Κυριακή Τελώνου και Φαρισαίου 2004
Χρόνια μας Πολλά.
Και λέω Χρόνια μας Πολλά, γιατί σήμερα όλοι μας που αρχίζει το Τριώδιο, γιορτάζουμε. Και γιορτάζουμε επειδή η παραβολή του Τελώνου και Φαρισαίου με την οποίαν αρχίζει το Τριώδιο, μας αφορά όλους μας, γιατί άλλος λίγο, και άλλος πολύ, έχει συμμετοχή στην υπερηφάνεια και στον Φαρισαϊσμό. Γι’ αυτό λοιπόν έχουμε και την ονομαστική μας εορτή και ευχήθηκα λοιπόν Χρόνια μας Πολλά.
Λέγεται Τριώδιο, αφενός μεν διότι αποτελείται από τρείς περιόδους, η πρώτη αρχίζει με την σημερινή Κυριακή του Τελώνου και Φαρισαίου και τελειώνει με την Κυριακή της Τυρινής, η Δευτέρα περίοδος αρχίζει από την Καθαρά Δευτέρα και τελειώνει την Κυριακή των Βαΐων, και η Τρίτη περίοδος είναι η περίοδος της Μεγάλης Εβδομάδας.
Καλείται όμως «Τριώδιο» και για άλλον έναν λόγο. Διότι οι καθημερινές ακολουθίες δεν αποτελούνται από οκτώ ωδές, όπως αυτές υπάρχουν στην Παρακλητική και στα Μηναία, αλλά μόνον από τρείς ωδές.
Λέγεται δε η σημερινή Κυριακή όπως την ακούσατε και την τονίσαμε δυο φορές «Τελώνου και Φαρισαίου», διότι αυτή ήταν και η παραβολή που ακούσαμε προηγουμένως. Μικρή αυτή η Ευαγγελική περικοπή, αλλά με πολύ μεγάλα, και βαθιά τα νοήματα. Διδακτικά και σωτήρια για όλους μας. Αρκεί βέβαια να τα προσέχουμε. Για εικοσιτρία ολόκληρα χρόνια, σ’ αυτόν εδώ τον μικρόν ναό, ομιλούμε αυτή την ημέρα για την υποκρισία και τον Φαρισαϊσμό, που είναι γεννήματα της υπερηφάνειας, της κενοδοξίας και του εγωισμού που έχουμε όλοι μας. Και άλλες φορές πάλι ομιλήσαμε για την ταπείνωση.
Χιλιάδες σελίδες έχουν γραφεί και για τα δυο αυτά μεγάλα θέματα. Και για την υποκρισία και τον Φαρισαϊσμό, ακόμα πιο περισσότερες χιλιάδες για την υπερηφάνεια και πολύ περισσότερες για την ταπείνωση.
Ο Φαρισαίος θεωρείτο για την εποχή του, άνθρωπος ενάρετος και ευσεβής. Πήγαινε πολύ τακτικά στο ναό, ή στις διάφορες συναγωγές κατά περιοχές. Προσευχόταν φανερά και επιδεικτικά. Σήκωνε δηλαδή ας πούμε τα χέρια ψηλά, και αν είχε και κανένα κομποσχοίνι το κρατούσε και αυτό ψηλά να το βλέπουν όλοι, έκανε αγαθοεργίες και ελεημοσύνες πολύ φανερές για να τις βλέπουν όλοι, και ήλεγχε μετά φανατισμού τους αμαρτάνοντας. Και δεν ήθελε να έχει καμιά σχέση μαζί τους, διότι εθεωρούσε τον εαυτόν του αμόλυντο και αναμάρτητο. Επιπλέον δε ο Φαρισαίος, εγνώριζε πάρα πολύ καλά τον Μωσαϊκό Νόμο. Και με δυο λόγια θα λέγαμε ότι ήταν ο άνθρωπος του Θεού.
Ήταν όμως άνθρωπος του Θεού; Δεν ήταν! Όπως δεν είμαστε και πολλοί από μας. Διότι ο Θεός δεν τον δικαίωσε, αντιθέτως τον καταδίκασε. Γιατί αφενός μεν ξεχώρισε τον εαυτόν του από τους συνανθρώπους του, τους οποίους θεωρούσε μολυσμένους και μεγάλους αμαρτωλούς, και αφετέρου διότι φανερά κορόιδευε τον εαυτόν του. Δεν προσηύχετο στον Θεό. Προσηύχετο και απευθυνόταν μόνον στον εαυτό του. Ήταν σα να λέμε ότι είχε στήσει έναν καθρέφτη, έβλεπε τον εαυτόν του στον καθρέφτη και σ’ αυτόν προσηύχετο. Με τον εαυτόν του ομιλούσε, για τον εαυτόν του ομιλούσε, και από τον εαυτόν του έπαιρνε απαντήσεις. Αφού μιλούσε στον καθρέφτη!
Γι’ αυτό και η στάση του ήταν ανάλογη. Στάθηκε όπως μας είπε ο Κύριος στην παραβολή, στάθηκε εις εαυτόν. Στάθηκε μπροστά στον εαυτόν του, μπροστά δηλαδή σ’ έναν καθρέφτη. Καμαρωτός καμαρωτός λοιπόν απέναντι στον εαυτόν του. Αυτός όμως ο τρόπος δεν είναι προσευχή! Είναι διαστροφή. Είναι αυτοδικαίωσις. Είναι αυτοθέωσις. Είναι εγωλατρεία. Και αυτό διότι πίστευε ο Φαρισαίος της εποχής εκείνης, ούτε λίγο, ούτε πολύ, ότι ο Θεός ήταν υποχρεωμένος απέναντί του. Και ο Θεός του χρεωστούσε ευγνωμοσύνη επειδή αυτός έπραττε κάποια φανερά καλά. Του χρωστούσε ευγνωμοσύνη ο Θεός, επειδή ήτανε καλός άνθρωπος, επειδή δεν έκανε τις ατιμίες και τα διάφορα άλλα φανερά αμαρτήματα, και δεν έμοιαζε βέβαια σαν τους λοιπούς αμαρτωλούς, και μάλιστα έδειξε και τον τελώνη. «Όπως ούτος ο τελώνης». Δεν είμαι εγώ, λέει, σαν τους άλλους. Δεν είμαι ώσπερ οι λοιποί των ανθρώπων! Ή όπως αυτός ο τελώνης!
Τέλειος λοιπόν ξεπεσμός του ανθρώπου, του θρησκευομένου ανθρώπου. Καμαρώνει και φαντάζεται, φαντάζεται ότι ευχαριστεί τον Θεό διότι είναι καλός άνθρωπος. Άλλο καλός άνθρωπος, άλλο καλός χριστιανός. Και μάλιστα να σας πω και κάτι περισσότερο. Δεν φτάνει το καλός χριστιανός. Γιατί ο χριστιανός πρέπει να φτάσει στην τελείωση. Στον αγιασμό και στη θέωση. Πέραν λοιπόν απ’ το καλός χριστιανός, είναι η θέωσις.
Ο Θεός σε ευχαριστώ σοι, διότι δεν είμαι ώσπερ οι λοιποί των ανθρώπων. Άρπαγες, άδικοι, πόρνοι, φονιάδες, κακούργοι, και τα λοιπά και τα λοιπά. Και απαριθμεί δηλαδή, γνωστά αμαρτήματα, που ήσαν φανερά. Που τα βλέπουν και τα ξέρουν όλοι οι άνθρωποι. Ξέρουν ότι αυτός είναι κλέφτης, ότι αυτός πήγε στη φυλακή, ότι ο άλλος σκότωσε, ότι ο άλλος πρόδωσε το σπίτι του, ότι ο άλλος έκανε αυτό, ότι ο άλλος έκανε εκείνο. Αλλά για τα εσωτερικά όμως αμαρτήματα και τις κρυφές του αδυναμίες, και τα ύπουλα πάθη που δουλεύουν μέσα μας, δεν έκανε κανέναν λόγο.
Δεν μίλησε παραδείγματος χάριν για την υπερηφάνεια, για την πονηριά, για την εσωτερική ασέλγεια. Ποιος δεν έχει ασέλγεια εσωτερική. Για την μνησικακία. Για την ακαταδεξία. Και για το φθόνο και τη ζήλεια. Υπάρχει κανένας από σας που να μη φθονεί και να μη ζηλεύει; Να μην αισθάνθηκε καμιά φορά αυτό το φιδάκι να δαγκάνει λίγο την καρδούλα του; Εγώ το αισθάνθηκα πολλές φορές! Εσείς ούτε μία; Δε μίλησε για την πλεονεξία! Δεν μίλησε για την φιλαργυρία! Δεν μίλησε για την βουλιμία και για την ακράτεια. Δεν μίλησε για τους αισχρούς λογισμούς! Τις αισχρές σκέψεις. Τις αισχρές επιθυμίες! Τα δουλέματα τα εσωτερικά της ψυχής του, πούσαν όλα μαύρα. Δε μίλησε για το δόλο και τη δειλία, για την αχαριστία και την συκοφαντία και τόσα άλλα, να μην τα απαριθμούμε κι όλα.
Και στη συνέχεια ο Φαρισαίος πάλι καμαρώνοντας μπροστά στον καθρέφτη, είπε στον εαυτόν του : «Νηστεύω δις του Σαββάτου και αποδεκατώ όσα κτώμαι». Δηλαδή νηστεύω Τετάρτη και Παρασκευή, και από το μισθό μου που είναι τριακόσιες χιλιάδες δραχμές το μήνα, κάθε μήνα τις τριάντα, το δέκα τοις εκατό δηλαδή, τις δίνω για ελεημοσύνη. Εγώ είμαι εντάξει, δεν είμαι σαν τους άλλους, ούτε σαν αυτόν τον τελώνην.
Ο τραγικός αυτός κομπασμός, δυστυχώς αδελφοί μου, δημιουργεί όπως είπα και προηγουμένως, αυτοδικαίωση και κακομοιριά. Έτσι ο Φαρισαίος δεν κέρδισε απολύτως τίποτα, με τον τρόπον αυτόν που προσηύχετο, καταδίκασε τον εαυτόν του εις τους αιώνας των αιώνων, και ο άλλος που ήταν αμαρτωλός, και ποιος ξέρει σε πόσες μεγάλες αμαρτίες είχε πέσει, με το να ομολογεί όμως συντετριμμένος την αμαρτία του ενώπιον του Αγίου Θεού, να μην έχει την τόλμην να σηκώσει τα μάτια του για να ατενίσει τον Θεόν, με το να φωνάζει «ο Θεός μου, ιλάσθητί μοι τω αμαρτωλώ», αυτός δικαιώθηκε, και όχι ο Φαρισαίος και υπερήφανος. Έτσι λοιπόν συμβαίνει και σε όλους εμάς.
Η υπερηφάνεια, η κενοδοξία και ο εγωισμός, μας κάνουν τις περισσότερες φορές, να είμαστε υποκριταί. Ο Φαρισαϊσμός είναι τόσο μεγάλο πάθος, ώστε μερικοί από τους Πατέρες να τον θεωρούν πολυκέφαλο θηρίο σαν την Λερναία Ύδρα. Γι’ αυτό και ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος λέγει τα εξής: «Για όλα τα κακά, φταίει η υποκρισία, αφού όλοι μας λίγο ή πολύ, είμαστε εγωισταί και υπερήφανοι. Μας κάνει ακόρεστα να διψάμε τη δόξα, την επίδειξη, τη δύναμη, την εξουσία, τον πλούτο και τα λοιπά, για να μας ρίξει στο λάκκο της μεγαλομανίας, και από κει στην αιώνια απώλεια και την κόλαση. Και σ’ αυτήν την κατηγορία, δεν υπάγονται»,- προσέξτε, το λέγει αυτό ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος, - «δεν υπάγονται οι πιο πολλοί από τους χριστιανούς, αλλά και πολλοί από μας, που φοράμε το ράσο, τους παπάδες, τους μοναχούς, τους καλογήρους, τους διακόνους, τους δεσποτάδες», και πρώτος από όλους, αφορά και μένα. Δεν ξεχωρίζω τον εαυτό μου σε τίποτα από τους άλλους.
Δυστυχώς η υποκρισία, σαν διαβρωτική υγρασία εισέρχεται παντού.
Η υποκρισία; Στην ελεημοσύνη. Μπαίνει μέσα. Υποκρινόμεθα ότι είμεθα ελεήμονες, θέλομε να φαινόμαστε απέναντι στους άλλους, ενώ δεν είμεθα. Τι θα μας πει μεθαύριο ο Θεός; «Μη γνώτω η αριστερά σου τι ποιεί η δεξιά σου».
Στη νηστεία επίσης και στην προσευχή. Και κει μπαίνει η υποκρισία. Τι λέει ο Θεός; Θέλεις να προσευχηθείς; Κάντο κρυφά! Είσελθε εις το ταμείον σου, και ο Θεός ο βλέπων εν τω κρυπτώ, αποδώσει εν τω φανερώ. Νηστεύεις; Νήστευε. Μην το φανερώνεις. Μην το αποκαλύπτεις! Δεν τρώω σοκολατάκι, λέει. Σήμερα νηστεύω. Και μόλις πάει σπίτι, ανοίγει το ψηγείο, και καταβροχθίζει τα λουκάνικα.
Λοιπόν… Α, μπαίνει και στην αγρυπνία, και να μας συγχωρέσουν και οι άγιοι μας οι ιεροψάλτες, αλλά λέγει ο Άγιος ιερός Χρυσόστομος, ότι η υποκρισία μπαίνει και στο ωραίο ψάλσιμο. Συγγνώμην, ε; Θα λέμε.
Λοιπόν, μπαίνει στο σεμνό το ντύσιμο, βάζουμε βλέπεις και τη μαντίλα, δε λέω ότι δεν πρέπει, ο Παύλος το επιβάλλει, αλλά προσέξτε την υποκρισία, αυτό θέλει να πει.
Επίσης και στα φτωχικά ρούχα. Ο άλλος φοράει φτωχικά ρούχα, από υποκρισία, υποκρινόμενος.
Αμ, που μπαίνει στη διδασκαλία και στο κήρυγμα… Εδώ είμαι πρώτος. Γιατί είμαι και διδάσκαλος, είμαι και κήρυκας του λόγου του Θεού, άρα λοιπόν και πρώτος φταίχτης σ’ αυτό το μεγάλο αμάρτημα.
Παντού λοιπόν εισέρχεται, και πάντοτε με το φόρεμα της ευσεβοφάνειας, και έτσι κυριευόμαστε όλοι μας, άλλος λίγο και άλλος πολύ από αυτοθαυμασμό και από αυτοϊκανοποίηση.
Είναι αυτό που βγάζει ο Φαρισαίος προς τα έξω. Τις καλές του πράξεις. Για το θεαθήναι τοις ανθρώποις. Και όλα τα κρυφά, τα άσχημα, τα βρωμερά, τα ύπουλα, τα δόλια, αυτά τα κρύβει μέσα του.
Ήρθε κάποιος πριν πάρα πολλά χρόνια, και μου είπε, -και για να τελειώνω, για να δω, και πόσα λεφτά σας μίλησα κιόλας, για να μην σας κουράζω-. Λέει, εγώ πάτερ αγαπώ όλο τον κόσμο. Και βγάζω και το ψωμί, την μπουκιά μου απ’ το στόμα μου, και τη δίνω στον άλλον. -Μπράβο του.- Πάω λέει και στα νοσοκομεία, πάω και στα γεροκομεία. Πάω και στις φυλακές. Τρέχω εδώ, τρέχω εκεί. -Πολύ καλά. Χίλιες ευλογίες ναχεις απ’ το Θεό.- Να αλλά τον αδελφό μου όμως που μου έκανε πλαστογραφία στην υπογραφή της μάνας μου, όχι δεν θέλω να τον δω στα μάτια μου, αλλά όταν θα πεθάνει θα πάω πάνω στον τάφο του και θα κάνω ακαθαρσίες. -Δε μου τόπε έτσι, μου τόπε πιο βαριά, εγώ σας το λέω ελαφριά.- Τάκανε όλα, αλλά τον αδελφό δεν τον συγχωρούσε. Βλέπετε λοιπόν ότι η μνησικακία που υπήρχε στο βάθος της ψυχής του, ήταν ασυγκρίτως πολύ πιο μεγαλύτερη και εξουδετέρωνε, όλα τα καλά έργα τα οποία έκανε, και τα οποία όντως τα καλά του έργα, όπως τα απαρίθμησε ήταν αξιοθαύμαστα. Αλλά αυτό δεν φτάνει.
Πως θα σωθούμε. Θα σωθούμε με την μετάνοια. Και τον τρόπο μας τον δίδαξε ο τελώνης. Θα πέφτουμε στα πόδια του πνευματικού και θα ζητάμε έλεος. Πάτερ κάνε προσευχή να με συγχωρέσει ο Θεός. Ζητάω έλεος απ’ τον Θεόν. Σήμερα, αύριο πεθαίνω. Έλεος θέλω απ’ τον Θεόν. Έλεος. Γιατί το έλεος θα μας σώσει. Και μόνον το έλεος θα μας σώσει. Η κραυγή του τελώνου. «Ο Θεός μου ιλάσθητί μοι τω αμαρωλώ»,
Αμήν.
Χρόνια μας Πολλά.
Και λέω Χρόνια μας Πολλά, γιατί σήμερα όλοι μας που αρχίζει το Τριώδιο, γιορτάζουμε. Και γιορτάζουμε επειδή η παραβολή του Τελώνου και Φαρισαίου με την οποίαν αρχίζει το Τριώδιο, μας αφορά όλους μας, γιατί άλλος λίγο, και άλλος πολύ, έχει συμμετοχή στην υπερηφάνεια και στον Φαρισαϊσμό. Γι’ αυτό λοιπόν έχουμε και την ονομαστική μας εορτή και ευχήθηκα λοιπόν Χρόνια μας Πολλά.
Λέγεται Τριώδιο, αφενός μεν διότι αποτελείται από τρείς περιόδους, η πρώτη αρχίζει με την σημερινή Κυριακή του Τελώνου και Φαρισαίου και τελειώνει με την Κυριακή της Τυρινής, η Δευτέρα περίοδος αρχίζει από την Καθαρά Δευτέρα και τελειώνει την Κυριακή των Βαΐων, και η Τρίτη περίοδος είναι η περίοδος της Μεγάλης Εβδομάδας.
Καλείται όμως «Τριώδιο» και για άλλον έναν λόγο. Διότι οι καθημερινές ακολουθίες δεν αποτελούνται από οκτώ ωδές, όπως αυτές υπάρχουν στην Παρακλητική και στα Μηναία, αλλά μόνον από τρείς ωδές.
Λέγεται δε η σημερινή Κυριακή όπως την ακούσατε και την τονίσαμε δυο φορές «Τελώνου και Φαρισαίου», διότι αυτή ήταν και η παραβολή που ακούσαμε προηγουμένως. Μικρή αυτή η Ευαγγελική περικοπή, αλλά με πολύ μεγάλα, και βαθιά τα νοήματα. Διδακτικά και σωτήρια για όλους μας. Αρκεί βέβαια να τα προσέχουμε. Για εικοσιτρία ολόκληρα χρόνια, σ’ αυτόν εδώ τον μικρόν ναό, ομιλούμε αυτή την ημέρα για την υποκρισία και τον Φαρισαϊσμό, που είναι γεννήματα της υπερηφάνειας, της κενοδοξίας και του εγωισμού που έχουμε όλοι μας. Και άλλες φορές πάλι ομιλήσαμε για την ταπείνωση.
Χιλιάδες σελίδες έχουν γραφεί και για τα δυο αυτά μεγάλα θέματα. Και για την υποκρισία και τον Φαρισαϊσμό, ακόμα πιο περισσότερες χιλιάδες για την υπερηφάνεια και πολύ περισσότερες για την ταπείνωση.
Ο Φαρισαίος θεωρείτο για την εποχή του, άνθρωπος ενάρετος και ευσεβής. Πήγαινε πολύ τακτικά στο ναό, ή στις διάφορες συναγωγές κατά περιοχές. Προσευχόταν φανερά και επιδεικτικά. Σήκωνε δηλαδή ας πούμε τα χέρια ψηλά, και αν είχε και κανένα κομποσχοίνι το κρατούσε και αυτό ψηλά να το βλέπουν όλοι, έκανε αγαθοεργίες και ελεημοσύνες πολύ φανερές για να τις βλέπουν όλοι, και ήλεγχε μετά φανατισμού τους αμαρτάνοντας. Και δεν ήθελε να έχει καμιά σχέση μαζί τους, διότι εθεωρούσε τον εαυτόν του αμόλυντο και αναμάρτητο. Επιπλέον δε ο Φαρισαίος, εγνώριζε πάρα πολύ καλά τον Μωσαϊκό Νόμο. Και με δυο λόγια θα λέγαμε ότι ήταν ο άνθρωπος του Θεού.
Ήταν όμως άνθρωπος του Θεού; Δεν ήταν! Όπως δεν είμαστε και πολλοί από μας. Διότι ο Θεός δεν τον δικαίωσε, αντιθέτως τον καταδίκασε. Γιατί αφενός μεν ξεχώρισε τον εαυτόν του από τους συνανθρώπους του, τους οποίους θεωρούσε μολυσμένους και μεγάλους αμαρτωλούς, και αφετέρου διότι φανερά κορόιδευε τον εαυτόν του. Δεν προσηύχετο στον Θεό. Προσηύχετο και απευθυνόταν μόνον στον εαυτό του. Ήταν σα να λέμε ότι είχε στήσει έναν καθρέφτη, έβλεπε τον εαυτόν του στον καθρέφτη και σ’ αυτόν προσηύχετο. Με τον εαυτόν του ομιλούσε, για τον εαυτόν του ομιλούσε, και από τον εαυτόν του έπαιρνε απαντήσεις. Αφού μιλούσε στον καθρέφτη!
Γι’ αυτό και η στάση του ήταν ανάλογη. Στάθηκε όπως μας είπε ο Κύριος στην παραβολή, στάθηκε εις εαυτόν. Στάθηκε μπροστά στον εαυτόν του, μπροστά δηλαδή σ’ έναν καθρέφτη. Καμαρωτός καμαρωτός λοιπόν απέναντι στον εαυτόν του. Αυτός όμως ο τρόπος δεν είναι προσευχή! Είναι διαστροφή. Είναι αυτοδικαίωσις. Είναι αυτοθέωσις. Είναι εγωλατρεία. Και αυτό διότι πίστευε ο Φαρισαίος της εποχής εκείνης, ούτε λίγο, ούτε πολύ, ότι ο Θεός ήταν υποχρεωμένος απέναντί του. Και ο Θεός του χρεωστούσε ευγνωμοσύνη επειδή αυτός έπραττε κάποια φανερά καλά. Του χρωστούσε ευγνωμοσύνη ο Θεός, επειδή ήτανε καλός άνθρωπος, επειδή δεν έκανε τις ατιμίες και τα διάφορα άλλα φανερά αμαρτήματα, και δεν έμοιαζε βέβαια σαν τους λοιπούς αμαρτωλούς, και μάλιστα έδειξε και τον τελώνη. «Όπως ούτος ο τελώνης». Δεν είμαι εγώ, λέει, σαν τους άλλους. Δεν είμαι ώσπερ οι λοιποί των ανθρώπων! Ή όπως αυτός ο τελώνης!
Τέλειος λοιπόν ξεπεσμός του ανθρώπου, του θρησκευομένου ανθρώπου. Καμαρώνει και φαντάζεται, φαντάζεται ότι ευχαριστεί τον Θεό διότι είναι καλός άνθρωπος. Άλλο καλός άνθρωπος, άλλο καλός χριστιανός. Και μάλιστα να σας πω και κάτι περισσότερο. Δεν φτάνει το καλός χριστιανός. Γιατί ο χριστιανός πρέπει να φτάσει στην τελείωση. Στον αγιασμό και στη θέωση. Πέραν λοιπόν απ’ το καλός χριστιανός, είναι η θέωσις.
Ο Θεός σε ευχαριστώ σοι, διότι δεν είμαι ώσπερ οι λοιποί των ανθρώπων. Άρπαγες, άδικοι, πόρνοι, φονιάδες, κακούργοι, και τα λοιπά και τα λοιπά. Και απαριθμεί δηλαδή, γνωστά αμαρτήματα, που ήσαν φανερά. Που τα βλέπουν και τα ξέρουν όλοι οι άνθρωποι. Ξέρουν ότι αυτός είναι κλέφτης, ότι αυτός πήγε στη φυλακή, ότι ο άλλος σκότωσε, ότι ο άλλος πρόδωσε το σπίτι του, ότι ο άλλος έκανε αυτό, ότι ο άλλος έκανε εκείνο. Αλλά για τα εσωτερικά όμως αμαρτήματα και τις κρυφές του αδυναμίες, και τα ύπουλα πάθη που δουλεύουν μέσα μας, δεν έκανε κανέναν λόγο.
Δεν μίλησε παραδείγματος χάριν για την υπερηφάνεια, για την πονηριά, για την εσωτερική ασέλγεια. Ποιος δεν έχει ασέλγεια εσωτερική. Για την μνησικακία. Για την ακαταδεξία. Και για το φθόνο και τη ζήλεια. Υπάρχει κανένας από σας που να μη φθονεί και να μη ζηλεύει; Να μην αισθάνθηκε καμιά φορά αυτό το φιδάκι να δαγκάνει λίγο την καρδούλα του; Εγώ το αισθάνθηκα πολλές φορές! Εσείς ούτε μία; Δε μίλησε για την πλεονεξία! Δεν μίλησε για την φιλαργυρία! Δεν μίλησε για την βουλιμία και για την ακράτεια. Δεν μίλησε για τους αισχρούς λογισμούς! Τις αισχρές σκέψεις. Τις αισχρές επιθυμίες! Τα δουλέματα τα εσωτερικά της ψυχής του, πούσαν όλα μαύρα. Δε μίλησε για το δόλο και τη δειλία, για την αχαριστία και την συκοφαντία και τόσα άλλα, να μην τα απαριθμούμε κι όλα.
Και στη συνέχεια ο Φαρισαίος πάλι καμαρώνοντας μπροστά στον καθρέφτη, είπε στον εαυτόν του : «Νηστεύω δις του Σαββάτου και αποδεκατώ όσα κτώμαι». Δηλαδή νηστεύω Τετάρτη και Παρασκευή, και από το μισθό μου που είναι τριακόσιες χιλιάδες δραχμές το μήνα, κάθε μήνα τις τριάντα, το δέκα τοις εκατό δηλαδή, τις δίνω για ελεημοσύνη. Εγώ είμαι εντάξει, δεν είμαι σαν τους άλλους, ούτε σαν αυτόν τον τελώνην.
Ο τραγικός αυτός κομπασμός, δυστυχώς αδελφοί μου, δημιουργεί όπως είπα και προηγουμένως, αυτοδικαίωση και κακομοιριά. Έτσι ο Φαρισαίος δεν κέρδισε απολύτως τίποτα, με τον τρόπον αυτόν που προσηύχετο, καταδίκασε τον εαυτόν του εις τους αιώνας των αιώνων, και ο άλλος που ήταν αμαρτωλός, και ποιος ξέρει σε πόσες μεγάλες αμαρτίες είχε πέσει, με το να ομολογεί όμως συντετριμμένος την αμαρτία του ενώπιον του Αγίου Θεού, να μην έχει την τόλμην να σηκώσει τα μάτια του για να ατενίσει τον Θεόν, με το να φωνάζει «ο Θεός μου, ιλάσθητί μοι τω αμαρτωλώ», αυτός δικαιώθηκε, και όχι ο Φαρισαίος και υπερήφανος. Έτσι λοιπόν συμβαίνει και σε όλους εμάς.
Η υπερηφάνεια, η κενοδοξία και ο εγωισμός, μας κάνουν τις περισσότερες φορές, να είμαστε υποκριταί. Ο Φαρισαϊσμός είναι τόσο μεγάλο πάθος, ώστε μερικοί από τους Πατέρες να τον θεωρούν πολυκέφαλο θηρίο σαν την Λερναία Ύδρα. Γι’ αυτό και ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος λέγει τα εξής: «Για όλα τα κακά, φταίει η υποκρισία, αφού όλοι μας λίγο ή πολύ, είμαστε εγωισταί και υπερήφανοι. Μας κάνει ακόρεστα να διψάμε τη δόξα, την επίδειξη, τη δύναμη, την εξουσία, τον πλούτο και τα λοιπά, για να μας ρίξει στο λάκκο της μεγαλομανίας, και από κει στην αιώνια απώλεια και την κόλαση. Και σ’ αυτήν την κατηγορία, δεν υπάγονται»,- προσέξτε, το λέγει αυτό ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος, - «δεν υπάγονται οι πιο πολλοί από τους χριστιανούς, αλλά και πολλοί από μας, που φοράμε το ράσο, τους παπάδες, τους μοναχούς, τους καλογήρους, τους διακόνους, τους δεσποτάδες», και πρώτος από όλους, αφορά και μένα. Δεν ξεχωρίζω τον εαυτό μου σε τίποτα από τους άλλους.
Δυστυχώς η υποκρισία, σαν διαβρωτική υγρασία εισέρχεται παντού.
Η υποκρισία; Στην ελεημοσύνη. Μπαίνει μέσα. Υποκρινόμεθα ότι είμεθα ελεήμονες, θέλομε να φαινόμαστε απέναντι στους άλλους, ενώ δεν είμεθα. Τι θα μας πει μεθαύριο ο Θεός; «Μη γνώτω η αριστερά σου τι ποιεί η δεξιά σου».
Στη νηστεία επίσης και στην προσευχή. Και κει μπαίνει η υποκρισία. Τι λέει ο Θεός; Θέλεις να προσευχηθείς; Κάντο κρυφά! Είσελθε εις το ταμείον σου, και ο Θεός ο βλέπων εν τω κρυπτώ, αποδώσει εν τω φανερώ. Νηστεύεις; Νήστευε. Μην το φανερώνεις. Μην το αποκαλύπτεις! Δεν τρώω σοκολατάκι, λέει. Σήμερα νηστεύω. Και μόλις πάει σπίτι, ανοίγει το ψηγείο, και καταβροχθίζει τα λουκάνικα.
Λοιπόν… Α, μπαίνει και στην αγρυπνία, και να μας συγχωρέσουν και οι άγιοι μας οι ιεροψάλτες, αλλά λέγει ο Άγιος ιερός Χρυσόστομος, ότι η υποκρισία μπαίνει και στο ωραίο ψάλσιμο. Συγγνώμην, ε; Θα λέμε.
Λοιπόν, μπαίνει στο σεμνό το ντύσιμο, βάζουμε βλέπεις και τη μαντίλα, δε λέω ότι δεν πρέπει, ο Παύλος το επιβάλλει, αλλά προσέξτε την υποκρισία, αυτό θέλει να πει.
Επίσης και στα φτωχικά ρούχα. Ο άλλος φοράει φτωχικά ρούχα, από υποκρισία, υποκρινόμενος.
Αμ, που μπαίνει στη διδασκαλία και στο κήρυγμα… Εδώ είμαι πρώτος. Γιατί είμαι και διδάσκαλος, είμαι και κήρυκας του λόγου του Θεού, άρα λοιπόν και πρώτος φταίχτης σ’ αυτό το μεγάλο αμάρτημα.
Παντού λοιπόν εισέρχεται, και πάντοτε με το φόρεμα της ευσεβοφάνειας, και έτσι κυριευόμαστε όλοι μας, άλλος λίγο και άλλος πολύ από αυτοθαυμασμό και από αυτοϊκανοποίηση.
Είναι αυτό που βγάζει ο Φαρισαίος προς τα έξω. Τις καλές του πράξεις. Για το θεαθήναι τοις ανθρώποις. Και όλα τα κρυφά, τα άσχημα, τα βρωμερά, τα ύπουλα, τα δόλια, αυτά τα κρύβει μέσα του.
Ήρθε κάποιος πριν πάρα πολλά χρόνια, και μου είπε, -και για να τελειώνω, για να δω, και πόσα λεφτά σας μίλησα κιόλας, για να μην σας κουράζω-. Λέει, εγώ πάτερ αγαπώ όλο τον κόσμο. Και βγάζω και το ψωμί, την μπουκιά μου απ’ το στόμα μου, και τη δίνω στον άλλον. -Μπράβο του.- Πάω λέει και στα νοσοκομεία, πάω και στα γεροκομεία. Πάω και στις φυλακές. Τρέχω εδώ, τρέχω εκεί. -Πολύ καλά. Χίλιες ευλογίες ναχεις απ’ το Θεό.- Να αλλά τον αδελφό μου όμως που μου έκανε πλαστογραφία στην υπογραφή της μάνας μου, όχι δεν θέλω να τον δω στα μάτια μου, αλλά όταν θα πεθάνει θα πάω πάνω στον τάφο του και θα κάνω ακαθαρσίες. -Δε μου τόπε έτσι, μου τόπε πιο βαριά, εγώ σας το λέω ελαφριά.- Τάκανε όλα, αλλά τον αδελφό δεν τον συγχωρούσε. Βλέπετε λοιπόν ότι η μνησικακία που υπήρχε στο βάθος της ψυχής του, ήταν ασυγκρίτως πολύ πιο μεγαλύτερη και εξουδετέρωνε, όλα τα καλά έργα τα οποία έκανε, και τα οποία όντως τα καλά του έργα, όπως τα απαρίθμησε ήταν αξιοθαύμαστα. Αλλά αυτό δεν φτάνει.
Πως θα σωθούμε. Θα σωθούμε με την μετάνοια. Και τον τρόπο μας τον δίδαξε ο τελώνης. Θα πέφτουμε στα πόδια του πνευματικού και θα ζητάμε έλεος. Πάτερ κάνε προσευχή να με συγχωρέσει ο Θεός. Ζητάω έλεος απ’ τον Θεόν. Σήμερα, αύριο πεθαίνω. Έλεος θέλω απ’ τον Θεόν. Έλεος. Γιατί το έλεος θα μας σώσει. Και μόνον το έλεος θα μας σώσει. Η κραυγή του τελώνου. «Ο Θεός μου ιλάσθητί μοι τω αμαρωλώ»,
Αμήν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου