Δόξα τω Θεώ, πάντων ένεκεν. - Αγ. Ιωάννης Χρυσόστομος

Δευτέρα 19 Σεπτεμβρίου 2011

Το σώμα στην Ορθόδοξη αγιογραφία (Ιερομόναχος Συμεών Γρηγοριάτης).

Συνέντευξη.
ΕΡΩΤΗΣΗ: Πώς παρουσιάζεται το ανθρώ­πινο σώμα στην ορθόδοξη εικόνα;

ΑΠΑΝΤΗΣΗ: H δημιουργία είναι εκ του μηδενός. Το μηδέν το ιστόρησαν ιερογλυφικά οι Μάγια ως ένα κοχύλι. Ταυτόχρονα, το κοχύλι ήταν και το σύμ­βολο της γονιμότητος. Στην αρχαία μας μυθολογία από ένα κοχύλι γεννήθηκε η αγάπη, από το μηδέν θα μπορούσαμε να πούμε. Ένα μηδέν που βρίσκεται μέσα στη θάλασσα που αντανακλά τον ουρανό· η ψυχή του ανθρώπου, που δεν ησυχάζει. Από το μηδέν αναδύεται η Αγάπη. Το σώμα της είναι σώμα έρωτος και ομορφι­άς. Το φαγώσιμο σώμα του κοχυλιού είναι κρυμμένο μέσα σ' ένα απίθανο και κόσμιο λειτουργικό «σπίτι», το οποίο, ενσωματώ­νοντας πολύπλοκες μαθηματικές δομές, αυτό το μικρό ζώο έχει κτίσει. Αυτό το κρυμμένο σώμα, σώμα δόξης, φωτός και ωραιότητος, ντυμένο ευπρέπεια αφθαρσί­ας, μας αποκαλύπτει η ορθόδοξη εικόνα.

Μας ιστορεί την πέρα από την πόρτα του μηδενός κρυμμένη Βασιλεία του Φωτός, όπου σκιές δεν υπάρχουν και όπου η προοπτική, σεβόμενη την επιφάνεια, ανοί­γεται στο άπειρο. Πόσο είναι συναρπαστι­κές οι παράλληλες που, ξεκινώντας από την καρδιά μας, ανοίγονται και προεκτεί­νονται στο άπειρο πάνω στην επιφάνεια της σανίδος, κάτω από την κάθετο του Θεού.

Κοχύλι είναι η Παναγία. Κοχύλι, μήτηρ της Εικόνος. Οι βυζαντινοί αγιογράφοι χρησιμοποιούσαν το κοχύλι (το γόνιμο μηδέν) για να ανακατεύουν μέσα του το κίτρινο του αυγού με τα διάφορα χρώματά τους.

Ο αγιογράφος έχει μπροστά του μια λευκή σανίδα που πρέπει να γεμίσει σύμ­φωνα με την παράδοση των αγίων αγιο­γράφων, έχοντας ως παράδειγμα τις πα­λαιές εικόνες. Κοιτάζοντάς τες ο αγιογρά­φος ζωγραφίζει μια εικόνα που δεν είναι εξωτερική μίμησις εκείνης που βλέπει. Κι αυτό διότι ο πραγματικός αγιογράφος δεν βλέπει· ο πραγματικός αγιογράφος είναι τυφλός. Η αλμύρα των κυμάτων έχει καταστρέψει τα αισθητήρια της σαρκός του. Ο παραδοσιακός αγιογράφος ζω­γραφίζει με αναμμένο άνθρακα. Αναμμέ­νος άνθρακας είναι η Παραμυθία του ζωγράφου και όλων εκείνων που τα μάτια τους είναι ωκεανοί φωτός. Χάρη στη φωσφορική πέτρα της αγάπης ο εικονο­γράφος αποκαλύπτει το κρυπτό και καλύ­πτει τα υπόλοιπα.

Για να ζωγραφίσει με αναμμένο άνθρα­κα ο αγιογράφος πρέπει ο ίδιος ως ένα σημείο να έχει φθάσει στην ανυπαρξία, να έχει διεισδύσει στο κρυπτό. Έτσι θα μπο­ρέσει να αποκαλύψει την μόνο εν πυρί ουρανίω και εν αύρα λεπτή θεωρουμένη πραγματικότητα. Ο παραδοσιακός αγιο­γράφος είναι τυφλός και βλέπει τα υπέρ, την πραγματικότητα εδώ αοράτως συνούσα. Και μεις προσκυνώντας μιαν εικό­να βλέπουμε και τιμούμε την εικονογρα­φημένη πραγματικότητα, όπου η Αλήθεια σημειώνει τον τύπο και το σημείο Της.

ΕΡΩΤΗΣΗ: Ποιά είναι η σχέση ανάμεσα στο κρυπτό και σε ό,τι είναι φανερό σε μιαν εικόνα, π.χ. στο σώμα;

ΑΠΑΝΤΗΣΗ: Η προσπάθεια του αγιο­γράφου είναι να παρουσιάσει την μη φαινόμενη πραγματικότητα όπως υπάρχει στη σκέψη του Θεού, αλλά σε σχέση με μας. Υπάρχει στην εικόνα ένας μεγάλος σεβασμός στην αναλογία της πλάσεως, διότι για μας η πλάση προϋποθέτει την παρουσία του Δημιουργού, του παιδίου νέου προαιωνίου Θεού. Το κτιστό και το άκτιστο δεν είναι σε αντίρρηση, αλλά ασυγχύτως ενωμένα εν τω Κυριακώ Ανθρώπω, τω Όντι. Γι’ αυτό η ορθόδοξη αγιογραφία αποκαλύπτει το κρυπτό χωρίς να αναιρέσει τους τύπους του φαινομένου. Αυτά τα είχαν καταλάβει πολύ καλά οι Αιγύπτιοι, όπως π.χ. φαίνεται στα λεγόμε­να «πορτραίτα» του Φαγιούμ. Κληρονό­μος αυτής της παραδόσεως ο άγιος Κύριλ­λος Αλεξανδρείας λέει: «Ούκ αναιρεί τύπους η αλήθεια, καθίστησι δε εμφανε­στέρους».

ΕΡΩΤΗΣΗ: Εν προκειμένω, τύπος είναι το ανθρώπινο σώμα;

ΑΠΑΝΤΗΣΗ: Ναι, το ανθρώπινο σώμα είναι τύπος που δεν αναιρείται, αλλά μεταμορφώνεται. Και η μεταμόρφωση δεν θίγει την πραγματικότητά του. Γιατί και το σώμα είναι μια αμαυρωμένη εικόνα του ενσαρκωμένου Λόγου. Απλούστατα, η αγιογραφία καθιστά φανερωτέρους τους τύπους, τις μορφές. Η λέξη εικόνα είναι εδώ προτιμότερη από τη λέξη τύπος. Παραφθαρμένη η εικόνα μέσα στο χώρο της πτώσεως, καλείται να επανεύρει το αρχέγονο κάλλος. Η όλη πνευματική μας ζωή δεν είναι παρά μια συνεχής απογύμνωση. Καλούμαστε να αφαιρέσουμε τα καλύμματα των παθών και να φθάσουμε σ' εκείνη τη γυμνότητα που φανερώνει το αρχαίον κάλλος. Όπως λέγει ο άγιος Γρηγόριος Νύσσης, ξεκινώντας από την κατάσταση των «δερματίνων χιτώνων» πρέπει να φθάσουμε στην αρχέγονη γυμνότητα, για να μπορέσουμε στη συνέχεια να ενδυθούμε το «βασιλικόν ιμάτιον» που είναι ο Χριστός.

ΕΡΩΤΗΣΗ: Πώς αυτό, που συνιστά όλο το νόημα της χριστιανικής ασκήσεως, φαίνε­ται στην εικόνα;

ΑΠΑΝΤΗΣΗ: Η αγιογραφία είναι νη­στεία με τα μάτια. Ο αγιογράφος ζωγρα­φίζει αποφατικά. Εκφράζεται με ειδικό τρόπο. Τα πρόσωπα δεν βρίσκονται υπό το χώρο και το χρόνο, αλλά εκτός του χώρου και του χρόνου, που όμως εικονο­γραφικώς και αυτοί παριστάνονται. Η νύχτα π.χ. που ανήκει στο χρόνο, προσωποποιείται ή υπονοείται με ένα άστρο ή με τη σελήνη. Οι άγιοι δεν βρίσκονται μέσα στη νύχτα οι ίδιοι, αλλά στη χώρα του φωτός. Ο Ευαγγελισμός γίνεται μέσα στην αυλή του σπιτιού της Παναγίας, στην εικόνα όμως φαίνεται ότι η Παναγία δεν είναι κλεισμένη μέσα στην αυλή, αλλά είναι εκτός του τόπου. Η αυλή παριστάνεται ως φόντο και για να φανεί ότι το γεγονός αυτό γίνεται μέσα στην αυλή, ζωγραφίζουμε ένα κόκκινο πανί επάνω. Αυτό είναι μία convention (συνθήκη). Ενώ στη Σταύρωση που γίνεται εκτός της πόλεως, βλέπουμε τα τείχη της πόλεως, αλλά δεν βάζουμε κόκκινο πανί, διότι έγινε εκτός της πόλεως. Η σταύρωση όμως ταυτόχρονα γίνεται σ' εκείνο το χώρο που μας χωράει όλους μας, γίνεται στη χώρα των ζώντων.

ΕΡΩΤΗΣΗ: Έχουμε δηλαδή μια υπέρβαση του χώρου και του χρόνου μέσα στην εικόνα.

ΑΠΑΝΤΗΣΗ: Ο ορθόδοξος αγιογρά­φος σέβεται τις δύο διαστάσεις, ύψος και πλάτος, που του δίνει η ζωγραφική του επιφάνεια. Δεν βιάζει την επιφάνεια του πίνακος δημιουργώντας μια τρίτη διάστα­ση, απλώς την υπονοεί. Δεν υποτάσσεται στην ψευδαίσθηση του φαινομένου, ακρι­βώς γιατί αυτό που ζωγραφίζει είναι εικόνα, όχι πίνακας ή πορτραίτο. Δεν πάει να κάνει μια μίμηση της πραγματικότητος, αλλιώς θα ενεκλώβιζε τα πρόσωπα στην αίσθηση της φθοράς που δημιουργεί το σαρκικό φρόνημα. Όλα τα στοιχεία της φθοράς υπερβαίνονται για να μας βγά­ζουν από τη στατικότητα και να μας φέρνουν στη χώρα των ζώντων, στη χώρα του Πατρός, που είναι ακριβώς αυτό που αποκαλύπτει η εικόνα. Η όντως πραγματικότης.

Αυτό το ίδιο γίνεται και με τα σώματα. Ο αγιογράφος χρησιμοποιεί εδώ αυτό που ονομάζουμε perspective renversee: ανάποδη προοπτική. Ιστορεί το σώμα που δεν αντικειμενοποιείται δια του σαρκι­κού φρονήματος. Είναι μία θέα που έχει περάσει από την περιτομή της καρδίας. Δεν είναι το σώμα που εσύ εγκλωβίζεις στη σκέψη σου και το αντικειμενοποιείς, αλλά μέσω μιας αποφατικότητος που, στη γλώσσα των εικόνων χαρακτηρίζεται ως καταφυγή στην ανάποδη προοπτική, το σώμα που ιστορείται νοιώθεις να σου φεύγει από τα χέρια και σε κάνει να φεύγεις και συ από το σαρκικό φρόνημα και να τοποθετείσαι μέσα στην αλήθεια της εικόνας.

Η εικονογραφική γλώσσα δεν είναι γλώσσα αντικειμενοποιητικών τάσεων και συναισθημάτων, αλλά είναι απαλλαγμένη από κάθε σαρκικό φρόνημα. Μέσα στην ορθόδοξη παράδοση και ζωή, τα συναι­σθήματα δεν καταστρέφονται, μεταμορ­φώνονται. Δεν είναι πλέον αισθήματα που ενισχύουν την εγωκεντρική προσωπικότη­τα, που αντικειμενοποιούν τον άλλο, αλλά είναι αισθήματα, που βοηθούν να δεις τον άλλο ως υποκείμενο. Αυτό που εικονίζεται είναι μια υποκειμενική πραγματικότητα, που έχει όμως καθολικό χαρακτήρα και γι’ αυτό είναι και αντικειμενική. Παρουσι­άζει μέσα στα σώματα την κτιστή φύση, χωρίς να καταργεί ή να σφετερίζεται το παραμικρό μέρος της. Γι’ αυτό η θέα της εικόνος είναι μια άσκηση. Για τους αμυσταγώγητους η θέα των εικόνων είναι παράξενη. Είναι συνηθισμένοι να βλέπουν σύμφωνα με το σαρκικό φρόνημα. Γι’ αυτό αν και είναι μία μαρτυρία ειρήνης μέσα στον κόσμο, η εικόνα δεν παύει να είναι και ένα χαστούκι, μια κρίση για το σαρκικό άνθρωπο. Όπως είναι το φως γι’ αυτόν πού βγαίνει από το σκότος έξαφνα. Ελέγχει το σαρκικό φρόνημα μέσα στον άνθρωπο και ανακαλεί την εικόνα του αρχαίου κάλλους, του βαθιά ποθούμενου, αυτού που τόσες φορές κατά βάθος αν και στα τυφλά αναζητάμε.

ΕΡΩΤΗΣΗ: Ποιό είναι το αρχαίο κάλλος του σώματος, όπως αποκαλύπτεται στην εικόνα;

ΑΠΑΝΤΗΣΗ: Το φωσφορικό κάλλος, ο Χριστός. Ο άνθρωπος ο αληθινός.

ΕΡΩΤΗΣΗ: Η ζωή του σώματος εκφράζε­ται στην εικόνα;

ΑΠΑΝΤΗΣΗ: Βέβαια, η ζωή του σώμα­τος, που όμως δεν υποκύπτει πλέον στις ανάγκες της φθοράς. Τα ιστορικά συμβάν­τα ωστόσο παριστάνονται, π.χ. ο Μυστι­κός Δείπνος. Με την εικόνα, εμείς βρισκό­μαστε στο Μυστικό Δείπνο όπου ο Χρι­στός και οι Απόστολοι τρώνε. Αλλά δεν είναι τα σώματα της φθοράς, τα κάτω από τη δουλεία της διαιρέσεως που εικονίζον­ται. Είναι σώματα που αποτελούνται από φως, που είναι τα ίδια φως, γι’ αυτό και υπερβαίνουν το χρόνο.

ΕΡΩΤΗΣΗ: Δηλαδή η ορθόδοξη εικόνα μας παρουσιάζει τα ανθρώπινα σώματα στην απηρτισμένη τους τελειότητα, στην κατάσταση της δόξης.

ΑΠΑΝΤΗΣΗ: Ναι, μέσα στη δόξα, αλ­λά παρουσιάζει και τους αμαρτωλούς, που κι αυτοί βρίσκονται μέσα στη δόξα, γιατί κι αυτοί είναι πλασμένοι κατ' εικόνα Θεού. Παρουσιάζονται βέβαια προφίλ, γιατί δεν είναι σε κοινωνία με το φως. Η αρετή είναι φανέρωση του φωτός, του εκθαμβωτικού κάλλους, της φωσφορικής Πέτρας. Αλλά και η αμαρτία φανερώνει αυτή την Πέτρα δια της ελλείψεως του φωτός.

Ο άνθρωπος δεν υπάρχει ανεξάρτητα από τον Θεό, σαν μια αυτόνομη βιολογική ύπαρξη. Αυτή είναι δυτική διαστρέβλωση. Η Ορθοδοξία βλέπει τα πάντα θεολογι­κά. Ούτε η πλάση υπάρχει ως φύση αυτόνομη, αλλά ως έργο του Τριαδικού Θεού που κάθησε και έφτιαξε το κάθε τι με την αγάπη του. Όλα προϋποθέτουν τη χάρη, το Θεό, το ουράνιο πυρ, που είναι δροσιά, την εικόνα, την κατ' αναλογία συμμετοχή στις άκτιστες ενέργειες του Θεού. Για το λόγο αυτό νοιώθω έντονη αντίδραση για μερικά κείμενα που τελευ­ταία έχουν γραφεί από μοντέρνους θεολόγους εν σχέσει προς το πρόσωπο. Δεν μπορώ να καταλάβω με ποιο δικαίωμα και πως ως χριστιανοί ορθόδοξοι τολμούν να μιλήσουν για τον άνθρωπο ως βιολογικό όν. Πού το βρίσκουν αυτό το πράγμα; Τότε θα μπορούσαμε να καταλάβουμε τον άνθρωπο με το μικροσκόπιο, με μια ραδιο­γραφία, μια χημική ανάλυση. Αλλά το μικροσκόπιο δεν θα δει ποτέ τον άνθρω­πο, γιατί ακόμα και τα χημικά συστατικά του ανθρώπου έχουν μια θεολογική διά­σταση, που τη βλέπει μόνο ο τυφλός. Δεν είναι η βιολογική υπόσταση αυτή που αμαρτάνει, που μετανοεί, που γίνεται μετά εκκλησιαστικό ον, αλλά ο κατ’ εικόνα Θεού άνθρωπος, ο όλος άνθρωπος είναι θεολογικό ον, αλλοιώς ο άνθρωπος δεν θα μπορούσε να αμαρτήσει. Ο άσωτος υιός επειδή είναι υιός αμαρτάνει και επειδή είναι υιός επιστρέφει προς τον Πατέρα.

Αυτό είναι το μεγαλείο της Ορθοδοξίας, ότι ο Θεός αφήνει τα ίχνη του στη δημιουργία του. Αυτή τη θεοειδή δημιουργία προϋποθέτει η ορθόδοξη εικόνα. Και καλεί τον προσκυνητή να μεταφερθεί δια της μετοχής στη μεταμορφωμένη δημιουργία, την οποία φανερώνει.

ΕΡΩΤΗΣΗ: Πώς γίνεται αυτή η μεταφορά;
ΑΠΑΝΤΗΣΗ: Με το να ανάβουμε ένα κερί, να κάνουμε το σταυρό μας και να φιλάμε την εικόνα. Προσκυνούμε την εικόνα με την ψυχή και με το σώμα μας. Έτσι ο ορθόδοξος πιστός, δια της αποφατικής εκφράσεως της εικόνας, περνάει από την αντικειμενοποιητική στάση του σαρκικού φρονήματος στην αληθινή πραγματικότητα. Γίνεται παιδί. Ανάβει μέσα του μια φλόγα που τον βοηθάει να ξεπερνάει όλες τις στενοχώριες της ζωής. Η εικόνα σε βοηθάει να ζήσεις. Διότι έχεις την αίσθηση ότι υπάρχει μπροστά σου πάντα ένα νησί πιο πέρα.

Πηγή: «Σύναξη», τ. 4, Φθινόπωρο 1982, σ. 51-54.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου