωση των προηγούμενων ημερών και να αντικρούσουμε νικηφόρα τις λυσσώδεις επιθέσεις του διαβόλου εναντίον μας αυτή την ιερή περίοδο, ο οποίος πασχίζει να μας ματαιώσει τον αγώνα μας. Κι αυτό διότι, ο Τίμιος Σταυρός είναι το μεγάλο μας όπλο κατά του διαβόλου και των παγίδων του. Είναι το μεγάλο τρόπαιο νίκης κατά των αντιθέων δυνάμεων και η παρηγοριά κάθε πονεμένου.

       Ο Σταυρός του Κυρίου αποτελεί για τη χριστιανική μας πίστη, κορυφαίο σύμβολο θυσίας και αγιασμού. Ο Σταυρός μαζί με την Ανάσταση λειτουργούν ως δυο βασικοί άξονες πάνω στους οποίους κινείται η ζωή των πιστών Χριστιανών. Η Ανάσταση έπεται του Σταυρού και προϋποθέτει το Σταυρό και ο Σταυρός προμηνύει την Ανάσταση. Χωρίς Σταυρό δεν γίνεται Ανάσταση. Πάνω σε αυτές τις αρχές στηρίζεται η Θεολογία του Σταυρού και η σπουδαία σημασία της για τη ζωή της Εκκλησίας.

        Ο μέγας απόστολος των Εθνών Παύλος, ο κατ’ εξοχήν θεολόγος του Σταυρού, τονίζει συχνά στις θεόπνευστες επιστολές του ότι ο Σταυρός του Χριστού είναι γι’ αυτόν καύχηση. «Εμοί δε μη γένοιτο καυχάσθαι ει μη εν τω σταυρώ του Κυρίου  ημών Ιησού Χριστού» (Γαλ.6,13), διότι «ο λόγος γαρ ο του σταυρού τοις μεν απολλυμένοις μωρία εστί τοις δε σωζομένοις ημίν δύναμις Θεού εστι» (Α΄ Κορ.1,17). Ο Κύριος της δόξης «υπό χειρών ανόμων» καρφώθηκε επάνω στο ξύλο του Σταυρού, για να υποστεί το επώδυνο μαρτύριο της σταυρώσεως και να πεθάνει ως αίσχιστος κακούργος. Αλλά όμως η ανθρώπινη αυτή κακουργία, εξ αιτίας της άμετρης θείας αγάπης, λειτούργησε ευεργετικά για το θεοκτόνο ανθρώπινο γένος.

      Σύμφωνα με την υψηλή θεολογία του ουρανοβάμονος Παύλου ο Σταυρός του Χριστού, από ατιμωτικό και φρικτό φονικό όργανο θανατώσεως των κακούργων ανθρώπων, μετεβλήθη, μετά το σταυρικό θάνατο του Κυρίου, σύμβολο σωτηρίας, μέσο συμφιλίωσης με το Θεό και πηγή αγιασμού. Η ανθρώπινη κακία έδωσε στο Θεό πόνο και θάνατο δια του ξύλου του Σταυρού, η θεία ανεξικακία και άκρα φιλανθρωπία, έδωσε, αντίθετα, στο δήμιό Του αγάπη και λύτρωση! Η δύναμη λοιπόν του Σταυρού έγκειται στην ακένωτη αγάπη του Θεού, η οποία διοχετεύεται πλέον στην ανθρωπότητα και σε ολόκληρη τη δημιουργία μέσω του Σταυρού.

     Για να μπορεί όμως ο άνθρωπος να λάβει τον θείο αγιασμό μέσω του Σταυρού είναι απαραίτητο να πιστέψει στο Λυτρωτή Χριστό και στην  σταυρική απολυτρωτική Του Θυσία και να σταυρώσει και αυτός τον εαυτό του, όπως και ο Χριστός, να συσταυρωθεί μαζί Του, όχι βέβαια κυριολεκτικά όπως κάνουν κάποιοι παπικοί, που κάθε χρόνο τη Μ. Παρασκευή, οι οποίοι σταυρώνονται σε ξύλο σταυρού, αλλά να σταυρώσει, όχι το σώμα του, αλλά τον αμαρτωλό και κακό εαυτό του, «ταις του βίου ηδοναίς», όπως προτρέπει ο ιερός υμνογράφος της Μ. Εβδομάδος, «ίνα και συζήσωμεν αυτώ (τω Χριστώ)».

     Πρέπει να επισημάνουμε εδώ την φανερή αποστροφή, ακόμα και την έχθρα προς τον Σταυρό του Χριστού, πολλών αιρετικών χριστιανικών ομάδων. Στο σύνολό του, λοιπόν,  ο προτεσταντικός κόσμος δεν αποδίδει καμιά τιμή στο Σταυρό. Είναι γνωστό πως οι προτεστάντες δεν κάνουν το σημείο του Σταυρού και χρησιμοποιούν αυτόν μόνο ως διακοσμητικό στοιχείο! Οι Μάρτυρες του Ιεχωβά μάλιστα, χειρότερα από αυτούς, μάχονται με λύσσα το σημείο του Σταυρού, χαρακτηρίζοντάς το ως

ειδωλολατρικό σύμβολο, παρά το γεγονός ότι αποτελούσε για περισσότερα από εβδομήντα χρόνια το λογότυπο του περιοδικού τους! Δεν προφέρουν καν το όνομα Σταυρός και άντ’ αυτού τον ονομάζουν «πάσαλο». Στην Καινή Διαθήκη έχουν αντικαταστήσει την λέξη Σταυρός με τη λέξη «ξύλο», σε αντίθεση με τον απόστολο Παύλο, ο οποίος καυχιέται για τον Σταυρό του Κυρίου (Ρω.6,13)!

     Εμείς οι Ορθόδοξοι, που διατηρούμε ανόθευτη τη χριστιανική διδασκαλία, προσκυνούμε τον τίμιο Σταυρό και αντλούμε από αυτόν δύναμη και αγιασμό. Κάθε χρόνο, εκτός από τις πολλές εορτές προσκύνησης του Σταυρού του Κυρίου, τον προσκυνούμε και την Κυριακή της Σταυροπροσκυνήσεως, για να λάβουμε, όπως προαναφέραμε, δύναμη στον πνευματικό μας αγώνα αυτή την ιερή περίοδο. 

     Ο άγιος Κύριλλος Ιεροσολύμων έγραψε τα εξής σημαντικά για την δύναμη του Τιμίου και Ζωοποιού: «Το σημείο του Σταυρού είναι μεγάλη ασφάλεια. Δεν απαιτεί καμιά δαπάνη και για τούτο είναι προσιτό και στους φτωχούς. Δεν είναι κόπος ούτε για τους αρρώστους, επειδή η Χάρη είναι από το Θεό και είναι σημάδι των πιστών και φόβος για τους δαίμονες. Διότι πάνω στο Σταυρό, κατανίκησε τους δαίμονες, τους διαπόμπευσε, ολοφάνερα τους κατεξευτέλισε. Όταν, λοιπόν, δουν το Σταυρό, έρχεται στο νου τους ο Εσταυρωμένος. Φοβούνται Αυτόν, που σύντριψε τις κεφαλές του νοητού δράκοντα».

        Ο ιερός Χρυσόστομος μας προτρέπει: «Σχημάτισε στο μέτωπό σου το σημείο του Σταυρού και τότε δεν θα μπορέσει να σε βλάψει, σε τίποτε ο Διάβολος. Με την δύναμη του Σταυρού, έπαψαν πλέον οι δαίμονες να είναι φοβεροί και έγιναν ευκολοκαταφρόνητοι και δι’ αυτού, κατανικήθηκε και εξαφανίστηκε ο θάνατος και ταυτόχρονα έπαψε ο θάνατος να είναι θάνατος, αλλά ύπνος. O Σταυρός είναι το τρόπαιο νίκης εναντίον των δαιμόνων, είναι η μάχαιρα κατά της αμαρτίας, το ξίφος με το οποίο ο Xριστός κέντησε το φίδι. O Σταυρός που είναι το θέλημα του Πατέρα, η δόξα του Mονογενούς, το αγαλλίαμα του Πνεύματος, το κόσμημα των αγγέλων, η ασφάλεια της Eκκλησίας, το καύχημα του Παύλου, το τείχος των Αγίων, το φως όλης της οικουμένης». 

      Ο άγιος Γερμανός, Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως, εγκωμιάζοντας τον Τίμιο Σταυρό, ο οποίος προβάλλεται για προσκύνηση, τον ονομάζει «βασιλική κλίνη». Κλίνη, πάνω στην οποία αναπαύθηκε ο Υιός και Λόγος του Θεού, ο Κύριός μας Ιησούς Χριστός, κατά τη φρικτή θυσία του Γολγοθά.

     Η κατάνυξη και η χαρμολύπη της Μ. Τεσσαρακοστής και ιδιαίτερα η βίωση των Αγίων και Αχράντων Παθών του Χριστού μας, μπορούν να μας δώσουν την πραγματική χαρά της Αναστάσεως. Αυτό μας κάνει να υπομένουμε με καρτερία και υπομονή τα προβλήματα της ζωής, δηλαδή να υπομένουμε τον προσωπικό μας σταυρό (Ματθ.16,24), ελπίζοντας εξάπαντος στην επερχόμενη ανάσταση, μεταφορικά και κυριολεκτικά. Αυτή η ακράδαντη πίστη μας δίνει δύναμη και μας κάνει να αντιμετωπίζουμε τη ζωή με αισιοδοξία, σε αντίθεση με την παποπροτεστατική Δύση, η οποία ζητά εναγωνίως την ευδαιμονία χωρίς τη θυσία, δηλαδή ζητά την ανάσταση χωρίς το σταυρό. Γι’ αυτό και δεν μπορεί να τη συναντήσει πουθενά. Η ελληνορθόδοξη παράδοσή μας έχει ως βάση την παύλειο αρχή: «ει δε απεθάνομεν συν Χριστώ, πιστεύομεν ότι και συζήσομεν αυτώ, ειδότες ότι Χριστός εγερθείς εκ νεκρών ουκέτι αποθνήσκει, θάνατος αυτού ουκέτι κυριεύει» (Ρωμ.6,8-9). Αυτό μας κάνει να ξεχωρίζουμε από την αιρετική Δύση, η οποία όζει από απαισιοδοξία, εξαιτίας του πνευματικού της θανάτου, μη έχοντας ελπίδα αναστάσεως, διότι δεν πιστεύει στη δύναμη του Σταυρού του Χριστού και δεν έχει την ταπεινή διάθεση να συσταυρωθεί μαζί Του, για να μπορέσει έτσι να συναναστηθεί με Αυτόν. Η Ορθοδοξία μας είναι η Εκκλησία του Σταυρού γι’ αυτό

βιώνει και ζει αδιάκοπα την ανείπωτη χαρά της Αναστάσεως, ως η πραγματική και μοναδική Εκκλησία της Αναστάσεως.

      Ο Χριστός μας καλεί, με την ανάγνωση του Ευαγγελίου της Κυριακής της Σταυροπροσκυνήσεως, να αναλάβουμε τον προσωπικό μας σταυρό και να Τον ακολουθήσουμε. Ο δικός μας σταυρός είναι η προσωπική μας υποχρέωση, ο αγώνας

μας, να αποβάλλουμε από μέσα μας το κακό και  την αμαρτία. Να κόψουμε τα πάθη μας. Να πολεμήσουμε το κακό όπου και αν βρίσκεται. Να εναντιωθούμε στο διάβολο, ο οποίος βρίσκεται δίπλα μας και προσπαθεί να μας παρασύρει στην αμαρτία, για να μας καταστρέψει. Να αποκολληθούμε από το βούρκο των αμαρτωλών έξεων και να στολιστούμε με αρετές. Να τρανώσουμε την πίστη μας στο Χριστό και να αποβάλλουμε από μέσα μας τα ολέθρια σπέρματα και ζιζάνια της απιστίας, τα οποία μας σπέρνει ο σατανάς. Να ζήσουμε βίο ενάρετο, προσαρμόζοντας τη ζωή μας στο μεγάλο πρότυπο, το Χριστό μας.

       Να δούμε τους συνανθρώπους μας ως αδελφούς μας και να πάψουμε να τους θεωρούμε εχθρούς μας και αντίζηλους. Να σταματήσουμε κάθε εχθρική διάθεση προς τον οποιοδήποτε θεωρούμε εχθρό μας, ό, τι κακό και αν μας προξένησε, και να συμφιλιωθούμε μαζί του. Να κάνουμε πράξη την αγάπη προς αυτούς, με έργα φιλανθρωπίας, έχοντας την βεβαιότητα πως ό, τι προσφέρουμε στον αναξιοπαθούντα συνάνθρωπό μας το προσφέρουμε στο Χριστό.

      Να εντάξουμε στην προσωπική μας σταυρική πορεία, την συνειδητή εκκλησιαστική μας ζωή. Να εκκλησιαζόμαστε ανελλιπώς. Να βρισκόμαστε συνεχώς σε κατάσταση μετάνοιας, να εξομολογούμαστε, να κοινωνάμε τακτικά το Σώμα και το Αίμα του Κυρίου. Και τέλος καλούμαστε να ομολογούμε ευθαρσώς το Θεό σε κάθε μας λόγο, οπουδήποτε  βρισκόμαστε. Να δηλώνουμε την ορθόδοξη πίστη μας, ως την μόνη σώζουσα πίστη, για να έχουμε την ελπίδα ότι, όπως  ομολογούμε το Χριστό μας, έτσι θα μας ομολογήσει και Εκείνος, ενώπιον του Ουράνιου Πατέρα μας!

       Μπορεί να μας φαίνεται βαρύς αυτός ο σταυρός, αλλά δεν είναι. Είναι χρηστός, εύχρηστος, ελαφρός, όπως μας διαβεβαίωσε ο Κύριός μας. Αυτός με τη λυτρωτική Του χάρη τον κάνει ανάλαφρο και την σταυρική μας πορεία ευχάριστη.  Μας καλεί: Ελάτε κοντά μου όλοι οι κουρασμένοι και βαρυφορτωμένοι από το άχθος της αμαρτίας, από τα προβλήματα και τα βάσανα της ζωής και Εγώ θα σας αναπαύσω. Μπείτε στο δικό μου ζυγό, βαδίστε στη δική μου πορεία, παραδειγματιστείτε από τη δική μου πραότητα και ταπεινή και καταδεκτική καρδιά, η οποία φλέγεται από αγάπη για σας και βρείτε πραγματική και μόνιμη ανάπαυση στις κουρασμένες και ταλαιπωρημένες ψυχές σας. Εγώ θα κάνω ελαφρό και εύχρηστο το σταυρικό φορτίο της ζωής μας! Τέτοια παρηγορητικά λόγια αγάπης και συμπόνιας προς τον ταλαιπωρημένο άνθρωπο δεν ξεστόμισε ποτέ κανένας ιδρυτής θρησκείας, φιλόσοφος, κοινωνικός αναμορφωτής. Τα διακήρυξε ο μόνος πραγματικός φιλάνθρωπος, ο Ενανθρωπήσας Θεός μας, ο Κύριός μας και Λυτρωτής μας Χριστός. Εμείς δεν έχουμε παρά να αποδεχτούμε την πρόσκληση της σωτηρίας μας, να Του πούμε το μεγάλο και αποφασιστικό, Ναι! Να Του παραδοθούμε ψυχή τε και σώματι, να ανήκουμε μόνο σ’ Αυτόν. Να αλλάξουμε πορεία στη ζωή μας.

       Το κατανυκτικό κλίμα της Αγίας και Μεγάλης Τεσσαρακοστής μπορεί να μας βοηθήσει να πραγματοποιήσουμε αυτό το μεγάλο άλμα μας, από τους κακοτράχαλους και σκοτεινούς δρόμους της αμαρτίας, οι οποίοι οδηγούν στη φθορά και το θάνατο, στο ολόφωτο δρόμο της σωτηρίας, στην ένωσή μας με το Σωτήρα μας Χριστό, στην ουράνια βασιλεία του Θεού, στην αιώνια ζωή και μακαριότητα. Και κάτι τελευταίο και σημαντικό: να βάλλουμε το Σταυρό στη ζωή μας. Να Θωρακιστούμε με αυτόν. Να κάνουμε το σημείο του σταυρού, όταν σηκωνόμαστε από το κρεβάτι μας, όταν

τρώμε, όταν φεύγουμε από το σπίτι και σταυρώνουμε την πόρτα, όταν περνάμε μπροστά από εκκλησία. Όταν ακούμε κάτι καλό ή κακό. Όταν πάμε για ύπνο το βράδυ. Να Φοράμε πάντα επάνω μας σταυρό. Διότι «Χριστιανός χωρίς το σημείο του Σταυρού, μοιάζει με στρατιώτη χωρίς όπλο», όπως μας βεβαιώνει ο άγιος Θεοφάνης ο Έγκλειστος!

      Την Κυριακή της Σταυροπροσκυνήσεως, η Αγία μας Εκκλησία μας καλεί να προσκυνήσουμε τον Τίμιο Σταυρό, για να πάρουμε δύναμη και κουράγιο, να συνεχίσουμε μέχρι το τέλος τον πνευματικό μας αγώνα. Να τρέψουμε σε άτακτη φυγή τον αντίδικό μας διάβολο, ο οποίος πασχίζει να μας πάρει με το μέρος του και να μας αποσπάσει από το Θεό. Να καταλάβουμε ότι το πραγματικό μας συμφέρον είναι να είμαστε με το Θεό, έστω και αν μας φαίνεται δύσκολη αυτή η σχέση, παρά με τον πλάνο, ο οποίος μας ωραιοποιεί την αμαρτία, για να μας παρασύρει στον όλεθρο. Ας σπεύσουμε λοιπόν να γονατίσουμε μπροστά στο υπέρτατο και σωτήριο αυτό σύμβολο της Εκκλησίας μας, για να λάβουμε τη χάρη του Θεού και τη δύναμη να συνεχίσουμε τον πνευματικό μας αγώνα, φθάνοντας καθαρμένοι και αγιασμένοι στο Άγιο Πάσχα, να βιώσουμε οντολογικά το μέγα και κοσμοσωτήριο γεγονός της Θείας Εγέρσεως, την κατάργηση του θανάτου και την ελπίδα της δικής μας αναστάσεως!