Δόξα τω Θεώ, πάντων ένεκεν. - Αγ. Ιωάννης Χρυσόστομος

Δευτέρα 15 Ιουλίου 2024

Ο ΑΓΙΟΣ ΚΗΡΥΚΟΣ Ο ΝΗΠΙΟΜΑΡΤΥΣ ΚΑΙ Η ΜΗΤΕΡΑ ΤΟΥ ΑΓΙΑ ΙΟΥΛΙΤΤΑ

 ΛΑΜΠΡΟΥ Κ. ΣΚΟΝΤΖΟΥ Θεολόγου - Καθηγητού

       Μάρτυρες της Εκκλησίας μας ανάδειξαν όλες οι ηλικίες. Νέοι, ηλικιωμένοι, άνδρες και γυναίκες στολίζουν σαν πολύτιμοι λίθοι τα μαρτυρολόγιά της. Μια από τις κατηγορίες των Μαρτύρων μας είναι οι Παιδομάρτυρες, όπου σ’ αυτή συγκαταλέγονται τα ηρωικά βλαστάρια των Χριστιανών γονέων. Είναι τα πολυάριθμα παιδιά, ακόμα και νήπια, τα οποία μαρτύρησαν για την πίστη τους στο Χριστό. Ένα από αυτά υπήρξε ο τρίχρονος άγιος Κήρυκος, ο οποίος έδωσε τη σύντομη ζωή του για την πίστη του στο Χριστό, μαζί με την ηρωική χριστιανή μητέρα του Ιουλίττα.

       Η αγία Ιουλίττα καταγόταν από τα μέρη του Ικονίου της Μ. Ασίας. Έμεινε σε νεαρή ηλικία χήρα και είχε αφιερώσει τη ζωή της στη φροντίδα του νηπίου της, που ονομαζόταν Κήρυκος. Τον μεγάλωνε με ευσέβεια και φόβο Θεού. και μαζί με τη στοργή και την αγάπη της έβαζε στην άγουρη ψυχή του νηπίου της την πίστη στον αληθινό Θεό και εκείνο χαριτωμένο, ρουφούσε σαν το καθαρό σφουγγάρι τις υπέροχες μητρικές νουθεσίες.  

       Ζούσαν στα χρόνια που βασίλευε ο θρησκομανής και φανατικός ρωμαίος αυτοκράτορας Διοκλητιανός (285-305) ο οποίος είχε κηρύξει το φοβερότερο διωγμό κατά των Χριστιανών. Είναι ιστορικά βεβαιωμένο πως τα σκοταδιστικά ειδωλολατρικά ιερατεία και ιδιαίτερα οι μάντεις, έπαιξαν καταλυτικό ρόλο στην κήρυξη του διωγμού αυτού. Έβλεπαν με θλίψη και ανησυχία οι ιερείς των ειδώλων ότι ερήμωναν τα ειδωλολατρικά «ιερά» εξαιτίας της ραγδαίας εγκατάλειψης των πιστών της αρχαίας θρησκείας και την μεταστροφή τους στη νέα ακμάζουσα χριστιανική πίστη. Αυτό σήμαινε απώλεια τεράστιων προσόδων. Ας μη λησμονούμε πως οι ιερείς στην αρχαία εποχή ήταν οι πλουσιότεροι άνθρωποι, αφού τα «ιερά» της αρχαίας θρησκείας ήταν κατά κανόνα ιδιωτικά. Κυρίως αντέδρασαν τα μαντεία, στα οποία διαδραματίζονταν, όπως είναι γνωστό, απίστευτες καταστάσεις σκοταδισμού, δεισιδαιμονίας και απάτης. Οι ιερείς – μάντεις των διαβόητων μαντείων της Μ. Ασίας, του Κλαρίου και Διδυμαίου Απόλλωνα, διαμήνυσαν στο θρησκόληπτο αυτοκράτορα πως οι «θεοί» ήταν «θυμωμένοι», διότι το κράτος ανέχονταν την ύπαρξη των «άθεων», δηλαδή των Χριστιανών (έτσι τους αποκαλούσαν οι ειδωλολάτρες), οι οποίοι δεν θυσίαζαν και δεν τους λάτρευαν, και γι’ αυτό δεν ήταν ευμενείς προς αυτό. Τον έπεισαν λοιπόν να αρχίσει τους διωγμούς, οι οποίοι είχαν εξελιχτεί σε πραγματική γενοκτονία για τους Χριστιανούς. Χιλιάδες Χριστιανοί, όλων των κοινωνικών τάξεων και ηλικιών οδηγούνταν σε φρικτά βασανιστήρια, προκειμένου να αναγκαστούν να αρνηθούν την πίστη τους και να θυσιάσουν στους ανύπαρκτους και ανήθικους ειδωλολατρικούς «θεούς». Όσοι αρνούνταν οδηγούνταν στο θάνατο.

      Το Ικόνιο, που ζούσε η αγία Ιουλίττα, βρισκόταν πολύ κοντά στην Νικομήδεια, όπου είχε την έδρα του ο Διοκλητιανός και κινδύνευε περισσότερο να αποκαλυφτεί η πίστη της και να συλληφθεί. Για μεγαλύτερη ασφάλεια, έφυγε με τον μικρό τριετή Κήρυκο από το Ικόνιο για τη Σελεύκεια και αργότερα στην Ταρσό της Κιλικίας. Αλλά όμως και εκεί συνελήφθηκε από τον τοπικό φανατικό ειδωλολάτρη έπαρχο και οδηγήθηκε σε βασανιστικές ανακρίσεις και πιέσεις να αρνηθεί την πίστη της, έχοντας μαζί της και τον Κήρυκο. Η αγία Ιουλίττα ομολόγησε με θαυμαστό θάρρος και παρρησία την πίστη της στο Χριστό και χαρακτήρισε τους ειδωλολατρικούς «θεούς», στους οποίους την πίεζαν να θυσιάσει, ανύπαρκτους, αισχρούς και κακούς, όπως τους παρουσίαζαν οι μυθολογικές διηγήσεις και οι διδασκαλίες των ιερέων τους. Ο μικρός Κήρυκος στεκόταν δίπλα στη μητέρα του, ατάραχος και ομολογούσε και αυτός

ταυτόχρονα την πίστη του ψελλίζοντας συνεχώς και με όλη τη δύναμη της ψυχούλας του το όνομα του Χριστού.

       Ο θηριώδης έπαρχος απειλώντας προέτρεπε την  αγία Ιουλίττα να αρνηθεί το Χριστό και να θυσιάσει στα είδωλα. Ο μικρός Κήρυκος κατάλαβε ότι απειλούνταν η ζωή της μητέρας του και γι’ αυτό πήγε κοντά στον έπαρχο και του κλώτσησε ελαφρά το πόδι. Τότε ο οργισμένος έπαρχος άρπαξε το παιδί και το εκσφενδόνισε με όλη τη δύναμή του από τη σκάλα του βήματος. Ο Κήρυκος κύλησε με ορμή στα σκαλοπάτια, τραυματίστηκε βαριά και βρήκε μαρτυρικό θάνατο.

      Η τραγική μητέρα δοκίμασε μεγάλο πόνο στην ψυχή της για τον μαρτυρικό θάνατο του σπλάχνου της, από την ειδωλολατρική θηριωδία. Όμως μια πρωτοφανής γαλήνη την κυρίευσε, όταν σκέφτηκε ότι την αξίωσε ο Θεός να γίνει μητέρα Μάρτυρα. Το θεώρησε ύψιστη ευλογία, χάρη και ευεργεσία από το Χριστό, που για χάρη Του και αυτή βρισκόταν να απολογείται για την πίστη της σ’ Αυτόν. Δεν έχασε την ψυχραιμία της και με ήρεμο και ειρηνικό τρόπο συνέχιζε να ομολογεί τη χριστιανική της πίστη. Παράλληλα ήλεγξε την άνανδρη πράξη του επάρχου, ο οποίος ξέσπασε την οργή του και τον φανατισμό του στο άκακο νήπιο. Ακούγοντας όλα αυτά διέταξε να τη βασανίσουν φρικτά και στο τέλος να την αποκεφαλίσουν. Αφού υπέστη απίστευτης αγριότητας και απανθρωπιάς βασανιστήρια, οδηγήθηκε στον τόπο της εκτελέσεως και ο δήμιος της έκοψε το κεφάλι. Η αγία της ψυχή φτερούγησε στα ουράνια, κάτω από το θρόνο του Θεού, για να συναντήσει το ηρωικό βλαστάρι της, για να ζουν αιώνια μαζί και να συμβασιλεύουν με το Χριστό. Η ιερή μνήμη τους τιμάται στις 15 Ιουλίου.   

        Η εποχή των διωγμών είναι αναμφίβολα η ηρωικότερη εποχή για την Εκκλησία μας. Ουδεμία άλλη θρησκευτική πίστη ή φιλοσοφία ή ιδέα διώχτηκε όπως η χριστιανική πίστη. Με τους μετριότερους υπολογισμούς, στα τριακόσια πρωτοχριστιανικά χρόνια, έδωσαν τη ζωή τους για το Χριστό περισσότεροι από έντεκα εκατομμύρια Μάρτυρες. Ανάμεσα σε αυτούς και ένα μεγάλο νέφος ηρωικών μητέρων, παιδιών και νηπίων, όπως η αγία Ιουλίττα και ο άγιος Κήρυκος. 

ΑΓΙΟΣ ΒΛΑΔΙΜΗΡΟΣ Ο ΙΣΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΚΑΙ ΦΩΤΙΣΤΗΣ ΤΩΝ ΡΩΣΩΝ

 

ΛΑΜΠΡΟΥ Κ. ΣΚΟΝΤΖΟΥ Θεολόγου – Καθηγητού

        Η εκχριστιάνιση των Ρως (Ρώσων) είναι ένα από τα σημαντικότερα γεγονότα της ιστορίας. Κι’ αυτό διότι οι πολυάριθμοι λαοί της βορειοανατολικής Ευρώπης, γνώρισαν το φως του Χριστού, και άφησαν οριστικά πίσω τον εφιαλτικό παγανισμό και μαζί του το βάρβαρο και απολίτιστο παρελθόν τους. Πρωτεργάτης σε αυτή την παλιγγενεσία υπήρξε ο άγιος Βλαδίμηρος, ο Μέγας Πρίγκιπας του Κιέβου, του οποίου δίκαια η Εκκλησία του απένειμε τον τίτλο του Ισαποστόλου.

       Γεννήθηκε περί το 950 και ήταν νόθος γιος του ηγεμόνα του Κιέβου Σβιάτοσλαβ Α΄ και της υπηρέτριάς του Μαλούσας. Ανήκε στην βαραγγική δυναστεία και το πραγματικό του όνομα ήταν σκανδιναβικής προέλευσης: Βαλνταμάρ, αργότερα εκσλαβίστηκε σε Βολοντίμιρ (Βλαδίμηρος), που σημαίνει: αυτός που εξουσιάζει τον κόσμο. Επειδή ο πατέρας του απουσίαζε συνεχώς σε εκστρατευτικούς πολέμους την ανατροφή του είχε αναλάβει ο θείος του Ντομπρίνια και η πιστή χριστιανή γιαγιά του Χέλγκα. Ο Ντομπρίνια ήταν αδελφός της Μαλούσας και η Χέλγκε ήταν μητέρα του Σβιάτοσλαβ. Φαίνεται πως τα δύο αυτά πρόσωπα έπαιξαν καθοριστικό ρόλο για την μετέπειτα πορεία του Βλαδιμήρου και τις μεγάλες αποφάσεις που πήρε, οι οποίες έστρεψαν τη ροή της ιστορίας.

         Ο πατέρας του  Σβιάτοσλαβ πολεμώντας κατέλαβε τα βορειοανατολικά Βαλκάνια και μετέφερε την πρωτεύουσα του κράτους του στον Δούναβη, το 969 στην πόλη Περεγιασλάβετς. Ταυτόχρονα εγκατέστησε τους νεαρούς γιούς του ως τοπικούς ηγεμόνες σε διάφορες περιοχές του μεγάλου κράτους των Ρως. Τον γιό του Γιάροπολκ εγκατέστησε στο Κίεβο, τον Βλαδίμηρο στο Νόβγκοροντ και τον Όλεγκ στην Ντρέβλινα. Εξυπακούεται πως οι τρεις γιοί του διεκδικούσαν το θρόνο του πατέρα τους.

       Το 972 ο Σβιάτοσλαβ δολοφονήθηκε από τους Πεσενέγκους, κατά διαταγή του βυζαντινού αυτοκράτορα Ιωάννη Τσιμισκή (969-976). Η επέκτασή του στα Βαλκάνια θεωρήθηκε απειλή για το Βυζάντιο. Ο γιος του Γιάροπολκ φόρεσε το στέμμα του πατέρα του και μετέφερε την πρωτεύουσα στο Κίεβο. Αυτό όμως δεν άρεσε στον αδελφό του Όλεγκ, ο οποίος συμμάχησε με τον Βλαδίμηρο και υποκίνησαν εμφύλιο πόλεμο κατά του Γιάροπολκ. Όμως νικήθηκαν, ο Όλεγκ δολοφονήθηκε το 977 και ο Βλαδίμηρος έφυγε για την Σκανδιναβία να σωθεί από τη μανία του αδελφού του. Εκεί οργάνωσε στράτευμα από βαράγγους μισθοφόρους, τους οποίους εκπαίδευσε. Το 978 εκστράτευσε κατά του Γιάροπολκ και κατέλαβε το Νόβγκοροντ. Δύο χρόνια μετά κατέλαβε το Κίεβο χωρίς μάχη. Τελικά δολοφονήθηκε ο Γιάροπολκ και ο Βλαδίμηρος και το 980 φόρεσε το στέμμα του πατέρα του και ανακηρύχτηκε ηγεμόνας των Ρως.

         Ο Βλαδίμηρος αναδείχτηκε άξιος ηγέτης, ο οποίος εκτός από τους νικηφόρους πολέμους, ανέπτυξε και τη διπλωματία. Συνήψε συνθήκες με τους γειτονικούς λαούς (Τούρκους, Γιοτβιγκίους, Βουλγάρους και Πεσενέγκους), πετυχαίνοντας μια σχετική ειρήνη, η οποία τον βοήθησε να αναδιοργανώσει το κράτος του. Ανάπτυξε το εμπόριο, εκμεταλλευόμενος τις ποτάμιες οδούς. Ως χαρακτήρας ήταν ηγεμονικός και αδιάλλακτος. Τον διέκρινε η φιληδονία, έχοντας χαρέμι από πολλές γυναίκες, με τις οποίες απόκτησε 12 γιούς και 11 θυγατέρες.

        Κύριο επίσης μέλημά του υπήρξε η θρησκευτική μεταρρύθμιση. Ο ίδιος ήταν φανατικός ειδωλολάτρης. Αλλά υπό την επίδραση των νότιων γειτονικών μονοθεϊστικών λαών, προσπάθησε να μεταρρυθμίσει τον σλαβικό παγανισμό, ο οποίος κρατούσε το λαό σε απίστευτη δεισιδαιμονία. Ανάδειξε τη λατρεία του ανώτατου «θεού» Περούν, του σλαβικού παγανισμού, σε υπέρτατη θεότητα,

προωθώντας έτσι ένα είδους μονοθεϊσμού. Όμως η προσπάθειά του απέτυχε και γι’ αυτό αναζήτησε έξω από το κράτος καθαρή μονοθεϊστική θρησκεία. Ζήτησε εκπροσώπους του Χριστιανισμού, του Ιουδαϊσμού  και του Ισλάμ σε δημόσιο διάλογο, για να αναδειχτεί η καλλίτερη θρησκεία, που θα διάλεγε για το λαό του. Βυζαντινοί κληρικοί έφτασαν στο Κίεβο και διαλέχτηκαν με τους Ιουδαίους και Μουσουλμάνους, τους οποίους και κατατρόπωσαν. Βλαδίμηρος πείστηκε πως ο Χριστιανισμός και ιδιαίτερα η Ορθοδοξία, είναι η τελειότερη θρησκευτική πίστη και αποφάσισε να την ασπασθεί ο ίδιος και να την επιβάλει στο λαό του. Προφανώς έπαιξε πρώτιστο ρόλο η χριστιανική πίστη της γιαγιάς του Χέλγκε. Σημαντικό ρόλο έπαιξε επίσης η περιγραφή των απεσταλμένων του στην Κωνσταντινούπολη της λαμπρής Θείας Λειτουργίας στο ναό της Αγίας Σοφίας. 

     Έτσι αποφάσισε να κατηχηθεί και έλαβε το άγιο Βάπτισμα, στη Χερσώνα της Κριμαίας το 988. Θεώρησε υψίστης σημασίας ο γεγονός ότι έλαβε το φώτισμα από το λαμπρό Βυζάντιο. Ήθελε πιο στενές σχέσεις με τους βυζαντινούς και γι’ αυτό ζήτησε από τον αυτοκράτορα Βασίλειο Β΄ το Βουλγαροκτόνο (976-1025) να παντρευτεί την αδελφή του Άννα, χωρίζοντας τις δεκάδες συζύγους του. Η μορφωμένη βυζαντινή πριγκίπισσα έφερε μαζί της πλήθος μορφωμένων βυζαντινών λογίων, οι οποίοι εργάστηκαν δραστήρια για τον εκπολιτισμό των υπηκόων της.  Έφερε επίσης πληθώρα βυζαντινών κληρικών και θεολόγων να κατηχήσουν το λαό και να τον βαπτίσουν. Συγκινητικό φαινόμενο ήταν οι ομαδικές βαπτίσεις χιλιάδων Ρώσων στους ποταμούς και τις λίμνες της χώρας!

      Ο ίδιος ο Βλαδίμηρος άλλαξε κυριολεκτικά χαρακτήρα και ζωή, ζώντας με ευσέβεια και δικαιοσύνη και μεταρρυθμίζοντας το κράτος και τους θεσμούς σύμφωνα με τις αρχές του Ευαγγελίου. Υποστήριζε την Εκκλησία με όλες του τις δυνάμεις και την επεξέτεινε σε όλη την απέραντη επικράτειά του και κατέστρεψε όλα τα ειδωλολατρικά «ιερά». Ο λαός των Ρώσων βίωσε μια σπάνια περίοδο ευημερίας κατά τη διάρκεια της ηγεμονίας του.

      Ο Βλαδίμηρος, ύστερα από 35 χρόνια ηγεμονίας του, αρρώστησε και πέθανε ξαφνικά το 1015 ενώ κατευθύνονταν προς το Νόβογκορντ, τον οποίο διαδέχτηκε στο θρόνο ο μεγαλύτερος γιος του Σβιάτοπολκ. Η Εκκλησία εκτίμησε τις ανεκτίμητες υπηρεσίες του για τον εκχριστιανισμό των Ρώσων και την στήριξη προς Αυτήν και γι’ αυτό τον ανακήρυξε άγιο και ισαπόστολο. Ο άγιος Βλαδίμηρος τιμάται ως μέγας άγιος από τους Ρώσους και θεωρείται ο φωτιστής τους. Η μνήμη του εορτάζεται στις 15 Ιουλίου.

         

Κυριακή 14 Ιουλίου 2024

Ο ΑΓΙΟΣ ΝΙΚΟΔΗΜΟΣ Ο ΑΓΙΟΡΕΙΤΗΣ: Ο ΦΩΤΙΣΜΕΝΟΣ ΑΣΚΗΤΗΣ ΤΩΝ ΝΕΩΤΕΡΩΝ ΧΡΟΝΩΝ

 

ΛΑΜΠΡΟΥ Κ. ΣΚΟΝΤΖΟΥ Θεολόγου - Καθηγητού

       Στις 14 Ιουλίου η Εκκλησία μας εορτάζει τη μνήμη του αγίου Νικοδήμου του Αγιορείτη. Πρόκειται για μια σπουδαία εκκλησιαστική προσωπικότητα του 18ου αιώνα, η οποία έβαλε τη δική της σφραγίδα στην Εκκλησία και το Γένος μας την κρίσιμη εκείνη περίοδο, όπου η Οθωμανική αυτοκρατορία βρισκόταν στο απόγειο της δύναμής της. Συνετέλεσε επίσης στην αποσόβηση του κινδύνου της αλλοιώσεως του ορθοδόξου φρονήματος, από την επέλαση πολυαρίθμων παπικών και προτεσταντικών «ιεραποστόλων», οι οποίοι ασκούσαν ασφυκτικό προσηλυτισμό εις βάρος των υποδούλων Ορθοδόξων Ελλήνων. Ο άγιος Νικόδημος, με τον πολύπλευρο αγώνα του βοήθησε τα μέγιστα για τη σωτηρία της Ορθοδοξίας και του Ελληνισμού.

     Γεννήθηκε στη Νάξο το 1749. Το κοσμικό του όνομα ήταν Νικόλαος Καλλιβρούτσης. Οι γονείς του Αντώνιος και Αθανασία φρόντισαν να του δώσουν χριστιανική ανατροφή και να τον μορφώσουν με το υστέρημά τους. Φοίτησε αρχικά στη Σχολή του Αγίου Γεωργίου στη Νάξο, έχοντας διδάσκαλο τον αδελφό του αγίου Κοσμά του Αιτωλού, Χρύσανθο. Στη συνέχεια πήγε στη Σμύρνη για ανώτερες σπουδές, στην περίφημη Ευαγγελική Σχολή. Ήταν τέτοια η επίδοσή του ώστε ο μητροπολίτης Ιερόθεος τον προόριζε για μελλοντικό διευθυντή της Σχολής. Σπούδασε Θεολογία, Φιλολογία, Φιλοσοφία, Οικονομία, Ιατρική, Αστρονομία, ακόμα και Στρατιωτικά. Έμαθε άπταιστα γαλλικά, ιταλικά και λατινικά, έχοντας ισχυρότατη μνήμη.

     Στα 1770 επέστρεψε στην Νάξο και εργάστηκε ως γραμματέας στη Μητρόπολη. Το 1775 αποφάσισε να μονάσει. Ίσως να εμπνεύστηκε τη μοναχική ζωή από την μητέρα του, η οποία είχε καρεί και αυτή μοναχή στη Νάξο, με το μοναχικό όνομα Αγαθή. Πήγε στο Άγιο Όρος, στη Μονή Διονυσίου, όπου εκάρη μοναχός και έλαβε το μοναχικό όνομα Νικόδημος και υπέδειξε εξ’ αρχής υποδειγματική μοναχική ζωή. Οι πατέρες της Μονής, εκτιμώντας τη σπάνια μόρφωσή του και την καλλιγραφία του, του, του ανέθεσαν ως εργόχειρο, την αντιγραφή των κωδίκων της Μονής. Αυτό το θεώρησε πραγματική ευλογία και ευκαιρία να βρίσκεται στην πλουσιότατη βιβλιοθήκη της Μονής και στις βιβλιοθήκες των άλλων Μονών του Αγίου Όρους και να μελετά με πάθος τους Πατέρες της Εκκλησίας και τους αρχαίους συγγραφείς. Παράλληλα είχε αρχίσει να αλληλογραφεί με πολλούς λογίους της εποχής του. Ιδιαίτερα αλληλογραφούσε με τον μαρτυρικό Οικουμενικό Πατριάρχη και Εθνομάρτυρα άγιο Γρηγόριο Ε΄ και τον άγιο Αθανάσιο τον Πάριο. Νυχθημερόν έγραφε αδιάκοπα, συγγράφοντας πλειάδα βιβλίων και αναδεικνυόμενος ως ένας από τους γονιμότερους εκκλησιαστικούς συγγραφείς του 18ου αιώνα.

      Ως θεολόγος προσπαθούσε να εκφράζει τη βιβλική και αγιοπατερική διδασκαλία και να αποκρούει τις δυτικές επιδράσεις στη Θεολογία και την πράξη της Εκκλησίας, που κόμιζαν οι δυτικοί αιρετικοί «ιεραπόστολοι». Το σπουδαιότερο θεολογικό του έργο είναι το «Πηδάλιο», ο οποίος με τη βοήθεια του συμμοναστού του, ιερομονάχου Αγαπίου του Κρητός, στα 1790 κατόρθωσε να συγκεντρώσει, να κωδικοποιήσει και να ερμηνεύσει όλους τους Ιερούς Κανόνες της Εκκλησίας. Πρόκειται για πραγματικό άθλο για τα μέσα και τις συνθήκες της εποχής εκείνης. Η σπουδαιότητα του «Πηδαλίου» αποδεικνύεται από το ότι παραμένει ως τα σήμερα το μοναδικό εγχειρίδιο του Κανονικού και Εκκλησιαστικού Δικαίου της Εκκλησίας μας! Η δε ερμηνεία του στους Ιερούς Κανόνες αποτελεί αξεπέραστη αυθεντία!

      Ο άγιος Νικόδημος συνέγραψε και άλλα έργα, ψυχωφελούς περιεχομένου, τα οποία χαρακτηρίζονται  ως εφάμιλλα των πνευματικών συγγραμμάτων των αρχαίων

Πατέρων και ασκητών της Εκκλησίας μας. Αναφέρουμε μερικά από αυτά: «Αόρατος Πόλεμος», «Πνευματικά Γυμνάσματα», «Συμβουλευτικόν Εγχειρίδιον», κ.α. Σημαντικό του έργο υπήρξε το «Νέο Μαρτυρολόγιο», στο οποίο κατέγραψε τα συναξάρια των πολυπληθών Νεομαρτύρων, στηρίζοντας το υπόδουλο Γένος και αποτρέποντας τους εξισλαμισμούς. Ανάδειξε τους ηρωικούς Νεομάρτυρες ως πνευματικούς φάρους και πρότυπα προς μίμηση, για τους Ορθοδόξους, σε μια εποχή καμπής, όπου γινόταν μαζικοί εξισλαμισμοί.

      Ο άγιος Νικόδημος μας είναι γνωστός και από την πρωταγωνιστική δράση του στο λεγόμενο κίνημα των Κολλυβάδων. Το κίνημα αυτό ξεκίνησε από μια μερίδα αγιορειτών μοναχών, οι οποίοι αντιτάχτηκαν αρχικά στη συνήθεια να τελούνται τα ιερά μνημόσυνα την Κυριακή. Κατ’ αυτούς δεν επιτρέπεται η τέλεσή τους την Κυριακή, διότι είναι ημέρα χαρμόσυνη, ημέρα αφιερωμένη στην Ανάσταση του Κυρίου και πρότειναν να τελούνται το Σάββατο, ή άλλη ημέρα της εβδομάδος. Εναντίων των Κολλυβάδων συγκροτήθηκε αντικίνημα των λεγομένων Αντικολλυβάδων, οι οποίοι, επηρεασμένοι από τη νοοτροπία των αιρετικών της Δύσης, ανάλαβαν σοβαρή αντίδραση, ακόμα και διώξεις κατά των Κολλυβάδων. Μάλιστα στα 1776 Σύνοδος του Οικουμενικού Πατριαρχείου καταδίκασε το κίνημα των Κολυβάδων και όσοι ενέμεναν στις αρχές του υπέστησαν διώξεις. Ο άγιος Νικόδημος εξορίστηκε στις Βόρειες Σποράδες, όπου μετέφερε το κολλυβαδικό πνεύμα.  

     Πολύ γρήγορα όμως το κίνημα των Κολλυβάδων πήρε τη μορφή αγώνα ανανέωσης της Εκκλησίας, ως επιστροφή στις γνήσιες πρακτικές της αρχαίας Εκκλησίας. Μερικές από τις ανανεωτικές προτάσεις των Κολλυβάδων ήταν η συχνή Θεία Κοινωνία των πιστών, η εμμονή στην παράδοση της Εκκλησίας και στο πνεύμα των Ιερών Κανόνων, η καταξίωση της ασκητικής ζωής, η μελέτη της Αγίας Γραφής, η απόρριψη των λατινογενών στοιχείων στη ζωή της Εκκλησίας, η απόρριψη της τυπολατρίας  και κυρίως η απόρριψη της εκκοσμίκευσης στην Εκκλησία. Παράλληλα προωθούσαν την παιδεία, ως βασικό παράγοντα της πνευματικής ολοκλήρωσης του ανθρώπου, διαμορφώνοντας έτσι έναν Ελληνικό και Ορθόδοξο Διαφωτισμό.

     Αξίζει να τονίσουμε τη θετική επίδραση του κολλυβαδικού κινήματος στον νέο Ελληνισμό, διότι, αυτό κυρίως, συνετέλεσε στην πνευματική αναγέννηση του λαού μας, στο νεοσύστατο ελληνικό κράτος. Μεγάλες μορφές της εκκλησιαστικής και πνευματικής μας ζωής είχαν επηρεασθεί βαθύτατα από τους Κολλυβάδες Πατέρες, όπως ο άγιος Νικόλαος Πλανάς, ο Παπουλάκος, ο Παπαδιαμάντης, ο Μωραϊτίνης, ο άγιος Νεκτάριος, κ.α. Ο σύγχρονος γνήσιος μοναχισμός ακολουθεί τις αρχές του κολλυβαδικού κινήματος.     

      Ο άγιος Νικόδημος κοιμήθηκε στις 14 Ιουλίου του 1809 και σε ηλικία 60 ετών. Το 1955 ανακηρύχτηκε άγιος. Τα τελευταία του λόγια ήταν, ως απάντηση στους μαθητές του, οι οποίοι θαύμαζαν την ηρεμία των τελευταίων στιγμών του: «Το Χριστό έβαλα μέσα μου και πώς να μην ησυχάσω;»! Η οσιακή του ζωή και το πλουσιότατο συγγραφικό του έργο τον συγκαταλέγουν στους μεγάλους Πατέρες της Εκκλησίας μας.

    Η μνήμη του τιμάται στις 14 Ιουλίου, ημέρα της οσιακής του κοιμήσεως.

    Στη συνείδηση του ορθοδόξου πληρώματος ο άγιος Νικόδημος θεωρείται ως μια από τις μεγάλες μορφές της Εκκλησίας μας, εφάμιλλος των αγίων Πατέρων. Με τον προσωπικό του αγώνα για κάθαρση και αγιασμό, αλλά και την προσφορά του στα ιερά γράμματα, σημάδεψε την εποχή του. Και το σπουδαιότερο: δημιούργησε προϋποθέσεις για την επάνοδο στη γνήσια ορθόδοξη πίστη και ζωή.         

Σάββατο 13 Ιουλίου 2024

ΑΓΙΟΣ ΠΑΪΣΙΟΣ Ο ΑΓΙΟΡΕΙΤΗΣ

 

ΛΑΜΠΡΟΥ Κ. ΣΚΟΝΤΖΟΥ  Θεολόγου – Καθηγητού

         Η αδιάκοπη ανάδειξη αγίων στο δισχιλιόχρονο διάβα της ιστορίας είναι το μόνιμο θαύμα στην Εκκλησία μας. Κάποιος μεγάλος ασκητής είχε πει πως όταν σταματήσουν να αναδεικνύονται άγιοι θα έρθει και το τέλος του κόσμου. Ο 20ος   αιώνας ανάδειξε μια πλειάδα νεοφανών αγίων. Ένας από αυτούς είναι και ο άγιος Παΐσιος ο Αγιορείτης.

        Γεννήθηκε στις 25 Ιουλίου του 1924 στα Φάρασα της Καππαδοκίας και ονομάζονταν Αρσένιος Εζνεπίδης. Οι γονείς του Πρόδρομος και Ευλαμπία ήταν ευσεβείς άνθρωποι και είχαν άλλα οκτώ παιδιά. Το όνομά του το πήρε από τον επίσης νεοφανή άγιο, Αρσένιο τον Καππαδόκη, ο οποίος του έδωσε το όνομά του για να τον αφήσει ως καλόγερο στο πόδι του, όπως είπε. Στις 14 Σεπτεμβρίου 1924 έφυγε με την οικογένειά του στην Ελλάδα, ως πρόσφυγες. Βγήκαν στον Πειραιά και από εκεί πήγαν στην Κέρκυρα, όπου έμειναν στο κάστρο. Μετά ενάμισι χρόνο έφυγαν για την Ηγουμενίτσα και από εκεί στην Κόνιτσα, όπου εγκαταστάθηκαν μόνιμα. Εκεί τελείωσε ο Αρσένιος το δημοτικό σχολείο και πέρασε τα παιδικά του χρόνια. Από παιδί τον ενθουσίαζε η μοναχική ζωή και συζητούσε με τους γονείς του το όνειρό του να γίνει μοναχός. Εν τω μεταξύ εργαζόταν σε ξυλουργείο και έμαθε την τέχνη του ξυλουργού. Ειδικεύτηκε στην κατασκευή φέρετρων.

      Το 1945 υπηρέτησε στο στρατό ως ασυρματιστής. Είχε την ατυχία να ζήσει και να πολεμήσει στον αδελφοκτόνο εμφύλιο (1945-1949). Συχνά έπαιρνε τη θέση οικογενειαρχών στρατιωτών πολεμώντας στην πρώτη γραμμή, προτιμώντας να βλαφτεί ο ίδιος παρά εκείνοι που είχαν υποχρεώσεις. Απολύθηκε το 1949 και αποφάσισε να πάει στο Άγιον Όρος για να πραγματοποιήσει την νεανική του επιθυμία να γίνει μοναχός. Όμως αναγκάστηκε να γυρίσει στην Κόνιτσα, για να αποκαταστήσει τις αδελφές του. Το 1950 γύρισε ξανά στο Άγιο Όρος και εγκαταστάθηκε στη Σκήτη του Αγίου Παντελεήμονος και κατόπιν στη Μονή Εσφιγμένου, όπου έλαβε την «ρασοευχή», παίρνοντας το πρώτο όνομα  Αβέρκιος. Έμεινε στη Μονή τέσσερα χρόνια και επέδειξε θαυμαστό ζήλο, υπακοή, ταπεινοφροσύνη και εργατικότητα. Μελετούσε συγγράμματα Πατέρων, και κύρια του Αββά Ισαάκ του Σύρου.

       Το 1954 εγκαταστάθηκε στην Μονή Φιλοθέου, όπου έγινε, το 1956, και η μοναχική κουρά του και έλαβε το όνομα Παΐσιος. Έμεινε στη Μονή ως το 1958, αλλά ύστερα από μια «εσωτερική πληροφόρηση» γύρισε και πάλι στην Κόνιτσα και εγκαταστάθηκε την Ιερά Μονή Γενεθλίων της Θεοτόκου στο Στόμιο. Εκεί εργάστηκε πνευματικά μεταστρέφοντας πολλούς ετεροδόξους στην Ορθοδοξία και στηρίζοντας υλικά και πνευματικά τους ενδεείς της περιοχής. Έμεινε εκεί  τέσσερα χρόνια και απέκτησε τη φήμη του αγίου άνδρα.

       Το 1962 μετέβηκε στο Όρος Σινά, όπου μόνασε για δύο χρόνια στο κελί των Αγίων Γαλακτίωνος και Επιστήμης. Αγαπήθηκε πολύ από τους μοναχούς και τους Βεδουίνους, στους οποίους μοίραζε τρόφιμα και χρήματα, που κέρδιζε με το εργόχειρό του.

       Το 1964 επέστρεψε στο Άγιον Όρος, από όπου δεν έφυγε ποτέ ξανά. Εγκαταστάθηκες τη Σκήτη του Τιμίου Προδρόμου Ιβήρων και έγινε υποτακτικός του Ρώσου μοναχού Τύχωνα, με τον οποίο έμεινε ως το 1968.

       Το 1966 ασθένησε σοβαρά και νοσηλεύτηκε στη Θεσσαλονίκη, όπου του αφαιρέθηκε ο ένας πνεύμονας. Κατά το χρόνο ανάρρωσής του φιλοξενήθηκε στο Ησυχαστήριο Αγίου Ιωάννου Θεολόγου Σουρωτής. Το 1967, όταν ανάρρωσε, πήγε ξανά στο Άγιον Όρος και εγκαταστάθηκε στα Κατουνάκια, στο Λαυριώτικο κελί του Υπατίου.  Το επόμενο έτος εγκαταστάθηκε στη Μονή Σταυρονικήτα και

υπηρετούσε σε διάφορες χειρονακτικές εργασίες, παρ’ όλο το βεβαρυμμένο της υγείας του.

       Το 1979 μετακόμισε στη Μονή Κουτλουμουσίου και εγκαταστάθηκε στο εγκαταλειμμένο κελί της Παναγούδας. Εκεί φάνηκαν και τα πρώτα σημάδια της αγιότητάς του. Άρχισε η φήμη του να διαδίδεται παντού. Θεωρούνταν χαρισματικός μοναχός και προσέφευγαν σ’ αυτόν πλήθος βασανισμένων ανθρώπων για να πάρουν τις συμβουλές και τις ευλογίες του. Χιλιάδες μαρτυρίες επισκεπτών του βεβαιώνουν ότι ο Θεός τον είχε προικίσει με διορατικό και προορατικό χάρισμα. Διάβαζε τις ψυχές των επισκεπτών του σαν ανοιχτό βιβλίο! Δέχονταν χιλιάδες επιστολές, τις οποίες δεν προλάβαινε να διαβάσει. Επίσης οι πολυάριθμοι επισκέπτες του δημιουργούσαν πρόβλημα ησυχίας στους παρακείμενους μοναχούς, γεγονός που τον στεναχωρούσε πολύ.  

     Παρ’ όλο το βεβαρυμμένο καθημερινό του πρόγραμμα, δεν αμελούσε την ασκητική του ζωή. Νήστευε σκληρά, προσευχόταν αδιάκοπα και αναπαυόταν μόνο 2 με 3 ώρες την ημέρα.

       Τα προβλήματα υγείας του επιδεινώνονταν συνεχώς. Η σκληρή άσκηση και η άρνησή του να δεχτεί ιατρική βοήθεια επιδείνωσε σοβαρά την υγεία του. Το 1993 άρχισαν αιμορραγίες. Το Νοέμβριο πήγε στο Ησυχαστήριο της Σουρωτής. Εκεί ασθένησε σοβαρά. Μεταφέρθηκε στο νοσοκομείο, όπου διαγνώστηκε κακοήθης όγκος στο παχύ έντερο. Δέχτηκε με ηρεμία την είδηση, ως εκπλήρωση παλιάς του επιθυμίας για την πνευματική του πρόοδο. Έλεγες συχνά «ο καρκίνος έβαλε στον παράδεισο χιλιάδες ανθρώπους». Στις 4 Φεβρουαρίου 1994 χειρουργήθηκε, αλλά λίγο καιρό μετά διαγνώστηκαν μεταστάσεις. Τον ταλαιπωρούσαν υψηλοί πυρετοί και δύσπνοια. Τέλος Ιουνίου 1994 οι γιατροί του  ανακοίνωσαν ότι έφτανε το τέλος του. Στις 11 Ιουλίου, εορτή της Αγίας Ευφημίας, κοινώνησε γονατιστός των Αχράντων Μυστηρίων και την επόμενη, 12 Ιουλίου, κοιμήθηκε. Το λείψανό του ενταφιάστηκε στο Ησυχαστήριο Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου στη Σουρωτή, με τη συμμετοχή χιλιάδων πιστών.

      Ο τάφος του έγινε τόπος προσκυνήματος μυριάδων πιστών και άρχισαν να γράφονται εκατοντάδες βιογραφίες του και καταγραφή των λόγων του. Στην αλάνθαστη συνείδηση του πιστού ήταν άγιος. Τυπικά η αγιοκατάταξή του έγινε στις 13 Ιανουαρίου 2015 και η μνήμη του ορίστηκε να εορτάζεται στις 12 Ιουλίου, ημέρα της οσιακής κοιμήσεώς του.

      Ο νεοφανής άγιος Παΐσιος υπήρξε γνήσιος ενσαρκωτής του  ορθοδόξου μοναχικού ιδεώδους και μάλιστα θεωρείται από τους πρωτεργάτες της αναβίωσης του σύγχρονου μοναχισμού στο Άγιο Όρος. Παράλληλα υπήρξε ζηλωτής της σώζουσας Ορθοδόξου πίστεως, στηλιτεύοντας με τον γνωστό μειλίχιο και ταπεινό ύφος του τις αιρέσεις και τις κακοδοξίες, ιδιαιτέρως τη σύγχρονη παναίρεση του οικουμενισμού.    

     

Δευτέρα 8 Ιουλίου 2024

ΑΓΙΟΣ ΠΡΟΚΟΠΙΟΣ Ο ΜΕΓΑΛΟΜΑΡΤΥΣ ΑΘΛΗΤΗΣ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ

 

ΛΑΜΠΡΟΥ Κ. ΣΚΟΝΤΖΟΥ Θεολόγου – Καθηγητού

      Η εποχή των διωγμών των πρωτοχριστιανικών χρόνων είναι η πλέον ηρωική περίοδος της Εκκλησία μας, η οποία ανέδειξε μέγα νέφος καλλίνικων Μαρτύρων. Απέρριψαν την ειδωλολατρία, όρθωσαν το ανάστημά τους στους ισχυρούς διώκτες τους και ομολόγησαν την πίστη τους στο Χριστό, χύνοντας το άγιο αίμα τους και δίνοντας τη ζωή τους για Εκείνον. Ένας από αυτούς υπήρξε ο μεγαλομάρτυς Προκόπιος.

       Καταγόταν από την Παλαιστίνη και έζησε στα χρόνια του σκληρού αυτοκράτορα Διοκλητιανού (285-305). Ο πατέρας του ονομαζόταν Χριστόφορος και ήταν ένθερμος Χριστιανός, σε αντίθεση με τη μητέρα του Θεοδοσία, η οποία ήταν φανατική ειδωλολάτρισσα. Το αρχικό του όνομα ήταν Νεανίας. Έχασε δυστυχώς ενωρίς τον πατέρα του και έτσι την ανατροφή του ανάλαβε η μητέρα του, μεγαλώνοντας τον ως ειδωλολάτρη.

       Φαίνεται ότι είχε πρόσβαση στο παλάτι και έτσι παρέδωσε τον Νεανία ως αυλικό στον Διοκλητιανό, προσφέροντας και ένα σεβαστό ποσό. Εκείνος εκτίμησε τις ικανότητές του και τον αναγόρευσε Δούκα της Αλεξάνδρειας, δίνοντάς του μάλιστα ρητή εντολή να πάει και να εξολοθρεύσει τους εκεί πολυάριθμους Χριστιανούς. Σημειώνουμε πως ο θρησκόληπτος αυτός αυτοκράτορας είχε πεισθεί από τα ειδωλολατρικά ιερατεία της Μ. Ασίας ότι οι «θεοί» απαιτούσαν από αυτόν να εξολοθρεύσει τους Χριστιανούς και να σβήσει την χριστιανική πίστη, προκειμένου να γίνουν και πάλι ευμενείς για το κράτος και τον ίδιο. Γι’ αυτό είχε κηρύξει τον πιο σκληρό και απάνθρωπο διωγμό κατά της Εκκλησίας, ο οποίος ανάδειξε εκατομμύρια Μάρτυρες.

       Αφού ανάλαβε την εξουσία στην Αλεξάνδρεια, πήρε εντολή να πάει στην πόλη Απάμεια (σημερινή Χαμάν) της Συρίας, μαζί με δύο αξιωματικούς του. Επειδή όμως έκανε πολύ ζέστη ταξίδευαν τη νύχτα. Περί τα 30 χιλιόμετρα έξω από την πόλη συνέβη κάτι το απροσδόκητο: έγινε μεγάλος σεισμός και ο ουρανός φωτίστηκε από εκτυφλωτικές αστραπές. Ταυτόχρονα ακούστηκε απόκοσμη φωνή, η οποία τον προειδοποιούσε πως αν εκτελούσε τις διαταγές του αυτοκράτορα και θανάτωνε Χριστιανούς, θα θανατώνονταν και ο ίδιος!

       Ο Νεανίας, σάστισε από το παράξενο φαινόμενο και ρώτησε ποιος του μιλάει και να του φανερωθεί μπροστά του. Τότε ένας κρυστάλλινος Σταυρός εμφανίστηκε μπροστά του και μια φωνή ακούστηκε: «Εγώ είμαι ο Εσταυρωμένος Ιησούς, ο Υιός του Θεού»! Ο αγαθών προθέσεων Δούκας κατάλαβε ότι επρόκειτο για θεόσταλτο θαύμα και γι’ αυτό έτρεξε στην Απάμεια και φρόντισε να βρει Χριστιανούς, να κατηχηθεί. Αφού μεταστράφηκε, έλαβε το Άγιο Βάπτισμα και έλαβε το όνομα Προκόπιος. Όταν έφτασε στην Σκυθόπολη της Κοίλης Συρίας κατασκεύασε έναν χρυσό Σταυρό, σύμφωνα με εκείνον που του φανερώθηκε, τον οποίο έκανε πλέον έμβλημά του, μαζί με δύο εικόνες των Αρχαγγέλων Μιχαήλ και Γαβριήλ. Μετά από μέρες κλήθηκε να αντιμετωπίσει τους Σαρακηνούς, τους οποίους κατατρόπωσε έχοντας μαζί του τον χρυσό Σταυρό, ως νικητήριο λάβαρό του.

     Όταν επέστρεψε νικητής στην Αλεξάνδρεια, τον υποδέχτηκε με χαρά η μητέρα του, η οποία είχε πληροφορηθεί για την περιφανή νίκη του. Τον προέτρεψε να θυσιάσει στους «θεούς», ευχαριστώντας τους για την ευμένειά τους προς αυτόν. Τότε ο Προκόπιος είπε στη μητέρα του ότι τη νίκη του την χάρισε ο Χριστός ο αληθινός Θεός και όχι τα ψεύτικα είδωλα. Η φανατική ειδωλολάτρισσα μητέρα του πικράθηκε από τα λόγια του γιού της, σκοτίστηκε το μυαλό της και φανέρωσε με επιστολή της στον Διοκλητιανό την μεταστροφή του γιου της, στην μισητή για εκείνους

χριστιανική πίστη. Ο θρησκομανής αυτοκράτορας έγινε έξαλλος από το θυμό του και έδωσε εντολή στον ηγεμόνα της Καισάρειας Ούλκιο να εξετάσει τον Προκόπιο.

       Οδηγήθηκε δέσμιος μπροστά του και ομολόγησε με ηρωισμό την πίστη του στο Χριστό. Όταν του ζητήθηκε να θυσιάσει στα είδωλα, αρνήθηκε και στηλίτευσε την πίστη στους ψεύτικους ειδωλολατρικούς «θεούς». Ο ηγεμόνας έφριξε από τη στάση του Προκοπίου και διέταξε να τον δείρουν χωρίς οίκτο και να τον κλείσουν, μισοπεθαμένος όπως ήταν, στην πιο σκοτεινή φυλακή. Εκεί του παρουσιάστηκε τη νύχτα ο Χριστός και του έδειξε το στέφανο του μαρτυρίου του, τον οποίο θα κέρδιζε αν έμεινε σταθερός στην ομολογία της πίστης του. Αν μπορούσε να αντέξει τα βασανιστήρια και αντάλλασε την πρόσκαιρη ζωή με την αιώνια. Ο Προκόπιος χάρηκε αφάνταστα και έλαβε θάρρος.

       Την επόμενη ημέρα τον οδήγησαν σε παρακείμενο ειδωλολατρικό ναό, όπου τον παρακίνησαν να θυσιάσει στα είδωλα. Ο Προκόπιος αρνήθηκε να θυσιάσει και προσευχήθηκε. Τότε έγινε το απροσδόκητο: τα ειδώλια άρχισαν να λιώνουν σαν κερί! Οι παριστάμενοι στρατιώτες και οι αξιωματικοί τους Νικόστρατος και Αντίνοος, βλέποντας το θαύμα μεταστράφηκαν στο Χριστό, βαπτίστηκαν από τον Επίσκοπο Λεόντιο και αργότερα μαρτύρησαν δι’ αποκεφαλισμού. Η μητέρα του, η οποία ήταν παρούσα, πίστεψε και αυτή και μαζί της δώδεκα Συγκλητικές, οι οποίες συνθλίφτηκαν, βασανίστηκαν φρικτά και αποκεφαλίστηκαν.

       Τον Προκόπιο ανάλαβε ο θηριώδης και άσπλαχνος Φλαβιανός, για να κάμψει το φρόνημά του. Αλλά και σε αυτόν ο Μάρτυρας έμεινε αμετάπειστος και σταθερός στην πίστη του. Ο Φλαβιανός τότε διέταξε τον υπηρέτη Αρχέλαο να μπήξει στην κοιλιά του Προκόπιου το σπαθί του. Όταν εκείνος ξάμωσε, έπεσε στο πάτωμα νεκρός! Κατόπιν τον έδεσαν και τον κτυπούσαν με βούνευρα. Τον έκαιγαν με αναμμένα κάρβουνα. Τον υποχρέωσαν να κρατήσει στα χέρια του αναμμένα κάρβουνα, μέχρι να θυσιάσει στα είδωλα. Εκείνος προτίμησε να καούν τα χέρια του! Μετά τον κρέμασαν ανάποδα και ετοίμασαν πυρακτωμένο φούρνο να τον ρίξουν μέσα, αλλά ο Προκόπιος τον σταύρωσε και ο φούρνος έσβησε πάραυτα και πάγωσε!

       Αφού είδαν ότι δεν έφερναν αποτέλεσμα, αποφάσισαν να τον αποκεφαλίσουν. Εκείνος έσκυψε την τίμια κεφαλή του στο δήμιο, ο οποίος την απέκοψε, χαρίζοντάς του τον πολύτιμο και αμάραντο στέφανο της ουράνιας δόξας, που του είχε δείξει ο Χριστός στη φυλακή!

        Η μνήμη του εορτάζεται στις 8 Ιουλίου.

                    

Κυριακή 7 Ιουλίου 2024

Η ΜΕΓΑΛΟΜΑΡΤΥΣ ΑΓΙΑ ΚΥΡΙΑΚΗ

 

ΛΑΜΠΡΟΥ Κ. ΣΚΟΝΤΖΟΥ Θεολόγου Καθηγητού

   Οι Μάρτυρες κατέχουν τη σημαντικότερη θέση στην Εκκλησία μας, διότι Αυτή είναι θεμελιωμένη στη μαρτυρία, στα βασανιστήρια, στο αίμα και στην ίδια τη ζωή εκείνων. Τα λεγόμενα «Μαρτυρολόγια» είναι οι βιογραφίες των Μαρτύρων της Εκκλησίας μας, τα οποία διηγούνται τις ηρωικές τους ομολογίες στο Χριστό και τα αφάνταστα δεινοπαθήματά τους από τους διαχρονικούς χριστιανομάχους.

    Οι Μάρτυρες γυναίκες υπήρξαν το ίδιο ηρωικές με τους άνδρες, και σε πολλές περιπτώσεις τους ξεπερνούσαν σε θάρρος, ηρωισμό και παρρησία, μπροστά στους δημίους βασανιστές τους! Μια από αυτές είναι και η μεγαλομάρτυς Κυριακή, ένα εύοσμο άνθος πίστεως, ευσέβειας, αγνότητας, ηρωισμού και καρτερίας της αρχαίας Εκκλησίας.

     Γεννήθηκε στη Νικομήδεια της Μικράς Ασίας και έζησε τον 4ο μ. Χ. αιώνα, από γονείς Έλληνες χριστιανούς και ευσεβείς. Ήταν πολύ πλούσιοι, αλλά δεν είχαν παιδί. Για τούτο και προσεύχονταν αδιαλείπτως στο Θεό να τους χαρίσει το δώρο της παιδοποιίας. Ο Θεός άκουσε τις δεήσεις τους και πράγματι τους χάρισε ένα χαριτωμένο κοριτσάκι, το οποίο γεννήθηκε ημέρα Κυριακή και γι’ αυτό του έδωσαν το όνομα Κυριακή, που σημαίνει αφιερωμένη στον Κύριο, όπως και η αγία ημέρα Του. 

      Η Κυριακή μεγάλωνε μέσα στην ευσέβεια της οικογένειάς της. Από μικρή απέκτησε ακράδαντη πίστη στο Θεό και απέραντη αγάπη για το Χριστό. Εκείνος την προίκισε με σπάνιο σωματικό κάλλος και υπέρμετρη ευγένεια ψυχής, ώστε να ξεχωρίζει από όλα τα άλλα κορίτσια της μεγαλούπολης, όπου ζούσε. Νωρίς είχε αποφασίσει να αφιερωθεί ολοκληρωτικά στο Χριστό, διαφυλάσσοντας την παρθενία της για το Νυμφίο Χριστό. Ας μην ξεχνάμε πως για τον Χριστιανό δύο δρόμοι υπάρχουν: ο δρόμος της παρθενίας και ο δρόμος του γάμου. Και οι δύο δρόμοι είναι ευλογημένοι και ισότιμοι για την Εκκλησία μας.

      Όταν ήρθε σε ηλικία γάμου πολλοί μνηστήρες επιθυμώντας το κάλλος του σώματος και της ψυχής της τη ζήτησαν να την παντρευτούν. Αλλά εκείνη με ευγένεια τους απωθούσε, ομολογώντας την επιλογή της να είναι αρραβωνιασμένη σε όλη της τη ζωή με το Χριστό και να υπηρετεί την Εκκλησία Του στα πρόσωπα των αναξιοπαθούντων ανθρώπων.

      Αλλά η ζωή των Χριστιανών την εποχή εκείνη δεν ήταν εύκολη, διότι η Εκκλησία του Χριστού βρισκόταν σε διωγμό. Για τριακόσια χρόνια το διεφθαρμένο ειδωλολατρικό ρωμαϊκό κράτος δίωκε μέχρι αφανισμού τους Χριστιανούς. Οι απόλυτα διεφθαρμένοι αυτοκράτορες, μη έχοντας την παραμικρή ηθική αναστολή, έβγαζαν διατάγματα, με τα οποία απαγόρευαν με την ποινή του θανάτου την άσκηση της χριστιανικής λατρείας. Όσοι Χριστιανοί συλλαμβάνονταν και δεν δεχόταν να υπογράψουν λίβελο απάρνησης της πίστης τους και δε θυσίαζαν στους ειδωλολατρικούς «θεούς» υποβάλλονταν σε φρικτά βασανιστήρια, προκειμένου να αρνηθούν την πίστη τους και να θανατωθούν αν επιμένουν.

      Στα χρόνια που ζούσε η Κυριακή, αυτοκράτορας της Ρώμης ήταν ο θηριώδης Διοκλητιανός, ο οποίος διέταξε το 303 μ. Χ. τον φοβερότερο διωγμό, χειρότερο από όλους τους προηγούμενους. Οι αδίστακτοι ιερείς των σκοταδιστικών μαντείων του Κλαρίου και του Διδυμαίου Απόλλωνος της Μ. Ασίας είχαν πείσει το δεισιδαίμονα αυτοκράτορα πως οι Χριστιανοί είναι μιασμένοι και πως οι «θεοί» εξαιτίας του μιάσματος αυτού εγκατέλειψαν το κράτος. Για να επανακτηθεί η «εύνοιά» τους έπρεπε να εκλείψουν οι Χριστιανοί! Ο Διοκλητιανός πείσθηκε. Χιλιάδες Χριστιανοί συλλαμβάνονταν και οδηγούνταν σε φρικτά βασανιστήρια και έχυναν το αίμα τους

για το Χριστό. Δημόσιοι υπάλληλοι και στρατιωτικοί έχαναν τα αξιώματά τους και φονεύονταν. Βιβλία καίγονταν, περιουσίες κατάσχονταν, ναοί κατεδαφίζονταν!  

       Κάποιος ειδωλολάτρης δικαστής της Νικομήδειας ήθελε να αρραβωνιάσει την Κυριακή με το γιό του. Όταν εκείνη αρνήθηκε την κατάγγειλε στις αρχές ως Χριστιανούς την ίδια και τους γονείς της.  Ο ίδιος ο αυτοκράτορας διέταξε να υποβληθούν σε σκληρά βασανιστήρια. Τους έδερναν συνεχώς ώσπου να σταματούν οι στρατιώτες από κούραση το ξυλοδαρμό. Αλλά ούτε οι απειλές, ούτε οι κολακείες των ειδωλολατρών έφεραν αποτέλεσμα. Έτσι αποφάσισαν να στείλουν εξορία τους γονείς της στην Μελιτηνή της Αρμενίας και την Κυριακή να σταλεί στον επίσης θηριώδη Μαξιμιανό για ανάκριση.

      Η αγία ομολόγησε με περισσό θάρρος την πίστη της στο Χριστό. Για την ομολογία της παραδόθηκε σε άξεστους στρατιώτες να τη βασανίσουν, αλλά έμεινε ακλόνητη στην πίστη της. Ένα βράδυ, στο σκοτεινό δεσμωτήριό της, άκουσε τη φωνή του Θεού να την ενθαρρύνει «Μη φοβάσαι Κυριακή τα βασανιστήρια, το πνεύμα μου είναι μαζί σου»! Κατόπιν παραδόθηκε στον κτηνώδη έπαρχο της Βιθυνίας Ιλαρίωνα, να τη βασανίσει ακόμα περισσότερο, με σκοπό να καμφθεί. Ο Ιλαρίων έδωσε εντολή να την καίνε καθημερινά με αναμμένες δάδες και να την κρεμούν για μέρες από τα μαλλιά. Όμως ο Θεός θεράπευε θαυματουργικά τις πληγές της, ώστε να πιστέψουν πολλοί ειδωλολάτρες και να οδηγηθούν και αυτοί στο μαρτύριο!

      Τέλος την οδήγησαν σε παρακείμενο ειδωλολατρικό ναό να θυσιάσει στα είδωλα. Όταν την έφεραν στο άντρο αυτό των δαιμόνων, παρακαλούσε το Χριστό να τη βοηθήσει. Και το θαύμα έγινε: δυνατός σεισμός γκρέμισε τα αγάλματα των «θεών», τα οποία έγιναν θρύψαλα. Όμως το γεγονός εξαγρίωσε τους ειδωλολάτρες δημίους και ιερείς. Γι’ αυτό άναψαν φωτιά δίπλα στο βωμό και την έριξαν να καεί. Αλλά οι φλόγες δεν την έκαιγαν! Μετά από αυτό, και με παρακίνηση των αδίστακτων ειδωλολατρών ιερέων, την αποκεφάλισαν. Ήταν μόνο 21 ετών! Δεν υπέκυψε στα φρικτά βασανιστήρια και δεν πρόδωσε την αγία πίστη της. Έφυγε για την Άνω Ιερουσαλήμ ως αγνή και καλλιπάρθενος νύμφη του Χριστού, και ενώθηκε η μακάρια ψυχή της με τον Νυμφίο της αιωνίως!   Η μνήμη της εορτάζεται στις 7 Ιουλίου.      

          

 

ΑΓΙΟΣ ΙΕΡΟΜΑΡΤΥΣ ΒΛΑΣΙΟΣ Ο ΑΚΑΡΝΑΝ ΚΑΙ ΟΙ ΣΥΝ ΑΥΤΩ ΜΑΡΤΥΡΗΣΑΝΤΕΣ

 

ΛΑΜΠΡΟΥ Κ. ΣΚΟΝΤΖΟΥ Θεολόγου – Καθηγητού        

        Η δισχιλιόχρονη ζωή της Εκκλησίας είναι συνυφασμένη με το μαρτύριο. Κι’ αυτό διότι ο αντίδικος διάβολος προσπαθεί να την καταστρέψει, στρέφοντας εναντίον της τα επί γης όργανά του. Ουδέποτε υπήρξε εποχή που να μην χύνεται αίμα χριστιανικό. Γι’ αυτό είναι καταγραμμένα στα συναξάρια μυριάδες μαρτύρια. Ένα από αυτά είναι και το μαρτύριο του αγίου ενδόξου ιερομάρτυρα Βλασίου του Ακαρνάνα και των συν αυτώ μαρτυρησάντων πατέρων και πολλών ανδρών, γυναικών και παιδιών.

       Έζησε στα τέλη του  10ου και αρχές του 11ου αιώνα. Κατάγονταν πολύ πιθανόν από το χωριό Σκλάβαινα Ξηρομέρου Ακαρνανίας, όπου βρέθηκε το 1923 ο τάφος του και τα τίμια λείψανά του και όπου αναφέρεται η χρονολογία 1006, έτος του μαρτυρίου του. Δυστυχώς δε γνωρίζουμε σχεδόν τίποτε για την ζωή του, παρά μόνο για το ένδοξο μαρτύριό του.

       Ακολούθησε τη μοναχική ζωή και μόνασε στην Ιερά Μονή Εισοδίων Θεοτόκου στην παλιά Κιάφα – Σκλάβαινα της Ακαρνανίας, της σημερινής επαρχίας Βονίτσης και Ξηρομέρου. Με τον καιρό έγινε ηγούμενος της Μονής, την οποία ποίμαινε θεοφιλώς. Φαίνεται πως είχε τη φήμη αγίου και ενάρετου άνδρα και γι’ αυτό συνέρρεαν στη Μονή χιλιάδες πιστοί από τις γύρω περιοχές.

       Αλλά έζησε σε εποχή δύσκολη, διότι την περιοχή της Δυτικής Ελλάδος, λυμαίνονταν φοβερές συμμορίες πειρατών. Έχοντας ως ορμητήρια τις χώρες της βορείου Αφρικής έκαναν επιδρομές σε όλη τη Μεσόγειο, όπου λήστευαν, σκότωναν και κατέστρεφαν ό, τι έβρισκαν μπροστά τους. Ιδιαίτερα προτιμούσαν τις περιοχές της Δυτικής Ελλάδος και κυρίως την περιοχή του Ξηρομέρου, διότι ήταν από τις λιγότερο φυλασσόμενες από τους Βυζαντινούς. Το χωριό του αγίου Σκλάβαινα πήρε το όνομά του από το γεγονός ότι σε κάποια επιδρομή οι μπαρμπαρέζοι πειρατές, αφού άρπαξαν ό, τι πολύτιμο υπήρχε, πήραν μαζί τους και πολλούς χωριανούς ως σκλάβους!

       Μια από τις πολλές επιδρομές, οι Αγαρηνοί πειρατές προχώρησαν στην ενδοχώρα της Ακαρνανίας και έφτασαν στα Σκλάβαινα και έβαλαν στο μάτι το μοναστήρι των Εισοδείων της Θεοτόκου, όπου μόναζε ο άγιος Βλάσιος με τη συνοδεία του. Όταν έφτασαν στη Μονή τελούνταν Θεία Λειτουργία και είχαν προσέλθει πολλοί προσκυνητές. Οι βάρβαροι Αγαρηνοί δεν σεβάστηκαν ούτε την ιερότητα του χώρου ούτε  την ιερότητα του χρόνου. Όρμισαν σαν μανιασμένα θηρία στη Μονή και άρχισαν να αρπάζουν ό, τι πολύτιμο έβρισκαν. Κατόπιν πήγαν στο καθολικό της Μονής όπου τελούνταν η Θεία Λειτουργία. Μπήκαν με αλαλαγμούς και φοβέρες στο ναό και άρχισαν να λεηλατούν το χώρο και να αρπάζουν τα πολύτιμα λατρευτικά σκεύη. Όταν ο άγιος Βλάσιος αντιστάθηκε τον σκότωσαν. Τον αποκεφάλισαν, αφού έμπηξαν πριν για βασανισμό, πέντε καρφιά στο σώμα του και το έριξαν στη φωτιά να το κάψουν, αλλά αυτό δεν κάηκε! Μαζί του σκότωσαν άλλους δύο ιερομονάχους και τρεις μοναχούς. Κατόπιν σκότωσαν και πολλούς προσκυνητές, οι οποίοι περιμάζεψαν τα λείψανα και τα έθαψαν στον περίβολο της Μονής. Άλλους τους πήραν αιχμαλώτους να τους πουλήσουν δούλους στην Αραπιά! Όσοι σώθηκαν έθαψαν σε ομαδικό τάφο τους σκοτωμένους προσκυνητές. Τέλος έβαλαν φωτιά και κατέστρεψαν ολοσχερώς τη Μονή, αφήνοντας ερείπια και έφυγαν. Ήταν 19 Δεκεμβρίου του 1006, ημέρα Κυριακή. 

       Το φρικτό αυτό γεγονός έμεινε βαθειά χαραγμένο στη μνήμη των κατοίκων της περιοχής. Για πολλούς αιώνες θυμούνταν και τιμούσαν τον άγιο ιερομάρτυρα Βλάσιο και τους άλλους μάρτυρες της φοβερής εκείνης σφαγής. Όμως με την πάροδο των

αιώνων και τις  εθνικές περιπέτειες το γεγονός έγινε αμυδρή ανάμνηση, ένας μακρινός θρύλος, που τον διηγούνταν οι παλιοί σαν ένα παραμύθι. Για εννιακόσια χρόνια ο άγιος έμεινε στην αφάνεια. Άλλωστε και η πληθυσμιακή αλλοίωση ενέτεινε τη λησμονιά. Επίσης ο χώρος της Μονής, με τον καιρό μπαζώθηκε και στη θέση της στήθηκαν ποιμνιοστάσια. 

      Αυτά μέχρι τις αρχές του 20ου αιώνα. Ο άγιος άρχισε να αποκαλύπτει το μαρτυρικό βίο, το δικό του και των άλλων μαρτύρων, καθώς και τον τάφο του, σε πολλούς ενάρετους ανθρώπους, κληρικούς, μοναχούς και λαϊκούς. Από το 1915 και εξής, άρχισε ο άγιος να κάνει αισθητή τη παρουσία του στους κατοίκους της περιοχής και ιδιαίτερα των Σκαλαβαίνων. Παρουσιάζονταν σε όνειρα ως επιβλητικός ρασοφόρος, τους οδηγούσε σε συγκεκριμένο τόπο και τους έλεγε το στερεότυπο: «Είμαι ο Άγιος Βλάσιος. Να σκάψετε στο σημείο αυτό και να βγάλετε τα λείψανα μου». Εκείνοι έντρομοι πήγαιναν στον τόπο που τους υποδείκνυε ο άγιος, αλλά εκεί ήταν στάνες και μαντριά και δεν υπήρχε κάποιο στοιχείο που να τους βεβαιώνει ότι εκεί μπορεί βρίσκεται τάφος αγίου. Οι κάτοικοι απορούσαν για τα όνειρα και το μόνο που μπόρεσαν να κάμουν ήταν να χτίσουν εικόνισμα του αγίου Βλασίου, του γνωστού επισκόπου Σεβαστείας. Μετά από αυτό οι εμφανίσεις του αγίου έγιναν πιο συχνές και εντονότερες, όμως οι κάτοικοι έπαψαν να δίνουν σημασία.

       Τη νύχτα, στις 23 Αυγούστου του 1923, ο άγιος εμφανίστηκε ζωντανός στην ευλαβή γερόντισσα Ευφροσύνη Κατσαρά, κάτοικο του χωριού, η οποία φρόντιζε την ετοιμοθάνατη κόρη της, που έπασχε από τυφοειδή πυρετό. Ξαφνικά τα μεσάνυχτα ακούστηκε ένας δυνατός κρότος, άνοιξαν τα πορτοπαράθυρα και ένα εκτυφλωτικό φως μπήκε στο σπίτι της. Μέσα από το φως πρόβαλε ένας ιερέας, ντυμένος τα ιερατικά του άμφια, εγκόλπιο και κρατώντας την ποιμενική του ράβδο. Η ευσεβής γυναίκα φοβήθηκε και σάστισε από το παράδοξο συμβάν. Τότε ο ιερωμένος της είπε ότι είναι ο Άγιος Βλάσιος και της ζήτησε να την ακολουθήσει, για να της υποδείξει τον ακριβή χώρο που βρισκόταν τα λείψανά του. Εκείνη του είπε ότι της ήταν αδύνατο, διότι από ώρα σε ώρα περίμενε να πεθάνει η κόρη της. Τότε εκείνος  σταύρωσε με το εγκόλπιό του την ασθενή κόρη και διαβεβαίωσε την Ευφροσύνη ότι δεν θα πάθει τίποτε εν τη απουσία της. Πράγματι η γραία τον ακολούθησε και ο άγιος την οδήγησε στο σημείο που είχαν ανεγείρει το εικονοστάσι οι χωριανοί και της παράγγειλε να σκάψουν για να βρουν τα λείψανά του. Μετά από αυτό, οδήγησε την Ευφροσύνη στο σπίτι της και έγινε άφαντος. Η γυναίκα, γεμάτη δέος και φόβο, μπήκε στο σπίτι της και βρήκε την κόρη της εντελώς θεραπευμένη!

     Το άλλο πρωί διηγήθηκε το περιστατικό στον εφημέριο του χωριού και μια ομάδα χωριανών άρχισαν το σκάψιμο. Έσκαβαν τρεις μέρες, χωρίς να βρουν κάποιο στοιχείο και ήταν έτοιμοι να τα παρατήσουν, ώσπου μια αξίνα χτύπησε σε μια πέτρα. Όταν την ανέσυραν βρήκαν τα τίμια λείψανα και πέντε καρφιά και μια άρρητη ευωδία ξεχύθηκε από αυτά. Η ευσεβής γερόντισσα τα περιμάζεψε με ευλάβεια και τα μετέφερε στο ναό του χωριού. Κατόπιν η ίδια με δικές της δαπάνες έχτισε ναό στο σημείο εκείνο. Παράλληλα το θαυμαστό γεγονός μαθεύτηκε και άρχισαν να μαρτυρούνται πολλά θαύματα.

     Στις 6-12-1978 παρουσιάστηκε ξανά ο άγιος σε όραμα στον ευλαβή κληρικό αρχιμανδρίτη Αρσένιο Τσαταλιό και επίσης παρουσιάστηκε στον ευλαβέστατο μοναχό π. Παΐσιο, τον σημερινό άγιο, το 1980, ο οποίος τιμούσε ιδιαίτερα τον άγιο Βλάσιο.

     Η αγιοκατάταξη του αγίου Βλασίου έγινε το 2016 και η μνήμη του ορίστηκε να τιμάται στις 7 Ιουλίου.

Παρασκευή 5 Ιουλίου 2024

ΑΓΙΟΣ ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ Ο ΑΘΩΝΙΤΗΣ: Ο ΘΕΜΕΛΙΩΤΗΣ ΤΟΥ ΑΓΙΟΡΕΙΤΙΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΙΑΚΟΥ ΜΟΝΑΧΙΣΜΟΥ

 

ΛΑΜΠΡΟΥ Κ. ΣΚΟΝΤΖΟΥ Θεολόγου - Καθηγητού

     Το Άγιο Όρος αποτελεί την κιβωτό του ορθόδοξου μοναχισμού εδώ και χίλια χρόνια. Αποτελεί δε δημιούργημα ενός μεγάλου άνδρα της Εκκλησίας μας, του αγίου Αθανασίου του Αθωνίτου. Αυτός υπήρξε ο πρώτος κτήτορας κοινοβιακής μονής στον Άθωνα, της σεβάσμιας Μονής της Μεγίστης Λαύρας. 

      Γεννήθηκε το 930 μ. Χ. στην Τραπεζούντα του Πόντου από γονείς που είχαν έρθει από τη μακρινή Αντιόχεια. Δυστυχώς πέθαναν νωρίς. Ο πατέρας του πριν γεννηθεί ο Αθανάσιος και λίγο καιρό αργότερα η μητέρα του. Πριν πεθάνει η μητέρα του βάπτισε το νεογέννητο αγόρι και του έδωσε το όνομα Αβράμιος. Μια ευσεβής φίλη της και μοναχή, ανάλαβε να μεγαλώσει το ορφανό. Το φρόντιζε σαν δικό της παιδί και του ενέπνευσε την πίστη στο Θεό, την ευσέβεια και την αγάπη για το μοναχικό ιδεώδες. Όμως και αυτή, όταν ήταν επτά χρονών το παιδί, αρρώστησε και πέθανε. Κάποιοι άλλοι συγγενείς το περιμάζεψαν και το φρόντισαν ώσπου να ενηλικιωθεί. Τον έστειλαν μάλιστα να σπουδάσει στα ονομαστά σχολεία της περιοχής.

      Περί το 950 ήρθε στην Κωνσταντινούπολη για να συμπληρώσει τις σπουδές του, τον οποίο φιλοξένησε και φρόντισε μια πλούσια εξαδέλφη του, σύζυγος ανωτέρου αξιωματικού του βυζαντινού στρατού, Ζεφινεζέρ. Σπούδασε στη σχολή του ονομαστού φιλοσόφου και δασκάλου Αθανασίου. Μάλιστα ήταν τέτοια η επίδοσή του, ώστε μετά την αποφοίτησή , ανάλαβε καθήκοντα διδάσκοντος στη σχολή. Εκεί είχε την ευκαιρία να γνωρισθεί με έναν άγιο άνθρωπο, τον όσιο Μιχαήλ Μαλεΐνο,  ηγούμενο της μονής Κυμινά της Βιθυνίας στη Μικρά Ασία. Ο Μιχαήλ διέκρινε ότι στην ψυχή του νεαρού Αβράμιου ήταν κρυμμένος ο πόθος της μοναχικής ζωής και ασκήσεως. Γι’ αυτό και του δίδαξε τους κανόνες της μοναχικής ζωής. Αλλά την ίδια περίοδο είχε και μια άλλη γνωριμία, η οποία θα έπαιζε σημαντικό ρόλο στην κατοπινή του πορεία, τον ανεψιό του μοναχού Μιχαήλ, Νικηφόρο Φωκά, τον μετέπειτα αυτοκράτορα του Βυζαντίου.

       Ο Αβράμιος ακολούθησε τον Μιχαήλ στη Μονή του, όπου εκάρη μοναχός και έλαβε το μοναχικό όνομα Αθανάσιος. Έδειξε δε μεγάλο ζήλο για τη μοναχική ζωή και απέκτησε πλούσια πνευματική καρποφορία. Μετά από τέσσερα χρόνια αποσύρθηκε στην έρημο, για μεγαλύτερη άσκηση, κάθαρση και πνευματικό αγώνα. Μόνο που ο ηγούμενος Μιχαήλ τον όρισε ως πνευματικό πατέρα και καθοδηγητή του Νικηφόρου Φωκά. Ύστερα από λίγο καιρό, πλήθος ανθρώπων από τη γύρω περιοχή έτρεχε στο ερημητήριό του για να εξομολογηθεί και να ζητήσει τις πνευματικές του συμβουλές και να πάρει την ευλογία του.

      Αυτό όμως δεν άρεσε στον ασκητή Αθανάσιο, διότι, λόγω της ταπεινότητάς του, δεν πίστευε ότι ήταν ικανός για μια τέτοια πνευματική ακτινοβολία. Η κοσμική φήμη τον αρρώσταινε. Γι’ αυτό πήρε τη μεγάλη απόφαση να καταφύγει στον απομονωμένο τότε Άθωνα, σε κάποιο μοναστήρι, του Ζυγού, όπου συστήθηκε ως μοναχός Βαρνάβας. Αλλά ύστερα από λίγο καιρό έγινε γνωστή η ταυτότητά του. Μάλιστα μαθεύτηκε η νέα του διαμονή και ως την Κωνσταντινούπολη, στον Νικηφόρο Φωκά, ο οποίος έχασε τον πολύτιμο πνευματικό του πατέρα. Μετέβηκε μάλιστα στον Άθωνα για να τον συναντήσει και να του εκμυστηρευτεί την επιθυμία του να γίνει και εκείνος μοναχός κοντά του. Δεν είχε γίνει ακόμη αυτοκράτορας, ήταν ανώτερος αξιωματικός (δομέστικος) του στρατού. Το 960 του ανατέθηκε να εκστρατεύσει εναντίον των Αράβων, οι οποίοι είχαν καταλάβει την Κρήτη και έσφαζαν τον εκεί πληθυσμό. Ένα χρόνο αργότερα, αφού νίκησε τους εισβολείς και απελευθέρωσε το

νησί, γύρισε με πλούσια λάφυρα, μέρος των οποίων έδωσε στον Αθανάσιο για να κτίσει μοναστήρι στον Άθωνα.  

      Το 963, τη χρονιά που ο Νικηφόρος έγινε αυτοκράτορας, αρχίζει η ανοικοδόμηση του τεραστίου συγκροτήματος της Μονής Μεγίστης Λαύρας, της οποίας έγινε ηγούμενος ο Αθανάσιος. Στον άλλοτε έρημο εκείνο τόπο κτίσθηκε τώρα μια μικρή πολιτεία. Γύρο από το καθολικό της Μονής κτίσθηκαν κελιά, μαγειρείο, τράπεζα, νοσοκομείο, ξενώνες, εργαστήρια, αποθήκες, νερόμυλος, υδραγωγείο, κλπ. Πολλοί μοναχοί και ερημίτες της περιοχής ήρθαν να επανδρώσουν το λαμπρό μοναστήρι. Ο άγιος Αθανάσιος, με βάση τους μοναχικούς κανόνες της αρχαίας Εκκλησίας, σύνταξε νέους κανονισμούς κοινοβιακού μοναχισμού, οι οποίοι θα αποτελέσουν κατόπιν τη βάση του αγιορείτικου μοναχισμού. Έτσι ο άγιος Αθανάσιος θεωρείται ο θεμελιωτής του.

      Ποίμανε τη Μονή για σαράντα περίπου χρόνια και ευτύχησε να φτάσει ακόμα και τους χίλιους μοναχούς. Ο Νικηφόρος Φωκάς είχε εκδηλώσει την  επιθυμία να αφήσει το θρόνο και να ντυθεί το μοναχικό σχήμα στη Μονή του Αθανασίου, όμως τον πρόλαβε η φρικτή δολοφονία του το 969 από τον ανεψιό του Ιωάννη Τσιμισκή.

      Περί το 1004, κατά διάρκεια οικοδόμησης κάποιου παρεκκλησίου της Μονής, κατέρρευσε ένα μέρος του τρούλου και καταπλάκωσε τον Αθανάσιο, ο οποίος λίγες μέρες μετά, κοιμήθηκε εν ειρήνη. Η μνήμη του εορτάζεται στις 5 Ιουλίου.

      Είναι πολύ σημαντικό να προβάλλονται στις μέρες μας μορφές της Εκκλησίας μας, σαν τον άγιο Αθανάσιο τον Αθωνίτη, διότι αποτελούν πρότυπα ζωής για τον σύγχρονο αποπροσανατολισμένο πνευματικά άνθρωπο.  Άγιοι, σαν τον άγιο Αθανάσιο, βίωσαν με συνέπεια την ασκητική του ορθοδόξου μοναχικού ιδεώδους, η οποία είναι το μοναδικό αντίδοτο στον δικό μας καταναλωτικό βαρβαρισμό, ο οποίος ευθύνεται πρωτίστως για την σύγχρονη παγκόσμια οικονομική (και όχι μόνο) κρίση. Ειδικά ο αγιορείτικος κοινοβιακός μοναχισμός, τον οποίο θεμελίωσε ο άγιος Αθανάσιος, αποτελεί το νοητό πνευματικό φάρο και την ελπίδα για μια καλλίτερη και ανθρωπινότερη κοινωνία, στα πρότυπα του ορθοδόξου τρόπου ζωής και  πολιτείας.                

Δευτέρα 24 Ιουνίου 2024

ΑΓΙΟΣ ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ ΠΑΡΙΟΣ Ο ΚΟΛΛΥΒΑΣ ΚΑΙ ΔΙΔΑΣΚΑΛΟΣ ΤΟΥ ΓΕΝΟΥΣ

 

ΛΑΜΠΡΟΥ Κ. ΣΚΟΝΤΖΟΥ Θεολόγου – Καθηγητού

    Το Κολυβαδικό Κίνημα του 18ου αιώνα υπήρξε ένας σημαντικός ιστορικός σταθμός στην εκκλησιαστική μας ιστορία, καθ’ ότι διαδραμάτισε ισχυρό ανανεωτικό ρόλο στην Ορθοδοξία μας, η οποία ασφυκτιούσε από τις παρεμβάσεις της αιρετικής δυτικής χριστιανοσύνης. Ένα από τα κύρια πρόσωπα αυτού του κινήματος υπήρξε ο άγιος Αθανάσιος ο Πάριος. Ένας μεγάλος άγιος της Εκκλησίας μας και διδάσκαλος του Γένους.

      Γεννήθηκε το 1722 στο Κώστο της Πάρου. Ο πατέρας του ονομαζόταν Απόστολος Τούλος και η μητέρα του Κωστιανή, οι οποίοι του διδάξαν τη ευσέβεια και φρόντισαν να τον σπουδάσουν.  Τα πρώτα γράμματα τα έμαθε στο Κώστο και στη συνέχεια φοίτησε Σχολή της Μονής Αγίου Αθανασίου Ναούσης Πάρου ή στη Σχολή Παναγίου Τάφου στη Σίφνο. Στα 1745, ο ίδιος 23 χρονών πήγε στη Σμύρνη για να ανώτερες σπουδές στην εκεί φημισμένη «Ευαγγελική Σχολή», για έξι χρόνια. Το 1751 πήγε στο Άγιο Όρος και γράφηκε στην περίφημη «Αθωνιάδα Σχολή», όπου δίδασκαν ο ξακουστός δάσκαλος Νεόφυτος Καυσοκαλυβίτης και αργότερα ο μεγάλος Ευγένιος Βούλγαρης. Εκεί σπούδασε Θεολογία, Φιλολογία και τις θετικές επιστήμες. Έχοντας επίσης άσβεστη δίψα για μάθηση, επισκέπτονταν τις βιβλιοθήκες των Μονών  και εμπλούτιζε τις γνώσεις του.

      Παράλληλα βίωνε την ορθόδοξη πνευματικότητα της αγιορείτικης ζωής και ιδιαίτερα τη Θεία Λατρεία. Εξασκούνταν στη ρητορική και την ομιλητική για να προσφέρει τις υπηρεσίες του στο υπόδουλο Γένος. Οι καθηγητές του και οι συμφοιτητές του τον θαυμάζουν. Ο Ευγένιος Βούλγαρης τον καθιστά συνεργάτη του. Μάλιστα το έτος 1757 διετέλεσε καθηγητής στη Σχολή.

       Η φήμη του βγήκε και εκτός Αγίου Όρους. Διάφορες Σχολές τον ζητούσαν για καθηγητή τους. Τα έτη 1758-1762 δίδαξε και έγινε διευθυντής της Σχολής Θεσσαλονίκης. Αλλά δυστυχώς το 1762 έκλεισε η Σχολή λόγω επιδημίας.  Από εκεί πήγε στην Κέρκυρα, να συμπληρώσει τις σπουδές του κοντά στον ονομαστό δάσκαλο Νικηφόρο Θεοτόκη. Κατόπιν, όντας ο ίδιος 40 ετών, προκλήθηκε να διδάξει στο Μεσολόγγι από το φίλο του Παναγιώτη Παλαμά, στην εκεί «Παλαμιαία Σχολή» που είχε ιδρύσει το 1760.

       Στα 1771 πήρε επιστολή από το Οικουμενικό Πατριαρχείο, με την οποία διορίζονταν διευθυντής της «Αθωνιάδας Σχολής» στο Άγιο Όρος, ως διάδοχος του Ευγενίου Βούλγαρη. Ο Αθανάσιος δέχτηκε και ως το 1777 διέλαμψε στην ονομαστή Σχολή. Ήταν τα πλέον γόνιμα χρόνια της ζωής του. Εκεί γνωρίστηκε με τον Μακάριο Νοταρά, μια επίσης μεγάλη πνευματική προσωπικότητα της εποχής εκείνης και πρωτοπόρο «Κολλυβά». Αυτός τον προέτρεψε να χειροτονηθεί πρεσβύτερος, ο οποίος δέχτηκε. Ήταν 55 ετών.

         Στα χρόνια εκείνα βρισκόταν σε κορύφωση το Κολλυβαδικό Κίνημα στο Άγιο Όρος. Οι παράταξη των Κολλυβάδων διώκονταν με πείσμα από τους αντικολλυβάδες. Αυτό λυπούσε τον Αθανάσιο και δυσανασχετούσε για τις διώξεις τους. Ο ίδιος εντάχτηκε στο κίνημα των Κολλυβάδων και άρχισαν οι διώξεις εναντίον του. Παραιτείται από την «Αθωνιάδα Σχολή» και επιστρέφει στη Θεσσαλονίκη όπου δίδαξε και πάλι από το 1777 έως το 1783. Παράλληλα κήρυττε από άμβωνος σε διάφορους ναούς. Στα 1783 έλαβε επιστολή από το Οικουμενικό Πατριαρχείο να αναλάβει τη διεύθυνση της Πατριαρχικής Σχολής στην Κωνσταντινούπολη, αλλά δεν αποδέχτηκε τη θέση.

       Στα 1786, 64 χρονών, αποφάσισε να επιστρέψει στην πατρίδα του την Πάρο. Αλλά δεν κατόρθωσε να φτάσει στον προορισμό του. Λόγω του ρωσοτουρκικού

πολέμου, το πλοίο, που τον μετέφερε, αναγκάστηκε να αλλάξει πορεία και αγκυροβόλησε στη Χίο για μεγάλο διάστημα. Ο Αθανάσιος αποσύρθηκε στο «Κάθισμα» της Μονής Αγίας Τριάδος. Εκεί βυθίστηκε στην προσευχή, την περισυλλογή και την πνευματική άσκηση, περιμένοντας να τελειώσει ο πόλεμος.

       Αλλά οι Χιώτες πληροφορήθηκαν την εκεί παρουσία του και επειδή η Σχολή της Χίου ήταν ακέφαλη, τον παρότρυναν να αναλάβει αυτός την διεύθυνσή της. Ο Αθανάσιος αρνείται, διότι έχει άλλα σχέδια. Στο τέλος δέχεται, όταν του γνώρισαν τις σχέσεις του με τον Μακάριο Νοταρά και τη φιλία του με τον Μητροπολίτη Χίου Γαβριήλ. Διδάσκει με πάθος στη Σχολή, στην οποία προσδίνει φήμη και κύρος. Εκεί συγγράφει τα σπουδαιότερα έργα του, όπως τη Ρητορική Πραγματεία του Ερμογένους, την Δογματική του αγίου Ιωάννου Δαμασκηνού και την Λογική του Ευγενίου Βούλγαρη.

       Έμεινε στη Χίο τριάντα χρόνια, ως το 1812 και έφτασε στην ηλικία των 90 χρονών. Ζήτησε και τον απάλλαξαν από τα διδακτικά και διευθυντικά του καθήκοντα και του όρισαν μισθό, όσο θα ζούσε.  Ήρθε ο καιρός να μεταβεί επί τέλους στην Πάρο. Όμως ο λαός της Χίου του έφραξε το δρόμο να μην φύγει από το νησί τους. Ο Αθανάσιος υπέκυψε στη θέλησή τους, το οποίο εξέλαβε ως θέλημα του Θεού και πήρε την απόφαση να μείνει για πάντα στη Χίο.

       Αποσύρθηκε στη Μονή του Αγίου Γεωργίου στα Ρεστά Χίου, σε ένα απόμερο μέρος. Μαζί του ησύχαζαν ο μαθητής του και φίλος του Νικηφόρος και ο διάκονος Ιωσήφ από τα Φουρνά Ευρυτανίας, ο οποίος είχε χρηματίσει δάσκαλος στη Σχολή. Εκεί ο Αθανάσιος, παρ’ όλο το προχωρημένο της ηλικίας του, ασκούνταν σκληρά, προσευχόμενος, αγρυπνώντας και νηστεύοντας. Παράλληλα συνέχιζε το συγγραφικό θεολογικό του έργο.

      Όταν ξεκίνησε να γράφει το σύγγραμμά του «Περί της προς τον Θεόν αγίας Πίστεως και Περί του τις εστιν η αληθινή φιλοσοφία» έπαθε εγκεφαλικό επεισόδιο. Όταν συνήρθε κάπως και άρχισε ξανά τη συγγραφή, δεύτερο εγκεφαλικό, βαρύτερο, τον ρίχνει στο κρεβάτι. Ο ίδιος αντιλαμβάνεται το τέλος της επί γης ζωής του και προετοιμάζεται για τη μεγάλη αναχώρηση. Με νεύματα ζήτησε να κοινωνήσει των Αχράντων Μυστηρίων και μετά μία ήμερα παρέδωσε την ψυχή του στον Κύριο, στις 24 Ιουνίου 1813. Οι συνασκητές του τον έθαψαν στην αυλή της Μονής. Τα λείψανά του αποτεφρώθηκαν από μεγάλη πυρκαγιά του 1822. Ανακηρύχτηκε άγιος και τιμάται στις 24 Ιουνίου, ημέρα της οσιακής κοίμησής του.

     Ο άγιος Αθανάσιος σημάδεψε θετικά με την προσωπικότητά του και το έργο του την ταραγμένη εποχή του. Υπήρξε μια σπάνια εκκλησιαστική και πνευματική μορφή, με ακραιφνώς ορθόδοξο και ελληνοπρεπές χαρακτήρα, φωτεινό ορόσημο και παράδειγμα μια μας σήμερα!