Δόξα τω Θεώ, πάντων ένεκεν. - Αγ. Ιωάννης Χρυσόστομος

Τρίτη 3 Δεκεμβρίου 2024

ΑΓΙΟΣ ΙΕΡΟΜΑΡΤΥΣ ΣΕΡΑΦΕΙΜ ΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΦΑΝΑΡΙΟΥ

 

ΛΑΜΠΡΟΥ Κ. ΣΚΟΝΤΖΟΥ Θεολόγου – Καθηγητού

      Τους ποταμούς αιμάτων, τα οποία χύθηκαν καθ’ όλη τη διάρκεια των τετρακοσίων χρόνων της τουρκικής δουλείας, είναι εμπλουτισμένα και με το αίμα χιλιάδων κληρικών, όλων των βαθμών. Ένας από αυτούς ο οποίος έδωσε τη ζωή του στην υπηρεσία της ελεθερίας και της ποιμαντικής του συνέπειας είναι και ο άγιος Ιερομάρτυς Σεραφείμ, επίσκοπος Φαναρίου και Νεοχωρίου. Ένας αληθινός και αφοσιωμένος Ιεράρχης και συνάμα ένας φλογερός πατριώτης.

       Γεννήθηκε στα μισά του 16ου αιώνα στο χωριό Μπεζούλια των Αγράφων. Ένα πανέμορφο χωριό στις όχθες της τεχνητλής λίμνης Πλαστήρα. Γονείς του υπήρξαν ο Σωφρόνιος Αθανασίου και η Μαρία, οι οποίοι διακρίνονταν για την ευσέβειά τους και την ενάρετη ζωή τους. Το βαπτιστικό όνομά του ήταν Σωτήριος. Οι ευσεβείς γονείς του φρόντισαν να τον αναθρέψουν σύμφωνα με τις χρστιανικές αρχές και να εμφυσίσουν στην παιδική του ψυχή την ακράδαντη πίστη στο Θεό. Επίσης του δίδαξαν τον ενάρετο βίο, την αγάπη προς όλους, την ταπείνωση και την σεμνότητα.

      Τα πρώτα γράμματα τα έμαθε σε σχολείο που λειτουργούσε η Ιερά Μονή Αγίου Πνατελεήμονος, κοντά στο χωριό του, όπου έδειξε πρωτοφανή επιμέλεια και σεβασμό προς τους δασκάλους μοναχούς. Διδακτικά εγχειρίδια τα λειτουργικά βιβλία της Μονής, στα οποία εντρύφισε με ζήλο και σεβασμό. Ήρθε σε επαφή με τα ιερά κείμενα και τα αγάπησε με πάθος. Το Ψαλτήριο, η Παρακλητική, τα Μηναία, ο Απόστολος και το Ευαγγέλιο έγιναν τα αγαπημένα του αναγνώσματα. Έτσι, μαζί με την γνώση απέκτησε και αγάπη για την εκκλησιαστική ζωή. Ενωρίς γεννήθηκε στην ψυχή του η επιθυμία να ζήσει τον μοναχικό βίο.

      Όταν ενηλικιώθηκε, αφού πήρε την ευχή των γονέων του, περιπλανήθηκε σε διάφορες  Μονές των Αγράφων και κατέληξε στην ονομαστή Ιερά Μονή Κορώνης, η οποία δεν απείχε μακριά από το χωριότου και ήταν σημαντικό πνευματικό κέντρο της ευρύτερης περιοχής. Στον ιερό εκείνο χώρο, στην ηρεμία του γαλήνιου ορεινού τοπίου, βρήκε αυτό που ζητούσε η ανήσυχη ψυχή του: το κατάλληλο κλίμα για να ασκηθεί πνευματικά. Οι αδελφοί της Μονής τον  δέχτηκαν και τον καθοδήγησαν, ώστε σε σύντομο χρόνο να αναδείξει την πνευματική του ωριμότητα, τα χαρίσματά του και τις αρετές του. Ντύθηκε το μοναχικό αγγελικό σχήμα, λαμβάνοντας το μοναχικό όνομα Σεραφείμ, βιώνοντας με ακρίβεια τη μοναχική ζωή, συμμετέχοντας με όλη τη δύναμη της ψυχής του στη λειτουργική ζωή και εκτελώντας με περισή προθυμία τις διακονίες, όσο ταπεινές και κοπιαστικές και αν ήταν. Έτσι κέρδισε την αγάπη και το σεβασμό των αδελφών της Μονής.

       Σύντομα του προτάθηκε να εισέλθει στις τάξεις της ιεροσύνης, χειροτονήθηκε διάκονος, σύντομα πρεσβύτερος και κατόπιν ηγούμενος της Ιεράς Μονής. Επί της ηγουμενίας του η Μονή αξιώθηκε να γνωρίσει ημέρες δόξης και φήμης. Από όλο τον ορεινό όγκο των Αγράφων, αλλά και του θεσσαλικού κάμπου έσπευδαν οι κατατρεγμένοι από τους Τούρκους δυνάστες, να βρουν καταφύγιο, παρηγοριά, πνευματική και υλική αρωγή. Επί πλέον η Μονή οργάνωσε Κρυφό Σχολειό, στον νάρθηκα της οποίας διδασκονταν τα σκλαβωμένα ελληνόπουλα την ελληνορθόδοξη παιδεία και καλλιεργούνταν στις ψυχές τους η ιδέα της ελευθερίας.

       Η φήμη για την φωτεινή προσωπικότητα και το έργο του Σεραφείμ έφτασε μακριά. Έτσι όταν κοιμήθηκε ο Επίσκοπος Καπούας – Φαναρίου Λαυρέντιος, κλήθηκε από την Εκκλησία να το διαδεχτεί στον επισκοπικό θρόνο. Εκείνος αρχικά διατυπωσε τις αντιρρήσεις του, λόγω της ταπεινότητας, που τον διέκρινε, αλλά τελικά υποτάχτηκε στη θέληση της Εκκλησίας, η οποία ταλανίζονταν από τη φοβερή τουρκική σκλαβιά.

      Ο σεβάσμιος και δαρστήριος Σεραφείμ διέπρεψε και ως Επίσκοπος. Στη σύντομη επισκοπική του διακονία άσκησε ένα πρωτόγνωρο ποιμαντικό, πνευματικό, κοινωνικό και εθνικό έργο. Αναδείχτηκε αληθινός ποιμένας των λογικών προβάτων, που του εμπιστεύθηκε ο Θεός. Οι πιστοί της επισκοπής του τον αγαπούσαν και τον εμπιστεύονταν σαν πατέρα τους και εκείνος έδειχνε την πατρική του αγάπη προς  αυτούς.

      Αλλά υπήρχαν και εκείνοι που τον μισούσαν. Πρόκειται για τους Τούρκους, οι οποίοι έβλεπαν με φθόνο και καχυποψία τη δράση του δυναμικού Επισκόπου.  Γι’ αυτό και ζητούσαν να βρουν αφορμή να τον συλλάβουν και να τον σκοτώσουν.

      Αυτή η αφορμή δόθηκε. Στα  1601 ο θριλικός και ηρωικός Επίσκοπος Τρίκκης (Λαρίσης) Διονύσιος ο Φιλόσοφος, μη αντέχοντας να βλέπει τα φρικώδη δεινά των υποδούλων Ελλήνων, υποκίνησε επανάσταση κατά των Τούρκων στη Δυτική Θεσσαλία. Φυσικά το κίνημα απέτυχε και καταπνύγηκε στο αίμα. Ο φλογερός Επίσκοπος οδηγήθηκε στα Γιάννενα και ύστερα από φρικτά μαρτύρια, γδάρθηκε ζωντανός. Επίσης και όλοι οι συνεργάτες του είχαν ανάλογη τύχη.

       Για να τροκρατήσουν τους υπόδουλους Έλληνες, ασκούσαν φοβερή τρομοκρατία στην ευρύτερη περιοχή. Συνελάμβαναν αθώους, τους καταλόγιζαν ψευδείς κατηγορίες ότι δήθεν ήταν συνεργάτες του Επισκόπου Διονυσίου, τους οποίους βασάνιζαν απάνθρωπα και θανάτωναν. Ένας από αυτούς ήταν και ο Επίσκοπος Φαναρίου Σεραφείμ. Τον κατηγόρησαν ως δήθεν συναργάτη του Διονυσίου, αλλά εκείνος έλειπε την περίοδο της επανάστασης σε ποιμαντική και ιεραποστολική περιοδία στα χωριά των ορεινών Αγράφων.

      Επέστρεψε στο Φανάρι στις 3 Δεκεμβρίου του 1601 και επισκέφτηκε τις τουρκικές αρχές, για να δηλώσει την επιστροφή του, όπως όριζαν οι τουρκικοί νόμοι και να δώσει το καθιερωμένο «μπακσίσι» στον τούρκο διοικητή. Αλλά εκεί τον περίμενε μια έκπληξη. Μόλις εισήλθε στο διοικητήριο, οι παριστάμενοι αγάδες είπαν: «Αυτός ήταν με το Διονύσιο, πως τολμά και παρουσιάζεται μπροστά μας;». Εκείνος, σάστισε και τους απάντησε ότι ήταν αθώος και πως έλειπε σε περιοδία.  Εκείνοι όμως βρίζοντας του είπαν: «Αποστάτη και προδότη, θα λάβεις και εσύ όπως σου αξίζει την αμοιβή σου. Το μόνο που σου μένει είναι να αλλαξοπιστήσεις, να γίνεις Τούρκος και εμείς θα σε συγχωρήσουμε και θα σε τιμήσουμε κιόλας».

      Ο Σεραφείμ δεν σκέστηκε ούτε στιγμή την δόλια πρότασή τους. Τους δήλωσε πως «Σε καμιά περίπτωση δεν θα αρνηθώ το Χριστό μου. Τις δικές σας τιμές τις καταφρονώ»! Εκείνοι γεμάτοι θυμό και αγανάκτηση όρμισαν επάνω του, τον κτύπησαν, τον κακοποίησαν και τον έσυραν  στο θυριώδη διοικητή Φαναρίου Χαμουζάμπεη, φωνασκώντας ότι «Και ετούτος ήταν επαναστάτης καὶ συνεργαζόταν μὲ τὸν καταραμένο Διονύσιο. Είναι εχθρὸς και φοβερὸς αντίπαλός μας. Θάνατος στον προδότη»!

     Ο τούρκος διοικητής κάλεσε τον Σεραφείμ κοντά του και χρησιμοποίησε τη γνωστή μέθοδο της δήθεν καλοσύνης και επιείκειας, με ταξίματα και τιμές, αν ήθελε να αλλαξοπιστήσει. «Σεραφείμ, ἐσὺ εἶσαι ἔξυπνος ἄνθρωπος. Ἀπορῶ πῶς τὸ ἔπαθες καὶ συμφώνησες μὲ τὸν ἀνόητο ἐκεῖνο Διονύσιο καὶ δὲν σκέφθηκες πὼς τὸ κίνημά σας, ὄχι μόνον ἦταν ἀδύνατο νὰ ἐπικρατήση, ἀλλὰ θὰ στοίχιζε καὶ τὸ κεφάλι σας. Νά, πιάστηκες καὶ κινδυνεύεις νὰ τιμωρηθῆς παραδειγματικὰ μὲ φρικτὸ θάνατο. Τὸ καλὸ ποὺ σοῦ θέλω, νὰ γίνης Τοῦρκος, ἄν θέλης νὰ σοῦ χαρίσουμε τὸ κεφάλι· ἀκόμα καὶ μεγάλη θέση σοῦ δίνουμε καὶ πλούτη καὶ δόξα σοῦ ἐξασφαλίζουμε».

      Ο ηρωικός Επίσκοπος άκουσε με προσοχή τα λόγια του διοικητή και του απάντησε χωρίς άλλη περίσκεψη: «Ἀπὸ τὸν Ἰησοῦ Χριστὸ δὲν θ’ ἀποχωρισθῶ

ποτέ. Ἀντιθέτως, μετὰ χαρᾶς καὶ εὐφροσύνης θὰ δεχθῶ τὸν θάνατον χίλιες φορὲς γιὰ τὸ ὄνομά Του τὸ Ἅγιον. Δι’ αὐτὸ σφάξε, κόψε, κάμε ὅ,τι σοῦ λέγει ὁ νόμος»! Ταυτόχρονα μια ανεξήγητη γαλήνη πλήρωσε την ψυχή του, αποδιώχνωντας κάθε ίχνος φόβου και αγωνίας.

        Ο διοικητής Χαμουζάμπεης έγινε σωστό θηρίο από το θυμό του. Πρόσταξε στους αιμοβόρους υποτακτικούς του να τον δείρουν αλύπητα και να του κόψουν τη μύτη. Ο Σεραφείμ υπόμεινε με καρτερία και αδιαμαρτύρητα τα μαρτύρια, ευχαριστώντας και υμνώντας το Θεό, ο Οποίος τον αξίωσε να κακοπαθήσει για την αγάπη Του. Κατόπιν έδωσε διαταγή να τον κλείσουν στο πιο σκοτεινό και υγρό μπουντρούμι, χωρίς φαγητό και νερό, με σκοπό να δειλιάσει και να αλλαξοπιστήσει. Μάταια όμως ήλπιζε ο Χαμουζάμπεης, ο ηρωικός Επίσκοπος ήξερε να πεθαίνει ως Χριστιανός και Έλληνας. Την όλη τη νύχτα, παρά τους αφόρητους πόνους, προσευχόταν στο Θεό και την Παναγία, να τον βοηθήσει να υπομείνει το μαρτύριο και να μη λιγήσει.

       Την άλλη μέρα τον παρουσίασαν και πάλι στον διοικητή, ο οποίος του είπε: «Ἐ, Σεραφείμ, πιστεύω νὰ σωφρονίσθηκες μὲς τὴν φυλακή. Ἔλα, λυπήσου τὰ νιάτα σου καὶ πίστεψε στὸν Μεγάλο Προφήτη». Αλλά Εκείνος, με θάρρος και πρόσωπο που έλαμπε από αγαλίαση, αρνήθηκε και πάλι τις προσποιητές κολακίες του τούρκου αξιωματούχου.  Για τούτο έδωσε διαταγή για νέα χειρότερα βασανιστήρια, τον κτύπησαν άγρια, τον ξάπλωσαν τεντώνοντάς του τα χέρια και τα πόδια και τοποθετώντας στην κοιλιά του έναν μεγάλο βράχο. Του έδωσαν να πιεί βουρκόνερο και συνέχιζαν να τον κακοποιούν.

       Μετά από ώρα ο διοικητής έδωσε διαταγή: «σουβλήστε τον»! Τον πήραν και τον οδήγησαν στο κέντρο του Φαναρίου, κοντά σε ένα κυπαρίσσι, στο μέρος που σήμερα είναι ο Ναός επ’ ονόματί του. Εκείνος γαλήνιος και προσευχόμενος βάδιζε στο φοβερό μαρτύριο, ψελίζοντας προσευχές και λόγια συγχώρεσης στους δημίους του! Όταν έφτασαν στον τόπο του μαρτυρίου, τον γύμνωσαν και τον υπέβαλαν στον δια σουβλισμού φρικτότατο θάνατο. Ο άγιος δεν επέζησε για πολλή ώρα, η ψυχή του ποέταξε στα ουράνια για να συναντήσει το Χριστό, να τον δοξάσει!  Το δε τίμιο σώμα του έλαμπε από ανεξήγητο φώς και το πρόσωπό του από λαπρότητα και γαλήνη. Ήταν 4 Δεκεμβρίου του έτους 1601.

      Ο Χαμουζάμπεης έδωσε διαταγή να μην ταφεί το σώμα του Ιερομάρτυρα, αλλά να παραμείνει εκεί ως φόβητρο των Ρωμηών. Μάλιστα έβαλε φρουρά να το φυλάει. Για πολλές ημέρες έμεινε άταφο, αλλά άφθαρτο. Δεν πέστη αλλοιώσεις, σήψη και δυσοσμία, αλλά συνέχιζε να λάμπει και να ευωδιάζει! Κατόπιν έκοψαν το κεφάλι του αγίου, το οποίο έστειλαν στα Τρίκαλα, όπου το παλούκωσαν, μαζί με τα κεφάλια άλλων δύο επαναστατών. Το σώμα το έριξαν από το κάστρο του Φαναρίου και το εξαφάνισαν.

       Ο ευλαβλης ηγούμενος της Ιεράς Μονής Δουσίκου, κατάφερε να πάρει την τίμια κεφαλή και να την μεταφέρει στο μοπναστήρι, ως πολίτιμο θησαυρό. Μάλιστα υπάρχουν σ’ αυτή εμφανή ίχνη από δέρμα! Η μνήμη του εορτάζεται στις 4 Δεκεμβρίου, την ημέρα του ηρωικού του μαρτυρίου.  Συγκαταλλέγεται στους θαυματουργούς αγίους, επιτελώντας άπειρα θαύματα σε όσους τον επικαλούνται με ευλάβεια και πίστη.   

      Ο άγιος Ιερομάρτυρας Σεραφείμ αποτελεί μια ακόμα ζωντανή απόδειξη για τον εθναρχικό ρόλο της Εκκλησίας μας στα τραγικά χρόνια της τουρκής δουλείας. Μια ηχηρή απάντηση σε όλους τους ανιστότητους και κακόβουλους συκοφάντες, ότι δήθεν η Εκκλησία βρικόταν με το μέρος των αλλοθρήσκων τυράννων του λαού μας! Η συντριπτική πλειοψηφία του ορθοδόξου κλήρου είναι ταυτόσημη με το βίο του αγίου Σεραφείμ!  

ΑΓΙΑ ΒΑΡΒΑΡΑ Η ΜΕΓΑΛΟΜΑΡΤΥΣ

 

ΛΑΜΠΡΟΥ Κ. ΣΚΟΝΤΖΟΥ Θεολόγου – Καθηγητού

       Ορισμένοι άγιοι της Εκκλησίας μας έχουν την προσωνυμία Μεγαλομάρτυρες, διότι υπέστησαν ιδιαίτερα σκληρά βασανιστήρια, κατά την ομολογία τους στο Χριστό και την άρνησή τους να ασπασθούν αλλότριους ψεύτικους «θεούς» και να θυσιάσουν στα άψυχα είδωλα. Ανάμεσα σ’ αυτούς συγκαταλέγεται η Μεγαλομάρτυς Βαρβάρα, μια ηρωική κόρη, η οποία αντάλλαξε τις δόξες του κόσμου με την πίστη της και την προσήλωσή τους στο Σωτήρα Χριστό.

       Γεννήθηκε και έζησε σε καιρούς, στα χρόνια του αυτοκράτορα Μαξιμιανού (286-305), όπου είχε λάβει χώρα ο μεγαλύτερος και σκληρότερος διωγμός κατά των Χριστιανών, από το αντίχριστο και δαιμονικό Ρωμαϊκό Κράτος. Ήταν κόρη ενός φανατικού ειδωλολάτρη, ονόματι Διοσκούρου, ο οποίος συγκαταλέγονταν στους ευγενείς, πλουσίους και αξιωματούχους της μεγάλης πόλεως Ηλιουπόλεως της Αιγύπτου. Ο Διόσκουρος φρόντισε να την μεγαλώσει με την ευσέβεια στα δαιμονικά είδωλα και τους ανύπαρκτους, διεφθαρμένους «θεούς», οι οποίοι υπαγόρευαν στους άτυχους λατρευτές τους κάθε ανηθικότητα και κακουργία. Να τους μοιάζουν οι άνθρωποι, να γίνουν μιμητές τους. Φρόντισε επίσης να της δώσει την πιο μεγάλη εκπαίδευση, στέλνοντάς την στις ονομαστές σχολές της Αλεξάνδρειας. Είχε αναδειχθεί ως μία από τις σπουδαιότερες κόρες της περιοχής.

       Όταν έφτασε στην εφηβεία, παρουσίασε ασυνήθιστο σωματικό κάλλος, γεγονός που ανάγκασε τον Διόσκουρο να την κλείσει στον πύργο του, από φόβο μήπως την απαγάγουν, σύμφωνα με τα βάρβαρα ήθη της εποχής. Αλλά υπήρχε και μια άλλη αιτία: την εποχή αυτή, παρ’ όλους τους σκληρούς διωγμούς εναντίων του Χριστιανισμού, μεγάλα πλήθη ειδωλολατρών εγκατέλειπαν την ειδωλολατρία και ασπάζονταν την πίστη στο Χριστό. Περισσότερο, μεταστρέφονταν οι νέοι, οι οποίοι δεν ικανοποιούνταν από την παχυλή ειδωλολατρία. Έτσι οι ειδωλολάτρες γονείς φρόντιζαν να περιορίζουν τα παιδιά τους.

        Όμως, άγνωστο πως, η όμορφη αρχοντοπούλα Βαρβάρα, γνώρισε τον Χριστιανισμό, ίσως από κάποιους υπηρέτες της, κρυφούς Χριστιανούς, πίστεψε στο Χριστό και βαπτίστηκε κρυφά.  Για πολύ καιρό κρατούσε την πίστη της κρυφή και τελούσε τις προσευχές της την νύχτα. Το μυστικό της όμως δεν άργησε να φανερωθεί. Κάποια μέρα ζήτησε από τους τεχνίτες του πύργου να ανοίξουν τρία παράθυρα στα διαμερίσματά της, τα οποία συμβόλιζαν για εκείνη, την Αγία Τριάδα και το άκτιστο φως Της, που εκπέμπει στον κόσμο. Οι τεχνίτες το ανήγγειλαν στον πατέρα της.

       Ο φανατικός ειδωλολάτρης Διόσκουρος ταράχτηκε όταν άκουσε πως η θυγατέρα του αρνήθηκε τη θρησκεία του και έγινε Χριστιανή, δηλαδή ασπάστηκε την πίστη, που οι ειδωλολάτρες χαρακτήριζαν ως θρησκεία των παρακατιανών και των δούλων. Άρπαξε ένα κοφτερό ξίφος και όρμισε στο δωμάτιό της να τη φονεύσει. Εκείνη τον κατάλαβε και κατάφερε να ξεφύγει. Έφυγε τρέχοντας και βρήκε καταφύγιο στα όρη. Περιπλανιόταν για αρκετό καιρό, προσευχόμενη. Όμως ο πατέρας της την εντόπισε, έστειλε τους δούλους του και τη συνέλαβαν. Την έδεσαν και την έφεραν μπροστά του και τη ρώτησε γιατί αρνήθηκε τους πατρογονικούς «θεούς» της και ασπάστηκε τη βάρβαρη και απολίτιστη πίστη των Χριστιανών.

       Εκείνη, γεμάτη καλοσύνη και ανεξικακία προς τον γονιό της, του εξήγησε ότι η πίστη στο Χριστό είναι η αληθινή πίστη στον μόνο αληθινό Θεό, η οποία αδελφοποιεί όλους τους ανθρώπους της γης, κάνοντάς τους αδέλφια. Ότι όλοι οι άνθρωποι, ευγενείς, άσημοι και δούλοι είμαστε παιδιά του ιδίου Θεού και δεν έχουμε δικαίωμα να κάνουμε διακρίσεις. Ότι η πατρογονική θρησκεία σε ανύπαρκτους κακούργους, ανήθικους και γελοίους «θεούς» είναι οικτρή πλάνη. Ο πατέρας της έγινε σωστό

θηρίο από το θυμό του. Δεν ήθελε να ακούσει τίποτε περισσότερο και γι’ αυτό την παρέδωσε στον τοπικό άρχοντα Μαρκιανό, με την κατηγορία, ότι αρνήθηκε την κρατική θρησκεία, βρίζει τους «θεούς», της αυτοκρατορίας και παραβαίνει τις διαταγές του αυτοκράτορα, μη θέλοντας να θυσιάσει στα είδωλα.  

      Ο Μαρκιανός ήταν ένας θηριώδης άνθρωπος, θρησκόληπτος και δεισιδαίμονας. Είχε θέσει ως σκοπό της ζωής του να εξαλείψει την πίστη στο Χριστό από την περιοχή του, εφαρμόζοντας με ακρίβεια τα αυτοκρατορικά διατάγματα. Παρέλαβε την Βαρβάρα και την υπέβαλλε σε φρικτά βασανιστήρια. Πίστευε ότι οι αφόρητοι πόνοι θα λύγιζαν τη νεαρή Χριστιανή κόρη, θα αρνιόταν την πίστη της  και θα προσέφερε θυσία στους ειδωλολατρικούς «θεούς». Όμως εκείνη έμεινε εδραία και αμετακίνητη στην πίστη της. Θεωρούσε τι πληγές του νεανικού της κορμιού ως χρυσά διαδήματα του Μεγάλου Δεσπότη Χριστού. Ως στεφάνια αμαράντινα στο κεφάλι της!  

      Αφού είδε ο Μαρκιανός ότι τα μαρτύρια δεν έφερναν κανένα αποτέλεσμα σκέφτηκε κάτι χειρότερο: τη δημόσια διαπόμπευσή της. Με τη σύμφωνη γνώμη του πατέρα της, ο οποίος παρακολουθούσε τα βασανιστήριά της, τη γύμνωσαν και την περιέφεραν στους κεντρικούς δρόμους της πόλεως, όπου οι φανατικοί ειδωλολατρικοί όχλοι την χλεύαζαν, την έφτυναν και την καταριόντουσαν. Εκείνη ήρεμη και γαλήνια, προσεύχονταν στο Χριστό και συγχωρούσε, τους βασανιστές της και το έξαλλο πλήθος, που την λοιδορούσε.

      Αφού τελείωσε η διαπόμπευση, ο μανισμένος πατέρας της, σαν μανιασμένο θηρίο, έσυρε το ξίφος του, όρμισε εναντίον της και την αποκεφάλισε, κάτω από τις επευφημίες του ειδωλολατρικού όχλου! Αλλά την ίδια στιγμή, και ενώ ήταν ξαστεριά, ένας κεραυνός έπεσε στο κεφάλι του και θανάτωσε οικτρά τον πατροκτόνο ειδωλολάτρη! Ευσεβείς Χριστιανοί περιμάζεψαν κρυφά το τίμιο λείψανο της Μάρτυρος και το ενταφίασαν με τιμές.

      Αργότερα, μετά τη λήξη των διωγμών, τα τίμια λείψανά της κατατέθηκαν στην Κωνσταντινούπολη. Τον 11ο αιώνα ένα μέρος μεταφέρθηκε στη Βενετία. Τεμάχια της Κάρας της υπάρχει στη Μονή Μ. Σπηλαίου και στο Άγιον Όρος. Άλλα τεμάχια υπάρχουν σε πολλές Ιερές Μονές και Ναούς. Θεωρείται ως η προστάτρια των ετοιμοθάνατων και γι’ αυτό εικονίζεται με ένα άγιο Ποτήριο στο χέρι. Στην πατρίδα μας θεωρείται προστάτρια του Πυροβολικού από το έτος 1828. Πάμπολλοι ναοί είναι αφιερωμένοι στη χάρη της και χιλιάδες Χριστιανές φέρουν με καμάρι το όνομά της. Η μνήμη της εορτάζεται στις 4 Δεκεμβρίου.           

        

Δευτέρα 15 Ιουλίου 2024

Ο ΑΓΙΟΣ ΚΗΡΥΚΟΣ Ο ΝΗΠΙΟΜΑΡΤΥΣ ΚΑΙ Η ΜΗΤΕΡΑ ΤΟΥ ΑΓΙΑ ΙΟΥΛΙΤΤΑ

 ΛΑΜΠΡΟΥ Κ. ΣΚΟΝΤΖΟΥ Θεολόγου - Καθηγητού

       Μάρτυρες της Εκκλησίας μας ανάδειξαν όλες οι ηλικίες. Νέοι, ηλικιωμένοι, άνδρες και γυναίκες στολίζουν σαν πολύτιμοι λίθοι τα μαρτυρολόγιά της. Μια από τις κατηγορίες των Μαρτύρων μας είναι οι Παιδομάρτυρες, όπου σ’ αυτή συγκαταλέγονται τα ηρωικά βλαστάρια των Χριστιανών γονέων. Είναι τα πολυάριθμα παιδιά, ακόμα και νήπια, τα οποία μαρτύρησαν για την πίστη τους στο Χριστό. Ένα από αυτά υπήρξε ο τρίχρονος άγιος Κήρυκος, ο οποίος έδωσε τη σύντομη ζωή του για την πίστη του στο Χριστό, μαζί με την ηρωική χριστιανή μητέρα του Ιουλίττα.

       Η αγία Ιουλίττα καταγόταν από τα μέρη του Ικονίου της Μ. Ασίας. Έμεινε σε νεαρή ηλικία χήρα και είχε αφιερώσει τη ζωή της στη φροντίδα του νηπίου της, που ονομαζόταν Κήρυκος. Τον μεγάλωνε με ευσέβεια και φόβο Θεού. και μαζί με τη στοργή και την αγάπη της έβαζε στην άγουρη ψυχή του νηπίου της την πίστη στον αληθινό Θεό και εκείνο χαριτωμένο, ρουφούσε σαν το καθαρό σφουγγάρι τις υπέροχες μητρικές νουθεσίες.  

       Ζούσαν στα χρόνια που βασίλευε ο θρησκομανής και φανατικός ρωμαίος αυτοκράτορας Διοκλητιανός (285-305) ο οποίος είχε κηρύξει το φοβερότερο διωγμό κατά των Χριστιανών. Είναι ιστορικά βεβαιωμένο πως τα σκοταδιστικά ειδωλολατρικά ιερατεία και ιδιαίτερα οι μάντεις, έπαιξαν καταλυτικό ρόλο στην κήρυξη του διωγμού αυτού. Έβλεπαν με θλίψη και ανησυχία οι ιερείς των ειδώλων ότι ερήμωναν τα ειδωλολατρικά «ιερά» εξαιτίας της ραγδαίας εγκατάλειψης των πιστών της αρχαίας θρησκείας και την μεταστροφή τους στη νέα ακμάζουσα χριστιανική πίστη. Αυτό σήμαινε απώλεια τεράστιων προσόδων. Ας μη λησμονούμε πως οι ιερείς στην αρχαία εποχή ήταν οι πλουσιότεροι άνθρωποι, αφού τα «ιερά» της αρχαίας θρησκείας ήταν κατά κανόνα ιδιωτικά. Κυρίως αντέδρασαν τα μαντεία, στα οποία διαδραματίζονταν, όπως είναι γνωστό, απίστευτες καταστάσεις σκοταδισμού, δεισιδαιμονίας και απάτης. Οι ιερείς – μάντεις των διαβόητων μαντείων της Μ. Ασίας, του Κλαρίου και Διδυμαίου Απόλλωνα, διαμήνυσαν στο θρησκόληπτο αυτοκράτορα πως οι «θεοί» ήταν «θυμωμένοι», διότι το κράτος ανέχονταν την ύπαρξη των «άθεων», δηλαδή των Χριστιανών (έτσι τους αποκαλούσαν οι ειδωλολάτρες), οι οποίοι δεν θυσίαζαν και δεν τους λάτρευαν, και γι’ αυτό δεν ήταν ευμενείς προς αυτό. Τον έπεισαν λοιπόν να αρχίσει τους διωγμούς, οι οποίοι είχαν εξελιχτεί σε πραγματική γενοκτονία για τους Χριστιανούς. Χιλιάδες Χριστιανοί, όλων των κοινωνικών τάξεων και ηλικιών οδηγούνταν σε φρικτά βασανιστήρια, προκειμένου να αναγκαστούν να αρνηθούν την πίστη τους και να θυσιάσουν στους ανύπαρκτους και ανήθικους ειδωλολατρικούς «θεούς». Όσοι αρνούνταν οδηγούνταν στο θάνατο.

      Το Ικόνιο, που ζούσε η αγία Ιουλίττα, βρισκόταν πολύ κοντά στην Νικομήδεια, όπου είχε την έδρα του ο Διοκλητιανός και κινδύνευε περισσότερο να αποκαλυφτεί η πίστη της και να συλληφθεί. Για μεγαλύτερη ασφάλεια, έφυγε με τον μικρό τριετή Κήρυκο από το Ικόνιο για τη Σελεύκεια και αργότερα στην Ταρσό της Κιλικίας. Αλλά όμως και εκεί συνελήφθηκε από τον τοπικό φανατικό ειδωλολάτρη έπαρχο και οδηγήθηκε σε βασανιστικές ανακρίσεις και πιέσεις να αρνηθεί την πίστη της, έχοντας μαζί της και τον Κήρυκο. Η αγία Ιουλίττα ομολόγησε με θαυμαστό θάρρος και παρρησία την πίστη της στο Χριστό και χαρακτήρισε τους ειδωλολατρικούς «θεούς», στους οποίους την πίεζαν να θυσιάσει, ανύπαρκτους, αισχρούς και κακούς, όπως τους παρουσίαζαν οι μυθολογικές διηγήσεις και οι διδασκαλίες των ιερέων τους. Ο μικρός Κήρυκος στεκόταν δίπλα στη μητέρα του, ατάραχος και ομολογούσε και αυτός

ταυτόχρονα την πίστη του ψελλίζοντας συνεχώς και με όλη τη δύναμη της ψυχούλας του το όνομα του Χριστού.

       Ο θηριώδης έπαρχος απειλώντας προέτρεπε την  αγία Ιουλίττα να αρνηθεί το Χριστό και να θυσιάσει στα είδωλα. Ο μικρός Κήρυκος κατάλαβε ότι απειλούνταν η ζωή της μητέρας του και γι’ αυτό πήγε κοντά στον έπαρχο και του κλώτσησε ελαφρά το πόδι. Τότε ο οργισμένος έπαρχος άρπαξε το παιδί και το εκσφενδόνισε με όλη τη δύναμή του από τη σκάλα του βήματος. Ο Κήρυκος κύλησε με ορμή στα σκαλοπάτια, τραυματίστηκε βαριά και βρήκε μαρτυρικό θάνατο.

      Η τραγική μητέρα δοκίμασε μεγάλο πόνο στην ψυχή της για τον μαρτυρικό θάνατο του σπλάχνου της, από την ειδωλολατρική θηριωδία. Όμως μια πρωτοφανής γαλήνη την κυρίευσε, όταν σκέφτηκε ότι την αξίωσε ο Θεός να γίνει μητέρα Μάρτυρα. Το θεώρησε ύψιστη ευλογία, χάρη και ευεργεσία από το Χριστό, που για χάρη Του και αυτή βρισκόταν να απολογείται για την πίστη της σ’ Αυτόν. Δεν έχασε την ψυχραιμία της και με ήρεμο και ειρηνικό τρόπο συνέχιζε να ομολογεί τη χριστιανική της πίστη. Παράλληλα ήλεγξε την άνανδρη πράξη του επάρχου, ο οποίος ξέσπασε την οργή του και τον φανατισμό του στο άκακο νήπιο. Ακούγοντας όλα αυτά διέταξε να τη βασανίσουν φρικτά και στο τέλος να την αποκεφαλίσουν. Αφού υπέστη απίστευτης αγριότητας και απανθρωπιάς βασανιστήρια, οδηγήθηκε στον τόπο της εκτελέσεως και ο δήμιος της έκοψε το κεφάλι. Η αγία της ψυχή φτερούγησε στα ουράνια, κάτω από το θρόνο του Θεού, για να συναντήσει το ηρωικό βλαστάρι της, για να ζουν αιώνια μαζί και να συμβασιλεύουν με το Χριστό. Η ιερή μνήμη τους τιμάται στις 15 Ιουλίου.   

        Η εποχή των διωγμών είναι αναμφίβολα η ηρωικότερη εποχή για την Εκκλησία μας. Ουδεμία άλλη θρησκευτική πίστη ή φιλοσοφία ή ιδέα διώχτηκε όπως η χριστιανική πίστη. Με τους μετριότερους υπολογισμούς, στα τριακόσια πρωτοχριστιανικά χρόνια, έδωσαν τη ζωή τους για το Χριστό περισσότεροι από έντεκα εκατομμύρια Μάρτυρες. Ανάμεσα σε αυτούς και ένα μεγάλο νέφος ηρωικών μητέρων, παιδιών και νηπίων, όπως η αγία Ιουλίττα και ο άγιος Κήρυκος. 

ΑΓΙΟΣ ΒΛΑΔΙΜΗΡΟΣ Ο ΙΣΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΚΑΙ ΦΩΤΙΣΤΗΣ ΤΩΝ ΡΩΣΩΝ

 

ΛΑΜΠΡΟΥ Κ. ΣΚΟΝΤΖΟΥ Θεολόγου – Καθηγητού

        Η εκχριστιάνιση των Ρως (Ρώσων) είναι ένα από τα σημαντικότερα γεγονότα της ιστορίας. Κι’ αυτό διότι οι πολυάριθμοι λαοί της βορειοανατολικής Ευρώπης, γνώρισαν το φως του Χριστού, και άφησαν οριστικά πίσω τον εφιαλτικό παγανισμό και μαζί του το βάρβαρο και απολίτιστο παρελθόν τους. Πρωτεργάτης σε αυτή την παλιγγενεσία υπήρξε ο άγιος Βλαδίμηρος, ο Μέγας Πρίγκιπας του Κιέβου, του οποίου δίκαια η Εκκλησία του απένειμε τον τίτλο του Ισαποστόλου.

       Γεννήθηκε περί το 950 και ήταν νόθος γιος του ηγεμόνα του Κιέβου Σβιάτοσλαβ Α΄ και της υπηρέτριάς του Μαλούσας. Ανήκε στην βαραγγική δυναστεία και το πραγματικό του όνομα ήταν σκανδιναβικής προέλευσης: Βαλνταμάρ, αργότερα εκσλαβίστηκε σε Βολοντίμιρ (Βλαδίμηρος), που σημαίνει: αυτός που εξουσιάζει τον κόσμο. Επειδή ο πατέρας του απουσίαζε συνεχώς σε εκστρατευτικούς πολέμους την ανατροφή του είχε αναλάβει ο θείος του Ντομπρίνια και η πιστή χριστιανή γιαγιά του Χέλγκα. Ο Ντομπρίνια ήταν αδελφός της Μαλούσας και η Χέλγκε ήταν μητέρα του Σβιάτοσλαβ. Φαίνεται πως τα δύο αυτά πρόσωπα έπαιξαν καθοριστικό ρόλο για την μετέπειτα πορεία του Βλαδιμήρου και τις μεγάλες αποφάσεις που πήρε, οι οποίες έστρεψαν τη ροή της ιστορίας.

         Ο πατέρας του  Σβιάτοσλαβ πολεμώντας κατέλαβε τα βορειοανατολικά Βαλκάνια και μετέφερε την πρωτεύουσα του κράτους του στον Δούναβη, το 969 στην πόλη Περεγιασλάβετς. Ταυτόχρονα εγκατέστησε τους νεαρούς γιούς του ως τοπικούς ηγεμόνες σε διάφορες περιοχές του μεγάλου κράτους των Ρως. Τον γιό του Γιάροπολκ εγκατέστησε στο Κίεβο, τον Βλαδίμηρο στο Νόβγκοροντ και τον Όλεγκ στην Ντρέβλινα. Εξυπακούεται πως οι τρεις γιοί του διεκδικούσαν το θρόνο του πατέρα τους.

       Το 972 ο Σβιάτοσλαβ δολοφονήθηκε από τους Πεσενέγκους, κατά διαταγή του βυζαντινού αυτοκράτορα Ιωάννη Τσιμισκή (969-976). Η επέκτασή του στα Βαλκάνια θεωρήθηκε απειλή για το Βυζάντιο. Ο γιος του Γιάροπολκ φόρεσε το στέμμα του πατέρα του και μετέφερε την πρωτεύουσα στο Κίεβο. Αυτό όμως δεν άρεσε στον αδελφό του Όλεγκ, ο οποίος συμμάχησε με τον Βλαδίμηρο και υποκίνησαν εμφύλιο πόλεμο κατά του Γιάροπολκ. Όμως νικήθηκαν, ο Όλεγκ δολοφονήθηκε το 977 και ο Βλαδίμηρος έφυγε για την Σκανδιναβία να σωθεί από τη μανία του αδελφού του. Εκεί οργάνωσε στράτευμα από βαράγγους μισθοφόρους, τους οποίους εκπαίδευσε. Το 978 εκστράτευσε κατά του Γιάροπολκ και κατέλαβε το Νόβγκοροντ. Δύο χρόνια μετά κατέλαβε το Κίεβο χωρίς μάχη. Τελικά δολοφονήθηκε ο Γιάροπολκ και ο Βλαδίμηρος και το 980 φόρεσε το στέμμα του πατέρα του και ανακηρύχτηκε ηγεμόνας των Ρως.

         Ο Βλαδίμηρος αναδείχτηκε άξιος ηγέτης, ο οποίος εκτός από τους νικηφόρους πολέμους, ανέπτυξε και τη διπλωματία. Συνήψε συνθήκες με τους γειτονικούς λαούς (Τούρκους, Γιοτβιγκίους, Βουλγάρους και Πεσενέγκους), πετυχαίνοντας μια σχετική ειρήνη, η οποία τον βοήθησε να αναδιοργανώσει το κράτος του. Ανάπτυξε το εμπόριο, εκμεταλλευόμενος τις ποτάμιες οδούς. Ως χαρακτήρας ήταν ηγεμονικός και αδιάλλακτος. Τον διέκρινε η φιληδονία, έχοντας χαρέμι από πολλές γυναίκες, με τις οποίες απόκτησε 12 γιούς και 11 θυγατέρες.

        Κύριο επίσης μέλημά του υπήρξε η θρησκευτική μεταρρύθμιση. Ο ίδιος ήταν φανατικός ειδωλολάτρης. Αλλά υπό την επίδραση των νότιων γειτονικών μονοθεϊστικών λαών, προσπάθησε να μεταρρυθμίσει τον σλαβικό παγανισμό, ο οποίος κρατούσε το λαό σε απίστευτη δεισιδαιμονία. Ανάδειξε τη λατρεία του ανώτατου «θεού» Περούν, του σλαβικού παγανισμού, σε υπέρτατη θεότητα,

προωθώντας έτσι ένα είδους μονοθεϊσμού. Όμως η προσπάθειά του απέτυχε και γι’ αυτό αναζήτησε έξω από το κράτος καθαρή μονοθεϊστική θρησκεία. Ζήτησε εκπροσώπους του Χριστιανισμού, του Ιουδαϊσμού  και του Ισλάμ σε δημόσιο διάλογο, για να αναδειχτεί η καλλίτερη θρησκεία, που θα διάλεγε για το λαό του. Βυζαντινοί κληρικοί έφτασαν στο Κίεβο και διαλέχτηκαν με τους Ιουδαίους και Μουσουλμάνους, τους οποίους και κατατρόπωσαν. Βλαδίμηρος πείστηκε πως ο Χριστιανισμός και ιδιαίτερα η Ορθοδοξία, είναι η τελειότερη θρησκευτική πίστη και αποφάσισε να την ασπασθεί ο ίδιος και να την επιβάλει στο λαό του. Προφανώς έπαιξε πρώτιστο ρόλο η χριστιανική πίστη της γιαγιάς του Χέλγκε. Σημαντικό ρόλο έπαιξε επίσης η περιγραφή των απεσταλμένων του στην Κωνσταντινούπολη της λαμπρής Θείας Λειτουργίας στο ναό της Αγίας Σοφίας. 

     Έτσι αποφάσισε να κατηχηθεί και έλαβε το άγιο Βάπτισμα, στη Χερσώνα της Κριμαίας το 988. Θεώρησε υψίστης σημασίας ο γεγονός ότι έλαβε το φώτισμα από το λαμπρό Βυζάντιο. Ήθελε πιο στενές σχέσεις με τους βυζαντινούς και γι’ αυτό ζήτησε από τον αυτοκράτορα Βασίλειο Β΄ το Βουλγαροκτόνο (976-1025) να παντρευτεί την αδελφή του Άννα, χωρίζοντας τις δεκάδες συζύγους του. Η μορφωμένη βυζαντινή πριγκίπισσα έφερε μαζί της πλήθος μορφωμένων βυζαντινών λογίων, οι οποίοι εργάστηκαν δραστήρια για τον εκπολιτισμό των υπηκόων της.  Έφερε επίσης πληθώρα βυζαντινών κληρικών και θεολόγων να κατηχήσουν το λαό και να τον βαπτίσουν. Συγκινητικό φαινόμενο ήταν οι ομαδικές βαπτίσεις χιλιάδων Ρώσων στους ποταμούς και τις λίμνες της χώρας!

      Ο ίδιος ο Βλαδίμηρος άλλαξε κυριολεκτικά χαρακτήρα και ζωή, ζώντας με ευσέβεια και δικαιοσύνη και μεταρρυθμίζοντας το κράτος και τους θεσμούς σύμφωνα με τις αρχές του Ευαγγελίου. Υποστήριζε την Εκκλησία με όλες του τις δυνάμεις και την επεξέτεινε σε όλη την απέραντη επικράτειά του και κατέστρεψε όλα τα ειδωλολατρικά «ιερά». Ο λαός των Ρώσων βίωσε μια σπάνια περίοδο ευημερίας κατά τη διάρκεια της ηγεμονίας του.

      Ο Βλαδίμηρος, ύστερα από 35 χρόνια ηγεμονίας του, αρρώστησε και πέθανε ξαφνικά το 1015 ενώ κατευθύνονταν προς το Νόβογκορντ, τον οποίο διαδέχτηκε στο θρόνο ο μεγαλύτερος γιος του Σβιάτοπολκ. Η Εκκλησία εκτίμησε τις ανεκτίμητες υπηρεσίες του για τον εκχριστιανισμό των Ρώσων και την στήριξη προς Αυτήν και γι’ αυτό τον ανακήρυξε άγιο και ισαπόστολο. Ο άγιος Βλαδίμηρος τιμάται ως μέγας άγιος από τους Ρώσους και θεωρείται ο φωτιστής τους. Η μνήμη του εορτάζεται στις 15 Ιουλίου.

         

Κυριακή 14 Ιουλίου 2024

Ο ΑΓΙΟΣ ΝΙΚΟΔΗΜΟΣ Ο ΑΓΙΟΡΕΙΤΗΣ: Ο ΦΩΤΙΣΜΕΝΟΣ ΑΣΚΗΤΗΣ ΤΩΝ ΝΕΩΤΕΡΩΝ ΧΡΟΝΩΝ

 

ΛΑΜΠΡΟΥ Κ. ΣΚΟΝΤΖΟΥ Θεολόγου - Καθηγητού

       Στις 14 Ιουλίου η Εκκλησία μας εορτάζει τη μνήμη του αγίου Νικοδήμου του Αγιορείτη. Πρόκειται για μια σπουδαία εκκλησιαστική προσωπικότητα του 18ου αιώνα, η οποία έβαλε τη δική της σφραγίδα στην Εκκλησία και το Γένος μας την κρίσιμη εκείνη περίοδο, όπου η Οθωμανική αυτοκρατορία βρισκόταν στο απόγειο της δύναμής της. Συνετέλεσε επίσης στην αποσόβηση του κινδύνου της αλλοιώσεως του ορθοδόξου φρονήματος, από την επέλαση πολυαρίθμων παπικών και προτεσταντικών «ιεραποστόλων», οι οποίοι ασκούσαν ασφυκτικό προσηλυτισμό εις βάρος των υποδούλων Ορθοδόξων Ελλήνων. Ο άγιος Νικόδημος, με τον πολύπλευρο αγώνα του βοήθησε τα μέγιστα για τη σωτηρία της Ορθοδοξίας και του Ελληνισμού.

     Γεννήθηκε στη Νάξο το 1749. Το κοσμικό του όνομα ήταν Νικόλαος Καλλιβρούτσης. Οι γονείς του Αντώνιος και Αθανασία φρόντισαν να του δώσουν χριστιανική ανατροφή και να τον μορφώσουν με το υστέρημά τους. Φοίτησε αρχικά στη Σχολή του Αγίου Γεωργίου στη Νάξο, έχοντας διδάσκαλο τον αδελφό του αγίου Κοσμά του Αιτωλού, Χρύσανθο. Στη συνέχεια πήγε στη Σμύρνη για ανώτερες σπουδές, στην περίφημη Ευαγγελική Σχολή. Ήταν τέτοια η επίδοσή του ώστε ο μητροπολίτης Ιερόθεος τον προόριζε για μελλοντικό διευθυντή της Σχολής. Σπούδασε Θεολογία, Φιλολογία, Φιλοσοφία, Οικονομία, Ιατρική, Αστρονομία, ακόμα και Στρατιωτικά. Έμαθε άπταιστα γαλλικά, ιταλικά και λατινικά, έχοντας ισχυρότατη μνήμη.

     Στα 1770 επέστρεψε στην Νάξο και εργάστηκε ως γραμματέας στη Μητρόπολη. Το 1775 αποφάσισε να μονάσει. Ίσως να εμπνεύστηκε τη μοναχική ζωή από την μητέρα του, η οποία είχε καρεί και αυτή μοναχή στη Νάξο, με το μοναχικό όνομα Αγαθή. Πήγε στο Άγιο Όρος, στη Μονή Διονυσίου, όπου εκάρη μοναχός και έλαβε το μοναχικό όνομα Νικόδημος και υπέδειξε εξ’ αρχής υποδειγματική μοναχική ζωή. Οι πατέρες της Μονής, εκτιμώντας τη σπάνια μόρφωσή του και την καλλιγραφία του, του, του ανέθεσαν ως εργόχειρο, την αντιγραφή των κωδίκων της Μονής. Αυτό το θεώρησε πραγματική ευλογία και ευκαιρία να βρίσκεται στην πλουσιότατη βιβλιοθήκη της Μονής και στις βιβλιοθήκες των άλλων Μονών του Αγίου Όρους και να μελετά με πάθος τους Πατέρες της Εκκλησίας και τους αρχαίους συγγραφείς. Παράλληλα είχε αρχίσει να αλληλογραφεί με πολλούς λογίους της εποχής του. Ιδιαίτερα αλληλογραφούσε με τον μαρτυρικό Οικουμενικό Πατριάρχη και Εθνομάρτυρα άγιο Γρηγόριο Ε΄ και τον άγιο Αθανάσιο τον Πάριο. Νυχθημερόν έγραφε αδιάκοπα, συγγράφοντας πλειάδα βιβλίων και αναδεικνυόμενος ως ένας από τους γονιμότερους εκκλησιαστικούς συγγραφείς του 18ου αιώνα.

      Ως θεολόγος προσπαθούσε να εκφράζει τη βιβλική και αγιοπατερική διδασκαλία και να αποκρούει τις δυτικές επιδράσεις στη Θεολογία και την πράξη της Εκκλησίας, που κόμιζαν οι δυτικοί αιρετικοί «ιεραπόστολοι». Το σπουδαιότερο θεολογικό του έργο είναι το «Πηδάλιο», ο οποίος με τη βοήθεια του συμμοναστού του, ιερομονάχου Αγαπίου του Κρητός, στα 1790 κατόρθωσε να συγκεντρώσει, να κωδικοποιήσει και να ερμηνεύσει όλους τους Ιερούς Κανόνες της Εκκλησίας. Πρόκειται για πραγματικό άθλο για τα μέσα και τις συνθήκες της εποχής εκείνης. Η σπουδαιότητα του «Πηδαλίου» αποδεικνύεται από το ότι παραμένει ως τα σήμερα το μοναδικό εγχειρίδιο του Κανονικού και Εκκλησιαστικού Δικαίου της Εκκλησίας μας! Η δε ερμηνεία του στους Ιερούς Κανόνες αποτελεί αξεπέραστη αυθεντία!

      Ο άγιος Νικόδημος συνέγραψε και άλλα έργα, ψυχωφελούς περιεχομένου, τα οποία χαρακτηρίζονται  ως εφάμιλλα των πνευματικών συγγραμμάτων των αρχαίων

Πατέρων και ασκητών της Εκκλησίας μας. Αναφέρουμε μερικά από αυτά: «Αόρατος Πόλεμος», «Πνευματικά Γυμνάσματα», «Συμβουλευτικόν Εγχειρίδιον», κ.α. Σημαντικό του έργο υπήρξε το «Νέο Μαρτυρολόγιο», στο οποίο κατέγραψε τα συναξάρια των πολυπληθών Νεομαρτύρων, στηρίζοντας το υπόδουλο Γένος και αποτρέποντας τους εξισλαμισμούς. Ανάδειξε τους ηρωικούς Νεομάρτυρες ως πνευματικούς φάρους και πρότυπα προς μίμηση, για τους Ορθοδόξους, σε μια εποχή καμπής, όπου γινόταν μαζικοί εξισλαμισμοί.

      Ο άγιος Νικόδημος μας είναι γνωστός και από την πρωταγωνιστική δράση του στο λεγόμενο κίνημα των Κολλυβάδων. Το κίνημα αυτό ξεκίνησε από μια μερίδα αγιορειτών μοναχών, οι οποίοι αντιτάχτηκαν αρχικά στη συνήθεια να τελούνται τα ιερά μνημόσυνα την Κυριακή. Κατ’ αυτούς δεν επιτρέπεται η τέλεσή τους την Κυριακή, διότι είναι ημέρα χαρμόσυνη, ημέρα αφιερωμένη στην Ανάσταση του Κυρίου και πρότειναν να τελούνται το Σάββατο, ή άλλη ημέρα της εβδομάδος. Εναντίων των Κολλυβάδων συγκροτήθηκε αντικίνημα των λεγομένων Αντικολλυβάδων, οι οποίοι, επηρεασμένοι από τη νοοτροπία των αιρετικών της Δύσης, ανάλαβαν σοβαρή αντίδραση, ακόμα και διώξεις κατά των Κολλυβάδων. Μάλιστα στα 1776 Σύνοδος του Οικουμενικού Πατριαρχείου καταδίκασε το κίνημα των Κολυβάδων και όσοι ενέμεναν στις αρχές του υπέστησαν διώξεις. Ο άγιος Νικόδημος εξορίστηκε στις Βόρειες Σποράδες, όπου μετέφερε το κολλυβαδικό πνεύμα.  

     Πολύ γρήγορα όμως το κίνημα των Κολλυβάδων πήρε τη μορφή αγώνα ανανέωσης της Εκκλησίας, ως επιστροφή στις γνήσιες πρακτικές της αρχαίας Εκκλησίας. Μερικές από τις ανανεωτικές προτάσεις των Κολλυβάδων ήταν η συχνή Θεία Κοινωνία των πιστών, η εμμονή στην παράδοση της Εκκλησίας και στο πνεύμα των Ιερών Κανόνων, η καταξίωση της ασκητικής ζωής, η μελέτη της Αγίας Γραφής, η απόρριψη των λατινογενών στοιχείων στη ζωή της Εκκλησίας, η απόρριψη της τυπολατρίας  και κυρίως η απόρριψη της εκκοσμίκευσης στην Εκκλησία. Παράλληλα προωθούσαν την παιδεία, ως βασικό παράγοντα της πνευματικής ολοκλήρωσης του ανθρώπου, διαμορφώνοντας έτσι έναν Ελληνικό και Ορθόδοξο Διαφωτισμό.

     Αξίζει να τονίσουμε τη θετική επίδραση του κολλυβαδικού κινήματος στον νέο Ελληνισμό, διότι, αυτό κυρίως, συνετέλεσε στην πνευματική αναγέννηση του λαού μας, στο νεοσύστατο ελληνικό κράτος. Μεγάλες μορφές της εκκλησιαστικής και πνευματικής μας ζωής είχαν επηρεασθεί βαθύτατα από τους Κολλυβάδες Πατέρες, όπως ο άγιος Νικόλαος Πλανάς, ο Παπουλάκος, ο Παπαδιαμάντης, ο Μωραϊτίνης, ο άγιος Νεκτάριος, κ.α. Ο σύγχρονος γνήσιος μοναχισμός ακολουθεί τις αρχές του κολλυβαδικού κινήματος.     

      Ο άγιος Νικόδημος κοιμήθηκε στις 14 Ιουλίου του 1809 και σε ηλικία 60 ετών. Το 1955 ανακηρύχτηκε άγιος. Τα τελευταία του λόγια ήταν, ως απάντηση στους μαθητές του, οι οποίοι θαύμαζαν την ηρεμία των τελευταίων στιγμών του: «Το Χριστό έβαλα μέσα μου και πώς να μην ησυχάσω;»! Η οσιακή του ζωή και το πλουσιότατο συγγραφικό του έργο τον συγκαταλέγουν στους μεγάλους Πατέρες της Εκκλησίας μας.

    Η μνήμη του τιμάται στις 14 Ιουλίου, ημέρα της οσιακής του κοιμήσεως.

    Στη συνείδηση του ορθοδόξου πληρώματος ο άγιος Νικόδημος θεωρείται ως μια από τις μεγάλες μορφές της Εκκλησίας μας, εφάμιλλος των αγίων Πατέρων. Με τον προσωπικό του αγώνα για κάθαρση και αγιασμό, αλλά και την προσφορά του στα ιερά γράμματα, σημάδεψε την εποχή του. Και το σπουδαιότερο: δημιούργησε προϋποθέσεις για την επάνοδο στη γνήσια ορθόδοξη πίστη και ζωή.         

Σάββατο 13 Ιουλίου 2024

ΑΓΙΟΣ ΠΑΪΣΙΟΣ Ο ΑΓΙΟΡΕΙΤΗΣ

 

ΛΑΜΠΡΟΥ Κ. ΣΚΟΝΤΖΟΥ  Θεολόγου – Καθηγητού

         Η αδιάκοπη ανάδειξη αγίων στο δισχιλιόχρονο διάβα της ιστορίας είναι το μόνιμο θαύμα στην Εκκλησία μας. Κάποιος μεγάλος ασκητής είχε πει πως όταν σταματήσουν να αναδεικνύονται άγιοι θα έρθει και το τέλος του κόσμου. Ο 20ος   αιώνας ανάδειξε μια πλειάδα νεοφανών αγίων. Ένας από αυτούς είναι και ο άγιος Παΐσιος ο Αγιορείτης.

        Γεννήθηκε στις 25 Ιουλίου του 1924 στα Φάρασα της Καππαδοκίας και ονομάζονταν Αρσένιος Εζνεπίδης. Οι γονείς του Πρόδρομος και Ευλαμπία ήταν ευσεβείς άνθρωποι και είχαν άλλα οκτώ παιδιά. Το όνομά του το πήρε από τον επίσης νεοφανή άγιο, Αρσένιο τον Καππαδόκη, ο οποίος του έδωσε το όνομά του για να τον αφήσει ως καλόγερο στο πόδι του, όπως είπε. Στις 14 Σεπτεμβρίου 1924 έφυγε με την οικογένειά του στην Ελλάδα, ως πρόσφυγες. Βγήκαν στον Πειραιά και από εκεί πήγαν στην Κέρκυρα, όπου έμειναν στο κάστρο. Μετά ενάμισι χρόνο έφυγαν για την Ηγουμενίτσα και από εκεί στην Κόνιτσα, όπου εγκαταστάθηκαν μόνιμα. Εκεί τελείωσε ο Αρσένιος το δημοτικό σχολείο και πέρασε τα παιδικά του χρόνια. Από παιδί τον ενθουσίαζε η μοναχική ζωή και συζητούσε με τους γονείς του το όνειρό του να γίνει μοναχός. Εν τω μεταξύ εργαζόταν σε ξυλουργείο και έμαθε την τέχνη του ξυλουργού. Ειδικεύτηκε στην κατασκευή φέρετρων.

      Το 1945 υπηρέτησε στο στρατό ως ασυρματιστής. Είχε την ατυχία να ζήσει και να πολεμήσει στον αδελφοκτόνο εμφύλιο (1945-1949). Συχνά έπαιρνε τη θέση οικογενειαρχών στρατιωτών πολεμώντας στην πρώτη γραμμή, προτιμώντας να βλαφτεί ο ίδιος παρά εκείνοι που είχαν υποχρεώσεις. Απολύθηκε το 1949 και αποφάσισε να πάει στο Άγιον Όρος για να πραγματοποιήσει την νεανική του επιθυμία να γίνει μοναχός. Όμως αναγκάστηκε να γυρίσει στην Κόνιτσα, για να αποκαταστήσει τις αδελφές του. Το 1950 γύρισε ξανά στο Άγιο Όρος και εγκαταστάθηκε στη Σκήτη του Αγίου Παντελεήμονος και κατόπιν στη Μονή Εσφιγμένου, όπου έλαβε την «ρασοευχή», παίρνοντας το πρώτο όνομα  Αβέρκιος. Έμεινε στη Μονή τέσσερα χρόνια και επέδειξε θαυμαστό ζήλο, υπακοή, ταπεινοφροσύνη και εργατικότητα. Μελετούσε συγγράμματα Πατέρων, και κύρια του Αββά Ισαάκ του Σύρου.

       Το 1954 εγκαταστάθηκε στην Μονή Φιλοθέου, όπου έγινε, το 1956, και η μοναχική κουρά του και έλαβε το όνομα Παΐσιος. Έμεινε στη Μονή ως το 1958, αλλά ύστερα από μια «εσωτερική πληροφόρηση» γύρισε και πάλι στην Κόνιτσα και εγκαταστάθηκε την Ιερά Μονή Γενεθλίων της Θεοτόκου στο Στόμιο. Εκεί εργάστηκε πνευματικά μεταστρέφοντας πολλούς ετεροδόξους στην Ορθοδοξία και στηρίζοντας υλικά και πνευματικά τους ενδεείς της περιοχής. Έμεινε εκεί  τέσσερα χρόνια και απέκτησε τη φήμη του αγίου άνδρα.

       Το 1962 μετέβηκε στο Όρος Σινά, όπου μόνασε για δύο χρόνια στο κελί των Αγίων Γαλακτίωνος και Επιστήμης. Αγαπήθηκε πολύ από τους μοναχούς και τους Βεδουίνους, στους οποίους μοίραζε τρόφιμα και χρήματα, που κέρδιζε με το εργόχειρό του.

       Το 1964 επέστρεψε στο Άγιον Όρος, από όπου δεν έφυγε ποτέ ξανά. Εγκαταστάθηκες τη Σκήτη του Τιμίου Προδρόμου Ιβήρων και έγινε υποτακτικός του Ρώσου μοναχού Τύχωνα, με τον οποίο έμεινε ως το 1968.

       Το 1966 ασθένησε σοβαρά και νοσηλεύτηκε στη Θεσσαλονίκη, όπου του αφαιρέθηκε ο ένας πνεύμονας. Κατά το χρόνο ανάρρωσής του φιλοξενήθηκε στο Ησυχαστήριο Αγίου Ιωάννου Θεολόγου Σουρωτής. Το 1967, όταν ανάρρωσε, πήγε ξανά στο Άγιον Όρος και εγκαταστάθηκε στα Κατουνάκια, στο Λαυριώτικο κελί του Υπατίου.  Το επόμενο έτος εγκαταστάθηκε στη Μονή Σταυρονικήτα και

υπηρετούσε σε διάφορες χειρονακτικές εργασίες, παρ’ όλο το βεβαρυμμένο της υγείας του.

       Το 1979 μετακόμισε στη Μονή Κουτλουμουσίου και εγκαταστάθηκε στο εγκαταλειμμένο κελί της Παναγούδας. Εκεί φάνηκαν και τα πρώτα σημάδια της αγιότητάς του. Άρχισε η φήμη του να διαδίδεται παντού. Θεωρούνταν χαρισματικός μοναχός και προσέφευγαν σ’ αυτόν πλήθος βασανισμένων ανθρώπων για να πάρουν τις συμβουλές και τις ευλογίες του. Χιλιάδες μαρτυρίες επισκεπτών του βεβαιώνουν ότι ο Θεός τον είχε προικίσει με διορατικό και προορατικό χάρισμα. Διάβαζε τις ψυχές των επισκεπτών του σαν ανοιχτό βιβλίο! Δέχονταν χιλιάδες επιστολές, τις οποίες δεν προλάβαινε να διαβάσει. Επίσης οι πολυάριθμοι επισκέπτες του δημιουργούσαν πρόβλημα ησυχίας στους παρακείμενους μοναχούς, γεγονός που τον στεναχωρούσε πολύ.  

     Παρ’ όλο το βεβαρυμμένο καθημερινό του πρόγραμμα, δεν αμελούσε την ασκητική του ζωή. Νήστευε σκληρά, προσευχόταν αδιάκοπα και αναπαυόταν μόνο 2 με 3 ώρες την ημέρα.

       Τα προβλήματα υγείας του επιδεινώνονταν συνεχώς. Η σκληρή άσκηση και η άρνησή του να δεχτεί ιατρική βοήθεια επιδείνωσε σοβαρά την υγεία του. Το 1993 άρχισαν αιμορραγίες. Το Νοέμβριο πήγε στο Ησυχαστήριο της Σουρωτής. Εκεί ασθένησε σοβαρά. Μεταφέρθηκε στο νοσοκομείο, όπου διαγνώστηκε κακοήθης όγκος στο παχύ έντερο. Δέχτηκε με ηρεμία την είδηση, ως εκπλήρωση παλιάς του επιθυμίας για την πνευματική του πρόοδο. Έλεγες συχνά «ο καρκίνος έβαλε στον παράδεισο χιλιάδες ανθρώπους». Στις 4 Φεβρουαρίου 1994 χειρουργήθηκε, αλλά λίγο καιρό μετά διαγνώστηκαν μεταστάσεις. Τον ταλαιπωρούσαν υψηλοί πυρετοί και δύσπνοια. Τέλος Ιουνίου 1994 οι γιατροί του  ανακοίνωσαν ότι έφτανε το τέλος του. Στις 11 Ιουλίου, εορτή της Αγίας Ευφημίας, κοινώνησε γονατιστός των Αχράντων Μυστηρίων και την επόμενη, 12 Ιουλίου, κοιμήθηκε. Το λείψανό του ενταφιάστηκε στο Ησυχαστήριο Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου στη Σουρωτή, με τη συμμετοχή χιλιάδων πιστών.

      Ο τάφος του έγινε τόπος προσκυνήματος μυριάδων πιστών και άρχισαν να γράφονται εκατοντάδες βιογραφίες του και καταγραφή των λόγων του. Στην αλάνθαστη συνείδηση του πιστού ήταν άγιος. Τυπικά η αγιοκατάταξή του έγινε στις 13 Ιανουαρίου 2015 και η μνήμη του ορίστηκε να εορτάζεται στις 12 Ιουλίου, ημέρα της οσιακής κοιμήσεώς του.

      Ο νεοφανής άγιος Παΐσιος υπήρξε γνήσιος ενσαρκωτής του  ορθοδόξου μοναχικού ιδεώδους και μάλιστα θεωρείται από τους πρωτεργάτες της αναβίωσης του σύγχρονου μοναχισμού στο Άγιο Όρος. Παράλληλα υπήρξε ζηλωτής της σώζουσας Ορθοδόξου πίστεως, στηλιτεύοντας με τον γνωστό μειλίχιο και ταπεινό ύφος του τις αιρέσεις και τις κακοδοξίες, ιδιαιτέρως τη σύγχρονη παναίρεση του οικουμενισμού.    

     

Δευτέρα 8 Ιουλίου 2024

ΑΓΙΟΣ ΠΡΟΚΟΠΙΟΣ Ο ΜΕΓΑΛΟΜΑΡΤΥΣ ΑΘΛΗΤΗΣ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ

 

ΛΑΜΠΡΟΥ Κ. ΣΚΟΝΤΖΟΥ Θεολόγου – Καθηγητού

      Η εποχή των διωγμών των πρωτοχριστιανικών χρόνων είναι η πλέον ηρωική περίοδος της Εκκλησία μας, η οποία ανέδειξε μέγα νέφος καλλίνικων Μαρτύρων. Απέρριψαν την ειδωλολατρία, όρθωσαν το ανάστημά τους στους ισχυρούς διώκτες τους και ομολόγησαν την πίστη τους στο Χριστό, χύνοντας το άγιο αίμα τους και δίνοντας τη ζωή τους για Εκείνον. Ένας από αυτούς υπήρξε ο μεγαλομάρτυς Προκόπιος.

       Καταγόταν από την Παλαιστίνη και έζησε στα χρόνια του σκληρού αυτοκράτορα Διοκλητιανού (285-305). Ο πατέρας του ονομαζόταν Χριστόφορος και ήταν ένθερμος Χριστιανός, σε αντίθεση με τη μητέρα του Θεοδοσία, η οποία ήταν φανατική ειδωλολάτρισσα. Το αρχικό του όνομα ήταν Νεανίας. Έχασε δυστυχώς ενωρίς τον πατέρα του και έτσι την ανατροφή του ανάλαβε η μητέρα του, μεγαλώνοντας τον ως ειδωλολάτρη.

       Φαίνεται ότι είχε πρόσβαση στο παλάτι και έτσι παρέδωσε τον Νεανία ως αυλικό στον Διοκλητιανό, προσφέροντας και ένα σεβαστό ποσό. Εκείνος εκτίμησε τις ικανότητές του και τον αναγόρευσε Δούκα της Αλεξάνδρειας, δίνοντάς του μάλιστα ρητή εντολή να πάει και να εξολοθρεύσει τους εκεί πολυάριθμους Χριστιανούς. Σημειώνουμε πως ο θρησκόληπτος αυτός αυτοκράτορας είχε πεισθεί από τα ειδωλολατρικά ιερατεία της Μ. Ασίας ότι οι «θεοί» απαιτούσαν από αυτόν να εξολοθρεύσει τους Χριστιανούς και να σβήσει την χριστιανική πίστη, προκειμένου να γίνουν και πάλι ευμενείς για το κράτος και τον ίδιο. Γι’ αυτό είχε κηρύξει τον πιο σκληρό και απάνθρωπο διωγμό κατά της Εκκλησίας, ο οποίος ανάδειξε εκατομμύρια Μάρτυρες.

       Αφού ανάλαβε την εξουσία στην Αλεξάνδρεια, πήρε εντολή να πάει στην πόλη Απάμεια (σημερινή Χαμάν) της Συρίας, μαζί με δύο αξιωματικούς του. Επειδή όμως έκανε πολύ ζέστη ταξίδευαν τη νύχτα. Περί τα 30 χιλιόμετρα έξω από την πόλη συνέβη κάτι το απροσδόκητο: έγινε μεγάλος σεισμός και ο ουρανός φωτίστηκε από εκτυφλωτικές αστραπές. Ταυτόχρονα ακούστηκε απόκοσμη φωνή, η οποία τον προειδοποιούσε πως αν εκτελούσε τις διαταγές του αυτοκράτορα και θανάτωνε Χριστιανούς, θα θανατώνονταν και ο ίδιος!

       Ο Νεανίας, σάστισε από το παράξενο φαινόμενο και ρώτησε ποιος του μιλάει και να του φανερωθεί μπροστά του. Τότε ένας κρυστάλλινος Σταυρός εμφανίστηκε μπροστά του και μια φωνή ακούστηκε: «Εγώ είμαι ο Εσταυρωμένος Ιησούς, ο Υιός του Θεού»! Ο αγαθών προθέσεων Δούκας κατάλαβε ότι επρόκειτο για θεόσταλτο θαύμα και γι’ αυτό έτρεξε στην Απάμεια και φρόντισε να βρει Χριστιανούς, να κατηχηθεί. Αφού μεταστράφηκε, έλαβε το Άγιο Βάπτισμα και έλαβε το όνομα Προκόπιος. Όταν έφτασε στην Σκυθόπολη της Κοίλης Συρίας κατασκεύασε έναν χρυσό Σταυρό, σύμφωνα με εκείνον που του φανερώθηκε, τον οποίο έκανε πλέον έμβλημά του, μαζί με δύο εικόνες των Αρχαγγέλων Μιχαήλ και Γαβριήλ. Μετά από μέρες κλήθηκε να αντιμετωπίσει τους Σαρακηνούς, τους οποίους κατατρόπωσε έχοντας μαζί του τον χρυσό Σταυρό, ως νικητήριο λάβαρό του.

     Όταν επέστρεψε νικητής στην Αλεξάνδρεια, τον υποδέχτηκε με χαρά η μητέρα του, η οποία είχε πληροφορηθεί για την περιφανή νίκη του. Τον προέτρεψε να θυσιάσει στους «θεούς», ευχαριστώντας τους για την ευμένειά τους προς αυτόν. Τότε ο Προκόπιος είπε στη μητέρα του ότι τη νίκη του την χάρισε ο Χριστός ο αληθινός Θεός και όχι τα ψεύτικα είδωλα. Η φανατική ειδωλολάτρισσα μητέρα του πικράθηκε από τα λόγια του γιού της, σκοτίστηκε το μυαλό της και φανέρωσε με επιστολή της στον Διοκλητιανό την μεταστροφή του γιου της, στην μισητή για εκείνους

χριστιανική πίστη. Ο θρησκομανής αυτοκράτορας έγινε έξαλλος από το θυμό του και έδωσε εντολή στον ηγεμόνα της Καισάρειας Ούλκιο να εξετάσει τον Προκόπιο.

       Οδηγήθηκε δέσμιος μπροστά του και ομολόγησε με ηρωισμό την πίστη του στο Χριστό. Όταν του ζητήθηκε να θυσιάσει στα είδωλα, αρνήθηκε και στηλίτευσε την πίστη στους ψεύτικους ειδωλολατρικούς «θεούς». Ο ηγεμόνας έφριξε από τη στάση του Προκοπίου και διέταξε να τον δείρουν χωρίς οίκτο και να τον κλείσουν, μισοπεθαμένος όπως ήταν, στην πιο σκοτεινή φυλακή. Εκεί του παρουσιάστηκε τη νύχτα ο Χριστός και του έδειξε το στέφανο του μαρτυρίου του, τον οποίο θα κέρδιζε αν έμεινε σταθερός στην ομολογία της πίστης του. Αν μπορούσε να αντέξει τα βασανιστήρια και αντάλλασε την πρόσκαιρη ζωή με την αιώνια. Ο Προκόπιος χάρηκε αφάνταστα και έλαβε θάρρος.

       Την επόμενη ημέρα τον οδήγησαν σε παρακείμενο ειδωλολατρικό ναό, όπου τον παρακίνησαν να θυσιάσει στα είδωλα. Ο Προκόπιος αρνήθηκε να θυσιάσει και προσευχήθηκε. Τότε έγινε το απροσδόκητο: τα ειδώλια άρχισαν να λιώνουν σαν κερί! Οι παριστάμενοι στρατιώτες και οι αξιωματικοί τους Νικόστρατος και Αντίνοος, βλέποντας το θαύμα μεταστράφηκαν στο Χριστό, βαπτίστηκαν από τον Επίσκοπο Λεόντιο και αργότερα μαρτύρησαν δι’ αποκεφαλισμού. Η μητέρα του, η οποία ήταν παρούσα, πίστεψε και αυτή και μαζί της δώδεκα Συγκλητικές, οι οποίες συνθλίφτηκαν, βασανίστηκαν φρικτά και αποκεφαλίστηκαν.

       Τον Προκόπιο ανάλαβε ο θηριώδης και άσπλαχνος Φλαβιανός, για να κάμψει το φρόνημά του. Αλλά και σε αυτόν ο Μάρτυρας έμεινε αμετάπειστος και σταθερός στην πίστη του. Ο Φλαβιανός τότε διέταξε τον υπηρέτη Αρχέλαο να μπήξει στην κοιλιά του Προκόπιου το σπαθί του. Όταν εκείνος ξάμωσε, έπεσε στο πάτωμα νεκρός! Κατόπιν τον έδεσαν και τον κτυπούσαν με βούνευρα. Τον έκαιγαν με αναμμένα κάρβουνα. Τον υποχρέωσαν να κρατήσει στα χέρια του αναμμένα κάρβουνα, μέχρι να θυσιάσει στα είδωλα. Εκείνος προτίμησε να καούν τα χέρια του! Μετά τον κρέμασαν ανάποδα και ετοίμασαν πυρακτωμένο φούρνο να τον ρίξουν μέσα, αλλά ο Προκόπιος τον σταύρωσε και ο φούρνος έσβησε πάραυτα και πάγωσε!

       Αφού είδαν ότι δεν έφερναν αποτέλεσμα, αποφάσισαν να τον αποκεφαλίσουν. Εκείνος έσκυψε την τίμια κεφαλή του στο δήμιο, ο οποίος την απέκοψε, χαρίζοντάς του τον πολύτιμο και αμάραντο στέφανο της ουράνιας δόξας, που του είχε δείξει ο Χριστός στη φυλακή!

        Η μνήμη του εορτάζεται στις 8 Ιουλίου.

                    

Κυριακή 7 Ιουλίου 2024

Η ΜΕΓΑΛΟΜΑΡΤΥΣ ΑΓΙΑ ΚΥΡΙΑΚΗ

 

ΛΑΜΠΡΟΥ Κ. ΣΚΟΝΤΖΟΥ Θεολόγου Καθηγητού

   Οι Μάρτυρες κατέχουν τη σημαντικότερη θέση στην Εκκλησία μας, διότι Αυτή είναι θεμελιωμένη στη μαρτυρία, στα βασανιστήρια, στο αίμα και στην ίδια τη ζωή εκείνων. Τα λεγόμενα «Μαρτυρολόγια» είναι οι βιογραφίες των Μαρτύρων της Εκκλησίας μας, τα οποία διηγούνται τις ηρωικές τους ομολογίες στο Χριστό και τα αφάνταστα δεινοπαθήματά τους από τους διαχρονικούς χριστιανομάχους.

    Οι Μάρτυρες γυναίκες υπήρξαν το ίδιο ηρωικές με τους άνδρες, και σε πολλές περιπτώσεις τους ξεπερνούσαν σε θάρρος, ηρωισμό και παρρησία, μπροστά στους δημίους βασανιστές τους! Μια από αυτές είναι και η μεγαλομάρτυς Κυριακή, ένα εύοσμο άνθος πίστεως, ευσέβειας, αγνότητας, ηρωισμού και καρτερίας της αρχαίας Εκκλησίας.

     Γεννήθηκε στη Νικομήδεια της Μικράς Ασίας και έζησε τον 4ο μ. Χ. αιώνα, από γονείς Έλληνες χριστιανούς και ευσεβείς. Ήταν πολύ πλούσιοι, αλλά δεν είχαν παιδί. Για τούτο και προσεύχονταν αδιαλείπτως στο Θεό να τους χαρίσει το δώρο της παιδοποιίας. Ο Θεός άκουσε τις δεήσεις τους και πράγματι τους χάρισε ένα χαριτωμένο κοριτσάκι, το οποίο γεννήθηκε ημέρα Κυριακή και γι’ αυτό του έδωσαν το όνομα Κυριακή, που σημαίνει αφιερωμένη στον Κύριο, όπως και η αγία ημέρα Του. 

      Η Κυριακή μεγάλωνε μέσα στην ευσέβεια της οικογένειάς της. Από μικρή απέκτησε ακράδαντη πίστη στο Θεό και απέραντη αγάπη για το Χριστό. Εκείνος την προίκισε με σπάνιο σωματικό κάλλος και υπέρμετρη ευγένεια ψυχής, ώστε να ξεχωρίζει από όλα τα άλλα κορίτσια της μεγαλούπολης, όπου ζούσε. Νωρίς είχε αποφασίσει να αφιερωθεί ολοκληρωτικά στο Χριστό, διαφυλάσσοντας την παρθενία της για το Νυμφίο Χριστό. Ας μην ξεχνάμε πως για τον Χριστιανό δύο δρόμοι υπάρχουν: ο δρόμος της παρθενίας και ο δρόμος του γάμου. Και οι δύο δρόμοι είναι ευλογημένοι και ισότιμοι για την Εκκλησία μας.

      Όταν ήρθε σε ηλικία γάμου πολλοί μνηστήρες επιθυμώντας το κάλλος του σώματος και της ψυχής της τη ζήτησαν να την παντρευτούν. Αλλά εκείνη με ευγένεια τους απωθούσε, ομολογώντας την επιλογή της να είναι αρραβωνιασμένη σε όλη της τη ζωή με το Χριστό και να υπηρετεί την Εκκλησία Του στα πρόσωπα των αναξιοπαθούντων ανθρώπων.

      Αλλά η ζωή των Χριστιανών την εποχή εκείνη δεν ήταν εύκολη, διότι η Εκκλησία του Χριστού βρισκόταν σε διωγμό. Για τριακόσια χρόνια το διεφθαρμένο ειδωλολατρικό ρωμαϊκό κράτος δίωκε μέχρι αφανισμού τους Χριστιανούς. Οι απόλυτα διεφθαρμένοι αυτοκράτορες, μη έχοντας την παραμικρή ηθική αναστολή, έβγαζαν διατάγματα, με τα οποία απαγόρευαν με την ποινή του θανάτου την άσκηση της χριστιανικής λατρείας. Όσοι Χριστιανοί συλλαμβάνονταν και δεν δεχόταν να υπογράψουν λίβελο απάρνησης της πίστης τους και δε θυσίαζαν στους ειδωλολατρικούς «θεούς» υποβάλλονταν σε φρικτά βασανιστήρια, προκειμένου να αρνηθούν την πίστη τους και να θανατωθούν αν επιμένουν.

      Στα χρόνια που ζούσε η Κυριακή, αυτοκράτορας της Ρώμης ήταν ο θηριώδης Διοκλητιανός, ο οποίος διέταξε το 303 μ. Χ. τον φοβερότερο διωγμό, χειρότερο από όλους τους προηγούμενους. Οι αδίστακτοι ιερείς των σκοταδιστικών μαντείων του Κλαρίου και του Διδυμαίου Απόλλωνος της Μ. Ασίας είχαν πείσει το δεισιδαίμονα αυτοκράτορα πως οι Χριστιανοί είναι μιασμένοι και πως οι «θεοί» εξαιτίας του μιάσματος αυτού εγκατέλειψαν το κράτος. Για να επανακτηθεί η «εύνοιά» τους έπρεπε να εκλείψουν οι Χριστιανοί! Ο Διοκλητιανός πείσθηκε. Χιλιάδες Χριστιανοί συλλαμβάνονταν και οδηγούνταν σε φρικτά βασανιστήρια και έχυναν το αίμα τους

για το Χριστό. Δημόσιοι υπάλληλοι και στρατιωτικοί έχαναν τα αξιώματά τους και φονεύονταν. Βιβλία καίγονταν, περιουσίες κατάσχονταν, ναοί κατεδαφίζονταν!  

       Κάποιος ειδωλολάτρης δικαστής της Νικομήδειας ήθελε να αρραβωνιάσει την Κυριακή με το γιό του. Όταν εκείνη αρνήθηκε την κατάγγειλε στις αρχές ως Χριστιανούς την ίδια και τους γονείς της.  Ο ίδιος ο αυτοκράτορας διέταξε να υποβληθούν σε σκληρά βασανιστήρια. Τους έδερναν συνεχώς ώσπου να σταματούν οι στρατιώτες από κούραση το ξυλοδαρμό. Αλλά ούτε οι απειλές, ούτε οι κολακείες των ειδωλολατρών έφεραν αποτέλεσμα. Έτσι αποφάσισαν να στείλουν εξορία τους γονείς της στην Μελιτηνή της Αρμενίας και την Κυριακή να σταλεί στον επίσης θηριώδη Μαξιμιανό για ανάκριση.

      Η αγία ομολόγησε με περισσό θάρρος την πίστη της στο Χριστό. Για την ομολογία της παραδόθηκε σε άξεστους στρατιώτες να τη βασανίσουν, αλλά έμεινε ακλόνητη στην πίστη της. Ένα βράδυ, στο σκοτεινό δεσμωτήριό της, άκουσε τη φωνή του Θεού να την ενθαρρύνει «Μη φοβάσαι Κυριακή τα βασανιστήρια, το πνεύμα μου είναι μαζί σου»! Κατόπιν παραδόθηκε στον κτηνώδη έπαρχο της Βιθυνίας Ιλαρίωνα, να τη βασανίσει ακόμα περισσότερο, με σκοπό να καμφθεί. Ο Ιλαρίων έδωσε εντολή να την καίνε καθημερινά με αναμμένες δάδες και να την κρεμούν για μέρες από τα μαλλιά. Όμως ο Θεός θεράπευε θαυματουργικά τις πληγές της, ώστε να πιστέψουν πολλοί ειδωλολάτρες και να οδηγηθούν και αυτοί στο μαρτύριο!

      Τέλος την οδήγησαν σε παρακείμενο ειδωλολατρικό ναό να θυσιάσει στα είδωλα. Όταν την έφεραν στο άντρο αυτό των δαιμόνων, παρακαλούσε το Χριστό να τη βοηθήσει. Και το θαύμα έγινε: δυνατός σεισμός γκρέμισε τα αγάλματα των «θεών», τα οποία έγιναν θρύψαλα. Όμως το γεγονός εξαγρίωσε τους ειδωλολάτρες δημίους και ιερείς. Γι’ αυτό άναψαν φωτιά δίπλα στο βωμό και την έριξαν να καεί. Αλλά οι φλόγες δεν την έκαιγαν! Μετά από αυτό, και με παρακίνηση των αδίστακτων ειδωλολατρών ιερέων, την αποκεφάλισαν. Ήταν μόνο 21 ετών! Δεν υπέκυψε στα φρικτά βασανιστήρια και δεν πρόδωσε την αγία πίστη της. Έφυγε για την Άνω Ιερουσαλήμ ως αγνή και καλλιπάρθενος νύμφη του Χριστού, και ενώθηκε η μακάρια ψυχή της με τον Νυμφίο της αιωνίως!   Η μνήμη της εορτάζεται στις 7 Ιουλίου.