Τί εἶναι αἵρεσις;
Αἵρεσις εἶναι ἡ λογική ἑρμηνεία τοῦ δόγματος· δηλαδή εἶναι ἡ προσπάθεια τοῦ ἀνθρώπου νά κατανοήση τό μυστήριον τοῦ Θεοῦ. Καί ὅταν προσπαθῆ ὁ ἄνθρωπος νά τό κατανοήση, θέλει νά τό κατατάξη μέσα εἰς τά λογικά κατηγορήματα· δηλαδή θέλει νά λογικοποιήση κάτι πού εἶναι πέρα ἀπό τήν λογική. Στήν προσπάθειά του ὅμως νά λογικοποιήση, νά κάνη λογικό δηλαδή, ἐκεῖνο τό ὁποῖον δέν μπαίνει μέσα στά στενά ὅρια τῆς λογικῆς, κατ’ ἀνάγκην θά ξεφύγη· κι ἀφοῦ θά ξεφύγη, αὐτό εἶναι αἵρεσις. Ὥστε λοιπόν αἵρεσις πάντοτε εἶναι ἡ λογικοποίησις τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ, τῆς ἀποκαλύψεως· ἐπειδή πάντα, ἐπαναλαμβάνω, ἡ ἀποκάλυψις εἶναι ὑπέρ λόγον, εἶναι πιό πάνω ἀπό τήν λογική.
Ὁ Θεός, ἐπί παραδείγματι, λέγει στόν Ἀβραάμ: «Θά γεννήσης παιδί τώρα πού εἶσαι ἑκατό χρονῶν.». Ἄν ὁ Ἀβραάμ βάλη τήν λογική, θά πῆ: «Πῶς εἶναι δυνατόν αὐτό νά γίνη;». Καί ἀπό τή στιγμή πού θά βάλη τήν λογική, θά λογικοποιήση δηλαδή αὐτό πού τοῦ ἀποκαλύπτεται, ἀμέσως θά τό ἀπορρίψη καί θά πῆ: «Δέν εἶναι δυνατόν · εἶμαι ἑκατό χρονῶν ! ». Ὅταν ὅμως πῆ «Ἐγώ μέν δέν τό καταλαβαίνω· ἀλλά, ἀφοῦ τό λέγει ὁ Θεός, τό πιστεύω ὅπως εἶναι, τό ἀφήνω λοιπόν ὅπως εἶναι.», ἀπό τήν στιγμή ἐκείνη καί πέρα μένει στήν ὀρθήν πίστιν. Ὅταν λοιπόν τό λογικοποιήση, τότε θά τό ἀπορρίψη ἤ θά τό διαστρέψη, θά τό ἀλλάξη, θά τό τροποποιήση· ἀπό τή στιγμή ἐκείνη εἶναι εἰς τόν χῶρο τῆς αἱρέσεως.
Ποιός γεννᾶ τήν αἵρεσι; Δυό πράγματα: ὁ Διάβολος καί ὁ ἐγωϊσμός τοῦ ἀνθρώπου.
Ὁ Διάβολος εἶναι ὁ σπορεύς τῶν ζιζανίων τῆς παραβολῆς τῶν ζιζανίων, πού ἐλέγαμε τήν περασμένη φορά. Ὅπως εἴπαμε, εἶναι ἡ μέθοδός του, ἡ μέθοδος τῆς νοθείας. Μετά τόν Σταυρόν καί τήν Ἀνάστασιν ὁ Διάβολος πλέον μετέρχεται τήν μέθοδον τῆς νοθείας, δηλαδή τῆς ἀποκλίσεως ἀπό τήν ἀλήθειαν, δηλαδή τήν αἵρεσιν.
Ὁ Διάβολος δέν ἀρνεῖται, ἀλλά τροποποιεῖ. Αὐτή εἶναι ἡ μέθοδός του ἡ συστηματική, πού σέ κάθε ἐποχή θά πάρη λεπτάς ἀποχρώσεις· ὡστόσο ὅμως βασικά πάντα θά μένη ἡ ἰδία μέθοδος, ἀπό τήν ἐποχή τοῦ Σταυροῦ καί τῆς Ἀναστάσεως μέχρι καί σήμερα. Αὐτή ἡ μέθοδος τῆς νοθείας εἶναι ὁ καρπός αὐτοῦ τοῦ διαβολικοῦ φθόνου καί τῆς διαβολικῆς κακίας.
Ὁ ἀνθρώπινος ἐγωϊσμός ὁμοίως γεννᾶ τήν αἵρεσιν. Καί γεννᾶται ἡ αἵρεσις εἴτε ὑπό τήν μορφήν τῆς ὑπερηφανείας, ἐκ μέρους τοῦ ἀνθρώπου, εἴτε ὑπό τήν μορφήν τῆς ἐμμονῆς εἰς τόν διεφθαρμένον βίον. Τόσο τήν ὑπερηφάνεια, ὅσο καί τόν διεφθαρμένον βίον, ὁ Διάβολος τά ἐκμεταλλεύεται, τά καθιστᾶ ὄργανα εἰς τά χέρια του, καί ἔτσι, ἔχοντας ὄργανα τούς διεφθαρμένους καί τούς ὑπερηφάνους ἀνθρώπους, διαδίδει μίαν αἵρεσίν του.
Διά τήν περίπτωσιν τοῦ διεφθαρμένου βίου. Λέγει ὁ Κύριος: «Ἐάν τις θέλῃ τὸ θέλημα αὐτοῦ ποιεῖν, δηλαδή τοῦ Θεοῦ, γνώσεται περὶ τῆς διδαχῆς, πότερον ἐκ τοῦ Θεοῦ ἐστιν ἢ ἐγὼ ἀπ’ ἐμαυτοῦ λαλῶ.». Ἐάν, λέγει, κάποιος θέλη νά κάνη τό θέλημα τοῦ Θεοῦ, νά τηρήση τό θέλημα τοῦ Θεοῦ, νά ἀποφύγη τήν ἁμαρτία καί νά τηρήση ὅλες τίς ἐντολές τοῦ Θεοῦ, τότε –προσέξτε παρακαλῶ νά δῆτε θαυμάσιον κριτήριον πού θέτει ὁ Κύριος, κριτήριον διακρίσεως– τότε αὐτομάτως θά παραδεχθῆ ὅτι ὁ Ἰησοῦς Χριστός εἶναι ἀληθινός. Καί ὅταν δεχθῆ ὅτι ὁ Χριστός εἶναι ἀληθινός, δηλαδή Θεάνθρωπος, τότε βεβαίως δέν κινδυνεύει νά πέση σέ καμμίαν ἀπόκλισιν, σέ καμμίαν αἵρεσιν. Πότε; Ὅταν θά τηρήση ἀπολύτως τό θέλημα τοῦ Θεοῦ, συνεπῶς ὅταν εἶναι ὁ ἁγνός καί ὁ καθαρός ἄνθρωπος.
Δέν ἔχει λόγους ἀποκλίσεως, ἀγαπητοί μου, ὁ ἁγνός καί καθαρός ἄνθρωπος· μόνον ὁ διεφθαρμένος ἄνθρωπος ἔχει λόγους νά τροποποιήση τά δόγματα. Τί θά ἐνδιέφερε, ἐπί παραδείγματι, τόν ἀγαθόν ἄνθρωπον, τόν τηροῦντα τάς ἐντολάς τοῦ Θεοῦ, ἐάν ὑπάρχη ἤ δέν ὑπάρχη Κόλασις; Δέν τόν ἐνδιαφέρει· διότι σκέπτεται ὅτι δέν εἶναι ἐργάτης τοῦ σκοταδιοῦ, δέν εἶναι ἐργάτης τῆς γεένης, τῆς Κολάσεως, καί συνεπῶς δέν ἔχει λόγους ν’ ἀρνηθῆ τήν Κόλασι. Ποιός εἶναι ἐκεῖνος πού θά ἀρνηθῆ τήν Κόλασιν; Ὁ διεφθαρμένος ἄνθρωπος. Γι’ αὐτό βλέπετε ὅτι ὁ διεφθαρμένος ἄνθρωπος εἰσάγει αἵρεσιν· καί σοῦ λέγει: «Καί ποιός τά εἶδε αὐτά... καί ποιός τά ξέρει... Δέν βαριέσαι... Μπά ! γιατί; ὁ Θεός πρέπει νά εἶναι πολύ ἀγαθός · τόσο, πού δέν θά πρέπει νά ὑπάρχη Κόλασις.» καί ἄλλα πολλά. Τά βγάζει μέ τό μυαλό του. Ὅλα αὐτά τά ὑπαγορεύει, ὅπως σᾶς εἶπα, ὁ διεφθαρμένος βίος.
Ἀλλά καί διά τήν ὑπερηφάνειαν. Λέγει ὁ ἀπόστολος Παῦλος πρός τόν Τίτον: «Αἱρετικὸν ἄνθρωπον μετὰ μίαν καὶ δευτέραν νουθεσίαν παραιτοῦ, εἰδὼς ὅτι ἐξέστραπται ὁ τοιοῦτος καὶ ἁμαρτάνει ὢν αὐτοκατάκριτος.» . Ὅταν λέγη ὁ Ἀπόστολος στήν ἐπιστολή του πρός τόν Τίτον «Θά πῆς μία φορά, δυό φορές σ’ ἕναν αἱρετικό νά ἀφήση τήν αἵρεσί του. Μήν ἐπιμείνης περισσότερο· αὐτός ὁ ἄνθρωπος ἔχει διαστραφῆ.», τί ἐννοεῖ; ποῦ εἶναι τώρα τό θέμα; Εἶναι στήν ψυχήν· εἶναι ἡ ὑπερηφάνεια. Καί ὅταν λέγη ὁ ἀπόστολος Παῦλος μία καί δύο φορές, ὄχι παραπάνω, ἐννοεῖ ὅτι ἡ ὑπερηφάνεια, ἐάν δέν εἶναι ἀθεράπευτον πάθος, τοὐλάχιστον εἶναι δυσθεράπευτον πάθος. Καί ἡ ὑπερηφάνεια τῶν ἀνθρώπων πολλάκις δημιουργεῖ τήν αἵρεσιν· ἡ φιλοδοξία των δηλαδή, τό πῶς οἱ ἄνθρωποι, γιά νά φανοῦν ὅτι διακρίνονται ἀπό τούς ἄλλους, ἐπιζητοῦν μίαν δόξαν, ἔστω καί ἡροστράτειον .
Ξέρετε ποιά εἶναι ἡ ἡροστράτειος δόξα; Κάποιος ἄσημος ἄνθρωπος, ὀνόματι Ἡρόστρατος, τήν νύχτα πού ἐγεννᾶτο ὁ μέγας Ἀλέξανδρος, ἔβαζε φωτιά εἰς τόν ναόν τῆς Ἀρτέμιδος στήν Ἔφεσο, γιατί μέσα του ἐφλέγετο ἀπό τήν ἐπιθυμία νά μείνη τό ὄνομά του στήν Ἱστορία! Καί τότε μάλιστα, ὅταν τόν συνέλαβαν, θέλησαν νά μή γραφῆ τό ὄνομά του πουθενά, γιά νά μήν πραγματοποιηθῆ αὐτό τό ὁποῖον ἐζητοῦσε. Ἀλλά τελικά ἔμεινε τό ὄνομά του εἰς τήν Ἱστορίαν· ἔμεινε ὡς ἡροστράτειος δόξα · δηλαδή θέλησε νά δοξασθῆ μέ τό κακόν.
Βλέπετε ὅτι μέσα στόν ἄνθρωπο ὑπάρχει αὐτή ἡ τάσι νά θέλη νά δοξασθῆ, ἡ ὑπερηφάνεια, καί δέν τόν ἐνδιαφέρει ἄν εἰσάγη καί αἵρεσιν! Καί γενικά ὁ ἄνθρωπος ὁ ὑπερήφανος θέλει νά μένη σ’ ἐκεῖνο πού καταλαβαίνει, καί ὄχι σ’ ἐκεῖνο τό ὁποῖον λέγει ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ.
Δυνάμεθα, ἀγαπητοί μου, νά διακρίνωμε ἀκόμη τίς αἱρέσεις, ὄχι μόνο περιοριζόμενοι εἰς τόν τομέα τῆς πίστεως, δηλαδή στόν δογματικό τομέα, ἀλλά καί ἐφ’ ὁλοκλήρου τοῦ Εὐαγγελίου. Ἔτσι, ἄν θά θέλαμε νά δοῦμε γενικά τήν αἵρεσι, θά μπορούσαμε νά εἰποῦμε ὅτι τήν διακρίνομε σέ τρεῖς μορφές.
Ἡ πρώτη μορφή εἶναι ἡ δογματική· ὅταν δηλαδή ἡ ἀπόκλισις, ἡ αἵρεσις, ἀναφέρεται εἰς τό δόγμα, εἰς τήν ἀποκεκαλυμμένην ἀλήθειαν, ἡ ὁποία εἶναι ὑπέρ νοῦν. Ἀναφέρεται σέ ὅ,τι βεβαίως ὁ Θεός ἀποκαλύπτει· πρωτίστως καί κυρίως ὅμως, κυριώτατα θά ἔλεγα, ἀναφέρεται εἰς τό δόγμα τῆς Ἁγίας Τριάδος καί εἰς τό δόγμα τό Χριστολογικόν, δηλαδή εἰς ὅ,τι ἀναφέρεται εἰς τόν Χριστόν· ἀλλά καί γενικά σέ κάθε δόγμα πού ἡ Ἁγία Γραφή, ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ μᾶς ἀποκαλύπτει.
Δεύτερον· εἶναι ὁ τομεύς τῆς ἠθικῆς. Εἰς αὐτόν τόν τομέα ἀνήκουν ἀποκλίσεις ὡς πρός τόν ἠθικόν νόμον τοῦ Εὐαγγελίου. Ὅταν, ἐπί παραδείγματι, λέγη ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ «οὐ κλέψεις», καί λέγει ὁ ἄνθρωπος στόν ἑαυτόν του, ἀλλά τό λέγει καί ἔξω, «Δούλεψε νά φᾶς καί κλέψε νά ’χης.», αὐτό εἶναι αἵρεσις. Ὅταν λέγη ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ «οὐ πορνεύσεις», καί λέγουν οἱ ἄνθρωποι «Ὤ, ὁ ἄνθρωπος εἶναι πλασμένος νά ζῆ γενετήσια ἐκτός καί ἐντός τοῦ γάμου.», αὐτό εἶναι αἵρεσις. Ἐκεῖνοι οἱ ὁποῖοι ὑποστηρίζουν δηλαδή γενετησίους σχέσεις πρό τοῦ γάμου εἶναι αἱρετικοί ὡς πρός τόν ἠθικόν τομέα τοῦ Εὐαγγελίου.
Καί τρίτον· εἶναι ὁ κοινωνικός τομεύς. Εἰς αὐτόν τόν τομέα, τόν κοινωνικόν, ἀνήκουν οἱ κοινωνικές ἀντιλήψεις τῶν διαφόρων κοινωνιολογικῶν συστημάτων περί κατανομῆς καί ἀπολαύσεως τῶν ὑλικῶν ἀγαθῶν. Ὅταν, ἐπί παραδείγματι, ἰσχυρίζωνται οἱ ἄνθρωποι καί λέγουν «Ὁ Παράδεισος εἶναι ἐδῶ στή γῆ · δέν ὑπάρχει ἄλλος Παράδεισος. Ἤ, ἐπί τέλους, κι ἄν ὑπάρχη ἄλλος Παράδεισος, δέν μᾶς ἐνδιαφέρει. Ἐδῶ λοιπόν εἶναι ὁ Παράδεισος, μέ τήν ὑλιστική του μορφή· τί θά φᾶς, τί θά πιῆς, τί θά ἀπολαύσης.», αὐτό εἶναι αἵρεσις εἰς τόν κοινωνικόν τομέα.
Μή ξεχνᾶμε δέ –πολλάκις σᾶς τό ἔχω τονίσει αὐτό ἀναλύοντες τό Κατά Λουκᾶν εὐαγγέλιον, πού εἶναι κυρίως τό εὐαγγέλιον τῆς Βασιλείας τοῦ Χριστοῦ, καί πολλάκις μᾶς ἐδόθη ἡ εὐκαιρία νά τό ἰδοῦμε– ὅτι ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ δέν εἶναι πόσις καί βρῶσις , καί ὅτι ὅλα τά κοινωνικά συστήματα κατά κανόνα, ὡς ἐπίγεια συστήματα, δέν ἀποβλέπουν παρά στό πῶς νά βελτιώσουν τήν ζωή τῶν ἀνθρώπων· καί συνεπῶς, εἴτε τό ἀντιλαμβάνονται εἴτε ὄχι, εἴτε συνειδητά εἴτε ἀσυνείδητα, θέλουν νά μεταφέρουν τόν Παράδεισον ἐπί τῆς γῆς.
Καί δέν ἐννοῶ βεβαίως ἐκεῖνο πού λέγει ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ, «δικαιοσύνην μάθετε, οἱ ἐνοικοῦντες ἐπὶ τῆς γῆς». Ἄπαγε! Δέν ἐννοῶ αὐτό. Βεβαίως πρέπει νά ὑπάρχη μιά δικαιοσύνη πάνω στή γῆ, καί νά μήν ὑπάρχη ἐκεῖνο πού λέγει ὁ ἀπόστολος Παῦλος στούς Κορινθίους, «ὃς μὲν πεινᾷ, ὃς δὲ μεθύει», ὁ ἕνας ἀπό ’δῶ πεινάει, κι ὁ ἄλλος ἀπό ’κεῖ μεθάει. Κι ἐκεῖνος πού μεθάει εἶναι γιατί ἔχει ἐπάρκεια τροφίμων, γι’ αὐτό καί μεθᾶ· ἐνῶ ἐτοῦτος ἀπό ’δῶ πεινᾶ, καί ὄχι μόνο δέν ἔχει τήν ἐπάρκεια νά μεθύση, ἀλλά δέν ἔχει κἄν νά χορτάση τό στομάχι του.
Δέν θά ’θελα ποτέ νά πῶ, ἀγαπητοί μου, νά ὑπάρχη αὐτή ἡ ἀνισότης· ὄχι· νά φυλάξη ὁ Θεός! ἀλλά ἡ ἰσότης νά ἀπορρέη ὅμως ἀπό τήν ἀντίληψι πού θά εἶχαν οἱ ἄνθρωποι ὅτι μεταξύ των εἶναι ἀδελφοί καί εἶναι εἰκόνες τοῦ Θεοῦ. Δυστυχῶς ὅμως οἱ ἄνθρωποι τέτοια πράγματα δέν τά καταλαβαίνουν· δημιουργοῦν κοινωνικά συστήματα, τά ἐπιβάλλουν διά τῆς βίας, καί κατά κανόνα τά κοινωνικά αὐτά συστήματα δέν ἀποβλέπουν παρά μόνο στό νά μεταφέρουν τόν Παράδεισον ἐπί τῆς γῆς, καί μάλιστα στήν ὅσο μποροῦν περισσότερο καί περισσότερο ὑλιστική του μορφή.
Ὁμοίως, εἰς τόν τομέα τόν κοινωνικόν, θά μπορούσαμε νά ποῦμε ὅτι μία αἵρεσις –γιατί δέν εἶναι φυσικά μόνον ὅτι ὁ Παράδεισος εἶναι ὑλικός· ἔ;– εἶναι καί οἱ φυλετικές διακρίσεις. Ὅταν, ἐπί παραδείγματι, λέγω ὅτι ὁ λευκός εἶναι ἀνώτερος τοῦ μαύρου, αὐτό δέν εἶναι παρά μία αἵρεσις. Διότι ὅταν λέγη ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ ὅτι δέν ὑπάρχει Ἕλλην καί βάρβαρος καί Σκύθης ἤ μορφωμένος καί ἀμόρφωτος ἤ πολιτισμένος καί ἀπολίτιστος, «ἀλλὰ τὰ πάντα καὶ ἐν πᾶσι Χριστός» καί ὅτι ὅλοι ἐξ ἑνός αἵματος ἐπλάσθημεν, ὅπως λέγει ὁ ἀπόστολος Παῦλος, «ἐξ ἑνὸς αἵματος ὁ Θεὸς ἔπλασε πᾶν ἔθνος ἀνθρώπων» , τί σημαίνουν ὅλα αὐτά; Δέν σημαίνουν παρά ὅτι ἐκεῖνος πού λέγει ὅτι ὑπάρχουν διακρίσεις ἀνάμεσα στούς ἀνθρώπους, αὐτός εἶναι αἱρετικός ὡς πρός τό Εὐαγγέλιο στόν τομέα τόν κοινωνικό.
Σᾶς τά λέγω λίγο γρήγορα, γιατί κι ἄλλοτε τά εἴχαμε πεῖ αὐτά, καί θέλω νά προχωρήσω σέ ἄλλα πολύ σπουδαιότερα θέματα, σέ ἄλλα σημεῖα.
Εἰς ὅλην αὐτήν τήν κατάστασιν, ἔναντι δηλαδή τῶν αἱρέσεων, ἡ Ἐκκλησία τί μέτρα ἔχει λάβει; Κυρίως ἡ Ἐκκλησία ἀντέταξε, ἀγαπητοί μου, τρία ὅπλα: τό πρῶτον εἶναι τό Ἐπισκοπικόν ἀξίωμα, τό δεύτερον εἶναι ὁ Κανών τῆς Καινῆς Διαθήκης καί τό τρίτον εἶναι ὁ Κανών τῆς Πίστεως ἤ τῆς Ἀληθείας, ἤ τό Σύμβολον τῆς Πίστεως ὅπως λέγεται.
Μέ τό πρῶτο, τό Ἐπισκοπικόν ἀξίωμα, ἡ Ἐκκλησία προσπαθεῖ νά ἀποδείξη ἀνά πᾶσα στιγμή τήν ἀκατάπαυστον διαδοχήν τῆς Ἱερωσύνης, λέγοντας ὅτι ὁ σημερινός ἐπίσκοπος εἶναι χειροτονημένος ἀπό τόν προηγούμενον ἐπίσκοπον, ὁ προηγούμενος ἀπό τόν πιό προηγούμενον καί οὕτω καθ’ ἑξῆς. Φθάνομε ἔτσι, μέ καταλόγους πού πάντοτε ἡ Ἐκκλησία διατηροῦσε εἰς τά ἀρχεῖα της, εἰς τόν ἑκασταχοῦ παρόντα ἐπίσκοπον. Κυρίως ἔχουν διασωθῆ τά ἀρχεῖα: Ρώμης, Ἀντιοχείας, Κωνσταντινουπόλεως, Ἱεροσολύμων, Ἀλεξανδρείας, τῶν μεγάλων αὐτῶν Πατριαρχείων. Ἔτσι, μέ τούς καταλόγους αὐτούς, ἀποδεικνύεται ἡ Ἀποστολική διαδοχή.
Ἐπί παραδείγματι, ὅταν φθάσωμε διερευνῶντας τούς καταλόγους εἰς τόν ἅγιον Πολύκαρπον, ἐρωτοῦμε: «Ποιός χειροτόνησε τόν ἅγιον Πολύκαρπον, ἐπίσκοπον Σμύρνης;». Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Εὐαγγελιστής. Τώρα: «Ποιός ἔστειλε τόν ἅγιο Ἰωάννη τόν Εὐαγγελιστή;». Ὁ Κύριος ὁ ἴδιος. Συνεπῶς ἔχομε ἄμεσον κατά διαδοχήν ἐξάρτησιν ἀπό τόν Κύριον. Γι’ αὐτό καί ἡ Ἐκκλησία λέγεται Μία, Ἁγία, Καθολική καί Ἀποστολική · διότι ἀντλοῦμε τήν Ἱερωσύνη μας ἀπό τούς Ἀποστόλους, οἱ ὁποῖοι ἀντλοῦν τήν Ἱερωσύνη τους ἀπό τόν Κύριο.
Ἐρχόμεθα λοιπόν καί λέμε τώρα εἰς τόν αἱρετικόν, ἐπί παραδείγματι εἰς τόν Χιλιαστήν: «Ποῦ εἶναι ἡ Ἱερωσύνη σας;». Δέν ἔχουν τίποτα. Ἔχουν Ἱερωσύνη;... Αὐτοί λέγουν καί ἰσχυρίζονται ὅτι κρατάει ἡ σκούφια τους ἀπό τήν ἐποχή τοῦ Χριστοῦ καί τῶν Ἀποστόλων... ὅτι αὐτοί κατενόησαν καί κατάλαβαν πολύ καλά τό Εὐαγγέλιο...! Πολύ καλά! Τούς λέμε: «Ποῦ εἶναι ἐκεῖνοι οἱ ὁποῖοι στάθηκαν οἱ πρόγονοί σας τρόπον τινά, οἱ πνευματικοί σας πρόγονοι μέσα στήν Ἱστορία, γιά νά σᾶς παραδώσουν ἐκεῖνο τό ὁποῖον λέτε ὅτι κατέχετε ὡς ἀληθές; Ποῦ εἶναι; Ἡ ἱστορία σας ἀρχίζει στά 1875. Δέν ἔχετε καμμία διαδοχή. Λοιπόν –ἡ λυδία λίθος: τό Ἐπισκοπικόν ἀξίωμα– εἶσθε αἱρετικοί ! Ἄνευ ἄλλης συζητήσεως. Εἶσθε αἱρετικοί ! Ἀπορρίπτεσθε.»
Πηγαίνομε εἰς τό δεύτερο ὅπλον τῆς Ἐκκλησίας· εἶναι ὁ Κανών τῆς Καινῆς Διαθήκης. Ὅπως θά ξέρετε, μέ τόν Κανόνα τῆς Καινῆς Διαθήκης ἡ Ἐκκλησία ἐπολέμησε τά λεγόμενα ψευδεπίγραφα ἤ νόθα βιβλία. Ἦταν ἐκεῖνα τά βιβλία –εὐαγγέλια ἤ ἐπιστολές– πού τά ἔγραφαν αἱρετικοί ἄνθρωποι, γιά νά ὑποστηρίξουν αἱρετικάς θέσεις. Ἡ Ἐκκλησία μαζεύει τά δικά της τά βιβλία, τά μαντρώνει, τά στοιχοῖ, τά βάζει τρόπον τινά στήν σειρά, καί δημιουργεῖ τόν λεγόμενον Κανόνα τῆς Καινῆς Διαθήκης· καί λέγει: «Τά βιβλία τῆς Καινῆς Διαθήκης εἶναι εἴκοσι ἑπτά· οὔτε ἕνα παραπάνω, οὔτε ἕνα παρακάτω. Ἐάν τώρα ἐσύ μοῦ προσάγης καί μοῦ λέγης ἐπιχειρήματα ἀπό βιβλία τά ὁποῖα εἶναι ἔξω ἀπό τά βιβλία τά εἴκοσι ἑπτά τῆς Καινῆς Διαθήκης, σοῦ λέγω: Αὐτά δέν ἔχουν καμμίαν ἰσχύν. Δέν τά ἀποδέχομαι · εἶναι αἱρετικά.».
Καί τέλος εἶναι τό Σύμβολον τῆς Πίστεως ἤ τό Σύμβολον τῆς Ἀληθείας, ἤ ὁ Κανών τῆς Πίστεως ὅπως ἀλλιῶς ὀνομάζεται –ἔχει ὅλες αὐτές τίς ὀνομασίες–, πού μέ αὐτό ἡ Ἐκκλησία καθώρισε λεπτομερῶς καί σαφῶς δογματικάς θέσεις καί ἀληθείας.
Ἐπί παραδείγματι, ὅταν προσεβλήθη τό δόγμα τῆς Ἐνανθρωπήσεως τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ, ὅτι ὁ Χριστός εἶναι Θεάνθρωπος, πού προσεβλήθη ἀπό τόν Ἄρειον, ἡ Ἐκκλησία ἐν Συνόδῳ καί ἐν Πνεύματι Ἁγίῳ καθώρισε καί εἶπε ὅτι ὁ Υἱός εἶναι ὁμοούσιος μέ τόν Πατέρα. Αὐτό τό εἶπε σέ μιά διατύπωσι: «Πιστεύω εἰς ἕνα Θεόν, πατέρα, παντοκράτορα, ποιητὴν οὐρανοῦ καὶ γῆς, ὁρατῶν τε πάντων καὶ ἀοράτων. Καὶ εἰς ἕνα Κύριον Ἰησοῦν Χριστόν, τὸν Υἱὸν τοῦ Θεοῦ τὸν μονογενῆ, τὸν ἐκ τοῦ Πατρὸς γεννηθέντα..., πού εἶναι ὁμοούσιος μέ τόν Πατέρα...» καί λοιπά καί λοιπά.
Ἐδῶ βλέπομε ὅτι καθορίζει ἡ Ἐκκλησία μέ σαφήνειαν θέσεις δογματικές, θέσεις ἀληθείας τῆς Καινῆς Διαθήκης, τῆς Ἁγίας Γραφῆς, πού προσεβλήθησαν ἀπό τούς αἱρετικούς. Καί ἔτσι σοῦ λέγει: «Πές τό Σύμβολον τῆς Πίστεως, νά δῶ ἄν εἶσαι αἱρετικός ἤ δέν εἶσαι. Ἐάν δέν πιστεύης ὅτι ὁ Χριστός εἶναι Θεός, τότε βεβαίως δέν θά πῆς τό Σύμβολον τῆς Πίστεως.».
Καί, γιά παράδειγμα, σᾶς λέγω· πῆτε σ’ ἕναν Χιλιαστή νά σᾶς πῆ τό Σύμβολον τῆς Πίστεως. Δέν θά σᾶς τό πῆ, γιατί δέν τό πιστεύει. Δέν πιστεύει δηλαδή ὅτι ὁ Χριστός εἶναι Υἱός τοῦ Θεοῦ καί εἶναι ὁμοούσιος· πιστεύει ὅτι εἶναι κτίσμα ὁ Χριστός. Ἀμέσως λοιπόν ἔχετε τήν λυδία λίθο.
Γιά νά καταλάβετε, αὐτό τό κριτήριον δέν εἶναι ἄλλο τί παρά ὅ,τι ἀκριβῶς στούς χρυσοχόους μία πέτρα πού λέγεται λυδία λίθος. Ὅταν τοῦ πᾶτε ἐσεῖς τοῦ χρυσοχόου ἕνα χρυσοῦν κόσμημα νά τοῦ τό πωλήσετε καί τοῦ λέτε ὅτι εἶναι εἴκοσι τεσσάρων καρατίων, δέν πείθεται ἐκεῖνος ἄν εἶναι εἴκοσι τεσσάρων ἤ εἴκοσι ἤ δεκαοκτώ· δέν πείθεται· παίρνει τό κόσμημά σας, τό τρίβει ἐπάνω σ’ αὐτή τήν πέτρα, βάζει ἕνα ὀξύ καί βλέπει: σκούριασε; σκοτείνιασε; ἤ ὄχι; Ἐάν σκοτείνιασε, κι ἀπό τόν βαθμόν σκοτεινιάσματος, κρίνει πόσο χαλκόν ἔχει μέσα ἤ μπροῦντζο, πόσο κασσίτερο ἤ δέν ξέρω τί ἄλλο μπορεῖ νά ἔχη· καί σοῦ λέγει: «Δέν εἶναι εἴκοσι τεσσάρων καρατίων · εἶναι τόσο.». Ἔ, λοιπόν, ἡ λυδία λίθος γιά νά κρίνωμε αὐτά πού λέγουν οἱ αἱρετικοί εἶναι τό Σύμβολον τῆς Πίστεως.
Φυσικά τό Σύμβολον τῆς Πίστεως, ὅπως εἶναι τό γνωστό μας τό τῆς Νικαίας –αὐτό εἶναι τό παραδεδομένον· ἔχομε καί κάποια ἄλλα, ἀρχαιότερα, ἀλλά αὐτό μᾶς εἶναι παραδεδομένον–, ἔχει δώδεκα θέσεις. Φυσικά δέν περιέχει ὅλας τάς δογματικάς θέσεις τοῦ Εὐαγγελίου· ὄχι· ἀλλά μόνον ἐκεῖνες τίς θέσεις πού προσεβλήθησαν μέσα εἰς τούς αἰῶνας ἀπό τούς αἱρετικούς. Καί εἶναι βεβαίως οἱ κυριώτερες θέσεις: ὅπως εἶναι τό δόγμα περί Θεοῦ, περί Ἁγίας Τριάδος· εἰδικώτερα περί Υἱοῦ, περί Ἁγίου Πνεύματος, περί Πατρός· μετά περί τοῦ Θανάτου τοῦ Χριστοῦ, ἐννοεῖται περί τοῦ ἔργου τῆς Σωτηρίας, περί τοῦ Θανάτου καί τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ· ἐν συνεχείᾳ περί τῆς ἀναστάσεως τῶν νεκρῶν, περί Ἐκκλησίας καί περί αἰωνίου ζωῆς. Ἐν γενικῷ διαγράμματι κλείει ὁλόκληρο τό περιεχόμενον τῆς Πίστεως.
Μέ αὐτά τά τρία, τά ὁποῖα εἶναι ὅπλα πανάρχαια τῆς Ἐκκλησίας μας, ἀγαπητοί μου, ἡ Ἐκκλησία πολεμᾶ τούς αἱρετικούς.
Ἀλλά διερωτᾶται κανείς: Σήμερα, στήν ἐποχή μας, τά ὅπλα αὐτά τῆς Ἐκκλησίας ἰσχύουν διά νά ἀντιμετωπιστοῦν οἱ αἱρέσεις;
Ὅταν λέμε νά ἀντιμετωπισθοῦν, ὄχι νά μή γίνουν οἱ ἄνθρωποι αἱρετικοί, ἀλλά νά τούς ἀποδείξωμε ὅτι αὐτό πού δέχονται εἶναι αἵρεσις. «Δέν μπορεῖς νά μοῦ λές, κύριε Χιλιαστά, ὅτι εἶσαι Ὀρ θόδοξος. Δέν μπορεῖς νά μοῦ λές, κύριε Προτεστάντα, ὅτι εἶσαι Ὀρ θόδοξος. Μπορεῖς νά εἶσαι ὅ,τι θές νά εἶσαι, μπορεῖς νά κάνης ὅ,τι θές νά κάνης, ἕτερον ἑκάτερον · δέν δύνασαι ὅμως νά λές ὅτι εἶσαι Ὀρ θόδοξος καί νά προσεταιρίζεσαι τήν Ἐκκλησίαν.» Αὐτό ἐννοῶ ὅταν λέω μέ τά ὅπλα πού ἔχει ἡ Ἐκκλησία · νά ἀποδεικνύη στά παιδιά της ὅτι ἐκείνη, ἡ ἄλλη διδασκαλία, εἶναι ἑτεροδιδασκαλία, εἶναι ἀλλοτριοδιδασκαλία. Δέν εἶναι δική της· εἶναι ξένη. Ἀντελήφθητε; Μ’ αὐτήν τήν ἔννοιαν. Ὄχι βεβαίως νά πᾶμε νά τούς πιάσουμε καί νά τούς ποῦμε «Ἐλᾶτε ἐδῶ· τί κάνετε ἐκεῖ;». Ὄχι μ’ αὐτήν τήν ἔννοιαν· γιατί ὁ καθένας δύναται νά πιστεύη καί νά λέη καί νά κάνη ὅ,τι θέλει.
Ἀλλά σήμερα ὅμως ἡ Ἐκκλησία, μέ τά τρία αὐτά πού ἀντιτάσσει, δύναται πράγματι νά χαρακτηρίση τούς αἱρετικούς;
Τά ὅπλα αὐτά ἰσχύουν, ἀγαπητοί μου, καί θά ἰσχύουν πάντοτε· ὅμως δέν εἶναι πολύ ἐπαρκῆ, καί θά σᾶς ἐξηγήσω γιατί.
Κατ’ ἀρχάς εἰς τόν Χιλιασμόν· δυνάμεθα νά ἀντιτάξωμε, ὅπως σᾶς εἶπα, τό Ἐπισκοπικόν ἀξίωμα καί τόν Κανόνα τῆς Ἀληθείας. Θά τούς ποῦμε: «Ποῦ εἶναι ἡ Ἀποστολική σας διαδοχή; Ἔχετε;». Δέν ἔχουν. «Πές μας τό Σύμβολον τῆς Πίστεως.» θά ποῦμε σ’ ἕναν Χιλιαστή. Δέν θά μᾶς τό πῆ. Ἀλλά ὁ Κανών τῆς Καινῆς Διαθήκης ἤδη διά τούς Χιλιαστάς, ὅπως δυστυχῶς καί γιά ὅλους τούς αἱρετικούς τῆς ἐποχῆς μας, εἶναι ἀποδεκτός· δηλαδή ὁ Χιλιαστής ἔχει τά εἴκοσι ἑπτά βιβλία τῆς Καινῆς Διαθήκης. Δέν ἔχει ἐκεῖνα τά πολλά ἄλλα βιβλία πού εἶχαν κάποτε αἱρετικοί, ὅπως ἦσαν οἱ Γνωστικοί, ἔξω ἀπό τόν Κανόνα τῆς Καινῆς Διαθήκης. Ὅλοι σήμερα οἱ αἱρετικοί ἔχουν τά εἴκοσι ἑπτά βιβλία τῆς Καινῆς Διαθήκης· καί ἔτσι, τρόπον τινά, σάν νά ἀχρηστεύεται τό ὅπλον αὐτό τῆς Ἐκκλησίας, σάν νά ἀκινητοποιῆται. Ἀλλά κάνουν κάτι ἄλλο· δέχονται μέν τόν Κανόνα, νοθεύουν ὅμως τό περιεχόμενο τῶν βιβλίων τῆς Καινῆς Διαθήκης· τά ἑρμηνεύουν διαφοροτρόπως. Θά τό δοῦμε στήν συνέχεια.
Σέ ὁμάδες Προτεσταντικές οἱ ὁποῖες εἶναι Τριαδικές, πού πιστεύουν δηλαδή στό δόγμα τῆς Ἁγίας Τριάδος –διότι ἔχομε καί Ἀντιτριαδικάς ὁμάδας Προτεσταντικάς! θά τό ἰδοῦμε κι αὐτό ἀργότερα–, ἐκεῖ μποροῦμε νά ἀντιτάξωμε τό Ἐπισκοπικόν ἀξίωμα.
Θά μᾶς τό πῆ ὁ Προτεστάντης τό Σύμβολον τῆς Πίστεως· δέν θά δυσκολευτῆ. Θά μᾶς τό πῆ· ἄν καί δέχονται καί αὐτοί κατά κάποιον τρόπο τό φιλιόκβε (Filioque), πού ἔχουν οἱ Ρωμαιοκαθολικοί, τό «καὶ ἐκ τοῦ Υἱοῦ» –αὐτό εἶναι τό φιλιόκβε. Θά μᾶς πῆ ὅμως τό Σύμβολον τῆς Πίστεως· δέν θά δυσκολευθῆ. Ἔχει καί τόν Κανόνα τῆς Καινῆς Διαθήκης, καί τά εἴκοσι ἑπτά βιβλία. Ἀλλά τόν ἐλέγχουμε –ποῦ;– στό θέμα τῆς Ἀποστολικῆς διαδοχῆς. Οἱ Προτεστάνται δέν δέχονται τήν Ἱερωσύνη· δέν ἔχουν Ἀποστολική διαδοχή. Δηλαδή δέν εἶναι ἀπαραίτητο κάποιος ὅπως δήποτε καί τά τρία νά μήν ἔχη· ἔστω καί ἕνα νά μήν ἔχη ἀπό τά τρία, χαρακτηρίζεται αἱρετικός.
Ἀλλά ἔχουμε ὅμως καί κάποιες ὁμάδες αἱρετικῶν, ὅπως εἶναι ἡ Οὐνία τῶν Ρωμαιοκαθολικῶν. Οὐνία θά πῆ ἑνωτικότης. Εἶναι λατινική λέξις καί σημαίνει τήν προσπάθεια αὐτῶν νά δημιουργήσουν προσέλκυσι τῶν Ὀρθοδόξων εἰς τούς Ρωμαιοκαθολικούς, ἀφοῦ αὐτοί καθ’ ὅλα θά φαίνωνται Ὀρθόδοξοι.
Ἐπί παραδείγματι: Οἱ ἱερεῖς των φοροῦν ράσα ὅπως καί ἡμεῖς. Ἔχουν Τυπικόν εἰς τήν Ἐκκλησία ὅπως καί ἡμεῖς, τίς Κυριακές καί τίς καθημερινές. Ἔχουνε τά βιβλία τῆς Ἐκκλησίας τά γνωστά: τό Τριώδιο, τήν Παρακλητική, τό Πεντηκοστάριο, τό Ὡρολόγιο,... Ὅλα κανονικά. Τίς Κυριακές, μέ τίς εὐαγγελικές περικοπές, ὅπως τίς ἔχομε κι ἐμεῖς. Ὁ Ὄρθρος, ὁ Ἐσπερινός, ξέρω ’γώ, ὅλα αὐτά, ἡ Λειτουργία κανονική, τοῦ ἱεροῦ Χρυσοστόμου, σέ ναούς βυζαντινούς,... Ὅλα κανονικά. Σ’ ἕνα σημεῖο μόνο διαφέρουν: μνημονεύουν τόν πάπα! Μόνο σ’ ἕνα σημεῖο.
Μπαίνεις κι ἐσύ μέσα στήν Ἐκκλησία τους. Βλέπεις ὁ παπάς μέ τά ἄμφιά του κανονικά. Βλέπεις ὁ βυζαντινός ναός ὡραῖος. Βλέπεις τά ψαλτήρια ἐκεῖ πέρα μέ τούς ψάλτες, βυζαντινός χορός ὡραῖος,... ὅλο τό Τυπικό τῆς Ἐκκλησίας. Ἀκοῦς τό προβλεπόμενο εὐαγγέλιο, πού εἶναι στό ἡμερολόγιον τῆς Ἀποστολικῆς Διακονίας ἐπί παραδείγματι, ὅτι σήμερα εἶναι τοῦ Παραλύτου, τό ἀκοῦς κι ἐσύ μέσα εἰς τόν οὐνιτικόν αὐτόν ναόν ὅτι εἶναι τοῦ Παραλύτου τό εὐαγγέλιον. Καί λές: «Αὐτοί εἶναι Ὀρ θόδοξοι !». Δέν ὑπάρχει πουθενά καμμία διαφορά, πλήν τῆς μνημονεύσεως τοῦ πάπα.
Καί λέμε τώρα: Ἐδῶ περ ί τ ίνος πρόκειται;
Πρόκειται περί δουρείου ἵππου! Εἶναι αὐτή ἡ μεγάλη πληγή. Αἰῶνες, παρακαλῶ! αἰῶνες δρᾶ ἡ Οὐνία! Ἡ Οὐνία δρᾶ ἀπό τόν καιρό πού ἔγινε τό σχίσμα ! Περίπου ὀκτώ αἰῶνες δρᾶ ἡ Οὐνία εἰς βάρος τῆς Ἀνατολῆς ἐκ μέρους τῶν Ρωμαιοκαθολικῶν!
Ἔχομε ὅμως καί κάποιες ὁμάδες Προτεσταντῶν, πού καί αὐτές δροῦν κατά τόν τρόπον τῆς Οὐνίας τῶν Ρωμαιοκαθολικῶν, ὡς δούρειος ἵππος καί αὐτοί. Τά πάντα ἀποδέχονται. Τά πάντα ἀποδέχονται! καί τόν ἐπίσκοπον καί τόν πρεσβύτερον καί τήν θεία Κοινωνία καί τόν ἐκκλησιασμό καί τά πάντα !... ἀλλά εἶναι δούρειος ἵππος.
Θά λέγαμε: Σ ’ αὐτές τίς περιπτώσεις ποιό θά ἦταν τό μέτρον ἀντιλήψεως καί ἀντιμετωπίσεως αὐτῶν τῶν ἀν θρώπων;
Βέβαια εἶναι δύσκολο· ὄχι ὅμως καί πάρα πολύ δύσκολο. Γιά ’κείνους οἱ ὁποῖοι μποροῦν νά ἔχουν μίαν γνῶσιν, δέν εἶναι δύσκολο πρᾶγμα· φαίνεται ἀπό πολύ μακρυά. Φαίνεται, ἀγαπητοί μου, ἀπό πάρα πολύ μακρυά.
Πέστε μου σᾶς παρακαλῶ· μία χρυσῆ λίρα, ἅμα τήν δώσουμε σ’ ἕναν ἄνθρωπο ἁπλοϊκόν, θά μπορῆ νά κρίνη ἄν αὐτή εἶναι σκάρτη ἤ ὄχι; ἅμα ὅμως τήν πᾶτε στόν σαράφη, ἐκεῖ στόν ἀργυραμοιβό, ἀμέσως θά τήν ’δῆ καί θά σοῦ πῆ ἄν εἶναι ἐντάξει ἤ δέν εἶναι ἐντάξει· ξέρει. Ἔτσι λοιπόν κι ἐδῶ· μερικοί ξέρουν, μποροῦν νά διακρίνουν· οἱ πολλοί δέν μποροῦν νά διακρίνουν, καί σοῦ λένε: «Αὐτά ὅλα εἶναι πολύ ἐντάξει.»! Τό λένε γιατί δέν ξέρουν νά διακρίνουν· διότι αὐτός κρύπτεται, καί κρυπτόμενος κάνει τή δουλειά του.
Ὅπως θά δοῦμε καί στήν ἱστορία τοῦ Προτεσταντισμοῦ στήν Ἑλλάδα, ἦταν ἐντελῶς-ἐντελῶς παρακαλῶ ὑποκριτική ἡ τακτική τους, ἀληθινός δούρειος ἵππος. Νομίζω ὅτι τότε μόνον θά μποροῦσαν νά δώσουνε δείγματα εἰλικρινείας, ἐάν διέλυαν κάθε ἐκδήλωσί τους. Τί; ξεχωριστές μελέτες Ἁγίας Γραφῆς πού μπορεῖ νά κάνουν, ξεχωριστές λατρεῖες πού μπορεῖ νά κάνουν καί λοιπά. Μόνον τότε θά μπορούσαμε νά ποῦμε ὅτι τούς ἀποδεχόμεθα πώς εἶναι εἰλικρινεῖς· χωρίς νά παύση ὅμως ἡ παρακολούθησίς των !
Εἶναι λεπτό πρᾶγμα, ἀγαπητοί μου, ἡ αἵρεσις. Εἶναι λεπτό πρᾶγμα! Δηλαδή δέν μπορεῖτε νά φανταστῆτε πόσο. Γιά νά σᾶς τό δείξω, σᾶς ἀναφέρω μόνο δύο παραδείγματα.
Ὁ μέγας Ἀθανάσιος ἦταν ἡ ψυχή τῆς Α΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου. Ὁ Ἄρειος κατεδικάσθη. Κατόπιν, ἀφοῦ κατεδικάσθη, πηγαίνει εἰς τόν μέγαν Κωνσταντῖνον καί τόν πείθει ὅτι εἶναι Ὀρθόδοξος, ὁμολογῶν ὁ Ἄρειος ὅλας τάς Ὀρθοδόξους θέσεις τῆς Α΄ ἐν Νικαίᾳ Οἰκουμενικῆς Συνόδου! Καί τότε ὁ μέγας Κωνσταντῖνος ἐφοδιάζει τόν Ἄρειον μέ συστατικήν ἐπιστολήν νά γίνη ἀποδεκτός πρός κοινήν λατρείαν, Λειτουργίαν, διά συλλείτουργον εἰς τήν Ἀλεξάνδρεια, ἐκεῖ πού ἦταν ὁ μέγας Ἀθανάσιος. Ὅταν ἔφθασε ὁ Ἄρειος ἐκεῖ, ὁ μέγας Ἀθανάσιος δέν τόν ἐδέχθηκε. «Μά, ἔχω ἀπό τόν αὐτοκράτορα... ἔχω χαρτί !... Ἔχω κάνει ὁμολογία Πίστεως !...». Λέγει ὁ μέγας Ἀθανάσιος: «Εἶσαι ψεύτης ! Δέν σέ θέλω· φῦγε ἀπό ’δῶ !». Ξέρετε παρακαλῶ τί ἐκόστισε αὐτό εἰς τόν μέγαν Ἀθανάσιον; Ἐξορία! Ἐξορία ἐκόστισε. Καί μόνο μία; ἕξι ἐξορίες ἐκόστισε αὐτή του ἡ στάσις! Γιατί; διότι ὅλοι ἔλεγαν ὅτι ὁ Ἄρειος εἶναι ἐν τάξει τώρα· εἶναι ἐν τάξει! ἀλλά ὁ μέγας Ἀθανάσιος ἔλεγε: «Δέν εἶναι ἐν τάξει· εἶναι ὑποκριτής !».
Νά σᾶς πῶ καί τό ἄλλο. Ὅταν ὁ ἴδιος ὁ Ἄρειος ἦρθε στήν Κωνσταντινούπολι νά συλλειτουργήση μέ τόν Ἀλέξανδρον τόν πατριάρχην, τοῦ ’ρθε συμφορά τοῦ Ἀλεξάνδρου τοῦ πατριάρχου· καί ἔλεγε: «Θεέ μου ! Θεέ μου !...». Ὅλη νύχτα ξενύχτησε εἰς τόν ναόν κάνοντας προσευχή, λέγοντας: «Θεέ μου, σέ παρακαλῶ !... Χριστέ μου, σέ παρακαλῶ !... Ἄν ἐπιτρέψης ὁ Ἄρειος νά λειτουργήση, ἤ νά πεθάνη αὐτός ἀπόψε ἤ νά πεθάνω ἐγώ !». Ἦταν σίγουρος ὁ πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως ὅτι ὁ Ἄρειος δέν ἄλλαξε φρόνημα· παρέμενε αἱρετικός, παρά τίς διαβεβαιώσεις καί τίς ὁμολογίες του τίς Ὀρθόδοξες. Καί τό πρωΐ, πηγαίνοντας πανηγυρικά μέ τούς ὀπαδούς του ὁ Ἄρειος πρός τόν ναόν, στόν δρόμο πέθανε. Ὁ Θεός ἤκουσε τήν προσευχήν τοῦ πατριάρχου, καί πέθανε ὁ Ἄρειος, γιατί ἦταν ψεύτης, ὑποκριτής, αἱρετικός.
Σᾶς εἶπα αὐτά τά παραδείγματα, γιά νά σᾶς δείξω ὅτι δέν εἶναι πάντοτε εὔκολο νά διακρίνη κάποιος τήν αἵρεσιν, ἀκόμη κι ἕνας σπουδαῖος ἄνθρωπος· κυρίως ὅμως οἱ εἰδήμονες δύνανται νά διακρίνουν.
Ὅσα μέχρι τώρα ἀναφέραμε, τήν περασμένη φορά καί σήμερα, ἀγαπητοί, ὅλα αὐτά ἀποτελοῦν ἕνα γενικό διάγραμμα χαρακτηρισμοῦ καί ἀντιμετωπίσεως κάθε αἱρέσεως, πού τυχόν δύναται νά ἐμφανισθῆ στήν ἐποχή μας. Ὅμως τελευταῖα, ἐκτός ἀπό τούς Χιλιαστάς, ὑπάρχει μία ἔξαρσις αἱρετικῆς δραστηριότητος τοῦ Προτεσταντισμοῦ, χωρίς φυσικά αὐτό νά σημαίνη ὅτι διά πρώτην φορά ἐμφανίζονται εἰς τό προσκήνιον τῆς Ἱστορίας οἱ Προτεστάνται, καί ἰδίως εἰς τόν χῶρον τῆς Ἑλλάδος ἤ τῆς Ἀνατολῆς. Ἔχουμε μιά ἰδιαιτέρα ἔξαρσιν. Ἴσως ποτέ δέν ἔχουμε μιλήσει γιά τόν Προτεσταντισμόν.
Βεβαίως σᾶς εἶπα τήν περασμένη φορά ὅτι ὁ Χιλιασμός, ἄν ἔπρεπε νά τόν χαρακτηρίσωμε, θά λέγαμε ὅτι ἀνήκει στίς ἰουδαΐζουσες αἱρέσεις, δηλαδή ἐκεῖ πού ἔχουμε τό κρᾶμα Χριστιανισμοῦ καί Ἰουδαϊσμοῦ. Αὐτό λέγαμε τήν περασμένη φορά. Εἶναι ἀληθές· αὐτή εἶναι ἡ τελική του μορφή. Ὅμως νά ξέρετε ὅτι ὁ Χιλιασμός ξεκίνησε ὡς αἵρεσις προτεσταντική· ξεκίνησε ἀπό τήν αἵρεσι τῶν Μεθοδιστῶν. Ἐπαναλαμβάνω, ὡς προτεσταντική αἵρεσις! Καί ἐξελίχτηκε. Προσέλαβε στόν δρόμο του πολλά-πολλά στοιχεῖα. Τά προσέλαβε ὅπως ἀκριβῶς κάποτε μία πετρίτσα πού ξεκινάει ἀπό τήν κορυφή ἑνός χιονισμένου βουνοῦ, πού κατά τό κατρακύλισμά της συμπαρασύρει χιόνι, γίνεται χιονοστιβάς, κι ὅσο κατεβαίνει, τόσο μεγαλώνει καί μεγαλώνει, καί φυσικά, ὅταν φθάση στούς πρόποδες τοῦ βουνοῦ, δέν δύναται νά ἀναγνωρίση κανείς εἰς τήν πελωρίαν αὐτή χιονοστοιβάδα τήν ἀρχική ἐκείνη πετρίτσα πού γλύστρησε ἀπό τήν κορυφή τοῦ βουνοῦ. Ἔτσι κι ἐδῶ· ξεκίνησε βεβαίως ἀπό προτεσταντικήν αἵρεσιν ὁ Χιλιασμός, ἀλλά μόνο προτεσταντική αἵρεσις πιά δέν εἶναι· εἶναι αὐτό πού χαρακτηρίσαμε· εἶναι ἰουδαΐζουσα αἵρεσις καί ἔχει ὅλα ἐκεῖνα τά χαρακτηριστικά προσβολῆς πού ἐπιθυμοῦν πάντοτε νά ἔχουν ἐναντίον τοῦ Χριστιανισμοῦ οἱ Ἑβραῖοι.
Ἀλλά τί εἶναι ὁ Προτεσταντισμός;
Θά σᾶς πῶ πολύ σύντομα τήν ἱστορία του. Πάρα πολύ σύντομα. Μπορεῖτε νά βρῆτε βέβαια τήν ἱστορία του σέ πολλά βιβλία, σέ ἐγχειρίδια, καί νά τήν διαβάσετε ἅμα θέλετε.
Ὅπως εἶναι γνωστό, ἡ Δυτική Ἐκκλησία, ὅταν ἀπεσχίσθη ἀπό τήν Ὀρθόδοξον Καθολικήν Ἐκκλησίαν τῆς Ἀνατολῆς, κατεκλίσθη ἀπό πολύ φιλόδοξες καί ἐγωϊστικές θέσεις. Αὐτές οἱ ἐγωϊστικές της θέσεις τήν ἐξώθησαν σέ πλάνες. Μιά πρώτη ἦταν ὅτι ἡ Ρώμη ἔχει τό προβάδισμα· μετά ὅτι ἔχει τό μοναδικόν προνόμιον νά στέκεται πάνω ἀπ’ ὅλες τίς Ἐκκλησίες καί νά κυριαρχῆ σ’ αὐτές· κατόπιν παρουσίασε κοσμοκρατορικές διαθέσεις, ἐντελῶς ἐπίγειες.
Οἱ Σταυροφορίες, ἐπί παραδείγματι, δέν ἦσαν παρά ἕνα πρόσχημα ὅτι δῆθεν πᾶμε νά ἀνακαταλάβουμε τούς Ἁγίους Τόπους, τούς τόπους ἐκείνους πού ὁ Χριστός ἐνεφανίσθη καί ἔδρασε, ἀπέθανε καί ἀνέστη· στήν πραγματικότητα ὅμως αὐτοί οἱ ἄνθρωποι ἤθελαν νά κατακτήσουν, εἶχαν κατακτητικές διαθέσεις. Ἀπόδειξις –ἀπόδειξις!– ὅτι ὅταν περνοῦσαν ἀπό τήν Κωνσταντινούπολι τό 1204, ἐλεηλάτησαν τήν Πόλιν, τήν Κωνσταντινούπολι, σέ βαθμό πού οὔτε οἱ Τοῦρκοι δέν τήν ἐλεηλάτησαν ἔτσι! Καί ἐκράτησαν μέ μίαν κατοχήν περίπου ὀγδόντα ἐτῶν.
Ἀντιλαμβάνεσθε, ἀγαπητοί μου, ὅτι οἱ διαθέσεις τους κάθε ἄλλο παρά ἀγαθές ἦσαν. Γιατί τί ἦταν ἡ Κωνσταντινούπολις; Χριστιανική ἦταν. Δέν κατήχετο ἀπό τούς Πέρσας, τούς Ἄραβας καί δέν ξέρω ἀπό ποιούς, ὥστε νά ποῦμε ὅτι ἤθελαν νά ἐλευθερώσουν καί τήν Κωνσταντινούπολι ἀπό τυχόν Μωαμεθανούς καί ἀπίστους! Εἶναι ὁλοφάνερο δηλαδή ὅτι οἱ διαθέσεις τους ἦταν κατακτητικές.
Ἔτσι λοιπόν σιγά-σιγά, ἀφοῦ ἀπεσχίσθησαν, ἄρχισαν νά δημιουργοῦν καινοτομίες ποικίλες. Αὐτές οἱ καινοτομίες ἦταν ὅπως δήποτε πλάνες. Πολλές! Δέν εἶναι τῆς ὥρας, ἀγαπητοί μου, νά τίς ποῦμε τώρα. Ἔνεκα ὅμως αὐτῶν τῶν ἐγωϊστικῶν θέσεων τῆς Δυτικῆς Ἐκκλησίας καί τῶν πλανῶν της, πολλές ψυχές ἄρχισαν νά σκανδαλίζωνται· πολλοί πιστοί.
Τήν ἀφορμή γιά τόν Προτεσταντισμό τήν ἔδωσε ἕνας δομηνικανός μοναχός, ὁ Ἰωάννης Τέτσελ. Αὐτός πουλοῦσε συγχωροχάρτια, πουλοῦσε ἀφέσεις εἰς τήν περιοχήν τῆς Σαξωνίας, στήν Γερμανία. Τότε ἕνας μοναχός καί ἱερεύς τῆς Ρωμαϊκῆς Ἐκκλησίας, ὁ Λούθηρος –ὁ ὁποῖος βεβαίως ὡς ἱερεύς τῆς Ρώμης μποροῦσε νά ξέρη ἀπό πιό κοντά πολλά πράγματα–, ὅταν εἶδε κι αὐτό πιά, νά πουλοῦν τά χαρτιά αὐτά καί μέ χρήματα νά συγχωροῦνται οἱ ἁμαρτίες, ἔ, δέν μπόρεσε νά συγκρατηθῆ πιά· τό ἔφερε αὐτό βαρέως· ἐξανέστη! καί κάθησε καί ἔγραψε μίαν διαμαρτύρησιν, πού ἀπετελεῖτο ἀπό ἐννενήντα πέντε θέσεις. Τήν ἔγραψε στά λατινικά, γιά τήν ἀκρίβειαν, καί μάλιστα τήν ἐδημοσίευσε καί εἰς τόν τύπον, ἄν θέλετε.
Μάλιστα ὑπῆρχε ἡ συνήθεια τῆς ἐποχῆς ἐκείνης, προκειμένου νά προκληθῆ μία θεολογική ἤ πολιτική ἤ κοινωνική συζήτησις, ὁ θέλων νά τήν προκαλέση ἐθυροκόλλει εἰς τήν πόρτα τοῦ μητροπολιτικοῦ ναοῦ τίς θέσεις του καί τίς ἀπόψεις του, ὥστε γιά ἐκεῖνον πού θά ἤθελε νά τόν ἀντιμετωπίση θά ὡρίζετο μία ὥρα δημοσίας ἐμφανίσεως, καί ἐκεῖ θά ἐγίνετο ἡ συζήτησις. Ἦταν συνήθεια τῆς ἐποχῆς ἐκείνης. Τήν συνήθεια αὐτή τήν χρησιμοποιεῖ ὁ Λούθηρος καί θυροκολλεῖ εἰς τήν Βιττεμβέργην, εἰς τόν ναόν τοῦ ἀνακτόρου ἐπ’ ὀνόματι τῶν Ἁγίων Πάντων, στίς 31 Ὀκτωβρίου, παραμονή τῶν Ἁγίων Πάντων, θυροκολλεῖ αὐτήν του τήν διαμαρτύρησι μέ τίς ἐννενήντα πέντε θέσεις ἐναντίον τῶν ἀφέσεων, ἐναντίον τῶν συγχωροχαρτίων.
Ὅταν, ἕνεκα τοῦ πανηγυριοῦ πού ὑπῆρχε, πῆγε ὁ κόσμος νά ἐκκλησιασθῆ, εἶδε, διάβασε αὐτές τίς θέσεις καί ἐνθουσιάστηκε, διότι ἐπί τέλους ἠσθάνετο ὅτι κάποιος μποροῦσε νά μιλάη ἐναντίον αὐτῶν τῶν αὐθαιρεσιῶν καί ἐναντίον αὐτῶν τῶν πλανῶν καί κακοδοξιῶν τῆς Ρώμης. Τότε ὁ λαός αὐτός ἄρχισε νά ἐνθουσιᾶ, καί ἀστραπιαῖα οἱ θέσεις αὐτές τῆς διαμαρτυρήσεως τοῦ Λουθήρου ἐξηπλώθησαν εἰς τήν Γερμανίαν, εἰς τήν Γαλλίαν καί εἰς τήν Ἐλβετίαν μέ μίαν ταχύτητα καταπληκτική.
Τότε ἡ Ρώμη βρέθηκε σέ πολύ δύσκολη θέσι, καί ἀντί φυσικά νά ἀναθεωρήση τίς θέσεις της τίς αἱρετικές –διότι ἐάν ἡ Ρώμη ἀναθεώρει, ἀγαπητοί μου, τίς αἱρετικές της θέσεις, τό πρᾶγμα θά ἐτελείωνε ἐκεῖ καί θά σταματοῦσε, πρός μεγάλην χαράν καί δόξαν τῆς Ἐκκλησίας–, ξέρετε τί ἔκανε ἡ Ρώμη; ἀφώρισε τόν Λούθηρον! Καί ὁ Λούθηρος δημοσίως ἔκαψε τόν ἀφορισμόν. Ἀπό ’κεῖ ἀρχίζει ὁ ἀγών ἐναντίον τῆς Ρώμης. Ὅλα αὐτά ξεκίνησαν στίς 31 Ὀκτωβρίου τοῦ 1517. Ἀπό ’κείνη τήν ἡμέρα ξεκινᾶ ἡ Διαμαρτύρησις εἰς τήν Εὐρώπη, κατακτᾶ διαρκῶς περισσότερον καί περισσότερον κόσμον, καί σέ λίγο γίνονται ἑκατομμύρια οἱ Διαμαρτυρόμενοι εἰς τήν Εὐρώπην. Ἔτσι αὐτοί ἄρχισαν ἤδη νά ἐπικρατοῦν.
Κύριοι συνεργάται τοῦ Λουθήρου –σᾶς λέγω πολύ γενικές γραμμές, γιατί ὅλα αὐτά εἶναι πολλά καί δέν θά μᾶς ἦταν αὐτήν τήν στιγμή πολύ χρήσιμα– εἶναι ὁ Καλβῖνος καί ὁ Σβίγγλιος. Ἀγωνίζονται μέρα-νύχτα νά ἐπιβάλλουν τίς ἀπόψεις τους. Καί ἀρχίζουν νά διατυπώνουν θέσεις δογματικές, ὄχι βεβαίως πιά μένοντες μόνο στό θέμα τῶν συγχωροχαρτίων, ἀλλά καί ἐπί ἄλλων σημείων τῆς Ρωμαϊκῆς Ἐκκλησίας.
Ἔτσι, στή βιασύνη τους, ἀπορρίπτουν τήν Ἱεράν Παράδοσιν, ἡ ὁποία δέν εἶναι τί ἄλλο παρά οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας. Προσέξτε παρακαλῶ· ἡ Ἱερά Παράδοσις δέν εἶναι αὐτό πού μαθαίνω ἀπό τόν πατέρα μου καί τή μάνα μου. Τό ὅτι μπορεῖ ὁ πατέρας μου καί ἡ μάνα μου νά μοῦ ποῦν τήν Παράδοσιν τῆς Ἐκκλησίας, δέν ὑπάρχει ἀντίρρησις· ἀλλά τό νά μοῦ ποῦν πράγματα πού εἶναι τοῦ λαοῦ πράγματα, δηλαδή θά λέγαμε τῆς λαογραφίας πράγματα, αὐτό δέν εἶναι Παράδοσις. Μήν τά μπερδεύωμε· ὁ Θεός νά φυλάξη! Ξέρετε παρακαλῶ τί εἶναι ἡ Παράδοσις; Ἡ Παράδοσις τῆς Ἐκκλησίας εἶναι οἱ Πατέρες τῆςἘκκλησίας, εἶναι οἱ Ἅγιοι, εἶναι αἱ ἑπτά Οἰκουμενικαί Σύνοδοι καί αἱ Τοπικαί Σύνοδοι, τά συγγράμματα τῶν Πατέρων καί οἱ ἀποφάσεις τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων. Αὐτά ἀποτελοῦν τήν Ἱεράν Παράδοσιν. Δηλαδή εἶναι ἕνα θέμα κλειστόν –χωρίς νά εἶναι κλειστόν. Χωρίς νά εἶναι κλειστόν! Δηλαδή εἶναι ἕνα κατωχυρωμένο, ἕνα ἐπίσημο θέμα· δέν εἶναι τυχαῖο· δέν εἶναι κάτι πού μπορεῖ νά εἶναι παρδαλό καί ν’ ἀλλάζη χρώματα μέσα στόν λαό, διαδιδόμενο ἀπό στόμα σέ στόμα καί λοιπά. Τό λέγω γιά νά μήν ὑπάρχη παρανόησις.
Ἀπορρίπτει λοιπόν ὁ Λούθηρος τήν Ἱεράν Παράδοσιν, μέ ὅλα αὐτά πού σᾶς ἀνέφερα, ἀπορρίπτει καί τά Μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας. Κρατάει μόνο δύο Μυστήρια: τοῦ Βαπτίσματος καί τῆς θείας Εὐχαριστίας. Δέν ἔδωσε ὅμως τήν μυστηριακή διάστασιν, τήν ὁποίαν ἔχουν τά Μυστήρια αὐτά· δηλαδή δέν ἐδέχετο, ἐπί παραδείγματι, ὅτι τό μυστήριον τῆς θείας Εὐχαριστίας εἶναι πραγματικά τό Σῶμα καί τό Αἷμα τοῦ Χριστοῦ, ἀλλά ὅτι ἁπλῶς εἶναι ἡ παρουσία τῆς θείας χάριτος, χωρίς νά εἶναι τό Σῶμα καί τό Αἷμα τοῦ Χριστοῦ. Ἀλλά κι ἄν ὑποτεθῆ ἀκόμη ὅτι θά ἐδέχοντο πώς εἶναι τό Σῶμα καί τό Αἷμα τοῦ Χριστοῦ, ἐφ’ ὅσον καταργοῦν τό μυστήριον τῆς Ἱερωσύνης, τότε δέν εἶναι δυνατόν νά ἔχουν τό μυστήριον τῆς θείας Εὐχαριστίας· διότι δυνάμει τοῦ μυστηρίου τῆς Ἱερωσύνης ἀναδεικνύεται τό μυστήριον τῆς θείας Εὐχαριστίας, τό Σῶμα καί τό Αἷμα τοῦ Χριστοῦ. Πάλι λοιπόν δέν θά ἦταν Σῶμα καί Αἷμα Χριστοῦ· τό ἀντιλαμβάνεσθε. Ἔτσι οὐσιαστικά, ἐνῶ κρατάει τά δυό αὐτά Μυστήρια, δέν τά δίνει τήν πραγματική τους διάστασι, καί οὐσιαστικά καί αὐτά ἀπορρίπτονται. Οὐσιαστικά.
Κρατᾶ μόνον τήν Ἁγίαν Γραφήν ὁ Λούθηρος. Ὅταν λέμε ὅμως ὅτι κρατάει τήν Ἁγία Γραφή, ὄχι ἀκριβῶς. Ἀπό τήν Παλαιά Διαθήκη, τά σαράντα ἐννέα της βιβλία, κόβει τά λεγόμενα δευτεροκανονικά, δέκα τόν ἀριθμόν, καί κρατάει τά τριάντα ἐννέα. Ἀπό δέ τά βιβλία τῆς Καινῆς Διαθήκης, ἀμφισβητεῖ τήν ἐπιστολήν τοῦ ἁγίου Ἰακώβου τοῦ Ἀδελφοθέου.
Ἀκόμη πιστεύουν εἰς τόν ἀπόλυτον προορισμόν, στόν ὁποῖον βεβαίως πίστευαν καί οἱ Ρωμαιοκαθολικοί· ἀλλά τόν τονίζουν ὅλως ἰδιαιτέρως καί ἐξαιρετικῶς, διότι δέχονται ὡς ὅρον τῆς δικαιώσεως, δηλαδή τῆς σωτηρίας, μόνον τήν πίστιν καί ὄχι καί τά ἔργα. Εἶναι γνωστό ὅτι γιά νά δικαιωθῶ, νά σωθῶ, πρέπει καί νά πιστεύσω ἀλλά καί νά ἐργασθῶ τόν νόμο τοῦ Θεοῦ. Ἐάν ὅμως μείνω μόνο στήν πίστι χωρίς τά ἔργα, τότε βεβαίως δέν δύναμαι νά σωθῶ· ὅπως κι ἄν μείνω μόνο στά ἔργα καί ὄχι στήν πίστι, δέν δύναμαι νά σωθῶ. Αὐτοί λέγουν ὅτι μόνον ἡ πίστις σώζει· τά ἔργα εἶναι ἄχρηστα. Αὐτός εἶναι καί ὁ λόγος διά τόν ὁποῖον ἀπορρίπτουν τόν ἅγιον Ἰάκωβο τόν Ἀδελφόθεο· διότι τονίζει ἰδιαιτέρως τό θέμα τῶν ἔργων εἰς τήν ἐπιστολήν του.
Ἀλλά ἐκεῖνο τό ὁποῖον εἶναι φοβερόν, φοβερώτατον, καί μή δυνάμενον πλέον νά βοηθήση τούς Προτεστάντας νά ἐπανέλθουν κάποτε εἰς τήν ἀλήθειαν –ποιό εἶναι λέτε;– εἶναι ἡ ὑποκειμενική ἑρμηνεία τῆς Ἁγίας Γραφῆς. Εἶναι τό χειρότερο ἀπό ὅλα· διότι ἀνοίγεται δρόμος-τρόπος γιά μία φοβερή ἀπομάκρυνσι. Φρικτή –ὄχι φοβερή– φρικτή ἀπομάκρυνσι! Καί αὐτή ἡ Ἱστορία τό ἀπέδειξε, ὅτι ὑπέστησαν, ὑφίστανται καί θά ὑφίστανται αὐτήν τήν διαρκῆ ἀπομάκρυνσι ἀπό τήν ἀλήθεια, ἕνεκα αὐτοῦ τοῦ στοιχείου πού εἰσήγαγε ὁ Λούθηρος, τήν ὑποκειμενικήν ἑρμηνείαν τῆς Ἁγίας Γραφῆς.
Ἐπειδή ἡ Ρώμη δέν ἄφηνε εὔκολα τό Εὐαγγέλιο στά χέρια τοῦ κάθε πιστοῦ, τώρα ὁ Λούθηρος λέγει: «Πάρε τό Εὐαγγέλιο καί μελέτησέ το καί κατάλαβέ το· ὅπως θές κατάλαβέ το.». Ἐνῶ ἡ Ρώμη τότε, ἐπειδή ἐφοβεῖτο τίς αἱρέσεις, ἔλεγε: «Μπορεῖς νά διαβάσης τήν Ἁγ ία Γραφή, ἀλλά πρέπει μαζί σου νά εἶναι καί κάποιος πού νά ξέρη θεολογία. Πρέπει νά εἶναι ὁ ἱερεύς, πού θά ξέρη θεολογία, γιά νά μήν ὑπάρξη πλάνη.». Σ’ αὐτό ἀντιδρῶν ὁ Λούθηρος προχωρεῖ σ’ αὐτό πού σᾶς εἶπα.
Τί συνέπειες εἶχε αὐτό; Ἡ αὐθεντία στή Ρώμη ἦταν ὁ πάπας. Αὐθεντία! Ἀπόλυτος αὐθεντία! Σ’ αὐτό ἀντιδρᾶ τώρα ὁ Λούθηρος καί χτυπᾶ τήν Ρωμαιοκαθολική Ἐκκλησία, λέγοντας ὅτι ὁ πάπας δέν εἶναι αὐθεντία. Καί τί κάνει; Χτυπῶντας τόν πάπα, τόν κάθε πιστό τόν κάνει ἕναν μικρό πάπα! Διότι ὅταν ὁ καθένας ἑρμηνεύη τήν Ἁγία Γραφή κατά τό δοκοῦν, ὅπως αὐτός νομίζει, θεωρεῖ ἑαυτόν ἀλάθητον· γιατί ἔτσι τήν καταλαβαίνει. Σοῦ λέει: «Ἔτσι τό καταλαβαίνω.». Καί συνεπῶς ὁ κάθε πιστός γίνεται μία αὐθεντία, γίνεται ἕνα ἀλάθητον, ἕνας μικρός ἀλάθητος πάπας. Αὐτό ἦταν τό ἀποτέλεσμα· νά χτυπήση ἕναν ἀλάθητον, καί νά δημιουργήση ἑκατομμύρια ἀλαθήτους!
Βλέπετε ὅτι ἀπό τή βάσι τό πρᾶγμα εἶναι ἀληθινή καταστροφή; Γιά νά μή σᾶς πῶ ὅτι ὁ Λούθηρος ἀρχικά ἐλέγετο Λοῦντερ (Luder), τό πατρικό του ὄνομα, τοῦ πατέρα του, τό ἐπίθετό του. Μαρτῖνος Λοῦντερ. Luder στά γερμανικά θά πῆ ἐξώλης. Ὁ ἐξώλης –ἀπό τό ρῆμα ὄλλυμι– εἶναι αὐτός πού εἶναι καταστροφεύς, ὁ διαφθορεύς. Κι ἐπειδή ἤτανε κακόηχο, τό ἄλλαξε. Ὅπως σήμερα λέμε: ὁ κύριος Πατσαβούρας... ἡ κυρία Πατσαβούρα... –τό θηλυκό. Τό νά λές «Ἀπό ’δῶ ἡ κυρία Πατσαβούρα.» εἶναι πολύ ἄσχημο. Ἔχουμε στήν Κηφισιά τό ὄνομα Πατσαβούρας · γι’ αὐτό σᾶς τό εἶπα αὐτό. Εἶναι κακόηχο· εἶναι πολύ κακόηχο. Γιά ν’ ἀλλάξη λοιπόν τό ὄνομά του, ἐπῆρε τό ἑλληνικόν ὄνομα Ἐλευθέριος, ἐπειδή τότε ἦταν ἡ Ἀναγέννησι καί εἴχαμε τά ἑλληνικά γράμματα στήν Εὐρώπη. Καί σιγά-σιγά ἀπό τό Ἐλευθέριος πῆρε ἐκεῖνο τό θῆτα καί τό ἔβαλε στό ὄνομά του, τό de τό ἄλλαξε σέ the, καί τό ἔκανε Luther. Δηλαδή τό ἄλλαξε τό ὄνομά του· ἐνῶ τό ἀρχικό ἦταν τό Luder, πού θά πῆ ἐξώλης. Καί πράγματι εἶναι καταστροφεύς, ἀληθινός Ἀπολλύων, πού λέγει καί τό βιβλίον τῆς Ἀποκαλύψεως .
Ἀλλά ὡς ἀποτέλεσμα αὐτῆς τῆς ὑποκειμενικῆς ἑρμηνείας τῆς Ἁγίας Γραφῆς ἔχουμε καί τό ἑξῆς, ἀγαπητοί μου. Ἀφοῦ ὁ καθένας μπορεῖ νά καταλαβαίνη τήν Ἁγία Γραφή διαφορετικά ἀπό τόν ἄλλον, ἄρχισαν, ἀπό τήν ἐποχή πού θεμελιώθηκε ἡ Διαμαρτύρησις –γιατί Προτεσταντισμός θά πῆ Διαμαρτύρησις · ἀπό τό protest–, ἄρχισαν ἀμέσως καί τά κομματιάσματα. Σήμερα στήν Ἀμερική ἔχουμε διακόσια πενήντα κομμάτια τοῦ Προτεσταντισμοῦ· καί στήν Εὐρώπη ἔχομε μερικές ἑκατοντάδες κομμάτια τοῦ Προτεσταντισμοῦ, μέ διάθεσι διαρκῶς νά αὐξάνουν. Μόνον εἰς τούς Πεντηκοστιανούς, ἀπό τήν ἐποχή πού ἐνεφανίσθησαν –στίς ἀρχές τοῦ αἰῶνος μας– μέχρι σήμερα ὑπάρχουν ἤδη περί τίς ἑξήντα μέ ἑβδομήντα διαιρέσεις! δηλαδή κάθε χρόνο περίπου καί ἕνα κομμάτιασμα. Κάθε χρόνο καί ἕνα κομμάτιασμα! Εἶναι ἑπόμενον. Καί νά φανταστῆτε ὅτι μεταξύ τους πολλές φορές δέν συμφωνοῦν· καί φθάνουν νά μαλώνουν καί νά τσακώνονται φοβερά, ἐπειδή δέν συμφωνοῦν.
Ἀλλά ἐπειδή διαρκῶς ὁ καθένας καταλαβαίνει ὅπως καταλαβαίνει, ἔφθασαν σέ τέτοια φθορά καί κατάπτωσι, ὥστε ἀπό τόν Λούθηρο φθάνομε εἰς τόν Σβίγγλιον, ἀπό τόν Σβίγγλιον εἰς τόν Καλβῖνον καί ἀπό τόν Καλβῖνον εἰς τούς Σοκινιανούς.
Οἱ Σοκινιανοί –μέ δύο λόγια μόνο– εἶναι μιά αἵρεσις πού ἀνεπτύχθη στήν Πολωνία, ἡ ὁποία εἶναι ἀντιτριαδική, δηλαδή δέν δέχεται τό δόγμα τῆς Ἁγίας Τριάδος. Αὐτομάτως λοιπόν αὐτοί οἱ Προτεστάνται δέν εἶναι πλέον χριστιανική αἵρεσις· αὐτομάτως φεύγουν τελείως ἀπό τό περιβόλι τοῦ Χριστιανισμοῦ! Διότι ἐκεῖνο τό δόγμα πού χαρακτηρίζει ὡς χριστιανική μίαν αἵρεσι εἶναι τό δόγμα τῆς Ἁγίας Τριάδος. Ἐάν δέν δέχεσαι τό δόγμα τῆς Ἁγίας Τριάδος, δέν εἶσαι Χριστιανός. Οἱ Χιλιασταί δέν εἶναι Χριστιανοί. Προσέξτε: ὁ Χιλιασμός δέν εἶναι αἵρεσις χριστιανική! Καί δέν εἶναι αἵρεσις χριστιανική, διότι δέν ἔχει τό δόγμα τῆς Ἁγίας Τριάδος· τό ἀπορρίπτει. Ὁ Χιλιασμός εἶναι κάτι τελείως ἄλλο πρᾶγμα, τελείως ξένο πρᾶγμα. Ὅπως φυσικά καί ὁ Μωαμεθανισμός δέν εἶναι αἵρεσις χριστιανική· εἶναι ἄλλο πρᾶγμα, ἄλλη θρησκεία. Ἔτσι λοιπόν φθάνουν τέτοιες ὁμάδες νά γίνουν Ἀντιτριαδισταί.
Σᾶς λέγω μόνο γιά τήν ἱστορία, ἀγαπητοί μου, ὅτι πρό μερικῶν ἐτῶν εἶχε γίνει ἕνα συνέδριο στήν Ἀμερική καί ἐκάλεσαν καί Ὀρθοδόξους. Τώρα τό γιατί μπορεῖ οἱ Ὀρθόδοξοι νά πηγαίνουν εἶναι ἄλλη ἱστορία αὐτή. Εἶναι μία ἐποχή κρίσεως· σᾶς τό λέγω εἰλικρινά. Καί παρεκλήθησαν ὅλοι, κανείς νά μήν ἀναφέρη τό ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, παρά μόνον ὅλοι νά λέγουν ὁ Θεός, διότι ὑπῆρχαν εἰς τό συνέδριο αὐτό Προτεστάνται Ἀντιτριαδισταί !... Εἶναι ἤ δέν εἶναι νά τραβᾶς τά μαλλιά σου!... Καί πῶς δέχεσαι νά μένης σ’ ἕνα συνέδριο, χριστιανικό, πού νά σοῦ ἀπαγορεύουν νά πῆς τό ὄνομα Χριστός, ἐπειδή ὑπάρχουν ἐκεῖ Ἀντιτριαδισταί;... Εἶναι φοβερό τό κατάντημα, ἀγαπητοί μου, τῶν Προτεσταντῶν· φοβερό! ἀφοῦ φθάνουν νά ἀρνοῦνται καί τό δόγμα τῆς Ἁγίας Τριάδος!
Ἀλλά ἐφ’ ὅσον δέν ὑπάρχει Ἱερωσύνη, δέν ὑπάρχει τό μυστήριο τῆς θείας Εὐχαριστίας· καί ἐφ’ ὅσον δέν ὑπάρχει τό μυστήριον τῆς θείας Εὐχαριστίας –γιατί αὐτό συνιστᾶ τήν Ἐκκλησία–, δέν ὑπάρχει Ἐκκλησία. Συνεπῶς δέν μποροῦμε νά λέμε Προτεσταντική Ἐκκλησία · εἶναι λάθος. Δέν εἶναι κἄν Ἐκκλησία. Μποροῦμε νά τίς ὀνομάσουμε ἁπλῶς θρησκευτικές κοινότητες χριστιανικῆς ἀποχρώσεως. Τό ἀκούσατε παρακαλῶ; οὔτε κἄν Ἐκκλησία δέν εἶναι ὁ Προτεσταντισμός! Οὔτε κἄν! Καί σᾶς τό ἐξήγησα γιατί: δέν ἔχουν Ἱερωσύνη· κι ἅμα δέν ἔχουν Ἱερωσύνη, δέν ἔχουν τό μυστήριο τῆς θείας Εὐχαριστίας, καί συνεπῶς δέν ἔχουν Ἐκκλησία. Διότι τί εἶναι Ἐκκλησία; Τό Σῶμα τοῦ Χριστοῦ. Ἀκοῦστε· τό λέγει ὁ ἀπόστολος Παῦλος . Τί εἶναι Ἐκκλησία; Τό Σῶμα τοῦ Χριστοῦ. Ἀλλά αὐτοί δέν ἔχουν τό Σῶμα τοῦ Χριστοῦ, διότι δέν ἔχουν τό μυστήριον τῆς θείας Εὐχαριστίας· καί δέν τό ἔχουν, γιατί δέν ἔχουν Ἱερωσύνη· ἄρα δέν ὑπάρχει Ἐκκλησία. Σᾶς τό ἀποδεικνύω καθαρά δηλαδή.
Ὁ Προτεσταντισμός ὅμως δέν ἔμεινε μόνο στήν Γερμανία· ἐξεδηλώθη ποικιλοτρόπως. Ὀργάνωσε ἱεραποστολές σέ ὅλο τόν κόσμο καί ἄρχισε νά ἀσκῆ προσηλυτισμόν μέ ἕναν ζῆλον καταπληκτικόν. Ἀπεδύθη σέ δρόμον ταχύτητος, σέ μαραθώνιον! καί οἱ Προτεστάνται καί οἱ Ρωμαιοκαθολικοί. Στήν Ἀμερική τρέχουν νά διαδώσουν τόν Προτεσταντισμόν καί τόν Ρωμαιοκαθολισμόν· καί οἱ μέν καί οἱ δέ. Τρέχουν στήν Ἀφρική. Καί βλέπετε ἐκεῖ νά ἀγωνίζωνται Ρωμαιοκαθολικοί ἱεραπόστολοι καί Προτεστάνται ἱεραπόστολοι. Τρέχουν στήν Ἄπω Ἀνατολή· στήν Κίνα –μέχρι πρότινος, γιατί τώρα ἡ Κίνα τούς ἔδιωξε–, στήν Ἰαπωνία, στάς Ἰνδίας, ὁπουδήποτε. Πηγαίνουν στά πέρατα τῆς οἰκουμένης, καί οἱ Ρωμαιοκαθολικοί καί οἱ Προτεστάνται, σ’ αὐτόν τόν μαραθώνιο, ποιός θά τρέξη πρῶτος νά διαδώση τήν αἵρεσί του. Ἀλλά ἐπειδή ὁ λόγος περί τῶν Προτεσταντῶν, θά μείνω βέβαια εἰς αὐτούς.
Ἔτσι ἐκινήθησαν λοιπόν οἱ Προτεστάνται, βάζοντας στό σχέδιο τῶν ἱεραποστολῶν των καί τοῦ προσηλυτισμοῦ των καί τόν Ὀρθόδοξον Ἀνατολικόν Χριστιανισμόν, δηλαδή ἡμᾶς. Ἔτσι, ὅταν παγιώθηκαν –τόν 16ον αἰῶνα ξεκίνησαν· σᾶς εἶπα τό 1517– ὅταν παγιώθηκαν, ἤδη ἀρχές τοῦ 17ου αἰῶνος, τέλη τοῦ 16ου αἰῶνος ἀκριβέστερα, κινοῦνται παρακαλῶ ἐναντίον τῆς Ἀνατολῆς. Ὀργανώνουν ἱεραποστολές καί ἔρχονται στήν Ἑλλάδα, στή Μικρά Ἀσία, στή Βουλγαρία, στή Ρωσία, στήν Σερβία, στήν Παλαιστίνη. Τότε δέ, εἶναι γνωστό, ὅλες οἱ χῶρες αὐτές πού σᾶς εἶπα, ἐκτός τῆς Ρωσίας, ἦταν κάτω ἀπό τήν τουρκικήν κατοχήν. Τό καταπληκτικόν εἶναι ὅτι κάτω ἀπό τήν τουρκικήν κατοχήν ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία δέν ἔπαθε καμμία ζημία ἀπό τούς Προτεστάντας. Μέ κάθε τρόπο προσπαθοῦσαν νά τήν ἐκπορθήσουν, ἀλλά δέν τά κατάφεραν. Δέν παραιτήθηκαν ὅμως· ὅλους τούς αἰῶνες, μέ ἐπιμονή, δέν ἔπαυσαν νά στέλνουν διαρκῶς ἱεραποστολές νά ἁλώσουν τήν Ἀνατολήν. Ὅπως κάνει καί ἡ Οὐνία μέχρι σήμερα, μέχρι αὐτή τή στιγμή πού σᾶς ὁμιλῶ, πού ὑπάρχει Οὐνίτης ἀρχιεπίσκοπος στήν Ἀθήνα. Οὐνίτης ἀρχιεπίσκοπος στήν Ἀθήνα! τῶν Ρωμαιοκαθολικῶν. Φοβερό πρᾶγμα.
Ἀλλά ἡ δρᾶσις των πραγματικά ἀρχίζει –ἀπό πότε λέτε;– ἀπό τήν στιγμή πού ἐλευθερωθήκαμε! Ἔτσι πού νά λέη κανείς ὅτι καμμιά φορά μερικά πράγματα σώζονται καλύτερα ὅταν εἶναι θαμμένα. Ὅπως μερικά ἀρχαῖα σώζονται ὅταν εἶναι θαμμένα· μόλις ὅμως τά φέρουν στά μουσεῖα καί τά δοῦν κακοί ἄνθρωποι, κλέπται, κλέπτονται καί καταστρέφονται. Ἔτσι κι ἐδῶ, ἡ Ἐκκλησία μας ἦταν ταπεινή καί χωμένη κάτω ἐκεῖ στίς κατακόμβες, στίς χαμηλές ἐκκλησίες· ὅταν ἀνῆλθε ἐπάνω, τότε –ὤ, τότε...!– σάν λύκοι ἅρπαγες φοβεροί καί τρομεροί ὥρμησαν ἐπάνω της, ἐναντίον τῆς Ἀνατολῆς! Δηλαδή ἡ δρᾶσις των ἀρχίζει ἀπό τό 1821 κι ἐδῶ, ἰδίως εἰς τόν ἑλληνικόν χῶρον, τήν Μικράν Ἀσίαν καί τήν Παλαιστίνην, δηλαδή στίς χῶρες τῆς Μέσης Ἀνατολῆς.
Στήν Ἑλλάδα ἦρθαν ὑπό τό πρόσχημα τῆς φιλελληνικότητος. Μερικοί ἀπ’ αὐτούς ἦταν ὁ Γκίλφορντ –σᾶς λέω καί μερικά ὀνόματα πού ἔδρασαν στήν Ἑλλάδα–, ὁ Κίνγκ, ὁ Χίλλ, ὁ Κόρκ, ὁ Ἄρτλεϋ, ὁ Χέλντερ, ὁ Λήν. Αὐτοί ἦρθαν ὡς φιλέλληνες, ἄρχισαν νά ἱδρύουν σχολεῖα καί σιγά-σιγά ἄρχισαν νά ἐκδηλώνωνται καί νά χύνουν τό δηλητήριό τους.
Σ’ αὐτούς δέ νά προσθέσωμε ἐπί πλέον καί τήν βαυαρικήν βασιλείαν, πού ἦρθε τότε στήν Ἑλλάδα. Ὅταν ἦρθε ὁ Ὄθων, ἔφερε καί τήν αὐλή του. Ἡ αὐλή του ἦτο βαυαρική, δηλαδή ἀπ’ τή Γερμανία. Οἱ Βαυαροί ἦσαν Προτεστάνται. Καί ἔφθασαν στήν Ἑλλάδα νά κυβερνήσουν τούς Ὀρθοδόξους Ἕλληνας Προτεστάνται! –τί εὐτυχές γεγονός γι’ αὐτούς... ἔβαλαν τόν λύκο νά φυλάξη τά πρόβατα !
Ἀγαπητοί μου, τέτοια μωρία μᾶς ἔχει πιάσει, τέτοια μωρία, πού εἶναι ἀδιανόητο πρᾶγμα! Ὅταν διαβάζουμε αὐτά στήν Ἱστορία, τά θεωροῦμε πραγματικά ἀδιανόητα. Καί τό χειρότερο:... Ἄλλο αὐτό πού μπορεῖ νά μοῦ πῆ κάποιος: «Μά, ὁ Ὄθων ἔγ ινε Ὀρ θόδοξος βασιλεύς, ὅπως τό προέβλεπε τό Σύνταγμα.». Ὡραῖα, πολύ καλά. Ἡ αὐλή του ὅμως δέν ἔγινε Ὀρθόδοξη. Καί τό χειρότερο: ὑπουργός Παιδείας καί Θρησκευμάτων ἐτέθη ὁ Βαυαρός Μάουερ, πού ἦτο Προτεστάντης! Ὑπουργός Παιδείας καί Θρησκευμάτων Προτεστάντης!... Ἔ, πέστε μου σᾶς παρακαλῶ, τί θά ἔκανε αὐτός ὁ ἄνθρωπος; Ἔ, νά τί ἔκανε: ἔκλεισε τά μοναστήρια, περιώρισε ὅ,τι μποροῦσε νά περιορίση στήν Ἑλλάδα, μέ ἀποτέλεσμα τήν ὑποταγή τῆς Ἐκκλησίας.
Εἶπα γιά τά μοναστήρια. Εἶναι μιά ὁλόκληρη ἱστορία. Θά δοῦμε καί κάτι πού εἶναι σέ μιά ἐγκύκλιο σχετική. Ὅλα αὐτά, ἀγαπητοί μου, ὡδήγησαν σέ μία κατάκτησι πλέον τῶν ἀρχῶν, τῶν θέσεων-κλειδιῶν μέσα στήν Ἑλλάδα ἐκ μέρους τοῦ Προτεσταντισμοῦ, καί ἀπό τότε δέν μπορεῖ ἡ Ἑλλάς νά σηκώση κεφάλι. Τό γεγονός ὅτι ἡ Ἐκκλησία εἶναι δεσμία τῆς Πολιτείας εἶναι ἔργον τῶν Βαυαρῶν, τῶν Προτεσταντῶν· νά ἔχουνε ὑπό τό πέλμα των καί ὑπό τόν ἔλεγχόν των τήν Ἐκκλησία. Ναί, εἶναι ἔργον τῶν Βαυαρῶν, τῶν Προτεσταντῶν ἔργον! Ἀλλά ἐφ’ ὅσον πάντοτε ἡ Πολιτεία εἶναι ἐκείνη πού κρατᾶ τήν Ἐκκλησία, τί μπορεῖ νά περιμένη κανείς;
Ἔτσι ἐδόθη καί ἡ χαριστική βολή –ἄν ὑποτεθῆ ὅτι εἶναι αὐτή ἡ χαριστική βολή· γιατί ἐγώ πιστεύω ὅτι καί ἄλλες βολές χαριστικές θά δοθοῦν: Εἶναι τό τελευταῖο ψηφισθέν Σύνταγμα, πού ἀναγνωρίζει ὅλες αὐτές τίς αἱρέσεις, καί δύνανται οἱ αἱρετικοί νά κινοῦνται ἀνέτως, ὅπως καί ἕνας Ὀρθόδοξος Χριστιανός.
Ἕνα μικρό παράδειγμα. Μέ παίρνει μία δασκάλα στό τηλέφωνο προχθές ἀπό κάπου στή Μακεδονία. «Πάτερ, μοῦ λέει, δροῦν ἐδῶ πέρα οἱ Χιλιασταί · ἔρχονται ἀπό σπίτι σέ σπίτι... καί τά λοιπά. Πέστε μου, τί νά κάνω;». Λέω: «Ἐσύ τί ἔκανες;». Μοῦ λέει: «Πῆγα εἰς τόν Σταθμόν Χωροφυλακῆς καί τούς παρεκάλεσα νά βοηθήσουν νά τούς διώξουμε αὐτούς τούς ἀνθρώπους.». Καί τῆς ἀπαντᾶ ἐκεῖ ὁ ἀστυνόμος: «Τούς προστατεύει τό Σύνταγμα, καί δέν μποροῦμε νά κάνωμε ἀπολύτως τίποτα.»! Τότε τῆς εἶπα: «Πάρε παιδιά ἀπό τό σχολεῖο σου νά τούς ἀκολουθοῦν ἀπό πίσω, καί μόλις ἀνοίγη μιά πόρτα πού θά χτυποῦν, νά φωνάζουν στούς νοικοκυραίους τοῦ σπιτιοῦ: "Κύριοι, αὐτοί εἶναι αἱρετικοί ! εἶναι Χιλιασταί ! "». Πλέον ἀναλαμβάνει ὁ λαός νά ὑπερασπίση τόν ἑαυτό του. Ἀντιλαμβάνεσθε, ἀγαπητοί μου, ὅτι πλέον μᾶς κρατοῦν δεσμίους. Νά τό κατάντημά μας.
Ἀλλά, ἀγαπητοί μου, ἡ Ἐκκλησία τί μέτρα ἔλαβε ἐναντίον τοῦ Προτεσταντισμοῦ;
Ἀπό τῆς ἐμφανίσεώς του κι ἐδῶ, τόν κατεδίκασε μέ ἕξι Τοπικάς Συνόδους, ἐκ τῶν ὁποίων ἡ μία εἶναι τῶν Ἱεροσολύμων, τό 1672, ὑπό τόν διάσημον Δοσίθεον, πατριάρχην Ἱεροσολύμων, ὁ ὁποῖος ἔκανε μία θαυμασία ὁμολογία Πίστεως. Θαυμασία! Ἔμεινε σύμβολον πραγματικά, συμβολικόν μνημεῖον τῆς Ἐκκλησίας. Καί ἐκεῖ πραγματικά κατεδίκασε τόν Προτεσταντισμόν εἰς τάς θέσεις του μία πρός μία. Ὁμοίως εἶναι καί ἡ Σύνοδος τῆς Κωνσταντινουπόλεως τοῦ 1836· καί ἀπό τήν ὁποία Σύνοδο, ἀπό τάς ἀποφάσεις της, θά σταχυολογήσουμε μερικά ἀποσπάσματα, γιά νά δώσωμε ἀπάντησι σέ μερικά θέματα.
Πρίν προχωρήσω ὅμως γιά νά σᾶς πῶ αὐτά πού θά διαβάσουμε ἀπό τήν ἀπόφασιν αὐτήν, τήν ἐγκύκλιον τῆς Τοπικῆς Συνόδου τῆς Κωνσταντινουπόλεως τοῦ 1836, θά ’θελα νά σᾶς τονίσω κάτι. Οἱ ἀποφάσεις μιᾶς Οἰκουμενικῆς Συνόδου παραμένουν κτῆμα τῆς Ἐκκλησίας, μή ἀπαλλοτριούμενον ἤ διωρθούμενον, ὡς ἔχον κῦρος καί αὐθεντίαν. Δηλαδή ἀπεφάνθη ἡ Ἐκκλησία ἐπί ἑνός θέματος· δέν ὑπάρχει λόγος πάλι ἡ Ἐκκλησία νά ἀποφανθῆ, διότι ἁπλούστατα ὅ,τι εἶπε ἡ Ἐκκλησία, αὐτό εἶναι καί τίποτε ἄλλο. Δέν ὑπάρχει περίπτωσι ἡ Ἐκκλησία νά ἀναιρέση μίαν ἀπόφασί της σέ κάποια Σύνοδο. Οἱ ἀποφάσεις τῶν Συνόδων εἶναι ὁροθέσια ἀληθείας· καί αἱ Σύνοδοι, Οἰκουμενικαί καί Τοπικαί, εἶναι Σύνοδοι-στῦλοι, πού εἶναι ἐν Πνεύματι Ἁγίῳ ἡ φωνή τῆς Ἐκκλησίας.
Ἐάν τώρα θά μοῦ λέγατε «Γιατί σέ ἕξι Τοπικάς Συνόδους νά καταδικασθῆ ὁ Προτεσταντισμός, καί ὄχι σέ μία;», θά σᾶς ἀπαντοῦσα: Ἡ Ἐκκλησία ἐπανέρχεται εἰς τό αὐτό θέμα, ὄχι διότι θέλει νά πῆ κάτι ἄλλο, ἀλλά ἐάν ἐμφανισθῆ κάτι καινούργιο εἰς τήν αὐτήν αἵρεσιν, στηρίζεται ἐπί τῆς προηγουμένης Συνόδου καί ἁπλῶς ἔρχεται νά προσθέση ἤ –προσέξατε!– νά ἀνανεώση τήν καταδίκη. Πάντοτε ὅμως καταδίκη. Πάντοτε! Δέν ὑπάρχει περίπτωσι νά ποῦμε ὅτι θά ὑπάρξη κάποτε καί μία χαριστική θέσις· ποτέ! διότι τότε ἡ Ἐκκλησία θά ἀντιφάσκη πρός ἑαυτήν.
Θά σᾶς πῶ ἕνα μικρό παράδειγμα. Ἐμφανίζεται ἕνας ὁ ὁποῖος ἀρνεῖται τήν θεότητα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Αὐτός προφανῶς πάσχει ἀπ’ τήν αἵρεσι τοῦ Ἀρείου. Θά πρέπει ἡ Ἐκκλησία νά κάνη πάλι Σύνοδον, ἐάν ὑποτεθῆ ὅτι εἶναι πολλοί ἐκεῖνοι πού ἀρνοῦνται, θά πρέπει νά κάνη πάλι Σύνοδον διά νά καταδικάση αὐτούς πού ἀρνοῦνται τήν θεότητα τοῦ Χριστοῦ; Ὄχι προφανῶς. Ἀλλά τί; τό δεδικασμένον τό ἔχει· τό δεδικασμένον τό ἔχει εἰς τήν Α΄ Οἰκουμενικήν Σύνοδον. Ἐκεῖ θά παραπέμψη· καί θά πῆ: «Εἶναι κατατεθειμ ένη ἡ καταδίκη.». Καί βάσει τοῦ δεδικασμένου, θά βγάλη τά συμπεράσματά της.
Ἐγώ λοιπόν ὁ ἱερεύς, πού εἶμαι στήν ἐνορία μου καί εἶμαι ὑπεύθυνος τοῦ ποιμνίου μου, κάθε φορά πού θά ἐμφανίζεται ἕνας αἱρετικός, ἐπί ὅλων τῶν τομέων τῶν αἱρέσεων, δέν σημαίνει ὅτι κάθε φορά θά τρέχω νά ρωτῶ· ἁπλούστατα διότι ἡ ἀλήθεια εἶναι κατατεθειμένη στήν Ἐκκλησία καί οἱ αἱρετικές θέσεις εἶναι δεδικασμένες. Δέν ἔχω παρά νά ἀνοίγω, ἀγαπητοί μου, τά βιβλία τῆς Ἐκκλησίας καί νά βρίσκω ἐκεῖ μέσα ἐκεῖνα τά ὁποῖα λέγει ἡ Ἐκκλησία· καί τότε θά λέγω: «Εἶσαι αἱρετικός !». Δέν θά γίνωμαι ἐγώ Σύνοδος· ἐγώ ἁπλῶς θά εἶμαι τό ἐκτελεστικόν ὄργανον τῆς Συνόδου μέσα στήν Ιστορία, ἤ τῶν Συνόδων μέσα στήν Ἱστορία. Αὐτό θά παρακαλέσω νά μήν τό ξεχάσωμε.
Καί ἐν προκειμένῳ δέν μποροῦμε νά ποῦμε ὅτι σήμερα ἄν ἐμφανίζωνται Προτεσταντικές ὁμάδες στόν χῶρον τῆς Ἑλλάδος πρέπει νά ξαναρχίσωμε νά τίς καταδικάζωμε, καί μέχρι πού νά τίς καταδικάσωμε θά πρέπει νά περιμένωμε τί θά πῆ ἡ Σύνοδος. Ὄχι· εἶναι δεδικασμένον! Καί σᾶς εἶπα: ὁ Προτεσταντισμός ἔχει καταδικασθῆ ἀπό ἕξι Τοπικάς Συνόδους.
Διαβάστε παρακαλῶ τήν Ἱστορία τοῦ Κυρίλλου τοῦ Λουκάρεως, πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως, νά δῆτε ἐκεῖ τί σάλος ἔγινε στήν Ἐκκλησία, ἐπειδή-ἐπειδή καί λοιπά αὐτός ἔδειξε κάποια φιλοκαλβινικήν διάθεσιν, φιλοπροτεσταντικήν, μέ ἀποτέλεσμα μία μετέπειτα Σύνοδος νά τόν καθαιρέση· ὅπως ἀναγκάστηκε νά καθαιρέση καί τόν Ὡριγένη, μετά θάνατον –δέν ἔχει σημασία. Καί ὅπως λέγει ἐκεῖ αὐτή ἡ Σύνοδος τῆς Κωνσταντινουπόλεως, «Τόν καθαιρέσαμε, γιά νά μήν ὑπάρχη οὔτε ἡ ὑποψία ὅτι μπορεῖ ἡ Ἐκκλησία νά ἔχη κάποια σχέσι μέ τόν Προτεσταντισμόν.». Διότι προσπάθησαν νά προσεταιρισθοῦν παρακαλῶ τήν Ἀνατολή οἱ Προτεστάνται, γιά νά στηριχθοῦν. Ναί.
Καί τότε παρακαλῶ, τόν 17ον αἰῶνα, ἔκαναν μία πλαστή ὁμολογία τοῦ Κυρίλλου τοῦ Λουκάρεως, ὅτι δῆθεν ἐκεῖνος τήν διετύπωσε, καί ἄρχισαν νά τήν κυκλοφοροῦν στήν Γερμανία, σέ ἑλληνικό καί λατινικό κείμενο. Καί ἔγινε σάλος στήν Ἀνατολή. «Ὁ πατριάρχης Προτεστάντης; !» Καί ἡ Ἐκκλησία –ἀκούσατέ το– τόν ἐρώτησε. Τοῦ λέει: «Εἶσαι Προτεστάντης;». «Ὄχι, λέει. Ὄχι, ὄχι !» Τέλος πάντων. Ἄφησε ὅμως ὑποψίες. Καί μόνο ἕνεκα τῶν ὑποψιῶν, μία μετέπειτα Σύνοδος Κωνσταντινουπόλεως τόν ἀφώρισε ἀπό τήν Ἐκκλησία. «Γιά νά καταλάβετε, ὅπως εἶπε ἐκείνη ἡ Σύνοδος, γιά νά καταλάβετε ὅτι ὑπάρχει εὐαισθησία εἰς τήν Ἐκκλησία μας καί δέν δεχόμεθα ποτέ νά ὑπάρχη παρουσία αἱρετικοῦ.» Αὐτό θά ἤθελα νά σᾶς τό πῶ σάν μιά προϋπόθεσι.
Καί τώρα θά ἤθελα νά ἔλθω σέ μία ἀπ’ αὐτές τίς ἐγκυκλίους τῶν Συνόδων, χωρίς νά ἔχη σημασία ἄν εἶναι τοῦ 1600 ἤ τοῦ 1700 ἤ τοῦ 1800· δεδικασμένον εἶναι τό θέμα. Μή μοῦ πῆ κάποιος, ξαναλέγω, ὅτι αὐτή ἡ ἐγκύκλιος εἶναι παλιά καί χρειαζόμαστε νεωτέραν· τό ἀνέφερα προηγουμένως.
Δύο ἔχω πού μπορῶ νά σᾶς πῶ: εἶναι αὐτή ἡ ἐγκύκλιος ἀπόφασις τῆς ἐν Κωνσταντινουπόλει Τοπικῆς Συνόδου τοῦ 1836 κι αὐτή τῆς Συνόδου τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος τοῦ 1891, πού ἐξεδόθη στίς 22 Μαρτίου 1891. Μέ αὐτήν τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος δέν θά ἀσχοληθῶ· θά ἀσχοληθῶ κυρίως μέ τήν τῆς Κωνσταντινουπόλεως, ἡ ὁποία εἶναι ἐκτάκτως-ἐκτάκτως ἐνδιαφέρουσα. Πηγαίνω κατ’ εὐθεῖαν εἰς τό κείμενον, ἀγαπητοί μου. Ἔχω μαζί μου ἐδῶ τό σχετικό βιβλίο καί ἔρχομαι νά σᾶς πῶ μερικά μόνο ἀποσπάσματα, γιά νά ποῦμε μερικές θέσεις πάρα πολύ σπουδαῖες.
Ἀρχικά ὁ τίτλος τῆς ἐγκυκλίου εἶναι ὁ ἑξῆς: «Τῆς ἐν Κωνσταντινουπόλει Συνόδου τοῦ 1836 ἐγκύκλιος, κατά τῶν Διαμαρτυρομένων ἱεραποστόλων.». Σαφῶς.
»Γρηγόριος, ἐλέῳ Θεοῦ ἀρχιεπίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως, Νέας Ρώμης, Οἰκουμενικός Πατριάρχης.
»Ὁ πολυέλεος καὶ πανοικτίρμων Θεός...» καί λοιπά καί λοιπά. Εἶναι μία ἐγκύκλιος τριάντα πέντε σελίδων αὐτοῦ τοῦ βιβλίου. Τριανταπέντε σελίδων! Εἶναι πάρα πολύ μεγάλη. Θά σταχυολογήσω τρία-τέσσερα-πέντε σημεῖα μικρά, πολύ μικρά, γιά νά σᾶς πῶ μερικά πραγματάκια.
Κατ’ ἀρχάς τίθεται τό ἐρώτημα: Ὁ κάθε ἱερεύς καί ὁ κάθε ποιμήν καί ὁ κάθε ἐντεταλμένος νά φρουρῆ καί νά ποιμαίνη ψυχάς Ὀρ θοδόξους ἔχει τό δικαίωμα νά κινῆται ἀπό μόνος του καί νά περιφρουρῆ τό ποίμνιον;
Βεβαίως! Ἀκοῦστε λοιπόν τώρα. Λέγει ἐδῶ ἡ Σύνοδος:
«Κρίνομεν ἀναγκαῖον τὸ νὰ γνωστοποιήσωμεν πρὸς πάντας τὸν ἐπικείμενον κίνδυνον τῆς Ἐκκλησίας, καὶ συγχρόνως ἐν μ έρει νὰ σᾶς παραστήσωμεν τὰς αἱρέσεις, τὰς κακοδοξίας καὶ τὰς ἐπιβουλὰς τῶν σημερινῶν αἱρετικῶν, διὰ νὰ γνωρίσητε πῶς πρέπει νὰ προφυλάττησθε τοὐντεῦθεν ἀπὸ τὰς ἐνέδρας καὶ παγίδας αὐτῶν · ὅτι ὀφείλομεν νὰ δώσωμεν φοβερὰν ἀπολογίαν ὑπὲρ τῶν ψυχῶν ὑμῶν, ἐὰν ἀμελήσωμεν ἢ ἀδιαφορήσωμεν εἰς πράγματα τόσον οὐσιώδη καὶ τόσον μεγάλα καὶ ὑψηλά.»
Καί πρός τό τέλος τῆς ἐγκυκλίου ἡ Σύνοδος ἀποτείνεται πρός τούς ἐπισκόπους τοῦ Πατριαρχείου, ὅπου βρίσκονται ἀνά τήν γῆν, ὥστε ἰδιαιτέρως νά λάβουν τά μέτρα τους. Ἀποτείνεται τελικά καί πρός τούς πιστούς καί τούς λέγει πῶς πρέπει κι αὐτοί νά προσέξουν. Συνεπῶς χρέος βαρύ-βαρύτατον εἶναι νά προσέξωμε πολύ τό ποίμνιόν μας. Δέν περιμένω νά μοῦ πῆ ἡ προϊσταμένη μου ἀρχή ἄν πρέπει νά κινηθῶ ἤ δέν πρέπει νά κινηθῶ· ἐγώ ὁ ἱερεύς ἀπό μόνος μου τό καταλαβαίνω, γιατί εἶναι κατατεθειμένα πράγματα. Κατατεθειμένα πράγματα εἶναι! Δέν ὑπάρχει καμμία αὐθαιρεσία δηλαδή· καμμία ἀπολύτως.
Δεύτερον. Ἀκόμη ἡ ἐγκύκλιος μᾶς δείχνει πῶς σκέπτονται οἱ Προτεστάνται. Θά τρομάξετε, ἀγαπητοί μου, ἅμα τ’ ἀκούσετε αὐτό.
«Οἱ σημερινοὶ αἱρετικοί, οἱ ὁποῖοι καταπολεμοῦσι καὶ διαφθείρουσι τὴν ἱερὰν ἡμῶν Ὀρ θόδοξον Ἐκκλησίαν δολερῶς καὶ ὑπούλως, εἶναι μαθηταὶ καὶ ὀπαδοὶ τοῦ Λουθήρου, τοῦ Σβιγγλίου καὶ Καλβ ίνου, τῶν Σοκίνων –εἶναι οἱ Σοκινιανοί, πού σᾶς ἀνέφερα προηγουμένως, στήν Πολωνία– καὶ ἄλλων πολλῶν τοιούτων αἱρετικῶν. Ὁ πρόβολος –γράφουν αὐτοί τώρα· εἶναι δικό τους· εἶναι ἕνα ἀπόσπασμα, πού ἡ Σύνοδος τό παίρνει ἀπ’ αὐτούς– Ὁ πρόβολος καὶ διδάσκαλος τούτων, ὁ Λούθηρος, καθὼς καυχῶνται τῶν Σοκίνων οἱ μαθηταί, κατηδάφισε τὴν στέγην τῆς Βαβυλῶνος, ὁ ἀκόλουθος τούτων Καλβ ῖνος ἔρριψε τὰ τείχη της, ἀλλ’ οἱ Σοκῖνοι ἀνέσκαψαν καὶ αὐτὰ τὰ θεμέλια.» Σᾶς εἶπα ὅτι οἱ Σοκῖνοι εἶναι Ἀντιτριαδισταί· δέν δέχονται οὔτε κἄν τόν Τριαδικόν Θεόν! «Καὶ Βαβυλῶνα, συνεχίζει νά λέγη ἡ ἐγκύκλιος, Καὶ Βαβυλῶνα ἐνταῦθα ἐννοοῦσι τὴν ἡμετέραν ἀκράδαντον Ἐκκλησίαν καὶ τὰς Ἀποστολικὰς αὐτῆς Παραδόσεις καὶ Ἱεροπραξίας.».
Δηλαδή ἀκούσατε πῶς λέγουν τήν Ἐκκλησίαν;... Βαβυλῶνα ! Θά σᾶς τό πῶ αὐτό τήν ἐρχομένη φορά, σαφέστερο καί ἀκριβέστερο. Θά τό δῆτε αὐτό. «Βαβυλῶνα» ἡ Ἐκκλησία!... Καί ὅτι ὁ Λούθηρος ἔβγαλε τήν σκεπή της, ὁ Καλβῖνος γκρέμισε τά τείχη καί οἱ Σοκῖνοι κατέσκαψαν τά θεμέλιά της! Φοβερό πρᾶγμα αὐτό!... Καί αὐτοί οἱ ἄνθρωποι μετά θά ’ρθοῦν νά μᾶς παρουσιάσουν... τί ; νά μᾶς ποῦν... τί ; Νά συνεργασθοῦμε;... Νά μᾶς ἀνοίξουν τά μάτια;... Νά μᾶς φωτίσουν;... Τί ; Ὁ Θεός νά μᾶς φυλάξη.
Ἀκόμη· δείχνει τά μέσα καί τό σχῆμα πού χρησιμοποιοῦν καί λαμβάνουν:
«Περὶ τῶν σημερινῶν αἱρετικῶν καὶ τῶν ἐπιβουλῶν αὐτῶν, οἱ σημερινοὶ αἱρετικοί», δηλαδή οἱ αἱρετικοί τοῦ 1836, «ὁμόφρονες ὄντες ὀπαδοὶ καὶ ζηλωταὶ κατὰ πάντα τούτων τῶν εἰρημένων αἱρεσιαρχῶν, τῶν ὁποίων καὶ τὸ ὄνομα φέρουσιν, ὀνομαζόμενοι Λου θηροκαλβ ῖνοι γενικωτέρως, ἐπεχειρήθησαν τώρα ἐν ἐσχάτοις καιροῖς μὲ ὅλους τοὺς τρόπους καὶ ὅλα τὰ μέσα νὰ χύσωσι τὸν φαρμακερὸν ἰὸν», θά πῆ δηλητήριο, «τῶν διαφόρων τούτων αἱρέσεων εἰς τὰς ἀκοὰς τῶν Ὀρ θοδόξων, νά μολύνωσι τὴν ἀμώμητον ἡμῶν Πίστιν καὶ νὰ κατασπαράξωσι τὸ ποίμνιον τοῦ Χριστοῦ. Καὶ διὰ νὰ ἐκτελέσωσι ταῦτα ῥαδίως», εὐκόλως δηλαδή, «λαμ βάνουσι διάφορα σχήματα. Προσποιοῦνται φιλανθρωπίαν, κηρύττουσι φωτισμόν, ἐπαγγέλονται σοφίαν καὶ παιδείαν καὶ ὑπόσχονται πανταχοῦ τὰς μεγαλυτέρας εὐεργεσίας. Δαπανῶσι πολλὰ πρὸς τύπωσιν βιβλιαρίων, πεπληρωμένων ἀπὸ ταύτας τὰς διαφόρους βλασφημίας των, πολεμούντων πότε μὲν πλαγ ίως, πότε δὲ κατ’ εὐθεῖαν τὰ οὐράνια δόγματα καὶ διδάγματα, παραδόσεις καὶ ἔθιμα τῆς Ὀρ θοδόξου ἡμῶν ἁγίας Ἐκκλησίας. Χαρ ίζουσι ταῦτα ἢ τὰ πωλῶσι διὰ σμικρωτάτης τιμῆς, λόγῳ μὲν εὐεργεσίας, ἔργῳ δὲ βλάβης, διὰ νὰ ἐμφυτεύσωσιν εἰς τὰς καρδίας τῶν Ὀρ θοδόξων, καὶ μάλιστα τῶν ἁπαλῶν παίδων, τὰς παρανόμους αὐτῶν βλασφημ ίας.»
Κατόπιν οἱ Προτεστάνται στρέφονται –ὤ, πρός τά ποῦ στρέφονται...!– στρέφονται ἐναντίον τοῦ Μοναχισμοῦ! Χμ! Γιατί στρέφονται ἐναντίον τοῦ Μοναχισμοῦ; διότι τούς ἀποκαλύπτουν οἱ μοναχοί. Ἡ ἱστορία τοῦ Μοναχισμοῦ δέν εἶναι τίποτε ἄλλο παρακαλῶ, ἀγαπητοί μου, παρά οἱ ἀποκαλύψεις τῶν αἱρέσεων, ἡ ἀποκάλυψις τῶν βαθέων τοῦ Σατανᾶ ! Ὅποια αἵρεσις ἔλθη ἤ παρουσιασθῆ, ὁ Μοναχισμός τήν ἀνιχνεύει. Αὐτός ὁ Μοναχισμός, πού εἶναι στάς ἐρήμους, πού εἶναι στά βουνά· αὐτοί πού εἶναι ἀπομεμακρυσμένοι, αὐτοί ἀνιχνεύουν. Ὁλόκληρη ἡ Ἐκκλησιαστική Ἱστορία μας εἶναι ἱστορία ἀνιχνεύσεως τῶν αἱρέσεων ἐκ μέρους τοῦ Μοναχισμοῦ. Ἑπόμενον λοιπόν εἶναι οἱ αἱρετικοί νά βλέπουν τόν Μοναχισμόν μέ τό χειρότερο μάτι. Γι’ αὐτό ἰδιαιτέρως στρέφονται ἐναντίον τοῦ Μοναχισμοῦ· νά τόν ἐξευτελίσουν ὅσο μποροῦν περισσότερο, μόνο καί μόνο γιά νά προσβάλλουν τήν Ἐκκλησία· διότι ὁ προμαχών τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ὁ Μοναχισμός.
Ἔφθασε κάποιος –καί κληρικός μάλιστα!– νά μοῦ πῆ: «Κι ἐσεῖς τί ἀνακατεύεσθε μ’ ἐκεῖνα πού γίνονται εἰς τήν πόλιν ; Τί σᾶς ἐνδιαφέρει ἐσᾶς;». Σάν νά εἶναι παρακαλῶ ἡ Ἐκκλησία μας μόνο ἕνα μοναστήρι, καί νά μήν μᾶς νοιάζη τίποτα ἄλλο! Ὁ μέγας Βασίλειος, ἀγαπητοί μου, ἦταν οἰκουμενικός Πατήρ· τόν ἐνδιέφερε τί γίνεται σ’ ὁλόκληρη τήν οἰκουμένη. Μπορεῖ τό σῶμα νά λέη «Μέ πονάει τό κεφάλι ; θά πάρω μιά ἀσπιρίνη. Μέ πονάει τό νύχι ; δέν μ’ ἐνδιαφέρει, γιατί εἶναι νύχι.»;! Τό λέει αὐτό ποτέ κανένας;! Δυνάμεθα νά ποῦμε ὅτι ἐγώ θά μείνω στήν ἐνορία μου, θά μείνω στό μοναστήρι μου, θά μείνω στό σπιτάκι μου, καί δέν μ’ ἐνδιαφέρει τί γίνεται παρακάτω;! Εἶναι ὀρθόν αὐτό;! εἶναι χριστιανικόν αὐτό;! Καί τοῦ ἀπαντῶ: «Γι’ αὐτό εἴμαστε ἐκεῖ πάνω: νά βλέπουμε ἐκεῖνα πού εἶναι χαμηλά καί νά ἀφυπνίζουμε ἐκείνους πού κοιμῶνται μέσα εἰς τήν πόλιν.». Αὐτό ἀπάντησα.
Λοιπόν ἀκοῦστε παρακαλῶ τί λέγει ἡ ἐγκύκλιος τῆς Συνόδου τῆς Κωνσταντινουπόλεως: «Ταῦτα καὶ ἄλλα πολλὰ μετεχειρίσθησαν –οἱ αἱρετικοί, οἱ Προτεστάνται– καὶ μεταχειρίζονται οἱ σημερινοὶ αἱρετικοί, διὰ νὰ μολύνωσι τὴν ἡμετέραν Θρησκείαν καὶ νὰ διαφθείρωσι τὸ ἡμέτερον Ἔθνος, καὶ πρὸς εὔκολον κατόρ θωσιν τῶν κακοβούλων αὐτῶν σκοπῶν ἐκχέουσι τὸν ἰὸν τῆς ἰοβόλου αὐτῶν ψυχῆς διὰ τοσούτων φλυαριῶν κατὰ τοῦ ἀτενῶς ἐπαγρυπνοῦντος, φυλάσσοντος τὴν Ὀρ θόδοξον ποίμνην καὶ μόνου δυναμένου ἀντιστῆναι καὶ ἀνατρέψαι τὰ τούτων πονηρὰ σχέδια Μοναχικοῦ Τάγματος, ἐκσφενδονίζοντες μὲ φορὰν δριμυτάτην λόγων ἀλόγων τὴν παντελῆ καταστροφὴν τοῦ ἱεροῦ αὐτοῦ Συστήματος. Ἀλλὰ γνώτωσαν οἱ παραλελογισμένοι λουθηροκαλβινόφρονες ἀπόστολοι ὅτι ἐξ αὐτοῦ τοῦ Τάγματος −τοῦ Μοναχικοῦ− καὶ μέχρι τοῦ νῦν», καί μέχρι τώρα, «εἰσὶν οἱ ὀρ θοτομοῦντες τὸν λόγον τῆς ἀληθείας καὶ ὁδηγοῦντες τὴν Ὀρ θόδοξον νεολαίαν, διὰ τῆς διδασκαλίας αὐτῶν, εἰς τὸ ἱερὸν δόγμα καὶ εἰς τὴν ὀρ θὴν ἠθικήν.
»Τὸ Τάγμα αὐτὸ οὔτε ἐμόλυνε ποτέ, κατὰ τοὺς παραλογισμοὺς τῶν ἐναντίον αὐτῶν κακοφρόνων, τὴν ὁρατὴν Ἐκκλησίαν τοῦ Χριστοῦ, ἀλλ’ ἀείποτε ἐλάμπρυνεν, ἐδόξασεν, ἐκράτεινε καὶ ἐστερέωσεν αὐτὴν καὶ διὰ τοῦ πνευματικοῦ βίου καὶ διὰ τῶν δογματικῶν συγγραμμάτων καὶ ἠθικῶν. Αὐτὸ συνεκρότησε τὰς κατὰ καιροὺς συστάσας Οἰκουμενικὰς καὶ Τοπικὰς Συνόδους. Αὐτὸ −τό Μοναχικόν Τάγμα− διετήρησεν ἀκριβῶς τοὺς ἱεροὺς Κανόνας, οἵτινες καὶ τὸ δόγμα εὐσεβῶς ὀρ θοτομοῦσι καὶ τὰ ἤθη τῶν Χριστιανῶν ῥυθμίζουσι καὶ εἰς τὴν κατὰ Θεὸν πολιτείαν ὁδηγοῦσι. Αὐτὸ ἀπ’ ἀρχῆς ἀντέστη καὶ κατεπολέμησε καί, τῇ πανσθενῇ δυνάμει τοῦ Κυρίου, κατεπάλαισε τὰ διάφορα συστήματα τῶν ἑλληνιστῶν καὶ τοὺς κακοδόξους αἱρεσιάρχας. Αὐτό, τέλος πάντων, ἤδη πολεμεῖ καὶ ὑμᾶς τοὺς ἐπ’ ἐσχάτων τῶν χρόνων ἐκ τῶν κευθμώνων τοῦ ᾅδου καὶ τοῦ βυθοῦ τοῦ βορείου ὠκεανοῦ ἀναφανέντας σατανικοὺς αἱρεσιάρχας, διὰ νὰ παύσητε διαταράττοντες τὴν Ὀρ θόδοξον Ἀνατολικὴν Ἐκκλησίαν, τὴν ὁποίαν αὐτὸ τὸ Μοναχικόν Σύστημα ἐφύλαξε μέχρι τοῦδε, καί, τῇ παναλκῇ δυνάμει τοῦ παντουργοῦ Θεοῦ, θέλει φυλάξῃ μέχρι συντελείας.»
Νά ποιά εἶναι ἡ θέσις τοῦ Μοναχισμοῦ ἐναντίον τῶν αἱρετικῶν. Αὐτά ἦταν ἀπό τήν ἐπίσημον ἐγκύκλιον τῆς Συνόδου τῆς Κωνσταντινουπόλεως τοῦ 1836.
Ἀκόμη –θά τό φαντασθῆτε παρακαλῶ; θά τό φαντασθῆτε;... καί ὅμως εἶναι ἀληθές– ἀκόμη προσπαθοῦν νά προσεταιρισθοῦν καί τόν κλῆρον! Καί ἰδού.
«Τὰ πράγματα αὐτὰ ἀπέδειξαν ὅτι ἄλλο καλὸν δὲν προεξενήθη ἐκ τούτων τῶν βιβλίων εἰς τοὺς ὁμογενεῖς, εἰ μὴ ἡ ψυχρότης τῆς πίστεως, ἡ ἀδιαφορία περὶ τὰ θρησκευτικά, ἡ διαφθορὰ τῶν ἠθῶν. Αὐτοὶ −οἱ Προτεστάνται− ἐμηχανεύθησαν κατ’ ἀρχάς, πρ ὶν εἰσέτι γνωσθῶσιν οἱ δολεροί των σκοποὶ −κι αὐτό στήν Ἑλλάδα παρακαλῶ– νὰ μεταχειρισθῶσι τινὰς εὐυπολήπτους», δηλαδή σπουδαίους ἀνθρώπους, μέ ὑπόληψι, «τῶν ἐκ τοῦ κλήρου εἰς αὐτὰ ταῦτα, διὰ νὰ καλύψωσιν ἔτι μᾶλλον τοὺς δόλους των.»
Ἀκούσατε;... προσεταιρίζονται καί τόν κλῆρον, γιά νά καλύψουν τούς δόλους των! Τί τό παράξενον; Τό ἀκούσατε παρακαλῶ;... προσεταιρίζονται καί τούς κληρικούς, γιά νά καλύψουν τούς δόλους των οἱ αἱρετικοί, οἱ Προτεστάνται!... Δέν τά λέγω ἐγώ· τά λέγει ἡ Σύνοδος τῆς Κωνσταντινουπόλεως.
Καί, τέλος: Ποία στάσι πρέπει νά πάρωμε ἀπέναντι σέ ὅλους αὐτούς;
Ἀκοῦστε: «Ὅθεν καὶ διὰ τῆς παρούσης Ἐκκλησιαστικῆς καὶ Συνοδικῆς ἐγκυκλίου ἐπιστολῆς, γνωστοποιοῦμεν τοῖς ἁπανταχοῦ Ὀρ θοδόξοις ὅτι, μὴ ἀνεχόμενοι τοὐντεῦθεν τῶν τοιούτων τῆς καθ’ ἡμᾶς Μιᾶς, Ἁγίας, Καθολικῆς καὶ Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας ἀποστατῶν, ἀφεύκτως θέλομεν μεταχειρισθῇ ὅλα τὰ μέσα, σκοπὸν τιθέμενοι ἵνα διορ θώσωμεν καὶ ἀνακαλέσωμεν εἰς τὴν εὐθεῖαν ὁδὸν τοὺς τοιούτους πεπλανημένους ἢ ὡς μέλη σεσηπότα», σάπια, «νὰ ἀποκόψωμεν, ἀποβάλλοντες αὐτοὺς ἀπὸ τὴν ὁλομέλειαν τῶν πιστῶν.». Ἤ θά μετανοήσης καί θά ’ρ θῆς ἐδῶ μπροστά στήν Ἐκκλησία καί θά κόψης ὅλα σου τά τερτίπια, ἐκεῖνα πού κάνεις, παρεκκλησιαστικά καί παρασυναγωγικά, ἤ θά ἀποκοπῆς σάν σάπιο μέλος τῆς Ἐκκλησίας. Δέν τό λέγω ἐγώ· τό λέγει ἡ Σύνοδος τῆς Κωνσταντινουπόλεως.
Καί ὁ ἐπίλογος: «Ταῦτα πάντα λοιπόν, ὡς ἀναγκαῖα τε καὶ σωτήρια –ἀναγκαῖα καί σωτήρια!–, τῇ κοινῇ γνώμῃ τῶν μακαριωτάτων πατριαρχῶν, ἐν Χριστῷ ἀδελφῶν καὶ συλλειτουργῶν τῆς ἡμῶν μετριότητος, τοῦ τε ἁγιωτάτου πατριάρχου Ἀλεξανδρείας κ. Ἱεροθέου, τοῦ ἁγιωτάτου πατριάρχου Ἀντιοχείας κ. Μεθοδίου, τοῦ ἁγιωτάτου πατριάρχου Ἱεροσολύμων κ. Ἀθανασίου −καί τοῦ Γρηγορίου, πού ἦτο τότε Κωνσταντινουπόλεως− καὶ τῶν λοιπῶν ἁγ ίων πατρ ιαρχῶν, προκατόχων ἡμῶν, καὶ τῆς περὶ ἡμᾶς τῶν ἀρχιερέων ἱερᾶς ἀδελφότητος, ἐγκριθέντα, ἀπεφάνθη συνοδικῶς.». Ἐνεκρίθησαν ἀπ’ ὅλους αὐτούς, δηλαδή ἀπ’ ὅλα τά Πατριαρχεῖα τῆς Ἀνατολῆς. Ἐνέκριναν οἱ πατριάρχαι καί ἀπεφάνθησαν συνοδικῶς καί τώρα ὑπογράφουν. Αὐτός εἶναι ὁ ἐπίλογος, ἀγαπητοί μου, αὐτῆς τῆς ἐγκυκλίου ἐναντίον τῶν Προτεσταντῶν.
Τί θά ἐλέγαμε λοιπόν γιά ὅλα αὐτά;
Ὑπάρχει τό δεδικασμένον. Ὑπάρχει. Ἀλλά ἐπειδή βλέπω δημοσιεύσεις στήν ἐφημερίδα, βλέπω ἀναγγελίες, βλέπω τοῦτα-ἐκεῖνα, πού καλοῦν τούς Χριστιανούς μας νά πᾶνε εἰς τούς τόπους των, γιά νά τούς παρασύρουν οἱ Προτεστάνται μέ τίς ποικίλες ὀνομασίες τους, πού θά σᾶς πῶ καί τήν ἐρχομένη φορά, ὀφείλομε, ἀγαπητοί μου, νά εἰδοποιήσωμε.
Τό θέμα δέν ἐξηντλήθη. Νά μέ συγχωρέσετε πού κράτησα παραπάνω τήν ὁμιλία· ἀλλά ἦταν ἀνάγκη νά γίνη αὐτό. Καί θά συνεχίσω τήν ἐρχομένη φορά, νά σᾶς πῶ λεπτομέρειες καί εἰδικώτερα σημεῖα ἐπάνω εἰς τά θέματα τῶν Προτεσταντῶν, πού δροῦν καί ἐνεργοῦν καί εἰς αὐτήν τήν γειτονιά μας. Γι’ αὐτό θά παρακαλέσω, οὐδείς μήν λείψη· ὅλοι παρόντες· γιά νά κατατοπισθοῦμε καί νά βοηθήσωμε καί τούς ἀπόντας, ὥστε νά γλυτώσουμε ἀπό τίς ἁρπάγες αὐτές τοῦ Ἅδου καί τῆς φθορᾶς.
Ὁ Θεός νά σᾶς εὐλογῆ.
Κυριακή, 27-5-1979
ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΚΟΜΝΗΝΕΙΟΥ ΣΤΟΜΙΟΝ ΛΑΡΙΣΗΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου