Ὁ ἅγιος Νεκτάριος παρουσιάζοντας τήν εἰκόνα τοῦ ἀκάκου ἀνθρώπου, ἔγραφε «Ἄκακος ἄνθρωπος εἶναι ὁ ἀπονήρευτος, πού δέν ἔχει κακία, ὁ εὐθύς, ὁ ἀκέραιος, ὁ δίκαιος. Ἀκάκους ἀνακηρύσσει ὁ ἅγιος Διονύσιος ὁ Ἀεροπαγίτης «ὅσους δέν μελετοῦν τά κακά οὔτε τά προσποιοῦνται, ἀλλά καθόλου δέν ξεφεύγουν ἀπό τήν καλοσύνη πρός τήν κακία τῶν ἄλλων, ἀντιθέτως μιμούμενοι τόν Θεό κάνουν καλούς τούς κακούς καί ἁπλώνουν πάνω τους τήν μεγάλη τους ἀγαθότητα καί μέ ἐπιείκεια τούς ὀνομάζουν ὁμοίους τους». Ὁ ἄκακος δέν εἶναι κακοῦργος. Στέκεται ἀπέναντι τοῦ Θεοῦ φέροντας ὄχι μόνο τήν ἐμφανῆ ἐξωτερικά χρηστότητα καί ἀγαθοσύνη, ἀλλά ἔχοντας καρδιά ὄχι βέβηλη καί μάλιστα φαίνεται ὅτι εἶναι καί ἀβέβηλος. Ὁ ἄκακος εὐλογεῖται ἀπό τόν Θεό καί ἐντάσσεται στόν χορό τῶν δικαίων. Εἶναι ἀγαπητός στόν Θεό, θά ζήσει ἔχοντας πεποίθηση σέ Αὐτόν καί ὁ Θεός θά τόν δοξάσει ὅλες τίς ἡμέρες»1.
Ὁ Μέγας Βασίλειος τονίζει γιά τόν ἄκακο «Τόν ἄκακο χαρακτηρίζει ἡ ἁπλότητα τοῦ χαρακτήρα, ἡ γενναιότητα, τό ἀνεπιτήδευτο. Τέτοιος ὑπῆρξε ὁ Ἰακώβ. «Ἰακώβ δέ ἄνθρωπος ἄπλαστος, οἰκῶν οἰκίαν» Γεν. 25-27. Δηλαδή, χρησιμοποιοῦσε τήν ἁπλότητα τῆς φύσεως καί δέν εἶχε τίποτε πλαστό ἀπό τήν τέχνη. Παραδείγματος χάρη, δέν εἶχε προσωπεῖο, γιά νά ἐξαπατήσει αὐτούς πού τόν ἐπισκέπτονταν». Καί στήν ἴδια ὁμιλία του, «Εἰς τήν ἀρχήν τῶν Παροιμιῶν», θά πῆ «Πρέπει, νομίζω, ὁ τέλειος νά εἶναι φρόνιμος ὡς πρός τό καλό καί ἀκέραιος ὡς πρός τό κακό»2.
Ὁ γέροντας Παΐσιος μιλώντας γιά τούς μοναχούς, ἔλεγε «Ἔρχονται στό μοναστήρι οἱ περισσότεροι μικροί, βρίσκουν πνευματικούς γονεῖς καί μπορεῖ νά μείνουν σέ μία παιδική κατάσταση, μέ παιδικές ἀπαιτήσεις, ἐνῶ, ἄν ἦσαν στό κόσμο, θά γίνονταν γονεῖς. Παραμένουν, δηλαδή, συνέχεια σάν παιδιά ὄχι μέ τήν καλή ἔννοια, ἀλλά μέ τήν μωρουδίστικη… Νά γίνουμε παιδιά στήν ἀκακία, ὄχι στό μυαλό. Γιατί ἀλλιῶς, πῶς θά μπῆ στήν ζωή μας ἡ παλληκαριά; Πῶς θά μπῆ ὁ ἀνδρισμός; Ἕνας μοναχός, γιά νά κάνη προκοπή, πρέπει νά μαλακώση αὐτό τό σκληρό πού ἔχει, νά κάνη δηλαδή λίγο μητρική τήν καρδιά του. Καί μία μοναχή, γιά νά κάνη προκοπή, πρέπει νά ἀποκτήση λίγο ἀνδρισμό»3.
Τό Γεροντικό ἀναφέρει γιά τόν Ἀββά Ἰωάννη τόν Πέρση «Ὅτι, σάν ἐμφανίστηκαν στό κελλί του μερικοί κακοποιοί, ἔφερε μπροστά τους λεκάνη καί τούς ζητοῦσε ἐπίμονα νά τούς πλύνη τά πόδια. Καί ἐκεῖνοι, νιώθοντας ντροπή, ἄρχισαν νά μετανοοῦν»4.
Γιά δέ τόν Ἀββά Ἀμμωνᾶ, λέγει σχετικά γιά τήν ἀρετή τῆς ἀκακίας «Ὅτι προφήτευσε ὁ Ἀββάς Ἀντώνιος, λέγοντας: «Ἔχεις νά προκόψης στόν φόβο τοῦ Θεοῦ». Καί τόν ἔβγαλε ἀπό τό κελλί καί τοῦ ἔδειξε ἕνα λιθάρι καί τοῦ εἶπε: «Βρίσε αὐτό τό λιθάρι καί χτύπησέ το». Καί ἐκεῖνος ἔκαμε ἔτσι. Τότε τοῦ λέγει ὁ Ἀββάς Ἀντώνιος: «Μίλησε τό λιθάρι αὐτό;». Καί ἀπαντᾶ ἐκεῖνος: «Ὄχι». Καί τοῦ λέγει ὁ Ἀββάς Ἀντώνιος: «Ἔτσι καί σύ μέλλεις νά φθάσης σ᾽ αὐτό τό μέτρο». Πρᾶγμα ὁπού καί ἔγινε. Γιατί τόσο πρόκοψε ὁ Ἀββάς Ἀμμωνᾶς, ὥστε ἀπό τήν πολλή του ἀγαθότητα νά μή γνωρίζη πλέον τήν κακία. Ἔτσι, ὅταν ἔγινε ἐπίσκοπος, τοῦ ἔφεραν μία κόρη ὁπού εἶχε μείνει ἔγκυος καί τοῦ λέγουν: «Ὁ δεῖνα τό ἔκαμε αὐτό. Τιμώρησέ τους». Ἀλλά ἐκεῖνος σταύρωσε τήν κοιλιά της καί πρόσταξε νά τῆς δώσουν ἕξη ζευγάρια σεντόνια, λέγοντας: «Μή, σάν πάη νά γεννήση, πεθάνη ἤ ἡ ἴδια ἤ τό παιδί καί δέν βρεθῆ τίποτε γιά τήν κηδεία». Τοῦ λέγουν οἱ κατήγοροί της: «Τί εἶναι αὐτό ὁπού κάνεις; Τιμώρησέ τους». Καί ἐκεῖνος τούς ἀπαντᾶ: «Βλέπετε, ἀδελφοί, ὅτι κοντά στόν θάνατο εἶναι. Τί ἄλλο μπορῶ λοιπόν νά κάμω;». Καί τήν ἄφησε νά πάη στό καλό. Καί δέν τόλμησε ὁ γέρων νά κατακρίνη κανέναν»5.
Σημειώσεις: 1. Νεκταρίου Κεφαλᾶ Ἅπαντα τόμ. Ε΄ σελ. 310 2. Βασιλειανό Ἀποθησαύρισμα Ἐκδ. Φωτοδότες σελ. 81 3. Γέροντος Παϊσίου Λόγο
ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΤΥΠΟΣ, ΑΡΙΘΜΟΣ ΦΥΛΛΟΥ 2007
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου