Δόξα τω Θεώ, πάντων ένεκεν. - Αγ. Ιωάννης Χρυσόστομος

Δευτέρα 13 Σεπτεμβρίου 2021

ΟΣΙΟΣ ΙΕΡΟΘΕΟΣ Ο ΙΒΗΡΙΤΗΣ: ΜΙΑ ΟΛΟΦΩΤΗ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗ ΜΟΡΦΗ

 ΛΑΜΠΡΟΥ Κ. ΣΚΟΝΤΖΟΥ Θεολόγου – Καθηγητού

       Η αληθινή σοφία, η οποία έχει κύρος και δεν καταπίπτει, είναι η κατά Θεόν σοφία. Αυτή είναι καρπός και δωρεά του Αγίου Πνεύματος σε ανθρώπους πιστούς και ταπεινούς στην καρδιά, δηλαδή τους αγίους. Οι άγιοι της Εκκλησίας μας υπερέβησαν την κοσμική σοφία και έφτασαν στο θείο φωτισμό, λάμποντας οι ίδιοι και φωτίζοντας τους άλλους. Μια τέτοια φωτεινή προσωπικότητα, σε μαύρους χρόνους, υπήρξε ο άγιος Ιερόθεος ο Ιβηρίτης, ο οποίος σημάδεψε με την προσωπικότητά του την πνευματική πορεία πολλών ανθρώπων. Υπήρξε ένας φωτισμένος νους, μια ολοκληρωμένη πνευματική προσωπικότητα. Ένας φωτεινός φάρος στα δύσκολα χρόνια της τουρκοκρατίας.

      Γεννήθηκε στην Καλαμάτα της Πελοποννήσου στα 1686, από πλούσιους, γονείς τους οποίους διέκρινε η ευσέβεια και η αρετή. Ο πατέρας του ονομαζόταν Δήμος και η μητέρα του Ασημίνα. Ούσα έγκυος η μητέρα του, κάποιος άγιος ασκητής της αποκάλυψε ότι τα παιδί που θα γεννούσε θα γινόταν σκεύος εκλογής του Θεού. Οι ευσεβείς γονείς του του μετέδωσαν την πίστη στο Θεό και του δίδαξαν την οδό της αρετής. Μάλιστα, έχοντας τα οικονομικά μέσα, τού έδωσαν σοβαρή μόρφωση. Τον έστειλαν στα καλλίτερα σχολεία και στους διασημότερους δασκάλους της περιοχής για να σπουδάσει. Και εκείνος, έχοντας ισχυρή θέληση για μάθηση και διαθέτοντας εξαιρετική οξύνοια, κατέστη ενωρίς μια σπάνια πνευματική προσωπικότητα. Σε ηλικία μόλις επτά ετών προξενούσε το θαυμασμό για την πολυμάθειά του και την κριτική του σκέψη. Απόφευγε τα παιχνίδια και καταγίνονταν με τη μελέτη. Αγαπούσε ιδιαίτερα τις Άγιες Γραφές και τα συγγράμματα των Πατέρων, τα οποία εντύπωνε στην ψυχή του.  Όσο περνούσε ο καιρός, τόσο μεγάλωνε η δίψα του για μάθηση!

      Όταν περάτωσε τις σπουδές του και έφτασε σε ηλικία γάμου, οι γονείς του ποθούσαν να τον δουν επιτυχημένο οικογενειάρχη, ο οποίος θα διαχειρίζονταν την μεγάλη περιουσία τους και θα ζούσε μια ευτυχισμένη οικογενειακή ζωή. Έτσι, σύμφωνα με τα έθιμα της εποχής, χωρίς να τον ρωτήσουν, τον αρραβώνιασαν με μια σεμνή και πλούσια κοπέλα. Αλλά εκείνος είχε άλλα σχέδια για τη ζωή του. Σκόπευσε να αφιερωθεί στο Θεό και στην υπηρεσία της Εκκλησίας. Όμως, επειδή δεν ήθελε να στεναχωρήσει τους γονείς του, έκανε υπομονή και βασανιζόταν ψυχικά.

      Αλλά ο Θεός, ο οποίος γνωρίζει τα εσώψυχα του κάθε ανθρώπου και προνοεί για την πορεία της ζωής του, έδωσε τη λύση. Δεκαέξι ημέρες πριν το γάμο του, πέθαναν ξαφνικά οι γονείς του. Τότε ο Ιερόθεος, μίλησε με την μνηστή του, της εξήγησε τη θέλησή του, ότι θέλει να διάγει τον άγαμο μοναχικό βίο, εκείνη τον κατάλαβε και έτσι διέλυσαν τον αρραβώνα τους.

       Μετά από καιρό μετέβη στη Ζάκυνθο, όπου διέμεναν κάποιοι πλούσιοι συγγενείς του. Εκείνοι, τον συμβούλεψαν να πάει στην Ευρώπη να συνεχίσει τις σπουδές του. Όμως ο Ιερόθεος δεν ενθουσιάστηκε από την πρόταση. Είχε κατά νουν ένα άλλο μεγάλο και ασύγκριτα ανώτερο πνευματικό τόπο, το Άγιον Όρος, όπου, ταπεινοί μοναχοί και ασκητές, αποκτούσαν, με την προσευχή και την άσκηση, την κατά Θεόν σοφία, η οποία είναι ασύγκριτα ανώτερη από όλες τις σπουδές και τις σοφίες του κόσμου. 

     Πήρε λοιπόν την απόφαση να ανέβει στο «Περιβόλι της Παναγίας». Βρήκε κάποιον άγιο ερημίτη, με τον οποίο συγκατοίκησε και έγινε υποτακτικός του. Ένα νέο κεφάλαιο άνοιξε στη ζωή του. Αρχίζει αμέσως αγώνα προσωπικής καθάρσεως και περιβολής αρετών. Υπό την καθοδήγηση του αγίου ασκητή, πολεμά τη σάρκα και εξυψώνει το πνεύμα. Παράλληλα, ως φιλομαθής, διαβάζει με πάθος πνευματικά

συγγράμματα, συναξάρια αγίων και θεολογικές πραγματείες, τα οποία αφθονούσαν στο Άγιο Όρος. Μελετά τη ζωή των μοναχών, αλλά τον προβληματίζει η κατάπτωση κάποιων από αυτούς, γεμίζοντας την ψυχή του με λύπη και απογοήτευση. Γι’ αυτό σκέφτηκε να οδηγηθεί προς το μαρτύριο, τον οποίο θεωρούσε τον συντομότερο δρόμο της σωτηρίας. Άλλωστε βρισκόμαστε σε εποχή, που χιλιάδες Νεομάρτυρες  έχυναν το αίμα τους για την πίστη τους στο Χριστό. Όμως ο πνευματικός του τον εμποδίζει, λέγοντάς του, πως το μαρτύριο έρχεται μόνο του, ως αναπάντεχο δώρο του Θεού. Του υπενθύμισε επίσης το λόγο του αποστόλου Παύλου περί «νομίμου αθλήσεως» (Β΄Τιμ.2,5).

      Μετά από καιρό πήγε στην Ιερά Μονή Ιβήρων, όπου εκάρη μοναχός και εντάχτηκε στην αδελφότητα. Όμως ο πόθος του μαρτυρίου δεν τον εγκατέλειπε, μάλλον γιγάντωνε στην ψυχή του. Η ευκαιρία, που ζητούσε του δόθηκε. Επελέγη, με αντιπροσωπία μοναχών της Μονής, υπό τον προεστώτα, να μεταβούν στην Κωνσταντινούπολη, για κάποια υπόθεση της Μονής. Πίστεψε ότι εκεί, στην καρδιά της οθωμανικής αυτοκρατορίας και του ισλαμισμού, θα του δινόταν η ευκαιρία να ομολογήσει το Χριστό και να μαρτυρήσει για χάρη Του. Αλλά εις μάτην, καμιά ευκαιρία δεν του δινόταν, ο Θεός είχε άλλο σχέδιο γι’ αυτόν.

      Μετά από αυτό έφυγε για την Βλαχία. Εκεί χειροτονήθηκε διάκονος από τον Μητροπολίτη Σόφιας Αυξέντιο και του δόθηκε η δυνατότητα να παρακολουθήσει μαθήματα από τον διάσημο κύπριο δάσκαλο Μάρκο. Στη συνέχεια επέστρεψε στην Κωνσταντινούπολη, όπου διδάχτηκε μαθήματα φιλοσοφίας από τον επίσης σπουδαίο αργείτη δάσκαλο Γιακουμή. Η δίψα του για μάθηση ήταν ακόρεστη. Για περαιτέρω ανώτερες σπουδές πήγε στη Βενετία, φτάνοντας στο απόγειο της κατά κόσμον γνώσεως. Είχε εγκολπωθεί όλη τη σοφία της εποχής του!

      Αλλά, όμως ένοιωθε ένα μεγάλο κενό στην ψυχή του. Κατάλαβε πως η απόκτηση της κοσμικής γνώσεως μόνο υπεροψία και ματαιοδοξία μπορεί να δώσει στον άνθρωπο. Αντίθετα η ταπεινή προσέγγιση του Θεού και ο φωτισμός του Αγίου Πνεύματος μπορούν να ικανοποιήσουν την ψυχή μας. Γι’ αυτό πήρε την απόφαση να γυρίσει ξανά στη Μονή της μετανοίας του, την Ιβήρων, όπου έγινε ενθουσιωδώς ευπρόσδεκτος από την αδελφότητα.

      Αρχίζει έναν έντονο πνευματικό αγώνα, με αδιάλειπτη προσευχή, αγρυπνίες, μετάνοιες, μελέτη της Αγίας Γραφής και άλλων  πνευματικών βιβλίων, νηστεία και υπακοή. Ο Θεός τον επιβραβεύει. Χειροτονήθηκε πρεσβύτερος από τον Μητροπολίτη Νεοκαισαρείας Ιάκωβο. Ήταν ήδη τριάντα ετών. Εντείνει τον πνευματικό του αγώνα και γίνεται αντικείμενο θαυμασμού από τους άλλους μοναχούς. Σύντομα διαπιστώνονται σημάδια αγιότητας σ’ αυτόν. Αξιώθηκε της ιαματικής χάριτος. Πολλοί ασθενείς, μοναχοί και κοσμικοί, λάβαιναν την ίαση και δόξαζαν έτσι το Θεό. Κι όχι μόνο αυτό. Η φήμη του ως άρτια πνευματική προσωπικότητα έφτασε μακριά και ένα πλήθος ανθρώπων έτρεχε να πάρει τις πολύτιμες και σωτήριες συμβουλές του.

      Την εποχή εκείνη έπεσε θανατικό στο νησί της Σκοπέλου. Οι έντρομοι και απελπισμένοι κάτοικοι έμαθαν για τον άγιο ιερομόναχο στην Ιβήρων. Του ζήτησαν να τους βοηθήσει. Τότε εκείνος, πλημμυρισμένος από αγάπη, μετέβη, με συνοδεία μοναχών, στο νησί και με τις ατέλειωτες προσευχές και δεήσεις τους απότρεψε το κακό!  Έμεινε εκεί  οκτώ χρόνια, συμβάλλοντας για την πνευματική καλλιέργεια των κατοίκων. Οι κουρασμένοι από την αμαρτία, τα βάσανα της ζωής και την τουρκική καταπίεση έβρισκαν ανακούφιση και παρηγοριά κοντά του. Πλήθος αμαρτωλών οδηγήθηκαν στη μετάνοια.    

      Ο ίδιος εντείνει τον πνευματικό του αγώνα και ο Θεός τον επιβραβεύει με σπάνιες θεϊκές ελλάμψεις και αποκαλύψεις. Λαμβάνει το χάρισμα της προορατικότητας.

Προβλέπει τη δική του εκδημία. Για να ζήσει τις τελευταίες ημέρες της επιγείου ζωής του «ενώπιος ενωπίω» με το Θεό, με ησυχία και αδιατάρακτη προσευχή, πήρε μαζί του τον ενάρετο υποτακτικό του ιερομόναχο Μελέτιο, καθώς και τους μοναχούς Ιωσήφ και Συμεών και κατέφυγε σε ένα κοντινό ερημονήσι, τη Γιούρα. Εκεί διάγει τις τελευταίες ημέρες του με ησυχία, σιωπή και αδιάλειπτη προσευχή. Μετά από λίγο καιρό ασθένησε και παρέδωσε την ψυχή του στον Κύριο, σε ηλικία 59 ετών. Ήταν 13 Σεπτεμβρίου του έτους 1745. Οι μαθητές του ενταφίασαν το τίμιο σώμα του, το οποίο ευωδίαζε. Αργότερα, όταν έγινε η ανακομιδή του, μεταφέρθηκε στη Μονή των Ιβήρων η τιμία κάρα του, η οποία ευωδιάζει και θαυματουργεί.

      Η μνήμη του τιμάται στις  13 Σεπτεμβρίου, την ημέρα της οσιακής του κοιμήσεως. 

«Ο ΛΟΓΟΣ Ο ΤΟΥ ΣΤΑΥΡΟΥ … ΗΜΙΝ ΔΥΝΑΜΙΣ ΘΕΟΥ ΕΣΤΙ»

 (Α΄Κορ.1,17)

                                           ΛΑΜΠΡΟΥ Κ. ΣΚΟΝΤΖΟΥ Θεολόγου - Καθηγητού                                          

         Η μεγάλη εορτή της Παγκοσμίου Υψώσεως του Τιμίου Σταυρού είναι ένας ακόμα σημαντικός εορτολογικός σταθμός της Εκκλησίας μας. Οι πιστοί την ημέρα αυτή καλούνται να τιμήσουν και να προσκυνήσουν  τον Τίμιο Σταυρό του Κυρίου ώστε να αντλήσουν δύναμη και χάρη από αυτόν. Η μεγάλη αυτή Δεσποτική εορτή δίνει επίσης την ευκαιρία σε όλους μας να σκεφτούμε ορισμένες βασικές αρχές και αλήθειες της πίστης μας, οι οποίες είναι συνυφασμένες με τη θεολογία του Σταυρού.

       Η Ορθόδοξος Καθολική Εκκλησίας μας, η οποία διασώζει, μόνη Αυτή, ανόθευτη την βιβλική και πατερική διδασκαλία, αποδίδει την προσήκουσα τιμή στο Σταυρό του Χριστού, ως το κατ’ εξοχήν όργανο και σύμβολο της απολυτρώσεως του ανθρωπίνου γένους. Σε αντίθεση με την ποικίλη ετεροδοξία, η οποία, είτε αδιαφορεί να αποδώσει τιμή στο Σταυρό (Προτεσταντισμός), είτε πολεμά ευθέως Αυτόν, ως ειδωλολατρικό σύμβολο (Μάρτυρες του Ιεχωβά), η Εκκλησία μας θέσπισε πολλές φορές  προσκύνηση και τιμή του Σταυρού καθ’ όλη τη διάρκεια του έτους, με αποκορύφωμα τη μεγάλη εορτή της Παγκοσμίου Υψώσεως, στις 14 Σεπτεμβρίου.

       Ο Σταυρός του Κυρίου αποτελεί για τη χριστιανική πίστη κορυφαίο σύμβολο θυσίας και αγιασμού, διότι η σημασία του είναι πραγματικά τεράστια. Ο Σταυρός μαζί με την Ανάσταση λειτουργούν ως δυο βασικοί άξονες πάνω στους οποίους κινείται η ζωή των πιστών χριστιανών. Η Ανάσταση έπεται του Σταυρού και προϋποθέτει το Σταυρό και ο Σταυρός προμηνύει την Ανάσταση. Χωρίς Σταυρό δεν γίνεται Ανάσταση. Πάνω σε αυτές τις αρχές στηρίζεται η θεολογία του Σταυρού και η σπουδαία σημασία του για τη ζωή της Εκκλησίας.

       Ο μέγας απόστολος των Εθνών Παύλος, ο κατ’ εξοχήν θεολόγος του Σταυρού, τονίζει συχνά στις θεόπνευστες επιστολές του ότι ο Σταυρός του Χριστού είναι γι’ αυτόν και για την Εκκλησία καύχηση. «εμοί δε μη γένοιτο καυχάσθαι ει μη εν τω σταυρώ του Κυρίου  ημών Ιησού Χριστού» (Γαλ.6,13), διότι « ο λόγος γαρ ο του σταυρού τοις μεν απολλυμένοις μωρία εστί τοις δε σωζομένοις ημίν δύναμις Θεού εστι,»(Α΄Κορ. 1,17», επειδή ο Ιησούς Χριστός «εγενήθη εν σοφία από Θεού, δικαιοσύνη τε και αγιασμός και  απολύτρωσις» (Α΄Κορ.1,30) ως ο «Εσταυρωμένος» (Α΄ Κορ.1,23). Ο Κύριος της δόξης «υπό χειρών ανόμων» καρφώθηκε επάνω στο ξύλο του Σταυρού, για να υποστεί το επώδυνο μαρτύριο της σταυρώσεως και να πεθάνει ως αίσχιστος κακούργος. Αλλά όμως η ανθρώπινη αυτή κακουργία, εξ αιτίας της άμετρης θείας αγάπης, λειτούργησε ευεργετικά για το θεοκτόνο ανθρώπινο γένος, διότι «συνίστησι δε την εαυτού αγάπην εις ημάς ο Θεός, ότι αμαρτωλών όντων ημών Χριστός υπέρ ημών απέθανε. Πολλώ ουν μάλλον δικαιοθέντες νυν εν τω αίματι αυτού σωθησόμεθα δι’ αυτού από της οργής. Ει γαρ εχθροί όντες κατηλλάγημεν τω Θεώ διά του θανάτου του υιού αυτού, πολλώ μάλλον καταλλαγέντες σωθησόμεθα εν τη ζωή αυτού» (Ρωμ.5,8-10).

       Ο Σταυρός πριν τη μεγάλη σταυρική θυσία του Χριστού ήταν έχθιστο και επαίσχυντο φονικό όργανο εκτέλεσης κακούργων. Όποιος πέθαινε δια της σταυρώσεως χαρακτηρίζονταν «επικατάρατος» (Γαλ.3,1). Αφότου όμως ο σαρκωμένος Θεός πέθανε ως κακούργος πάνω στο σταυρικό, κάθετο και εγκάρσιο, ξύλο, αυτό κατέστη πηγή απολυτρώσεως. Από μέσο θανατώσεως μεταβλήθηκε σε ακένωτη πηγή ζωής, από αποκρουστικό και απαίσιο όργανο των δημίων έγινε φωτεινό σύμβολο και δίαυλος ευλογιών, από ξύλο πόνου και ωδίνων κατέστη καταφύγιο ανάπαυσης και χαράς.

       Η παράδοξη αυτή και μεγάλη αλλαγή συντελέσθηκε επειδή η άμετρη θεία αγάπη και ευσπλαχνία δε λειτούργησε εκδικητικά προς την ανθρώπινη αγνωμοσύνη και κακουργία. Μέσα στην απύθμενη θεία φιλανθρωπία δεν υπάρχει «χώρος» για μίσος,

θυμό και εκδίκηση. Ο Θεός, ως η απόλυτη αγάπη (Α΄ Ιωάν.4,8,) αντί εκδίκησης ανταπέδωσε στον άνθρωπο ευσπλαχνία και του δώρισε τη λύτρωση από τα πικρά δεσμά της αμαρτίας και του κακού και του χάρισε την αιώνια ζωή. Χάρη λοιπόν στην άμετρη αγάπη του Θεού, το φρικτό φονικό όργανο των ανθρώπων μετεβλήθη σε πηγή αγιασμού και απολυτρώσεως. Σύμφωνα με την υψηλή θεολογία του ουρανοβάμωνος Παύλου, ο Σταυρός του Χριστού από ατιμωτικό και φρικτό φονικό όργανο θανατώσεως των κακούργων ανθρώπων, μετεβλήθη, μετά το σταυρικό θάνατο του Κυρίου, σύμβολο σωτηρίας, μέσο συμφιλίωσης με το Θεό και πηγή αγιασμού. Η ανθρώπινη κακία έδωσε στο Θεό πόνο και θάνατο δια του ξύλου του Σταυρού, η θεία ανεξικακία και άκρα φιλανθρωπία, έδωσε, αντίθετα, στο δήμιό Του αγάπη και λύτρωση! Η δύναμη λοιπόν του Σταυρού έγκειται στην ακένωτη αγάπη του Θεού, η οποία διοχετεύεται πλέον στην ανθρωπότητα και σε ολόκληρη τη δημιουργία μέσω του Σταυρού.

        Οι Πατέρες της Εκκλησίας μας έχοντας υπόψη τους αυτή τη μεγάλη αλήθεια διατύπωσαν την περίφημη θεολογία του Σταυρού. Το ιερότατο αυτό σύμβολο είναι πια συνυφασμένο με τον Κύριο Ιησού Χριστό. Από Εκείνον αντλεί την ανίκητη δύναμή του, τον αγιασμό και τη χάρη. Γι’ αυτό και δεν είναι ειδωλολατρία να προσκυνείται από τους πιστούς, διότι προσκύνηση του Τιμίου Σταυρού, σημαίνει προσκύνηση του ιδίου του Χριστού, του Οποίου είναι το σημείο και η ενθύμηση της απολυτρωτικής Του θυσίας.

        Ο Σταυρός του Χριστού αποτελεί πλέον την ενοποιό δύναμη της ανθρωπότητας. Αν το ξύλο της γνώσεως του καλού και του κακού στην Εδέμ (Γεν. γ΄ κεφ.) έγινε πρόξενος κακού και έχθρας του ανθρωπίνου γένους, το ξύλο του Σταυρού έγινε σημείο επανένωσης των ανθρώπων στο Σώμα Του Κυρίου Ιησού Χριστού. Τα δύο σταυρωτά ξύλα, που συνθέτουν το σύμβολο του Σταυρού, συμβολίζουν την ένωση των ανθρώπων με το Θεό (κάθετο ξύλο) και την ένωση των ανθρώπων μεταξύ τους (εγκάρσιο ξύλο). Φυσικά η ένωση των ανθρώπων περνά αναγκαστικά από τη σχέση τους με το Θεό. Το εγκάρσιο ξύλο παριστά, επίσης, τα δύο χέρια του Εσταυρωμένου Λυτρωτή μας, τα οποία είναι ανοιγμένα για να αγκαλιάσουν ολόκληρη την ανθρωπότητα. Μέσα σε αυτή τη θεώρηση η νέα εν Χριστώ ανθρώπινη  κοινωνία έχει διαφορετική υφή από τις προχριστιανικές και εξωχριστιανικές κοινωνίες. Η ενοποιός δύναμη του Σταυρού του Χριστού αδελφοποιεί τους ανθρώπους, δημιουργώντας την κοινωνία της αγάπης, της αδελφοσύνης, της δικαιοσύνης και της ειρήνης. Το χρυσόλαλο στόμα της Εκκλησίας, ο ιερός Χρυσόστομος, εκθειάζει ως εξής τη δύναμη και τη σημασία του Τιμίου Σταυρού στη ζωή της Εκκλησίας: « Τούτο (το Ξύλο) το πρότερο σύμβολο του θανάτου, έγινε πια υπόθεση ευλογίας και τείχος παντοδαπής ασφάλειας. Μεταβλήθηκε σε καίρια πληγή του διαβόλου, χαλινός των δαιμόνων, κατάπτωση των αντιθέων δυνάμεων. Αυτό τον θάνατο θανάτωσε και τις βαριές χάλκινες πύλες του άδη κατακομμάτιασε, και τους αιώνιους σιδερένιους μοχλούς συνέτριψε, του διαβόλου την ακρόπολη κυρίεψε, της αμαρτίας τα νεύρα κατέκοψε. Την κείμενη στην καταδίκη οικουμένη ολόκληρη άδραξε και την πληγή της δικής μας φύσεως γιάτρεψε οδηγώντας την στον Πλάστη της. Κραταιώθηκε ο Σταυρός, όχι μόνο σε ένα έθνος, αλλά σε ολόκληρη την οικουμένη… την οποία ούσα άγονη πνευματικά, για να επιτελέσει την θεόσταλτη αρετή, και διατελώντας σε κατάσταση χειρότερη και από αυτή την άνυδρο έρημο, στο να γεννήσει κάτι αγαθό, την μετέβαλε σε παράδεισο …» (Χρυσοστ.   Migne, PG48,824-827).  

      Το σύμβολο του Τιμίου Σταυρού είναι, όπως τόνισε ο ιερός πατήρ, η φοβερή δύναμη κατά των αντίθεων δυνάμεων. Μέχρι το σταυρικό θάνατο του Χριστού, ως όργανο του κακού, χρησιμοποιούνταν για την καταστροφή και το θάνατο. Αφότου ο

 Θεός καταδέχτηκε να καρφωθεί και να πεθάνει πάνω σ’ αυτόν, μεταβλήθηκε σε όπλο εναντίων εκείνων που το χρησιμοποιούσαν. Η Εκκλησία μας ψάλλει θριαμβευτικά: «Κύριε όπλον κατά του διαβόλου τον σταυρόν Σου ημίν δέδωκας, φρύττει γαρ και τρέμει μη φέρων καθοράν αυτού την δύναμιν, ότι νεκρούς ανιστά και θάνατον κατήργησεν». Το σύμβολο του Τιμίου Σταυρού είναι το θαυμαστό φυλακτήριο των πιστών. Δεν υπάρχει αγιαστική πράξη της Εκκλησίας μας που να μην σταυρώνονται οι πιστοί, δεν υπάρχει στιγμή προσευχής που να μην ποιούμε το σημείο του Σταυρού, δεν υπάρχει δύσκολη στιγμή που να μην αγιάζουμε το σώμα μας με το σημείο του Σταυρού για να θωρακιζόμαστε έτσι κατά των δυνάμεων του κακού. Ο Τίμιος Σταυρός αντικατέστησε όλα τα δεισιδαίμονα και αναποτελεσματικά φυλακτήρια του παρελθόντος. Οι πιστοί πλέον φέρουν με καμάρι Αυτόν ως πολύτιμο και αποτελεσματικό φυλακτήριο κατά του κακού, αλλά και ως ομολογία της πίστης τους στην μεγάλη απολυτρωτική θυσία του Χριστού.

        Πρέπει να επισημάνουμε εδώ την φανερή αποστροφή, ακόμα και την έχθρα, προς τον Σταυρό του Χριστού, πολλών αιρετικών χριστιανικών ομάδων. Στο σύνολό του, λοιπόν,  ο προτεσταντικός κόσμος δεν αποδίδει καμιά τιμή στο Σταυρό. Είναι γνωστό πως οι προτεστάντες δεν κάνουν το σημείο του Σταυρού και χρησιμοποιούν αυτόν μόνο ως διακοσμητικό στοιχείο! Οι Μάρτυρες του Ιεχωβά μάλιστα, χειρότερα από αυτούς, μάχονται με λύσσα το σημείο του Σταυρού. Δεν προφέρουν καν το όνομα Σταυρός και αντ’ αυτού τον ονομάζουν «ξύλο» και τον παριστάνουν με …πάσαλο. Στην Καινή Διαθήκη έχουν αντικαταστήσει την ονομασία του Σταυρού με …ξύλο! Και μόνο γι’ αυτό θα μπορούσε κάποιος να χαρακτηρίσει την οργάνωση αυτή σαφώς αντιχριστιανική. Όλοι αυτοί είναι, κατά τον απόστολο Παύλο «εχθροί του σταυρού» (Φιλιπ.3,18) και κατά συνέπεια εχθροί του Χριστού!

       Η θέα του Τιμίου Σταυρού δημιουργεί στην ψυχή μας κατάσταση κατάνυξης και χαρμολύπης. Η παρουσία του μας δίνει υπομονή και ελπίδα. Μας βοηθά να υπομένουμε με καρτερία και υπομονή τα προβλήματα της ζωής, δηλαδή να υπομένουμε τον προσωπικό μας σταυρό (Ματθ.16,24), ελπίζοντας εξάπαντος στην επερχόμενη ανάσταση, μεταφορικά και κυριολεκτικά. Αυτή η ακράδαντη πίστη μας δίνει δύναμη και μας κάνει να αντιμετωπίζουμε τη ζωή με αισιοδοξία, σε αντίθεση με την παποπροτεστατική Δύση, η οποία ζητά εναγωνίως την ευδαιμονία χωρίς τη θυσία, δηλαδή ζητά την ανάσταση χωρίς το σταυρό. Γι’ αυτό και δεν μπορεί να τη συναντήσει πουθενά. Η ελληνορθόδοξη παράδοσή μας έχει ως βάση την παύλειο αρχή «ει δε απεθάνομεν συν Χριστώ, πιστεύομεν ότι και συζήσομεν αυτώ, ειδότες ότι Χριστός εγερθείς εκ νεκρών ουκέτι αποθνήσκει, θάνατος αυτού ουκέτι κυριεύει» (Ρωμ.6,8-9). Αυτό μας κάνει να ξεχωρίζουμε από την αιρετική Δύση, η οποία όζει από απαισιοδοξία, εξαιτίας του πνευματικού της θανάτου, μη έχοντας ελπίδα αναστάσεως, διότι δεν πιστεύει στη δύναμη του Σταυρού του Χριστού και δεν έχει την ταπεινή διάθεση να συσταυρωθεί μαζί Του, για να μπορέσει έτσι να συναναστηθεί με Αυτόν. Για να μπορεί όμως ο άνθρωπος να λάβει τον θείο αγιασμό μέσω του Σταυρού είναι απαραίτητο να πιστέψει στο Λυτρωτή Χριστό και στην  σταυρική απολυτρωτική Του Θυσία. Επίσης πρέπει να σταυρώσει και αυτός τον εαυτό του όπως και ο Χριστός, να συσταυρωθεί μαζί Του, όχι βέβαια κυριολεκτικά όπως κάνουν κάποιοι γραφικοί παπικοί, οι οποίοι, κάθε χρόνο τη Μ. Παρασκευή, σταυρώνονται σε ξύλο σταυρού, αλλά πρέπει να σταυρώσει ο άνθρωπος όχι το σαρκίο του, αλλά τον αμαρτωλό και κακό εαυτό του, «ταις του βίου ηδοναίς», όπως

προτρέπει ο ιερός υμνογράφος της Μ. Εβδομάδος. «ίνα και συζήσωμεν αυτώ (τω Χριστώ)».

        Η μεγάλη εορτή της Παγκοσμίου Υψώσεως του Τιμίου Σταυρού είναι μια ακόμα ευκαιρία για όλους μας να σκεφτούμε τις άπειρες δωρεές του Θεού στη ζωή μας. Να στρέψουμε το βλέμμα μας στο εκθαμβωτικό φως του Σταυρού προκειμένου να διαλύσουμε το σκοτεινό έρεβος των αμαρτιών και των ριζωμένων παθών της ψυχής μας. Δεν έχουμε πολλές επιλογές, ή αποδεχόμαστε τη λυτρωτική δύναμη του Σταυρού του Χριστού και σωζόμαστε, ή παραμένουμε δούλοι της αμαρτίας και φορείς του κακού και χανόμαστε. Η κλήση προς τη λύτρωση είναι πάντα ανοιχτή, φτάνει να πάρουμε τη μεγάλη απόφαση και να την αποδεχτούμε. Ο Κύριος μας περιμένει, Αυτός ο Οποίος «τας αμαρτίας ημών αυτός ανήνεγκεν των σώματι αυτού επί τω ξύλον ίνα ταις αμαρτίαις απογενόμενοι, τη δικαιοσύνη ζήσωμεν» (Α΄Πέτρ.2,21).