ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΓΡΑΦΕΙΟ ΕΠΙ ΤΩΝ ΑΙΡΕΣΕΩΝ ΚΑΙ ΠΑΡΑΘΡΗΣΚΕΙΩΝ
Εν
Πειραιεί τη 16η
Ιανουαρίου 2017 .
ΟΙ ΕΠΙΣΚΟΠΟΙ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΕΙΝΑΙ ΥΠΕΡΑΝΩ ΚΡΙΤΙΚΗΣ;
Είναι όντως πολύ ανησυχητικό το φαινόμενο του επισκοποκεντρισμού στις
μέρες μας, το οποίο, βεβαίως, δεν έχει σχέση με την περί επισκοπικής διακονίας
ορθόδοξη παράδοση της Εκκλησίας μας. Κι’ αυτό διότι εισέβαλλε στην Εκκλησία
μας, ως νοοτροπία, η ιεροκρατία του αιρετικού παπισμού, η οποία απορρέει από
την απόλυτη «θεϊκή» εξουσία του «Πάπα», ο οποίος «αντιπροσωπεύει» το Χριστό στη
γη, ως «Vicarious Christi» και κυβερνά την «εκκλησία», με βοηθούς του
τους «κληρικούς» του. Εκκλησία για τον παπισμό δεν είναι το Σώμα του Χριστού,
αλλά το ορατό κυβερνητικό σχήμα (πάπας – κληρικοί). Ο κυβερνώμενος λαός δεν
είναι το ένα σώμα του Χριστού, αλλά κάτι διαφορετικό από τους κληρικούς, γι’
αυτό και του αποστέρησαν να κοινωνεί από το Αίμα του Χριστού, από το οποίο
κοινωνούν μόνο οι «κληρικοί». Αυτή η αντιχριστιανική νοοτροπία και πρακτική
πέρασε δυστυχώς και στον ορθόδοξο χώρο μας από τη μακροχρόνια δράση των
αιρετικών δυτικών (μισιοναρίων) και την συναναστροφή των ορθοδόξων κληρικών και
λαϊκών θεολόγων με αυτούς, σπουδάζοντας στα δυτικά πανεπιστήμια. Δεν είναι
τυχαίο πως μια μεγάλη μερίδα ανθρώπων, λέγοντας Εκκλησία, εννοεί την Ιεραρχία!
Θυμίζουμε εδώ στους αναγνώστες μας τις
συνταρακτικές αποκαλύψεις που έκανε ο μακαριστός π. Ιωάννης Ρωμανίδης, ο μέγιστος των ορθοδόξων θεολόγων του
περασμένου αιώνα, ο οποίος απέδειξε επιστημονικά την εκτόπιση της ορθοδόξου
πίστεως στη Δύση και την επιβολή της φράγκικης παγανιστικής και αιρετικής
παράδοσης σε αυτή, μετά τον 9ο αιώνα. Ως απότοκο της φεουδαρχίας των
Φράγκων, οι κληρικοί θεωρήθηκαν εξουσιαστές και αποτέλεσαν ειδική τάξη στο
εκκλησιαστικό σώμα, όπως οι πολιτικοί ηγεμόνες, οι οποίοι κυβερνούσαν «ελέω
Θεού», χωρίς αμφισβήτηση από τους κυβερνώμενους. Φθάνει να μελετήσουμε τους αγώνες των
ορθοδόξων παπών αυτή την περίοδο, για να αναχαιτίσουν τον παποκαισαρισμό και
την ιεροκρατία, η οποία είχε επικρατήσει στην φραγκοκρατούμενη (από τον 6ο
αιώνα) βόρεια και κεντρική Ευρώπη.
Αφορμή
για την παρούσα ανακοίνωσή μας πήραμε από πρόσφατο άρθρο του αγωνιστή θεολόγου
κ. Β. Χαραλάμπους στο ιστολόγιο «ΑΚΤΙΝΕΣ», με τίτλο: «ΤΟ ΖΗΤΟΥΜΕΝΟ ΕΙΝΑΙ ΝΑ ΣΤΗΡΙΖΕΙΣ ΤΟΥΣ ΕΠΙΣΚΟΠΟΥΣ ΑΣΧΕΤΑ ΜΕ ΤΟ ΤΙ ΚΑΝΟΥΝ
ΑΥΤΟΙ». Πρόκειται για φράση του Σεβασμιωτάτου
Μητροπολίτου Λεμεσού (Κύπρου) κ. Αθανασίου, την οποία είπε, μεταξύ άλλων,
πριν από καιρό σε σύναξη στο Ντόρτμουντ της Γερμανίας, θέλοντας να
υπερασπίσει τις επιλογές των Επισκόπων, οποίοι έλαβαν μέρος στη «Σύνοδο» της
Κρήτης, το περασμένο καλοκαίρι.
Θεωρούμε
ότι οι απόψεις του Σεβασμιωτάτου κ. Αθανασίου, υπήρξαν άστοχες και απέχουν από
την ορθόδοξη παράδοσή μας. Βεβαίως ο κ. Β. Χαραλάμπους έδωσε, νομίζουμε,
αποστομωτική απάντηση. Εμείς θεωρήσαμε καθήκον μας να δώσουμε και τη δική μας
απάντηση. Διότι θεωρούμε κεφαλαιώδους σημασίας γεγονός την αποκάθαρση της
Εκκλησίας του Χριστού από κάθε κακόδοξη επίδραση, επειδή αυτές ασκούν
καταλυτική δράση στην πνευματική πορεία των πιστών μας και έχουν σοβαρές
συνέπειες στη σωτηρία τους. Εν προκειμένω, η νοοτροπία της ιεροκρατίας και της
απόλυτης επισκοπικής εξουσίας υποβιβάζει το λαϊκό στοιχείο, από ισότιμο μέλος
της Εκκλησίας, σε άβουλο οπαδό, σε
ουραγό, χωρίς λόγο και συμμετοχή στο εκκλησιαστικό σώμα.
Το
αξίωμα του Επισκόπου στην Εκκλησία, δεν είναι αυτοσκοπός, ούτε εξουσία, αλλά
διακονία του λαού του Θεού «Το Πνεύμα το Άγιον έθετο επισκόπους, ποιμαίνειν
την Εκκλησίαν του Κυρίου και Θεού» (Πραξ.20,28). Η λέξη «ποιμαίνειν» δε σημαίνει
«εξουσιάζειν», αλλά διακονείν. Ο Επίσκοπος δεν εκπροσωπεί το Χριστό, όπως
δοξάζει ο αιρετικός παπισμός, διότι ο Χριστός δεν απουσιάζει και είναι αιωνίως
παρών στην Εκκλησία Του (Ματθ.28,20), αλλά αυτός ίσταται «εις τόπον και
τύπον» Εκείνου (άγιος Ιγνάτιος ο Θεοφόρος), είναι η ορατή παρουσία Του και
όχι η «αντιπροσωπεία» Του. Η Εκκλησία μας χρησιμοποίησε και συνεχίζει να
χρησιμοποιεί τον όρο «χειροτονία» στην ιερουργία του μυστηρίου της
αρχιεροσύνης, το οποίο σημαίνει την ανάταση της χειρός (χείρα τείνω),
ενώ η επίθεση των χειρών ονομάζεται χειροθεσία. Με την πρακτική της χειροτονίας
(ανάταση χειρός) έχουμε την ανάδειξη του Επισκόπου, με την ψήφο του λαού του
Θεού, με σκοπό τη διακονία του από αυτόν. Ο λαός, που τον ανάδειξε, έχει το
δικαίωμα και την υποχρέωση να τον ελέγχει και αν διαπιστώσει ότι δεν τον
ικανοποιεί η διακονία του, να τον απομακρύνει. Αυτή βεβαίως η εξουσία δόθηκε,
για ιστορικούς και πρακτικούς λόγους στην Σύνοδο των Επισκόπων, η οποία
χειροτονεί (εκλέγει), χειροθετεί και ελέγχει τον κάθε Επίσκοπο, κατ’ εντολήν
πάντα του λαού του Θεού (κλήρου και λαού).
Ο κάθε Επίσκοπος είναι ο φορέας της θείας
χάριτος (χάρισμα της ιεροσύνης), αλλά αυτό το χάρισμα έχει ισχύ και λειτουργία
όταν αυτός εκφράζει την εμπειρία του εκκλησιαστικού σώματος της Επισκοπής του,
της τοπικής του Εκκλησίας, στην οποία είναι η φανέρωση ολοκλήρου της Εκκλησίας.
Συμμετέχοντας στα συνοδικά όργανα της Εκκλησίας (Τοπική, Επαρχιακή,
Οικουμενική) μεταφέρει σε αυτή την αγιοπνευματική εμπειρία του εκκλησιαστικού
σώματος της Επισκοπής του και μόνο τότε ορθοδοξεί όταν εκφράζει επακριβώς αυτή
την εμπειρία. Η συνοδική λειτουργία δεν είναι τίποτε άλλο από την συνισταμένη
των εμπειριών των τοπικών εκκλησιών, τις οποίες μεταφέρουν οι Επίσκοποι σε
αυτή. Σε αυτή έγκειται και το αλάθητο των αποφάσεών της και όχι στην πολυμάθεια
κάποιων Επισκόπων, όταν αυτή αυτονομείται. Όταν οι Επίσκοποι δεν εκφράζουν την
εμπειρία του εκκλησιαστικού σώματος και στηρίζονται σε δικές τους
υποκειμενικότητες και συχνά ιδεοληψίες, τότε η συνοδική λειτουργία παρεκκλίνει
και συχνά φτάνει σε ακραίες καταστάσεις (π. χ. ληστρικές Συνόδους, βλέπε
ψευδοσύνοδος Φεράρας Φλωρεντίας). Αυτή είναι η ορθόδοξη περί επισκοπικής διακονίας
και συνοδικότητας διδασκαλία.
Η
φράση του Σεβασμιωτάτου κ. Αθανασίου: «Το ζητούμενο είναι να στηρίζεις τους
επισκόπους, ασχέτως με το τι θα κάνουν αυτοί», πόρρω απέχει από την
ορθόδοξη παράδοση και δυστυχώς απηχεί ξεκάθαρα την παπική ιεροκρατία. Ίσως θα
έπρεπε ο Σεβασμιώτατος να είχε μελετήσει την εκκλησιαστική ιστορία, πριν διατυπώσει
αυτή την αντορθόδοξη θέση, για να διαπιστώσει πως ουδέποτε υπήρξε εποχή που οι
Επίσκοποι «έκαναν ό, τι ήθελαν», χωρίς να τους ελέγχει το εκκλησιαστικό
πλήρωμα. Απλοί κληρικοί, μοναχοί και λαϊκοί, όταν διαπίστωναν ότι ο Επίσκοπός
τους, ή ακόμα και Σύνοδοι Επισκόπων, παρέκκλιναν από την πίστη, ασκούσαν δριμύ
έλεγχο. Χάρις σε αυτή την πρακτική διασώθηκε η σώζουσα ορθόδοξη πίστη μας. Έστω
για παράδειγμα ο έλεγχος και η αποδοκιμασία του συνόλου σχεδόν των Επισκόπων,
που έλαβαν μέρος στην ψευδοσύνοδο της Φεράρας – Φλωρεντίας (1438-1439)
και είχαν υπογράψει τον εξουνιτισμό της Εκκλησίας, ο πιστός λαός τους
αποδοκίμασε και τους ανάγκασε να μετανοήσουν, φωνάζοντας από τα πλοία «η
γλώσσα μας που είπε το ναι ας ξεριζωθεί. Το χέρι μας που υπέγραψε ας κοπεί»!
Αν σκεπτόταν ο ορθόδοξος λαός όπως ο Σεβασμιώτατος κ. Αθανάσιος και ίσχυαν οι
θέσεις του, δηλαδή αν ο λαός έπρεπε άκριτα να δεχτεί αυτό που «έκαμαν αυτοί»,
σήμερα δεν θα υπήρχε Ορθοδοξία, αλλά ένα ορθοδοξοφανές μόρφωμα και ο ίδιος θα
ήταν (αν ήταν) ένας ουνίτης «επίσκοπος»!
Ίσως
ακόμη δεν έλαβε υπόψη του την σημαντική συνοδική απόφαση της Συνόδου των
Πατριαρχών του 1848, σύμφωνα με την οποία «… παρ’ ημίν ούτε Πατριάρχαι,
ούτε Σύνοδοι εδυνήθησαν ποτέ εισαγαγείν νέα, διότι ο υπερασπιστής της θρησκείας
εστίν αυτό το σώμα της Εκκλησίας, ήτοι αυτός ο λαός, όστις εθέλει το θρήσκευμα
αυτού αιωνίως αμετάβλητον και ομοειδές τω των Πατέρων αυτού».
Ο Σεβασμιώτατος, για να δώσει έμφαση στα
λεγόμενά του, είπε και το εξής απαράδεκτο: «Όσοι
κατακρίνουν τις πράξεις των Πατριαρχών και Επισκόπων, όσοι στηλιτεύουν και
καταδικάζουν τις πράξεις τους, αυτοί δεν αγαπούν την Εκκλησία»! Δηλαδή, όλοι όσοι, στη δισχιλιόχρονη
εκκλησιαστική μας ιστορία, στηλίτευσαν κακοδοξίες και αντορθόδοξες πρακτικές
Επισκόπων δεν αγαπούσαν την Εκκλησία και αντίθετα την αγαπούσαν όσοι ανέχονταν
τις αιρέσεις μιας πλειάδας αιρετικών Επισκόπων; Λησμονεί ίσως πως οι
μεγαλύτερες αιρέσεις είχαν διατυπωθεί (και) από Επισκόπους (Νεστόριος,
Διόσκουρος, Σεβήρος, κλπ); Ο Μέγας Αθανάσιος, ο πρόμαχος της
Ορθοδοξίας, ο οποίος φέρει ο Σεβασμιώτατος και το τίμιο όνομά του, όταν
στηλίτευε τους αρειανούς επισκόπους, δεν αγαπούσε την Εκκλησία; Όσοι σήμερα
στηλιτεύουν τα απαράδεκτα οικουμενιστικά ανοίγματα, δεν αγαπούν την Εκκλησία;
Σοβαρολογείτε Σεβασμιώτατε;
Αλλά ο Σεβασμιώτατος έφτασε και σε άλλες
ακρότητες. Είπε το εξής παράδοξο: «αν κάποιοι επίσκοποι
συλλειτουργήσουν με αιρετικούς ή κοινωνήσουν αιρετικούς, δεν βλάπτουν την
Εκκλησία αλλά μόνον τον εαυτό τους»! Ρωτάμε
τον Σεβασμιώτατο: Οι Επίσκοποι λειτουργούν, όταν λειτουργούν, για τον εαυτό
τους, ή για το λαό του Θεού; Από πότε έχουν αυτονομηθεί οι Επίσκοποι από το
πλήρωμα; Αυτό δεν είναι μια κατάφορη διείσδυση της δυτικής αιρετικής
ιεροκρατίας στην Εκκλησία μας; Δεν καταπατούν τους Ιερούς Κανόνες, οι οποίοι
απαγορεύουν τις συμπροσευχές με τους αιρετικούς; Δεν δίνουν το κακό παράδειγμα
και αμβλύνουν σιγά – σιγά το ορθόδοξο αισθητήριο του ορθοδόξου πληρώματος; Προφανώς
ο Σεβασμιώτατος εννοεί ότι με την πράξη τους αυτή θα δώσουν λόγο στο Θεό εν
ημέρα κρίσεως, αλλά η προσωπική κρίση είναι άλλο πράγμα από τον επιβεβλημένο
έλεγχο του εκκλησιαστικού σώματος.
Κλείνοντας την ανακοίνωσή μας θέλουμε να
εκφράσουμε την πικρία μας για τα λεγόμενα του Σεβασμιωτάτου, τον οποίο κατά τα
άλλα αγαπούμε, τιμούμε και υποληπτόμαστε, διότι τον θεωρούμε παραδοσιακό
εκκλησιαστικό άνδρα. Δεν γνωρίζουμε αν έχει ανασκευάσει τις θέσεις του αυτές.
Αν δεν το έχει κάνει, τον παρακαλούμε, με σεβασμό και άδολη αγάπη να το κάνει,
διότι έχουν πάρει μεγάλες διαστάσεις στο διαδίκτυο και προκαλούν σφοδρό
σκανδαλισμό των πιστών, αφού, προφανώς,
χωρίς να το θέλει, παρουσίασε παπικές κακοδοξίες ως ορθόδοξες! Οι δημόσιες
τοποθετήσεις μας έχουν κόστος, διότι τα δημοσίως λεγόμενα, δημοσίως πρέπει να
ελέγχονται. Όλοι μας είναι δυνατόν να κάνουμε λάθη, σημασία έχει να τα
διορθώνουμε. Η αναγνώριση των λαθών μας, η ταπείνωση και η διόρθωσή μας είναι
ηρωισμός και πράξη θεάρεστη!
Εκ του Γραφείου επί των Αιρέσεων
και Παραθρησκειών