Το μικρό νησί των Σπετσών στα χρόνια της επανάστασης
δεν ανέδειξε μόνο θρυλικούς μαχητές και ναυμάχους, αλλά και τρεις νεομάρτυρες,
που με το αίμα τους πότισαν το δένδρο της πίστεως όπως και εκατομμύρια άλλοι
μάρτυρες εκείνα τα μαύρα χρόνια της τουρκικής υποδούλωσης. Οι τρεις εκ Σπετσών καταγόμενοι Άγιοι Νικόλαος,
Σταμάτιος και Ιωάννης συνδέονται με συγγενικούς δεσμούς μεταξύ τους. Ο
Σταμάτιος και ο Ιωάννης ήταν αδέλφια. O πατέρας και η
μητέρα τους ονομάζονταν Θεόδωρος και Ανέζω
Γκίνη και ο πατέρας τους ήταν ναυλομεσίτης. Πολύ νωρίς όμως ο πατέρας τους
πέθανε από φυματίωση και την ανατροφή των παιδιών ανέλαβε μόνη της η χήρα
μητέρα τους με τη βοήθεια του αδελφού της Νικόλαου Πετρούτση που είναι ο τρίτος
εκ των τριών μαρτύρων μας.
Το μαρτύριο τους έγινε στη Χίο κατά το έτος 1822μ.χ ,
όταν με το καΐκι τους πήγαιναν προς την Κωνσταντινούπολη εμπορευόμενοι λάδι για
την ανατροφή των οικογενειών τους. Μια φοβερή θαλασσοταραχή του οδηγεί ναυαγούς
στον Τσεσμέ απέναντι από τη Χίο όπου εκεί
συναντούν κάποιον τον οποίο πέρασαν για χριστιανό και του ζήτησαν να
τους βοηθήσει φροντίζοντας να τους φέρει τα απαραίτητα υλικά που χρειάζονταν
για να επισκευάσουν το καΐκι τους, δίνοντας του γερή αμοιβή. Αλώστε τα χρόνια
εκείνα της τουρκοκρατίας δεν ήταν εύκολο να κυκλοφορήσουν ελευθέρα στην πόλη
της Χίου τρεις χριστιανοί ναυαγοί οι οποίοι μάλιστα κατάγονταν και από τις
Σπέτσες ένα νησί με αποφασιστικής σημασίας ρόλο στην επανάσταση του 1821.
Ωστόσο εκείνος ο άνθρωπος τον οποίο πέρασαν για χριστιανό
και ήλπιζαν ότι θα τους βοηθήσει, αντί να τους βοηθήσει τους πρόδωσε στον Αγά
της Χίου.
Έτσι οι τούρκοι στρατιώτες τους συνέλαβαν και τους
οδήγησαν στον Αγά.
Ο Αγάς αφού τους ανέκρινε προσπάθησε με δόλιους
τρόπους είτε να τους πείσει να αλλάξουν την πίστη τους και να γλυτώσουν ή να
του δώσουν σαν εγγύηση ένα γερό μπαξίσι για να τους αφήσει ελεύθερους. Ωστόσο
οι τρεις Άγιοι μας ότι χρήματα είχαν μαζί τους τα είχαν δώσει ήδη σε αυτόν που
τους είχε προδώσει ελπίζοντας στη βοήθεια του.
Έτσι αφού
τίποτα από τα δύο δεν κατάφερε να επιτύχει ο Αγάς τους οδηγεί στο πασά της Χίου
Βαχήτ πασά που ήταν γνωστό πόσο σκληρός και αμείλικτος ήταν. Αφού οι τούρκοι
στρατιώτες τους οδήγησαν στο πασά εκείνος τους ανέκρινε και προσπάθησε και πάλι
με δόλιο τρόπο να τους πείσει να αλλάξουν την πίστη τους και να κερδίσουν όχι
μονάχα τη ζωή τους αλλά και να γεμίσουν με πλούτοι.
Πρώτα ο γέρο καπετάνιος Νικόλαος δέχτηκε τις
κολακείες του πασά για να αρνηθεί την
πίστη του. Εκείνος όμως με θάρρος και γενναιότητα απάντησε πως δεν αλλάζει την
πίστη του που είναι ότι πολυτιμότερο έχει για όλα τα καλά του κόσμου. Έτσι ο
πασάς διέταξε να τον αποκεφαλίσουν στην πεδιάδα εκτός του κάστρου.
Στη συνέχεια οι Τούρκοι προσπάθησαν να εξισλαμίσουν
και τους δύο αδελφούς. Παρά τις μεθοδικές και επίμονες προσπάθειες τους, επί
επτά συνεχείς μέρες, δεν κατάφεραν τίποτε.
Οι Μάρτυρες εκεί στη φυλακή όπου βρίσκονταν, βρήκαν την ευκαιρία με τη γυναίκα ενός άλλου
φυλακισμένου Έλληνα τη φράγκα η οποία επισκεπτόταν καθημερινά το σύζυγο της, να
αποστείλουν κρυφά την γραπτή εξομολόγησή τους προς τον Μητροπολίτη Χίου
Πλάτων, από τον οποίο ζητούσαν να τους δώσει την ευλογία του για το επερχόμενο
μαρτύριο και αν γινόταν με κάποιο τρόπο να τους στείλει στη φυλακή τη Θεια
Κοινωνία. Τα Άρχοντα Μυστήρια τα μετέφερε στη φυλακή, η ίδια γυναίκα που έδωσε
την επιστολή στο δεσπότη.
Οι δυο μάρτυρες αφού έλαβαν την Θεία Κοινωνία ήσαν
έτοιμη για την μεγάλη θυσία. Προσαχθέντες για τελευταία φορά ενώπιων του Πασά, διεκήρυξαν και πάλι την
ακλόνητη πίστη τους στον Χριστό και πορευόμενοι προς το μαρτύριο φώναζαν προς
το πλήθος: «Χριστιανοὶ εἴμεθα, γιὰ τον Χριστὸ πηγαίνουμε στὸν θάνατο».
Έτσι δέχθηκαν τους στέφανους του μαρτυρίου, την νύχτα
της δευτέρας προς τρεις Φεβρουαρίου 1822, ὁ μεν νεομάρτυρας
Σταμάτιος σε ηλικία 18 ετών, ὁ δε νεομάρτυρας
Ιωάννης σε ηλικία 22 ετών.
Μετά το μαρτύριο οι τούρκοι πέταξαν στη θάλασσα τα
τίμια λείψανα των μαρτύρων τροφή για τα ψάρια. Όμως ένας ευλαβής χριστιανός που
έιδε από μακριά το μαρτύριο τους ανέσυρε από το νερό τα λείψανα των νεομαρτύρων
και τα έθαψε. Οι τούρκοι όμως βρήκαν τα λείψανα και πάλι τα πέταξαν εκ νέου στη
θάλασσα όπου και χαθήκαν.
Λίγες μέρες μετά το μαρτύριο, βρεθήκαν στη Χίο κάποιοι
άλλοι Σπετσιώτες οι οποίοι πληροφορήθηκαν το μαρτύριο και επιστρέφοντας στο
νησί εκτός από την είδηση του μαρτυρίου μετέφεραν και ότι είχε απομείνει από το
καΐκι.
Κατά την προφορική παράδοση της οικογένειας του
μάρτυρος Νικολάου, μέσα σε αυτά τα
αντικείμενα ήταν και το ματωμένο γιλέκο του μάρτυρος, το οποίο η οικογένεια
κρατούσε ως πολύτιμο φυλακτό. Με το πέρασμα των χρόνων και αυτό όμως χάθηκε
αφού μοιραζόταν κομματάκι κομματάκι στο
κόσμο ο οποίος ζητούσε για ευλογία.
Η χάρις του Θεού ακόμα και σήμερα δεν έχει επιτρέψει
να βρεθούν τα άγια λείψανα των νεομαρτύρων που αποτελούν ανεκτίμητο χαμένο
θησαυρό για τον νησί των Σπετσών. Εντούτοις οι ευλαβείς Σπετσιώτες έκτισαν μια
εκκλησιά αφιερωμένη στους τρεις νεομάρτυρες και κάθε χρόνο στις 3 Φεβρουαρίου τιμούν πανηγυρικά τη μνήμη των πολιούχων και
προστατών αγίων τους.
Δημήτριος Χιώτης
Θεολόγος
Θεολόγος
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος α΄.
Τοὺς εὐκλεεῖς τῶν Σπετσῶν γόνους, καὶ τῆς Χίου τὰ θεῖα
ἐγκαλλωπίσματα, τοὺς πυρσοφεγγεῖς φωστῆρας, τοὺς ἐν τῇ πλειάδι τῶν νέων
Μαρτύρων ἀγλαοφανῶς σελαγίζοντας, Νικόλαον τὸν σεπτόν, σὺν τοῖς κλεινοῖς Ἰωάννῃ
καὶ Σταματίῳ τοῖς ὁμαίμοσι, πάντες οἱ τῶν ἄθλων αὐτῶν θαυμασταί, συνελθόντες
ὕμνοις τιμήσωμεν, Χριστὸν τὸν ἀθλοθέτην καὶ βραβευτὴν αὐτῶν δοξάζοντες.
Κοντάκιον. Ἦχος γ’.
Ἡ
Παρθένος σήμερον.
Οἱ στερροὶ αὐτάδελφοι, μιᾷ ἀθλήσαντες γνώμῃ, ὁ κλεινὸς Σταμάτιος, σὺν Ἰωάννῃ ἐνθέως, τέτμηνται, σὺν Νικολάῳ, τῷ ὁμοψύχῳ, χαίροντες αὐτῶν τὰς κάρας πίστει Κυρίου· διὰ τοῦτο μαρτυρίου, τὸ θεῖον γέρας θεόθεν ἔλαβον.
Μεγαλυνάριον.
Χαίροις αὐταδέλφων ἡ ξυνωρίς, Ἰωάννη μάκαρ, καὶ Σταμάτιε καρτερέ, σὺν τῷ Νικολάῳ, ὑμῶν τῷ συνοδίτῃ, Σπετσῶν οἱ πολιοῦχοι, Χίου σεμνώματα
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου