Δόξα τω Θεώ, πάντων ένεκεν. - Αγ. Ιωάννης Χρυσόστομος

Τρίτη 27 Σεπτεμβρίου 2011

ΨΑΛΤΙΚΗ Κόντρες µέλους βυζαντινού




Η βυζαντινή υµνογραφία υπήρξε πεδίο αντιπαράθεσης, µε προεκτάσεις ιδεολογικές και κοινωνικές. Αιτία, η απόδοση των ύµνων µε λιτό ή µε δυτικό - πολυφωνικό - τρόπο
Μεγάλη Εβδοµάδα. Εκατοντάδες ψάλτες ανεβαίνουν στα αναλόγια µικρώνκαι µεγάλων εκκλησιών και ψάλλουν τους κλασικούς βυζαντινούς ύµνους.

Κι όµως πίσω απ’ τηβυζαντινή –ή εκκλησιαστική – µελουργία σιγοκαίει χρόνια µια κόντρα, µουσική αλλά και ιδεολογική, µεταξύ εκείνων που ήθελαν να επιβάλουν ευρωπαϊκή τετραφωνία στις χορωδίες και εκείνων που ήθελαν να διατηρήσουν τη βυζαντινή παράδοση (µονοφωνία). Ή αλλιώς εκείνων που αντιπροσώπευαν το λιτό και απέριττο της βυζαντινής µουσικής (µια µελωδική γραµµή, ακόµη και από πολλούς εκτελεστές) και αυτών που ήθελαν πιο δυτικές δοµές (τρεις ή τέσσερις διαφορετικέςφωνές, σε απλούστερους όµως µουσικούς δρόµους, µε λιγότερες αποχρώσεις στον ήχο).

Αυτή η ιλιγγιώδης ποίηση, αυτή η αντιπαράθεση ιδεών µε επίκεντρο τη βυζαντινή υµνογραφία γίνονται ακόµη πιο κατανοητές αυτές τις µέρες.

Βρίσκοµαι στον ναότης Αγίας Ειρήνης, στην οδό Αιόλου της Αθήνας. Λίγο πριν αρχίσει το Τροπάριο της Κασσιανής, οι καρέκλες γεµίζουν από ψαγµένους – όχι κατά ανάγκην πιστούς – και η συζήτηση ανάβει.

«Πρόλαβα για χρόνια τον µεγάλο µας ψάλτη Θρασύβουλο Στανίτσαστον Αγιο ∆ηµήτριο Αµπελοκήπων. Τα γυρίσµατά του ήταν ανεπανάληπτα», µου λέει, δίπλα, ένας λάτρης της ψαλτικής τέχνης από την Καρύταινα.

Στο κοινό βρίσκονται δηµοτικοί µουσικοί (όπως ο σολίστας του κλαρίνου Γιώργος Κωτσίνης), άνθρωποι των ωδείων, µέχρι και αναβιωτές του ρεµπέτικου όπως ο Γιάννης Εµµανουηλίδης. Και αν απορείτε για το ετερόκλητο κοινό, σηµειώστε πως εδώ ψάλλει µια εµβληµατική φιγούρα της βυζαντινής µουσικής. Ο Λυκούργος Αγγελόπουλος, µαθητής τουΣίµωνα Καρά, ιδρυτής της Ελληνικής Βυζαντινής Χορωδίας, συγγραφέας και ερευνητής.

Ο ναός έχει και τους δικούς του συµβολισµούς, ως πρώτη Μητρόπολη των Αθηνών. Εδώ έψαλλε ο Ιωάννης Θ. Σακελλαρίδης πουθεωρείται θεµελιωτής της τετραφωνίας και των δυτικών προσµείξεων. Εδώ έψαλλε και ο Σπύρος Περιστέρης της αντίθετης σχολής. Εδώ τώρα ψάλλει και ο Λυκούργος Αγγελόπουλος πουτηρεί – µαζί µε τον ιερέα ΘωµάΧρυσικό – το τυπικό και τη µονοφωνία. Γενικά πάντα όποιος έπαιρνε το «κάστρο» της Αγίας Ειρήνης, κέρδιζε στους συσχετισµούς. «Κρατάµε την παράδοση απλά», µου λέει ο Λυκούργος Αγγελόπουλος την ώρα που δεκάδες θαυµαστές του τον χαιρετούν, του µιλούν, τον ρωτούν.

Ενας προσεχτικός παρατηρητής καταλαβαίνει απ’ τον τρόπο που ξεδιπλώνονται οι ύµνοιστην Αγία Ειρήνη τη µάχη των ιδεών. Θα ξετυλίξω το νήµα απ’ την αρχή, προσπαθώνταςνα καταλάβω τι είναι η βυζαντινή µουσική: «Είναι η λειτουργική µουσική της Ανατολικής Ορθόδοξης Εκκλησίας» – της καθ’ ηµάς – όπως µου λέει ο ερευνητής Νίκος ∆ιονυσόπουλος.

Στους βυζαντινούςύµνους σµίγουν τρειςπολιτισµοί: οιουδαϊκός, ο αρχαιοελληνικός και ο συριακός πολιτισµός. Από τον 5ο έως τον 11ο αιώνα µορφές όπως ο Ιωάννης∆αµασκηνός και ο Ρωµανόςο Μελωδός µελοποίησαν ύµνους και τους διέδωσαν, ενώ απ’ τον 13ο αιώνα νέα διάσταση δόθηκε από υµνωδούς σαν τον Ιωάννη Κουκουζέλη.

Η Τουρκοκρατία αναχαιτίζει την άνθηση της υµνογραφίας, ενώ στα µέσα του 19ου αιώνα διαµορφώνεται πιο αισθητά το νοερό «χαντάκι» της αντιπαράθεσης µεταξύ ∆ύσης και Ανατολής (και) στο πεδίο της ψαλτικής.

Τοµή θεωρείται, σύµφωνα µε τον ερευνητή της ψαλτικήςΓιώργο Αγγελινάρα, η Θεία Λειτουργία που παρουσίασαν το 1844 ο ΙωάννηςΧαβιαράς και ο Αυστριακός Ραντχάντιγκερ στην Αγία Τριάδα της Βιέννης. Για πρώτη φορά η λειτουργία εναρµονίστηκε σε ευρωπαϊκή τετραφωνία, µεχορωδία 24 ψαλτών!

Είναι ενδιαφέρον πως στις αρχές του 20ού αιώνα αυτή ακριβώς η προσέγγιση είχε κυριαρχήσει στις περισσότερες εκκλησίες της Αθήνας και η Θεία Λειτουργία ψαλλότανπολυφωνικά.

Στην αντιπαράθεσηενεπλάκησαν και λογοτέχνες όπως ο υπερασπιστής της τετραφωνίας –που όµως άσκησε και κριτική– Ζαχαρίας Παπαντωνίου και οι Αλέξανδρος Παπαδιαµάντης και Στρατής Μυριβήλης, που υπερασπίστηκαν τη λιτή απόδοση των βυζαντινών ύµνων.

Το όνοµα -σταθµός για τηναντιπαράθεση ήταν ο Ιωάννης Θ. Σακελλαρίδης που το 1886 καθιερώνει το τρίφωνο αρµονικό σύστηµα και που καταφέρνει λόγω του κύρους του – αλλά και της χαρισµατικής του τεχνικής και φωνής – να τοδιαδώσει σε όλητην Ελλάδα. Είναι χαρακτηριστικό πως µέχρι τα µισά του 20ού αιώνα οι ψάλτες έψαλλαν α λα Σακελλαρίδη, παρά την επίθεση που δέχθηκε εκείνος από τον Μητροπολίτη Αθηνών Προκόπιο.

Το 1948, από την άλλη, είναι το έτος που το κλίµα µεταστράφηκε υπέρ της λιτής προσέγγισης. Τότειδρύθηκε ο Σύλλογος Φίλων της Βυζαντινής Μουσικής που κατάφερε και µια πρώτη νίκη έναντι των δυτικών: Τοποθετείται βυζαντινός χορός στη Μητρόπολη Αθηνών µε χοράρχη τον Νικόλαο Παπά και τον εµβληµατικό Σπύρο Περιστέρη.

Το 1966, ο Θρασύβουλος Στανίτσας, Αρχων Πρωτοψάλτης του Οικουµενικού Πατριαρχείουαπελαύνεται απ’ την Πόλη– όπως και εκατοντάδες Ελληνες – και συµβάλλειστην «αποκατάσταση της τάξης» µε τις ψαλµωδίες του στον Αγιο ∆ηµήτριο Αµπελοκήπων µε µονοφωνική χορωδία και πλήθος θαυµαστών (όπωςκαι σήµερα έχει θαυµαστές ο Λυκούργος Αγγελόπουλος).

Σήµερα, πουαυτή η αντιπαράθεση έχει εξασθενήσει και που η Θεία Λειτουργία ακούγεται µε τον λιτότρόπο σε ναούς και σε ηχογραφήµατα, ζούµε, όπως λέει ο Νίκος ∆ιονυσόπουλος, «την εποχή της εγγράµµατης παιδείας» στη βυζαντινή µουσική και ψαλτική...

«Στην προσπάθεια εναρµόνισης τη βυζαντινής µε τη δυτική µουσική, κακοποίησαν τη δοµή της», υποστηρίζει ο συνθέτης Μιχάλης Αδάµης


«Απλοποίηση µιας πολύπλοκης µουσικής»

«Η βυζαντινή µουσική είναι ένας πλήρης µουσικός πολιτισµός, µε αρχές, ήθος και φιλοσοφία. Είναι µονοφωνική», τόνισε στα «ΝΕΑ» ο συνθέτης Μιχάλης Αδάµης (ο µουσικός που αποκατέστησε από χειρόγραφα την «Ακολουθία των Τριών Παίδων ενΚαµίνω», ανάµεσα σε άλλα). «Η βυζαντινή µουσική έφτασε το µονοφωνικό είδος σε θαυµαστά ύψη εκλέπτυνσης. Η επιτυχία της σχολής της µονοφωνικής λιτότητας είναι πως η µουσική αποτελείται από φράσεις. Η µία δένεται µε την άλλη και δηµιουργείται µια συνεχής ροή. Αντίθετα, ο Σακελλαρίδης και οι άλλοι, προσπαθώντας να εναρµονίσουν τη βυζαντινή µε τη δυτική µουσική απλά κακοποίησαν τη δοµή της. Μιλάµε για µια απλοποίηση της µουσικής, ενώ η βυζαντινή µουσική είναι πολύπλοκη, µεδιαστήµατα κ.λπ. Η φράση αναδεικνύεται, άρα αναδεικνύεται και όλο το µέλος».

Δευτέρα 26 Σεπτεμβρίου 2011

Κυριακή Α΄Λουκά – Εὐλογημένα καὶ καταραμένα ἐπαγγέλματα (Του μακαριστού Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αυγουστίνου Καντιώτου)

Εὐλογημένα καὶ καταραμένα ἐπαγγέλματα

(Ομιλία του μακαριστού Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αυγουστίνου Καντιώτου)

Πρέπει,ἀγαπητοί μου, νὰ μιλήσω. Ἀλλ᾽ὑπάρχουν ἆραγε αὐτιὰ ν᾽ ἀκούσουν;
Οἱ προφητεῖες ἔλεγαν, ὅτι θά ᾽ρθουν χρόνια πονηρά, ποὺ οἱ ἄνθρωποι θά ᾽χουν αὐτιὰ κι αὐτιὰ δὲν θά ᾽χουν(βλ. Ἠσ. 6,10.Ἰερ. 5,21). Πῶς ἐξηγεῖται αὐτό· ἔχουμε αὐτιὰ γιὰ τὸ διάβολο, ν᾽ ἀκοῦμε ὅ,τι αἰσχρὸ καὶ νὰ ξενυχτοῦμε σὲ ῥαδιόφωνα καὶ τηλεοράσεις,ἀλλὰ αὐτιὰ γιὰ τὸ Χριστὸ δὲν ἔχουμε, κλείνουμε τ᾽ αὐτιά μας στὸ λόγο τοῦ Θεοῦ.Ἐν τούτοις δὲν ἀπογοητεύομαι. Θὰ κηρύξω καὶ πάλι. Καὶ θέλω νὰ ἐλπίζω ὅτι,ἂν δὲν μ᾽ἀκούσουν ὅλοι, θὰ μ᾽ ἀκούσουν οἱ μισοί· κι ἂν δὲν μ᾽ ἀκούσουν οἱ μισοί, θὰ μ᾽ ἀκούσουν εἴκοσι· κι ἂν δὲν μ᾽ ἀκούσουν εἴκοσι, θὰ μ᾽ ἀκούσουν δέκα· κι ἂν δὲν μ᾽ ἀκούσουν δέκα, θὰ μ᾽ἀκούσῃ ἕνας· κι ἂν δὲν μ᾽ ἀκούσῃ οὔτε ἕνας,ἐγὼ εἶπα καὶ ἐλάλησα, ἁμαρτίαν οὐκ ἔχω.Μὲ τὴν ἐλπίδα λοιπὸν ὅτι ὑπάρχει ἐνδιαφέρον γιὰ τὸ λόγο τοῦ Θεοῦ θὰ μιλήσω.
Ἀκούσατε τὸ εὐαγγέλιο σήμερα. Τί λέει;Διηγεῖται ἕνα θαῦμα, ἕνα ἀπὸ τὰ πολλὰ θαύματα ποὺ ἔκανε ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χρι-στός. Μετρᾷς τὴν ἄμμο τῆς θαλάσσης, τὶς σταγόνες τῆς βροχῆς, τὰ φύλλα τῶν δασῶν,τὰ ἄστρα τ᾽ οὐρανοῦ; Ἐὰν μπορῇ κανεὶς νὰ μετρήσῃ αὐτά, τότε θὰ μπορέσῃ νὰ μετρήσῃ καὶ τὰ θαύματα ποὺ ἔκανε, κάνει καὶ θὰ κάνῃ ὁ Χριστὸς εἰς αἰῶνας αἰώνων.Ποιό εἶνε τὸ σημερινὸ θαῦμα. Στοὺς Ἁγίους Τόπους ὑπάρχει μιὰ λίμνη, πιὸ μεγάλη ἀπὸ τὴ δική μας Πρέσπα, ἡ λίμνη Γεννησαρέτ.Στὶς ὄχθες της σὲ φτωχικὲς καλύβες κατοικοῦσανψαρᾶδες. Ἔρριχναν τὴ νύχτα τὰ δίχτυα τους καὶ μὲ τὰ ψάρια ποὺ ἔπιαναν συντηροῦσαν τὶς οἰκογένειές των. Ἐκεῖ λοιπὸν πῆγε ὁ Χριστός μας, μαζεύτηκε πολὺς κόσμος κι ἄκουγαν τὰ χρυσᾶ του λόγια.Ὅταν τελείωσε τὴ διδασκαλία ὁ Χριστὸςλέει στὸν Πέτρο· ῾Ρίξε τὰ δίχτυα νὰ ψαρέψῃς.―Κύριε, λέει ὁ Πέτρος, ὅλη νύχτα ―γιατὶ νύχτα γίνεται τὸ ψάρεμα― κοπιάσαμε μὰ τίποτα δὲν πιάσαμε, καὶ θὰ πιάσουμε τώρα τὴν ἡμέρα; Ἀλλ᾽ ἀφοῦ τὸ λὲς ἐσύ, ὑπακούω. Ὑποτάσσεται λοιπὸν στὸ λόγο τοῦ Χριστοῦ,ῥίχνει τὰ δίχτυα, κι αὐτὰ γέμισαν τόσο ποὺ κινδύνευαν νὰ σχι-στοῦν· φόρτωσαν δύο πλοῖα μὲ ψάρια. Καὶ θαύμασε ὁ Πέτρος κι ὅσοι ἦταν μαζί του· θάμβος περιέσχεν αὐ τὸν καὶ πάντας τοὺς σὺν αὐτῷ»(Λουκ. 5,9).
Αὐτὸ εἶνε τὸ θαῦμα τοῦ Χριστοῦ μας στὴΓεννησαρέτ. Καὶ μόνο ἐκεῖ;
Διαρκῶς θαύματα κάνει ὁ Χριστός. Ἀλλὰ δυστυχῶς δὲν ἔχουμε αὐτιὰ ν᾽ ἀκούσουμε καὶ μάτια νὰ δοῦμε τὰ θαύματά του. Ὅλα, ἀπὸ τὰ μικρότερα μέχρι τὰ μεγαλύτερα, εἶνε δικά του δημιουργήματα.Πάρτε ἕνα παράδειγμα. Σπέρνουμε σιτάρι· τι εἶνε ἕνα κουκκὶ σιτάρι; ἕνα ἐλάχιστο πρᾶγμα.
Κι ὅμως μέσα στὸν σπόρο αὐτόν, σ᾽ ἕνα κουκκί, ὑπάρχει –τί; ζωή,δύναμις τεραστία. Αὐτὸς ὁ ἕνας σπόρος, ὅταν τὸν σπείρῃς, μεγαλώνει, γίνεται στάχυς· κι ὁ ἕνας σπόρος γίνεται τριάντα - ἑξήντα - ἑκατό, κι ὁ κάμπος μοιάζει μὲ πράσι-νη θάλασσα. Ἐρωτῶ λοιπόν· ἡ ἐπιστήμη, γιὰ τὴν ὁποία καυχῶνται πολλοί,μπορεῖ νὰ φτιάξει ἕνα σπόρο; Ὄχι.
«Θάμβος» προκαλεῖ τὸ με- γαλεῖο τῆς φύσεως, θαμπώνεται ὁ ἄνθρωπος. Θαύματα κάνει ἡ εὐλογία τοῦ Χριστοῦ!
Εἴδατε;Τὴν πρώτη φορὰ δὲν ἦταν ὁ Χριστὸς μαζί τους καί, ἐνῷ κουράστηκαν ὅλη νύχτα, δὲν ἔπιασαν οὔτε λέπι. Τὴ δεύτερη φορά, ὅταν εὐλόγησε ὁ Χριστός, τὰ δίχτυα τους γέμισαν ἀπὸ ψάρια. Ὑπάρχουν λοιπὸν δύο εἰδῶν ἐργασίες·ἐκεῖνες ποὺ εὐλογεῖ κ᾽ ἐκεῖ νες ποὺ δὲν εὐλογεῖ ὁ Χριστός, ὑπάρχουν ἐπαγγέλμα- τα εὐλογημένα καὶ ἐπαγγέλματα καταραμένα.
Τὰ πρῶτα καὶ πιὸ εὐλογημένα ἐπαγγέλματα εἶνε ὁ γεωργὸς καὶ ὁ βοσκὸς στὴν ξηρὰ καὶ ὁ ψαρᾶς στὴ θάλασσα. Ἂν λείψουν αὐτά, ὁ κόσμος πέθανε. Τὰ ἄλλα ἐπαγγέλματα ἐμφανί-στηκαν κατόπιν. Σήμερα ὑπάρχουν στὸν κό-σμο πάνω ἀπὸ τρεῖς χιλιάδες ἐπαγγέλματα,ἀπ᾽ τὰ ὁποῖα πολλὰ εἶνε ἄχρηστα. Τὰ πρῶτακαὶ εὐλογημένα ἐκεῖνα ἐπαγγέλματα περιφρονοῦνται. Τὸ παιδάκι μας; νὰ γίνῃ δάσκα-λος, καθηγητής, γιατρός, ἀξιωματικός. Ὄχι γεωργός,ὄχι βοσκός, ὄχι ψαρᾶς. Ἡ γεωργία,ἡ κτηνοτροφία, ἡ ἁλιεία παραμελήθηκαν.Ἡ ἴδια νοοτροπία ἐπικρατοῦσε καὶ στὴ Ῥωσία. Ἀλλὰ ἕνας εὐφυὴς κυβερνήτης πῆγε μιὰμέρα στὸ πανεπιστήμιο τῆς Μόσχας καὶ ρώτησε τοὺς φοιτητάς. ―Πίνετε γάλα; ―Πῶς!—Τρῶτε κρέας; —Πῶς! —Ξέρω ὅτι γιὰ τὸ ψητὸ χοιρινὸ γλείφετε καὶ τὰ δάχτυλά σας, θέλω ὅμως νὰ σᾶς ρωτήσω·ποιός ἀπὸ σᾶς βόσκησε χοίρους, γίδια,πρόβατα; Κανείς. Δὲν εἶνε σωστὸ αὐτό. Ὁρίζω λοιπόν, ὅτι δὲν θὰ πάρῃ κανείς δίπλωμα (δασκάλου, καθηγητοῦ, ἐπιστήμονος), ἐὰν δὲν δουλέψῃ προηγουμένωςτρεῖς μῆνες σὲ κολχόζ. Θὰ βοσκήσετε, θὰ φέ-ρετε βεβαίωσι ἀπὸ τὸ κολχόζ, καὶ μετὰ θὰ πά-ρετε τὸ δίπλωμά σας… Δὲν τὸ λέμε αὐτὸ διό-τι θαυμάζουμε τὸ ἀθεϊστικὸ σύστημα, ἀλλὰ διότι ἡ ἐνέργεια αὐτὴ ἦταν σωστή. Καὶ σήμερα οἱ ῾Ρῶσοι, ὕστερα ἀπὸ ἑβδομηντα πέντε χρόνια,ἐπανέρχονται στὴν χριστιανικὴ πίστι.Ἐνῷ ὅμως περιφρονοῦνται τὰ εὐλογημέναἐπαγγέλματα, τώρα «εὐδοκιμοῦν» πολλὰ καταραμένα ἐπαγγέλματα. Ποιά; Πρὸ καιροῦ ἦρθε κάποιος στὴ μητρόπολι καὶ ἔκλαιγε. Τὸν ρώτησα τί ἔχει, καὶ μοῦ λέει· ―Πῆγα στὴ Γερμανία, δούλεψα σκληρὰ μέσ᾽ στὰ ἐργοστάσιακαὶ μάζεψα μερικὰ μάρκα. Ὅταν ἦρθα στὸ χωριό, μοῦ λέει κάποιος· Ἔλα τὴ νύχτα νὰ διπλασιάσῃς τὰ λεφτά· ἔχεις χίλια μάρκα, νὰ τὰ κάνῃς δυὸ χιλιάδες. ―Πῶς; λέω. ―Θὰ σοῦ ποῦμε. Τὸν παίρνει λοιπὸν καὶ τὸν πάῃ στὸ χαρτοπαίγνιο. Καὶ ἐκεῖ, στὸ «χαρτί», τοῦ πῆραν ὅλα τὰ χρήματα, καὶ τώρα εἶνε ἀπένταρος,δὲν ἔχει ψωμὶ νὰ φάῃ. Τὰ μαγαζιὰ λοιπὸν μὲ τὰ τυχερὰ παιχνίδια(προγνωστικὰ ἀθλητικῶν ἀγώνων, «φρουτάκια», ζάρια,χαρτιά, λέσχες, καζῖνο, ρουλέττες,
στοιχήματα σὲ ἱπποδρόμια, χρηματιστήρια κ.ἄ.), ποὺ ὑπόσχονται μεγάλα κέρδη χωρὶς τὸν τίμιοκόπο καὶ ἱδρῶτα ἀλλὰ μόνο μὲ ἐπίκλησι τῆς«θεᾶς» τύχης, εἶνε καταραμένες ἐργασίες. Ἐπίσης τὰ ποικίλα κέντρα ἢ ἐπικοινωνιακὰ μέσα ψυχοφθόρου διασκεδάσεως(σκυλάδικα, μπάρ,ντισκοτέκς, χοροὶ γυμνώσεως, οἶκοι ἀνοχῆς, στρατόπεδα γυμνιστῶν, βιντεο-κλάμπ, «ρὸζ τηλέφωνα»,πορνογραφία κ.τ.λ.),ποὺ ἐμπορεύονται τὴν γυναικεία ἰδίως σάρκα, εἶνε καταραμένες ἐργασίες. Τὰ ποικίλα ἄλλα ἀθέμιτα ἐμπόρια (ποτῶν,ναρκωτικῶν οὐσιῶν καὶ ὡρισμένων φαρμάκων καὶ φυτοφαρμάκων, μεταλλαγμένων τροφῶν, ἀκουσμάτων,θεαμάτων, πολεμικῶν ὅπλων, δούλων,ἀνηλίκων, λευκῆς σαρκός, ὀρ-γάνων σώματος γιὰ μεταμοσχεύσεις κ.ἄ.), ποὺἐπιβουλεύονται τὴν ὑγεία καὶ τὴ ζωὴ τοῦ κό-σμου, εἶνε καταραμένες ἐργασίες. «Τέχνες» καὶ «ἐπιστῆμες» ποὺ ἐργάζονται μὲ στόχο τὴν ἐξαπάτησι, τὴν ἀλλοίωσι τῆς νο-οτροπίας τοῦ ἀνθρώπου καὶ τῆς φυσιογνωμί-ας τοῦ λαοῦ, ἀκόμη καὶ τὴν μείωσι τοῦ πληθυσμοῦ (πυρηνικὲς δοκιμές, τρομοκρατία,πληρωμένη δημοσιογραφία, στρατευμένος κινηματο-γράφος, θέατρο,ἀπομίμησις, ταχυδακτυλουργία, ἐπαιτεία, μεταμφίεσις, ἰατρικὲς ἐγχειρήσεις ἀλλαγῆς φύλου, ἀθέμιτες γενετικὲς -πεμβάσεις ὅπως κλωνοποίησις κ.ἄ.), εἶνε ἀ-θέμιτες καὶ καταραμένες ἐργασίες.Γέμισε ὁ κόσμος ἀπὸ ἐπιχειρήσεις καὶ μαγαζιά, ποὺ οἱ ὑπηρεσίες ποὺ προσφέρουν εἶνε ὄχι περιττὲς ἀλλὰ φθοροποιὲς καὶ καταστρε-πτικές.Πλῆθος ἄνθρωποι (ἄντρες, γυναῖκες,ἀκόμη καὶ παιδιά), ἐπιδίδονται σὲ εἰδικότητεςπρωτάκουστες καὶ ἀπ᾽ αὐτὲς βγάζουν χρῆμα.Ὅλοι αὐτοὶ δουλεύουν γιὰ τὴν ἐξαχρείωσι τῆς κοινωνίας, τὸ σάπισμα τοῦ κόσμου, τὴν κατάρρευσι τῆς ἀνθρωπότητος. Εἶνε ἐπαγγέλματα ποὺ ἀπαγορεύει ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ.
Ἀγαπητοί μου! Εὐλογημένος ὁ γεωργὸς κ᾽εὐλογημένος ὁ τσοπᾶνος κ᾽ εὐλογημένος ὁψαρᾶς, τὰ ἐπαγγέλματα ποὺ ἔδωσε ὁ Χριστὸς γιὰ νὰ ζοῦν οἱ ἄνθρωποι. Ν᾽ ἀγαπᾶτε τὴν ἐργασία· Δευτέρα, Τρίτη, Τετάρτη, Πέμπτη,Παρασκευή, Σάββατο δουλειά! Ξημέρωσε ὅμως Κυριακή;βγῆκε ὁ ἥλιος; χτύπησε καμπάνα; Στὸπἡ ἐργασία καὶ φτερὰ στὰ πόδια γιὰ τὴν ἐκκλη-σία. Ἑκατὸν ἑξηνταοχτὼ ὧρες ἔχει ἡ ἑβδομά-δα· μιὰ ὥρα βαστάει ἡ θεία λειτουργία ἀπὸ τὸ «Εὐλογημένη ἡ βασιλεία…» μέχρι τέλος. Ἔλα λοιπὸν μιὰ ὥρα, νὰ πῇς ἕνα«Δόξα σοι, ὁ Θε-ός»,νὰ πῇς ἕνα «Κύριε, ἐλέησον», νὰ πῇς ἕνα «Ἥμαρτον εἰς τὸν οὐρανὸν καὶ ἐνώπιόν σου»(Λουκ. 15,21), ἕνα«Μνήσθητί μου, Κύριε, ὅταν ἔλθῃς ἐν τῇ βασιλείᾳ σου»(Λουκ.23,42). Ἂν τὸ πῇς αὐτό, μαῦρος θὰ μπῇς - ἄσπρος θὰ βγῇς.Θεία εὐλογία εἶνε μέσα ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ μας.
Μὲ τὴν ἐλπίδα, ὅτι ὅλοι εἶστε ἀγαπημένοι καὶ ἑνωμένοι καὶ ζῆτε ὅπως θέλει ὁ Θεός, μὲ τὴν ἐλπίδα αὐτὴ ζῶ κ᾽ ἐγώ, ποὺ ὑπηρετῶ ἑξήντα χρόνια κ᾽ ἔχω ἀνεβῆ τὰ ψηλὰ βουνὰ καὶ ὑπερήσπισα πίστι καὶ πατρίδα· καὶ σᾶς λέγω - προφητεύω ὅτι, εἰς πεῖσμα τῶν δαιμόνων, ἡ Μακε δονία μας ἦτο, εἶνε καὶ θά ᾽νε πάντα ἑλληνική.
(†)ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία, ἡ ὁποία ἔγινε στὸν ἱ. ναὸ Ἁγ. Γεωργίου Ξινοῦ Νεροῦ - Ἀμυνταίου τὴν 26-9-1993 μὲ ἄλλο τίτλο.

Ο άγιος Κοσμάς και η παιδεία του γένους

Στις 24 Αυγούστου 1779 στο Κολικόντασι της τουρκοκρατούμενης τότε Βορείου Ηπείρου απαγχονίσθηκε με εντολή του Κουρτ Πασά ο Άγιος Κοσμάς ο Αιτωλός, ο Πατροκοσμάς όπως κατεγράφη στη συνείδηση του λαού μας. Ξεκίνησε από το Μέγα Δένδρο της Αιτωλίας, δίπλα από το Θέρμο, την αρχαία πρωτεύουσα της Αιτωλικής Συμπολιτείας. Έμαθε γράμματα σε κρυφά και φανερά σχολειά και κατέληξε στο Άγιον Όρος, στη Μονή Φιλοθέου. Με τις ευλογίες των εκάστοτε Οικουμενικών Πατριαρχών εξήλθε από τον Άθωνα τουλάχιστον τρεις φορές και περιόδευσε τα περισσότερα μέρη του Ελληνισμού για να αποτρέψει τους εξισλαμισμούς. Ιδιαιτέρως έντονη παραμένει η μνήμη του στην Ήπειρο και στη Δυτική Μακεδονία…Δίδασκε με τον απλό λόγο του, την ασκητική ζωή του, με τις προφητείες του για την απελευθέρωση του Γένους, με το πάθος του για την κοινωνική δικαιοσύνη, με τον ζήλο του για την Ελληνορθόδοξη Παιδεία. Από τα πρώτα χρόνια μετά το μαρτύριό του θεωρήθηκε Άγιος από τον λαό μας και η αγιοκατάταξή του επισημοποιήθηκε το 1960 από το Οικουμενικό Πατριαρχείο. Ο πρώτος βιογράφος του είναι ο Άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης στο περίφημο «Νέον Μαρτυρολόγιον», το οποίο εξεδόθη το 1799.
Τα σύγχρονα σχολικά βιβλία έχουν την τάση να αγνοούν τον Άγιο Κοσμά ή να τον παρουσιάζουν σαν έναν δυτικού τύπου Διαφωτιστή. Όμως ο Πατροκοσμάς δεν είχε την παραμικρή επιρροή από τον Γαλλικό Διαφωτισμό, ο οποίος άλλωστε έρρεπε προς ακρότητες αθεϊστικού τύπου. Ο Άγιος Κοσμάς δεν άνοιγε απλώς σχολεία , αλλά τόνιζε ότι το σχολείο είναι προθάλαμος της Εκκλησίας. Η επιτυχημένη προσπάθειά του να σταματήσει τους εξισλαμισμούς βοήθησε την επιβίωση του Έθνους, διότι εκείνη την εποχή όποιος χανόταν για την Ορθοδοξία χανόταν και για τον Ελληνισμό. Ο εξισλαμισμένος τούρκευε, γινόταν φανατικός ανθέλληνας, γι’ αυτό και έχει μείνει ως αρνητική για το Γένος μας έννοια ή λέξη «γενίτσαρος» . Η παιδεία, στην οποία πίστευε ο Άγιος Κοσμάς, δεν ήταν μία απλή κατάρτιση και εκμάθηση τεχνοκρατικών γνώσεων, όπως θα ήθελαν σήμερα ορισμένοι. Αλλά μιλούσε για μία Παιδεία, η οποία πρωτίστως θα δια-μορφώνει ανθρώπους, θα διαπλάθει ανθρωπίνους χαρακτήρες.
Από το σπουδαίο κείμενο «Το Άγιον Όρος και η παιδεία του Γένους μας» , το οποίο συνετάγη και εξεδόθη από την Ιερά Μονή Ιβήρων, πρώτα το 1994 και βελτιωμένο το 2003, παραθέτουμε ορισμένες εύστοχες επισημάνσεις για τις διδαχές του Πατροκοσμά: «… Ανοίξτε σχολεία ελληνικά. Να βάλετε όλοι σας, για να σπουδάζουν όλα τα παιδιά, χωρίς να πληρώνουν. Να μάθουν τα παιδιά την ελληνική γλώσσα, για να ξεσκεπάσουν όλα τα μυστήρια της ζωής και της Εκκλησίας μας, που είναι εκεί κρυμμένα. Από το σχολείον μανθάνομεν το κατά δύναμιν τί είναι Θεός, τί είναι Αγία Τριάς, τί είναι άγγελοι, αρχάγγελοι, τί είναι δαίμονες, τί είναι παράδεισος, τί είναι κόλασις, τί είναι αμαρτία, αρετή. Από το σχολείον μανθάνομεν τί είναι Αγία Κοινωνία, τί είναι Βάπτισμα, τί είναι το Άγιον Ευχέλαιον, ο τέλειος γάμος, τί είναι ψυχή, τί είναι κορμί… το σχολείον ανοίγει τες εκκλησίες, το σχολείον ανοίγει ατ μοναστήρια. Ανίσως και δεν ήτανε σχολεία, πού ήθελα εγώ να μάθω να σας διδάσκω;…. Είναι αληθινός επαναστάτης, ανανεωτής των πάντων. Κρίνει τον πλούσιο που δεν δίνει στον φτωχό. Διοργανώνει δωρεάν παιδεία. Σέβεται τη γυναίκα. Βλέπει ότι την καταπιέζουν. Φανερώνεται πραγματικός υπερασπιστής της. Ρίχνει όλους στο φιλότιμο».
Οι επισημάνσεις αυτές μάς οδηγούν στον προβληματισμό ποια σχέση έχει η Παιδεία του Αγίου Κοσμά με το σύγχρονο σχολείο. Εν όψει δε και του Νέου Λυκείου καλό θα ήταν να προβληματισθούμε αν τελικά σήμερα το σχολείο διαμορφώνει ήθος ή απλώς καλλιεργεί την αποστήθιση γνώσεων και αριθμών. Έχει παραμεληθεί η Ανθρωπιστική Παιδεία χάριν της Τεχνολογικής και αυτό βλάπτει την ψυχοσύνθεση των παιδιών, τούς στερεί τα πρότυπα και τα οράματα. Στην εποχή των Ηλεκτρονικών Υπολογιστών και της Ψηφιακής Τεχνολογίας οι νέοι μας χρειάζονται ακόμη περισσότερο τα διδάγματα των Αρχαίων Ελληνικών κειμένων, των Θρησκευτικών και της Ιστορίας. Για να μην απομονωθούν μπροστά στον υπολογιστή. Για να μην γίνουν απαθείς θεατές της υλιστικής παγκοσμιοποιήσεως, η οποία γεννά οικονομικές κρίσεις σαν τη σημερινή και τις εξαπλώνει υπερπηδώντας τα σύνορα. Για να αντισταθούν στην επικράτηση του υλιστικού συμφέροντος εις βάρος της ανθρωπιάς και της κοινωνικής δικαιοσύνης. Για να αγωνισθούν ώστε κάθε λαός να διατηρήσει την εθνική κυριαρχία του και την πολιτιστική ιδιοπροσωπεία του χωρίς να μεταμορφωθεί σε άμορφο χυλό.
Η Ελληνορθόδοξη Παιδεία, την οποία ευαγγελίσθηκε ο Άγιος Κοσμάς δεν αντιτίθεται στις Θετικές Επιστήμες. Τον 19ο αιώνα στην Εμπορική Σχολή της Χάλκης, η οποία ιδρύθηκε από το Οικουμενικό Πατριαρχείο, ο σχολάρχης ήταν Αγιορείτης μοναχός, ο Βαρθολομαίος Κουτλουμουσιανός. Ο ίδιος δίδασκε στα παιδιά των Ελλήνων εμπόρων τα Θρησκευτικά, τα Αρχαία Ελληνικά, αλλά και τα Μαθηματικά και τη Φυσική, συγγράφοντας ή μεταφράζοντας μόνος του τα σχετικά εγχειρίδια. Η Ελληνορθόδοξη Παιδεία, για την οποία θυσιάσθηκε ο Πατροκοσμάς, είναι πάντοτε επίκαιρη. Όχι μόνο για εμάς τους Έλληνες, αλλά και για την Ευρώπη που αναζητεί την ταυτότητά της. Ευρισκόμενοι στη δίνη μιας κρίσης που φαίνεται οικονομική, αλλά έχει πνευματικά αίτια, ας ξαναδιαβάσουμε τις διδαχές του Αγίου Κοσμά.

Κωνσταντίνος Χολέβας
Πολιτικός Επιστήμων


Εξομολόγησης συνέχεια…


Άλλοι θέλουν μια πιο ουσιαστική σχέση με τον πνευματικό, να επικοινωνούν συχνά και για όλα τα θέματα της ζωής τους. Άρα η εξομολόγησή τους είναι μέρος της σχέσης τους με τον πνευματικό τους πατέρα κι όχι αποκομμένη.
Εδώ χρειάζεται προσοχή, διάκριση. Το ζητούμενο δεν είναι ο χρόνος αλλά ο τρόπος σχέσης με τον πνευματικό μας. Κι αυτό πάλι καθορίζεται ουσιαστικά από τη σχέση μας με το Θεό και την Εκκλησία Του. Αν δηλαδή η σχέση μας με τον πνευματικό είναι τυπική, περιοριζόμενη σε μια εξομολόγηση κατ’ αραιά διαστήματα, τότε αναπόφευκτα πορευόμαστε μόνοι στις λεπτομέρειες της πνευματικής πορείας. Αν πάλι θέλουμε μια ανθρωποκεντρική ή συναισθηματική σχέση, χωρίς επιθυμία να γνωρίσουμε την «οδόν του Κυρίου», τότε βρισκόμαστε σε λάθος δρόμο.
Ο πνευματικός, ως πατέρας, πρέπει να είναι στη ζωή μας, να συμπορεύεται και να μας χειραγωγεί διακριτικά προς το Χριστό. Κι εμείς, από την άλλη, να είμαστε στη ζωή του ως παιδιά που ενδιαφέρονται γι’ αυτόν, προσφέροντάς του την αγάπη μας, την προσευχή μας, τις ανθρώπινες παρηγορίες.
Μπορεί να έχουμε μάθει να ζούμε σε απόσταση από τους κληρικούς. Αυτό όμως δεν υπάρχει στην Ελληνορθόδοξη παράδοσή μας, που θέλει τον παπά να βρίσκεται σ’ όλες τις πτυχές της ζωής των παιδιών του και οι άνθρωποι να τον αισθάνονται πατέρα τους, δηλαδή «σαρξ εκ της σαρκός τους».
Ευθύνη γι’ αυτό βέβαια έχουν και οι ίδιοι οι παπάδες, που φοβούμενοι να «αποκαλυφθούν» ως άνθρωποι, κράτησαν τον κόσμο μακριά, με θλιβερές συνέπειες τόσο για τους ίδιους όσο και για τους ανθρώπους. Οι μεν πρώτοι βιώνουν τη μοναξιά τους, χωρίς σχέσεις και επικοινωνία, οι δε δεύτεροι ουσιαστικά ορφανοί χωρίς πατέρα που μετατράπηκε σε «υπηρεσία θρησκευτικών αναγκών».
Νομίζω πως η εξομολόγηση, όπως γίνεται σήμερα από τους παραπάνω, ενθαρρύνει την απομόνωση κλήρου – λαού και την καλύπτει. Μπορεί όμως να γίνει αφετηρία, για να βιωθεί το γεγονός της Εκκλησίας ως σχέση, ως οικογένεια του Θεού, που θα φέρει, παρ’ όλες τις δυσκολίες που συνεπάγεται, χαρά, υγεία, ωριμότητα, ανάπτυξη, βίωση της «εντός ημών Βασιλείας του Θεού».

π. Ανδρέας Αγαθοκλέους

Πηγή: http://www.agiosgeorgiosmakris.com/

Ανάλυση και αξία των Χαιρετισμών




Χαίρε Νύμφη Ανύμφευτε.
Και πάλιν και πολλάκις Χαίρε Νύμφη Ανύμφευτε.
Όπως γνωρίζετε χριστιανοί μου, όπως το βλέπετε και όπως το βιώνετε, τη Μεγάλη Σαρακοστή και κάθε Παρασκευή, ψάλλονται στην Εκκλησία μας οι Χαιρετισμοί της Παναγίας. Είναι μια από τις ωραιότερες ακολουθίες και συγχρόνως μια από τις καλύτερες προσευχές.
Οι Χαιρετισμοί συνδέονται πάντοτε και με το Μικρό Απόδειπνο.

Τη Μεγάλη Σαρακοστή που διαβάζουμε το Μεγάλο Απόδειπνο, Δευτέρα, Τρίτη, Τετάρτη και Πέμπτη, δεν λέγονται οι Χαιρετισμοί. Ψάλλονται όμως κάθε Παρασκευή και διαβάζονται Σαββάτο και Κυριακή, μαζί με το Μικρό Απόδειπνο. Επίσης οι Χαιρετισμοί δεν λέγονται την Μεγάλη Εβδομάδα, όπως και ολόκληρη την Πασχαλινή Διακαινήσιμη εβδομάδα. Όλο το χρόνο συνοδεύονται κάθε μέρα με το Μικρό Απόδειπνο υποχρεωτικά. Όποιος διαβάζει τους Χαιρετισμούς κάθε μέρα, και βράδυ, ακόμα και μεσημέρι, και πρωί, έχει μεγάλη τη βοήθεια της Παναγίας μας.
Εκεί που τιμάται όλως ιδιαιτέρως η Παναγία, είναι το Άγιον Όρος, όπου θεωρείται και το δικό Της περιβόλι. Για τους Αγιορείτες μοναχούς η Υπεραγία Θεοτόκος είναι η μοναδική προστασία. Μακάρι να αποκτήσουμε και μεις αυτή την συναίσθηση. Την βιωματική συναίσθηση δηλαδή ότι είναι και για μας η μοναδική προστασία, μεσίτρια και πρεσβευτής.
Η όλη ακολουθία των Χαιρετισμών με τα εικοσιτέσσερα γράμματα του Ελληνικού αλφαβήτου, αυτή η ακολουθία, μας περιγράφει κατά πρώτον τον Ευαγγελισμό της Θεοτόκου, την επίσκεψη της Παναγίας στην Ελισάβετ, η οποία όπως είναι γνωστό, θα γεννούσε σε λίγες εβδομάδες τον Τίμιο Πρόδρομο. Επίσης οι Χαιρετισμοί αναφέρουν το σκίρτημα του εμβρύου, μέσα στα σπλάχνα της Ελισάβετ, και την ομολογία της με χαιρετισμούς. Εν συνεχεία αναφέρονται στις υποψίες του μνήστορος Ιωσήφ, που δεν μπόρεσε να καταλάβει το μέγα μυστήριο της ενανθρωπίσεως του Θεού Λόγου, στη μήτρα της Παρθένου Μαριάμ, αλλά και την μετέπειτα απόλυτη πίστη του στην αλήθεια που του απεκάλυψε ο άγγελος Κυρίου. Οι Χαιρετισμοί ακόμα μας περιγράφουν εν συντομία, περιληπτικά πολύ, τη Γέννηση του Σωτήρος Χριστού, την προσκύνηση των ποιμένων και των μάγων. Την Υπαπαντή του Κυρίου, από τον Συμεών τον Θεοδόχον. Τη φυγή Του στην Αίγυπτο και άλλα πολλά.
Πολλούς Χαιρετισμούς λέγουν προς την Παναγία, ο Αρχάγγελος Γαβριήλ, ο μνήστωρ Ιωσήφ, οι ποιμένες, οι μάγοι, οι ουράνιες αγγελικές δυνάμεις, και όσοι πιστεύουν από τους χριστιανούς στην Θεανθρωπότητα του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, διά μέσου της Παρθένου Μαρίας εκ Πνεύματος Αγίου.
Η δική μας απάντησις σε όλους αυτούς τους Χαιρετισμούς είναι το «Χαίρε Νύμφη Ανύμφευτε». Τι σημαίνει όμως αυτό το «Χαίρε Νύμφη Ανύμφευτε»; Νυμφίος της Εκκλησίας, εδώ στους Χαιρετισμούς, ονομάζεται και ο Θεός Πατέρας. Νύμφη Του, είναι η Παρθένος Μαριάμ, αφού αυτή είναι που γέννησε τον Υιόν και Λόγον του Θεού, τον ομοούσιον με τον Πατέρα, ως Θεάνθρωπον στο πρόσωπο του Ιησού Χριστού, τον Νυμφίο της Εκκλησίας.
Μα η Παναγία είναι και «Νύμφη Ανύμφευτε». Και είναι Ανύμφευτη επειδή γέννησε χωρίς άνδρα και εκ Πνεύματος Αγίου τον Χριστόν. Το πώς ο Χριστός, ο αληθινός Θεός, εισήλθε στη μήτρα της Παρθένου, αυτό παραμένει μυστήριο αξεπέραστο για τα δικά μας πεπερασμένα και φτωχά μυαλά.
Ακατάληπτος ο τρόπος της συλλήψεως, ακόμα και για τους αγγέλους και αρχαγγέλους και τις λοιπές ουράνιες δυνάμεις. Μόνον ο ίδιος ο Θεός γνωρίζει τον τρόπον που χρησιμοποίησε για να γίνει αυτή η σύλληψις, και να γίνει άνθρωπος, τέλειος άνθρωπος, χωρίς να πάψει να είναι και τέλειος Θεός, ο Θεάνθρωπος Κύριος, ο Ιησούς Χριστός, ο Σωτήρας του κόσμου.
Γι’ αυτό αδελφοί μου, όποιος από τους χριστιανούς λέγει τακτικά με σταυρωτό κομποσκοίνι, «Υπεραγία Θεοτόκε σώσον με», «Χαίρε Νύμφη Ανύμφευτε», αυτός ο χριστιανός βρίσκει πολλή την Χάριν, και πολύ πνευματικό πλούτο απολαμβάνει, και ασφαλώς εισακούονται όλα τα αιτήματά του.
Στην παράδοση της Εκκλησίας μας, μάς αναφέρεται και το εξής θαυμαστό γεγονός για την δύναμη που έχουν οι Χαιρετισμοί της Παναγίας. Θα πούμε αυτό το γεγονός, αυτήν την ιστορία.
Στα παλιά χρόνια, δηλαδή πριν από το 1800, κάποιος εκεί τότε, – υπήρχαν πολλοί λησταί, όπως είναι γνωστό, που στήνανε καρτέρι στα σταυροδρόμια, και λήστευαν τους περαστικούς,- κάποιος λοιπόν απ’ αυτούς τους αρχιληστάς είχε βάλει μερικούς συντρόφους, να στήνουν το καρτέρι τους σε ένα σταυροδρόμι που ήτο αναγκαστικό πέρασμα για τους περαστικούς πεζοπόρους, από τη μια πόλη στην άλλη. Και όποιος περνούσε, είτε ήταν μόνος του, είτε ήταν δύο είτε τρείς, τους λήστευαν.
Και μετά τους άφηναν να φεύγουν, δεν τους έκαναν κακό. Δεν τους τραυμάτιζαν, δεν τους κακοποιούσαν.
Κάποτε πέρασε απ’ αυτό το σταυροδρόμι και ένας άγιος μοναχός. Εκείνος, – τον σταμάτησαν βέβαια και τον λήστεψαν, τι να πάρουν από έναν μοναχό, τέλος πάντων, ό,τι είχε – δεν έφυγε. Παρακάλεσε τους ληστάς να τον οδηγήσουν στο λημέρι του αρχηγού τους, – λέει «τι τον θέλεις;»
-Α, λέει, θα σας πώ κάτι πολύ σπουδαίο. Σε λίγο θα περάσει ένας πολύ μεγάλος και πλούσιος έμπορος φορτωμένος διαμάντια, αλλά, θέλω να του πώ, πώς θα είναι ντυμένος, για να τον καταλάβετε, γιατί θάχει μαζί του πολλά τα κουρέλια.
Έτσι και έγινε, όχι για να μην του χαλάσουν το χατίρι, αλλά για τις απολαβές που θα είχε.
Τον πήγαν λοιπόν… μόλις συναντήθηκε ο μοναχός με τον αρχιληστή, του λέγει ότι θα καλέσεις όλους τους ανθρώπους εδώ, για να τους πω αυτό το μεγάλο νέο, διότι είναι πολύ σπουδαίο.
Πράγματι λοιπόν, εκείνος τους μάζεψε.
Α, λέει, κάποιος λείπει. Να μου τον φέρετε κι αυτόν εδώ.
Λέει, τι τον θέλεις, αυτός μαγειρεύει τώρα για το μεσημέρι.
Όχι, να τον φέρετε.
Πάνε λοιπόν, εκείνος δεν ήθελε να ’ρθεί, και τον άρπαξαν με το ζόρι, και τον έφεραν μπροστά στο μοναχό.
Μόλις ο μάγειρας αντίκρισε τον μοναχό, δεν ήθελε να τον βλέπει.
Αλλά ούτε και ο μοναχός γύρισε να τον δει.
Αντιθέτως ο μάγειρας άρχισε να τρέμει, να τρέμει πολύ.
Τον ρωτάει λοιπόν ο μοναχός.
- Γιατί τρέμεις μάγειρα;
- Ε, – αναγκάστηκε εκείνος να ομολογήσει, – ότι ήταν διάβολος που είχε μετασχηματιστεί σε άνθρωπο, για να παρακολουθεί από κοντά αυτόν τον αρχιληστή.
Ο αρχιληστής όμως αυτός, είχε μια πολύ καλή συνήθεια.
Προσευχόταν στην Παναγία καθημερινά. Και πώς προσευχόταν; – λέει.
Διάβαζε κάθε μέρα τους Χαιρετισμούς. Πρωί και μεσημέρι και βράδυ. Την καλή αυτή συνήθεια την πήρε απ’ τη μάνα του. Την πήρε απ’ το σπίτι του, που του είχε μάθει τους Χαιρετισμούς από μικρό παιδί, και έτσι τους ήξερε από στήθους. Δηλαδή από μνήμης, και τους έλεγε χωρίς να τους διαβάζει.
Βέβαια, αργότερα πήρε τον κακό το δρόμο κι έγινε ληστής, παρά ταύτα όμως, τους Χαιρετισμούς δεν τους είχε αφήσει ούτε μια μέρα. Έτσι η Παναγία βρισκόταν κοντά του και τον φύλαγε.
Και τον φύλαγε επειδή περίμενε μια ευκαιρία η Παναγία για να τον σώσει, να τον φέρει σε μετάνοια, ν’ αλλάξει ζωή, να σωθεί.
Ο μάγειρας διάβολος, είχε σταλεί πάλι απ’ τον αρχισατανά για να τον σκοτώσει και να πάρει την ψυχή του στην Κόλαση. Δεν μπορούσε όμως γιατί τον εμπόδιζαν οι Χαιρετισμοί της Παναγίας. Περίμενε λοιπόν μια ευκαιρία. Ποια; Το πότε θα ξεχνούσε έστω και μία φορά, έστω και μια μέρα, να απαγγείλει ο αρχιληστής τους Χαιρετισμούς της Παναγίας. Τότε θα ήταν αφύλακτος από την προστασία Της, θα προκαλούσε για τη μοιρασιά, ανάμεσα στους ληστάς και τους συντρόφους του κάποια φασαρία, εκείνοι με την προτροπή βέβαια του διαβόλου μάγειρα, θα τον σκότωναν και έτσι θάπαιρνε την ψυχή του στην Κόλαση.
Μα η Παναγία τον προστάτευε και τον προστάτευε χάριν των Χαιρετισμών. Μπορεί να ήτο ληστής, αλλά δεν ήταν φονιάς. Παρά ταύτα όμως τους Χαιρετισμούς δεν τους άφησε. Μπορεί η ζωή του να ήτο άσχημη, να ήτο κακή, να ήτο αντιευαγγελική αλλά ο Θεός όμως που δεν θέλει το θάνατο του αμαρτωλού ως το επιστρέψαι και ζείν αυτόν, και ακούγοντας και τις μεσιτίες και τις παρακλήσεις της Παναγίας Μητρός Του, του έδωσε την ευκαιρία για να σωθεί. Μόλις λοιπόν ο αρχιληστής άκουσε αυτή την ομολογία από τον μάγειρο διάβολο, αμέσως φωτίσθηκε. Κατάλαβε τα τραγικά του λάθη. Τις αμαρτίες του, και κείνη τη στιγμή μετανόησε, και σώθηκε.
Η μετάνοιά του συγκλόνισε και τους άλλους ληστάς, τους συντρόφους του, και με τις οδηγίες του αγίου εκείνου μοναχού όλοι τους οδηγήθηκαν στο μεγάλο μυστήριο της ευσπλαχνίας του Θεού, δηλαδή στην Ιερά Εξομολόγηση. Και με την έμπρακτη αποκατάσταση όλων των κλοπιμαίων, όλοι οι λησταί μαζί με τον αρχιληστή εσώθησαν.
Τους έσωσαν οι Χαιρετισμοί της Παναγίας.
Οι Χαιρετισμοί λοιπόν χριστιανοί μου, έχουν τεράστια σωτηριώδη σημασία, όταν τους διαβάζουμε ή τους απαγγέλουμε κάθε βράδυ με πίστη και ευλάβεια. Μας χαρίζουν την πλέον αποτελεσματική βοήθεια στην προσπάθειά μας και στον αγώνα που κάνουμε κάθε μέρα, για να νικήσουμε τα πάθη μας. Για να νικήσουμε το κακό, την αμαρτία και τον διάβολο. Άλλωστε Εκείνη μας προτρέπει και μας λέγει «φωνάξτε με», ή «φωνάζετέ με», «φωνάζετε το όνομά μου, και γω θα σας βοηθώ πάντοτε».
Να με καλείτε ή με το «Υπεραγία Θεοτόκε βοήθει μοι», ή με το «Υπεραγία Θεοτόκε βοήθησέ μας», ή «σώσον με», ή «σώσον ημάς». Άλλωστε είναι και λειτουργικός ύμνος. Κάθε φορά που αναφέρουμε το όνομα της Παναγίας μας στη Θεία Λειτουργία, στον όρθρο ή τον εσπερινό, οι ιεροψάλτες μας να απαντούν «Υπεραγία Θεοτόκε σώσον ημάς».
«Και γω θα έλθω», μας υπόσχεται η Παναγία, «θα σας βοηθήσω, και θα σας βοηθήσω σε όλες σας τις ανάγκες, σε όλους τους πειρασμούς της ζωής σας, στα βάσανα, στις θλίψεις και στις στεναχώριες. Θα είμαι πάντοτε κοντά σας. Μεσίτρια ακόμα και όταν θα βγαίνει η ψυχή σας, για να σας φυλάξω από τα εναέρια δαιμόνια. Αλλά και στη Δευτέρα Παρουσία του Υιού μου και Κριτού των πάντων και κει θα είμαι κοντά σας.»
Άλλωστε αυτό θα το δούμε σε λίγο, όταν θα απαγγείλουμε την προσευχή στην Υπεραγία Θεοτόκο που αρχίζει με το «Άσπιλε, αμόλυντε».
Χριστιανοί μου, ας αγαπήσουμε αυτή την προσευχή των Χαιρετισμών,
και την επίκληση του ονόματός Της και τότε εκείνη θα ανοίξει την πόρτα του Παραδείσου και θα μας σώσει.

Το εύχομαι εις όλους σας,
και σεις να το εύχεστε σε μένα,
Αμήν.

Του π. Στεφάνου Αναγνωστόπουλου

πηγή: Πενταπόσταγμα

Πέμπτη 22 Σεπτεμβρίου 2011

Πότε κάνουμε το σταυρό μας στις ακολουθίες, αλλά και γενικά όταν βρισκόμαστε μέσα στην Εκκλησία;

 

Κάνουμε το σταυρό μας:

1. Μόλις ανάψουμε το κερί μας.
2. Όταν μπαίνουμε στους Ιερούς Ναούς και όταν βγαίνουμε από αυτούς.
3. Στην αρχή κάθε ακολουθίας.
4. Σε κάθε Τριαδική εκφώνηση.
Δηλαδή κάθε φορά πού θα λέγεται ή θα ψάλλεται το: «Δόξα Πατρί και Υιώ και Αγίω Πνεύματι»,ή όταν ακούγεται το «... του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος...».
5. Σε κάθε εκφώνηση της Παναγίας:
«Της Παναγίας, αχράντου, υπερευλογημένης, ενδόξου, Δεσποίνης ημών Θεοτόκου και αειπαρθένου Μαρίας...» που υπάρχει στα Ειρηνικά, Πληρωτικά και Μικρές Συναπτές.
6. Στα Απολυτίκια ή Τροπάρια όταν και όπου ακούγεται το όνομα του Αγίου ή της Αγίας της ημέρας, του Ναού κλπ.
7. Στον Όρθρο, όταν ψάλλεται, επαναλαμβανόμενο, το Μεγαλυνάριο της Παναγίας: «Την τιμιωτέραν των Χερουβείμ και ενδοξοτέραν ασυγκρίτως των Σεραφείμ…». Το σταυρό μας είναι προτιμότερο να τον κάνουμε , όταν φθάνει η ψαλμωδία στο: «...την όντως Θεοτόκον ...», για να τονίζεται η πίστη ότι εγέννησε Θεόν.
8. Στη Μικρή και Μεγάλη Είσοδο, όταν περνούν από μπροστά μας το Ευαγγέλιο και τα Τίμια Δώρα.
9. Στον Τρισάγιο ύμνο: «Άγιος ο Θεός, Άγιος Ισχυρός, Άγιος Αθάνατος, ελέησον ημάς».
10. Στο «Δεύτε προσκυνήσωμεν και προσπέσωμεν...» το όποιο επαναλαμβάνεται τρις. Μαζί με το σταυρό μας σ' αυτήν την περίπτωση κάνουμε κάθε φορά και μία μικρή μετάνοια.

11. Πριν από το τέλος του Εσπερινού, όταν ο Ιερέας λέγει το «Νυν απολύεις τον δούλον σου, Δέσποτα, κατά τό ρήμα σου έν ειρήνη ότι είδον οί οφθαλμοί μου τό σωτήριόν σου…».
12. Στις απολύσεις των ακολουθιών (Εσπερινού, Όρθρου και λοιπών ακολουθιών),καθώς και στην απόλυση της Θείας Λειτουργίας.
13. Κάθε άλλη φορά, κατά τις διάφορες αιτήσεις του Ιερέα , έφ' όσον αυτό αναπαύει ή ευχαριστεί τον πιστό.
14. Όταν προσκυνούμε τις άγιες Εικόνες ή άγια Λείψανα.
15. Πριν κοινωνήσουμε και μετά τη Θεία Κοινωνία.

ΔΕΝ κάνουμε το σταυρό μας:

1. Όταν μας θυμιάζει ο Ιερέας. Στις περιπτώσεις αυτές αντί Σταυρού, κάνουμε μια υπόκλιση της κεφαλής ευχαριστούντες τον Ιερέα για την τιμή πού μας κάνει: Μετά τις άγιες Εικόνες να θυμιάζει και εμάς, ως εικόνες του Θεού! Εάν καθόμαστε , πρέπει να σηκωνόμαστε.
2. Όταν στην αρχή του Όρθρου αναγινώσκεται ο Εξάψαλμος.
Το σταυρό μας μπορούμε να κάνουμε στην αρχή και στο τέλος του Εξάψαλμου. Σ' όλη όμως τη διάρκεια αυτού, ακόμη και στο μέσον του, όταν λέγουμε τα «Δόξα... Και νυν... Αλληλούια...» ΔΕΝ κάνουμε το σταυρό μας, αλλά παρακολουθούμε «εν πάση σιωπή και κατανύξει» τον Αναγνώστη, ο όποιος «μετ' ευλάβειας και φόβου Θεού», διαβάζει τον Εξάψαλμο.
Διότι ό χρόνος αυτός τής αναγνώσεως προεικονίζει το χρόνο τής Δευτέρας Παρουσίας του Κυρίου, κατά τη διάρκεια του οποίου με φόβο και τρόμο θα αναμένουμε την τελική κρίση Του για εμάς.
Και, όπως τότε, έτσι και τώρα θα πρέπει σιωπώντες, όρθιοι, ακίνητοι, χωρίς μετακινήσεις ή, προπαντός, χωρίς και τούς παραμικρούς θορύβους, να παρακολουθούμε την ανάγνωση αυτή. (Ιδιαίτερη προσοχή χρειάζεται στις εσπερινές ακολουθίες της Μεγάλης Εβδομάδας, οι οποίες είναι ό Όρθρος της επομένης.
Διότι τότε, αφηρημένοι, μπαίνουμε στους Ναούς χωρίς να προσέχουμε, εάν εκείνη την ώρα διαβάζεται ο Εξάψαλμος. Σ' αυτές τις περιπτώσεις θα πρέπει να παραμένουμε ακίνητοι στην είσοδο του Κυρίως Ναού και μετά το πέρας της αναγνώσεως να μετακινούμαστε για να καταλάβουμε τη θέση μας).
3. Όταν φιλάμε το χέρι Ιερωμένου.
Η συνήθεια ορισμένων να κάνουν το σταυρό τους πριν φιλήσουν το χέρι του Επισκόπου ή Ιερέα ή οποιουδήποτε ρασοφόρου είναι λανθασμένη. Το σταυρό μας τον κάνουμε, όταν ασπαζόμαστε τις άγιες Εικόνες και όχι όταν ασπαζόμαστε το χέρι του Ιερωμένου.
Όταν λοιπόν πρόκειται να επικοινωνήσουμε ή να συναντηθούμε με Ιερωμένο, μπορούμε να πούμε «Ευλόγησον, Δέσποτα ή Πάτερ» ή «Την ευχή σας, Σεβασμιώτατε ή Αγιε Καθηγούμενε ή Πάτερ και κάνοντας μία μικρή υπόκλιση της κεφαλής να ασπαστούμε το δεξί του χέρι, όποτε συνεχίζουμε το διάλογο μαζί του, όπως επιθυμεί ό καθένας.
Το ίδιο κάνουμε και φεύγοντας από κοντά του. Λέμε, «Την ευχή σας ή Ευλογείτε, Πάτερ», κάνουμε μικρή υπόκλιση, προτείνοντας τις παλάμες μας σταυροειδώς, ασπαζόμαστε τη δεξιά του και φεύγουμε.
4. Όταν λαμβάνουμε το αντίδωρο από το χέρι του Ιερέα, το οποίο (χέρι) στη συνέχεια το ασπαζόμαστε.


του π. Γεωργίου Κουγιουμτζόγλου (από το :"Λατρευτικό Εγχειρίδιο" σελ. 168,171)
http://orthodox-answers.blogspot.com/2009/09/blog-post_24.html

Τετάρτη 21 Σεπτεμβρίου 2011

Πως πρέπει να παίρνουμε το αντίδωρο και τι πρέπει να ξέρουμε για αυτό;



undefinedΟ Ιερός Καβάσιλας μας λέει: «Ο άρτος που διανέμεται ως αντίδωρο, έχει από πριν αγιασθεί, επειδή προσφέρθηκε στον Θεό. Όλοι οι εκκλησιαζόμενοι χριστιανοί τον δέχονται με ευλάβεια μέσα στην δεξιά κυρτή τους παλάμη και ασπάζονται το δεξί χέρι του Ιερέως που πριν από λίγο ακούμπησε και κομμάτιασε το πανάγιο Σώμα του Σωτήρος Χριστού
Επειδή αγιάσθηκε ολόκληρο, γιαυτό πιστεύεται από την Εκκλησία μας ότι το χέρι του λειτουργού μεταδίδει αυτόν τον αγιασμό σε όσους το αγγίζουν και το ασπάζονται»
Βασικά πράγματα που πρέπει να γνωρίζουμε για το αντίδωρο:

Πρέπει να μοιράζεται μέσα σε ησυχία και τάξη
Το παίρνουμε από το χέρι του Ιερέα και όχι από το παγκάρι
Τοποθετούμε το δεξί μας χέρι πάνω στο αριστερό και με ανοιχτή την παλάμη
Οι ιεροψάλτες ψάλλουν ύμνους κατά την διάρκεια της διανομής
Πρέπει να είμαστε νηστικοί για να το φάμε.


Το καταναλώνουμε όλο και δεν το πετάμε πουθενά.
Μην ξεχνάμε ότι δίνεται αντί-δώρου δηλαδή αντί για το μεγάλο δώρο που είναι η Θεία Κοινωνία, αλλά και ως επιπλέον δώρο για αυτούς που κοινώνησαν


Πιο αναλυτικά (του π.Θεολόγου) :
α. Το αντίδωρο βγαίνει από τα πρόσφορα, που προσεκόμισαν και προσέφεραν οι πιστοί, προκειμένου να τελεσθεί η Θ.Λειτουργία. (γι'αυτό και η ονομασία "πρόσφορο", από το ρήμα προσφέρω). Το πρόσφορο ζυμώνεται με προσευχές και θυμιάματα και σφραγίζεται με τα σύμβολα του Χριστού μας ΙC XC ΝΙ ΚΑ.
Γι'αυτό ήδη από την παρασκευή του ενέχει ευλογία, δεν είναι κοινός άρτος. Με το που προσφέρεται στο Αγιο Βήμα, αποκτά ακόμη μεγαλύτερο αγιασμό. Τελικά, αμέσως μετά τον Καθαγιασμό των Τιμίων Δώρων, όπου το τμήμα του προσφόρου, που προσκομίσθηκε στο Αγιο Δισκάριο και την Αγία Τράπεζα, έγινε Σώμα και Αίμα Χριστού, παίρνει ο Λειτουργός τα κάνιστρα με το Αντίδωρο ένα-ένα και τα υψώνει εμπρός από την Αγία Τράπεζα λέγοντας "Μέγα το Όνομα της Αγίας Τριάδος".
Αυτό είναι μιά προσομοίωση της πράξεως που προηγήθηκε στο "τα σα εκ των σων", όπου ο Λειτουργός ύψωσε και σχημάτισε στον αιθέρα το σχήμα του Τιμίου Σταυρού, δοξολογώντας ευγνωμονικά τον Πλαστουργό μας.
Έτσι το Αντίδωρο αποκτά και μιά ακόμη ευλογία. Επίσης ωρισμένοι Ιερείς λέγουν και μιά άλλη σύντομη ευχή (όχι απαραίτητη - η ευλογία κατέρχεται με τη Δοξολόγηση του εν Τριάδι Προσκυνητού και Λατρευτού Θεού μας): "ευλόγησον, Κύριε, τους άρτους τούτους και τους εξ αυτών μεταλαμβάνοντας αγίασον".
Ομοίως, άλλοι Λειτουργοί προσθέτουν έναν Θεομητορικό Ύμνο: "η το Χαίρε δι'Αγγέλου δεξαμένη και τεκούσα τον Κτίστην τον ίδιον, Παρθένε σώζε τους σε μεγαλύνοντας". Και κάπου συνάντησα έναν ευσεβέστατο Εφημέριο (σε χωριό των Καλαβρύτων) που λειτουργεί καθημερινώς! να λέει "η το Χαιρε δι'Αγγέλου δεξαμένη και τεκούσα τον Κτίστην τον ίδιον, Παρθένε Υπερένδοξε, Απειρόγαμε, Υπερευλογημένη, σώζε τους σε μεγαλύνοντας".
Τούτο, πραγματικά, έχει τη θέση του, διότι το Αντίδωρο συμβολίζει το σώμα της Αειπαρθένου. Είναι τμήμα του προσφόρου, απ'όπου προήλθε ο Αμνός του Θεού. Και άκουσα κάποτε ένα παιδάκι που κοινώνησε να προσέρχεται στο Αντίδωρο και να λέει, "μαμά, να πάρουμε τώρα και την Παναγία μας".
β. Καλό είναι το Αντίδωρο να υπάρχει σε ένα κάνιστρο κοντά σε όσους κοινωνούν, ώστε αμέσως μετά τη Θ.Μετάληψη να λαμβάνουν ένα κομμάτι και να σπογγίζουν τα χείλη και το στόμα τους.
γ. Μερικοί αποζητούν το λεγόμενο "Ύψωμα". Αυτό είναι Αντίδωρο, αλλά τέτοιο κομμάτι που να διατηρεί τη σφραγίδα του Κυρίου (IC XC ΝΙΚΑ) πάνω του. Και το θεωρούμε πιό τιμητικό. Το προσφέρει ο Ιερεύς σε όσους ήδη είχαν προσκομίσει πρόσφορο γιά την τέλεση της Θ.Λειτουργίας, ή σε όσους τιμώνται (πχ Δήμαρχος του τόπου) ή σε συγγενείς ανθρώπου, του οποίου τελούμε Μνημόσυνο, προς παρηγορίαν τους μεγαλυτέρα.
Τούτο όμως δεν πρέπει να καταλήγει να γίνεται αφορμή ξεσυνέργιας ή παρεξηγήσεων. Ίδια είναι η ευλογία που παίρνουμε. Ακόμη και με τα ψίχουλα που απέμειναν στο κάνιστρο!! Κι'όσο πιό ευλαβική και κατανυκτική και ανώτερη και εύτακτη είναι η ψυχή μας, τόσο πιό πολύ ωφελούμεθα..
δ. Παίρνοντας το αντίδωρο από το χέρι του Ιερέα, συγχρόνως και επικοινωνούμε μαζί του. Τον προσεγγίζουμε. Έκείνος λουσμένος στην ιερότητα και τη θεΪκή Χάρη (και στον ιδρώτα συχνά, έναν ξεχωριστό ιδρώτα κατανύξεως) κι'οι εκκλησιαζόμενοι, που μέχρι τώρα ήταν απέναντι, κάπως απόμακροι, να έρχονται και να τον εγγίζουν, σα να εγγίζουν τον ίδιο το Χριστό μας.
Εκείνη τη στιγμή και ο Ιερέας θα δείξει μιά διακριτική οικειότητα προς κάθε ψυχή της Ενορίας του, θα τους χαιρετήσει με το όνομά τους, θα τους ευχηθεί, θα στείλει χαιρετίσματα σε κάποιον κατάκοιτο της οικογενείας κοκ. Λιτά όμως. Και χωρίς διαχύσεις ή πληθωρικά χαμόγελα ή άσχετα θέματα και καθυστερήσεις.
Μέσα στο κλίμα της Λειτουργίας!.
ε. Αρκετές φορές από τα πρόσφορα που έφεραν οι πιστοί περίσσεψαν πολλά. Είναι ευλογία αυτό. Δείχνει πόσο οι πιστοί συμμετέχουν στο μεγάλο γεγονός της Θ.Λειτουργίας. Οι Ιερείς κρατούν ωρισμένα, γιά να λειτουργήσουν ενδιαμέσως της εβδομάδος, και τα υπόλοιπα είναι επιτρεπτό να τα διοχετεύσουν σε σπίτια ευσεβών χριστιανών.
Σκεφθείτε μάλιστα όταν υπάρχει πανηγύρι, πόσα περισσεύουν!.. Δεν είναι άτοπο να τα παραλάβουν οι πιστοί, αλλά πρέπει να παρατεθούν στο τραπέζι, όπου καθόμαστε κανονικα΄και κάνουμε προσευχή, τραπέζι οικογενείας, όπου όλα είναι ευλογημένα και ιερά, και έτσι το πρόσφορο, που το λαμβάνουμε ως ψωμί, προσθέτει στην ιερότητα του τραπεζιού μας.
Υπάρχει και η περίπτωση να το φρυγανίσουμε λίγο, ώστε να διατηρηθεί και να το λαμβάνουμε με αγιασμό. Ομοίως και ευλογημένο τμήμα Αντιδώρου μπορούμε να φρυγανίζουμε (γιά να διατηρηθεί πολλές μέρες), ώστε να λαμβάνουμε το πρωϊ κατά την προσευχή μας..

ΠΗΓΗ: http://orthodox-answers.blogspot.com
http://agiosmgefiras.blogspot.com/2010/11/blog-post_6950.html





.

Δευτέρα 19 Σεπτεμβρίου 2011

Ποια η ανάλυση της ευχής : 'Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησον με τον αμαρτωλόν';.

Του Aρχιμ. Aιμιλιανού Kαθηγουμένου I. M. Σίμωνος Πέτρας Αγίου Όρους :

Tην προσευχήν του Aγίου Όρους ποιός δεν την γνωρίζει; Aποτελείται από μίαν φράσιν μικράν, από μετρημένας τας λέξεις.

"Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησον με τον αμαρτωλόν".

Mε την βοεράν κραυγήν «Kύριε», δοξολογούμεν τον Θεόν, την ένδοξον μεγαλειότητά Tου, τον βασιλέα του Iσραήλ, τον δημιουργόν της ορατής και αοράτου κτίσεως, όν φρίττουσι τα Σεραφείμ και τα Xερουβείμ.

Mε την γλυκυτάτην επίκλησιν και πρόσκλησιν «Iησού», μαρτυρούμεν, ότι είναι παρών ο Xριστός, ο σωτήρ ημών, και ευγνωμόνως τον ευχαριστούμεν, διότι μας ητοίμασε ζωήν αιώνιον.

Mε την τρίτην λέξιν "Xριστέ", θεολογούμεν, ομολογούντες ότι ο Xριστός είναι αυτός ο Yιός του Θεού και Θεός. Δεν μας έσωσε κάποιος άνθρωπος, ούτε άγγελος, αλλά ο Iησούς Xριστός, ο αληθινός Θεός.

Eν συνεχεία, με την ενδόμυχον αίτησιν «ελέησόν με», προσκυνούμεν και παρακαλούμεν να γίνη ίλεως ο Θεός, εκπληρών τα σωτήρια αιτήματά μας, τους πόθους και τας ανάγκας των καρδιών μας.

Kαι εκείνο το «με», τί εύρος έχει! Δεν είναι μόνον ο εαυτός μου - είναι άπαντες οι πολιτογραφηθέντες εις το κράτος του Xριστού, εις την αγίαν Eκκλησίαν, είναι όλοι αυτοί που αποτελούν μέλος του ιδικού μου σώματος.

Kαι, τέλος, διά να είναι πληρεστάτη η προσευχή μας, κατακλείομεν με την λέξιν «τόν αμαρτωλόν», εξομολογούμενοι - πάντες γάρ αμαρτωλοί εσμεν - καθώς εξωμολογούντο και όλοι οι Άγιοι και εγίνοντο διά ταύτης της φωνής υιοί φωτός και ημέρας.
Eξ αυτών αντιλαμβανόμεθα, ότι η ευχή εμπεριέχει δοξολογίαν, ευχαριστίαν, θεολογίαν, παράκλησιν και εξομολόγησιν.

πηγή: http://ixthis.gr/

Το σώμα στην Ορθόδοξη αγιογραφία (Ιερομόναχος Συμεών Γρηγοριάτης).

Συνέντευξη.
ΕΡΩΤΗΣΗ: Πώς παρουσιάζεται το ανθρώ­πινο σώμα στην ορθόδοξη εικόνα;

ΑΠΑΝΤΗΣΗ: H δημιουργία είναι εκ του μηδενός. Το μηδέν το ιστόρησαν ιερογλυφικά οι Μάγια ως ένα κοχύλι. Ταυτόχρονα, το κοχύλι ήταν και το σύμ­βολο της γονιμότητος. Στην αρχαία μας μυθολογία από ένα κοχύλι γεννήθηκε η αγάπη, από το μηδέν θα μπορούσαμε να πούμε. Ένα μηδέν που βρίσκεται μέσα στη θάλασσα που αντανακλά τον ουρανό· η ψυχή του ανθρώπου, που δεν ησυχάζει. Από το μηδέν αναδύεται η Αγάπη. Το σώμα της είναι σώμα έρωτος και ομορφι­άς. Το φαγώσιμο σώμα του κοχυλιού είναι κρυμμένο μέσα σ' ένα απίθανο και κόσμιο λειτουργικό «σπίτι», το οποίο, ενσωματώ­νοντας πολύπλοκες μαθηματικές δομές, αυτό το μικρό ζώο έχει κτίσει. Αυτό το κρυμμένο σώμα, σώμα δόξης, φωτός και ωραιότητος, ντυμένο ευπρέπεια αφθαρσί­ας, μας αποκαλύπτει η ορθόδοξη εικόνα.

Μας ιστορεί την πέρα από την πόρτα του μηδενός κρυμμένη Βασιλεία του Φωτός, όπου σκιές δεν υπάρχουν και όπου η προοπτική, σεβόμενη την επιφάνεια, ανοί­γεται στο άπειρο. Πόσο είναι συναρπαστι­κές οι παράλληλες που, ξεκινώντας από την καρδιά μας, ανοίγονται και προεκτεί­νονται στο άπειρο πάνω στην επιφάνεια της σανίδος, κάτω από την κάθετο του Θεού.

Κοχύλι είναι η Παναγία. Κοχύλι, μήτηρ της Εικόνος. Οι βυζαντινοί αγιογράφοι χρησιμοποιούσαν το κοχύλι (το γόνιμο μηδέν) για να ανακατεύουν μέσα του το κίτρινο του αυγού με τα διάφορα χρώματά τους.

Ο αγιογράφος έχει μπροστά του μια λευκή σανίδα που πρέπει να γεμίσει σύμ­φωνα με την παράδοση των αγίων αγιο­γράφων, έχοντας ως παράδειγμα τις πα­λαιές εικόνες. Κοιτάζοντάς τες ο αγιογρά­φος ζωγραφίζει μια εικόνα που δεν είναι εξωτερική μίμησις εκείνης που βλέπει. Κι αυτό διότι ο πραγματικός αγιογράφος δεν βλέπει· ο πραγματικός αγιογράφος είναι τυφλός. Η αλμύρα των κυμάτων έχει καταστρέψει τα αισθητήρια της σαρκός του. Ο παραδοσιακός αγιογράφος ζω­γραφίζει με αναμμένο άνθρακα. Αναμμέ­νος άνθρακας είναι η Παραμυθία του ζωγράφου και όλων εκείνων που τα μάτια τους είναι ωκεανοί φωτός. Χάρη στη φωσφορική πέτρα της αγάπης ο εικονο­γράφος αποκαλύπτει το κρυπτό και καλύ­πτει τα υπόλοιπα.

Για να ζωγραφίσει με αναμμένο άνθρα­κα ο αγιογράφος πρέπει ο ίδιος ως ένα σημείο να έχει φθάσει στην ανυπαρξία, να έχει διεισδύσει στο κρυπτό. Έτσι θα μπο­ρέσει να αποκαλύψει την μόνο εν πυρί ουρανίω και εν αύρα λεπτή θεωρουμένη πραγματικότητα. Ο παραδοσιακός αγιο­γράφος είναι τυφλός και βλέπει τα υπέρ, την πραγματικότητα εδώ αοράτως συνούσα. Και μεις προσκυνώντας μιαν εικό­να βλέπουμε και τιμούμε την εικονογρα­φημένη πραγματικότητα, όπου η Αλήθεια σημειώνει τον τύπο και το σημείο Της.

ΕΡΩΤΗΣΗ: Ποιά είναι η σχέση ανάμεσα στο κρυπτό και σε ό,τι είναι φανερό σε μιαν εικόνα, π.χ. στο σώμα;

ΑΠΑΝΤΗΣΗ: Η προσπάθεια του αγιο­γράφου είναι να παρουσιάσει την μη φαινόμενη πραγματικότητα όπως υπάρχει στη σκέψη του Θεού, αλλά σε σχέση με μας. Υπάρχει στην εικόνα ένας μεγάλος σεβασμός στην αναλογία της πλάσεως, διότι για μας η πλάση προϋποθέτει την παρουσία του Δημιουργού, του παιδίου νέου προαιωνίου Θεού. Το κτιστό και το άκτιστο δεν είναι σε αντίρρηση, αλλά ασυγχύτως ενωμένα εν τω Κυριακώ Ανθρώπω, τω Όντι. Γι’ αυτό η ορθόδοξη αγιογραφία αποκαλύπτει το κρυπτό χωρίς να αναιρέσει τους τύπους του φαινομένου. Αυτά τα είχαν καταλάβει πολύ καλά οι Αιγύπτιοι, όπως π.χ. φαίνεται στα λεγόμε­να «πορτραίτα» του Φαγιούμ. Κληρονό­μος αυτής της παραδόσεως ο άγιος Κύριλ­λος Αλεξανδρείας λέει: «Ούκ αναιρεί τύπους η αλήθεια, καθίστησι δε εμφανε­στέρους».

ΕΡΩΤΗΣΗ: Εν προκειμένω, τύπος είναι το ανθρώπινο σώμα;

ΑΠΑΝΤΗΣΗ: Ναι, το ανθρώπινο σώμα είναι τύπος που δεν αναιρείται, αλλά μεταμορφώνεται. Και η μεταμόρφωση δεν θίγει την πραγματικότητά του. Γιατί και το σώμα είναι μια αμαυρωμένη εικόνα του ενσαρκωμένου Λόγου. Απλούστατα, η αγιογραφία καθιστά φανερωτέρους τους τύπους, τις μορφές. Η λέξη εικόνα είναι εδώ προτιμότερη από τη λέξη τύπος. Παραφθαρμένη η εικόνα μέσα στο χώρο της πτώσεως, καλείται να επανεύρει το αρχέγονο κάλλος. Η όλη πνευματική μας ζωή δεν είναι παρά μια συνεχής απογύμνωση. Καλούμαστε να αφαιρέσουμε τα καλύμματα των παθών και να φθάσουμε σ' εκείνη τη γυμνότητα που φανερώνει το αρχαίον κάλλος. Όπως λέγει ο άγιος Γρηγόριος Νύσσης, ξεκινώντας από την κατάσταση των «δερματίνων χιτώνων» πρέπει να φθάσουμε στην αρχέγονη γυμνότητα, για να μπορέσουμε στη συνέχεια να ενδυθούμε το «βασιλικόν ιμάτιον» που είναι ο Χριστός.

ΕΡΩΤΗΣΗ: Πώς αυτό, που συνιστά όλο το νόημα της χριστιανικής ασκήσεως, φαίνε­ται στην εικόνα;

ΑΠΑΝΤΗΣΗ: Η αγιογραφία είναι νη­στεία με τα μάτια. Ο αγιογράφος ζωγρα­φίζει αποφατικά. Εκφράζεται με ειδικό τρόπο. Τα πρόσωπα δεν βρίσκονται υπό το χώρο και το χρόνο, αλλά εκτός του χώρου και του χρόνου, που όμως εικονο­γραφικώς και αυτοί παριστάνονται. Η νύχτα π.χ. που ανήκει στο χρόνο, προσωποποιείται ή υπονοείται με ένα άστρο ή με τη σελήνη. Οι άγιοι δεν βρίσκονται μέσα στη νύχτα οι ίδιοι, αλλά στη χώρα του φωτός. Ο Ευαγγελισμός γίνεται μέσα στην αυλή του σπιτιού της Παναγίας, στην εικόνα όμως φαίνεται ότι η Παναγία δεν είναι κλεισμένη μέσα στην αυλή, αλλά είναι εκτός του τόπου. Η αυλή παριστάνεται ως φόντο και για να φανεί ότι το γεγονός αυτό γίνεται μέσα στην αυλή, ζωγραφίζουμε ένα κόκκινο πανί επάνω. Αυτό είναι μία convention (συνθήκη). Ενώ στη Σταύρωση που γίνεται εκτός της πόλεως, βλέπουμε τα τείχη της πόλεως, αλλά δεν βάζουμε κόκκινο πανί, διότι έγινε εκτός της πόλεως. Η σταύρωση όμως ταυτόχρονα γίνεται σ' εκείνο το χώρο που μας χωράει όλους μας, γίνεται στη χώρα των ζώντων.

ΕΡΩΤΗΣΗ: Έχουμε δηλαδή μια υπέρβαση του χώρου και του χρόνου μέσα στην εικόνα.

ΑΠΑΝΤΗΣΗ: Ο ορθόδοξος αγιογρά­φος σέβεται τις δύο διαστάσεις, ύψος και πλάτος, που του δίνει η ζωγραφική του επιφάνεια. Δεν βιάζει την επιφάνεια του πίνακος δημιουργώντας μια τρίτη διάστα­ση, απλώς την υπονοεί. Δεν υποτάσσεται στην ψευδαίσθηση του φαινομένου, ακρι­βώς γιατί αυτό που ζωγραφίζει είναι εικόνα, όχι πίνακας ή πορτραίτο. Δεν πάει να κάνει μια μίμηση της πραγματικότητος, αλλιώς θα ενεκλώβιζε τα πρόσωπα στην αίσθηση της φθοράς που δημιουργεί το σαρκικό φρόνημα. Όλα τα στοιχεία της φθοράς υπερβαίνονται για να μας βγά­ζουν από τη στατικότητα και να μας φέρνουν στη χώρα των ζώντων, στη χώρα του Πατρός, που είναι ακριβώς αυτό που αποκαλύπτει η εικόνα. Η όντως πραγματικότης.

Αυτό το ίδιο γίνεται και με τα σώματα. Ο αγιογράφος χρησιμοποιεί εδώ αυτό που ονομάζουμε perspective renversee: ανάποδη προοπτική. Ιστορεί το σώμα που δεν αντικειμενοποιείται δια του σαρκι­κού φρονήματος. Είναι μία θέα που έχει περάσει από την περιτομή της καρδίας. Δεν είναι το σώμα που εσύ εγκλωβίζεις στη σκέψη σου και το αντικειμενοποιείς, αλλά μέσω μιας αποφατικότητος που, στη γλώσσα των εικόνων χαρακτηρίζεται ως καταφυγή στην ανάποδη προοπτική, το σώμα που ιστορείται νοιώθεις να σου φεύγει από τα χέρια και σε κάνει να φεύγεις και συ από το σαρκικό φρόνημα και να τοποθετείσαι μέσα στην αλήθεια της εικόνας.

Η εικονογραφική γλώσσα δεν είναι γλώσσα αντικειμενοποιητικών τάσεων και συναισθημάτων, αλλά είναι απαλλαγμένη από κάθε σαρκικό φρόνημα. Μέσα στην ορθόδοξη παράδοση και ζωή, τα συναι­σθήματα δεν καταστρέφονται, μεταμορ­φώνονται. Δεν είναι πλέον αισθήματα που ενισχύουν την εγωκεντρική προσωπικότη­τα, που αντικειμενοποιούν τον άλλο, αλλά είναι αισθήματα, που βοηθούν να δεις τον άλλο ως υποκείμενο. Αυτό που εικονίζεται είναι μια υποκειμενική πραγματικότητα, που έχει όμως καθολικό χαρακτήρα και γι’ αυτό είναι και αντικειμενική. Παρουσι­άζει μέσα στα σώματα την κτιστή φύση, χωρίς να καταργεί ή να σφετερίζεται το παραμικρό μέρος της. Γι’ αυτό η θέα της εικόνος είναι μια άσκηση. Για τους αμυσταγώγητους η θέα των εικόνων είναι παράξενη. Είναι συνηθισμένοι να βλέπουν σύμφωνα με το σαρκικό φρόνημα. Γι’ αυτό αν και είναι μία μαρτυρία ειρήνης μέσα στον κόσμο, η εικόνα δεν παύει να είναι και ένα χαστούκι, μια κρίση για το σαρκικό άνθρωπο. Όπως είναι το φως γι’ αυτόν πού βγαίνει από το σκότος έξαφνα. Ελέγχει το σαρκικό φρόνημα μέσα στον άνθρωπο και ανακαλεί την εικόνα του αρχαίου κάλλους, του βαθιά ποθούμενου, αυτού που τόσες φορές κατά βάθος αν και στα τυφλά αναζητάμε.

ΕΡΩΤΗΣΗ: Ποιό είναι το αρχαίο κάλλος του σώματος, όπως αποκαλύπτεται στην εικόνα;

ΑΠΑΝΤΗΣΗ: Το φωσφορικό κάλλος, ο Χριστός. Ο άνθρωπος ο αληθινός.

ΕΡΩΤΗΣΗ: Η ζωή του σώματος εκφράζε­ται στην εικόνα;

ΑΠΑΝΤΗΣΗ: Βέβαια, η ζωή του σώμα­τος, που όμως δεν υποκύπτει πλέον στις ανάγκες της φθοράς. Τα ιστορικά συμβάν­τα ωστόσο παριστάνονται, π.χ. ο Μυστι­κός Δείπνος. Με την εικόνα, εμείς βρισκό­μαστε στο Μυστικό Δείπνο όπου ο Χρι­στός και οι Απόστολοι τρώνε. Αλλά δεν είναι τα σώματα της φθοράς, τα κάτω από τη δουλεία της διαιρέσεως που εικονίζον­ται. Είναι σώματα που αποτελούνται από φως, που είναι τα ίδια φως, γι’ αυτό και υπερβαίνουν το χρόνο.

ΕΡΩΤΗΣΗ: Δηλαδή η ορθόδοξη εικόνα μας παρουσιάζει τα ανθρώπινα σώματα στην απηρτισμένη τους τελειότητα, στην κατάσταση της δόξης.

ΑΠΑΝΤΗΣΗ: Ναι, μέσα στη δόξα, αλ­λά παρουσιάζει και τους αμαρτωλούς, που κι αυτοί βρίσκονται μέσα στη δόξα, γιατί κι αυτοί είναι πλασμένοι κατ' εικόνα Θεού. Παρουσιάζονται βέβαια προφίλ, γιατί δεν είναι σε κοινωνία με το φως. Η αρετή είναι φανέρωση του φωτός, του εκθαμβωτικού κάλλους, της φωσφορικής Πέτρας. Αλλά και η αμαρτία φανερώνει αυτή την Πέτρα δια της ελλείψεως του φωτός.

Ο άνθρωπος δεν υπάρχει ανεξάρτητα από τον Θεό, σαν μια αυτόνομη βιολογική ύπαρξη. Αυτή είναι δυτική διαστρέβλωση. Η Ορθοδοξία βλέπει τα πάντα θεολογι­κά. Ούτε η πλάση υπάρχει ως φύση αυτόνομη, αλλά ως έργο του Τριαδικού Θεού που κάθησε και έφτιαξε το κάθε τι με την αγάπη του. Όλα προϋποθέτουν τη χάρη, το Θεό, το ουράνιο πυρ, που είναι δροσιά, την εικόνα, την κατ' αναλογία συμμετοχή στις άκτιστες ενέργειες του Θεού. Για το λόγο αυτό νοιώθω έντονη αντίδραση για μερικά κείμενα που τελευ­ταία έχουν γραφεί από μοντέρνους θεολόγους εν σχέσει προς το πρόσωπο. Δεν μπορώ να καταλάβω με ποιο δικαίωμα και πως ως χριστιανοί ορθόδοξοι τολμούν να μιλήσουν για τον άνθρωπο ως βιολογικό όν. Πού το βρίσκουν αυτό το πράγμα; Τότε θα μπορούσαμε να καταλάβουμε τον άνθρωπο με το μικροσκόπιο, με μια ραδιο­γραφία, μια χημική ανάλυση. Αλλά το μικροσκόπιο δεν θα δει ποτέ τον άνθρω­πο, γιατί ακόμα και τα χημικά συστατικά του ανθρώπου έχουν μια θεολογική διά­σταση, που τη βλέπει μόνο ο τυφλός. Δεν είναι η βιολογική υπόσταση αυτή που αμαρτάνει, που μετανοεί, που γίνεται μετά εκκλησιαστικό ον, αλλά ο κατ’ εικόνα Θεού άνθρωπος, ο όλος άνθρωπος είναι θεολογικό ον, αλλοιώς ο άνθρωπος δεν θα μπορούσε να αμαρτήσει. Ο άσωτος υιός επειδή είναι υιός αμαρτάνει και επειδή είναι υιός επιστρέφει προς τον Πατέρα.

Αυτό είναι το μεγαλείο της Ορθοδοξίας, ότι ο Θεός αφήνει τα ίχνη του στη δημιουργία του. Αυτή τη θεοειδή δημιουργία προϋποθέτει η ορθόδοξη εικόνα. Και καλεί τον προσκυνητή να μεταφερθεί δια της μετοχής στη μεταμορφωμένη δημιουργία, την οποία φανερώνει.

ΕΡΩΤΗΣΗ: Πώς γίνεται αυτή η μεταφορά;
ΑΠΑΝΤΗΣΗ: Με το να ανάβουμε ένα κερί, να κάνουμε το σταυρό μας και να φιλάμε την εικόνα. Προσκυνούμε την εικόνα με την ψυχή και με το σώμα μας. Έτσι ο ορθόδοξος πιστός, δια της αποφατικής εκφράσεως της εικόνας, περνάει από την αντικειμενοποιητική στάση του σαρκικού φρονήματος στην αληθινή πραγματικότητα. Γίνεται παιδί. Ανάβει μέσα του μια φλόγα που τον βοηθάει να ξεπερνάει όλες τις στενοχώριες της ζωής. Η εικόνα σε βοηθάει να ζήσεις. Διότι έχεις την αίσθηση ότι υπάρχει μπροστά σου πάντα ένα νησί πιο πέρα.

Πηγή: «Σύναξη», τ. 4, Φθινόπωρο 1982, σ. 51-54.

Περί του κεριού.


Και το κερί επίσης συμβολίζει το Φως του Χριστού, τη φλόγα της πίστεως.
Πίσω από το άναμμα του κεριού κρύβεται βαθύτατος συμβολισμός. Ο Συμεών Θεσσαλονίκης μας λέγει ότι το κερί που ανάβουμε έχει έξι συμβολισμούς:
  1. Συμβολίζει την καθαρότητα της ψυχής μας, γιατί είναι κατασκευασμένο από καθαρό κερί μέλισσας.
  2. Επίσης την πλαστικότητα της ψυχής μας, μια και εὔκολα πάνω του μπορούμε να χαράξουμε ο,τιδήποτε.
  3. Ακόμη την Θεία Χάρη, επειδή το κερί προέρχεται από τα άνθη που ευωδιάζουν.
  4. Επιπλέον συμβολίζει την θέωση, στην οποία πρέπει να φθάσουμε, επειδή το κερί ανακατεύεται με τη φωτιά και της δίνει τροφή.
  5. Και το φώς του Χριστού επίσης δείχνει, καθώς καίει και φωτίζει στο σκοτάδι.
  6. Και τέλος συμβολίζει την αγάπη και την ειρήνη που πρέπει να χαρακτηρίζουν κάθε χριστιανό, επειδή το κερί καίγεται όταν φωτίζει, αλλά και παρηγορεί τον άνθρωπο με το φώς του μέσα στο σκοτάδι.
Ανάβοντας κερί πρέπει να θυμόμαστε ότι πρέπει να ζούμε μέσα στο φώς που πήραμε με την βάπτισή μας.
Γι αυτό τη βάπτιση την ονομάζουμε και Φώτισμα. Γι αυτό και στη διάρκεια της βαπτίσεως κρατάμε αναμμένες λαμπάδες. Το φώς αυτό είναι το πύρ της Πεντηκοστής, το φώς του Αγίου Πνεύματος. Και το φώς αυτό ανανεώνεται μέσα μας στην ψυχή μας, κάθε φορά που συμμετέχουμε στη Θεία Λειτουργία και κάθε φορά που κοινωνούμε και προσευχόμαστε. Γι αυτό στο τέλος κάθε Θείας Λειτουργίας ψάλλουμε : «Είδομεν το φώς το αληθινόν, ελάβομεν Πνεύμα επουράνιον, εύρομεν πίστιν αληθή αδιαίρετον Τριάδα προσκυνούντες».
Το φως του Ναού όμως, πρέπει να πούμε, σώζει καλύτερα τους συμβολισμούς του και βοηθεί και την ψυχή να κατανυχθεί όταν είναι φυσικό, όπως στα περισσότερα από τα μοναστήρια μας, δηλαδή αποτελούμενο από κεριά και κανδήλια που καίνε και όχι τεχνητό που προέρχεται δηλαδή από ηλεκτρικό ρεύμα.
Τα κ ε ρ ι ά όπως και το λ ά δ ι είναι μία προσφορά προς τον Θεό από αυτά τα υλικά αγαθά που ο ίδιος μάς δίνει (τα Σά εκ των Σών) και συμβολίζουν τα μέν κεριά το εύπλαστο και μαλακό της ψυχής αλλά και την ενωτική δύναμη του αγίου Πνεύματος διότι τα κεριά κατασκευάζονται, έτσι τουλάχιστον θα έπρεπε, από το αγνό κερί που φτιάχνει η μέλισσα, η οποία για να παρασκευάσει το κερί μαζεύει τη γύρη από διάφορα λουλούδια. Για το λόγο αυτό το κερί μάς θυμίζει και την εργατικότητα της μέλισσας αλλά και το γεγονός ότι μαζεύει ό,τι καλό και απορρίπτει ό,τι ρυπαρό. Θυμίζει επίσης το κερί τον τρόπο με τον οποίο το Πύρ, η Θεότητα δηλαδή, ενώνεται με την εύπλαστη ψυχή και τη μαλακώνει αλλά και τη φωτίζει και την ίδια και όλους όσοι έρχονται σε κοινωνία μαζί της.
Το κερί, καθώς καίγεται, φωτίζει το περιβάλλον του. Έτσι και ο συνειδητός χριστιανός, όταν θυσιάζεται για την αγάπη του Θεού, φωτίζει τους συνανθρώπους του και τους δείχνει τον δρόμο της σωτηρίας.
Όταν ο πιστός εισέρχεται στον ναό, πρέπει να ανάβει στο μανουάλι ένα κερί για τους ζώντες κι ένα κερί για τους τεθνεώτες συγγενείς και γνωστούς του. Εάν όμως κάποιοι από τους ζώντες έχουν ιδιαίτερα προβλήματα, τότε καλό είναι να ανάβουμε κερί για τον καθένα ξεχωριστά. Το άναμμα του κεριού πρέπει πάντοτε να συνοδεύεται με λόγια προσευχής. Για τους ζώντες θα ζητάμε το έλεος και την προστασία του Θεού, ενώ για τους τεθνεώτες τη θεία ευσπλαχνία και αιώνια σωτηρία τους.
Το αγνό κερί που παράγεται από παρθένες μέλισσες συμβολίζει την ανθρώπινη φύση του Χριστού η οποία προήλθε από την πάναγνη και παρθένο Μαριάμ. Το τρικέρι του επισκόπου συμβολίζει την Αγία Τριάδα, ενώ το δικέρι τις δύο φύσεις του Χριστού. Τα κεριά ή οι λαμπάδες που ανάβουμε στη Βάπτιση συμβολίζουν το πνευματικό φως που λαμβάνει ο νεοφώτιστος. Τα κεριά της κηδείας, του τάφου και των μνημοσύνων συμβολίζουν το φως του Χριστού, στο οποίο ευχόμεθα να εισέλθει ο αποθανών. Ο Πολυέλαιος συμβολίζει την θριαμβεύουσα Εκκλησία των Ουρανών. Τα κεριά ή τα κανδήλια του συμβολίζουν τους αγίους. Στις μεγάλες γιορτές στις Ιερές Μονές σείουν τον Πολυέλαιο, για να φανερώσουν ότι και οι άγιοι στα επουράνια συνεορτάζουν και συγχορεύουν με την επίγεια Εκκλησία του Χριστού.

πηγή: http://ixthis.gr/

Τί εἶναι ἡ Ἐκκλησία;



Ὅλοι οἱ Χριστιανοί, ὁμιλοῦν γιά τήν Ἐκκλησία. Φαίνεται ὅμως, πώς πολύ λίγοι γνωρίζουν, τί εἶναι ἡ Ἐκκλησία. Γι’ αὐτό, ἄς ποῦμε μέ λίγα λόγια, τί εἶναι ἡ Ἐκκλησία.
Στό ἱερό Σύμβολο τῆς πίστεως, δηλαδή «τό πιστεύω», ὁμολογοῦμε ὅτι ἡ Ἐκκλησία εἶναι «μία, ἁγία, καθολική καί ἀποστολική». Τί σημαίνουν, λοιπόν, αὐτά τά γνωρίσματα;
Πρῶτα- πρῶτα ἡ Ἐκκλησία εἶναι μία, διότι ἔχει μόνο μία κεφαλή, ἕνα Πνεῦμα πού τήν συγκροτεῖ, μία πίστη, ἕνα βάπτισμα, μία ἀρχή καί ἕνα σκοπό. Ἀφοῦ πράγματι ἡ Ἐκκλησία εἶναι τό σῶμα τοῦ Χριστοῦ, διότι «αὐτός ἐστιν ἡ κεφαλή τοῦ σώματος τῆς Ἐκκλησίας» (Κολασ. α’ 18), καί ἀφοῦ ὁ Χριστός εἶναι ἕνας καί αἰώνιος, σημαίνει ὅτι καί ἡ ἀληθινή Ἐκκλησία Του εἶναι μόνο μία, αἰώνια, καί ἀμετάβλητη «μέχρι τῆς συντελείας τοῦ αἰῶνος».
Ἡ Ἐκκλησία εἶναι ἁγία, διότι εἶναι ἅγιο σῶμα μέ θεία προέλευση, ἀφοῦ ἔχει κεφαλή τό Χριστό, ψυχή τό Ἅγιον Πνεῦμα, ἡ Ἐκκλησία εἶναι ἁγία, διότι ἀποτελεῖται ἀπό ἅγια μέλη, τούς Χριστιανούς, πού ἁγιάσθηκαν καί ἐδικαιώθηκαν μέ τήν Χάρη τοῦ Θεοῦ καί τό ἅγιο Βάπτισμα, ἔχει δέ σάν ἔργο «τόν καταρτισμόν τῶν ἁγίων», τήν «οἰκοδομήν τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ». Ἄν ἀνάμεσά της ὑπάρχουν καί μέλη ἁμαρτωλά χωρίς μετάνοια, δέν παραβλάπτουν τήν ἁγιότητά της, διότι αὐτά θά ἀποκοποῦν στήν τελική κρίση.
Ἡ Ἐκκλησία εἶναι καθολική, διότι δέν ἔχει τοπικούς καί χρονικούς περιορισμούς, εἶναι διαδεδομένη μέσα σ’ ὅλο τόν κόσμο, σ’ ὅλο τό χῶρο καί σ’ ὅλο τό χρόνο, διδάσκει ὁμοιομόρφως τήν περί πίστεως ὀρθόδοξη διδασκαλία καί ἔχει τήν ἴδια λατρεία καί διοίκηση. Ἀκόμη ἡ Ἐκκλησία εἶναι καθολική, διότι θέλει νά περιλάβη στούς κόλπους της ὅλους ἀνεξαιρέτως τούς ἀνθρώπους, νά ἑνώση καί νά ἀνακεφαλαιώση «τά πάντα ἐν τῷ Χριστῷ, τά ἐπί τοῖς οὐρανοῖς καί τά ἐπί τῆς γῆς». (Ἐφεσ. α’ 10).
Ἡ Ἐκκλησία λέγεται καί ἀποστολική, διότι ἱδρύθηκε ἀπό τόν Κύριο, πού εἶναι ὁ πρῶτος καί μέγιστος Ἀπόστολος, καί διότι οἰκοδομήθηκε «ἐπί τῷ θεμελίῳ τῶν Ἀποστόλων καί προφητῶν, ὄντος ἀκρογωνιαίου αὐτοῦ Χριστοῦ Ἰησοῦ» (Ἐφεσ. α’ 23). Ἡ Ἐκκλησία λοιπόν ἀνάγει τήν ἀρχή της στούς Ἀποστόλους καί τηρεῖ ἀναλλοίωτη τήν διδασκαλία τους καί τίς λοιπές παραδόσεις καί διατάξεις. Ἔχει τήν ἴδια ὀργάνωση τῆς Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας μέ τούς ἐπισκόπους, «οὕς τό Πνεῦμα τό ἅγιον ἔθετο ποιμαίνειν τήν Ἐκκλησίαν τοῦ Θεοῦ» καί τούς πρεσβυτέρους καί τούς διακόνους «σύν ὅλῃ τῇ Ἐκκλησίᾳ».
Ἀνακεφαλαιώνοντας, θά πρέπει νά ποῦμε, ὅτι ἡ Ἐκκλησία, πού ὑπῆρχε μέσα στήν προαιώνια βουλή τοῦ Θεοῦ, εἶναι ἡ κιβωτός τῆς σωτηρίας, πού ἀφοῦ τήν ἵδρυσε ὁ Χριστός Σωτήρ, τήν ὥρισε ὡς τό ὁρατό πνευματικό καθίδρυμα, μέσα στό ὁποῖο σώζονται οἱ πιστοί μέ τήν Θεία Χάρη, πού παρέχεται μέ τά ἱερά μυστήρια. Κεφαλή τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ὁ Χριστός, καί μέλη της ὅλοι οἱ Χριστιανοί πού Τόν πιστεύουν καί Τόν λατρεύουν, καί οἱ κληρικοί καί οἱ λαϊκοί. Ἡ Ἐκκλησία, ἀκόμη πιό ἁπλά, εἶναι ὁ κλῆρος καί ὁ πιστός λαός ἑνωμένοι σέ ἕνα Σῶμα μέ κεφαλή τό Χριστό. Αὐτοί πού εἶναι στή Βασιλεία τοῦ Θεοῦ εἶναι ἡ θριαμβεύουσα Ἐκκλησία, ἀλλά καί πάλι ὅλοι μαζί ἕνα μαζί μέ τό Χριστό.

Ἄνθιμος Ρούσσας (Μητροπολίτης Θεσσαλονίκης)

πηγή: Αγία Ζώνη

ΑΓΙΟΥ ΣΥΜΕΩΝ ΤΟΥ ΝΕΟΥ ΘΕΟΛΟΓΟΥ ΛΟΓΟΣ 49ος




ΑΓΙΟΥ ΣΥΜΕΩΝ ΤΟΥ ΝΕΟΥ ΘΕΟΛΟΓΟΥ

ΛΟΓΟΣ 49ος

Περί γνώσεως πνευματικής, και ότι ο θησαυρός του Πνεύματος είναι κρυμμένος μέσα εις το γράμμα της θείας Γραφής, και δεν είναι εις όλους φανερός, αλλά εις εκείνους όπου απόκτησαν μέσα εις την ψυχήν τους την χάριν του Αγίου Πνεύματος.

Αντιαιρετικόν Εγκόλπιον www.egolpion.com



Η πνευματική γνώσις ομοιάζει με ένα σπήτι όπου να είναι φτιασμένον ανάμεσα εις την ελληνικήν, και κοσμικήν γνώσιν, εις το οποίον σπήτι ευρίκεται ωσάν ένα σεντούκι καλά σφαλισμένον, η γνώσις των θείων γραφών, και ο ανεκδιήγητος πλούτος όπου ευρίσκεται θησαυρισμένος μέσα εις την γνώσιν των γραφών, ήγουν η θεία χάρις τον οποίον πλούτον δεν είναι δυνατόν να τον ίδουν εκείνοι όπου εμβαίνουν εις το σπήτι, ανίσως δεν ανοιχθή εις αυτούς το σεντούκι. Άλλα το σεντούκι δεν είναι δυνατόν να ανοιχθή ποτέ με ανθρωπίνην σοφίαν όθεν και όλοι οι άνθρωποι όπου φρονούν τα του κόσμου, δεν γνωρίζουν τον πνευματικόν θησαυρόν όπου είναι μέσα εις το σεντούκι της πνευματικής γνώσεως. Και καθώς, αν ασυκώση τινάς αυτό το σεντούκι εις τον ώμον του, δεν δύναται να ιδή τον θησαυρόν όπου είναι μέσα εις αυτό, έτζι και αν αναγνώση, και αποστηθίση τινάς όλας τας θείας γραφάς, και αν τας διαβάζη όλας, ωσάν ένα ψαλμόν, δεν δύναται να καταλάβη την χάριν του Αγίου Πνεύματος όπου είναι κρυμμένη μέσα εις αυτάς.

Ότι ούτε εκείνα όπου είναι μέσα εις το σεντούκι, είναι δυνατόν να φανερω­θούν δια μέσου του σεντουκίου, ούτε εκείνα όπου είναι κρυμμένα εις τας θείας γραφάς, δύνανται να φανερωθούν δια μέσου των γραφών. Και με τι τρόπον; άκουσον. Υπόθεσαι πως βλέπεις ένα σεν­τούκι μικρόν καλά σφαλισμένον όλουθεν, και ό­σον από το βάρος, και από την ευμορφίαν όπου βλέπεις άπ' έξω, νομίζεις, ή και μαθαίνεις από άλλους, πως έχει μέσα θυσαυρόν, το οποίον υπό­θεσαι, πως το πέρνεις εις τον ώμον σου, και φεύ­γεις, όσον ημπορείς. Άλλα τι το όφελος, εις ε­σένα, αν το έχης πάντοτε σφαλισμένον, και δεν το ανοίξης, ουδέ ιδής καμμίαν φοράν εις όλην σου την ζωήν τον θησαυρόν εκείνον, ούτε την λαμπρότητα όπου έχουν τα πολύτιμα πετράδια, και τα μαργαριτάρια, και το χρυσάφι όπου είναι εκεί μέσα; τι το όφελος εις εσένα, αν δεν αξιωθής να λάβης καν ολίγον τι από τον θησαυρόν εκείνον, και να αγοράσης τροφάς, ή ενδύματα, αλλά το φυλάττεις, ως είπομεν, εις όλην σου την ζωήν σφαλισμένον, και βουλλωμένον, γεμάτον από πολύν, και πολύτιμον θησαυρόν, και εσύ αποθαίνεις από την πείναν, και δίψαν, και γυμνότητα; Βέβαια δεν λαμβάνεις κανένα όφελος.

Αυτά τα ίδια νόμιζε, αδελφέ μου, πως γίνονται και εις τα Πνευματικά, ωσάν να είπουμεν. Σεντούκι εί­ναι το Ευαγγέλιον του Χριστού, και αι λοιπαί θείαι Γραφαί όπου έχουν μέσα τους σφαλισμένην την αιώνιον ζωήν, και μαζή με αυτήν, τα ανεκλάλητα, και αιώνια αγαθά, καθώς λέγει ο Χρι­στός. «Ερευνάτε τας γραφάς, ότι εν αυταίς εστίν η ζωή η αιώνιος». Άνθρωπος δε όπου ασυκώνει το σεντούκι, υπόθεσαι, πως είναι εκείνος ό­που αποστηθίσει όλας τας θείας γραφάς, και τας έχει πάντοτε εις το στόμα του, και τας φυλάττει μέσα εις το ενθυμητικόν της ψυχής του, ωσάν εις σεντούκι, όπου να έχη μέσα, ωσάν πετράδια πολύτιμα, τας εντολάς του Θεού, εις τας οποίας ευρίσκεται η αιώνιος ζωή ότι οι λόγοι του Χριστού είναι φως, και ζωή, καθώς το λέ­γει ο ίδιος, «ο απειθών τω Υιώ ουκ όψεται την ζωήν» και μαζή με τας εντολάς του Θεού να έχη και τας αρετάς, ωσάν μαργαριτάρια, ότι από τας εντολάς γίνονται αι αρεταί, και από τας αρετάς φανερώνονται τα μυστήρια όπου είναι σκε­πασμένα, και κρυμμένα μέσα εις το γράμμα. Ότι τότε κάμνει τινάς τας αρετάς, όταν φυλάττη τας εντολάς του Θεού˙ και τότε πάλιν φυλάττει τας εντολάς, όταν κάνη τας αρετάς· και δια μέσου των αρετών, και εντολών ανοίγεται η θύρα της γνώσεως εις ημάς. Και δια να ειπώ καλλίτερα, ανοίγεται δια του Ιησού Χριστού όπου είπεν. «Ο αγαπών με τας εντολάς μου τηρήσει, και ο Πατήρ μου αγαπήσει αυτόν, και εγώ εμφανίσω αυτώ εμαυτόν». Όταν λοιπόν κατοικήση μέσα μας ο Θεός, και φανερώση τον εαυτόν του γνω­στόν εις ημάς, τότε βλέπομεν και γνωστώς, ήγουν γνωρίζομεν εμπράκτως εκείνα τα θεια μυ­στήρια όπου είναι κρυμμένα μέσα εις τας θείας γραφάς.

Διατί με άλλον τρόπον είναι αδύνατον, και ας μη πλανάται τινάς, νομίζωντας, πως ανοί­χθη με άλλον τρόπον το σεντούκι της γνώσεως, και απόλαυσε τα αγαθά όπου είναι μέσα εις αυ­τό, ή ήλθεν εις μετοχήν, και θεωρίαν αυτών. Αλλά ποία είναι τα αγαθά όπου λέγω; η τελεία αγάπη εις τον Θεόν, και τον πλησίον, η καταφρόνησις πάντων των ορατών, το να νεκρώσωμεν την σάρκα, και τα μέλη της σαρκός τα επί της γης, και την κακήν, και αισχράν επιθυμίαν. Και καθώς ο νεκρός δεν συλλογίζεται τελείως, μήτε αισθάνεται τίποτε, έτζι και ημείς να μη συλλογιζώμεθα τελείως καμμίαν κακήν επιθυμίαν, μήτε να αισθανώμεθα καμμίαν δυναστικήν ενόχλησιν της κακίας όπου να μας πειράζη. Αλλά να ενθυμούμεθα μόνον τας εντολάς του Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού, και την αθανασίαν, την αφθαρσίαν, την δόξαν την παντοτινήν, την ζωήν την αιώνιον, την βασιλείαν των ουρανών, την υιοθεσίαν όπου ελάβαμεν δια της αναγεννήσεως του Αγίου Πνεύματος, και ότι εγενήκαμεν υιοί Θεού, και Θεοί κατά χάριν, και κληρονόμοι του Θεού, και συγκληρονόμοι του Χριστού, και μα­ζή με αυτά τα αγαθά να ενθυμούμεθα και ότι αποκτήσαμεν νουν Χριστού, ήγουν Πνεύμα Χριστού, την χάριν του Αγίου Πνεύματος, και δι' αυτού ίδομεν τον Θεόν, και αυτόν τον Χριστόν όπου κατοικεί κατά την Θεότητα, και εμπεριπατή γνωστώς μέσα μας.

Λοιπόν εκείνοι όπου ακούουν τας εντολάς του Θεού, και τας κάνουν, αξιώνονται, και απολαμβάνουν πλουσιοπάροχα όλα αυτά, και τα ανέκφραστα αγαθά όπου δίδονται δια αυτά, δια μέσου της ανοίξεως του σεντουκίου, ήγουν δια μέσου της αποκαλύψεως των νοερών οφθαλμών της ψυχής, και της θεω­ρίας εκείνων όπου είναι κεκρυμμένα μέσα εις τας θείας γραφάς. Οι δε άλλοι όπου δεν εγνώρισαν όλα αυτά όπου είπαμεν, και είναι άπειροι, και δεν εδοκίμασαν αυτά, εκείνοι δεν εγεύθηκαν ακόμι την γλυκύτητα, και την αθάνατον ζωήν όπου έχουν τα θεία λόγια, αλλά καυχώνται, και έχουν την ελπίδα της σωτηρίας τους, εις μοναχήν την μάθησιν, και εις το αποστήθισμα της θείας γρα­φής˙ οι οποίοι θέλει καταδικασθούν μετά θάνα­τον περισσότερον, από εκείνους όπου δεν ήκουσαν τελείως τας γραφάς. Ότι μερικοί από αυ­τούς πλανώμενοι εξ αγνοίας, διαστρέφουν όλας τας θείας γραφάς, και τας εξηγούν κατά τας επιθυμίας τους, θέλοντες να διαφεντεύσουν τον εαυτόν τους, ότι δηλαδή και χωρίς την ακριβέστατην φύλαξιν των εντολών του Θεού, δύναν­ται να σωθούν, και αρνούνται τελείως την δύναμιν των θείων γραφών. Και πρεπόντως ότι εκείνα όπου είναι σφαλισμένα, και βουλλωμένα, και αθεώρητα, και αγνώριστα εις όλους τους αν­θρώπους, και όπου ανοίγονται από μόνον το Πανάγιον Πνεύμα, και τοιουτωτρόπως αποκαλυπτόμενα θεωρούνται, και γνωρίζονται από ημάς. Πως είναι δυνατόν ποτέ, ή να τα μάθουν, ή να τα γνωρίσουν, ή καν να τα εννοήσουν τελείως εκείνοι όπου λέγουν, πως δεν εγνώρισαν καμ­μίαν φοράν την παρουσίαν του Αγίου Πνεύμα­τος, ήγουν την έλλαμψιν, και τον φωτισμόν, και την κατοίκησιν αυτού εις τον εαυτόν τους; πως είναι δυνατόν να καταλάβουν τα τοιαύτα μυστή­ρια, εκείνοι όπου δεν εγνώρισαν ολότελα καμ­μίαν φοράν, πως έγινεν εις τον εαυτόν τους η αναγέννησις, η ανάπλασις, η ανακαινούργωσις, και η αλλοίωσις όπου γίνεται από το Άγιον Πνεύμα; και πως είναι δυνατόν να γνωρίσουν την αλλοίωσιν εκείνων όπου εβαπτίσθησαν εν Αγίω Πνεύματι, εκείνοι όπου δεν εβαπτίσθησαν ακόμι εν Αγίω Πνεύματι; ή πως είναι δυνα­τόν να ίδουν την δόξαν εκείνων όπου εγεννήθησαν άνωθεν, ήγουν από τον Θεόν, εκείνοι όπου δεν εγεννήθησαν άνωθεν; και εκείνοι όπου δεν ηθέλησαν να γενούν τέκνα Θεού, και Θεοί κατά χάριν, διατί έλαβαν την εξουσίαν, καθώς λέγει ο θεολόγος Ιωάννης, να γένουν τέκνα Θεού, αμή από την αμέλειάν τους έχασαν ακόμι και την χάριν όπου έλαβαν από το Άγιον βάπτι­σμα. Είπε μου παρακαλώ, πως είναι δυνατόν να καταλάβουν εν γνώσει, ή καν ολίγον τι να εν­νοήσουν εις ποίαν θείαν, και πνευματικήν δόξαν ήλθαν εκείνοι όπου αξιώθησαν να γένουν τέκνα Θεού;

Ο Θεός είναι Πνεύμα αόρατον, αθάνατον, απρόσιτον, ακατανόητον, και εκείνους όπου γεννηθούν από αυτόν, τους κάμνει τοιούτους, ομοίους δηλ. με τον Πατέρα όπου τους εγέννησεν, οι οποίοι, αγκαλά και κατά το σώμα μόνον βλέπωνται, και γνωρίζωνται, όμως κατά τα άλλα, ήγουν κατά τα πνευματικά γνωρίζονται μόνον από τον Θεόν καθώς και εκείνοι μόνον τον Θεόν γνωρίζουν. Και καλλίτερα να ειπώ, θέλουν να γνωρίζωνται από μόνον τον Θεόν εις τον οποίον ποθούν και να βλέπουν πάντοτε, και να βλέπωνται από αυτόν. Και αλλέως πάλιν καθώς ε­κείνοι όπου δεν είναι έμπειροι εις τα γράμματα, δεν ημπορούν να διαβάζουν παρόμοια με τους γραμματισμένους, και μαθηματικούς˙ έτζι και εκείνοι όπου δεν ηθέλησαν να κάμουν με το έρ­γον τας εντολάς του Θεού, δεν είναι δυνατόν να αξιωθούν ποτέ να ιδούν την αποκάλυψιν του Αγίου Πνεύματος, παρόμοια με εκείνους όπου αγωνίσθησαν εις τας εντολάς, και τας ετελείωσαν με το έργον, και έχυσαν το αίμα τους δια αυτάς.

Ότι καθώς εκείνος όπου πάρη εις τα χέ­ρια του ένα βιβλίον βουλλωμένον, και κλεισμένον, δεν δύναται να ιδή, ή να εννοήση εκείνα όπου είναι γραμμένα μέσα εις αυτό, και εάν ιξεύρη όλην την σοφίαν του κόσμου. Έτζι και εκείνος όπου έχει, ως είπαμεν, όλας τας θείας γραφάς εις το στόμα του, δεν θέλει δυνηθή ποτέ να γνωρίση, και να καταλάβη, την μυστικήν και θείαν δόξαν, και δύναμιν όπου είναι κρυμμένη μέσα εις τας θείας γραφάς, εάν δεν κάμη όλας τας εν­τολάς του Θεού, και να λάβη μαζή του τον Παράκλητον, το Πνεύμα της αληθείας, όπου να ανοίγη εις αυτόν τους λόγους της θείας γρα­φής, ωσάν βιβλίον, και να του δείχνη μυστικώς την δόξαν όπου είναι μέσα εις αυτούς. Προς τούτοις δε να του ξεσκεπάζη και τα αγαθά του Θεού όπου είναι κρυμμένα μέσα εις αυτούς, μα­ζή με αυτήν την αιώνιον ζωήν όπου αναβρύει εκείνα τα αγαθά, τα οποία είναι κρυμμένα, και αγνώριστα τελείως εις όλους τους αμελείς, και καταφρονητάς. Και πρεπόντως ότι επειδή επροσήλωσαν όλας τας αισθήσεις τους εις την μα­ταιότητα του κόσμου, και έχουν προσπάθειαν εις τα ψεύτικα καλά της παρούσης ζωής, και εις τα κάλλη των σωμάτων, και δια τούτο έ­χουν τον νουν τους σκοτισμένον, δεν δύνανται να τον υψώσουν, και να στοχασθούν τα νοητά κάλλη των απορρήτων αγαθών του Θεού˙ και καθώς εκείνος όπου πονεί τα μάτια του, δεν δύ­ναται να κοιτάξη, και να ίδη τελείως, εις τας ακτίνας του ήλιου, αλλά αν βιάση τον εαυτόν του δια να κοιτάξη εις αυτάς, χάνει και εκείνο το ολίγον φως των ματιών του, και τυφλώνεται τελείως, έτζι και εκείνος όπου έχει τα μάτια της ψυχής του ασθενημένα ήγουν τον νουν του σκο­τισμένον από τα κοσμικά, και σαρκικά πράγματα, και τας αισθήσεις του εμπαθείς, δεν δύναται να στοχασθή κάλλος, και ευμορφίαν σωμάτων απαθώς, και χωρίς βλάβην, και ζημίαν της ψυχής του· αλλά και εκείνην την ειρήνην των λογι­σμών του, και την άνεσιν, και γαλήνην της αισχράς επιθυμίας όπου είχε, προ του να στοχα­σθή την ευμορφίαν εκείνην, και δεν τον ενοχλού­σαν οι πονηροί λογισμοί, και η αισχρά επιθυμία, όταν πολυκαιρίση εις το να μελέτα με τον νουν του, και να συλλογίζεται το πάθος εκείνο, και την ωραιότητα των σωμάτων, την χάνει και αυ­τήν· ώστε ουδέ την ασθένειάν του δύναται να εννοήση ο τοιούτος.

Ότι ανίσως επείθετο πως εί­ναι ασθενής εις την ψυχήν, και γεμάτος από πά­θη, βέβαια ήθελε πιστεύση, πως είναι άλλοι υγι­είς, και ίσως καμμίαν φοράν ήθελε κατηγορήση τον εαυτόν του, ωσάν όπου αυτός ο ίδιος έγινεν αίτιος της ασθενείας του, και ήθελε φροντί-ση να ελευθερωθή καμμίαν φοράν από την τοιαύτην ασθένειαν. Αμή επειδή νομίζει ο τοιούτος όλους τους άλλους εμπαθείς, και ασθενείς, κά­μνει και τον εαυτόν του όμοιον με αυτούς, και λέγει, ότι δεν είναι δυνατόν να γένη αυτός α­νώτερος από όλους. Και έτζι αποβαίνει μαζή με το πάθος, μη θέλωντας ο άθλιος να ελευθερωθή καμμίαν φοράν από το τοιούτον κακόν. Ότι εάν ήθελε, εδύνετο, ωσάν όπου έλαβε δύναμιν από τον Θεόν. Επειδή όσοι εβαπτίσθημεν εις το Όνομά του ελάβομεν από αυτόν έξουσίαν να εκδυθούμεν την προτέραν δυσγένειαν της φθοράς, ωσάν φόρεμα παλαιόν, και να ενδυθούμεν τον Χριστόν, και να ανακαινισθούμεν με την κατά Χρίστόν πολιτείαν, και γένωμεν υίοϊ Θεού κατά χάριν. Αλλά μη γένοιτο ποτέ αδελφοί μου, να γένωμεν και ημείς όμοιοι με εκείνους όπου έ­χουν τοιαύτας υπολήψεις, και ευρίσκονται εις τέτοιαν άθλιαν κατάστασιν, με το να είναι ό­λως διόλου γήινοι, και χερσωμένοι, και γεμά­τοι ακάνθια. Αλλά άμποτε να ακολουθήσωμεν τον Χριστόν όπου δια ημάς απέθανε, και ανέστη, και ανέβασε την ανθρωπίνην φύσιν εις τους ου­ρανούς, και να πολιτευθούμεν κατά την ζωήν του Χριστού, ο οποίος είναι το εδικόν μας πα­ράδειγμα, και να φυλάξωμεν τας εντολάς του, άφ' ου καθαρισθούμεν προτήτερα από τον μολυσμόν της αμαρτίας δια μέσου της μετανοίας, και εξομολογήσεως, και άφ' ου φορέσωμεν το λαμπρόν ένδυμα της αφθαρσίας του Αγίου Πνεύ­ματος εν αυτώ Χριστώ τω Θεώ ημών, ω η δόξα εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.




«ΣΥΜΕΩΝ ΤΟΥ ΝΕΟΥ ΘΕΟΛΟΓΟΥ -ΤΑ ΕΥΡΙΣΚΟΜΕΝΑ-ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΒΑΣ.ΡΗΓΟΠΟΥΛΟΥ»

Αντιαιρετικόν Εγκόλπιον www.egolpion.com

17 ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΥ 2011