Είναι,
πράγματι, πολύ ευχάριστη έκπληξη η πληροφορία για την είσοδο στην Ιερωσύνη
Ανδρών διαφόρων επαγγελμάτων η συνταξιούχων, σε εποχή μάλιστα, που η υπάρχουσα
νομοθεσία οδηγεί σε μείωση του αριθμού των Κληρικών μας και κατά συνέπεια σε
παρακώλυση του ποιμαντικού έργου της Εκκλησίας μας. Όπως όμως είναι γνωστό, η
είσοδος στην Ιερωσύνη έχει συγκεκριμένες προϋποθέσεις. Αρκεί να μελετήσει
κάποιος τους ιερούς Κανόνες της Εκκλησίας μας (βλ. λ.χ. Παναγιώτης Ι. Μπούμης,
Κανονικόν Δίκαιον, εκδ. ΓΡΗΓΟΡΗ, Αθήνα 2002, σ. 157 επ.), και τα υπό των
Οικουμενικών μας Συνόδων οριζόμενα. Εγείρεται, συνεπώς, το ερώτημα: Στίς
σημερινές χειροτονίες υπάρχουν πάντα οι ορθοδοξοπατερικές προϋποθέσεις; Η ιερατική
μας όμως πείρα μας έχει πείσει, ότι δεν είναι σπάνιο το φαινόμενο της
παραθεωρήσεως των οριζομένων από τους Ιερούς Κανόνες ως προς τα κωλύματα της
Ιερωσύνης (π.χ. σαρκικά αμαρτήματα μετά το βάπτισμα, ακόμη και με τη μνηστή πρό
της τελέσεως του γάμου, μοιχεία κατά τον έγγαμο βίο, διγαμία, κάποιο σοβαρό
αδίκημα τιμωρούμενο από την Πολιτεία κ.λπ.). Ελλοχεύει, συνεπώς, πάντα ο
κίνδυνος αντικανονικών χειροτονιών λόγω ανεδαφικού ενθουσιασμού ή και αγνοίας,
κάτι που βαρύνει όχι μόνο τον χειροτονούμενο, αλλά και τον χειροτονούντα.
Όπως ήδη
ο Απ. Παύλος μας έχει διδάξει (Α’ Κορ.
12, 27/28 – Εφ. 4, 11 – 14), ο Κληρικός προέρχεται από τους φορείς
αγιοπνευματικών χαρισμάτων και είναι Πνευματοφόρος-Πνευματικός (Α’ Κορ. 2,15),
με ενεργό μέσα του την Χάρη του Παναγίου Πνεύματος. Το ιερατικό αξίωμα δεν
εξαντλείται στην πράξη της χειροτονίας, αλλά συναρτάται με τις εσωτερικές
–καρδιακές προϋπεθέσεις του χειροτονημένου. Στην αρχαία Εκκλησία και τη φυσική
συνέχεια της, την Ορθοδοξία, δεν υπάρχει η νομική-υπαλληλική αντίληψη για την
ιερωσύνη, όπως στη Δύση, αλλά η μυστηριακή και χαρισματική. Εφ’όσον ορθόδοξα το
έργο του Κληρικού είναι θεραπευτικό της ψυχής των πιστών, πρέπει οι ίδιοι να
είναι θεραπευμένοι, για να θεραπεύουν τους άλλους (πρβλ. τον λόγο του Χριστού
μας: «Ιατρέ, θεράπευσον σεαυτόν πρώτον». Λουκ. 4, 23). Δεν αρκεί οι
εισερχόμένοι εις τον Κλήρο να είναι απλώς «ηθικοί» η πεπαιδευμένοι, αλλά να
διαθέτουν το εν Χριστώ ήθος, ως καρπό του «ενοικούντος» μέσα τους (Ρωμ. 8, 11)
Αγίου Πνεύματος (Γαλ. 5, 22), και την «παιδείαν Κυρίου» (Εφ. 6,4).
Θεραπεύει,
συνεπώς τους άλλους, ο έχων την ψυχική κάθαρση και θεραπεία. Ο Σεβασμιώτατος
Μητροπολίτης Ναυπάκτου και αγίου Βλασίου κ. Ιερόθεος συνοψίζει την σχετική
πατερική διδασκαλία: «Ο διάκονος, αφού έχει έργο να καθάρει τον λαό του Κυρίου
από τα πάθη, απαραίτητη προϋπόθεση για να χειροτονηθή είναι να βρίσκεται στο
στό στάδιο της καθάρσεως... Ο πρεσβύτερος, αφού έργο έχει να φωτίζει τους
άλλους..., πρέπει να βρίσκεται στο στάδιο του φωτισμού του νού..., να έχει
δηλαδή αδιάλειπτη μνήμη Θεού δια της ευχής... Ο επίσκοπος, αφού βασικό του έργο
είναι να τελειοί τον λαό δια των λόγων της θεολογίας, πρέπει να βιώνει την
μυστική θεολογία, να ζεί την κοινωνία με τον Θεό...» (Ορθόδοξη Ψυχοθεραπεία...,
Έδεσσα 1986, σ. 69). Όταν τα ανέφερα αυτά σε κάποια διάλεξη μου, κάποιος
Κληρικός μου είπε: Πού να τα βρούμε αυτά σήμερα, παπα-Γιώργη! Και απήντησα, Γι’αυτό και βρισκόμαστε στην
τραγική κατάσταση, στην οποία εφθάσαμε. Γι’αυτό έλεγε ο αείμνηστος π. Ι.
Ρωμανίδης, πρώτος μας διδάσκαλος σ’αυτά: «Στη θέση των καθηγητών στο
(Πνευματικό) Νοσοκομείο της Εκκλησίας βρέθηκαν κάποια στιγμή της ιστορίας μας
απλοί νοσοκόμοι». Και μακάρι να ισχύει και αυτό...
Κατά τον
άγιο Ι. Χρυσόστομο ο Κληρικός πρέπει να έχει μεγαλύτερο (πνευματικό) οπλισμό
από τους ερημίτες και κατά τον Μ. Βασίλειο να είναι «ακτίνος ηλίου
καθαρώτερος». Για τον Κληρικό, δηλαδή, δεν ισχύει το κοινώς λεγόμενο: «Άνθρωπος
είναι και αυτός». Και κατά τον άγιο Γρηγόριο τον Θεολόγο, δεν πρέπει να
προχωρεί κάποιος στην χειροτονία, αν προηγουμένως δεν έγινε «ναός Θεού ζώντος
και ζών κατοικητήριον Χριστού εν Πνεύματι». Σ’αυτή τη θεώρηση της Ιερωσύνης
συγκλίνουν όλοι οι Άγιοι μας. Γι’αυτό, άλλωστε, ο Απ. Παύλος (Α’ Τιμ. 5, 22)
λέγει στον Τιμόθεο, τον μαθητή του: «Μηδενί χείρας ταχέως επιτίθει, μηδέ
κοινώνει αμαρτίαις αλλοτρίαις» (Να μη βάζεις γρήγορα τα χέρια σου σε κανένα,
για να τον χειροτονήσεις, ούτε να γίνεσαι συμμέτοχος και συνυπεύθυνος σε ξένες
αμαρτίες».) Φοβερός ο λόγος για τους χειροτονούντες...
Και οι αθέμιτες
χειροτονίες; Δεν υπάρχουν αθέμιτες χειροτονίες; Και βέβαια υπάρχουν, αλλά κατά
τον Ι. Χρυσόστομο: «Ουκ από της θείας γίνονται χάριτος, αλλά και από της των
ανθρώπων σπουδής» (επιπολαιότητας, θα λέγαμε). Προσθέτει όμως: «Πάντας ο Θεός
ου χειροτονεί, δια πάντων δε ενεργεί» (PG. 62, 610). Η
Ιερωσύνη είναι του Χριστού και μέσω αυτής ενεργεί ο ίδιος ο Χριστός. Όπως σ’όλα
τα Μυστήρια, έτσι και σ’αυτό της Ιερωσύνης, ο χειροτονών επίσκοπος «δανείζει»
τα χέρια του, για να χειροτονήσει ο ίδιος ο Χριστός. Η Ιερωσύνη, ο Χριστός
δηλαδή, μεταβάλλει τον άρτο και τον οίνο σε Σώμα και Αίμα Χριστού και όχι εμείς
οι Κληρικοί και γι’αυτό η μεταβολή δεν εξαρτάται από την ηθική αξία η απαξία
μας. Αν όμως «αναξίως» φέρουμε την Ιερωσύνη και την μολύνουμε με τη ζωή μας,
αγιάζονται μεν τα δώρα, αλλ’εμείς οι ίδιοι δεν μπορούμε να αγιασθούμε από αυτά,
όπως λέγει ο άγιος Νικόλαος Καβάσιλας (Ορθοδ. Ψυχοθερ., σ. 75).
Οι
παρεκκλίσεις, συνεπώς, στους φορείς της Ιερωσύνης επιβεβαιώνουν την μη τήρηση
των ιερών κανόνων και την απουσία αγιοπνευματικών προϋποθέσεων για την
χειροτονία. Αυτά επισημαίνονται ήδη από τον άγιο Ισίδωρο Πηλουσιώτη (4-5ος
αι.): «Μεταπεπτωκέναι-λέγει-έδοξε το αξίωμα από ιερωσύνης εις τυραννίδα• από ταπεινοφροσύνης εις
υπερηφανείαν• από νηστείας, εις τρυφήν από οικονομίας (δηλ. ποιμαντικής
φροντίδας) εις δεσποτείαν» (εξουσία). Επισημαίνει όμως και την νόθευση των
κινήτρων προς την Ιερωσύνη: «Πάλαι μεν, οι φιλάρετοι προς την ιερωσύνην
προήγοντο, νυν δε οι φιλάργυροι. Τότε, οι το πράγμα φεύγοντες δια το μέγεθος
της αρχής (του αξιώματος), νυν δε οι τούτο επιτρέχοντες (επιδιώκοντες)
μεθ’ηδονής... Τότε οι τύπτεσθαι, νυν δε οι τύπτειν έτοιμοι» (Τότε οι έτοιμοι να
κτυπηθούν, τώρα όμως οι εκείνοι, που είναι έτοιμοι να κτυπήσουν τους άλλους.
Βλ. αγ. Νικοδ. Αγιορ., Ερμηνεία εις τας Επιστολάς, τ. Γ’, σ.112/113. Όρθοδ.
Ψυχοθερ. σ. 73).
Δίκαια,
συνεπώς, επισημαίνει ο ι. Χρυσόστομος: «Ουκ οίμαι είναι πολλούς εν τοις ιερεύσι
τους σωζομένους, αλλά πολλώ πλείους τους απολλυμένους» (PG. 60, 39). Η ιερωσύνη είναι δυνατόν, αν δεν έχει τις κατά
Χριστόν προϋποθέσεις, να οδηγήσει όχι στη σωτηρία, αλλά στην αιώνια απώλεια τον
χειροτονούμενο. Πόσον μάλλον δε, όταν παραμερίζονται τα διάφορα κωλύματα, με
χίλιες προφάσεις, δια να καλυφθούν τα υπάρχοντα υπηρεσιακά σε μια Μητρόπολη
κενά. Έχει όμως πολύ ορθά επισημανθεί από μεγάλο Πνευματικό, ότι η Ιερωσύνη δεν
καλύπτει τα πάθη μας, αλλά μάλλον τα αποκαλύπτει... Κάθε αμαρτωλός έχει
δεδομένη από τον Αρχηγό της Πίστεως μας την δυνατότητα να καθαρισθεί από τα
πάθη του δια της μετανοίας και να σωθεί. Κληρικός όμως, αν υπάρχουν κωλύματα,
έστω και να τα εξομολογηθεί, δεν μπορεί να γίνει.