Δόξα τω Θεώ, πάντων ένεκεν. - Αγ. Ιωάννης Χρυσόστομος

Τετάρτη 5 Σεπτεμβρίου 2012

Φωτισμένος. Σύγχρονες Αγιορείτικες μορφές. Δανιήλ Κατουνακιώτης. Μέρος Β'


Ο γερο-Δανιήλ μόλις διάβασε τις πρώτες σελίδες, διεπίστωσε την πραγματικότητα.
-Εδώ χορεύουν οι διάβολοι! είπε.
   Συνέταξε ένα σχετικό κείμενο, με αγιογραφικά και πατερικά χωρία και επιχειρήματα, και το έστειλε στο Βατοπέδι. Δεν υπήρχε πια η ελάχιστη αμφιβολία για την πλάνη. Όταν όμως πληροφορήθηκε ο Δήμος την απάντηση, έγινε έξαλλος. Αγριεμένος φώναζε στα αρβανίτικα:
-Ορέ, ορέ, Ντεσπότης τόπε, όρε Πρίφτ!!!
   Δηλαδή, αφού ένας Δεσπότης, αφού τόσοι Ιερείς παραδέχτηκαν ότι είναι από το Θεό, πώς ετόλμησε αυτός να τα αρνηθεί!
    Ο γερο-Δανιήλ δεν αρκέσθηκε στη διάγνωση μόνο, αλλά η αγάπη του τον οδήγησε στην προσευχή. Και το αποτέλεσμα ήταν να σταματήσουν οι αποκαλύψεις.
   Αργότερα, κατόρθωσαν οι Πατέρες να φέρουν το Δήμο στα Κατουνάκια. Ο γερο-Δανιήλ τον δέχθηκε με αγάπη. Όταν όμως άρχισε να του αποδεικνύει ότι ο δήθεν Όσιος Ευδόκιμος, που έβλεπε, ήταν καμουφλαρισμένος διάβολος, δεν άντεξε στο φως της αλήθειας. Πετάχτηκε ορθός και οργισμένος φώναζε:
-Ορέ, ορέ Ντεσπότης τόπε, ορέ, ορέ Πρίφτ…!
   Ωστόσο αναγκάσθηκε από τα πράγματα να βρει το σωστό δρόμο γιατί ο διάβολος από τότε που αποκαλύφθηκε δεν έκανε πλέον την εμφάνισή του. Οι πατέρες όλοι επείσθηκαν πλέον για την πλάνη και ο ίδιος ο Ροδοστόλου έστειλε συγχαρητήρια στο γερο-Δανιήλ για την επιτυχία του.
   Πράγματι, όπως το είπε ο Απόστολος Παύλος, ο διάβολος «μετασχηματίζεται εις άγγελον φωτός», και αλίμονο σ’ εκείνον που θα ξεγελασθεί από την εξωτερική λάμψη.
   «Ένας αμαρτωλός εύκολα μπορεί να μετανοήσει, αλλά ένας πλανεμένος δύσκολα, εκτός αν ξεσκεπασθεί ο διάβολος. Αυτός έχει την αδυναμία, μόλις φανερωθεί, να φεύγει» έλεγε συχνά ο γερο-Δανιήλ.
   Σ’ εκείνους που με τη βοήθεια του γέροντος σώθηκαν από πλάνη, συγκαταλέγεται κι ένας δάσκαλος από την Κέρκυρα, που καθώς έλεγε, είχε στενή συνεργασία με τον… Άγιο Σπυρίδωνα.
   Ο άνθρωπος αυτός είχε ανακατέψει την Χριστιανική πίστη με τον Πνευματισμό και με την πλάνη. Πίστευε πως μπορούσε να κάνει καταπληκτικά θαύματα. Και όλος ο κόσμος είχε να συζητεί για το πρόσωπό του. Τον ήξεραν πολύ καλά και οι γιατροί και τα νοσοκομεία.
   Το πονηρό πνεύμα του παρουσιαζόταν με τη μορφή του Αγίου Σπυρίδωνος. Τον προέτρεπε να κρατά στην προσευχή του μία αναμμένη λαμπάδα. Και όταν η λαμπάδα τελειώνει και αρχίζει να καίει το χέρι του, να μην τη σβήνει, αλλά να κάνει υπομονή διότι πρόκειται για μαρτύριο. Και να μην κοινωνεί στην Εκκλησία, αλλά να γλύφει την ύλη που τρέχει από το κάψιμο του χεριού, διότι αυτή ισοδυναμεί με τη θεία Μετάληψη. Καταλαβαίνει κανείς τι εγκαύματα και παραμορφώσεις παρουσίαζαν τα χέρια του.
   Επίσης σε εκδρομές με τους μαθητάς του έκανε προσευχή με αποτέλεσμα να ανεβάζει και να κατεβάζει τα σύννεφα και να δημιουργεί βροχή. Δεν μπορούσαν όμως να ωφεληθούν οι μαθηταί, διότι μετά από την προσευχή και τα «θαύματα» έλεγε διάφορες ανοησίες.
   Ο άνθρωπος αυτός, όταν πια αχρηστεύθηκαν τα χέρια του από τα εγκαύματα, αναζήτησε κάποιον για να τον σώσει. Έφθασε ως τα Κατουνάκια. Ο Γέροντας του είπε πως διακρίνονται τα θαύματα του Θεού από τα θαύματα του διαβόλου. Τον απήλλαξε από τη σατανική κυριαρχία.
   Θεράπευσε επίσης ένα Καλαβρυτινό, που με δαιμονική συνεργία γνώριζε από στήθους το Ευαγγέλιο και πατούσε στη φωτιά, χωρίς να καίγεται. Ακόμη και ένα μοναχό του Ρωσικού, που έκανε 3.000 μετάνοιες την ημέρα. Αλλά με τον τελευταίο αυτόν αξίζει να ασχοληθούμε περισσότερο.
   Όταν ο γερο-Δανιήλ ήταν στο Ρωσικό, παρατηρούσε πως όποιος μοναχός που ασκήτευε σ’ ένα κάθισμα έξω από το μοναστήρι, παρίστανε τον μεγάλο ασκητή. Έκανε μεγάλες νηστείες, φορούσε τα πιο άθλια ρούχα, γύριζε ξυπόλητος ακόμα και το χειμώνα κ.λ.π. Μεταξύ των άλλων, ενώ ο κανόνισμος προβλέπει 300 μετάνοιες την ημέρα, αυτός έκανε 3.000. Οι άλλοι λοιπόν μοναχοί τον εθαύμαζαν.
-Αυτός είναι πραγματικός καλόγερος. Αυτός είναι ασκητής με τα όλα του, έλεγαν.
   Ο π. Δανιήλ, παρ’ όλο που ήταν νεότερος τότε, δεν έδειχνε ενθουσιασμένος. Με το διορατικό του βλέμμα διέκρινε μια κατάσταση κάθε άλλο, παρά θεάρεστη. Διεπίστωσε μάλιστα πως στην πόρτα της Καλύβης του υπήρχε κάποιο άνοιγμα, που επέτρεπε στους διαβάτες να βλέπουν μέσα για να επαινούν τη μεγάλη του άσκηση.
   Η αγάπη τον έσπρωξε ν’ αναφέρει την υπόθεση στον ηγούμενο, ώστε να σωθεί ο αδελφός από την πλάνη. Τότε ο ηγούμενος ξεκίνησε για την Καλύβη του «υπερασκητού»!
-Πώς τα περνάς εσύ εδώ, πάτερ;
-Με την ευχή σου γέροντα, καλά. Αγωνίζομαι και κλαίω τις αμαρτίες μου.
-Μόνο που δεν ήρθες καμιά φορά να μου πεις τους λογισμούς σου.
-Τι να σου πω, γέροντα; Τα ξέρεις. Είμαι ένας αμαρτωλός που αγωνίζομαι.
-Τι αγώνα έχεις; Δεν μου λες, κάνεις καμιά γονυκλισία;
-Ναι, γέροντα, κάνω μερικές.
-Πόσες;
-Να με την ευχή σου 3.000 την ημέρα.
-Πώς; Γιατί 3.000; Ποιος σου έδωσε ευλογία για τόσες; Όχι, δεν θα ξανακάνεις 3.000. Τι θέλεις να παραστήσεις; Τον «υπερασκητή»; Στο εξής μόνο πενήντα. Έτσι δε θα σε πιάνει και υπερηφάνεια.
   Ο γέροντας έφυγε. Η τομή είχε γίνει και το απόστημα παρουσιάσθηκε αμέσως με όλη του τη δυσοσμία. Συνέβη κάτι το ανέλπιστο:
   Ο άλλοτε «μέγας και τρανός» ασκητής πήρε στροφή εκατόν ογδόντα μοιρών. Γονυκλισίες δεν μπορούσε να κάνει ούτε πενήντα! Αντί για κουρελιάρικα ρούχα φορούσε τώρα ό,τι πολυτελέστερο υπήρχε. Η φτωχική του τράπεζα γνώρισε τα εκλεκτότερα φαγητά.
   Όπως ήταν φυσικό, οι άλλοι πατέρες έτριβαν τα μάτια τους. Τότε πια κατάλαβαν πως οι υπέρμετρες ασκήσεις του οφείλονταν σε πνεύμα υπερηφανείας. Έτσι μπορούσε να εξηγηθεί και η καταπληκτική μεταβολή, γιατί το πνεύμα αυτό της πλάνης κυνηγάει τα άκρα. Τα άκρα, τα περισσά και τα υπέρμετρα, σύμφωνα με την πατερική σοφία «των δαιμόνων εισί».

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου