Δόξα τω Θεώ, πάντων ένεκεν. - Αγ. Ιωάννης Χρυσόστομος

Τρίτη 31 Δεκεμβρίου 2024

ΕΛΛΟΓΟΙ ΚΑΙ ΕΥΛΟΓΟΙ ΠΡΩΤΟΧΡΟΝΙΑΤΙΚΟΙ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΙΣΜΟΙ

 

ΛΑΜΠΡΟΥ Κ. ΣΚΟΝΤΖΟΥ Θεολόγου - Καθηγητού

 

        Με τη χάρη του αγίου Τριαδικού Θεού εισερχόμαστε για μια ακόμη φορά στον νέο ενιαυτό της χρηστότητάς Του. «Πατάμε» το «σκαλοπάτι» του νέου χρόνου. Σε κάθε έλλογο άνθρωπο, μαζί με τις ελπίδες και τις προσδοκίες για τη νέα χρονιά, γεμίζει αυτές τις ημέρες την ψυχή του εύλογος προβληματισμός για την έννοια της ροής του χρόνου. Κι’ αυτό διότι ο χρόνος μαζί με τον «δίδυμο αδελφό του τον χώρο», κατά το αείμνηστο νεοφανή άγιο Ιουστίνο Πόποβιτς, αποτελούν τους δύο βαρείς ζυγούς του ανθρώπου σε όλη την επί γης ζωή του, τους οποίους σύρει και οι οποίοι του περιορίζουν τον διακαή του πόθο για την απολυτότητα. «Δεν υπάρχει τίποτε πιο τραγικόν και φοβερόν από το ανθρώπινον γένος ζευγμένον εις τον βαρύν ζηγόν του χώρου και του χρόνου», χωρίς το Χριστό, έγραψε ο αγιασμένος Γέροντας. Ο χρονοχρόνος χωρίς το Θεό είναι ένα φοβερό μαρτύριο, ο οποίος σέρνει τον άνθρωπο στην ανυπαρξία!  

       Η ροή του χρόνου είναι βεβαίως μια υποκειμενική αίσθηση, αφού αυτή ορίζεται από τη φθορά τη δική μας και τις μεταβολές του υλικού κόσμου, κύρια με τις κινήσεις του ηλίου και του πλανήτη μας. Με την θεωρία της σχετικότητας εισήχθη η έννοια του χωροχρόνου, σύμφωνα με την οποία η ροή του χρόνου μεταβάλλεται σε σχέση με την ταχύτητα, η οποία αποκαλείται «βαρυτική διαστολή του χρόνου», αποδεικνύοντας περίτρανα το γραφικό: «χίλια έτη εν οφθαλμοίς σου (Κύριε) ως ημέρα η εχθές» (Ψαλμ89,4).

      Η σύλληψη και ο καθορισμός της έννοιας του χρόνου είναι λοιπόν στενά συνυφασμένη με τη θέση και την κίνηση του υλικού περιβάλλοντος κόσμου και έχει επίσης άμεση σχέση και με το ευμετάβλητο της υλικής δημιουργίας. Αυτό το είχε συλλάβει πρώτος ο μεγάλος αρχαίος Έλληνας φιλόσοφος Ηράκλειτος (580-490 π. Χ.), ο οποίος είχε συνοψίσει ολόκληρη την σκέψη του για το χρόνο στην παροιμιώδη φράση του «τα πάντα ρει». Τίποτε δεν είναι στατικό σε αυτόν τον κόσμο, τα πάντα μεταβάλλονται, γεννιούνται, ακμάζουν, φθείρονται, πεθαίνουν. Ο κόσμος τάχθηκε από το Θεό Δημιουργό του να μην είναι στατικός, αλλά να βρίσκεται σε συνεχή μεταβολή και κίνηση, σε μια αδιάκοπη ροή, η οποία τον οδηγεί στο τελεολογικό του σκοπό. 

     Όμως ο χρόνος είναι κάτι βαθύτερο και ουσιαστικότερο από αυτό που μπορούμε να αντιληφτούμε, αφού είναι στενά συνυφασμένος με το χώρο και χωρίς αυτόν είναι αδύνατη η σύλληψή του. Είναι ένα ενδοκοσμικό μέγεθος το οποίο ορίζει την σχετικότητα και τη φθαρτότητα. Αντικειμενοποιεί την κτιστή δημιουργία του Θεού, ο Οποίος είναι ο δημιουργός του χώρου και του χρόνου και ως εκ τούτου βρίσκεται, εκτός αυτής, ως ο μόνος άναρχος και αιώνιος, ο μόνος εκτός τόπου και χρόνου.

     Η ροή του χρόνου είναι έντονα αποτυπωμένη σε όλες τις θρησκευτικές και φιλοσοφικές παραδόσεις των λαών. Ως και θεοποίησή του έχουμε, όπως λ.χ. στην αρχαιοελληνική μυθολογία στο πρόσωπο του «θεού» Κρόνου (=χρόνου), ο οποίος «τρώει τα παιδιά του», δηλαδή εκμηδενίζει τα πάντα με την αδηφάγα ροή του. 

    Στον Χριστιανισμό ο χρόνος πείρε μια εντελώς διαφορετική θεώρηση. Ενέχει βαθύτατες θεολογικές, ανθρωπολογικές και ηθικές διαστάσεις. Ο χρόνος έχει αρχή και θα έχει τέλος. Αυτό εκφράζεται ξεκάθαρα από την πρώτη και την τελευταία φράση της Αγίας Γραφής. «Εν αρχή εποίησεν ο Θεός τον ουρανόν και την γην» (Γεν.1,1) και «ναι έρχομαι ταχύ» (Αποκ.22,20). Ο πρώτος στίχος εκφράζει την γένεση του χρόνου και ο δεύτερος δηλώνει το τέλος του, μαζί με το τέλος της σημερινής μορφής του κόσμου, με την αυθαρτοποίησή του, με τη δημιουργία «καινού ουρανού και καινής γης» (Αποκ.21,1 και Ησ.65,17). Αυτή είναι μια από τις

θεμελιώδεις θέσεις της χριστιανικής διδασκαλίας, η οποία σε αντίθεση με τις διάφορες πανθεϊστικές πίστεις, οι οποίες δέχονται το αυθύπαρκτο και την αιωνιότητα του κόσμου.

     Τα ποιήματα του Θεού υπόκεινται στα μεγέθη του χωροχρόνου, σε αντίθεση με Εκείνον, ο Οποίος, ως δημιουργός τους, είναι έξω από το χώρο και το χρόνο. Ο άνθρωπος δημιουργήθηκε με σκοπό να τα υπερβεί τη σχετικότητα του χρόνου και του χώρου, να γίνει αιώνιος, κατά χάριν Θεός, αλλά το γεγονός της πτώσεως ανέστειλε αυτή τη δυνατότητα. Με την πτώση του κατέστη υποκείμενος του χώρου και του χρόνου, διότι αυτή ανέστειλε τη δυνατότητα της αιωνιότητας και υπέστη ο ίδιος τις συνέπειες της φθοράς και του θανάτου.

      Όμως ο Θεός της αγάπης έγινε άνθρωπος, για να δώσει ξανά στον άνθρωπο τη δυνατότητα της υπέρβασης του χωροχρόνου και να γίνει αιώνιος. Μόνο που αυτή η δυνατότητα πραγματοποιείται αποκλειστικά εν τω Χριστώ και δια της Εκκλησίας Του.  Ο Κύριός μας Ιησούς Χριστός, με την ενανθρώπησή Του, εισήλθε στο χώρο και τον χρόνο, καθαγιάζοντάς τους και αίροντας τις τραγικές συνέπειες της φθοράς και του θανάτου. Όσοι πιστεύουμε σ’ Αυτόν και είμαστε ενωμένοι οργανικά μαζί Του, υπερβαίνουμε τα δύο αυτά μεγέθη και η γήινη ζωή μας καθίσταται το προοίμιο της αιωνιότητας. Ας σκεφτούμε λοιπόν πως, αν θέλουμε να είναι η ζωή μας προοίμιο της αιωνιότητας, ας αξιοποιήσουμε την παρούσα ζωής μας, την κάθε στιγμή μας.

     Η «αλλαγή» του χρόνου είναι ευκαιρία για προβληματισμό στους σκεπτόμενους ανθρώπους, οι οποίοι «βλέπουν» μέσα στη ροή του τη δική τους υπαρξιακή σημασία και οι οποίοι θεωρούν την κάθε στιγμή της ζωής τους, ως «ημέρα σωτηρίας», ως προθάλαμο της αιωνιότητας. Δυστυχώς ο πολύς κόσμος μένει απροβλημάτιστος και ασυγκίνητος με τη ροή του χρόνου. Βεβαίως οι «κοσμικοί» βιώνουν με το δικό τους ευδαιμονιστικό τρόπο το χρόνο. Βλέπουν τη ροή του χρόνου ως μια συνεχή ευκαιρία για την «απόλαυση της ζωής», διότι, κατ’ αυτούς η ζωή είναι: «ό, τι φάμε και ό, τι πιούμε», ζούμε για να «φάμε τη ζωή με το κουτάλι», να «γλεντήσουμε τη ζωή» μας! Με την ανατολή του νέου χρόνου βάζουν στόχους για επιτυχίες, οι οποίες θα τους χαρίσουν χρήματα, απολαύσεις, εύκολη ζωή. Ο σημερινός άνθρωπος, αποκαμωμένος από τα προβλήματα, που έχει συσσωρεύσει ο ίδιος στη ζωή του, δεν του μένει καιρός για υψηλούς στοχασμούς και προβληματισμούς. Γι’ αυτόν «ο χρόνος είναι χρήμα» και κάθε στιγμή χαμένη, σημαίνει χάσιμο χρήματος. Υπάρχουν και εκείνοι, που ο χρόνος είναι «απόλαυση» και ζουν για να «απολαμβάνουν τη ζωή τους», μέσα από το ανελέητο κυνήγι της ηδονής. Υπάρχουν και εκείνοι που χρησιμοποιούν το χρόνο για την ικανοποίηση των φιλοδοξιών τους, να αποκτήσουν δύναμη, κοινωνική προβολή και καταξίωση.

     Για μας τους Χριστιανούς ποια σημασία έχει ο χρόνος; Είμαστε σε θέση να σκεφτούμε ότι είμαστε περαστικοί και προσωρινοί ένοικοι της γης; Αξιοποιούμε το χρόνο για τη σωτηρία μας, ή τον προσπερνούμε ανέμελα και επιπόλαια, σαν τις μωρές παρθένες, της ευαγγελικής περικοπής; Σκεφτόμαστε ότι είναι ενδεχόμενο την επόμενη στιγμή να μην υπάρχουμε, διότι ο θάνατος έρχεται συχνά απροειδοποίητα, «ως κλέπτης εν νυκτί» (Ματθ.24,43, Α΄Θεσ.5,2,Αποκ.3,3);

      Εμείς οι πιστοί έχουμε (πρέπει να έχουμε) άλλους στόχους για τη ροή του χρόνου. Η παρούσα ζωή μας δεν είναι αυτοσκοπός, αλλά προθάλαμος της αιωνιότητας, η οποία καθορίζει τη θέση μας σ’ αυτήν, με γνώμονα την  ελεύθερη επιλογή μας. Γι’ αυτό η κάθε στιγμή της επί γης ζωής μας είναι καθοριστική για την θέση μας στην αιωνιότητα.

     Ο Απόστολος Παύλος μας προτρέπει να εκμεταλλευόμαστε κάθε στιγμή της επίγειας ζωής μας για τη σωτηρία μας: «απεκδυσάμενοι τον παλαιὸν άνθρωπον συν ταις πράξεσιν αυτού» (Κολ.3,9). Διότι, πλέον «νυν γαρ εγγύτερον η σωτηρία η ότε

επιστεύσαμεν, η νυξ προέκοψεν η δε ημέρα ήγγικεν» (Ρωμ.13,11), να βρισκόμαστε σε συνεχή εγρήγορση, η οποία συνίσταται στο να «αποθώμεθα τα έργα του σκότους και (να) ενδυσώμεθα τα όπλα του φωτός» (Ρωμ.13,12). Να διάγουμε τον επίγειο

βίο μας, περπατώντας «εν καινότητι ζωής» (Ρωμ.6,4). Ο Μ. Βασίλειος μας συμβουλεύει να κάνουμε ετούτη τη ζωή σκαλοπάτι για τη μέλλουσα, διότι: «ούτος ο αιών (είναι) της μετανοίας, εκείνος της ανταποδόσεως, ούτος της εργασίας, εκείνος της μισθαποδοσίας, ούτος της υπομονής, εκείνος της παρακλήσεως».  

     Στόχος μας ας είναι ο ουρανός! Αν ποθούμε την αιωνιότητα, να φροντίσουμε αποκολληθούμε από τα δεσμά του χωροχρόνου και φυσικά τη δουλεία της αμαρτίας, «εαυτούς και αλλήλους και πάσαν την ζωήν ημών Χριστώ τω Θεώ παραθώμεθα»! Να παραδοθούμε ολοκληρωτικά στον Λυτρωτή μας Χριστό, λέγοντάς Του: «Σοι παρακατατιθέμεθα την ζωήν ημών άπασαν και την ελπίδα, Δέσποτα φιλάνθρωπε»!

     Η ανατολή του νέου χρόνου ας γίνει μια νέα αφετηρία της πορείας μας προς την αιωνιότητα! «Ιδού νυν καιρός ευπρόσδεκτος, ιδού νυν ημέρα σωτηρίας» (Ρωμ.13,12)! 

     Καλή και ευλογημένη χρονιά για όλους μας!    

 

 

Ο ΑΓΙΟΣ ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ ΤΟΥ ΜΥΘΟΥ ΚΑΙ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ

 

(Αναφορά στο ομώνυμο ξωτικό - καρικατούρα των εορτών)

ΛΑΜΠΡΟΥ Κ. ΣΚΟΝΤΖΟΥ Θεολόγου - Καθηγητού

         Οι εορτές του δωδεκαημέρου, όπως ονομάζονται οι ημέρες των εορτών των Χριστουγέννων έως και των Θεοφανίων, αποτελούν ένα σημαντικό εορτολογικό σταθμό στη συνείδηση των ορθοδόξων νεοελλήνων. Για τους πιστούς αυτή η αγία περίοδος είναι ευκαιρία για πνευματική ανάταση και περισυλλογή. Για τη συντριπτική όμως πλειοψηφία των ανθρώπων όμως είναι ευκαιρία για εφήμερες κοσμικές και φτηνές ενασχολήσεις. Υπό την επίδραση της δυτικοευρωπαϊκής κοσμικής και υλιστικής κουλτούρας παραμερίστηκε το πνευματικό νόημα των αγίων αυτών εορτών και δόθηκε προτεραιότητα σε κάθε είδους καταναλωτισμού και υλικών απολαύσεων. Τα Χριστούγεννα είναι γι’ αυτούς συνώνυμα πια με το εμπόριο και την ψυχαγωγία. Όχι βέβαια πως και αυτά δεν είναι μέρος της ζωής μας και θα πρέπει να εξοβελιστούν από αυτή, αλλά θα πρέπει να ασκούνται με μέτρο και να δίδεται προτεραιότητα στην ουσία που είναι ο εορτασμός του πιο σπουδαίου γεγονότος της ανθρώπινης ιστορίας, της ενανθρωπήσεως του Θεού για τη σωτηρία του κόσμου, ως υπέρτατη δωρεά του θείου ελέους για το ανθρώπινο γένος και ολόκληρη τη δημιουργία.

         Το κύριο «πρόσωπο» της εμπορικής δραστηριότητας αυτών των ημερών είναι ο «Αϊ-Βασίλης», ο γνωστός σε όλους μας στρουμπουλός καλοσυνάτος γέρος, με τα κόκκινα ρούχα, ο οποίος φορτωμένος με σάκο έρχεται κάπου από τον αρκτικό Βορρά και μοιράζει (υποτίθεται) δώρα στα παιδιά. Σε τηλεοπτικές διαφημίσεις μάλιστα οι αδίστακτοι έμποροι έφτασαν σε σημείο να τον παρουσιάζουν ακόμα και σε προκλητικές και αμαρτωλές σκηνές, πράγμα απαράδεκτο για άγιο της Εκκλησίας μας.

        Έχει τονισθεί πολλές φορές από εκκλησιαστικούς παράγοντες πως ο απίθανος αυτός τύπος, πλάσμα της φαντασίας των δυτικοευρωπαίων, δεν έχει και ούτε μπορεί να έχει σχέση με κάποιον από τους σεβάσμιους και σοβαρούς αγίους της Ορθοδόξου Εκκλησίας μας, παρόλο που αυτός φέρει ονόματα επιφανών αγίων μας, όπως του αγίου Νικολάου στους ξένους (Santa Claus) και του αγίου Βασιλείου σε μας. Πρόσφατες έρευνες απέδειξαν πως η προέλευση αυτού του περίεργου πλάσματος των Χριστουγέννων έχει τις ρίζες του στην προχριστιανική παγανιστική αρχαιότητα. Στους αρχαίους Έλληνες ο πληθωρικός Ποσειδών και στους Λατίνους ο αντίστοιχος Νέπτων «έφερναν» δώρα στους ανθρώπους. Στους βορείους λαούς μοίραζε δώρα ο γέρο - Χειμώνας. Στη μεσαιωνική Ιταλία έφερνε τα δώρα η γριά - Μπεφάνα. Με άλλα λόγια η «μασκότ» των Χριστουγέννων, ο «Αϊ-Βασίλης», είναι  ένα ξωτικό, μια παγανιστική φανταστική φιγούρα, η οποία έγινε αναπόσπαστο μέρος της καταναλωτικής μανίας αυτών των ημερών.

       Είναι γνωστό πως η καθιέρωση της εορτής των Χριστουγέννων έγινε τον Δ΄ μ .Χ. αιώνα στη Δύση και στην Ανατολή στις αρχές του Ε΄ μ .Χ. αιώνα, κυρίως σε αντικατάσταση της μεγάλης ειδωλολατρικής εορτής του «Αήττητου Ήλιου», του στρατιωτικού ιρανικού θεού Μίθρα, ο οποίος εορτάζονταν με μεγαλοπρέπεια στις 25 Δεκεμβρίου σε ολόκληρη τη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Οι πατέρες της Εκκλησίας μας όρισαν την ημέρα αυτή ως την ημέρα γέννησης του Χριστού, του νοητού Ηλίου της Δικαιοσύνης, καταφέρνοντας έτσι σε μικρό χρονικό διάστημα να εξοβελιστεί η ειδωλολατρική εορτή και να επικρατήσει η χριστιανική. Όμως οι ισχυρές συνήθειες του ειδωλολατρικού παρελθόντος δεν ήταν εύκολο να αποκοπούν από την ψυχή των ανθρώπων, γι' αυτό πολλά παγανιστικά στοιχεία δευτερευούσης σημασίας μεταλλάχτηκαν και εντάχθηκαν στη νέα πίστη και κυρίως ως φολκλόρ στις λαμπρές πλέον χριστιανικές εορτές. Στην προκείμενη περίπτωση ο προχριστιανικός

καλοσυνάτος γέρος έλαβε χριστιανικό όνομα και εντάχθηκε στη λαϊκή ψυχή ως αναπόσπαστο μέρος της θρησκευτικότητάς της.

        Τα ονόματα που έλαβε, είτε του αγίου Νικολάου, είτε του αγίου Βασιλείου δεν είναι  τυχαία. Οι δύο αυτοί σημαντικοί άγιοι της αρχαίας Εκκλησίας μας υπήρξαν μεγάλοι ανθρωπιστές και κοινωνικοί εργάτες της κοινωνίας. Η άσκηση της φιλανθρωπίας από τον άγιο Νικόλαο, επίσκοπο Μύρων της Λυκίας (+340) υπήρξε παροιμιώδης. Το ιερό του συναξάρι είναι γεμάτο από άπειρα περιστατικά πραγματικής βοήθειας των αναξιοπαθούντων ανθρώπων της ευρύτερης περιοχής της επισκοπής του και από άτεγκτους ελέγχους κατά των αδίκων ισχυρών. Για τους πιστούς ορθοδόξους ο άγιος Νικόλαος είναι ο άγιος της καλοσύνης, του ελέους και της φιλανθρωπίας. Αλλά και ο άγιος Βασίλειος (+379) είναι ο κατεξοχήν κοινωνικός θεωρητικός και πρακτικός πατέρας της Εκκλησίας μας. Ολόκληρη η ζωή του υπήρξε ένας συνεχής αγώνας ανακούφισης της ανθρώπινης ένδειας και δυστυχίας. Η περίφημη «Βασιλειάδα» της Καππαδοκίας, έργο ζωής του αγίου και πρότυπο φιλανθρωπικό ίδρυμα για όλες τις εποχές, μαρτυρεί περίτρανα την υπέρτατη προσφορά του κορυφαίου αυτού εκκλησιαστικού άνδρα. Μέσα στη χριστιανική συνείδηση οι δυο αυτοί κοινωνικοί άγιοι πέρασαν ως οι αέναοι χορηγοί κάθε είδους φιλανθρωπίας και γι' αυτό οι προχριστιανικοί μυθικοί διανομείς δώρων στους ανθρώπους αντικαταστάθηκαν από αυτούς.

         Κατά την γνώμη μου δεν είναι κακό, κατ' αρχήν, να καλλιεργείται μέσα στην  λαϊκή ψυχή και ιδιαίτερα στα παιδιά η ιδέα ότι κάποιος άγιος μοιράζει καλοσύνη και αγαθά στους ανθρώπους. Η σκληρή πραγματικότητα μας κάνει να έχουμε την ανάγκη της  εξωπραγματικής και μεταφυσικής βοήθειας. Ο «Αϊ-Βασίλης» είναι ο «από μηχανής θεός» που νικά τις αντικειμενικές δυσκολίες, όπως είναι η ανθρώπινη ανέχεια, και φέρνει (υποτίθεται) την ευτυχία. Το άσχημο της υπόθεσης είναι πως ο ευτραφής «Αϊ-Βασίλης», όπως εικονίζεται, δεν έχει σχέση με τον ασκητικότατο άγιο Βασίλειο, ο οποίος πέθανε νέος, 49 ετών σκελετωμένος και αποκαμωμένος από την αέναη κοινωνική εργασία και προσφορά. Το χειρότερο δε είναι πως η εμπορευματοποίηση των εορτών των Χριστουγέννων μετέβαλλαν αυτόν τον μυθικό έστω «Αϊ - Βασίλη» σε μέσο διαφήμισης των πάσης φύσεως προϊόντων, όπως οινοπνευματωδών ποτών, ακόμα και … γυναικείων εσωρούχων!

        Ζούμε δυστυχώς σε εποχή έντονου καταναλωτισμού. Ύψιστη αξία είναι  πλέον το κέρδος, στο βωμό του οποίου θυσιάζονται τα πάντα. Πίστη στο Θεό, ηθική, σεβασμός της  ανθρώπινης προσωπικότητας είναι παράμετροι υποδεέστεροι της οικονομικής ανάπτυξης, που είναι το υπέρτατο ζητούμενο του σύγχρονου ανθρώπου. Ο σημερινός άνθρωπος επιδιώκει να καλύψει όσο το δυνατόν περισσότερες οικονομικές ανάγκες του, νομίζοντας εσφαλμένα ότι έτσι μπορεί να ικανοποιήσει το υπαρξιακό κενό που έχει στην ψυχή του. Ο Ιησούς Χριστός ο κύριος του κόσμου και της ιστορίας, του οποίου τη θεία Γέννηση εορτάζουμε αυτές τις ημέρες, είναι για εκείνον σχεδόν άγνωστος. Η λυτρωτική Του δωρεά δεν τον αγγίζει καθόλου. Γι' αυτό αρέσκεται σε λυτρωτικά υποκατάστατα όπως είναι ο μυθικός «Αϊ-Βασίλης» των Χριστουγέννων. Αυτός ο «άγιος» του ταιριάζει, διότι είναι πλασμένος κατ’ εικόνα και ομοίωσή του: καταναλωτικός, ανέμελος, απροβλημάτιστος, χαζοχαρούμενος… Είναι ο νέος τύπος - πρότυπο ανθρώπου της «Νέας Εποχής», ο οποίος λανσάρει τον απροβλημάτιστο (ζωώδη) βίο, υποταγμένο στις «επιταγές» των σύγχρονων καιρών και ο οποίος αναγάγει την κατανάλωση ως ύψιστη αξία. Το ευτραφές ξωτικό - καρικατούρα των εορτών, που ακούει στο όνομα «Αϊ – Βασίλης», δείχνει το δρόμο για έναν τέτοιο τρόπο ζωής, επιφανειακά όμορφο και φανταχτερό, κατά βάθος όμως φρικιαστικό και απάνθρωπο, προμηνύοντας το μέλλον του κόσμου ζοφερό και αβέβαιο!  

«ΜΟΡΦΗΝ ΑΝΑΛΛΟΙΩΤΩΣ ΑΝΘΡΩΠΙΝΗΝ ΠΡΟΣΕΛΑΒΕΣ»

 

                         (Αναφορά στη δεσποτική εορτή της Περιτομής του Κυρίου)

                                                ΛΑΜΠΡΟΥ Κ. ΣΚΟΝΤΖΟΥ Θεολόγου - Καθηγητού

     Η ενανθρώπηση του Θεού Λόγου δεν είναι κάποιο αφηρημένο θεωρητικό σχήμα, ούτε κάποια μυθοπλασία κάποιου ευφάνταστου μυθογράφου, αλλά πραγματικό γεγονός, το οποίο έλαβε χώρα σε συγκεκριμένο χώρο και χρόνο (Γαλ.4:4). Η μεγάλη δεσποτική εορτή της Περιτομής του Κυρίου μας υπενθυμίζει αυτή την μεγάλη αλήθεια και τονίζει ιδιαίτερα την πραγματική ανθρώπινη φύση, την οποία εκών ενδύθηκε, για χάρη της δικής μας σωτηρίας.

    Η καθιέρωση του εορτασμού της Περιτομής του Κυρίου από την Εκκλησία, συνέτεινε αναμφίβολα η δράση κάποιων αιρετικών κύκλων της αρχαίας Εκκλησίας, οι οποίοι αρνούνταν  την πραγματική ενανθρώπηση του Θεού Λόγου και δίδασκαν την μη πραγματική ενανθρώπηση του Θεού Λόγου. Τέτοιοι υπήρξαν οι αιρετικοί δοκήτες, οι οποίοι δίδασκαν την κακοδοξία ότι δήθεν η ενανθρώπηση του Χριστού έγινε φαινομενικά, «κατά δόκησιν», όπως τόνιζαν. Αυτοί μαζί με τους μαρκιωνίτες, τους μανιχαίους και άλλους αιρετικούς, όλοι τους πρόδρομοι των αιρετικών Μονοφυσιτών του 5ου αιώνα, επιχείρησαν να νοθεύσουν την αλήθεια της Εκκλησίας μας.

    Η Εκκλησία μας μεταχειρίστηκε κάθε μέσον να προασπίσει την άπαξ αποκαλυφθείσα και παραδοθείσα αλήθεια (Ιουδ.3). Ακόμα και εορτές καθιέρωσε για να περιχαρακώσει τις ύψιστες και σωτήριες αλήθειές Της. Είναι ιστορικά βεβαιωμένο πως  οι εορτές των Χριστουγέννων, της Περιτομής και των Θεοφανείων καθιερώθηκαν από την ανάγκη του αντιαιρετικού αγώνα της Εκκλησίας μας και κατόπιν έλαβαν εορταστικό χαρακτήρα, όπως εμείς τις βιώνουμε  σήμερα.

    Η περιτομή ήταν μια πρακτική συνηθισμένη σε πολλούς λαούς της αρχαιότητας. Ο Ηρόδοτος αναφέρει πως πρώτοι που έκαναν περιτομή στα άρρενα τέκνα τους ήταν οι Αιθίοπες και οι Αιγύπτιοι, κυρίως για λόγους υγιεινής (Ηροδ.Ιστ.Β΄,104). Ιστορικά ίσως οι Εβραίοι πήραν την συνήθεια αυτή από τους Αιγυπτίους. Σύμφωνα με την Παλαιά Διαθήκη όμως την περιτομή θέσπισε ο Ίδιος ο Θεός κατά παραγγελία Του στον πιστό Αβραάμ, ως μια πράξη διαφοροποιήσεως των απογόνων του από τους άλλους λαούς, ώστε μέσω αυτών να υλοποιηθεί το σχέδιο της σωτηρίας του κόσμου. «Αύτη η διαθήκη, ην διατηρήσεις, ανά μέσον εμού και υμών και ανά μέσον του σπέρματός σου μετά σε εις τας γενεάς αυτών΄ περιτμηθήσεται υμών παν αρσενικόν, και περιτμηθήσεθε την σάρκαν της ακροβυστίας υμών, και έσται εις σημείον διαθήκης ανά μέσον εμού και υμών. Και παιδίον οκτώ ημερών περιτμηθήσεται υμίν» (Γεν.17:12).   

    Η περιτομή όλων των αρένων νηπίων γινόταν από τον πατέρες τους ή από ειδικούς στην περιτομή που ονομάζονταν mohel, την ογδόη ημέρα από τη γέννησή τους, όπως είχε διατάξει ο Θεός. Γινόταν στα σπίτια των νηπίων ή συχνότερα στις συναγωγές ενώπιον συγγενών και φίλων. Η τελετουργία της περιτομής ήταν για τους Ιουδαίους της εποχής εκείνης μεγάλης σπουδαιότητας γεγονός. Το παιδί που περιτέμνονταν θεωρούνταν πια μέλος του λαού του Θεού, τηρητής της διαθήκης, η οποία συνήφθη μεταξύ του Θεού και του Αβραάμ (Γεν,17:12). Ο περιτμημένος ήταν υποχρεωμένος να τηρεί τις διατάξεις του Νόμου και είχε το αποκλειστικό δικαίωμα να εορτάζει το Πάσχα, σε αντίθεση με τους απερίτμητους, οι οποίοι δεν είχαν αυτό το δικαίωμα.

      Μαζί με την περιτομή γινόταν και η ονοματοδοσία. Η τελετουργία της περιτομής ήταν κάτι σαν το χριστιανικό βάπτισμα, του οποίου υπήρξε τύπος. Όπως ο περιτμημένος γινόταν μέλος του λαού της Διαθήκης, ξεχωριστός από τους μη περιτμημένους, έτσι και ο βαπτισμένος αναγεννιέται και γίνεται άγιος, ξεχωριστός,

μέλος της Εκκλησίας του Χριστού, προορισμένος να κληρονομήσει τη βασιλεία του Θεού (Ρωμ.6:4).

         Σύμφωνα με τον ευαγγελιστή Λουκά, την ογδόη ημέρα από τη γέννηση του Κυρίου, ο Ιωσήφ και η Μαρία τήρησαν τη μωσαϊκή εντολή της περιτομής. Με λακωνικό τρόπο ο ιερός ευαγγελιστής αναφέρει πως «ότε επλήσθησαν αι ημέραι του περιτεμείν το παιδίον, και εκλήθη το όνομα αυτού Ιησούς, το κληθέν υπό του αγγέλου προ του συλληφθήναι αυτόν εν τη κοιλία» (Λουκ.2:21). Ο άγιος Εφραίμ ο Σύρος αναφέρει την πληροφορία ότι την περιτομή του Κυρίου έκαμε ο μνήστωρ Ιωσήφ. Επίσης ο άγιος Επιφάνιος Κύπρου αναφέρει πως η περιτομή έγινε στο Σπήλαιο της Γεννήσεως. Βεβαίως ο ιερός ευαγγελιστής αποσιωπά κάθε λεπτομέρεια από την τελετή αυτή, διότι προφανώς δεν έχουν να μας προσφέρει, σύμφωνα με τους Πατέρες, όφελος για τη σωτηρία μας.    

        Την Εκκλησία μας δεν ενδιέφερε αυτή καθ’ εαυτή η εκπλήρωση αυτής της νομικής διάταξης του μωσαϊκού νόμου από τον Κύριο. Την ενδιέφερε κυρίως να τονισθεί, δια της περιτομής Του, και να αποδειχθεί, η πραγματική ανθρώπινη φύση Του, την οποία αρνούνταν οι αιρετικοί. Ο θεόπνευστος ευαγγελιστής συμπεριέλαβε στο ευαγγέλιό του και το γεγονός της περιτομής για να μπορεί η Εκκλησία να αποκρούει κάθε δοκητική, μανιχαϊστική και μονοφυσιτική κακοδοξία.     

    Η μη παραδοχή της ορθοδόξου διδασκαλίας της Εκκλησίας μας, περί της αληθινούς ενανθρωπήσεως του Υιού και Λόγου του Θεού, εκθεμελιώνει κυριολεκτικά ολόκληρο το οικοδόμημα της εν Χριστώ απολυτρώσεως του ανθρωπίνου γένους. Αν δεν έγινε πραγματικά η σάρκωση του Λυτρωτή δεν έχουμε πραγματική σωτηρία, ο Χριστός δεν είναι πραγματικός σωτήρας, αλλά ένας από τους πολλούς ιδρυτές θρησκειών της ανθρωπότητας. Το πρόβλημα αυτό απασχόλησε έντονα την Εκκλησία τον 5ο αιώνα, όταν ο αρχιμανδρίτης Ευτυχής από την Κωνσταντινούπολη αρνούνταν την ανθρώπινη φύση του Χριστού. Για το λόγο αυτό συγκλήθηκε η Δ΄ εν Χαλκηδόνι Οικουμενική Σύνοδος, το 451.

    Ο Υιός και Λόγος του Θεού είναι ο φυσικός Υιός του Θεού, απόρροια της δικής Του φύσεως. Γεννήθηκε προπάντων των αιώνων από τον Πατέρα, όπως μας βεβαιώνει ξεκάθαρα η αγία Γραφή. «Υιός μου ει συ εγώ σήμερον γεγέννηκά σε» (Εβρ.1:5) είπε, δια του Ψαλμωδού ο Θεός Πατέρας, στο Θεό Υιό. Η προαιώνια βουλή του Θεού αποφάσισε να αποστείλει τον Λόγο στον κόσμο ως σωτήρα του από τη φθορά της αμαρτίας και του θανάτου. Έτσι, «ότε ήλθε το πλήρωμα του χρόνου» (Γαλ.4:4), ο Λόγος, δια της Παρθένου Μαρίας, προσέλαβε την ανθρώπινη φύση και αφού την καθάρισε από τους ρίπους της αμαρτίας, την αναδημιούργησε και την επανέφερε στην προπτωτική της κατάσταση, την έκαμε δική Του φύση, χωρίς να αφήσει ούτε στιγμή τη θεία φύση Του. Ένωσε ασύγχυτα και αρμονικά τις δύο φύσεις στο θεανδρικό Του πρόσωπο. Έγινε ο Θεάνθρωπος. Η ένωση των δύο φύσεων στο πρόσωπο του Λυτρωτή σημαίνει αντικειμενική πραγμάτωση της σωτηρίας μας.          

     Η ενανθρώπηση του Λόγου όμως είναι γεγονός ασύλληπτης αυτοταπείνωσής Του.   «Εν μορφή Θεού υπάρχων … εαυτόν εκένωσε μορφήν δούλου λαβών, εν ομοιώματι ανθρώπων γενόμενος, και σχήματι ευρεθείς ως άνθρωπος εταπείνωσεν εαυτόν γενόμενος υπόκοος μέχρι θανάτου, θανάτου δε σταυρού»  (Φιλιπ.2:7). Εάν δεν δούμε το μυστήριο της θείας συγκαταβάσεως υπό το πρίσμα της άμετρης αγάπης του Θεού για το πλάσμα Του τον άνθρωπο, αποτελεί αυτό το μεγαλύτερο σκάνδαλο όλων των εποχών. Το αρχαιοελληνικό αξίωμα «Θεός, ανθρώποις ου μείγνηται», πολλώ δε μάλλον η ανθρωποποίηση Θεού αποτελεί ορθολογικά τη χειρότερη μωρία της ιστορίας. Όμως η αγαθότητα και φιλανθρωπία του Θεού υπερέβη όλα τα διαχωριστικά με την ανθρωπότητα. Έκαμε τη μεγάλη κίνηση και ταπείνωσε τον Υιό Του και τον έκαμε άνθρωπο, προκείμενου να σωθεί το

ανθρώπινο γένος. Κατέβηκε Αυτός στα ανθρώπινα πλαίσια, μέχρι και της κατάστασης του θανάτου για να αναστήσει τον άνθρωπο από την κατάσταση της πνευματικής νεκρώσεως και να τον ανεβάσει τον άνθρωπο στα ουράνια του θρόνου Του.

    Όσο καιρό ο σαρκωμένος Λόγος βρισκόταν στη γη, ταυτόχρονα ως Θεός βρισκόταν και στον ουρανό. Βρισκόταν παντού, ως πανταχού παρών, διότι με την πρόσληψη της ανθρωπίνης φύσεως δεν αποποιήθηκε τη θεία φύση Του. Σε αυτήν Του την διπλή ιδιότητα, ως αληθινού Θεού και αληθινού ανθρώπου, έγκειται και το γεγονός του αληθινού σωτήρα. Σώζει ως αληθινός Θεός με το ότι έγινε αληθινός άνθρωπος, καθ’ ότι προσέλαβε πραγματικά την ανθρώπινη φύση και την έσωσε στο πρόσωπό Του. Κάθε παρέκκλιση από αυτή την αλήθεια αποτελεί αίρεση για την Εκκλησία μας. Ο Νεστοριανισμός είχε αρνηθεί τη θεία φύση του Χριστού και ο Μονοφυσιτισμός είχε αρνηθεί την ανθρώπινη φύση του Χριστού. Και οι δυο αυτές δογματικές παρεκτροπές καταδικάστηκαν από την Γ΄ και Δ΄ Οικουμενικές Συνόδους, ως εκτροπή από την αλήθεια και ως έχοντες σοβαρότατες σωτηριολογικές συνέπειες. Ο ευαγγελιστής Ιωάννης τόνισε ιδιαίτερα πως «οι μη ομολογούντες Ιησούν Χριστόν ερχόμενον εν σαρκί΄ ούτος εστιν ο πλάνος και ο αντίχριστος» (Β΄Ιωάν.7).     

     Αξίζει να αναφέρουμε δύο αποσπάσματα από τους δογματικούς όρους των αναφερόμενων αγίων Συνόδων, για να δούμε τη θεολογική σαφήνεια της Εκκλησίας μας για το μεγάλη αυτή αλήθεια: «… Ομολογούμεν τοιγαρούν τον Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν, τον Υιόν του Θεού τον μονογενή, Θεόν τέλειον και άνθρωπον τέλειον εκ ψυχής λογικής και σώματος … ομοούσιον τω Πατρί τον αυτόν κατά την θεότητα, και ομοούσιον ημίν κατά την ανθρωπότητα. Δύο γαρ φύσεων ένωσις γέγονεν΄ δι’ ο ένα Χριστόν, ένα υιόν, ένα κύριον ομολογούμεν» (Γ΄ Οικουμ.Σύνοδος, Έκθεσις Πίστεως των Διαλλαγών). Και «Επόμενοι τοίνυν τοις αγίοις Πατράσιν ένα και τον αυτόν ομολογούμεν Υιόν τον Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν συμφώνως άπαντες εκδιδάσκομεν, τέλειον τον αυτόν εν θεότητι και τέλειον τον αυτόν εν ανθρωπότητι, Θεόν αληθώς και άνθρωπον αληθώς τον αυτόν εκ ψυχής λογικής και σώματος, ομοούσιον τω Πατρί κατά την θεότητα, και ομοούσιον ημίν τον αυτόν κατά την ανθρωπότητα … ένα και τον αυτόν Χριστόν, υιόν, κύριον, μονογενή, εν δύο φύσεσιν ασυγχύτως, ατρέπτως, αδιαιρέτως, αχωρίστως γνωρίζομεν, ουδαμού της των φύσεων διαφοράς ανηρημένης δια την ένωσιν, σωζομένης δε μάλλον της ιδιότητος εκατέρας φύσεως και εις εν πρόσωπον και μιαν υπόστασιν συντρεχούσης, ουκ εις δύο πρόσωπα μεριζόμενον ή διαιρούμενον, αλλ’ ένα και τον αυτόν υιόν, μονογενή, Θεόν, Λόγον, Κύριον Ιησούν Χριστόν…» (Όρος Δ΄ Οικ. Συνόδου, παρά Ι. Καρμίρη, τα Δογματικά και Συμβολικά μνημεία, Αθήναι 1952, σελ.165).

     Το γεγονός της θείας ενανθρωπήσεως πρέπει να αποτελεί για κάθε πιστό χριστιανό τη βάση της πίστεώς του. Να μην έχει την παραμικρή αμφιβολία ότι «επεσκέψατο ημάς εξ ύψους ο Σωτήρ ημών», για να μας λυτρώσει από τη δουλεία της αμαρτίας και τη φθορά του θανάτου. Σύμφωνα με την θεσπέσια υμνολογία της εορτής, «Συγκαταβαίνων ο Σωτήρ τω γένει των ανθρώπων κατεδέξατο σπαργάνων περιβολήν΄ ουκ εβδελύξατο σαρκός την περιτομήν ο οκταήμερος κατά την  Μητέρα και άναρχος κατά τον Πατέρα» για την ημών σωτηρία. Αυτός έκαμε τη μεγάλη κίνηση, περιμένοντας από τον άνθρωπο να κάνει τη δική του μικρή κίνηση, να Του δώσει το χέρι του, για να τον σώσει, να τον δοξάσει και να τον κάνει υιό και κληρονόμο της ατέρμονης βασιλείας Του. Είναι ανάγκη να ξεφύγουμε από τα νοητά δεσμά του αμαρτωλού κόσμου και να ανεβάσουμε το νου μας στα ουράνια. Μόνο έτσι θα επωφεληθούμε από τις δωρεές της θείας συγκαταβάσεως.     

ΜΕΓΑΣ ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ: Ο ΚΟΡΥΦΑΙΟΣ ΠΑΤΕΡΑΣ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΜΑΣ

 ΛΑΜΠΡΟΥ Κ. ΣΚΟΝΤΖΟΥ Θεολόγου – Καθηγητού

     Τόσο η ιστορία όσο η Εκκλησία υπήρξαν φειδωλές στον χαρακτηρισμό του «Μεγάλου». Ελάχιστοι έλαβαν τον τίτλο «Μέγας». Ένας από αυτούς υπήρξε ο κορυφαίος άγιος της Εκκλησίας μας Μέγας Βασίλειος, ο οποίος έλαβε επάξια αυτόν τον τίτλο, διότι σφράγισε με την προσωπικότητά του την ιστορία σε μια από τις κρισιμότερες ιστορικές φάσεις της ανθρωπότητας.

      Γεννήθηκε το 330 στη Νεοκαισάρεια του Πόντου. Ο πατέρας του Βασίλειος ήταν ονομαστός ρήτορας της περιοχής και η μητέρα του Εμμέλεια ήταν απόγονος αριστοκρατικής ρωμαϊκής οικογένειας. Ήταν ένθερμοι Χριστιανοί. Σπουδαίο ρόλο στη ζωή του έπαιξε η γιαγιά του Μακρίνα, η οποία υπήρξε μαθήτρια του αγίου Γρηγορίου Νεοκαισαρείας. Αυτή τον μύησε στην χριστιανική ευσέβεια. Στην οικογένεια υπήρχαν άλλα οκτώ παιδιά, τα περισσότερα είχαν αφιερωθεί στη διακονία της Εκκλησίας (Γρηγόριος Νύσσης, ασκητής Ναυκράτιος, μοναχή Μακρίνα, Πέτρος επίσκοπος Σεβάστειας).

        Οι ευκατάστατοι γονείς τους φρόντισαν να δώσουν στα παιδιά τους, εκτός από την ευσέβεια και σπουδαία μόρφωση. Ο Βασίλειος διδάχτηκε τα πρώτα γράμματα από τον πατέρα του. Στη συνέχεια πήγε για σπουδές στην Καισάρεια της Καππαδοκίας και ακολούθως στην Κωνσταντινούπολη. Το 351έφτασε στην Αθήνα για να τελειοποιήσει τις σπουδές του στη γεωμετρία, την αστρονομία, την φιλοσοφία, την ρητορική, την ιατρική και την γραμματική. Οι σπουδές του διήρκησαν τεσσεράμισι χρόνια ως το 355. Εκεί συνδέθηκε με αδελφική φιλία με τον Γρηγόριο τον Ναζιανζηνό και τον Ιουλιανό, τον μετέπειτα αυτοκράτορα. Διέφερε από όλους τους άλλους φοιτητές για τις αρετές του και την αυστηρή ασκητική ζωή του. Λέγεται πως ο καθηγητής του Εύβουλος εντυπωσιάστηκε από αυτόν και ασπάστηκε τον Χριστιανισμό. Μαζί με το Γρηγόριο είχαν ιδρύσει στην κατείδωλη Αθήνα χριστιανικό φοιτητικό όμιλο και είχαν σημαντική ιεραποστολική δράση.

      Το 356 επέστρεψε στη Νεοκαισάρεια και άσκησε για λίγο το επικερδές επάγγελμα του δικηγόρου και του δασκάλου της ρητορικής. Το 358, ύστερα από το θάνατο του αδελφού του Ναυκράτιου και την παρότρυνση της αδελφής του Μακρίνας, αφού έλαβε το Άγιο Βάπτισμα, αποφάσισε να ακολουθήσει τη μοναχική ζωή και να αφιερωθεί στην υπηρεσία της Εκκλησίας. Αφού μοίρασε το μεγαλύτερο μέρος της περιουσίας του στους φτωχούς και στην Εκκλησία, ξεκίνησε μεγάλη περιοδεία σε ονομαστά μοναστικά κέντρα της Μ. Ασίας, Συρίας, Αιγύπτου και Μεσοποταμίας για να γνωρίσει αγίους ασκητές και να μυηθεί στην αληθινή μοναχική ζωή.  Το 360 αποσύρθηκε μαζί με τον φίλο του Γρηγόριο Ναζιανζηνό σε ερημητήριο στον Πόντο, στις όχθες του Ίρη ποταμού να μονάσουν. Εκεί έμεινε ως το 363 προσευχόμενος και συγγράφοντας τα σημαντικότερα έργα του και μαζί τους περίφημους «Κανονισμούς δια τον μοναχικόν βίον», οι οποίοι έγιναν ο οδηγός του κατοπινού κοινοβιακού μοναχισμού.

      Η φήμη της αγιότητάς του έφτασε ως την Καισάρεια της Καππαδοκίας. Ο επίσκοπος Ευσέβιος τον κάλεσε και τον χειροτόνησε πρεσβύτερο. Ο Βασίλειος επέδειξε τεράστια ποιμαντική και φιλανθρωπική δράση. Κατά τον φοβερό λιμό του 367-368 έσωσε από βέβαιο θάνατο όλους τους φτωχούς της ευρύτερης περιοχής της Καισάρειας. Το 370, όταν πέθανε ο Ευσέβιος και κατ’ επιταγή του λαού, εκλέχτηκε αρχιεπίσκοπος Καισαρείας. Ως επίσκοπος πλέον ο Βασίλειος, εγκαινιάζει ένα κολοσσιαίων διαστάσεων ποιμαντικό και κοινωνικό έργο. Ανέλαβε δράση κατά των αιρετικών αρειανών, οι οποίοι είχαν την υποστήριξη του αρειανόφρονα αυτοκράτορα Ουάλη. Αντιμετώπισε με σθένος και αποτελεσματικότητα την απόπειρα του Ουάλη

και των ομοφρόνων του, να επιβάλουν στην επισκοπή του τον αιρετικό αρειανισμό. Παράλληλα καθάρισε την Εκκλησία από αναξίους κληρικούς.

       Αξιοθαύμαστο και πρωτόγνωρο για την εποχή του υπήρξε το κοινωνικό έργο του. Ίδρυσε την περίφημη «Βασιλειάδα», ένα τεράστιο συγκρότημα ευποιΐας, το οποίο περιλάμβανε νοσοκομείο, ορφανοτροφείο, πτωχοκομείο, επαγγελματικές σχολές, κλπ. Μέσα σε αυτό έβρισκαν καταφύγιο και βοήθεια χιλιάδες άνθρωποι, ανεξάρτητα αν ήταν ή όχι Χριστιανοί. Πλήθος εθελοντών προσέφεραν τις υπηρεσίες τους και ανάμεσά τους ο άγιος Επίσκοπος Βασίλειος, εργαζόταν ως ιατρός.  

       Τιτάνιο υπήρξε επίσης και το συγγραφικό του έργο. Υπήρξε δεινός θεολόγος και μέγας συγγραφέας, του οποίου το έργο αποτελεί μέχρι σήμερα πρωτοπόρο. Τα έργα του διακρίνονται σε δογματικά, θεολογικά, ερμηνευτικά, επιστολές κλπ. Ένα από τα γνωστότερα έργα του υπήρξε η «Ερμηνεία εις την Εξαήμερον», στην οποία είναι αποτυπωμένη η σπάνια ευρυμάθειά του. Γνωστό επίσης έργο του είναι η ομώνυμή του «Θεία Λειτουργία», η οποία τελείται δέκα φορές το χρόνο (τις πέντε Κυριακές της Μ. Τεσσαρακοστής, την παραμονή των Χριστουγέννων, την παραμονή των Φώτων, την Μ. Πέμπτη, το Μ. Σάββατο και την 1η Ιανουαρίου). Τα πολυπληθή θεολογικά έργα του ιερού Πατρός αποτελούν για την Εκκλησία και την κατοπινή θεολογική επιστήμη, ανεκτίμητη παρακαταθήκη.

         Η αυστηρή ασκητική ζωή του και η εξαντλητική του εργασία κλόνισαν σοβαρά την εύθραυστη υγεία του. Στις 31 Δεκεμβρίου του 379 πέθανε σε ηλικία μόλις 49 ετών. Η κηδεία του έγινε την 1η Ιανουαρίου του 380, με τη συμμετοχή αμέτρητου πλήθους Χριστιανών, εθνικών και Ιουδαίων, οι οποίοι θρηνούσαν απαρηγόρητοι για τον χαμό του μεγάλου Ιεράρχη και προστάτη τους. Η μνήμη του εορτάζεται την 1η Ιανουαρίου.

        Ο Μ. Βασίλειος ανήκει στους μεγάλους άνδρες της ιστορίας. Έζησε σε μια εποχή που ο παλιός ειδωλολατρικός κόσμος έδυε οριστικά και ένας νέος κόσμος, ο χριστιανικός ανέτειλε. Αυτός, μαζί με τους άλλους μεγάλους Πατέρες του 4ου μ. Χ. αιώνα, υπήρξε ένας από τους φορείς αυτού του νέου κόσμου. Και ακόμη περισσότερο: ο μεγάλος αυτός άνδρας, συνέβαλε καθοριστικά στην ομαλή μετάβαση στην νέα πολιτισμική πραγματικότητα. Αξιολόγησε με θαυμαστό τρόπο τα θετικά στοιχεία του αρχαίου κόσμου, τα οποία ενέταξε στη νέα πίστη και στον νέο αναδυόμενο χριστιανικό πολιτισμό. Χρησιμοποίησε με καταπληκτική δεξιότητα την αρχαιοελληνική φιλοσοφική σκέψη και τον πλούτο της ελληνικής γλώσσας, μέσω των οποίων εξέφρασε τις αιώνιες και σώζουσες αλήθειες της Θείας Αποκαλύψεως. Υπήρξε, τέλος, ο κατ’ εξοχήν θεοφόρος Πατέρας της Εκκλησίας, ο οποίος κατέστησε την χριστιανική πίστη τρόπο ζωής και πολιτείας και τους πιστούς αληθινό «βασίλειον ιεράτευμα», όπως ψάλλουμε στο απολυτίκιο της εορτής του!                     

Τρίτη 24 Δεκεμβρίου 2024

ΧΡΙΣΤΟΣ ΕΤΕΧΘΗ!!! ΧΡΟΝΙΑ ΠΟΛΛΑ ΚΑΙ ΕΥΛΟΓΗΜΕΝΑ ΣΕ ΟΛΟΥΣ!!! ΜΕ ΚΑΘΕ ΕΥΛΟΓΙΑ ΝΑ ΕΡΘΕΙ ΤΟ ΝΕΟ ΕΤΟΣ 2025!!!


 

ΟΤΕ ΗΛΘΕ ΤΟ ΠΛΗΡΩΜΑ ΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ

 

(Ιστορική προσέγγιση της Θείας Ενανθρωπήσεως)

ΛΑΜΠΡΟΥ Κ. ΣΚΟΝΤΖΟΥ Θεολόγου – Καθηγητού

      Η Ενανθρώπηση του Θεού Λόγου αποτελεί το μέγιστο γεγονός τα ανθρώπινης ιστορίας, τέμνοντάς την στην προ Χριστού και μετά Χριστόν εποχή και αλλάζοντας την ροή των ιστορικών πραγμάτων και την πορεία του κόσμου, από κατιούσα σε ανιούσα. Ο Θεός, ο κύριος του χρόνου και της ιστορίας, κατέρχεται από τα ασύλληπτα ύψη της δόξας Του, εισέρχεται στον χρόνο και περιορίζεται στον χώρο, για να επιτελέσει το έργο της σωτηρίας του ανθρώπου και ολοκλήρου της κτίσεως. Ο Θεός έγινε άνθρωπος για να κάμει τον άνθρωπο Θεό, σωστότερα, να του δώσει τη δυνατότητα να γίνει κατά χάριν Θεός. Να τον καταστήσει απελεύθερο από την δουλεία της αμαρτίας και κληρονόμο της βασιλείας Του (Γαλ.4,7).     

     Ο απόστολος Παύλος γράφοντας την περίφημη επιστολή του προς στους χριστιανούς της Γαλατίας (περιοχή της Αγκύρας της Μ. Ασίας), επισημαίνει  πως «ότε ήλθε το πλήρωμα του χρόνου εξαπέστειλεν ο Θεός τον Υιόν Αυτού, γενόμενον υπό γυναικός, γενόμενον υπό νόμου, ίνα τους υπό νόμον εξαγοράσει, ίνα την υιοθεσίαν απολάβομεν» (Γαλ.4,4). Είναι η πρώτη ιστορική προσέγγιση του κοσμοσωτηρίου γεγονότος από το μεγάλο απόστολο, ο οποίος ως το αλάνθαστο στόμα του Αγίου Πνεύματος, πέρα από την θεολογική διάσταση, τονίζει και την ιστορική του πτυχή. Εν μέσω ενός απίστευτου κυκεώνα μυθικών δοξασιών και αντιλήψεων του ειδωλολατρικού κόσμου, περί «σωτήρων θεών», εξαίρει την ιστορική πτυχή της σαρκώσεως του Χριστού, σε συγκεκριμένο χρόνο και χώρο, για να αποδείξει στους αποδέκτες των επιστολών του, ότι ο Χριστός δεν είναι μια αόριστη μυθοπλασία, σαν αυτές των παγανιστικών θρησκευμάτων, αλλά ένα ιστορικό πρόσωπο. Είναι ο Θεός, ο Οποίος παρακινούμενος από άπειρη αγάπη για τον πεσόντα στην αμαρτία άνθρωπο, καταδέχτηκε να γίνει άνθρωπος, κατά πάντα όμοιος με το πλάσμα Του. Εισήλθε στην ιστορία, κατέστη ο Θεάνθρωπος, για να είναι η σωτηρία πραγματική και όχι συμβολική.

     Σύμφωνα με τον Παύλο, για την υλοποίηση του προαιωνίου σχεδίου της σωτηρίας του κόσμου, ο Θεός δημιούργησε τις κατάλληλες ιστορικές συνθήκες, ώστε, όταν θα ερχόταν ο Χριστός στον κόσμο, να υπάρχουν οι ευνοϊκές εκείνες προϋποθέσεις για να ευοδωθεί το έργο της σωτηρίας και να διαδοθεί το σωτήριο μήνυμα σε όλα τα μήκη και πλάτη της οικουμένης. Να γίνει η απολύτρωση κτήμα το κάθε ανθρώπου και δυνατότητα, ανεξάρτητα από φύλο, φυλή, χρώμα, κοινωνική, οικονομική και κάθε άλλη διάκριση.   

      Σύμφωνα με την βιβλική διδασκαλία και την πίστη της Εκκλησίας μας, ο Θεός, ευθύς μετά την πτώση των πρωτοπλάστων, έθεσε σε εφαρμογή το προαιώνιο σχέδιό Του για την σωτηρία του πεσόντος ανθρώπου και ολοκλήρου της υλικής κτίσεως. Δεν εγκατέλειψε τον παραστρατημένο στην αμαρτία άνθρωπο, αλλά με απόλυτο σεβασμό στην ελευθερία του, οδηγούσε την ανθρώπινη ιστορία στον ύψιστο σκοπό της, στην εν τω Σαρκωμένω Λόγω, απολύτρωσή της. Τους ανήγγειλε ότι σε χρόνους μελλοντικούς θα έρθει «το Σπέρμα της Γυναικός», ο μυστηριώδης Γιος της Γυναίκας, για να συντρίψει το κεφάλι του αιτίου της κακοδαιμονίας τους, τον νοητό όφη, το διάβολο και να απελευθερώσει το ανθρώπινο γένος. Γράφει το ιερό κείμενο της Γενέσεως: «Και έχθραν θήσω ανὰ μέσον σου και ανὰ μέσον της γυναικὸς και ανὰ μέσον του σπέρματός σου και ανὰ μέσον του σπέρματος αυτής· αυτός σου τηρήσει κεφαλήν, και συ τηρήσεις αυτού πτέρναν» (Γεν.3,15). Είναι η πρώτη μεγάλη προφητική είδηση, το λεγόμενο «Πρωτοευαγγέλιο», η οποία χαράχτηκε βαθειά στις ψυχές του πρώτου ανθρωπίνου ζευγαριού και μεταδόθηκε σε όλους τους απογόνους τους, ως μια αχτίδα ελπίδος και γλυκιάς προσμονής για μελλοντική

λύτρωση από την δίνη, που προκάλεσε η πτώση. Ως μια ελπιδοφόρα παρηγοριά στην δυστυχία τους, που τους συσσώρευσε η αποστασία από το Θεό και η αμαρτία. Αργότερα, δια στόματος του Πατριάρχου Ιακώβ, εκφράστηκε η κρυφή προσμονή της απολυτρώσεως του κόσμου, ως  «προσδοκία εθνών» (Γεν. 49,10).

     Ο προαιώνιος Υιός και Λόγος Του θα αναλάμβανε να απολυτρώσει το ανθρώπινο γένος, δια της ενανθρωπήσεώς Του. Θα γινόταν άνθρωπος για να απολυτρώσει το άνθρωπο από την αιχμαλωσία του σατανά, τη δουλεία της αμαρτίας και το θάνατο. Έτσι από τη στιγμή της πτώσεως άρχισε η υλοποίηση του σχεδίου. Ο Άσαρκος Λόγος, δρώντας μέσα στην ιστορία με απόλυτη διακριτικότητα και σεβασμό στην ανθρώπινη δραστηριότητα, προετοίμαζε, σταδιακά και αθόρυβα, το ανθρώπινο γένος να δεχτεί τη σωτηρία του. Στους Εβραίους μίλησε μέσω των προφητών και των άλλων δικαίων, οι οποίοι ανήγγειλαν, με αρκετή σαφήνεια, τον ερχομό Του στη γη. Παράλληλα μίλησε και σε διακεκριμένους ανθρώπους άλλων λαών, για τον ερχομό Του, προετοιμάζοντάς τους να δεχτούν το σωτήριο κήρυγμά Του. Πρόκειται για τον λεγόμενο «Σπερματικό Λόγο», που αναφέρουν οι Πατέρες. Αυτός ήταν που διατήρησε την προσμονή στις ψυχές των ανθρώπων. Γι’ αυτό και σε Ανατολή και Δύση, Βορρά και Νότο, όλοι οι λαοί περίμεναν τον ερχομό Του, γι’ αυτό και έγινε δεκτό το κήρυγμά Του και διαδόθηκε σε όλο τον κόσμο, παρά τα τεράστια και ανυπέρβλητα εμπόδια, που είχε εγείρει ο διάβολος, μέσω των επιγείων οργάνων του, του παλιού πτωτικού κόσμου. Όλες οι προχριστιανικές θρησκείες, παρά τα κραυγαλέα αρνητικά τους στοιχεία, όπως και οι φιλοσοφίες, περιείχαν ελπιδοφόρες προσδοκίες για μια μελλοντική λύτρωση από έναν θείο λυτρωτή.

      Κατευθύνοντας την ιστορία προς τον τελεολογικό της σκοπό ο Άσαρκος Λόγος, ανέδειξε διακεκριμένα πρόσωπα, τα οποία έγιναν άκοντα όργανα του θείου σχεδίου, όπως βασιλείς, στρατηγούς, πολιτικούς, νομοθέτες και κοινωνικούς αναμορφωτές, ως άκοντες προωθητές του θείου σχεδίου. Χωρίς να καταστρατηγήσει την προσωπική τους ελευθερία και βούληση, οδήγησε τις επιλογές τους να είναι κατευθυντήρες και βοηθητικές στο έργο της σωτηρίας του κόσμου, προετοιμάζοντας την ανθρωπότητα να δεχτεί την απολύτρωση.    

      Η προσδοκία περί της ελεύσεως σωτήρα του κόσμου γινόταν όλο και πιο έντονη με το πέρασμα των αιώνων, παρά την συνεχιζόμενη εξαχρείωση των ανθρώπων. Όσο το ανθρώπινο γένος βυθιζόταν στην κακοδαιμονία και την φρίκη, τόσο περισσότερο θέριευε η αναμονή του θείου λυτρωτή.

     Όπως είναι γνωστό, η πλήρης κατάπτωση της ανθρωπότητας κορυφώθηκε στα ρωμαϊκά χρόνια, όπου ο Θεός όρισε να σαρκωθεί ο Υιός Του. Η θεία βουλή έκρινε ότι τότε είχε έρθει ο κατάλληλος χρόνος να έρθει ο Χριστός στη γη και να επιτελέσει το κοσμοσωτήριο έργο Του. Ότι είχαν ωριμάσει οι συνθήκες για την αποδοχή της δωρεάς της σωτηρίας, το κηρύγματός Του. Ότι, εξαιτίας της απόγνωσής τους οι άνθρωποι, ήταν εύκολο να αποδεχτούν την απολύτρωση. Αυτή είναι άλλωστε μια σημαντική πτυχή της ιστορίας της σωτηρίας, η οποία αποδεικνύει την απτή επέμβαση του Θεού στο ιστορικό γίγνεσθαι. Έτσι κατανοείται η επιτυχία του έργου της σωτηρίας και του ευαγγελισμού της ανθρωπότητας. Έτσι εξηγείται η αλματώδης διάδοση του σωστικού κηρύγματος του Χριστού στα πέρατα της οικουμένης και η εδραίωση της Εκκλησίας του σε όλα τα έθνη. Αυτό το μεγάλο θαύμα αποδεικνύει την μέριμνα του Θεού να επικρατήσουν ευνοϊκές και κατάλληλες συνθήκες για να ευοδωθεί το έργο της σωτηρίας. Αναφέρουμε ορισμένες από αυτές.

   

 

 

 

 1) Η πολιτική ενοποίηση του τότε γνωστού κόσμου.

     Ο κατακερματισμός και ο απομονωτισμός του αρχαίου κόσμου έληξε με τις εκστρατείες του Μ. Αλεξάνδρου, ο οποίος δημιούργησε ένα απέραντο πολυεθνικό κράτος, με βάση τον ελληνικό πολιτισμό, αφυπνίζοντας τους βαρβαρικούς λαούς και

δίνοντας τους τη δυνατότητα να συναισθανθούν την ανάγκη της κοινωνικής, πνευματικής και θρησκευτικής αναγέννησης. Γενικά ο μεγάλος Μακεδόνας στρατηλάτης θεωρείται ως όργανο της θείας πρόνοιας, καθότι, δια της κατακτήσεως του μεγίστου μέρους της τότε οικουμένης, ενοποίησε τους λαούς, κάτω από τον ελληνικό πολιτισμό, για να διευκολυνθεί το έργο της σωτηρίας του κόσμου. 

     Με τη δημιουργία των ελληνιστικών βασιλείων διαδόθηκε και επεκράτησε ο ελληνικός πολιτισμός, η ελληνική παιδεία και ο ελληνικός τρόπος ζωής, μεταβάλλοντας σε κοσμοπολίτες όλους τους κατοίκους της οικουμένης. Αυτό σημαίνει ότι ζώντας και σκεπτόμενοι ως Έλληνες, είχαν προαχθεί πολιτισμικά και πνευματικά, καθιστάμενοι ικανοί να κατανοήσουν υψηλές πνευματικές και ηθικές ιδέες και να βιώσουν ηθικές αξίες. Δεν είναι άλλωστε τυχαίο, ότι ο Χριστός επέλεξε να αρχίσει το έργο Του στην περιοχή της Γαλιλαίας, όπου κυριαρχούσε το ελληνιστικό στοιχείο και επέλεξε και κάλεσε τους μαθητές Του από τους μυημένους στην ελληνική κουλτούρα κατοίκους της. Δεν είναι επίσης τυχαίο ότι, ενώ στην περιοχή της Γαλιλαίας ο Κύριος κήρυττε και δρούσε ακόλλητα, μεγάλες δυσκολίες και εχθρότητα αντιμετώπισε στην εθνικιστική και απομονωμένη Ιουδαία, όπου και θανατώθηκε.

       Ιδιαίτερα σημαντική ιστορική εξέλιξη υπήρξε η ρωμαιοκρατία. Οι Ρωμαίοι κατέκτησαν τον ελληνιστικό κόσμο και εδραίωσαν μια ισχυρή αυτοκρατορία από τον ατλαντικό ωκεανό ως την Ινδία, τη βόρειο Αφρική και τις εσχατιές της βόρειας Ευρώπης. Τα σύνορα καταργήθηκαν, τα εθνικά διαχωριστικά έπεσαν. Άνοιξαν τεράστιες οδικές αρτηρίες, αναπτύχθηκε η ναυτιλία, ενισχύθηκε η ασφάλεια, με αποτέλεσμα να διευκολυνθεί η μετακίνηση ανθρώπων και αγαθών σε ολόκληρη την αυτοκρατορία και δι’ αυτών οι ιδέες. Μόνο έτσι εξηγείται η σχετικά εύκολη μετακίνηση των αποστόλων να κηρύξουν το Ευαγγέλιο σε όλο τον κόσμο, φτάνοντας ως τις εσχατιές του τότε γνωστού κόσμου. Αν δεν υπήρχε το πολυεθνικό κράτος θα ήταν πολύ δύσκολη η μετακίνησή τους και οι δυσκολίες της ιεραποστολής τους ανυπέρβλητες.

     

  2) Η ελληνική γλώσσα, ως διεθνής γλώσσα της εποχής.

        Ένα άλλο σημαντικό στοιχείο είναι η επικράτηση της ελληνικής γλώσσας, μάλλον της ελληνιστικής κοινής, της απλουστευμένης ελληνικής, σε όλο τον κόσμο. Ο καθένας, βρισκόμενος σε οποιοδήποτε μέρος της αυτοκρατορίας, μπορούσε να επικοινωνεί με την χρήση της ελληνικής γλώσσας. Υψίστης σημασίας είναι η μετάφραση της Παλαιάς Διαθήκης στα ελληνικά (3ος π. Χ. αιώνας), με αποτέλεσμα να γίνουν γνωστές στον ελληνορωμαϊκό κόσμο οι προρρήσεις της για τον αναμενόμενο Μεσσία. Ο Χριστός μίλησε στην Γαλιλαία προφανώς στα ελληνικά, όπου οι κάτοικοι μάλλον δεν γνώριζαν εβραϊκά (αραμαϊκά), ή απαξιούσαν να τα ομιλούν. Πάμπολλες αναφορές των λόγων Του, προδίδουν ότι ο Κύριος μιλούσε (και) ελληνικά. Εκεί επέλεξε τους μαθητές του, οι οποίοι μιλούσαν την ελληνική γλώσσα και είχαν γαλουχηθεί με κοσμοπολίτικες ιδέες. Επίσης τα Ευαγγέλια γράφηκαν πρωτότυπα στα ελληνικά, για να είναι κτήμα όλης της ανθρωπότητας. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να διαδοθεί το ευαγγελικό μήνυμα σε όλο τον κόσμο, να μπορεί και διαβάζει τα ιερά κείμενα ο καθένας, σε κάθε μέρος της οικουμένης. Οι απόστολοι κήρυξαν την χριστιανική πίστη στα ελληνικά, την οποία καταλάβαιναν όλοι. Η Εκκλησία υιοθέτησε στη λατρεία την ελληνική γλώσσα, όπως και οι Πατέρες για την

διατύπωση των δογμάτων, διότι είναι η μοναδική γλώσσα, η οποία μπορεί να εκφράσει πληρέστερα τις υψηλές αλήθειες της χριστιανικής πίστεως. Δεν είναι επίσης τυχαίο πως η Εκκλησία είχε εδραιωθεί και αναπτυχθεί κύρια στον ελληνικό χώρο, στην Μ. Ασία και την Ελλάδα.  

 

   3) Η θρησκευτική παρακμή και η τάση για ενωθεΐα.

      Στα ελληνιστικά και ρωμαϊκά χρόνια έχουμε μια πρωτόγνωρη πνευματική κατάπτωση και παρακμή των παγανιστικών θρησκειών. Κυριαρχούσε το φαινόμενο ενός απίστευτου θρησκευτικού συγκρητισμού και μια ισχυρή τάση για ενοποίηση των εθνικών θρησκειών, σε μια νέα παγκόσμια θρησκεία, αποτελούμενη από στοιχεία των παρηκμασμένων θρησκευμάτων. Αυτό φανέρωνε το ανικανοποίητο θρησκευτικό αίσθημα των ανθρώπων από τις χρεοκοπημένες παγανιστικές θρησκείες και την αναζήτηση άλλων, πιο εξευγενισμένων θρησκειών, με πνευματικό υπόβαθρο και με παγκόσμια αποδοχή και το κυριότερο: να ικανοποιούν το αίσθημα λύτρωσης, την οποία δεν έδιναν οι παγανιστικές θρησκείες. Αυτό αποδεικνύει την δίψα των ανθρώπων για πνευματική λατρεία ενός μοναδικού και αιώνιου παγκόσμιου Θεού, την οποία βρήκαν στο χριστιανικό κήρυγμα και γι’ αυτό σημείωσε τέτοια θαυμαστή αποδοχή. Επίσης παρατηρούμε αυτή την εποχή, την ανάπτυξη ενός έντονου μυστικισμού, την εμφάνιση μυστηριακών θρησκευμάτων και πρακτικών, εκφράζοντας την ανάγκη μιας μυστικής λύτρωσης. Αυτή η τάση ευνόησε την αποδοχή της χριστιανικής πίστεως, η οποία ικανοποιεί την μυστική διάσταση της απολυτρώσεως. Τα Μυστήρια της Εκκλησίας κατανοήθηκαν ως υπέρτερα των μυστηριακών παγανιστικών τελετουργιών.

   

 4) Η κοινωνική παρακμή

      Όπως προαναφέραμε, ο κόσμος στα ρωμαϊκά χρόνια βρισκόταν σε πρωτοφανή πνευματική, ηθική, πολιτισμική και κοινωνική παρακμή, φανερώνοντας ξεκάθαρα την παντελή χρεοκοπία του αρχαίου προχριστιανικού κόσμου. Ό, τι είχε να δώσει ο αρχαίος κόσμος το έδωσε και εξάντλησε τα αποθέματα δυνάμεών του στην ανθρωπότητα. Ιδιαίτερα στα χρόνια που γεννήθηκε ο Χριστός η κατάσταση ήταν εφιαλτική. Τα άγρια ένστικτα κυριαρχούσαν στην ατομική, οικογενειακή και κοινωνική ζωή. Κανένας σεβασμός δεν υπήρχε για την ανθρώπινη ζωή. Οι πόλεμοι, οι γενοκτονίες, η βία, σκληρότητα και απανθρωπιά ήταν η κυρίαρχη κατάσταση. Η δουλεία είχε πάρει ανεξέλεγκτες διαστάσεις, θεωρούμενοι οι δυστυχισμένοι δούλοι χειρότεροι και φθηνότεροι από τα ανδράποδα και τα ζώα. Οι γυναίκα θεωρούνταν res (πράγμα), σκεύος ηδονής των ανδρών. Η πορνεία είχε γίνει ιερός θεσμός και θρησκευτική τελετουργία (Ιερή Πορνεία). Στη Ρώμη, αλλά και σε όλη την αυτοκρατορία κυριαρχούσε η ηθική σήψη, η ικανοποίηση των πλέον αχαλίνωτων παθών. Η κοινωνία βρισκόταν σε κώμα και ψυχορραγούσε. Είναι γνωστή η ρήση του μεγάλου Γάλλου ανθρωπιστή και φιλοσόφου Σατωβριάνδου: «αν ο Χριστός ερχόταν λίγες δεκαετίες μετά, θα έβρισκε το πτώμα της ανθρωπότητας»! Αυτόν τον ημιθανή κόσμο βρήκε ο Χριστός και του έδωσε ελπίδα και ζωή. Αναμφίβολα, η κοινωνική παρακμή ήταν και αυτό ένα από τα στοιχεία που ευνόησαν την αποδοχή του λυτρωτικού χριστιανικού μηνύματος.  

 

     5) Η κληρονομιά του Βυζαντίου

     Τέλος να αναφέρουμε πως δεν είναι τυχαίο ότι την ρωμαϊκή αυτοκρατορία την διαδέχτηκε η «βυζαντινή», η ρωμαίικη χριστιανική, μέσα στην οποία, για χίλια και πλέον χρόνια, εδραιώθηκε και αναπτύχθηκε η Εκκλησία.  Σε αυτή έγινε η μεγαλύτερη συνάντηση και σύζευξη της ιστορίας, του Χριστιανισμού και του Ελληνισμού, από

τους Έλληνες Πατέρες, ώστε, επάνω σ’ αυτόν να δομηθεί ο κατοπινός παγκόσμιος πολιτισμός. Σε αυτή έγιναν θεσμοί οι σωτήριες αρχές του Ευαγγελίου και συνεχίζουν να διαποτίζουν ως τα σήμερα τα δίκαια και τις κοινωνικές δομές σε όλο τον πολιτισμένο κόσμο.  Μπορεί να θεωρηθεί και αυτό το ιστορικό γεγονός ως μέρος της θείας πρόνοιας.

     Αρκούμαστε σε αυτά τα λίγα στοιχεία, τα οποία αρκούν για να δηλώσουν την ωρίμαση των ιστορικών συνθηκών για την αποδοχή του ευαγγελικού μηνύματος και τα οποία ορίζουν το Χριστό ως τον κύριο της ιστορίας και του χρόνου.

     Για μας τους πιστούς η σάρκωση του Θεού Λόγου σημαίνει την αναδημιουργία του τραυματισμένου από την αμαρτία ανθρώπου και υλικού κόσμου (Ρωμ.8,19), στο πρόσωπο του Χριστού. Ο Λυτρωτής μας Κύριος γενόμενος μέτοχος της υλικής κτήσεως, την καθαγίασε και την έσωσε από την κυριαρχία του διαβόλου και τη φθορά της αμαρτίας. Κατέστη ο Θεάνθρωπος, για να είναι εσαεί ο σύνδεσμος του ανθρώπου και ολόκληρης της δημιουργίας με τον Θεό Δημιουργό. Μέσω αυτού συντελείται η σωτηρία και οδηγείται ο κόσμος στον τελεολογικό του σκοπό. Ο Χριστός είναι ο μοναδικός και αναντικατάστατος σωτήρας, «εν ω δει σωθήναι υμάς» (Παρξ.4,12).  Για τούτο ο απόστολος Παύλος υπερτονίζει την ιστορική διάσταση του κοσμοσωτηρίου γεγονότος και συνάμα επισημαίνει το υπερφυσικό του χαρακτήρα, διακηρύσσοντας: «ομολογουμένως μέγα εστί το της ευσεβείας μυστήριον, Θεός εφανερώθη εν σαρκί, εδικαιώθη εν Πνεύματι, ώφθη αγγέλοις, εκηρύχθη εν έθνεσιν, επιστεύθη εν κόσμω, ανελήφθη εν δόξη» (Α΄Τιμ.1,16).   

            

 

 

 

«ΕΣΩΣΕ ΛΑΟΝ ΘΑΥΜΑΤΟΥΡΓΩΝ ΔΕΣΠΟΤΗΣ»

 

(Η σωτηριολογική σημασία της Ενανθρωπήσεως του Θεού Λόγου)

ΛΑΜΠΡΟΥ Κ. ΣΚΟΝΤΖΟΥ Θεολόγου - Καθηγητού

         Ύστερα από την σαρανταήμερο πνευματική μας προετοιμασία, οδεύουμε προς την μεγάλη δεσποτική εορτή των Χριστουγέννων. Κατευθυνόμαστε στη νοητή Βηθλεέμ για να συναντήσουμε  τον δι’ ημάς νηπιάσαντα Θεό μας, για να νοιώσουμε τον άμετρο πλούτο της χρηστότητας και της απύθμενης αγάπης του Πλάστη μας, την οποία εκφράζει με ακρίβεια ο ιερός υμνογράφος του θεσπεσίου κανόνα της μεγάλης εορτής: «Ιδών ο Κτίστης ολλύμενον, τον άνθρωπον χερσίν, ον εποίησεν, κλίνας ουρανούς κατέρχεται» (β΄τροπ. α΄ ωδής). Ο Θεός της αγάπης, των οικτιρμών και της ειρήνης δεν άντεχε να βλέπει το πλάσμα του να το βασανίζουν οι αντίθεες δυνάμεις και να οδεύει προς το θάνατο και τον αφανισμό. Για τούτο άνοιξε τα ουράνια, παραμέρισε τους φυσικούς νόμους και κατέβηκε να γίνει ένα με το πλάσμα Του, για να το σώσει. Ο άγιος Κοσμάς ο Μελωδός διερωτάται: «Ο αχώρητος παντί, πως εχωρήθη εν γαστρί; Ο εν κόλποις του Πατρός, πως εν αγκάλαις της Μητρός;». Και απαντά: «Πάντως ως οίδεν ως ηθέλησε και ως, ηυδόκησεν, άσαρκος γαρ ων, εσαρκώθη εκών, και γέγονεν ο Ων, ο ουκ ην δι’ ημάς, και εκστάς της φύσεως, μετέσχε του ημετέρου φυράματος. Διπλούς ετέχθη, Χριστός τον άνω, κόσμον θέλων αναπληρώσαι» (β΄ κάθισμα του Όρθρου).

       Ο άνθρωπος πλάστηκε από το Θεό να γίνει Θεός. Αλλά το μοιραίο γεγονός της πτώσεως ανέστειλε από αυτόν αυτή την δυνατότητα και τον απέκοψε από την κοινωνία του Θεού. Κατά τον άγιο Γρηγόριο Νύσσης η αμαρτία τον άνθρωπο «πτώμα εποίησεν» (PG 44, 508 CD, εις τους Ψαλμούς).  Αυτή είναι η αιτία της ενανθρωπίσεως του Θεού.

       «Ο Λόγος σάρξ εγένετο και εσκήνωσεν εν ημίν» (Ιωάν.1,14). Ιδού το μέγιστο «σκάνδαλο» της ιστορίας. η Ενανθρώπιση του Θεού Λόγου υπερβαίνει κάθε δυνατότητα ανθρώπινης δυνατότητας να κατανοηθεί. Η αρχαιοελληνική φιλοσοφία είχε αποφανθεί πως «Θεός ανθρώποις ου μείγνυται» (Πλάτων Συμπόσιο 203a). Η φύση του Θεού είναι άγνωστη και απρόσιτη στον άνθρωπο. Φύσεις διαφορετικές είναι αδύνατον να αναμειχθούν. Αλλά η θεία πανσοφία οικονόμησε την υπέρβαση αυτής της ανυπέρβλητης αδυναμίας.  Οι δύο φύσεις δεν αναμείχτηκαν, αλλά συναντήθηκαν και ενώθηκαν στο πρόσωπο - υπόσταση του Χριστού «ασυγχύτως, ατρέπτως, αδιαιρέτως, αχωρίστως γνωριζομένη», όπως όρισε η αγία Δ΄ Οικουμενική Σύνοδος (451), επικυρώνοντας τους όρους της Γ΄ Οικουμενικής Συνόδου (431). Σε αυτή καταδικάστηκαν οι αιρετικοί Ευτυχής και Διόσκουρος, οι οποίοι, παρασυρμένοι από την αρχαιοελληνική φιλοσοφία, δίδασκαν ότι μετά την ένωση των δύο φύσεων στο πρόσωπο του Χριστού, η ανθρώπινη φύση απορροφήθηκε από την θεία και εξαφανίστηκε. Πρόκειται για την φοβερή αίρεση του Μονοφυσιτισμού, η οποία συντάραξε την Εκκλησία τον 5ο μ. Χ. αιώνα και επέφερε την απόσπαση από Αυτήν σημαντικής μερίδας χριστιανών, όσων δεν δέχτηκαν τις αποφάσεις της Συνόδου και που δυστυχώς επιμένουν στην πλάνη τους, ως τα σήμερα.

       Οι δύο φύσεις, μετά την υπερφυή ένωσή τους, διατήρησαν την αυτοτέλειά τους. Η θεία παρέμεινε θεία και η ανθρώπινη παρέμεινε ανθρώπινη. Αυτό σημαίνει πως ο Ιησούς Χριστός, στο πρόσωπο του Οποίου  συνενώθηκαν οι δύο φύσεις,  είναι ο προαιώνιος Υιός και Λόγος του Θεού, «Θεός αληθινός, εκ Θεού αληθινού» και ταυτόχρονα είναι αληθής άνθρωπος. Όταν ήρθε το πλήρωμα του χρόνου (Γαλ.4,4), σαρκώθηκε, «εκ Πνεύματος Αγίου και Μαρίας της Παρθένου», ώστε «μηδαμώς υπομείνας τροπήν ή φυρμόν, ή διαίρεσιν, αλλ’ εκατέρας ουσίας την ιδιότητα σώαν φυλάξας» (Δοξαστικό Θεοτοκίο Γ΄ ήχου). Η ένωση δεν επέφερε καμιά τροπή ή

αλλοίωση. Το ίδιο δηλώνουν και τα ακόλουθα τροπάρια: «Ο γαρ αχρόνως εκ Πατρός εκλάμψας υιός μονογενής, ο αυτός εκ σου της αγνής προήλθεν αφράστως

σαρκωθείς· φύσει Θεός υπάρχων και φύσει γενόμενος άνθρωπος δι’ ημάς· ουκ εις δυάδα προσώπων τεμνόμενος, αλλ’ εν δυάδι φύσεων, ασυγχύτως γνωριζόμενος» (Δοξαστικό του πλ. β΄ ήχου) και το Δοξαστικό του πλ. δ΄ ήχου: «Είς εστιν ο Υιός, διπλούς την φύσιν, αλλ’ ου την υπόστασιν· διό τέλειον αυτόν Θεόν και τέλειον άνθρωπον, αληθώς κηρύττοντες ομολογούμεν Χριστόν τον Θεόν ημών».

        Ο Χριστός σώζει ως Θεάνθρωπος, ως αληθινός Θεός και ταυτόχρονα ως αληθινός άνθρωπος. Δε θα μπορούσε να σώσει τον άνθρωπο ως μόνο Θεός, διότι, αμέτοχος της ανθρωπότητας, η σωτηρία θα είχε μαγικό χαρακτήρα. Δε θα μπορούσε να σώσει την ανθρωπότητα μόνο ως άνθρωπος, διότι το κτίσμα δε μπορεί να σώσει κτίσμα κι ακόμα: η αμαρτία είχε τραυματίσει σοβαρά την ανθρώπινη φύση και είχε προκαλέσει ανεπανόρθωτη ζημιά, ώστε ήταν αδύνατη η αυτοσωτηρία. Για τούτο και το θείο σχέδιο της απολυτρώσεως  του ανθρωπίνου γένους, το προ αιώνων συλληφθέν στο νου της Θεότητας, προέβλεπε την ενανθρώπιση του Λόγου, την ένωση δηλαδή της θείας και ανθρωπίνης φύσεως στο θεανδρικό πρόσωπο του Χριστού, ώστε δια της προσλήψεως της ανθρωπότητας από τη Θεότητα η σωτηρία να είναι πραγματική. Για τούτο και η Εκκλησία έδωσε τιτάνιους αγώνες για να διασωθεί αυτή η αλήθεια, αποδεικνύοντας ως καταστρεπτικές τις αιρέσεις του Νεστοριανισμού, ο οποίος αρνούνταν τη θεότητα του Χριστού και του Μονοφυσιτισμού, ο οποίος αρνούνταν την ανθρωπότητά Του.

        Ο Θεάνθρωπος είναι τέλειος Θεός και τέλειος άνθρωπος, κατά πάντα όμοιος προς ημάς, εκτός της αμαρτίας. Ο απόστολος Παύλος είναι σαφής: Ο Χριστός προκειμένου να επιτελέσει το επί γης απολυτρωτικό του έργο  «ώφειλε κατά πάντα τοις αδελφοίς ομοιωθήναι, ίνα ελεήμων γένηται και πιστός αρχιερεὺς τα προς τον Θεόν, εις το ιλάσκεσθαι τας αμαρτίας του λαού» (Εβρ.2,17). Για τούτο «κεκοινώνηκε σαρκὸς και αίματος, και αυτὸς παραπλησίως μετέσχε των αυτών, ίνα διά του θανάτου καταργήσῃ τον το κράτος έχοντα του θανάτου, τουτ’ έστι τον διάβολον, και απαλλάξῃ τούτους, όσοι φόβῳ θανάτου διὰ παντὸς του ζην ένοχοι ήσαν δουλείας» (Εβρ.2,14-15). Ο ιερός Χρυσόστομος διευκρινίζει: «δια τούτο, φησί, την σάρκα ανέλαβε την ημετέραν, δια φιλανθρωπίαν μόνον, ίνα ελεήσει ημάς. Ουδέ γαρ είναι άλλη τις αιτία της οικονομίας η μόνη αύτη. Είδε δε χαμαί ερριμένους, απολλυμένους υπό του θανάτου τυραννουμένους και ηλέησεν» (Κατά Ιουδαίων 2,V). Αυτό σημαίνει ότι η ενανθρώπηση του Θεού Λόγου ήταν απόλυτα επιβεβλημένη. Αυτή τη μεγάλη αλήθεια διακήρυξε ο απόστολος Πέτρος, ότι εκτός του δι’ ημάς σαρκωθέντος Χριστού «ουκ έστιν εν άλλῳ ουδενὶ η σωτηρία· ουδὲ γαρ όνομά εστιν έτερον υπὸ τον ουρανὸν το δεδομένον εν ανθρώποις εν ᾧ δει σωθήναι ημάς» (Παρξ.4,12).

        Το μεγάλο ζητούμενο για τον άνθρωπο ήταν η χαμένη δυνατότητα, του «καθ’ ομοίωσιν» (Γεν.1,26), δηλαδή η δυνατότητα της κατά χάριν θεώσεως. Η ενανθρώπιση του Θεού Λόγου έδωσε ξανά αυτή τη δυνατότητα. Ο καθηγητής της Δογματικής στο ΑΠΘ, Β. Τσίγκος εξηγεί πως «η αντίδοση των ιδιωμάτων και η μετέπειτα αποκληθείσα περιχώριση των φύσεων», η οποία επήλθε δια της ενανθρωπίσεως,  «είναι η βάση της θεώσεως του ανθρώπου. Αυτός έχει τη δυνατότητα και την προοπτική της κατά χάριν θεώσεώς του, ακριβώς επειδή στο πρόσωπο του ενανθρωπήσαντος Λόγου η θεία φύση ενώθηκε με την ανθρώπινη και ως συνέπεια αυτής της ενώσεως θεώθηκε» (Β. Τσίγκου,  Θέματα Δογματικής της Ορθοδόξου Εκκλησίας,  σελ. 152, Θεσσαλονίκη 2014). Ο Μ. Αθανάσιος τονίζει πως η θέωση θα ήταν ανέφικτη αν «τα της θεότητος του Λόγου έργα μη δια

σώματος εγίνετο» (Κατά Αρειανών 3). Μάλιστα ο ίδιος μέγας πατήρ σε άλλο σημείο επισημαίνει πως «αυτός γαρ ενηνθρώπησεν, ίνα ημείς θεοποιηθώμεν» (Περί ενανθρωπήσεως του Λόγου 54, PG 25, 192Β). Αυτός ήταν ο λόγος της ενανθρωπήσεως του Λόγου!

       Ο άπειρος Θεός πραγματοποίησε το σχέδιο της σωτηρίας του κόσμου. Η αθόρυβη και ταπεινή είσοδός Του στον κόσμο, αλλά και όλα τα εμπόδια που πρόβαλε ο άρχων του κόσμου τούτου και ο κόσμος της πτώσεως, δεν στάθηκαν εμπόδια να καταστεί ο αποτελεσματικός λυτρωτής της ανθρωπότητας. Αψευδής μάρτυρας η ιστορία, της οποίας άλλαξε Εκείνος τον ρου. Αποδείχτηκε η μέγιστη προσωπικότητα της ιστορίας.  Η κατά σάρκα Γέννηση του Χριστού αποτέλεσε την μέγιστη καμπή της ιστορίας, χωρίζοντάς την στα δύο, στην προ Αυτού και την μετά Αυτόν εποχή. Στην εποχή της πτώσεως και προσμονής της σωτηρίας και στην εποχή της απολυτρώσεως. Κανένας άνθρωπος, όσο σημαντικός και αν υπήρξε, δεν μπόρεσε να γίνει ο ρυθμιστής της ιστορίας, παρά μόνο ο Θεάνθρωπος, ο αληθινός Θεός και άνθρωπος, Εκείνος ο Οποίος έγινε άνθρωπος για να αναγάγει τον άνθρωπο σε Θεό!  

       Αν θέλουμε, λοιπόν, να ανήκουμε στην κατηγορία των συνειδητών πιστών, οφείλουμε αυτές τις άγιες ημέρες, να αφήσουμε κατά μέρος το κοσμικό «κλίμα», να απεγκλωβιστούμε από τον καταναλωτικό οίστρο και την υλιστική κραιπάλη και να στοχαστούμε το άμετρο έλεος του Θεού προς ημάς τους αποστάτες Του. Να συνειδητοποιήσουμε την έσχατη θεία κένωση (Φιλιπ.2,7), την συγκατάβαση, την ταπείνωση, τον εξευτελισμό, το σταυρό και το θάνατο, του δι’ ημάς νηπιάσαντος Θεού μας, για να επιτευχθεί η απολύτρωσή μας από την αιχμαλωσία του διαβόλου και τη δουλεία της αμαρτίας, η οποία γεννά τη φθορά και οδηγεί στο θάνατο. Να στρέψουμε το βλέμμα μας στη Βηθλεέμ για να δούμε το εκτυφλωτικό φως του αστέρα, να ακούσουμε τους αγγελικούς παιάνες της ειρήνης και να προσκυνήσουμε το επί της φάτνης ανακληθέν «Παιδίον νέον, τον προ αιώνων Θεόν»!