Δόξα τω Θεώ, πάντων ένεκεν. - Αγ. Ιωάννης Χρυσόστομος

Κυριακή 29 Απριλίου 2012

ΤΑ ΤΡΙΑ ΠΛΟΚΑΜΙΑ ΤΟΥ ΔΙΑΒΟΛΟΥ

Τοῦ Πρωτοπρεσβυτέρου Διονυσίου Τάτση

Η ΕΠΟΧΗ μας εἶναι δύσκολη. Οἱ περισσότεροι ἄνθρωποι ἔχουν ἀπομακρυνθεῖ ἀπὸ τὸν Θεὸ ἢ ἀκριβέστερα ποτὲ δὲν πλησίασαν τὸν Θεό. Γεννήθηκαν, μεγάλωσαν καὶ δραστηριοποιήθηκαν εὑρισκόμενοι ἐκτὸς Ἐκκλησίας, παρόλο ποὺ δηλώνουν χριστιανοί. Εἶναι φοβερὸ αὐτό, ποὺ συμβαίνει. Ἑκατομμύρια χριστιανοὶ ζοῦν χωρὶς τὶς ἐντολὲς τοῦ Χριστοῦ. Ὁ διάβολος τοὺς σέρνει πότε ἐδῶ καὶ πότε ἐκεῖ, τοὺς ἔχει πιστὰ ὄργανά του καὶ πολλοὶ διάκεινται ἐχθρικῶς πρὸς τὴν Ἐκκλησία. Δυστυχῶς, οἱ ἄνθρωποι μόνο κατ᾽ ὄνομα εἶναι χριστιανοί. Ἡ ζωή τους τὸ ἐπιβεβαιώνει...
Χρειάζεται πολὺς ἱδρώτας, γιὰ νὰ ἀλλάξουν τὰ πράγματα. Πρέπει νὰ βρεθοῦν ζηλωτὲς κληρικοὶ καὶ ἱεραπόστολοι, οἱ ὁποῖοι θὰ ἐργαστοῦν, γιὰ νὰ στραφοῦν οἱ ἄνθρωποι πρὸς τὴν Ἐκκλησία. Κανένας δὲν μπορεῖ νὰ πεῖ ὅτι αὐτὴ ἡ δουλειὰ εἶναι εὔκολη καὶ μπορεῖ νὰ φέρει καρποὺς ἀπὸ τὴ μιὰ μέρα στὴν ἄλλη. Ὡστόσο, δὲν ταιριάζει στοὺς ἀληθινοὺς χριστιανοὺς ἡ ἀπαισιοδοξία οὔτε καὶ πρέπει ὅλα νὰ τὰ ὑπολογίζουν μὲ ἀνθρώπινα μέτρα. Δὲν εἶναι ἀποκλειστικὰ δική τους ἁρμοδιότητα. Καὶ πρέπει ὅλοι νὰ ξέρουν ὅτι ὁ Θεὸς δὲν θὰ ἐπιτρέψει νὰ χαθοῦν οἱ χριστιανοί. Ἀντίθετα, θὰ ἔλθουν καὶ καλύτερες μέρες. Θὰ διαπιστώσουν οἱ ἄνθρωποι ὅτι ὁδηγοῦνται στὴ δυστυχία καὶ θὰ ἀναζητήσουν κάτι ἄλλο. Οἱ μέχρι τώρα ἐπιλογές τους ἦταν ἐσφαλμένες. Θὰ ἀρνηθοῦν τὸν ἁμαρτωλὸ τρόπο ζωῆς καὶ θὰ μποῦν μὲ χαρούμενο, σταθερὸ καὶ θριαμβευτικὸ βηματισμὸ στὴν Ἐκκλησία. Θερμὴ καὶ ἐκ βαθέων εἶναι ἡ εὐχή μας ἡ εὐλογημένη αὐτὴ ὥρα νὰ μὴ ἀργήσει πολύ, γιατὶ οἱ ἀδελφοὶ βρίσκονται στὸ χεῖλος τῆς σκοτεινῆς ἀβύσσου.

Ὁ Γέροντας Παΐσιος ἀνησυχοῦσε πολὺ γιὰ τὴν πορεία τῶν ἀνθρώπων. Ἔβλεπε ὅτι ὁ διάβολος κάνει θραύση. Ἔλεγε χαρακτηριστικά: ≪Ὁ διάβολος ἅπλωσε τρία πλοκάμια νὰ πιάσει ὅλον τὸν κόσμον. Τοὺς πλουσίους νὰ τοὺς πιάσει μὲ τὴμασωνία, τοὺς φτωχοὺς μὲ τὸν κομμουνισμὸ καὶ αὐτοὺς ποὺ θρησκεύουν μὲ τὸν οἰκουμενισμό≫. Βλέπουμε ὅτι ὁ διάβολος στρέφεται πρὸς ὅλους τοὺς ἀνθρώπους, χρησιμοποιώντας ὅμως διαφορετικοὺς τρόπους, ἡ δολιότητα τῶν ὁποίων δὲν εἶναι πάντα ἐμφανής. Συνήθως μᾶς παραπλανᾶ μὲ τὴ ≪φιλανθρωπία≫ τῆς μασωνίας, μὲ τὸ ≪ἐνδιαφέρον≫ γιὰ τοὺς ἐργαζομένους τοῦ κομμουνισμοῦ καὶ μὲ τὸ ≪σπουδαῖο ὅραμα τῆς ἕνωσης τῶν ἐκκλησιῶν≫ τοῦ Οἰκουμενισμοῦ. Ἡ πραγματικότητα εἶναι ὅτι ἡ μασωνία, ὁ κουμμουνισμὸς καὶ ὁ οἰκουμενισμὸς εἶναι ἀντίχριστα συστήματα, τὰ ὁποῖα εἶναι ὄργανα τοῦ διαβόλου. Ἡ μασωνία ἀπευθύνεται στοὺς πλούσιους καὶ τοὺς ὑπόσχεται αὔξηση τῶν κεφαλαίων καὶ ποικίλες διευκολύνσεις, προκειμένου νὰ καταλάβουν σπουδαῖες καὶ ἀποδοτικὲς θέσεις στὸ κράτος. Ὁ κομμουνισμὸς ἐμφανίζεται ὅτι κάνει ἀγῶνες γιὰ τοὺς ἐργαζόμενους καὶ τὴν ἐξάλειψη τῆς φτώχειας καὶ τῆς ἐκμετάλλευσης, ἐνῶ ὅπου ἔχει ἐπικρατήσει, ἡ φτώχεια γενικεύτηκε καὶ ἡ δυστυχία τῶν λαῶν πολλαπλασιάστηκε. Συγχρόνως ἀρνεῖται τὴν πίστη στὸ Θεὸ καὶ τὶς ἠθικὲς ἀξίες. Στὴ θέση τους ἔχει τοὺς κορυφαίους τοῦ μαρξισμοῦ καὶ τὶς σοσιαλιστικὲς ἀξίες. Ὁ οἰκουμενισμὸς τέλος ἔχει αἰχμαλωτίσει ἀρκετοὺς μεγαλόσχημους κληρικοὺς μὲ ἀποτέλεσμα νὰ μὴ μιλᾶμε γιὰ τὴν Ἁγία Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, ἀλλὰ γιὰ πολλὲς ἐκκλησίες, οἱ ὁποῖες πρέπει νὰ ἑνωθοῦν, βάζοντας σὲ δεύτερη μοίρα τὶς δογματικὲς διαφορές. Ἔτσι βλέπουμε νὰ συμπροσεύχονται ὀρθόδοξοι μὲ αἱρετικοὺς καὶ νὰ διαλέγονται, γιὰ νὰ ἀρθοῦν τὰ ἐμπόδια, ποὺ διαιροῦν τὴν Ἐκκλησία, ὅπως ἀφελῶς ὑποστηρίζουν καὶ ὀνειρεύονται.

Ἀπὸ τὰ τρία ≪πλοκάμια≫ τὸ πιὸ σοβαρὸ καὶ ἐπικίνδυνο εἶναι τὸ τρίτο, ὁ οἰκουμενισμός. Στὶς μέρες μας βρίσκεται σὲ μεγάλη δραστηριότητα. Γίνονται φοβερὰ πράγματα καὶ οἱ Μητροπολίτες δὲν ἀνησυχοῦν. Ἀνέχονται νὰ ὑποβαθμίζεται ἡ Ὀρθόδοξη πίστη καὶ δὲν διαμαρτύρονται, γιατὶ δὲν θέλουν νὰ δυσαρεστήσουν τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο, τὸ ὁποῖο πρωτοστατεῖ στὸν οἰκουμενισμό. Τὸ ἴδιο συμβαίνει καὶ μὲ τοὺς Ἁγιορεῖτες μοναχούς, πλὴν βεβαίως ἐλαχίστων φωτεινῶν ἐξαιρέσεων. Εἶναι καιρὸς νὰ κοποῦν ἢ, ἂν δὲν εἶναι εὔκολο κάτι τέτοιο, νὰ ἀποδυναμωθοῦν τὰ τρία αὐτὰ πλοκάμια τοῦ διαβόλου καὶ νὰ ἐλευθερωθοῦν οἱ ἄνθρωποι, γιὰ νὰ στραφοῦν στὴν Ἐκκλησία, ἐπιλέγοντας ἕνα ἐντελῶς διαφορετικὸ τρόπο ζωῆς, μὲ ὁδηγὸ τὶς ἐντολὲς τοῦ Εὐαγγελίου καὶ μόνον αὐτές.

Μεσογαίας: «Οι Ευαγγελικο​ί έχουν, αντικαταστ​ήσει τη θεολογία με τον αυθαίρετο στοχασμό»

Εγκύκλιο για την δράση των Μαρτύρων του Ιαχωβά, εξέδωσε ο Σεβ. Μητροπολίτης Μεσογαίας και Λαυρεωτικής κ. Νικόλαος.

Ο Μητροπολίτης Μεσογαίας απευθυνόμενος προς το Χριστεπώνυμο πλήρωμα της Μητροπόλεως, μεταξύ άλλων τονίζει: «Με την παρέμβασή μου αυτήν, θα ήθελα να επιστήσω την προσοχή όλων πέραν πάσης μισαλλοδοξίας η εμπαθούς φανατισμού. Είναι αδικία στον εαυτό μας να ανταλλάξουμε το χρυσάφι της Ορθόδοξης πίστης μας με το γυαλισμένο μπακίρι των ψευδοδιδασκαλιών να αντικαταστήσουμε τον θησαυρό της διαχρονικής αλήθειας του Χριστού με τα άνευρα ανθρώπινα ευαγγελικά επινοήματα».

Παρακάτω ακολουθεί ολόκληρη η εγκύκλιος:

Ἀγαπητοί μου Χριστιανοί,

ΧΡΙΣΤΟΣ ΑΝΕΣΤΗ!

Μὲ τὴ βοήθεια τοῦ Θεοῦ ἑορτάσαμε καὶ φέτος τὶς μεγάλες μέρες τοῦ σωτηρίου Πάθους καὶ τῆς ἐνδόξου Ἀναστάσεως τοῦ Κυρίου μας.

Παρὰ ὅμως τὶς μεγάλες εὐλογίες τῶν ἡμερῶν, δὲν ἔλειψαν καὶ οἱ πειρασμοί. Ἔτσι, μέσα στὴ Μεγάλη Ἑβδομάδα, οἱ λεγόμενοι Μάρτυρες τοῦ Ἰεχωβᾶ ἐξαπέλυσαν στὴν περιοχὴ τῶν Μεσογείων καὶ τῆς Λαυρεωτικῆς προσηλυτιστικὴ δράση μεταξὺ τῶν Χριστιανῶν, μὲ σκοπὸ τὴν πρόκληση σύγχυσης καὶ τὴν ἀπόκτηση ἀνυποψίαστων ὀπαδῶν.

Τὸ ἀκόμη ὅμως λυπηρότερο εἶναι ὅτι στὶς ἴδιες γραμμὲς κινούμενοι κάποιοι ἄλλοι, φερόμενοι ὡς κήρυκες τοῦ Εὐαγγελίου καὶ αὐτοαποκαλούμενοι χριστιανοί, ὀπαδοὶ δηλαδὴ τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ, ἄνθρωποι μὲ τοὺς ὁποίους ὑποτίθεται ὅτι βρισκόμαστε σὲ διάλογο ἀμοιβαίας κατανόησης, οἱ ἴδιοι δυστυχῶς «πλανῶντες καὶ πλανώμενοι», μέσα στὴ Διακαινήσιμο Ἑβδομάδα, δραστηριοποιούμενοι στὴν περιοχὴ τῆς Παλλήνης καὶ τοῦ Πικερμίου, ἔστειλαν διὰ τηλεφώνου μηνύματα SMS, σὲ μιὰ προσπάθεια προσέλκυσης «φίλων», οἱ ὁποῖοι ἀνήκουν στὸ εὐλογημένο σῶμα τῆς ἁγίας μας Ἐκκλησίας, καὶ ἐνδεχόμενης ἔνταξής τους στὸ θρησκευτικό τους σωματεῖο, τὴν «Ἄφθονη Ζωή», ὅπως τὸ ὀνομάζουν, προκειμένου καθὼς γράφουν «νὰ σώσουν ἀνθρώπους».

Αὐτοί, γνωστοὶ μὲ τὸ ὄνομα Εὐαγγελικοί, ἔχουν ἀντικαταστήσει τὴ θεολογία μὲ τὸν αὐθαίρετο στοχασμό, τὰ μυστήρια καὶ τὴ λατρεία μὲ ὁμιλίες καὶ θρησκευτικὰ ἄσματα, καὶ προτείνουν ἕναν χριστιανισμὸ ποὺ στηρίζεται περισσότερο στὴν ἀνθρώπινη λογικὴ παρὰ στὴ θεία ἀποκάλυψη.
Ἀρνοῦνται τὴν Παναγία καὶ τοὺς Ἁγίους μας, τὰ μυστήρια καὶ τὶς εἰκόνες, τὴν εὐλογημένη μας Παράδοση καὶ τὴ λατρεία. Καλοῦν τοὺς Ὀρθοδόξους νὰ γιορτάσουν χωρὶς Ἐγκώμια καὶ Ἐπιτάφιο, χωρὶς Χαιρετισμοὺς καὶ Παρακλήσεις, χωρὶς Θεία Κοινωνία, χωρὶς Πατερικὸ λόγο, χωρὶς τὴν τιμὴ τῶν μαρτύρων καὶ τῶν ὁσίων ἀσκητῶν, βάζοντας στὴ θέση ὅλων αὐτῶν μιὰ στεγνὴ θρησκευτικὴ ὡραιολογία.

Τὴ στιγμὴ ποὺ τόσοι παραπλανηθέντες ἀπὸ τοὺς ἴδιους ἤδη προδομένοι καὶ διψασμένοι ἐπιστρέφουν καθ’ ὁμάδας στὴν Ἐκκλησία μας –μάλιστα στὴ δική μας Μητρόπολη ἔχουν τὰ τελευταῖα χρόνια κατηχηθεῖ ἀρκετὲς δεκάδες- προσπαθοῦν νὰ ἀποσπάσουν ἀθῶες ψυχές ἀπὸ τὴν εὐλογημένη κολυμβήθρα τῆς Ὀρθόδοξης πίστης μας.

Μπορεῖ ἡ Ἐκκλησία μας νὰ παρουσιάζει ἐλλείψεις στὴν ποιμαντική της προσέγγιση, μπορεῖ ἀκόμη, καθὼς ἔχει δεχθεῖ τοὺς κρατικοὺς ἐπηρεασμοὺς ἀπὸ τὴ νοσηρὴ σχέση της μὲ τὴν πολιτεία, συχνὰ νὰ φαίνεται ἀσυνεπὴς στὴ ζωή τῶν πιστῶν της.

Αὐτὸ ὅμως ποὺ κανεὶς δὲν μπορεῖ νὰ τῆς ἀμφισβητήσει εἶναι ἡ διατήρηση τῆς αὐθεντικῆς χριστιανικῆς διδασκαλίας μέχρι σήμερα, ὁ πλοῦτος τῆς ὑψηλῆς θεολογίας της καὶ ἡ συνείδηση τῆς ἀληθινῆς παραδόσεως.

Μὲ τὴν παρέμβασή μου αὐτήν, θὰ ἤθελα νὰ ἐπιστήσω τὴν προσοχὴ ὅλων πέραν πάσης μιασαλλοδοξίας ἢ ἐμπαθοῦς φανατισμοῦ. Εἶναι ἀδικία στὸν ἑαυτό μας νὰ ἀνταλλάξουμε τὸ χρυσάφι τῆς Ὀρθόδοξης πίστης μας μὲ τὸ γυαλισμένο μπακίρι τῶν ψευδοδιδασκαλιῶν∙ νὰ ἀντικαταστήσουμε τὸν θησαυρὸ τῆς διαχρονικῆς ἀλήθειας τοῦ Χριστοῦ μὲ τὰ ἄνευρα ἀνθρώπινα εὐαγγελικὰ ἐπινοήματα.

Αὐτοὶ ποὺ εὐαγγελίζονται δῆθεν τὸν λόγο τοῦ Θεοῦ στὴν Ἑλλάδα τῶν μαρτύρων, τῶν θαυμάτων, τῆς Παραδόσεως καλὸ θὰ εἶναι νὰ μάθουν τὸ Εὐαγγέλιο ὄχι ὅπως τὸ θέλει ἡ ξενόφερτη πνευματική τους μικρόνοια, ἀλλὰ ὅπως τὸ ἔχει ζήσει ἡ οἰκουμενικὴ Ἐκκλησία στὴν ἀδιάκοπη ἱστορία της, ἰδιαίτερα σὲ αὐτὸν τὸν τόπο.

Αὐτὸ ποὺ θὰ ἔπρεπε νὰ κάνουν οἱ συγκεκριμένοι ἄνθρωποι, ἄν εἶχαν «νοῦν Χριστοῦ», θὰ ἦταν ἀντὶ νὰ προσηλυτίζουν μὲ πονηρία νὰ προσέλθουν οἱ ἴδιοι στὴν Ὀρθοδοξία καὶ νὰ ζήσουν τὴν ἀλήθεια της αὐθεντικότερα ἴσως ἀπὸ μᾶς.

Αὐτὸ δὲν εἶναι προσηλυτισμός∙ αὐτὸ εἶναι ἅγιος εὐαγγελισμός. Αὐτὸ χρειαζόμαστε.

Αὐτὸ τελικὰ ἀποτελεῖ καὶ τὴν προτροπὴ σὲ ὅλους μας∙ Νὰ ἐπιστρέψουμε στὴν Ὀρθοδοξία μας. Ὅλοι μας. Ἀκόμη κι ἐμεῖς οἱ γεννημένοι Ὀρθόδοξοι. Καὶ μὲ τὴν καρδιὰ καὶ μὲ τὴ ζωή μας.


Μὲ θερμὲς ἀναστάσιμες εὐχὲς καὶ πατρικὴ ἀγάπη,
Ο ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ
† Ὁ Μεσογαίας καὶ Λαυρεωτικῆς ΝΙΚΟΛΑΟΣ

Παρασκευή 27 Απριλίου 2012

Γιατί ανάβουμε το καντήλι...

Ποιός δεν έχει μνήμες στο πατρικό του σπίτι από το άναμμα του καντηλιού;Κάθε απόγευμα η μάννα με ευλάβεια περισσή άναβε το καντήλι και με μοσχομυριστό λιβάνι θυμιάτιζε όλο το σπίτι... Αναρωτιέμαι πόσα από τα σημερινά σπίτια έχουν αυτό το προνόμιο-ναι,χωρίς αμφιβολία προνόμιο-να ανάβει στο εικονοστάσι του,κάθε μέρα, το καντηλάκι του...Γιατί το άναμμα του καντηλιού δεν είναι εθιμοτυπία,κάτι δηλαδή τυπικό και χωρίς ουσία.Για τους χριστιανούς το καντήλι συμβολίζει πολλά...
Γιατί λοιπόν ανάβουμε το καντήλι;Ο Άγιος Νικόλαος Βελιμίροβιτς απαντάει...Πρώτον.Γιατί η πίστη μας... είναι φως. Ο Χριστός είπε:«Εγώ ειμί το φως του κόσμου».Το φως της κανδήλας μας θυμίζει το φως, με το οποίο ο Χριστός καταυγάζει τις ψυχές μας
Δεύτερον. Για να μας θυμίζει, ότι και η ζωή μας πρέπει να είναι φωτεινή σαν των αγίων, δηλαδή των ανθρώπων, που ο Απόστολος Παύλος τους ονομάζει «τέκνα φωτός».
Τρίτον. Για να είναι έλεγχος στα σκοτεινά μας έργα και στις κακές μας ενθυμήσεις και επιθυμίες. Και έτσι να τα επαναφέρει όλα στο δρόμο του φωτός του αγίου Ευαγγελίου. Για να λάμψει«τοφως ημών έμπροσθεν των ανθρώπων, όπως είδωσιν ημών τα καλά έργα και δοξάσωσι τον Πατέρα ημών τον εν τοις ουρανοίς».
Τέταρτον. Είναι μια μικρή δική μας θυσία, σημείο και δείγμα της ευγνωμοσύνης και της αγάπης, που οφείλουμε στο Θεό για τη μεγάλη θυσία που έκανε για μας. Με αυτήν και με την προσευχή μας, τον ευχαριστούμε για τη ζωή, για τη σωτηρία και για όλα όσα μας χαρίζει η θεϊκή και άπειρη αγάπη του.
Πέμπτον. Για να είναι φόβητρο στις δυνάμεις του σκότους, που μας επιτίθενται με ιδιαίτερη πονηρία πριν και κατά την ώρα της προσευχής και θέλουν να απομακρύνουν τη σκέψη μας από το Θεό. Οι δαίμονες αγαπούν το σκοτάδι και τρέμουν το φως: Και του Χριστού κι εκείνων που αγαπούν τον Χριστό.
Έκτον. Για να μας παρακινεί σε αυτοθυσία. Όπως δηλαδή με το λάδι καίγεται στο καντήλι το φυτίλι, έτσι και το δικό μας θέλημα να καίγεται με τη φλόγα της αγάπης για τον Χριστό και να υποτάσσεται πάντοτε στο θέλημα του Θεού.
Έβδομον. Για να μάθουμε ότι: Όπως δεν ανάβει το καντήλι χωρίς τα δικά μας χέρια, έτσι και το εσωτερικό καντήλι της καρδιάς μας δεν ανάβει χωρίς τα χέρια του Θεού. Οι κόποι των αρετών μας είναι η καύσιμη ύλη (το φυτίλι και το λάδι}, που για να ανάψουν και να φωτίσουν χρειάζονται το«πυρ»του Αγίου Πνεύματος.

Πηγή:«Αγίου Νικολάου Βελιμίροβιτς. Επιστολές», -απαντήσεις σε ζητήματα προσωπικά-, εκδ. Ι. Μητροπόλεως Νικοπόλεως, σ. 75-76) Θησαυρός Γνώσεων και Ευσεβείας

 

Τετάρτη 25 Απριλίου 2012

Τα Ιερά Άμφια των Κληρικών

Ή θεολογική σημασία των αμφίων, ή οποία υπαγόρευσε τη χρήση τους, είναι ότι ο Λειτουργός δεν τελεί αφ' έαυτου τα μυστήρια, αλλά δυνάμει Χρίστου και της Ιεροσύνης της Εκκλησίας, την οποία κατέχει δια της χειροτονίας «εν Πνεύματι Άγίω», «ενδεδυμένος την της Ίερατείας χάριν».

Διατηρούν κατά βάση την παλαιά τους μορφή και με αυτά διακρίνονται οι επί μέρους βαθμοί της Ιεροσύνης. Είναι επτά, κατά τον τύπο των επτά χαρισμάτων του Αγίου Πνεύματος και τον ιερό αριθμό της πληρότητας. Κατανέμονται αναλόγως στους τρεις βαθμούς της Ιεροσύνης:

Στο Διάκονο τρία για το ιερό του αριθμού (1) Στιχάριο, (2) Οράριο, στη θέση του Έπιτραχηλίου και (3) Έπιμάνικα.

Στον Πρεσβύτερο πέντε κατά τον αριθμό των πέντε αισθήσεων (1) Στιχάριο, (2) Επιτραχήλιο, (3) Έπιμάνικα, (4) Ζώνη και (5) Φελώνιο.

Στον Επίσκοπο επτά για την πληρότητα της Ιεροσύνης

Τα τέσσερα πρώτα του Πρεσβυτέρου και (5) Αρχιερατικό σάκκο (αντί φελωνίου), (6) Έπιγονάτιο και (7) Ώμοφόριο. Για έξαρση του αρχιερατικού αξιώματος προστέθηκαν βαθμηδόν: ο επιστήθιος Σταυρός, το Αρχιερατικό Εγκόλπιο, ή Ποιμαντική Ράβδος και ή Μίτρα. Την ποιμαντορική ράβδο τη χρησιμοποιούν και οι Ηγούμενοι των Σταυροπηγιακών Μονών, ενώ στους Πρεσβύτερους δίνονται σαν όφφίκια - ιδιαίτερες τιμητικές διακρίσεις - ο επιστήθιος Σταυρός και το Έπιγονάτιο. Στη Ρωσία Μίτρα χωρίς μικρό Σταυρό στην κορυφή φέρουν και οι Αρχιμανδρίτες.
 
 
1. Στιχάριο. 2. Επιτραχήλιο. 3. Φελώνιο. 4. Ζώνη. 5. Έπιμάνικα. 6. Έπιγονάτιο.

Το θεολογικό - συμβολικό νόημα κάθε αμφίου εκφράζεται κατά κανόνα - για τους περισσότερους ύπομνηστές της θείας Λατρείας - με τους ψαλμικούς στίχους πού λέγει ο κάθε Λειτουργός την ώρα πού ενδύεται. Το χρώμα των αμφίων προσδιορίζεται όπως και το της Αγίας Τραπέζης, εφ' όσον είναι δυνατό.
α. Το Στιχάριο

Είναι ποδήρης χιτώνας κοινός για τους τρεις βαθμούς της Ιεροσύνης με φαρδιά μανίκια. Το χρώμα του είναι συνήθως λευκό, σύμβολο της αγνότητας και της πνευματικής χαράς. Συμβολίζει τη φωτεινή των Αγγέλων περιβολή και το καθαρό και αμόλυντο της ιερατικής τάξεως καθαρότητα για την οποία οι Λειτουργοί καταξιούνται της θείας Χάρης. Αυτό μαρτυρεί και το Γραφικό χωρίο πού λέγουν κατά την ένδυση τους: «Άγαλλιάσεται ή ψυχή μου επί τω Κυρίω, ένέδυσε γαρ με ίμάτιον σωτηρίου...».
β. Το Όράριο (orare = προσεύχεσθαι)

Είναι ταινία υφάσματος πού φέρεται στον αριστερό ώμο, (με τα άκρα ένα εμπρός και ένα πίσω) και γραμμένο σ' αυτό το Άγιος, Άγιος, Άγιος. Έξεικονίζει τις πτέρυγες των Αγγέλων, εφ' όσον «οι Διάκονοι... εις διακονίαν αποστελλόμενοι προστρέχουσιν».
γ. Τα Έπιμάνικα
 
Με αυτά, κοινά και για τους τρεις βαθμούς, συγκρατούνται τα άκρα του Στιχαρίου μαζί με τα λοιπά ενδύματα του Λειτουργού. Εικονίζουν την παντοδύναμη ενέργεια του Θεού και των Τιμίων Δώρων πού προσφέρονται με τα χέρια του Ιερουργού. Γι' αυτό λέγουν τα ψαλμικά χωρία: «Ή δεξιά Σου Χείρ, Κύριε, δεδόξασται εν ίσχύι....» «Αί χείραι Σου εποίησαν με καί έπλασαν με...». Συμβολίζουν και τα δεσμά του Κυρίου με τα όποια δεμένος οδηγήθηκε προς τον Πιλάτο.
δ. Το Έπιτραχήλιο

Είναι σαν το Όράριο, φέρεται στον τράχηλο από τους Πρεσβυτέρους και Επισκόπους και έχει και τα δύο άκρα εμπρός. Εικονίζει την άνωθεν κατερχόμενη χάρη του Παναγίου Πνεύματος. Γι' αυτό ένδυόμενοι αυτό λέγουν: «Εύλογητός ο Θεός ο έκχέων την Χάριν επί τους Ιερείς Αύτου...». Τα κρόσσια πού υπάρχουν στο κάτω άκρο του συμβολίζουν τις ψυχές των ανθρώπων του ποιμνίου τους, για τις όποιες είναι υπεύθυνοι και θα λογοδοτήσουν κατά την ήμερα της κρίσεως. Χωρίς Έπιτραχήλιο καμία ιεροπραξία δεν μπορεί να τελεστεί.
ε. Ή Ζώνη

Ή ζώνη την οποία φέρει ο Πρεσβύτερος και ο Επίσκοπος για να συγκρατεί τα άμφια, αποτελεί υπόμνηση της πνευματικής αποστολής και της ευθύνης τους. Συμβολίζει την ετοιμότητα πού πρέπει να έχουν για την απόκρουση καθενός εναντίου κατά την προτροπή του Κυρίου: «έστωσαν υμών αί οσφύες περιεζωσμέναι και οι λύχνοι καιόμενοι...» (Λουκ. ιβ', 35).
στ. Το Φελώνιο

Είναι ένδυμα αρχαϊκής μορφής χωρίς χειρίδες και φέρεται από την κεφαλή. Συμβολίζει τον άρραφο χιτώνα του Κυρίου και την επίγεια Εκκλησία. Όπως ο χιτώνας είναι άρραφος και ένα τεμάχιο, έτσι πρέπει και ή Εκκλησία να είναι ΜΙΑ. Κατά τον Άγιο Γερμανό Κων/πόλεως, το Φελώνιο εικονίζει την πορφύρα με την οποία ενέπαιζαν τον Κύριο μας, γεγονός το όποιο πρέπει να έχει κατά νουν πάντοτε ο Πρεσβύτερος...
ζ. Το Έπιγονάτιο
 
Είναι ρομβοειδές ύφασμα εξαρτώμενο από τη ζώνη με παράσταση το νιπτήρα του Μυστικού Δείπνου ή την Ανάσταση. Το φέρει ο Αρχιερέας και κάθε όφφικιουχος πρεσβύτερος. Εικονίζει το λέντιο με το όποιο ο Κύριος έπλυνε τα πόδια των Μαθητών Του. Συμβολίζει και την πνευματική μάχαιρα «εν ώ δυνήσεσθε πάντα τα βέλη του πονηρού τα πεπυρωμένα σβέσαι... και την μάχαιραν του πνεύματος, ό εστίν ρήμα Θεού» (Εφ. στ', 16). Κατά τον Άγιο Συμεών Θεσ/νίκης, συμβολίζει τη νίκη κατά του θανάτου και την Ανάσταση του Κυρίου. Γι' αυτό ένδυόμενοι οι Λειτουργοί λέγουν: «Περίζωσαι την ρομφαίαν σου επί τον μηρόν σου, Δυνατέ...».
η. Ό Αρχιερατικός σάκκος

Αυτός αντικατέστησε στην περίοδο της τουρκοκρατίας το πολυσταύριο φελώνιο του Επισκόπου, πού έγινε κατ' απομίμηση του αυτοκρατορικού σάκκου. Διατήρησε όμως το συμβολισμό του φελωνίου, καθ' όσον ο Αρχιερέας εικονίζει τον Χριστό. Οι κωδωνίσκοι του σάκκου έξεικονίζουν τους δώδεκα κωδωνίσκους του Ααρών και συμβολίζουν το διδακτικό κήρυγμα του Αρχιερέα.
 
 
 
1. Στιχάριο     2. Έπιτραχήλιο 3. Σάκκος     4. Ζώνη (δεν φαίνεται)  5. Έπιμάνικα
6. Έπιγονάτιο  7. Ώμοφόριο 8. Εγκόλπιο - Σταυρός  9. Αρχιερατική μίτρα 
10. Ποιμαντική ράβδος  11. Δικηροτρίκηρα.
                                  Τα άμφια και τα εμβλήματα του Επισκόπου
θ. Ή Ποιμαντική ράβδος
Είναι σύμβολο της ποιμαντικής και πνευματικής εξουσίας του Επισκόπου. Στο άνω μέρος φέρει τον Τίμιο Σταυρό μεταξύ δύο όφεων, για ναυπενθυμίζει τη ρήση του Κυρίου «Ιδού εγώ αποστέλλω υμάς ως πρόβατα εν μέσω λύκων» (Ματ. ι', 16).
ι. Το Ώμοφόριο
Είναι ταινία υφάσματος σταυρουμένη στο στήθος με τα δύο άκρα το ένα εμπρός και το άλλο πίσω. Συμβολίζει το πλανηθέν πρόβατο πού ο Χριστός έφερε επί των ώμων Του. Γι' αυτό συνίσταται να είναι κατασκευασμένο με μαλλί προβάτου. Μέχρι και την ανάγνωση του Αποστόλου, ο Επίσκοπος φέρει το μεγάλο Ώμοφόριο (το ανωτέρω). Μετά το Ευαγγέλιο μέχρι τέλος της Θ. Λειτουργίας φέρει το μικρό (με τα δύο άκρα εμπρός), το όποιο φέρει και σ' όλες τις λοιπές ακολουθίες.
ία. Ή Αρχιερατική Μίτρα
"Έχει την αρχή της στην Παλαιά Διαθήκη. Συμβολίζει τον άκάνθινο στέφανο, αλλά και το Βασιλικό αξίωμα του Κυρίου, δεδομένου οτι ο Αρχιερέας είναι ζώσα εικόνα του Χρίστου στην Εκκλησία Του. Ή χρήση της επεκτάθηκε μετά τον 16ο αιώνα.
ιβ. Το Αρχιερατικό Εγκόλπιον
Εξαρτάται με χρυσή αλυσίδα από το λαιμό στο στήθος του Αρχιερέα. Καθιερώθηκε το έτος 1856 με Βασιλικό Διάταγμα σαν διακριτικό γνώρισμα του Αρχιερατικού αξιώματος. Συμβολίζει τη σφραγίδα και την ομολογία της πίστεως. Στο ωοειδές σχήμα του εικονίζεται ο Χριστός με το δεξί χέρι εύλογων, και στο αριστερό κρατών Ευαγγέλιο.
ιγ. Τα Δικηροτρίκηρα
Πρόκειται για τις βάσεις με τα δύο και τα τρία κεριά πού κρατά ο Αρχιερέας και με τα όποια ευλογεί το λαό.
Τα δίκηρα συμβολίζουν τις δύο φύσεις του Κυρίου.
Τα τρίκηρα συμβολίζουν την Άγία Τριάδα. Μ' αυτά σφραγίζει το Ευαγγέλιο κατά την ψαλμωδία του Τρισάγιου Ύμνου και μετά ευλογεί το λαό.
ιδ. Ό Αρχιερατικός Μανδύας

Φέρεται από τον Αρχιερέα όταν χοροστατεί, στις Ιεροπραξίες πού δεν απαιτείται πλήρης στολή, π.χ. κατά τη διάρκεια του Όρθρου. Θεωρείται αυτοκρατορικής προελεύσεως.
Οι Λειτουργοί φορούν «άπασαν» την ιερατική τους στολή κατά τη Θεία Λειτουργία και σ' ορισμένες άλλες ακολουθίες προσδιοριζόμενες από το «Τυπικό», όπως στην τέλεση της Προσκομιδής, στον Όρθρο του Μεγάλου Σαββάτου, στον Εσπερινό της Μεγ. Παρασκευής, του Πάσχα και της Πεντηκοστής. Σε όλες τις άλλες τελετές Μυστηρίων, εισόδους του Εσπερινού και αναγνώσεις του Ευαγγελίου του Όρθρου, φορούν Επιτραχήλιο και Φελώνιο ο Πρεσβύτερος, Επιτραχήλιο και Ωμοφόριο ο Επίσκοπος και Στιχάριο και Όράριο ο Διάκονος. Σε άλλες ακολουθίες μικρότερης σπουδαιότητας ο Ιερέας φέρει μόνο το Επιτραχήλιο.

Ο Κανόνας και η προσευχή στη ζωή του μοναχού. Γέροντας Αιμιλιανός Σιμωνοπετρίτης

Ας προχωρήσωμε σε ένα άλλο στοιχείο, που έχει σχέσι με την εγρήγορσι και την χαρά και είναι ό κανόνας. Αυτό είναι το καθημερινό φαγοπότι του ανθρωπου, στην γλώσσα δε των ασκητικών Πατέρων αποκαλείται «λειτουργία». Όταν οι ασκητικοί Πατέρες ομιλούν περί λειτουργίας, δεν εννοούν την θεία λειτουργία.
Αυτήν σπανίως την είχαν. Θεία μετάληψι μπορεί να είχαν συχνότερα, αλλά λειτουργίες είχαν αραιά, και μάλιστα οι ασκηταί. Την καθημερινή τους όμως λειτουργία, δηλαδή τον κανόνα τους δεν τον παρέλειπαν ποτέ, διότι ο κανόνας είναι η ώρα της ιδιαίτερης πάλης με τον Θεόν.
Τότε μπορεί κανείς να κερδίζη τον Θεόν ή να τον χάνη. Ο κανόνας είναι ο τρόπος και το ποσόν και το ποιόν της αγρυπνίας του κάθε μοναχού. Προφανώς, δεν εννοούμε τις κοινές αγρυπνίες στον ναό. Εκείνες είναι κάτι άλλο, μία κοινή παράστασις ενώπιον του Θεού.
Ο κανόνας είναι η αγρυπνία που κάνομε κάθε ημέρα στο κελλί μας, είναι το μεδούλι της υπάρξεώς μας, το λεπτότερο και το σοβαρώτερο μέρος της μοναστικής ζωής· δείχνει εάν έχωμε Θεόν ή δεν έχωμε, αν έχωμε διάθεσι να τον αποκτήσωμε ή όχι.

Όποιος δεν έχει κανόνα, ασφαλώς αυταπατάται ότι έχει Άγιον Πνεύμα. Δεν υπάρχει Άγιον Πνεύμα «ενεργούν και λαλούν εν ημίν», εφ’ όσον δεν έχομε νυκτερινή ζωή. Και εάν δεν υπάρχουν οι κατάλληλες προϋποθέσεις για νυκτερινή ζωή, τουλάχιστον πρέπει να υπάρχη ο πόθος και η λαχτάρα να τις δημιουργήσωμε, ώστε κάποτε να έχωμε αυτή την νυκτερινή ζωή. Ο Θεός θα δη τον πόθο και θα μας τον πραγματώση.

Πότε όμως θα κάνωμε τον κανόνα μας και πότε θα αναπαυώμαστε; Υπάρχει μεγάλη ποικιλία ως προς το θέμα της αναπαύσεως. Πολλοί Πατέρες κοιμούνταν λίγο το πρωί, άλλοι λίγο το βράδυ, άλλοι μία ώρα το εικοσιτετράωρο.
Άλλοι όμως κοιμούνταν τρεις ώρες, άλλοι έξι ώρες, άλλοι επτά ώρες, ανάλογα με την προσωπική αντοχή και τον τρόπο ζωής τους και με την αγωγή που είχαν λάβει.
Το βέβαιο είναι ότι αυτή η λειτουργία φέρνει τον φωτισμό στην ψυχή και την ένωσι με τον Θεόν. Στην αγρυπνία φωτίζεται ο άνθρωπος, καθαρίζεται η διάνοιά του, φεύγουν οι λογισμοί, μένει μόνος του ο νους, οπότε μπορεί να αναπετάννυται, να ανέχεται προς τον Θεόν, να τον χαίρεται, να τον αγαπά, να τον γνωρίζη, διότι είναι πλέον ο Θεός του και όχι κάποιος άγνωστος Θεός. Βεβαίως, όσο άγνωστος και να είναι ο Θεός μας, δεν θα εγκαταλείψωμε την αγρυπνία μας. Θα κουρασθούμε, θα ταλαιπωρηθούμε, για να ζήσωμε μαζί του.

Εάν οι αρχαίοι Αθηναίοι είχαν βωμό αφιερωμένο «τω αγνώστω Θεώ», πόσο μάλλον έχομε εμείς. Για να λέμε την αλήθεια, για τους πιο πολλούς ανθρώπους ο Θεός είναι άγνωστος, πέρα από τα σύννεφα, μέσα στον γνόφο. Είναι ένας Θεός που δεν τον ζούμε, δεν τον νοιώθομε, δεν τον ξέρομε.
Γι’ αυτό ακριβώς και η πνευματική μας ζωή είναι δύσκολη. Γι’ αυτό και δεν μπορούμε να αδολεσχούμε στην αγρυπνία μας, γι’ αυτό δεν μπορούμε να καθίσωμε περιορισμένοι στην λατρεία. Δεν νοιώθομε τον Θεόν, δεν τον ξέρομε, δεν τον αγαπούμε, ο Θεός δεν μας συγκινεί, δεν σημαίνει τίποτε για μας. Η προσευχή και η αγρυπνία των περισσοτέρων ανθρώπων, καμιά φορά και των μοναχών, είναι ένα πηχτό σκοτάδι.

Παρ’ όλα αυτά, ο φωτισμός της ψυχής και η ένωσις με τον Θεόν, δηλαδή η οικειοποίησις του προσωπικού Θεού γίνεται κατ’ αυτές τις ώρες. Είναι σκληρές ώρες, επειδή είμαστε χωρίς Θεόν και καλούμεθα να τον αποκτήσωμε. Ο Θεός όμως υπάρχει. Ξέρομε ότι ο Θεός είναι στο είναι μας, στην ατμόσφαιρα, στο μοναστήρι, είναι πανταχού παρών. Εν τούτοις, εμείς ζούμε ως «άθεοι εν τω κόσμω», δεν διαφέρομε ούτε από τους αμαρτωλούς ούτε από τους τελώνες ούτε από τις πόρνες ούτε από τους εγκληματίες.
Μπορεί να έχωμε «άπασαν την δικαιοσύνην», αλλά το θέμα είναι: έχω προσωπικόν Θεόν εγώ; υπηρετώ τον Θεόν; τον είδα; τον κατάλαβα; με φώτισε εμένα ο Θεός; Όχι τί μου είπε στο όνειρό μου, στο όνειρο που κάνω εγώ, αλλά ποιά μετοχή έχει η υπαρξίς μου στην ζωή του Θεού.

Επειδή, κατά κανόνα, μας λείπει ο Θεός, αναγκαζόμαστε να καταλάβωμε ότι η προσευχή μας θα είναι μια άσκησις, ένας αγώνας. Όπως βάζομε την εσχάρα στα κάρβουνα και τοποθετούμε επάνω το κρέας, για να το ψήσωμε, και βλέπομε να χύνεται το αίμα του και οσφραινόμεθα την μυρωδιά του, έτσι ακριβώς και ο κανόνας μας είναι η εσχάρα πάνω στην οποία ξηροψηνόμαστε· είναι η θυσία του εαυτού μας, η άσκησίς μας η οδυνηρή, το δόσιμο της νύκτας μας, της χθαμαλής ζωής μας, της αμαρτίας μας, του ιερού πόθου μας στον Θεόν.
Όλα τα βάζομε εκεί, και έτσι γινόμαστε θύμα του Χριστού. Αν όμως εγώ δεν ζω τον Θεόν, τουλάχιστον ας θυσιάζωμαι γι’ αυτόν τον Θεόν και ας στέκωμαι έτσι ενώπιον του. Ο Θεός βλέπει αυτή την θυσία, το ότι γίνομαι ένας μάρτυς ενώπιον Του. «Αγάγετέ μοι τους μάρτυρας», λέγει ο Κύριος.
Έτσι, γίνομαι και εγώ ένας μάρτυς, τον οποίον προσάγει η Εκκλησία στην εσχάρα, σε εκείνο το συγκεκριμένο κελλί μέσα στο σκοτάδι μου, στην πίκρα μου, στην αορασία μου, στην ακατανοησία μου, στην αγνωσία μου, θυσιάζομαι για τον Θεόν.

Επειδή ο κανόνας είναι το κέντρο της πνευματικής ζωής, βλέπομε ότι οι Πατέρες της Εκκλησίας συνιστούν πολλούς τρόπους αγρυπνίας, ο καθένας ανάλογα με το πνεύμα του, τον τόπο και τον χρόνο στον οποίο ζη. Άλλος κάνει όλη την νύκτα ορθοστασία. Άλλος διαβάζει Ψαλτήρι, άλλος λέγει μόνον το «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με», άλλος διαβάζει γονατιστός την Αγία Γραφή επί δύο, τρεις ώρες, άλλος όρθιος· άλλος διαβάζει ενώπιον των εικόνων την Παλαιά Διαθήκη ή το Ευαγγέλιο ή τους ψαλμούς.
Ο καθείς κάνει ό,τι μπορεί. Άλλος εργάζεται, κουβαλάει πέτρες. Χίλιους δυο τρόπους εφευρίσκουν, ούτως ώστε να ξεπεράσουν το αδιαπέραστο τείχος που υπάρχει ανάμεσα σε αυτούς και στον Θεόν. Στο κοινόβιο, όσον αφορά την αγρυπνία μας, πρέπει να βρισκώμαστε σε ένα κοινό σημείο, για να συναντιώμαστε. Στο κοινό αυτό σημείο, άλλος μπορεί να είναι πιο ψηλά και άλλος πιο χαμηλά, ανάλογα με την εισδοχή του Πνεύματος στον νου και στην καρδιά του, ανάλογα με την αγωνιστικότητα και την χωρητικότητά του.

Αλλά ποιά πρέπει να είναι η διάρκεια της καθημερινής αγρυπνίας μας; Η αγρυπνία πρέπει να διαρκή όσο το δυνατόν περισσότερο, αρχίζομε όμως με μία ώρα, μετά πάμε στις δύο, στις τέσσερις, στις πέντε ώρες. Αυτό έρχεται φυσιολογικά, εξοικειώνεται ο οργανισμός. Όπως εξοικειώνεται ο άνθρωπος με την φτώχεια του και δεν μπορεί να κάνη στον πλούτο, ή με τον πλούτο και δεν μπορεί να κάνη στην φτώχεια, ή με το χωριό και δεν μπορεί να κάνη στην πόλι, έτσι ακριβούς συμβαίνει και με την αγρυπνία.
Βεβαίως δεν θα υποφέρωμε, αλλά θα κουρασθούμε λιγάκι· διότι πώς αλλοιώς από την χοντροκοπιά μας, από την ραθυμία μας και την υπνηλία μας, θα φθάσωμε στην κατάστασι του στρουθίου που αγρυπνεί ενώπιον του Θεού; Πώς από άνθρωποι θα γίνωμε άγιοι; Τα μάτια μας θα πρησθούν, θα πονέσουν. Όλα όμως αυτά θα γίνουν εξελικτικά, δεν θα γίνουν αμέσως.
Οι Πατέρες της Εκκλησίας έκαναν πάρα πολλές δοκιμές, για να μπορέσουν να συνηθίσουν στην αγρυπνία. Δεν με υποχρεώνει κανένας να αγρυπνώ και μετά να σπάω και να μην μπορώ να ξεκουράζωμαι ή να μην μπορώ να κάνω την δουλειά μου ή να κοιμάμαι όλη την νύκτα στην καρέκλα και να ταλαιπωρούμαι. Ο Θεός δεν είναι σωματοκτόνος ούτε ψυχοκτόνος. Ο Θεός είναι ζωοδότης, σωτήρας. Σκοτώνει τα πάθη, μας, όχι εμάς τους ίδιους.

Επίσης, διαφέρει και η ώρα που κάνομε την αγρυπνία. Άλλοι από τους Πατέρες προτιμούσαν να συνεχίσουν την ημέρα τους με την αγρυπνία και να ξεκουρασθούν τις πρωινές ώρες. Άλλοι, οι περισσότεροι, έκαναν το αντίθετο. Ξεκουράζονταν και εν συνεχεία φρέσκοι έκαναν την αγρυπνία τους. Άλλοι κοιμούνταν λίγο, αγρυπνούσαν και εν συνεχεία πάλι ξεκουράζονταν λίγο. Ο καθένας μπορεί να έχη τον τρόπο του. Πάντως, αυτό που προσιδιάζει περισσότερο στο δικό μας πλαίσιο είναι, να προτιμάμε τις ώρες τις μεσονύκτιες ή τις μεταμεσονύκτιες.

Το να συνέχισης την ημέρα σου με την αγρυπνία είναι πολύ εύκολο. Αυτό το κάνουν και οι φοιτητές, και οι μαθητές, και οι καθηγητές, και οι εργοστασιάρχες, και οι εργάτες. Έτσι κάνει όλος ο κόσμος. Μπαίνεις και συ μαζί με την κοσμική εργατιά ή τον φοιτητόκοσμο, μαζί με τους παλιούς φίλους σου. Ενώ το «μετά» είναι κάτι που προσιδιάζει στους ανθρώπους της Εκκλησίας.
Είναι πιο σκληρό να σηκωθή κανείς την νύκτα, να αφήση τις κουβέρτες του, όταν μάλιστα είναι χειμώνας και ακούη τον αέρα να σφυρίζη, να κτυπά στο παράθυρό του. Αλλά μία ώρα όλοι μπορούν, ακόμη και οι ανάπηροι και αυτοί που τους λείπει το μυαλό. Ας δίνωμε στον Θεόν το μεσονύκτιο μας· αυτό είναι το καλύτερο. Βεβαίως, εξαρτάται από τον τρόπο της ζωής μας και από τον τόπο, στον οποίο βρισκόμαστε, αλλά εμείς ας κάνωμε την προσπάθεια μας.

Μία ώρα προσευχής το μεσονύκτιο έχει περισσότερη ενέργεια από δέκα ώρες προσευχής την ήμερα. Όποιος δεν χρησιμοποιεί αυτές τις ώρες, οι ώρες και οι ημέρες του συνήθως είναι αγονώτατες. Κοιμάσαι το μεσονύκτιο; Η ζωή σου θα είναι πάντοτε μία ζωή αδύναμη. Παραλύει η ύπαρξίς σου, όταν δεν έχης την νύκτα δική σου, διότι δεν μπορείς να πάρης το Πνεύμα.
Το μεσονύκτιο γνωρίζει και αναγνωρίζει ο Θεός, αλλά το μεσονύκτιο το μόνιμο. Είτε είσαι στο κελλί, είτε εκτός μονής, το μεσονύκτιο να είσαι ενώπιον του Θεού. Να ξέρης ότι αυτή η ώρα ανήκει στον Θεόν. Αυτή η ώρα είναι η ώρα που θα παλέψης και θα αντιμετώπισης τον Θεόν, και θα πρέπει ο Θεός να γίνη ο δικός σου Θεός· είναι ή ώρα της δικής σου κλίμακος.

Το μεσονύκτιο αγρυπνεί και η Εκκλησία και παλεύει με τους δαίμονες, διότι τότε οι δαίμονες πειράζουν τους ανθρώπους και τους πλανούν οδηγώντας τους στην διασκέδασι ή στο έγκλημα. Αυτές τις ώρες υποφέρουν οι άρρωστοι, ταλαιπωρούνται οι αμαρτωλοί. Αυτές τις ώρες, που είναι ώρες ησυχίας, το Άγιον Πνεύμα φωτίζει τον άνθρωπο, και ο Θεός αγαπάει να βρίσκη το πλάσμα του και να του μιλάη. Τότε μπορεί κανείς να γίνεται νικητής.

Αυτές τις ώρες και οι άγιοι της Εκκλησίας μας προσκυνούν και δοξολογούν τον Θεόν, ο οποίος κατά κάποιον τρόπο εγείρεται. Πόσο ωραία παρουσιάζει το Ευαγγέλιο και η Παλαιά Διαθήκη, ιδιαίτερα οι ψαλμοί, τον Χριστόν εγειρόμενον! Εγείρεται ο Θεός την ώρα εκείνη «νικών και ίνα νικήση και συεχίση την ζωή του «νικών». Εάν δεν θα συμμετέχωμε σε αυτή την πανεκκλησιαστική σύναξι, δεν θα μπορέσωμε να νοιώσωμε την συντροφιά, την κοινότητα της εκκλησιαστικής μας εν Χριστώ ζωής.

Σήκω λοιπόν και συ μία ώρα πριν από το μεσονύκτιο, ή έστω και μετά, και χρησιμοποίησε αυτές τις ώρες, θα δης ότι ο Θεός είναι εύληπτος, ευαίσθητος. Συνήθως παραπονούμεθα ότι ο Θεός είναι σκληρός, ότι του φωνάζαμε και δεν μας απαντά. Ο Θεός όμως είναι περισσότερο ευαίσθητος και από το πιό ευαίσθητο πλάσμα της οικουμένης. Αλλά έχει και εκείνος τις ώρες του, «άχρις ου το σήμερον καλείται», που μπορείς να του μιλήσης. Πρέπει να ξέρης τα «χούγια» του Θεού.
Και ο Θεός έχει αυτό το «χούι»: το μεσονύκτιο να μιλάη στον άνθρωπο. Εάν τότε τον ζήτησης, μετά, οποιαδήποτε στιγμή τον θέλησης, θα τον έχης στο χέρι σου. Αν τότε δεν τον ζητήσης, δεν θα τον έχης σχεδόν ποτέ στο χέρι σου. Θα εχης ίσως κάποιες μελιστάλακτες στιγμές, όμορφες περιστάσεις στην ζωή σου, ωραίες καμιά φορά σκέψεις, δεν θα εχης όμως τον Θεόν.
Ο Θεός τότε παρουσιάζεται στα τέκνα του. Ο Θεός τότε δεσπόζει στους αγίους. Τότε το ουράνιο θυσιαστήριο προσφέρει την ολοκάρπωσι, και οι άγιοι νοιώθουν την κοινότητα με τους πιστούς και τους προσδοκούν για να τελειωθούν μαζί τους.

Γι’ αυτό η Εκκλησία μας δεν έπαψε να χρησιμοποιή το μεσονύκτιο. Κατήρτισε την ακολουθία του μεσονυκτικού και όλες τις ακολουθίες τις συνέδεσε με το μεσονύκτιο. Όποιος χρησιμοποιεί το μεσονύκτιο, γίνεται πολύ εύκολη η ζωή του. Και ο Θεός, ο ευαίσθητος Θεός, μπορεί και σε συναντά και δεν σε αφήνει να κουράζεσαι άδικα, όπως νομίζεις εσύ.

Εφ’ όσον έχω την ατμόσφαιρα της χαράς, την ολοήμερη και ολονύκτια εγρήγορσι, και εφ’ όσον δίνω ιδιαίτερη σημασία στον κανόνα μου, ο οποίος δεν είναι μία στιγμή κοσμική, μία έντασις των επιθυμιών μου, ένα ξεγέλασμα του εαυτού μου, αλλά είναι μία αληθινή συνάντησις με τον Θεόν, ή έστω ένα αληθινό καμίνι, μία πυρκαιά την οποία υφίσταμαι, ένα ολοκάρπωμα, μία θυσία τελεία για τον Θεόν, πώς πρέπει να ίσταμαι ενώπιον του Θεού κατά την διάρκεια της αγρυπνίας μου;

Ασφαλώς, όταν κάποιος ξεκινά τήν αγρυπνία του, νυστάζει, βαριέται, έχει απιστία, απελπισία, νομίζει ότι αυτός είναι χαμένος, ότι αυτός ούτε έκανε ούτε θα κάνη ποτέ τίποτε στην ζωή του. Αυτό είναι το σύνηθες για κάποιον που αρχίζει την αγρυπνία του.
Μπορεί να είναι και ένας εβδομηντάρης μοναχός, και ακόμη να μην έχη αρχίσει να κάνη λειτουργία με την ασκητική έννοια, διότι ίσως έχει μάθει να χορταινη τον ύπνο του και μετά να σηκώνεται να κάνη την προσευχή του.
Ή ίσως έχει μάθει ότι ο κανόνας είναι κάτι τυπικό: να κάνη τετρακόσιους κόμπους, τριακόσιες μετάνοιες, λίγη μελέτη και μετά τελειώσαμε. Και αυτό, από το τίποτε, κάτι είναι· μου υπενθυμίζει ότι δεν έχω Θεόν. Αλλά δεν αρκεί μόνον αυτό. Η αγρυπνία πρέπει να γίνεται με τον τρόπο που μου την ζητά η Εκκλησία και όπως βοηθά έμενα για να παρασταθώ ενώπιον του Θεού.

(Αρχιμ. Αιμιλιανού Σιμωνοπετρίτου. «Νηπτική ζωή και Ασκητικοί κανόνες», εκδ. Ίνδικτος- Αθήναι 2011, σ. 450-458)

Τρίτη 24 Απριλίου 2012

Τα επτά στεφάνια. Διδαχές Γερόντων

Ήταν ένας Γέροντας στη Θηβαϊδα που έμενε σ΄ ένα σπήλαιο και είχε έναν υποτακτικό μαθητευόμενο. Συνήθιζε ο Γέροντας κάθε βράδυ να του δίνει ωφέλιμες συμβουλές και μετά από τη νουθεσία, έκανε προσευχή και τον έστελνε να κοιμηθεί. Κάποτε συνέβη μερικοί ευλαβείς λαϊκοί, επειδή γνώριζαν τη μεγάλη άσκηση του Γέροντα, να τους επισκεφθούν και να προσφέρουν σ΄ αυτούς κάποιο φαγητό να φάνε.

Αφού έφυγαν αυτοί, κάθισε πάλι ο Γέροντας το βραδάκι, όπως το συνήθιζε, και νουθετούσε τον αδελφό. Την ώρα όμως που του μιλούσε, τον πήρε ο ύπνος. Και ο αδελφός έμεινε κοντά του, έως ότου ξυπνήσει και του κάνει την ευχή.
Καθώς λοιπόν καθόταν πολλή ώρα και ο Γέροντας δεν ξυπνούσε, ενοχλήθηκε από τους λογισμούς του να πάει να κοιμηθεί χωρίς να του κάνει την απόλυση.

Αλλά βίασε τον εαυτό του και αντιστάθηκε στον λογισμό και παρέμεινε. Πάλι όμως ενοχλήθηκε και δεν έφυγε. Κατά τον ίδιο τρόπο ενοχλήθηκε επτά φορές και αντιστάθηκε στον λογισμό. Αργότερα, αφού είχε προχωρήσει η νύκτα, ξύπνησε ο Γέροντας και τον βρήκε να κάθεται δίπλα του και του λέει:
"Δεν έφυγες μέχρι αυτή την ώρα;"
Κι εκείνος είπε:
"Όχι, αββά, γιατί δεν μου ΄κανες απόλυση".
"Και γιατί -τον ρωτάει ο Γέροντας- δεν με ξύπνησες;"
"Δεν τόλμησα -απαντά ο μαθητής- να σε σκουντήσω για να μη σου διακόψω τον
ύπνο".
Σηκώθηκαν ευθύς, άρχισαν τον όρθρο και όταν τελείωσε η ακολουθία, απέλυσε τον αδελφό ο Γέροντας. Και την ώρα που καθόταν μόνος, ήρθε σε έκσταση και βλέπει κάποιον να του δείχνει έναν τόπο λαμπρό στον οποίο υπήρχε ένας θρόνος και επάνω στον θρόνο ήταν τοποθετημένα επτά στεφάνια.
Και ρώτησε αυτόν που του τα έδειχνε:
"Τίνος είναι αυτά;"
Κι εκείνος είπε:
"Του μαθητή σου. Τον τόπο και τον θρόνο του τα χάρισε ο Θεός για την υπακοή του. Και τα επτά στεφάνια τα κέρδισε αυτή τη νύκτα".
Απόρησε ο Γέροντας γι αυτό που άκουσε και γεμάτος από δέος καλεί τον αδελφό και του λέει:
"Πες μου, τι έκανες τη νύκτα αυτή;"
"Συγχώρα με, αββά -απάντησε εκείνος- δεν έκανα τίποτε".
Ο Γέροντας νομίζοντας ότι από ταπεινοφροσύνη δεν ομολογεί, του είπε:
"Δεν θα σ΄ αφήσω να φύγεις, εάν δεν μου πεις τι έκανες ή τι σκέφτηκες τη νύκτα αυτή".
Αλλά ο αδελφός επειδή γνώριζε καλά ότι τίποτε δεν έχει κάνει, δεν είχε τι να πει.
Και λέει στον πατέρα:
"Αββά, δεν έκανα τίποτε, παρά μόνο ότι ενοχλήθηκα από λογισμούς επτά φορές να φύγω χωρίς να μου κάνεις την απόλυση, αλλά δεν έφυγα".
Όταν τ΄ άκουσε αυτό ο Γέροντας, κατάλαβε ότι κάθε φορά που πάλευε και νικούσε τον λογισμό του, κέρδιζε ένα στεφάνι από τον Θεό. Στον αδελφό βέβαια δεν είπε τίποτε, αλλά τα διηγήθηκε αυτά σε ανθρώπους πνευματικούς χάριν ωφελείας, για να γνωρίζουμε ότι και για λογισμούς πού δεν έχουν ιδιαίτερη σπουδαιότητα ο Θεός μας στεφανώνει.
Καλό λοιπόν είναι να βιάζουμε πάντοτε τον εαυτό μας από αγάπη για τον Θεό.

Πίστη και απιστία

Γράφει ο μοναχός Μωυσής, Αγιορείτης

Ο απόστολος Θωμάς δεν ήταν τελικά άπιστος. Ήθελε πειστήρια της πίστεώς του, τα οποία τελικά δεν τα έδωσε ο αναστημένος Χριστός.

Η πίστη κατοικεί στις ωραίες καρδιές των ταπεινών και είναι αδιατάρακτη. Έλαβαν τη χάρη του Αγίου Πνεύματος. Το μεγάλο θαύμα της Ορθοδοξίας είναι ότι, ενώ υπάρχουν νοσηρά στοιχεία στους εκκλησιαστικούς ταγούς, διατηρείται ακμαία και αλώβητη. Δημιουργούν με τη στάση και τον τρόπο τους προβλήματα και προβληματισμούς σοβαρούς, που ενίοτε σκανδαλίζουν τον λαό. Υπάρχουν όμως και οι αγαθοί, που αναθερμαίνουν την πίστη τους μέσα από όλα αυτά, και μέσα από τη φθαρτότητα πηγάζει η αλήθεια και η αγάπη.


Μπορεί να υπάρχουν επαγγελματίες κληρικοί, αλλά σίγουρα υπάρχουν αρκετοί λειτουργοί του Υψίστου που τη ζωή τους χαρακτηρίζουν η καθαρότητα, η σεμνότητα, η ταπεινότητα και η πραότητα. Ο βίος τους συγκινεί και παρακινεί. Μπορεί κάποιοι να μην κατανοούν μέσα στην Εκκλησία αρκετά. Όμως συχνά η συνήθεια κάνει γνωστά αρκετά πράγματα. Δεν είναι σωστό να πετροβολάμε την Εκκλησία δίχως ποτέ να μην έχουμε εισέλθει εντός της. Η συμμετοχή στον εκκλησιασμό ευλογεί τον άνθρωπο. Όταν θελήσει να ενταχθεί βαθύτερα εντός της, θα αισθανθεί κατάνυξη, γλυκύτητα, παραμυθία και ενωμένη με όλους.

Οι άγιοι μας βοηθούν να πάμε στον Χριστό. Με τον λόγο τους, τα κείμενά τους και κυρίως το παράδειγμα της χριστομίμητης ζωής τους μας οδηγούν στη θεία αγκαλιά. Μας λένε πόσο αγαπούν τον Χριστό και με πόση χαρά και φιλότιμο εργάστηκαν τις εντολές του. Υπάρχουν και σήμερα κρυμμένοι άγιοι παντού, μα δεν φανερώνονται στους περίεργους και τους αταπείνωτους. Μερικές φορές ζουν εκεί που δεν το περιμένεις. Άλλοτε είναι πολύ κοντά σου και δεν τους αναγνωρίζεις. Τους θεωρείς μάλιστα ανόητους. Δεν τους ρίχνεις ούτε μια ματιά. Η αγιότητα υπάρχει σήμερα σίγουρα. Δεν θέλει φωνές, φώτα, κρότο και διαφήμιση. Η περιέργεια του Θωμά δεν ήταν κακή. Ο Θωμάς έψαχνε, αναζητούσε, διψούσε για την αλήθεια.

Ο Θωμάς μας οδηγεί να ψηλαφίσουμε κι εμείς στον Χριστό. Μη μείνουμε έξω από τον νυμφώνα του Χριστού. Ο Χριστός αγαπά τους αναζητητές, τους απαιτητικούς ακροατές, τους γνήσιους μαθητές. Μας θέλει ζωντανούς, αληθινούς, φιλότιμους και φιλόπονους. Ανθρώπους που να αγαπούν θερμά τον ίδιο και τον πλησίον. Η Εκκλησία είναι η ευλογημένη μάνδρα του Χριστού. Καλεί όλους να εντρυφήσουν και να αναζωογονηθούν. Σημαντικό ρόλο παίζουν οι κληρικοί μας. Μπορούν να επηρεάσουν πολλούς ως λειτουργοί, ιεροκήρυκες και εξομολόγοι. Ιερείς αγνοί και ταπεινοί και θεοχαρίτωτοι μπορούν πολλούς να βοηθήσουν πολύ.

Η Ορθόδοξη Εκκλησία δεν ξεγελά, δεν ψευτοπαραρηγορεί, δεν κανακεύει. Είναι ζωντανή, ρωμαλέα και δυνατή. Δεν αποδιώχνει τον περίεργο Θωμά που προκαλεί. Τον αφήνει ελεύθερα να ψάξει, να ερευνήσει, να πεισθεί. Η Ορθοδοξία είναι αγιογραφική και παραδοσιακή. Ο πλούτος της είναι η πενία. Δεν τρομοκρατεί και απειλεί τα αγαπητά παιδιά της. Ξέρει τι έχει και τι θέλει. Ποτέ δεν ζητά καρπούς από εκεί που δεν έσπειρε. Έχει κατανόηση, υπομονή, ανοχή και αγάπη. Έλα να δεις. Μελέτησε και απόρριψε. Ο Θωμάς σε παρακινεί. Η «απιστία» τον έφερε σε μεγάλη πίστη. Τώρα είναι ασφαλής, χαριτωμένος, χαρούμενος και ευχαριστημένος.

Η απιστία είναι νόσημα, τάφος, πόνος και φόβος. Νομίζει κανείς ότι έτσι είναι ελεύθερος, όμως κάτι του λείπει. Έχει ένα διχασμό. Δεν έχει την αληθινή χαρά. Η εκκλησιαστική απλότητα χαρίζει βοήθεια στις ψυχές. Διώχνει τις κακίες και μόνο έτσι χαίρεται ο άνθρωπος πραγματικά. Η πίστη είναι απλή και η απιστία σύνθετη. Η θέρμη της πίστεώς μας θα προβληματίσει τους άπιστους. Μία ακέραια πίστη συγκινεί τους πάντες. Η απλότητά της έλκει. Ο Θωμάς μας πηγαίνει αδελφικά στην πηγή της πίστεως. Τελικά δεν ήταν καθόλου άπιστος, αλλά αρκετά πιστός. Τον ευχαριστούμε που μας προωθεί στην πηγή για να ξεδιψάσουμε. Φίλε άγιε Θωμά έμπνευσε όσους δειλιάζουν, φοβούνται, διχάζονται και δεν τολμούν.

Τα άμφια της Αγίας Τραπέζης

Ή Άγία Τράπεζα συμβολίζει όπως είπαμε το θρόνο του Θεού, αλλά και τον τάφο Του. Είναι φυσικό λοιπόν να στολίζεται και να καλύπτεται αναλόγως, όπως αρμόζει στο Βασιλικό αυτό θρόνο (ή και τάφο).
Για ένδειξη τιμής, αλλά και για αισθητικούς λόγους ή Άγία Τράπεζα καλύπτεται από τα καλύμματα:

α. Το Κατασάρκιο

    Είναι λευκό λινό ύφασμα, με το όποιο καλύπτεται ή Άγία Τράπεζα την ώρα πού τελούνται τα εγκαίνια του Ναού. Εικονίζει τη νεκρική σινδόνα του Χρίστου και δεν άλλάσσεται.1*


β. Η Ενδυτή

Είναι κάλυμμα πολυτελείας, ή λεγόμενη στολή της Άγιας Τραπέζης, στρώνεται πάνω από το Κατασάρκιο σύμβολο της δόξης και της θείας ευπρεπείας. Τα καλύμματα αυτά είναι κατά περιόδους διαφόρων χρωμάτων: πορφυρουν κατά την περίοδο της Μεγ. Τεσσαρακοστής (τον Χριστό Τον «πενθούμε» ως Βασιλέα και όχι ως άνθρωπο), λευκό κατά την περίοδο του Πάσχα και άλλων χρωμάτων σ' άλλες εποχές και περιόδους.

γ. Το Ειλητό
Ύφασμα πού απλωνόταν μόνο κατά την τέλεση της Θείας Ευχαριστίας μετά την απόλυση των Κατηχουμένων. "Έμενε διπλωμένο κάτω από το Ευαγγέλιο. Σήμερα το Είλητό, οπού υπάρχει, χρησιμοποιείται για κάλυμμα του Αντιμηνσίου.

 
δ. Το Αντιμήνσιο

Είναι τεμάχιο υφάσματος (διαστάσεων 40 χ50περίπου εκατοστών) πάνω στο oποίο έχουν ζωγραφιστεί ποικίλες ιερές παραστάσεις και σύμβολα. Κύρια παράσταση είναι ο Χριστός κατά τον τύπο του Επιταφίου, ή ο Χριστός στην άκρα ταπείνωση. Τα Αντιμήνσια καθαγιάζονται συνήθως στα εγκαίνια Ναών, χρίονται με Άγιο Μύρο και προσάπτονται σε μία τουλάχιστον γωνία τους Αγια Λείψανα.
Όταν τελείται Θεία Λειτουργία σε μη εγκαινιασμένους Ναούς, σε εξωκλήσια, σε Στρατόπεδα ή στην ύπαιθρο, χρησιμοποιείται «φορητή» εγκαινιασμένη Άγία Τράπεζα, το 'Αντιμήνσιο (αντί + mensa = αντί τραπέζης). Σ' αυτή την περίπτωση πρέπει να υπάρχουν οπωσδήποτε προσραμμένα "Αγια Λείψανα.
Τα Αντιμήνσια χρησιμοποιούνται σε όλους τους Ί. Ναούς, εγκαινιασμένους και μη. Στη δεύτερη περίπτωση πρέπει να έχουν Άγια Λείψανα. Όπου το Αντιμήνσιο το καλύπτουν με το Είλητό, το προστατεύουν και από τις φθορές (τριβή με το Ευαγγέλιο).

1*. Μετά παρέλευση αρκετών ετών θα απαιτηθεί ή συντήρηση -καθαριότητα του. Είναι ανεπίτρεπτο να παραμένει σε κακή κατάσταση μετά 50 ή 100 χρόνια.

Δευτέρα 23 Απριλίου 2012

Αναστάσεως Ημέρα

Τί δὲν εἶναι Πάσχα;

Πάσχα δὲν εἶναι τὸ ἀρνί, δὲν εἶναι τὸ κόκκινο αὐγό, δὲν εἶναι τὸ τσουρέκι, δὲν εἶναι ἡ λαμπάδα, δὲν εἶναι τὰ καινούρια ροῦχα, δὲν εἶναι ἡ παρουσία μας στὴν Ἐκκλησία δέκα λεπτὰ πρὶν τὸ «Χριστὸς Ἀνέστη» καὶ ἕνα λεπτὸ μετά. Πάσχα δὲν εἶναι ἡ λατρεία τοῦ φαγητοῦ, τὸ πανηγύρι, ὁ χορὸς καὶ τὸ ποτό. Πάσχα δὲν εἶναι οἱ σοῦβλες στὸ δρόμο, δὲν εἶναι ἡ ἀνταλλαγὴ εὐχῶν, δὲν εἶναι ἡ ἐπιστροφὴ στὸ χωριό. Ἤ, τουλάχιστον, δὲν εἶναι μόνο αὐτά.
Πάσχα εἶναι πάνω ἀπ᾿ ὅλα ἡ γεύση τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ, ἡ φωνὴ τοῦ Οὐρανοῦ ποὺ ἔρχεται μέσα μας, ὅταν μεταλαμβάνουμε στὴν Θεία Λειτουργία. Τότε ἡ ψυχή μας, ἔστω καὶ γιὰ λίγο, μεταμορφώνεται, ἠρεμεῖ, νιώθει κάτι Ἀπὸ τὴν συγγνώμη καὶ τὴν ἀγάπη ποὺ ἀνατέλλει μέσα ἀπὸ τὸν Τάφο. Τότε, νιώθουμε πὼς μ᾿ ὅλο τὸν κόσμο εἴμαστε ἀδέλφια, γιατὶ μετέχουμε τοῦ κοινοῦ ποτηριοῦ τῆς Ζωῆς.

Πάσχα εἶναι ἡ ἀλλαγὴ τῆς ζωῆς μας, ἡ ἀνάστασή μας ἀπὸ τὰ πάθη καὶ τὶς κακίες ποὺ μᾶς δέρνουν. Δὲν ἀξίζει νὰ λέμε ὅτι ἦρθε τὸ Πάσχα κι ἐμεῖς δὲν εἴμαστε συμφιλιωμένοι μὲ τὸ Θεό, τὸ συνάνθρωπο, τὸ γείτονα, τὸν ἑαυτό μας, ὅτι δὲν νιώθουμε πιὸ ἐλεύθεροι ἀπὸ τὰ δεσμὰ τῆς κακίας καὶ τοῦ θανάτου. Πάσχα ἄλλωστε εἶναι ἡ συντριβὴ τοῦ ἔσχατου ἐχθροῦ της ἀνθρώπινης φύσης, ποὺ εἶναι ὁ θάνατος: Θανάτῳ θάνατον πατήσας…
Πάσχα εἶναι ἡ ἀφορμὴ γιὰ ἑνότητα, ἑνότητα μεταξύ των λαῶν καὶ τῶν κοινωνιῶν. Δὲν γίνεται νὰ λέμε ὅτι γιορτάζουμε τὴν Ἀνάσταση καὶ ὁ πόλεμος καὶ ἡ διχόνοια κυριαρχεῖ στὶς ψυχές μας. Δὲν γίνεται νὰ λέμε ὅτι πιστεύουμε στὰ μηνύματα τοῦ Χριστοῦ καὶ νὰ ἐπικαλούμαστε αὐτὴ τὴν ἰδιότητά μας καὶ νὰ συντρίβουμε λαούς, ὑπολήψεις, συνειδήσεις, συνανθρώπους, πλησίον, ἀδελφούς μας. Δὲν γίνεται νὰ κάνουμε Πάσχα μὲ κακία γιὰ τοὺς ἄλλους, ὅποιοι κι ἂν εἶναι αὐτοί, ὅ,τι κι ἂν μᾶς ἔχουν κάνει!
Πηγή: ἐφημερίδα Διψῶ, τ. 77 – Εκκλησία Κύπρου

″ΚΑΤΑΔΙΚΑΣ​ΜΕΝΟΙ″ ΝΑ ΕΙΝΑΙ ΑΘΑΝΑΤΟΙ

Τοῦ Ἁγίου Ἰουστίνου Πόποβιτς

Oἱ ἄνθρωποι κατεδίκασαν τόν Θεόν εἰς θάνατον.ὁ Θεός ὅμως διά τῆς Ἀναστάσεώς Του ″καταδικάζει″ τούς ἀνθρώπους εἰς ἀθανασίαν. Διά τά κτυπήματα τούς ἀνταποδίδει τούς ἐναγκαλισμούς. διά τάς ὕβρεις τάς εὐλογίας. διά τόν θάνατον τήν ἀθανασίαν. Ποτέ δέν ἔδειξαν οἱ ἄνθρωποι τόσον μῖσος πρός τόν Θεόν, ὅσον ὅταν Τόν ἐσταύρωσαν.καί ποτέ δέν ἔδειξεν ὁ Θεός τόσην ἀγάπην πρός τούς ἀνθρώπους, ὅσην ὅταν ἀνέστη. Οἱ ἄνθρωποι ἤθελαν νά καταστήσουν τόν Θεόν θνητόν, ἀλλ᾽ ὁ Θεός διά τῆς Ἀναστάσεώς Του κατέστησε τούς ἀνθρώπους ἀθανάτους. Ἀνέστη ὁ σταυρωθείς Θεός καί ἀπέκτεινε τόν θάνατον. Ὁ θάνατος οὐκ ἔστι πλέον. Ἡ ἀθανασία κατέκλυσε τόν ἄνθρωπον καί ὅλους τούς κόσμους του. Διά τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Θεανθρώπου ἡ ἀνθρωπίνη φύσις ὡδηγήθη τελεσιδίκως εἰς τήν ὁδόν τῆς ἀθανασίας, καί ἔγινε φοβερά καί δι᾽ αὐτόν τόν θάνατον. Διότι πρό τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ ὁ θάνατος ἦτο φοβερός διά τόν ἄνθρωπον, ἀπό δέ τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Κυρίου γίνεται ὁ ἄνθρωπος φοβερός διά τόν θάνατον. Ἐάν ζῇ διά τῆς πίστεως εἰς τόν Ἀναστάντα Θεάνθρωπον ὁ ἄνθρωπος, ζῇ ὑπεράνω τοῦ θανάτου. Καθίσταται ἀπρόσβλητος καί ἀπό τόν θάνατον. Ὁ θάνατος μετατρέπεται εἰς «ὑποπόδιον τῶν ποδῶν αὐτοῦ»: «Ποῦ σου, θάνατε, τό κέντρον; ποῦ σου, ἅδη, τό νῖκος;» (πρβλ. Α´ Κορ. ιε´ 55-56). Οὕτως, ὅταν ὁ ἐν Χριστῷ ἄνθρωπος ἀποθνήσκῃ, ἀφήνει ἁπλῶς τό ἔνδυμα τοῦ σώματός του διά νά τό ἐνδυθῇ ἐκ νέου κατά τήν ἡμέραν τῆς Δευτέρας Παρουσίας.
.      Μέχρι τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Θεανθρώπου Χριστοῦ ὁ θάνατος ἦτο ἡ δευτέρα φύσις τοῦ ἀνθρώπου. Ἡ πρώτη ἦτο ἡ ζωή, καί ὁ θάνατος ἡ δευτέρα. Ὁ ἄνθρωπος εἶχε συνηθίσει τόν θάνατον ὡς κάτι τό φυσικόν. Ἀλλά μέ τήν Ἀνάστασίν Του ὁ Κύριος ἤλλαξε τά πάντα: ἡ ἀθανασία ἔγινεν ἡ δευτέρα φύσις τοῦ ἀνθρώπου, ἔγινε κάτι τό φυσικόν εἰς τόν ἄνθρωπον, καί τό ἀφύσικον κατέστη ὁ θάνατος. Ὅπως μέχρι τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ ἦτο φυσικόν εἰς τούς ἀνθρώπους τό νά εἶναι θνητοί, οὕτω μετά τήν ἀνάστασιν ἔγινε φυσική δι᾽ αὐτούς ἡ ἀθανασία.
.         Διά τῆς ἁμαρτίας ὁ ἄνθρωπος κατέστη θνητός καί πεπερασμένος. διά τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Θεανθρώπου γίνεται ἀθάνατος καί αἰώνιος. Εἰς αὐτό δέ ἀκριβῶς ἔγκειται ἡ δύναμις καί τό κράτος καί ἡ παντοδυναμία τῆς τοῦ Χριστοῦ Ἀναστάσεως. Καί διά τοῦτο ἄνευ τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ δέν θά ὑπῆρχε κἄν ὁ Χριστιανισμός. Μεταξύ τῶν θαυμάτων ἡ Ἀνάστασις τοῦ Κυρίου εἶναι τό μεγαλύτερον θαῦμα. Ὅλα τά ἄλλα θαύματα πηγάζουν ἀπό αὐτό καί συνοψίζονται εἰς αὐτό. Ἐξ αὐτοῦ ἐκπηγάζουν καί ἡ πίστις καί ἡ ἀγάπη καί ἡ ἐλπίς καί ἡ προσευχή καί ἡ θεοσέβεια. Οἱ δραπέται μαθηταί, αὐτοί οἱ ὁποῖοι ἔφυγαν μακράν ἀπό τόν Ἰησοῦν ὅταν ἀπέθνησκεν, ἐπιστρέφουν πρός Αὐτόν ὅταν ἀνέστη. Καί ὁ Ρωμαῖος ἑκατόνταρχος ὅταν εἶδε τόν Χριστόν νά ἀνίσταται ἐκ τοῦ τάφου, τόν ὡμολόγησεν ὡς Υἱόν τοῦ Θεοῦ. Κατά τόν ἴδιον τρόπον καί ὅλοι οἱ πρῶτοι Χριστιανοί ἔγιναν Χριστιανοί, διότι ἀνέστη ὁ Χριστός, διότι ἐνίκησε τόν θάνατον. Αὐτό εἶναι ἐκεῖνο τό ὁποῖον οὐδεμία ἄλλη θρησκεία ἔχει.αὐτό εἶναι ἐκεῖνο τό ὁποῖον κατά τρόπον μοναδικόν καί ἀναμφισβήτητον δεικνύει καί ἀποδεικνύει ὅτι ὁ Ἰησοῦς Χριστός εἶναι ὁ μόνος ἀληθινός Θεός καί Κύριος εἰς ὅλους τούς ὁρατούς καί ἀοράτους κόσμους.
.           Χάρις εἰς τήν Ἀνάστασιν τοῦ Χριστοῦ, χάρις εἰς τήν νίκην ἐπί τοῦ θανάτου οἱ ἄνθρωποι ἐγίνοντο καί γίνονται καί θά γίνονται πάντοτε Χριστιανοί. Ὅλη ἡ ἱστορία τοῦ Χριστιανισμοῦ δέν εἶναι ἄλλο τι παρά ἱστορία ἑνός καί μοναδικοῦ θαύματος τῆς τοῦ Χριστοῦ Ἀναστάσεως, τό ὁποῖον συνεχίζεται διαρκῶς εἰς ὅλας τάς καρδίας τῶν Χριστιανῶν ἀπό ἡμέρας εἰς ἡμέραν, ἀπό ἔτους εἰς ἔτος, ἀπό αἰῶνος εἰς αἰῶνα μέχρι τῆς Δευτέρας Παρουσίας.
.           Ὁ ἄνθρωπος γεννᾶται ἀληθῶς ὄχι ὅταν τόν φέρῃ εἰς τόν κόσμον ἡ μητέρα του, ἀλλ᾽ ὅταν πιστεύσῃ εἰς τόν Ἀναστάντα Σωτῆρα Χριστόν, διότι τότε γεννᾶται εἰς τήν ἀθάνατον καί αἰωνίαν ζωήν, ἐνῷ ἡ μητέρα γεννᾶ τό παιδί της πρός θάνατον, διά τόν τάφον. Ἡ Ἀνάστασις τοῦ Χριστοῦ εἶναι ἡ μήτηρ πάντων ἡμῶν, πάντων τῶν Χριστιανῶν, ἡ μήτηρ τῶν ἀθανάτων. Διά τῆς πίστεως εἰς τήν Ἀνάστασιν τοῦ Κυρίου, γεννᾶται ἐκ νέου ὁ ἄνθρωπος, γεννᾶται διά τήν αἰωνιότητα.
- Τοῦτο εἶναι ἀδύνατον! Παρατηρεῖ ὁ σκεπτικιστής. Καί ὁ Ἀναστάς Θεάνθρωπος ἀπαντᾷ: «Πάντα δυνατά τῷ πιστεύοντι» (πρβλ. Μάρκ. θ´ 23). Καί ὁ πιστεύων εἶναι ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος μέ ὅλην τήν καρδίαν, μέ ὅλην τήν ψυχήν, μέ ὅλον τό εἶναι του ζῇ κατά τό Εὐαγγέλιον τοῦ Ἀναστάντος Κυρίου Ἰησοῦ.
.           Ἡ πίστις μας εἶναι ἡ νίκη διά τῆς ὁποίας νικῶμεν τόν θάνατον, ἡ πίστις δηλαδή εἰς τόν Ἀναστάντα Κύριον. «Ποῦ σου, θάνατε, τό κέντρον;» «Τό δέ κέντρον τοῦ θανάτου ἡ ἁμαρτία» (Α´ Κορ. ιε´ 55-56). Διά τῆς ἀναστάσεώς Του ὁ Κύριος «ἤμβλυνε τοῦ θανάτου τό κέντρον». Ὁ θάνατος εἶναι ὁ ὄφις, ἡ δέ ἁμαρτία εἶναι τό κεντρί του. Διά τῆς ἁμαρτίας ὁ θάνατος ἐκχέει τό δηλητήριον εἰς τήν ψυχήν καί τό σῶμα τοῦ ἀνθρώπου. Ὅσον περισσοτέρας ἁμαρτίας ἔχει ὁ ἄνθρωπος, τόσον περισσότερα εἶναι τά κέντρα διά τῶν ὁποίων ἐκχέει ὁ θάνατος τό δηλητήριόν του εἰς αὐτόν.
.           Ὅταν ἡ σφήκα κεντρίσῃ τόν ἄνθρωπον, καταβάλλει οὗτος κάθε δυνατήν προσπάθειαν διά νά ἐκβάλῃ τό κεντρί ἀπό τό σῶμα του. Ὅταν δέ τόν κεντρίσῃ ἡ ἀμαρτία – τό κέντρον αὐτό τοῦ θανάτου – τί πρέπει νά κάμῃ; – Πρέπει μέ τήν πίστιν καί προσευχήν νά ἐπικαλεσθῇ τόν Ἀναστάντα Σωτῆρα Χριστόν, διά νά ἐκβάλῃ Αὐτός τό κεντρί τοῦ θανάτου ἀπό τήν ψυχήν του. Καί Αὐτός ὡς πολυεύσπλαγχνος θά τό κάμῃ, διότι εἶναι Θεός τοῦ Ἐλέους καί τῆς Ἀγάπης. Ὅταν πολλαί σφῆκαι πέσουν ἐπί τοῦ σώματος τοῦ ἀνθρώπου καί τόν τραυματίσουν πολύ μέ τά κέντρα τους, τότε ὁ ἄνθρωπος δηλητηριάζεται καί ἀποθνήσκει. Τό αὐτό γίνεται καί μέ τήν ψυχήν τοῦ ἀνθρώπου ὅταν τήν τραυματίσουν τά πολλά κέντρα τῶν πολλῶν ἁμαρτιῶν. Ἀποθνήσκει οὗτος θάνατον πού δέν ἔχει ἀνάστασιν.
.           Νικῶν διά τοῦ Χριστοῦ τήν ἁμαρτίαν μέσα του ὁ ἄνθρωπος νικᾷ τόν θάνατον. Ἐάν περάσῃ μία ἡμέρα καί σύ δέν ἔχῃς νικήσει οὔτε μίαν ἁμαρτίαν σου, γνώρισε ὅτι ἔγινες περισσότερον θνητός. Ἐάν ὅμως νικήσῃς μίαν ἤ δύο ἤ τρεῖς ἁμαρτίας σου, ἔγινες πιό νέος μέ τήν νεότητα ἡ ὁποία δέν γηράσκει, τήν ἀθάνατον καί αἰωνίαν! Ἄς μή τό λησμονῶμεν ποτέ: τό νά πιστεύῃ κανείς εἰς τόν Ἀναστάντα Χριστόν, τοῦτο σημαίνει νά ἀγωνίζεται διαρκῶς τόν ἀγῶνα ἐναντίον τῆς ἁμαρτίας, τοῦ κακοῦ καί τοῦ θανάτου.
.           Τό ὅτι ὁ ἄνθρωπος πιστεύει ἀληθῶς εἰς τόν Ἀναστάντα Κύριον τό ἀποδεικνύει μέ τό νά ἀγωνίζεται κατά τῆς ἁμαρτίας καί τῶν παθῶν.καί ἐάν μέν ἀγωνίζεται, πρέπει νά γνωρίζῃ ὅτι ἀγωνίζεται διά τήν ἀθανασίαν καί τήν αἰωνίαν ζωήν. Ἐάν ὅμως δέν ἀγωνίζεται, τότε εἶναι ματαία ἡ πίστις του! Διότι, ἐάν ἡ πίστις τοῦ ἀνθρώπου δέν εἶναι ἀγών διά τήν ἀθανασίαν καί τήν αἰωνιότητα, τότε τί εἶναι; Ἐάν μέ τήν εἰς Χριστόν πίστιν δέν φθάνῃ κανείς εἰς τήν ἀθανασίαν καί τήν ἐπί τοῦ θανάτου νίκην, τότε πρός τί ἡ πίστις ἡμῶν; Ἐάν ὁ Χριστός δέν ἀνέστη, τοῦτο σημαίνει ὅτι ἡ ἁμαρτία καί ὁ θάνατος δέν ἔχουν νικηθῆ. Ἐάν δέ δέν ἔχουν αὐτά τά δύο νικηθῆ, τότε διά τί νά πιστεύῃ κανείς εἰς τόν Χριστόν; Ἐκεῖνος ὅμως ὁ ὁποῖος διά τῆς πίστεως εἰς τόν Ἀναστάντα Χριστόν ἀγωνίζεται ἐναντίον κάθε ἁμαρτίας του, αὐτός ἐνισχύει βαθμιαίως ἐν ἑαυτῷ τήν αἴσθησιν ὅτι ὁ Κύριος ὄντως ἀνέστη, ὄντως ἤμβλυνε τό κέντρον τοῦ θανάτου, ὄντως ἐνίκησε τόν θάνατον εἰς ὅλα τά μέτωπα μάχης.
.          Ἡ ἁμαρτία βαθμιαίως σμικρύνει τήν ψυχήν τοῦ ἀνθρώπου, τήν πλησιάζει πρός τόν θάνατον, τήν μεταβάλλει ἀπό ἀθανάτου εἰς θνητήν, ἀπό ἀφθάρτου καί ἀπεράντου εἰς φθαρτήν καί εἰς πεπερασμένην. Ὅσον περισσοτέρας ἁμαρτίας ἔχει ὁ ἄνθρωπος, τόσον περισσότερον εἶναι θνητός. Καί ἐάν ὁ ἄνθρωπος δέν αἰσθάνεται τόν ἑαυτόν του ἀθάνατον, εἶναι φανερόν ὅτι εὑρίσκεται ὅλος βυθισμένος εἰς τάς ἁμαρτίας, εἰς σκέψεις μυωπικάς, εἰς αἰσθήματα νεκρωμένα. Ὁ Χριστιανισμός εἶναι μία κλῆσις εἰς τόν μέχρις ἐσχάτης ἀναπνοῆς ἀγώνα ἐναντίον τοῦ θανάτου, μέχρι δηλαδή τῆς τελικῆς νίκης ἐπ᾽ αὐτοῦ. Κάθε ἁμαρτία ἀποτελεῖ μίαν ὑποχώρησιν, κάθε πάθος μίαν προδοσίαν, κάθε κακία μίαν ἧτταν.
.           Δέν πρέπει νά διερωτᾶται κανείς διατί καί οἱ Χριστιανοί ἀποθνήσκουν τόν σωματικόν θάνατον. Τοῦτο γίνεται, διότι ὁ θάνατος τοῦ σώματος εἶναι μία σπορά. Σπείρεται σῶμα θνητόν, λέγει ὀ Ἀπόστολος Παῦλος (πρβλ. Α´ Κορ. ιε´ 42 ἑξ.), καί βλαστάνει, αὐξάνει καί γίνεται ἀθάνατον. Ὅπως ὁ σπειρόμενος σπόρος, οὕτω καί τό σῶμα διαλύεται, διά νά τό ζωοποιήσῃ καί τελειοποιήσῃ τό Ἅγιον Πνεῦμα. Ἐάν ὁ Κύριος Ἰησοῦς δέν εἶχεν ἀναστήσει τό σῶμα, τί ὄφελος θά εἶχε τοῦτο ἀπό Αὐτόν; Οὗτος δέν θά εἶχε σώσει ὁλόκληρον τόν ἄνθρωπον. Ἐάν δέν ἀνέστησε τό σῶμα, τότε διά τί ἐσαρκώθη, διά τί ἀνέλαβε τό σῶμα, ἀφοῦ δέν τοῦ ἔδωσε τίποτε ἀπό τήν Θεότητά Του;1
.           Ἐάν ὁ Χριστός δέν ἀνέστη, διά τί τότε νά πιστεύῃ κανείς εἰς Αὐτόν; Ὁμολογῶ εἰλικρινῶς, ὅτι ἐγώ οὐδέποτε θά ἐπίστευον εἰς τόν Χριστόν, ἐάν δέν εἶχεν ἀναστῆ καί δέν εἶχε νικήσει τόν θάνατον, τόν μεγαλύτερον ἐχθρόν μας. Ἀλλ᾽ ὁ Χριστός ἀνέστη καί ἐδώρησεν εἰς ἡμᾶς τήν ἀθανασίαν. Ἄνευ αὐτῆς τῆς ἀληθείας, ὁ κόσμος μας εἶναι μόνον μία χαώδης ἔκθεσις ἀπεχθῶν ἀνοησιῶν. Μόνον μέ τήν ἔνδοξον Ἀνάστασίν Του ὁ θαυμαστός Κύριος καί Θεός μας, μᾶς ἠλευθέρωσεν ἀπό τό παράλογον καί τήν ἀπελπισίαν. Διότι χωρίς τήν Ἀνάστασιν δέν ὑπάρχει οὔτε εἰς τόν οὐρανόν οὔτε ὑπό τόν οὐρανόν τίποτε πιό παράλογον ἀπό τόν κόσμον αὐτόν.οὔτε μεγαλυτέρα ἀπελπισία ἀπό τήν ζωήν αὐτήν, δίχως ἀθανασίαν. Δι᾽ αὐτό εἰς ὅλους τούς κόσμους δέν ὑπάρχει περισσότερον δυστυχισμένη ὕπαρξις ἀπό τόν ἄνθρωπον, πού δέν πιστεύει εἰς τήν Ἀνάστασιν τοῦ Χριστοῦ καί τήν ἀνάστασιν τῶν νεκρῶν (πρβλ. Α´ Κορ. ιε´ 19). «Καλόν ἦν αὐτῷ εἰ οὐκ ἐγεννήθη ὁ ἄνθρωπος ἐκεῖνος» (Ματθ. κϛ´ 24).
.           Εἰς τόν ἀνθρώπινον κόσμον μας ὁ θάνατος εἶναι τό μεγαλύτερον βάσανον καί ἡ πιό φρικιαστική ἀπανθρωπία. Ἡ ἀπελευθέρωσις ἀπό αὐτό τό βάσανον καί ἀπό αὐτήν τήν ἀπανθρωπίαν εἶναι ἀκριβῶς ἡ σωτηρία. Τοιαύτην σωτηρίαν ἐδώρησεν εἰς τό ἀνθρώπινον γένος μόνον ὁ Νικητής τοῦ θανάτου – ὁ Ἀναστάς Θεάνθρωπος. Διά τῆς ἀναστάσεώς Του Αὐτός μᾶς ἀπεκάλυψεν ὅλον τό μυστήριον τῆς σωτηρίας μας. Σωτηρία σημαίνει τό νά ἐξασφαλισθῇ διά τό σῶμα καί τήν ψυχήν ἀθανασία καί αἰωνία ζωή. Πῶς δέ κατορθώνεται τοῦτο; Μόνον διά τῆς θεανθρωπίνης ζωῆς, τῆς νέας ζωῆς τῆς ἐν τῷ Ἀναστάντι καί διά τόν Ἀναστάντα Χριστόν!
.           Δι᾽ ἡμᾶς τούς Χριστιανούς ἡ ζωή αὐτή ἐπί τῆς γῆς εἶναι σχολεῖον, εἰς τό ὁποῖον μανθάνομεν πῶς νά ἐξασφαλίσωμεν τήν ἀθανασίαν καί τήν αἰωνίαν ζωήν.Διότι τί ὄφελος ἔχομεν ἀπό αὐτήν τήν ζωήν, ἐάν μέ αὐτήν δέν ἠμποροῦμεν νά ἀποκτήσωμεν τήν αἰωνίαν; Ἀλλά, διά νά ἀναστηθῇ μετά τοῦ Χριστοῦ ὁ ἄνθρωπος, πρέπει πρῶτον νά συναποθάνῃ μετ᾽ Αὐτοῦ καί νά ζήσῃ τήν ζωήν τοῦ Χριστοῦ ὡς ἰδικήν του. Ἐάν κάμῃ τοῦτο, τότε τήν ἡμέραν τῆς Ἀναστάσεως θά ἠμπορέσῃ μετά τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου νά εἰπῇ: «Χθές συνεσταυρούμην Χριστῷ, σήμερον συνδοξάζομαι.χθές συνενεκρούμην, ζωοποιοῦμαι σήμερον.χθές συνεθαπτόμην, σήμερον συνεγείρομαι»2.
.           Εἰς τέσσαρας μόνον λέξεις συγκεφαλαιοῦνται καί τά τέσσαρα Εὐαγγέλια τοῦ Χριστοῦ: Χριστός Ἀνέστη! – Ἀληθῶς Ἀνέστη!… Εἰς ἑκάστην ἐξ αὐτῶν εὑρίσκεται ἀπό ἕνα Εὐαγγέλιον, καί εἰς τά τέσσαρα Εὐαγγέλια εὑρίσκεται ὅλον τό νόημα ὅλων τῶν κόσμων τοῦ Θεοῦ, τῶν ὁρατῶν καί ἀοράτων. Καί ὅταν ὅλα τά αἰσθήματα τοῦ ἀνθρώπου καί ὅλαι αἱ σκέψεις του συγκεντρωθοῦν εἰς τήν βροντήν τοῦ πασχαλινοῦ αὐτοῦ χαιρετισμοῦ: «Χριστός Ἀνέστη!», τότε ἡ χαρά τῆς ἀθανασίας σείει ὅλα τά ὄντα, καί αὐτά ἐν ἀγαλλιάσει ἀπαντοῦν, ἐπιβεβαιοῦται τό πασχαλινόν θαῦμα: «Ἀληθῶς Ἀνέστη!»
.           Ναί, ἀληθῶς ἀνέστη ὁ Κύριος! καί μάρτυς τούτου εἶσαι ἐσύ, μάρτυς ἐγώ, μάρτυς κάθε Χριστιανός, ἀρχίζοντες ἀπό τούς ἁγίους Ἀποστόλους μέχρι καί τῆς Δευτέρας Παρουσίας. Διότι μόνον ἡ δύναμις τοῦ Ἀναστάντος Θεανθρώπου Χριστοῦ ἠδυνήθῃ νά δώσῃ, – καί συνεχῶς δίδει καί συνεχῶς θά δίδῃ – τήν δύναμιν εἰς κάθε Χριστιανόν – ἀπό τόν πρῶτον μέχρι τόν τελευταῖον – νά νικήσῃ πᾶν τό θνητόν καί αὐτόν τοῦτον τόν θάνατον.πᾶν τό ἁμαρτωλόν καί αὐτήν ταύτην τήν ἁμαρτίαν.πᾶν τό δαιμονικόν καί αὐτόν τοῦτον τόν διάβολον. Διότι μόνον μέ τήν Ἀνάστασίν Του ὁ Κύριος, κατά τόν πιό πειστικόν τρόπον, ἔδειξε καί ἀπέδειξεν ὅτι ἡ ζωή Του εἶναι Αἰωνία Ζωή, ἡ ἀλήθειά Του εἶναι Αἰωνία Ἀλήθεια, ἡ ἀγάπη Του Αἰωνία Ἀγάπη, ἡ ἀγαθότης Του Αἰωνία Ἀγαθότης, ἡ χαρά Του Αἰωνία Χαρά. Καί ἐπίσης ἔδειξε καί ἀπέδειξεν ὅτι ὅλα αὐτά τά δίδει Αὐτός, κατά τήν ἀπαράμιλλον φιλανθρωπίαν Του, εἰς κάθε Χριστιανόν εἰς ὅλας τάς ἐποχάς.
.           Πρός τούτοις, δέν ὑπάρχει ἕνα γεγονός ὄχι μόνον εἰς τό Εὐαγγέλιον, ἀλλά οὔτε εἰς ὁλόκληρον τήν ἱστορίαν τοῦ ἀνθρωπίνου γένους, τό ὁποῖον νά εἶναι μεμαρτυρημένον κατά τρόπον τόσον δυνατόν, τόσον ἀπρόσβλητον, τόσον ἀναντίρρητον, ὅσον ἡ Ἀνάστασις τοῦ Χριστοῦ. Ἀναμφιβόλως, ὁ Χριστιανισμός εἰς ὅλην του τήν ἱστορικήν πραγματικότητα, τήν ἱστορικήν του δύναμιν καί παντοδυναμίαν, θεμελιοῦται ἐπί τοῦ γεγονότος τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ, δηλαδή ἐπί τῆς αἰωνίως ζώσης Ὑποστάσεως τοῦ Θεανθρώπου Χριστοῦ. Καί περί τούτου μαρτυρεῖ ὅλη ἡ μακραίων καί πάντοτε θαυματουργική ἱστορία τοῦ Χριστιανισμοῦ.   Διότι ἄν ὑπάρχῃ ἕνα γεγονός εἰς τό ὁποῖον θά ἠδύνατο νά συνοψισθοῦν ὅλα τά γεγονότα, ἀπό τήν ζωήν τοῦ Κυρίου καί τῶν Ἀποστόλων καί γενικῶς ὁλοκλήρου τοῦ Χριστιανισμοῦ, τό γεγονός τοῦτο θά ἦτο ἡ Ἀνάστασις τοῦ Χριστοῦ. Ἐπίσης, ἄν ὑπάρχῃ μία ἀλήθεια εἰς τήν ὁποίαν θά ἠδύναντο νά συνοψισθοῦν ὅλαι αἱ Εὐαγγελικαί ἀλήθειαι, ἡ ἀλήθεια αὕτη θά ἦτο ἡ Ἀνάστασις τοῦ Χριστοῦ. Καί ἀκόμη, ἐάν ὑπάρχῃ μία πραγματικότης εἰς τήν ὁποίαν θά ἠδύναντο νά συνοψισθοῦν ὅλαι αἱ Καινοδιαθηκικαί πραγματικότητες, ἡ πραγματικότης αὕτη θά ἦτο ἡ Ἀνάστασις τοῦ Χριστοῦ. Καί τέλος, ἄν ὑπάρχῃ ἕνα Εὐαγγελικόν θαῦμα εἰς τό ὁποῖον θά ἠδύναντο νά συνοψισθοῦν ὅλα τά Καινοδιαθηκικά θαύματα, τότε τό θαῦμα τοῦτο θά ἦτο ἡ Ἀνάστασις τοῦ Χριστοῦ. Διότι μόνον ἐν τῷ φωτί τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ, ἀναδεικνύεται θαυμασίως σαφές καί τό πρόσωπον τοῦ Θεανθρώπου Ἰησοῦ καί τό ἔργον Του. Μόνον ἐν τῇ Ἀναστάσει τοῦ Χριστοῦ λαμβάνουν τήν πλήρη ἐξήγησίν των ὅλα τά θαύματα τοῦ Χριστοῦ, ὅλαι αἱ ἀλήθειαί Του, ὅλα τά λόγιά Του, ὅλα τά γεγονότα τῆς Καινῆς Διαθήκης.
.           Μέχρι τῆς Ἀναστάσεώς Του ὁ Κύριος ἐδίδασκε περί τῆς αἰωνίου ζωῆς, ἀλλά μετά τήν Ἀνάστασίν Του ἔδειξεν ὅτι ὁ Ἴδιος ὄντως εἶναι ἡ αἰώνιος ζωή. Μέχρι τῆς Ἀναστάσεώς Του ἐδίδασκε περί τῆς ἀναστάσεως τῶν νεκρῶν, ἀλλά μέ τήν Ἀνάστασίν Του ἔδειξεν ὅτι ὁ Ἴδιος εἶναι πράγματι ἡ Ἀνάστασις τῶν νεκρῶν. Μέχρι τῆς Ἀναστάσεώς Του ἐδίδασκεν ὅτι ἡ πίστις εἰς Αὐτόν μεταφέρει ἐκ τοῦ θανάτου εἰς τήν ζωήν, ἀλλά μέ τήν Ἀνάστασίν Του ἔδειξεν ὅτι ὁ Ἴδιος ἐνίκησε τόν θάνατον καί ἐξησφάλισε τοιουτοτρόπως εἰς τούς τεθανατωμένους ἀνθρώπους τήν μετάβασιν ἐκ τοῦ θανάτου εἰς τήν Ἀνάστασιν. Ναί, ναί, ναί: ὁ Θεάνθρωπος Ἰησοῦς Χριστός μέ τήν Ἀνάστασίν Του ἔδειξε καί ἀπέδειξεν ὅτι εἶναι ὁ μόνος ἀληθινός Θεός, ὁ μόνος ἀληθινός Θεάνθρωπος εἰς ὅλους τούς ἀνθρωπίνους κόσμους.
.           Καί κάτι ἀκόμη: ἄνευ τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Θεανθρώπου δέν δύναται νά ἐξηγηθῇ οὔτε ἡ ἀποστολικότης τῶν Ἀποστόλων, οὔτε τό μαρτύριον τῶν Μαρτύρων οὔτε ἡ ὁμολογία τῶν Ὁμολογητῶν οὔτε ἡ ἁγιότης τῶν Ἁγίων οὔτε ἡ ἀσκητικότης τῶν Ἀσκητῶν οὔτε ἡ θαυματουργικότης τῶν Θαυματουργῶν οὔτε ἡ πίστις τῶν πιστευόντων οὔτε ἡ ἀγάπη τῶν ἀγαπώντων οὔτε ἡ ἐλπίς τῶν ἐλπιζόντων οὔτε ἡ νηστεία τῶν νηστευόντων οὔτε ἡ προσευχή τῶν προσευχομένων οὔτε ἡ πραότης τῶν πράων οὔτε ἡ μετάνοια τῶν μετανοούντων οὔτε ἡ εὐσπλαγχνία τῶν εὐσπλάγχνων οὔτε οἱαδήποτε χριστιανική ἀρετή ἤ ἄσκησις. Ἐάν ὁ Κύριος δέν εἶχεν ἀναστῆ καί ὡς Ἀναστάς δέν εἶχε γεμίσει τούς μαθητάς Του μέ τήν ζωοποιόν δύναμιν καί τήν θαυματουργικήν σοφίαν, ποῖος θά ἠδύνατο αὐτούς τούς φοβισμένους καί δραπέτας νά τούς συγκεντρώσῃ καί νά τούς δώσῃ τό θάρρος καί τήν δύναμιν καί τήν σοφίαν διά νά ἠμπορέσουν τόσον ἄφοβα καί μέ τόσην δύναμιν καί σοφίαν νά κηρύττουν καί νά ὁμολογοῦν τόν Ἀναστάντα Κύριον καί νά πηγαίνουν μέ τόσην χαράν εἰς τόν θάνατον δι᾽ Αὐτόν; Καί ἄν ὁ Ἀναστάς Σωτήρ δέν τούς εἶχε γεμίσει μέ τήν θείαν δύναμίν Του καί σοφίαν, πῶς θά ἠμποροῦσαν νά ἀνάψουν μέσα εἰς τόν κόσμον τήν ἄσβεστον πυρκαϊάν τῆς Καινοδιαθηκικῆς πίστεως αὐτοί οἱ ἁπλοϊκοί ἀγράμματοι, ἀμαθεῖς καί πτωχοί ἄνθρωποι; Ἐάν ἡ Χριστιανική πίστις δέν ἦτο ἡ πίστις τοῦ Ἀναστάντος καί κατά συνέπειαν τοῦ αἰωνίως ζῶντος καί ζωοποιοῦντος Κυρίου, ποῖος θά ἠδύνατο νά ἐμπνεύσῃ τούς Μάρτυρας εἰς τόν ἆθλον τοῦ μαρτυρίου, καί τούς Ὁμολογητάς εἰς τόν ἆθλον τῆς ὁμολογίας, καί τούς Ἀσκητάς εἰς τόν ἆθλον τῆς ἀσκήσεως, καί τούς Ἀναργύρους εις τόν ἆθλον τῆς ἀναργυρίας, καί τούς Νηστευτάς εἰς τόν ἆθλον τῆς νηστείας καί ἐγκρατείας, καί ὁποιονδήποτε Χριστιανόν εἰς ὁποιονδήποτε Εὐαγγελικόν ἆθλον;
.           Ὅλα αὐτά εἶναι λοιπόν ἀληθινά καί πραγματικά καί δι᾽ ἐμέ καί διά σέ καί διά κάθε ἀνθρωπίνην ὕπαρξιν. Διότι ὁ θαυμαστός καί γλυκύτατος Κύριος Ἰησοῦς, ὁ Ἀναστάς Θεάνθρωπος, εἶναι ἡ μόνη Ὕπαρξις ὑπό τόν οὐρανόν μέ τήν ὁποίαν δύναται ὁ ἄνθρωπος ἐδῶ εἰς τήν γῆν νά νικήσῃ καί τόν θάνατον καί τήν ἁμαρτίαν καί τόν διάβολον, καί νά καταστῇ μακάριος καί ἀθάνατος, συμμέτοχος εἰς τήν Αἰωνίαν Βασιλείαν τῆς Ἀγάπης τοῦ Χριστοῦ… Διά τοῦτο, διά τήν ἀνθρωπίνην ὕπαρξιν ὁ Ἀναστάς Κύριος εἶναι τά πάντα ἐν πᾶσιν εἰς ὅλους τούς κόσμους: ὅ,τι τό Ὡραῖον, τό Καλόν, τό Ἀληθές, τό Προσφιλές, τό Χαρμόσυνον, τό Θεῖον, τό Σοφόν, τό Αἰώνιον. Αὐτός εἶναι ὅλη ἡ Ἀγάπη μας, ὅλη ἡ Ἀλήθειά μας ὅλη ἡ Χαρά μας, ὅλον τό Ἀγαθόν μας ὅλη ἡ Ζωή μας, ἡ Αἰωνία Ζωή εἰς ὅλας τάς θείας αἰωνιότητας καί ἀπεραντοσύνας.
- Διά τοῦτο καί πάλιν, καί πολλάκις, καί ἀναρίθμητες φορές: Χριστός Ἀνέστη!

Ὑποσημειώσεις:

1. Πρβλ. Ἰ. Χρυσοστόμου, εἰς Α´ Κορ. ὁμ. 39, 2. PG 61, 334: «Εἰ δ᾽ οὐκ ἐγείρονται (τά σώματα), διά τί ἠγέρθη ὁ Χριστός; διά τί ἦλθε; διά τί σάρκα ἀνέλαβεν, εἰ μή ἔμελλεν ἀναστήσειν σάρκα; οὐ γάρ ἐδεῖτο αὐτός, ἀλλά δι᾽ ἡμᾶς».
2. Λόγος εἰς τό Πάσχα, PG 35, 397. Πρβλ. καί Κανών τοῦ Πάσχα, ὠδή γ´.