Δόξα τω Θεώ, πάντων ένεκεν. - Αγ. Ιωάννης Χρυσόστομος

Παρασκευή 5 Ιουνίου 2015

«Οι Χριστολογικές πλάνες των μαρτύρων του Ιεχωβά. Εθνικές και κοινωνικές αντιλήψεις» Μέρος Β'

Εν Πειραιεί τη 3η Ιουνίου 2015.

Δημοσιεύουμε το 2ο μέρος της ομιλίας με τίτλο «Οι Χριστολογικές πλάνες των μαρτύρων του Ιεχωβά. Εθνικές και κοινωνικές αντιλήψεις», που εκφωνήθηκε στο αντιχιλιαστικό Σεμινάριο της Ιεράς Μητροπόλεως Πειραιώς με θέμα: «ΟΙ ΠΛΑΝΕΣ ΤΩΝ ΜΑΡΤΥΡΩΝ ΤΟΥ ΙΕΧΩΒΑ»

2ον
Δεν είναι άγγελος.

Ταυτίζουν οι χιλιαστές τον Χριστό με τον αρχάγγελο Μιχαήλ. Αλλ’ αυτό αποκλείεται από σαφή χωρία της αγ. Γραφής και ιδίως από το πρώτο κεφάλαιο της προς Εβραίους επιστολής, όπου γίνεται σύγκρισις Υιού και αγγέλων. Παραθέτομε μόνον δύο χωρία: «πρὸς τίνα δὲ των αγγέλων είρηκέ ποτε· κάθου εκ δεξιών μου έως αν θω τοὺς εχθρούς σου υποπόδιον των ποδών σου; ουχὶ πάντες εισὶ λειτουργικὰ πνεύματα εις διακονίαν αποστελλόμενα διὰ τοὺς μέλλοντας κληρονομείν σωτηρίαν;» (1,13-14). Σε κανένα από τους αγγέλους δεν είπε ποτέ: κάθησε στα δεξιά μου. Αυτό το είπε μόνο στον Χριστό, διότι ο Χριστός δεν είναι άγγελος. Οι άγγελοι είναι όλοι υπηρετικά πνεύματα, ενώ ο Χριστός είναι ο Κύριος των αγγέλων. Επίσης: «όταν δὲ πάλιν εισαγάγῃ τὸν πρωτότοκον εις τὴν οικουμένην, λέγει· καὶ προσκυνησάτωσαν αυτώ πάντες άγγελοι Θεού» (1,6). Όταν θα εισαγάγη ο Πατήρ τον Υιόν του τον πρωτότοκο, που γεννήθηκε από τον Πατέρα προ πάσης της κτίσεως, δια να κρίνει με δόξα και δύναμη την οικουμένη, λέγει: Ας τον προσκυνήσουν όλοι οι άγγελοι του Θεού. Άρα ο Χριστός δεν είναι άγγελος, αλλά αυτός τον οποίον προσκυνούν οι άγγελοι, ο Θεός.

Αντικείμενο λατρείας.

Επίσης βλέπουμε ότι ο Χριστός δέχεται να προσκυνείται και να λατρεύεται, παρ’ όλο που ήταν γνωστό στους Ιουδαίους, ότι η προσκύνησις και η λατρεία ανήκουν μόνον στο Θεό, σύμφωνα με τον λόγο της Γραφής: «Κύριον τὸν Θεόν σου προσκυνήσεις καὶ αυτώ μόνῳ λατρεύσεις» (Ματθ.4,10 και Δευτ.6,13). Άρα ο Χριστός δεν είναι μόνον άνθρωπος, αλλά και Θεός. Παραθέτομε μερικά σχετικά χωρία: Λέγει στο Δευτερονόμιο «καὶ προσκυνησάτωσαν αὐτῷ πάντες ἄγγελοι Θεοῦ» ( 32,43). Αυτός τον οποίον πρέπει να προσκυνήσουν όλοι οι άγγελοι, είναι ο Γιαχβέ, ο Θεός. Η ίδια όμως αυτή φράση αποδίδεται και για τον Υιόν του Θεού, στην προς Εβραίους επιστολή: «ὅταν δὲ πάλιν εἰσαγάγῃ τὸν πρωτότοκον εἰς τὴν οἰκουμένην, λέγει· καὶ προσκυνησάτωσαν αὐτῷ πάντες ἄγγελοι Θεοῦ» (Εβρ.1,6). Άλλη μια μαρτυρία έχουμε από το όραμα του προφήτου Δανιήλ: «Εθεώρουν ἐν ὁράματι τῆς νυκτὸς καὶ ἰδοὺ μετὰ τῶν νεφελῶν τοῦ οὐρανοῦ ὡς υἱὸς ἀνθρώπου ἐρχόμενος ἦν καὶ ἕως τοῦ παλαιοῦ τῶν ἡμερῶν ἔφθασε καὶ ἐνώπιον αὐτοῦ προσηνέχθη. καὶ αὐτῷ ἐδόθη ἡ ἀρχὴ καὶ ἡ τιμὴ καὶ ἡ βασιλεία, καὶ πάντες οἱ λαοί, φυλαί, γλῶσσαι αὐτῷ δουλεύσουσιν (δηλαδή αυτόν θα λατρεύσουν)· ἡ ἐξουσία αὐτοῦ ἐξουσία αἰώνιος, ἥτις οὐ παρελεύσεται, καὶ ἡ βασιλεία αὐτοῦ οὐ διαφθαρήσεται (Δαν.7,13-14). Στο όραμα αυτό βλέπει ο προφήτης κάποιον που είχε μορφή ανθρώπου, να έρχεται καθισμένος πάνω στα σύννεφα του ουρανού, μέχρις ότου έφθασε ενώπιον του Παλαιού των ημερών, του Θεού Πατρός. Και εδόθηκε σ’ αυτόν η εξουσία, η τιμή και η βασιλεία. Και όλοι οι άνθρωποι από κάθε φυλή και γλώσσα, θα υποταχθούν και θα υπηρετήσουν Αυτόν. Ο Υιός του ανθρώπου, τον οποίον εδώ βλέπει εν οράματι ο προφήτης, είναι όπως ερμηνεύουν οι Πατέρες, ο Μεσσίας, ο ενανθρωπίσας Θεός, ο Χριστός. Αυτός δε ως αιώνιος βασιλεύς είναι και αντικείμενο λατρείας, διότι είναι συγχρόνως και Υιός του Θεού. Επίσης από την Κ Δ. έχουμε την μαρτυρία του ευαγγελιστού Ματθαίου, ο οποίος σημειώνει, ότι οι μαθητές προσκύνησαν τον Κύριο μετά την κατάπαυση της τρικυμίας και ο Κύριος δεν αρνήθηκε την προσκύνηση: «Οἱ δὲ ἐν τῷ πλοίῳ ἐλθόντες προσεκύνησαν αὐτῷ λέγοντες· ἀληθῶς Θεοῦ υἱὸς εἶ» (Ματθ. 14,33).

Η ανάσταση του Χριστού.

Οι μάρτυρες του Ιεχωβά, αρνούμενοι την Θεότητα του Χριστού, κατά φυσική συνέπεια αρνούνται και την ανάσταση του σώματός του. Ισχυρίζονται ότι ο Χριστός κατέθεσε άπαξ διά παντός την σωματική του ζωή, όταν απέθανε πάνω στο σταυρό, για να μην λάβει αυτήν πάλι ποτέ. Αν και με την λέξη ανάσταση όλοι μας εννοούμε, ότι ανίσταται εκείνο που αποθνήσκει, οι χιλιαστές λέγουν ότι στην περίπτωση του Χριστού απέθανε σώμα και ανέστη πνεύμα, επικαλούμενοι το χωρίο από την Α΄ Πετρ. 3,18: «θανατωθείς μεν σαρκί, ζωοποιηθείς δε πνεύματι». Ωστόσο η έννοια του χωρίου αυτού είναι, ότι ο Χριστός εθανατώθηκε ως προς την σάρκα πάνω στο σταυρό και χωρίστηκε η ψυχή του από το σώμα του. Η δε ψυχή του όχι μόνο δεν εκμηδενίστηκε, αλλά καθώς ήταν ενωμένη με την θεότητα, έλαβε νέες ζωοποιές δυνάμεις, ώστε με την κάθοδό της στο άδη να φέρει εις πέρας το έργο του ευαγγελισμού των ψυχών, που έζησαν κατά την προ Χριστού εποχήν και ήταν φυλακισμένες στον άδη, για το οποίο έργο ομιλεί ευθύς αμέσως στον επόμενο στίχο 19: «ἐν ᾧ καὶ τοῖς ἐν φυλακῇ πνεύμασι πορευθεὶς ἐκήρυξεν». Το ότι δε δεν ανέστη κάποιο πνεύμα αντί του σώματος, το οποίο απέθανε πάνω στο σταυρό, αποδεικνύεται ξεκάθαρα και από τα παρά κάτω χωρία: Μετά την ανάστασή του ο Χριστός προτρέπει τους μαθητάς του να τον ψηλαφήσουν για να βεβαιωθούν ότι το αναστημένο σώμα του είναι σώμα με «σάρκα και οστέα», και όχι πνεύμα ή φάντασμα, είναι το ίδιο εκείνο σώμα που πέθανε πάνω στο σταυρό.: «ἴδετε τὰς χεῖράς μου καὶ τοὺς πόδας μου, ὅτι αὐτὸς ἐγώ εἰμι· ψηλαφήσατέ με καὶ ἴδετε, ὅτι πνεῦμα σάρκα καὶ ὀστέα οὐκ ἔχει καθὼς ἐμὲ θεωρεῖτε ἔχοντα» (Λουκ.24,39). Επίσης σε άλλη περίπτωση λαμβάνει τροφή:«Καὶ λαβὼν ἐνώπιον αὐτῶν ἔφαγεν» (Λουκ.24,43). Αν και το σώμα της αναστάσεως δεν είχε ανάγκη τροφής, ο Κύριος έφαγε, για να δείξει ότι δεν είναι φάντασμα, αλλά είχε πραγματικό σώμα με σάρκα και οστά. Επίσης δέχεται να ψηλαφηθεί από τον Θωμά: «Εἶτα λέγει τῷ Θωμᾷ· φέρε τὸν δάκτυλόν σου ὧδε καὶ ἴδε τὰς χεῖράς μου, καὶ φέρε τὴν χεῖρά σου καὶ βάλε εἰς τὴν πλευράν μου» (Ιω.20,27). Ο Θωμάς ήθελε να δει και να ψηλαφήσει τα τρυπημένα από τα καρφιά χέρια και την λογχευμένη πλευρά για να πεισθεί, ότι όντως ο Χριστός αναστήθηκε, διότι εννοούσε την ανάσταση ως ζωοποίηση του νεκρωθέντος επί του σταυρού σώματος του Κυρίου και όχι όπως την εννοούν οι χιλιαστές. Επίσης όταν ο άγγελος είπε στις μυροφόρες ότι «ανέστη ο Κύριος, δεν είναι εδώ», έδειξε τον κενό τάφο: «Ἰησοῦν ζητεῖτε τὸν Ναζαρηνὸν τὸν ἐσταυρωμένον· ἠγέρθη, οὐκ ἔστιν ὧδε· ἴδε ὁ τόπος ὅπου ἔθηκαν αὐτόν» (Μαρκ. 16,6). Τι βρισκόταν προηγουμένως εκεί; Το νεκρό σώμα του Ιησού. Ε, λοιπόν αυτό ήταν εκείνο, που αναστήθηκε και έφυγε από τον τάφο.
Ένα άλλο χωρίο που επικαλούνται οι χιλιαστές είναι από την Α΄ Κορ.15,50: «σάρξ καὶ αἷμα βασιλείαν Θεοῦ κληρονομῆσαι οὐ δύνανται, οὐδὲ ἡ φθορὰ τὴν ἀφθαρσίαν κληρονομεῖ». Ωστόσο η φράση «σάρξ καὶ αἷμα» έχει διάφορες σημασίες στη γλώσσα της Γραφής. Μπορεί α) να σημαίνει την σάρκα και το αίμα (Εβρ.2,14), ή β) να σημαίνει τον άνθρωπο (Ματθ.16,17), ή γ) την σεξουαλικότητα (Ιω.1,13), ή δ) την φθορά γενικώς. Εδώ στην προκειμένη περίπτωση έχει την τελευταία σημασία και τούτο φαίνεται από όσα προσθέτει αμέσως παρά κάτω: «οὐδὲ ἡ φθορὰ τὴν ἀφθαρσίαν κληρονομεῖ». Το σώμα κληρονομεί και αυτό την βασιλεία των ουρανών. Αλλά πρέπει προηγουμένως να γίνει σ’ αυτό αλλαγή και μεταβολή. Πρέπει δηλαδή να γίνει άφθαρτο και αθάνατο. Να μην υπόκειται στις βιολογικές ανάγκες της παρούσης ζωής και στα αδιάβλητα ανθρώπινα πάθη (πείνα, δίψα κ.λ π.). Αυτό το ίδιο το φθαρτό σώμα θα ενδυθεί την αφθαρσία και όχι κάποιο άλλο. Την αλήθεια αυτή τονίζει ο απόστολος παρά κάτω: «δεῖ γὰρ τὸ φθαρτὸν τοῦτο (και όχι κάποιο άλλο) ἐνδύσασθαι ἀφθαρσίαν καὶ τὸ θνητὸν τοῦτο ἐνδύσασθαι ἀθανασίαν» (Α΄Κορ.15,53). Ειδικότερα το αναστημένο σώμα του Χριστού, δεν είχε ανάγκη από την διαδικασία αυτής της μεταβολής και μεταστοιχειώσεως από την φθορά στην αφθαρσία, την οποία έχουν τα δικά μας φθαρτά σώματα. Διότι η σάρκα του Κυρίου, ή οποία κατοίκησε στον τάφο, ενωμένη καθώς ήταν με την Θεότητά του δεν έπαθε τίποτε, δεν υπέστη την φθορά της αποσυνθέσεως. Ούτε επίσης η ψυχή του παρέμεινε δέσμια και αιχμάλωτη στον άδη, αλλά ενωμένη καθώς ήταν και αυτή με την Θεότητά του, «εσκύλευσε» λαφυραγώγησε τον άδη, δηλαδή απελευθέρωσε τις ψυχές των κεκοιμημένων δικαίων, που έζησαν κατά την εποχή της Π.Δ. Και στη συνέχεια αφού επανήλθε στο πανάγιο σώμα του και ενώθηκε με αυτό, ανεστήθη πλέον σε νέα κατάσταση δόξης και αθανασίας. Την αλήθεια αυτή προφητεύει και ο Δαυΐδ στον μεσσιανικό ψαλμό 15,10: «ὅτι οὐκ ἐγκαταλείψεις τὴν ψυχήν μου εἰς ᾅδην, οὐδὲ δώσεις τὸν ὅσιόν σου ἰδεῖν διαφθοράν». Επίση και  ο απόστολος Πέτρος επιβεβαιώνει ότι «προϊδὼν (ο Δαυΐδ) ἐλάλησε περὶ τῆς ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ ὅτι οὐ κατελείφθη ἡ ψυχὴ αὐτοῦ εἰς ᾅδου οὐδὲ ἡ σὰρξ αὐτοῦ εἶδε διαφθοράν» (Πραξ. 2,31).Αντιθέτως οι χιλιαστές ισχυρίζονται ότι το σώμα του Χριστού εξαφανίστηκε και πιθανώς διαλύθηκε εις αέρια.

Εθνικές και κοινωνικές αντιλήψεις.

Περί Πατρίδος.

Η «φυλλαδική εταιρεία Σκοπιά» των μαρτύρων του Ιεχωβά διδάσκει και διαπαιδαγωγεί τους οπαδούς της να μην αγαπούν την πατρίδα, να χλευάζουν την σημαία, να μην λαμβάνουν όπλα προς υπεράσπισή της. Προφητεύουν την κατάργηση όλων των πατρίδων και την παγκόσμιο επικράτηση του Ισραήλ, πράγμα το οποίο αποκαλύπτει τον σιωνιστικό χαρακτήρα της Οργανώσεως. Ωστόσο η Πατρίδα ως έννοια και ως περιεχόμενο, ως τόπος κατοικίας ενός λαού με ιδιαίτερα χαρακτηριστικά, με γλώσσα, με ιστορία και παραδόσεις, είναι μια αξία, η οποία ευρίσκει θέση στον αιώνιο λόγο του Θεού. Αναφέρομε ορισμένα χωρία, κατ’ αρχήν από την Π.Δ.: «ὅτε διεμέριζεν ὁ Ὕψιστος ἔθνη, ὡς διέσπειρεν υἱοὺς Ἀδάμ, ἔστησεν ὅρια ἐθνῶν κατὰ ἀριθμὸν ἀγγέλων Θεοῦ» (Δευτ. 32,8). Επίσης ο απ. Παύλος στην ομιλία του στον Άρειο Πάγο αναφέρει ότι «ἐποίησέ τε ἐξ ἑνὸς αἵματος πᾶν ἔθνος ἀνθρώπων κατοικεῖν ἐπὶ πᾶν τὸ πρόσωπον τῆς γῆς, ὁρίσας προστεταγμένους καιροὺς καὶ τὰς ὁροθεσίας τῆς κατοικίας αὐτῶν» (Πραξ.17,26). Ο Θεός δημιούργησε όλα τα έθνη των ανθρώπων, για να κατοικούν στην επιφάνεια της γης. Και αυτός όρισε για το καθένα από αυτά, χρόνους που έχουν εκ των προτέρων καθορισθεί από την πρόνοιά του για την εμφάνιση και εξαφάνισή τους καθώς και τα σύνορα της κατοικίας των. Επίσης ο απ. Παύλος στην Β΄ προς Κορινθίους επιστολή του τολμάει να καυχηθεί, ότι κατάγεται από ένα ένδοξο έθνος και ανήκει στον μοναδικό εκείνο λαό που ο Θεός εδιάλεξε από όλα τα άλλα έθνη για να φέρει διά μέσου αυτού εις πέρας το έργο της σωτηρίας του ανθρώπου: «Εν ᾧ δ᾿ ἄν τις τολμᾷ, ἐν ἀφροσύνῃ λέγω, τολμῶ κἀγώ.  Ἑβραῖοί εἰσι; κἀγώ· Ἰσραηλῖταί εἰσι; κἀγώ· σπέρμα Ἀβραάμ εἰσι; κἀγώ» (11,21-22). Επίσης στην προς Ρωμαίους επιστολή του γράφει: «Λύπη μοί ἐστι μεγάλη καὶ ἀδιάλειπτος ὀδύνη τῇ καρδίᾳ μου. ηὐχόμην γὰρ αὐτὸς ἐγὼ ἀνάθεμα εἶναι ἀπὸ τοῦ Χριστοῦ ὑπὲρ τῶν ἀδελφῶν μου, τῶν συγγενῶν μου κατὰ σάρκα, οἵτινές εἰσιν Ἰσραηλῖται, ὧν ἡ υἱοθεσία καὶ ἡ δόξα καὶ αἱ διαθῆκαι καὶ ἡ νομοθεσία καὶ ἡ λατρεία καὶ αἱ ἐπαγγελίαι, ὧν οἱ πατέρες, καὶ ἐξ ὧν ὁ Χριστὸς τὸ κατὰ σάρκα, ὁ ὢν ἐπὶ πάντων Θεὸς εὐλογητὸς εἰς τοὺς αἰῶνας· ἀμήν» (Ρωμ.9,2-5). Εδώ ο απόστολος δείχνει την ιδιαίτερη αγάπη του προς τους συμπατριώτες του, για τους οποίους αναφέρει εξαιρετικούς τίτλους τιμής, ενώ αισθάνεται μεγάλη λύπη και οδύνη, διότι δεν επίστευσαν στον Χριστό. Τόσο πολύ τους αγαπάει, ώστε θα ευχόταν να χωρισθεί αυτός για πάντα από τον Χριστό, εάν επρόκειτο έτσι να σωθούν οι συμπατριώτες του. Επίσης ο Κύριος στον διάλογο που είχε με την Σαμαρείτιδα, αναφέρει μεταξύ άλλων: «Υμεῖς προσκυνεῖτε ὃ οὐκ οἴδατε, ἡμεῖς προσκυνοῦμεν ὃ οἴδαμεν· ὅτι ἡ σωτηρία ἐκ τῶν Ἰουδαίων ἐστίν» (Ιω.4,22). Εσείς οι Σαμαρείτες δεν έχετε σαφή γνώση γι’ αυτό που πιστεύετε. Εμείς οι Ιουδαίοι προσκυνούμε αυτό για το οποίο γνωρίζουμε περισσότερο από κάθε άλλον. Με το «ἡμεῖς προσκυνοῦμεν» ομιλεί ως Ιουδαίος και συντάσσει τον εαυτό του με τους συμπατριώτες του Ιουδαίους. Επί πλέον τονίζει την υπεροχή των συμπατριωτών του Ιουδαίων, επειδή από αυτούς κατάγεται κατά την ανθρώπινη φύση του ο Μεσσίας. Επίσης ο Χριστός κλαίει για την Ιερουσαλήμ, την πρωτεύουσα της επιγείου Πατρίδος του, εκφράζοντας το παράπονό του για την αμετανοησία των κατοίκων της, πράγμα που δείχνει το πατριωτικό του συναίσθημα: «Καὶ ὡς ἤγγισεν, ἰδὼν τὴν πόλιν ἔκλαυσεν ἐπ᾿ αὐτῇ» (Λουκ.19,41). Το ίδιο παράπονο εκφράζει και σε άλλη περίπτωση:«Ἱερουσαλὴμ Ἱερουσαλήμ, ἡ ἀποκτέννουσα τοὺς προφήτας καὶ λιθοβολοῦσα τοὺς ἀπεσταλμένους πρὸς αὐτήν! ποσάκις ἠθέλησα ἐπισυναγαγεῖν τὰ τέκνα σου ὃν τρόπον ἐπισυνάγει ὄρνις τὰ νοσσία ἑαυτῆς ὑπὸ τὰς πτέρυγας, καὶ οὐκ ἠθελήσατε. ἰδοὺ ἀφίεται ὑμῖν ὁ οἶκος ὑμῶν ἔρημος» (Ματθ.23,37-38). Εάν λοιπόν ο Χριστός αγαπούσε την επίγεια πατρίδα του, γιατί δεν θα πρέπει και εμείς να αγαπούμε την ιδική μας πατρίδα; Βέβαια η ουράνια πατρίδα μας, η Βασιλεία των ουρανών είναι ασυγκρίτως ανώτερη από την επίγεια, όπως επισημαίνει ο Παύλος: «Οἱ γὰρ τοιαῦτα λέγοντες ἐμφανίζουσιν ὅτι πατρίδα ἐπιζητοῦσι. καὶ εἰ μὲν ἐκείνης ἐμνημόνευον, ἀφ᾿ ἧς ἐξῆλθον, εἶχον ἂν καιρὸν ἀνακάμψαι· νῦν δὲ κρείττονος ὀρέγονται, τοῦτ᾿ ἔστιν ἐπουρανίου» (Εβρ.11,14-16). Διότι αυτοί (οι πατριάρχες), που έλεγαν αυτά τα λόγια, (ότι δηλαδή είναι πάροικοι και παρεπίδημοι), εφανέρωναν καθαρά, ότι δεν επανεπαύοντο εις την επίγειον πατρίδα, αλλ’ εζητούσαν την μόνιμη και χαρμόσυνη πατρίδα, δηλαδή τον ουρανόν. Και εάν ενεθυμούντο εκείνη, την επίγεια πατρίδα, από την οποίαν είχαν εξέλθει, είχαν και τον χρόνον και την ευκαιρία να επανέλθουν εις αυτήν. Τώρα όμως επιθυμούν σφοδρώς καλυτέρα και τελειοτέρα πατρίδα, δηλαδή την επουράνιο. Το ότι  η ουράνια πατρίδα μας, η Βασιλεία των ουρανών, είναι ασυγκρίτως ανώτερη από την επίγεια, αυτό δεν σημαίνει ότι η επίγεια χάνει την αξία της και την θέση της μέσα στην εκκλησία. Αυτός που αγαπά τον Θεόν είναι φυσικό και επόμενο να αγαπά και τους κατά σάρκα συγγενείς του, τους ομοεθνείς του, με τους οποίους είναι συνδεδεμένος με ιδιαίτερους δεσμούς, την  κοινή καταγωγή, την κοινή γλώσσα, τις κοινές τοπικές παραδόσεις, τα ήθη, τα έθιμα κ.λ.π.
Την αντίθεσή τους προς την έννοια του έθνους και της πατρίδος εκφράζουν επίσης με την άρνησή τους να λάβουν όπλα και να μετέχουν σε πόλεμο. Για να στηρίξουν τους ισχυρισμούς των επικαλούνται την εντολή του Θεού «Ου φονεύσεις» (Εξ.20,15). Η έννοια της εντολής είναι ότι δεν επιτρέπεται να φονεύσεις ως ιδιώτης. Ως όργανο όμως της κρατικής εξουσίας ο φόνος επιτρέπεται ως αναγκαίο κακό για την εξασφάλιση μιάς στοιχειώδους τάξεως μέσα στην κοινωνία και για την αποφυγή μεγαλυτέρων κακών, την επικράτηση δηλαδή χάους και αναρχίας. Επίσης υπάρχουν σαφείς βιβλικές μαρτυρίες, που δείχνουν ξεκάθαρα, ότι η ανάληψη όπλων και η στρατιωτική υπηρεσία δεν είναι αντίθετη προς το θέλημα του Θεού. Υπάρχουν πάμπολλα βιβλικά χωρία από την Π.Δ. στα οποία ο Μωϋσής και αργότερα ο Ιησούς του Ναυή κατ’ εντολήν του Θεού επολέμησε και εθανάτωσε βασιλείς, στρατεύματα και λαούς. Αναφέρουμε μερικά χωρία: «Καὶ ἐπάταξεν αὐτὸν (τον βασιλέα Σηών) Ἰσραὴλ φόνῳ μαχαίρας καὶ κατεκυρίευσαν τῆς γῆς αὐτοῦ». (Αριθ.21,24). «Καὶ εἶπε Κύριος πρὸς Μωυσῆν· μὴ φοβηθῇς αὐτόν, (τον βασιλέα Ωγ) ὅτι εἰς τὰς χεῖράς σου παραδέδωκα αὐτὸν καὶ πάντα τὸν λαὸν αὐτοῦ» (Αριθ.21,34). Επίσης αναφέρουμε μερικά χωρία από την Κ.Δ.: «Επηρώτων δὲ αὐτὸν καὶ στρατευόμενοι λέγοντες· καὶ ἡμεῖς τί ποιήσομεν; καὶ εἶπε πρὸς αὐτούς· μηδένα συκοφαντήσητε μηδὲ διασείσητε, καὶ ἀρκεῖσθε τοῖς ὀψωνίοις ὑμῶν (Λουκ.3,14). Ο Ιωάννης δεν είπε σ’ αυτούς να καταθέσουν τα όπλα, αλλά είπε μόνον να μην καταπιέζουν κανένα προς απόσπαση χρημάτων. Αν η στράτευση ήταν αμαρτία, ο Ιωάννης θα τους έλεγε ευθέως να καταθέσουν τα όπλα και αρνηθούν την στρατιωτική υπηρεσία. «Ἀνὴρ δέ τις ἐν Καισαρείᾳ ὀνόματι Κορνήλιος, ἑκατοντάρχης ἐκ σπείρης τῆς καλουμένης Ἰταλικῆς, εὐσεβὴς καὶ φοβούμενος τὸν Θεὸν σὺν παντὶ τῷ οἴκῳ αὐτοῦ» (Πραξ.10,1-2). Εάν η  στρατιωτική υπηρεσία ήταν από τον σατανά ο εκατόνταρχος δεν θα χαρακτηριζόταν «ευσεβής καὶ φοβούμενος τὸν Θεὸν».

Μετάγγισις αίματος.

Η «φυλλαδική εταιρεία Σκοπιά» απαγορεύει την μετάγγιση αίματος στους οπαδούς της διότι την θεωρεί ως αμαρτία, με συνέπεια πολλοί ασθενείς να αποθνήσκουν. Επικαλούνται τα εξής χωρία από την Π.Δ.: «πλὴν κρέας ἐν αἵματι ψυχῆς οὐ φάγεσθε» (Γεν.9,4). Δηλαδή κρέας μαζί με το αίμα, επί του οποίου βασίζεται η ζωή του ζώου, δεν θα φάγετε. «Καὶ ἄνθρωπος τῶν υἱῶν Ἰσραὴλ ἢ τῶν προσηλύτων τῶν προσκειμένων ἐν ὑμῖν, ὃς ἂν φάγῃ πᾶν αἷμα, καὶ ἐπιστήσω τὸ πρόσωπόν μου ἐπὶ τὴν ψυχὴν τὴν ἔσθουσαν τὸ αἷμα καὶ ἀπολῶ αὐτὴν ἐκ τοῦ λαοῦ αὐτῆς» (Λευϊτ.17,10). Εάν ένας άνθρωπος από τους Ισραηλίτας η, από τους ξένους, που ευρίσκονται μαζί σας, φάγη αίμα, εγώ θα στρέψω οργισμένος το πρόσωπόν μου εναντίον του ανθρώπου αυτού, ο οποίος έφαγε αίμα, και θα εξοντώσω αυτόν εκ του λαού του. Σύμφωνα με τα παρά πάνω χωρία ο Θεός απαγόρευε στους Εβραίους και προσηλύτους να τρώγουν αίμα. Πρώτα έπρεπε να αφήσουν να χυθεί το αίμα του ζώου και έπειτα να φάγουν το κρέας χωρίς αίμα. Οι λόγοι της απαγορεύσεως αυτής είναι πρώτον, διότι το αίμα είναι η έδρα της ζωής, δεύτερον, διότι το αίμα προσφέρεται κατά τις θυσίες προς εξιλασμόν, αλλά και διότι η βρώσις αίματος ήταν συνδεδεμένη την εποχή εκείνη με ειδωλολατρικές και μαγικές τελετές.  Η ίδια απαγόρευση επαναλαμβάνεται και στην αποστολική Σύνοδο στους χριστιανούς, που προέρχονταν από εθνικούς: «Έδοξεν γὰρ τῷ ἁγίῳ Πνεύματι καὶ ἡμῖν μηδὲν πλέον ἐπιτίθεσθαι ὑμῖν βάρος πλὴν τῶν ἐπάναγκες τούτων, ἀπέχεσθαι εἰδωλοθύτων καὶ αἵματος καὶ πνικτοῦ καὶ πορνείας» (Πρ.15,28-29).
Ωστόσο τα χωρία που επικαλούνται εδώ οι χιλιαστές μιλούν για βρώση και όχι για μετάγγιση. Επίσης εάν λάβουμε υπ’ όψιν μας ότι  η μη μετάγγισις αίματος οδηγεί στο θάνατο πολλούς ανθρώπους και ότι έχουμε καθήκον να κάνουμε ότι εξαρτάται από μας, για να σώσουμε την ζωή του πλησίον μας, όταν κινδυνεύει, σύμφωνα με τον λόγον του: «τί ἔξεστι τοῖς σάββασιν, ἀγαθοποιῆσαι ἢ κακοποιῆσαι, ψυχὴν σῶσαι ἢ ἀποκτεῖναι;» (Λουκ.6,9), τότε συμπεραίνουμε ότι η μετάγγισις επιβάλλεται και είναι σύμφωνη με το θέλημα του Θεού, ενώ η μη μετάγγισις δεν είναι. Πέραν αυτών ο Χριστός έγινε ο πρώτος αιμοδότης μας. Μας έδωσε ρητή εντολή να τρώγουμε την σάρκα του και να πίνουμε το αίμα του, προκειμένου να γίνει κτήμα μας η ζωή του Χριστού, η αληθινή και αιώνια ζωή «Εἶπεν οὖν αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς· ἀμὴν ἀμὴν λέγω ὑμῖν, ἐὰν μὴ φάγητε τὴν σάρκα τοῦ υἱοῦ τοῦ ἀνθρώπου καὶ πίητε αὐτοῦ τὸ αἷμα, οὐκ ἔχετε ζωὴν ἐν ἑαυτοῖς. ὁ τρώγων μου τὴν σάρκα καὶ πίνων μου τὸ αἷμα ἔχει ζωὴν αἰώνιον» (Ιω.6,53-54).


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου