Δόξα τω Θεώ, πάντων ένεκεν. - Αγ. Ιωάννης Χρυσόστομος

Δευτέρα 26 Ιουνίου 2023

ΑΓΙΟΣ ΣΑΜΨΩΝ Ο ΞΕΝΟΔΟΧΟΣ

 

ΛΑΜΠΡΟΥ Κ. ΣΚΟΝΤΖΟΥ Θεολόγου – Καθηγητού

    Μια κατηγορία αγίων της Εκκλησίας μας είναι και οι Ανάργυροι και Ιαματικοί, οι οποίοι ανάλωσαν τη ζωή τους στην ανακούφιση των πασχόντων και ενδεών ανθρώπων. Ένας από αυτούς υπήρξε και ο άγιος Σαμψών ο Ξενοδόχος.

      Γεννήθηκε στη Ρώμη το 511 από πλούσιους γονείς. Έλκε δε την καταγωγή του από βασιλική γενιά. Ήταν απόγονος του Μεγάλου Κωνσταντίνου. Οι γονείς του ήταν πιστοί άνθρωποι και γι’ αυτό τον μεγάλωσαν με παιδεία και νουθεσία Κυρίου. Χάρις στην οικονομική τους ευμάρεια έδωσαν στο γιό τους σπουδαία μόρφωση. Σπούδασε πολλές επιστήμες, αλλά μία τον κατέκτησε, η ιατρική. Κι’ αυτό διότι θα του έδινε την δυνατότητα να ασκεί την αγάπη του στους συνανθρώπους του, τους οποίους θεωρούσε ως εικόνες του Θεού. 

       Όταν αποφοίτησε ασκούσε το επάγγελμα του ιατρού, όχι για βιοπορισμό ή για πλουτισμό, αλλά ως προσφορά στον πάσχοντα άνθρωπο δωρεάν. Εδώ θα πρέπει να διευκρινίσουμε πως για τους αρχαίους λαούς και ιδιαίτερα τους Ρωμαίους, το ιατρικό επάγγελμα, θεωρούνταν παρακατιανό και γι’ αυτό το ασκούσαν κυρίως οι δούλοι και οι πληβείοι, οι φτωχοί και άσημοι. Η ιατρική αναδείχτηκε ως υψηλό λειτούργημα από το Χριστιανισμό. Μια πληθώρα αγίων της Εκκλησίας μας υπήρξαν ονομαστοί γιατροί και θεράπευαν τους πάσχοντες δωρεάν και γι’ αυτό ονομάζονταν Ανάργυροι.

       Ο Σαμψών εκτός από την καλή γνώση της ιατρικής επιστήμης έλαβε από το Θεό και το χάρισμα από το Θεό να θαυματουργεί με την επίκληση του αγίου ονόματος του Ιησού Χριστού. Χιλιάδες ενδεείς άνθρωποι έτρεχαν σ’ αυτόν να θεραπευτούν και να ελεηθούν.

      Μετά τον θάνατο των γονέων του ένοιωσε ώριμος να αφιερωθεί ολοκληρωτικά στο φιλανθρωπικό του έργο. Μοίρασε τη μεγάλη πατρική του περιουσία στους φτωχούς, ώστε πλήθος αναξιοπαθούντων να ανακουφιστούν, να βρουν τροφή και στέγη. Η φήμη του φιλάνθρωπου γιατρού Σαμψών βγήκε και έξω από τη Ρώμη. Ακόμα και από μακρινά σημεία της Ιταλίας έφταναν στη Ρώμη για να βρουν γιατρειά και ελεημοσύνη από εκείνον.

       Όμως η μεγάλη κοσμοσυρροή τον ενοχλούσε, όπως και η φήμη, από ταπείνωση. Δε θεωρούσε ότι έκανε κάτι σπουδαίο, αλλά το χριστιανικό του καθήκον, το οποίο είναι καθήκον κάθε χριστιανού. Ήθελε να είναι αφανής και άσημος και να μην επαινείται από τους ανθρώπους. Γι’ αυτό αποφάσισε να εγκαταλείψει τη Ρώμη και να πάει στην Κωνσταντινούπολη για να συνεχίσει εκεί το φιλανθρωπικό του έργο.

       Όταν έφτασε στη Βασιλεύουσα εγκαταστάθηκε σε κάποιο σπίτι, ανάμεσα στους ναούς της Αγίας Σοφίας και Αγίας Ειρήνης, το οποίο μετέβαλε σε νοσοκομείο, με όσα χρήματα του είχαν απομείνει και άρχισε να επιτελεί το θεάρεστο έργο του. Παράλληλα επιδόθηκε στην άσκηση, στην προσευχή και τη μελέτη της Αγίας Γραφής. Την ημέρα ασκούσε δωρεάν την ιατρική και το βράδυ αφιέρωνε στο δικό του πνευματικό αγώνα. Το σπίτι του το είχε μεταβάλλει σε άμισθο ιατρείο. Η φήμη του ως Ανάργυρος ιατρός διαδόθηκε σε όλη τη Βασιλεύουσα και για τούτο χιλιάδες ασθενείς έτρεχαν εκεί για να βρουν θεραπεία και να πάρουν ψυχική δύναμη από αυτόν. Μοίραζε αφειδώς στους φτωχούς και πεινασμένους της πόλεως ό, τι άφηναν προαιρετικά οι θεραπευμένοι.

       Η φήμη του έφτασε και στους άρχοντες της Βασιλεύουσας. Ο Πατριάρχης Μηνάς (536-552) κάλεσε τον Σαμψών να τον γνωρίσει και να τον επαινέσει για το σπουδαίο και θεάρεστο έργο του. Βλέποντας τα σπάνια χαρίσματά του και τη βαθειά πίστη του στο Θεό, του πρότεινε να γίνει κληρικός. Ο Σαμψών υπάκουσε και έγινε ιερέας στην ηλικία των τριάντα ετών.  

       Η είσοδός του στον κλήρο του έδωσε ακόμα περισσότερο ζήλο για τον καλό του αγώνα και την προσφορά του στους συνανθρώπους του. Παράλληλα με τα ποιμαντικά του καθήκοντα συνέχιζε να ασκεί την ιατρική του διακονία εντελώς δωρεάν. Πλήθος ασθενών συνέρρεαν στο ίδρυμά του για να λάβουν σωματική και ψυχική θεραπεία.

      Την εποχή εκείνη αυτοκράτορας ήταν ο Ιουστινιανός (527-565), ο οποίος κάποτε αρρώστησε από ανίατη ασθένεια. Ζήτησε διάσημους γιατρούς από όλη την αυτοκρατορία να τον θεραπεύσουν. Όμως δεν κατάφεραν τίποτε και ο αυτοκράτορας στράφηκε στο Θεό. Με δάκρυα στα μάτια και ολόθερμη προσευχή παρακαλούσε το Θεό να τον γιατρέψει. Κάποιο βράδυ είδε στον ύπνο του διάφορους γιατρούς. Ένας από αυτούς του υπέδειξε έναν ταπεινό και σεμνό νέο ιατρό, ο οποίος, μόνος αυτός, μπορούσε να τον θεραπεύσει. Όταν ξύπνησε έδωσε διαταγή να παρουσιαστούν μπροστά του όλοι οι γιατροί της Κωνσταντινουπόλεως.    

         Δεν έμοιαζε όμως κανένας με εκείνον που είχε δει στο όνειρό του και γι’ αυτό λυπήθηκε πολύ. Άρχισε να τον αναζητεί σε όλη την πόλη. Κάποιος γιατρός τον πληροφόρησε για τον Σαμψών και τη δύναμη να θεραπεύει στο όνομα του Χριστού. Διέταξε να τον φέρουν μπροστά του. Όταν τον αντίκρισε, τον αναγνώρισε αμέσως, ήταν ολόιδιος με τον νεαρό γιατρό του ονείρου του. Ο άγιος γιατρός προσευχήθηκε με όλη τη δύναμη της ψυχής του, ο Θεός άκουσε τις ικεσίες του και θεράπευσε τον ασθενή αυτοκράτορα.

       Ο Ιουστινιανός από ευγνωμοσύνη θέλησε να του δώσει χρήματα. Ο ταπεινός και αφιλοχρήματος Σαμψών δεν τα δέχτηκε, αλλά τον συμβούλεψε να κτίσει μεγάλο νοσοκομείο για τη θεραπεία και ανακούφιση των φτωχών ασθενών. Εκείνος δέχτηκε την πρότασή του και ανακαίνισε έναν μεγαλοπρεπή ξενώνα, που είχε καταστραφεί από την πυρκαγιά του 532 και οργάνωσε σ’ αυτό νοσοκομείο, δίνοντας την ονομασία: «Σαμψών ο ξενοδόχος». Ο άγιος υπηρέτησε για πολλά χρόνια στο πρότυπο αυτό ευαγές  ίδρυμα, ευεργετώντας χιλιάδες ανθρώπους. Το ίδρυμα αυτό επέζησε 600 χρόνια προσφέροντας ανεκτίμητο φιλανθρωπικό έργο.

        Κοιμήθηκε ειρηνικά σε βαθύ γήρας και το ιερό του λείψανο τοποθετήθηκε στο ναό του Αγίου Μάρτυρα Μωκίου. Αξιώθηκε και μετά την κοίμηση του να ευεργετεί τους πάσχοντες, θαυματουργώντας. Η μνήμη του τιμάται στις 27 Ιουνίου.

Πέμπτη 15 Ιουνίου 2023

ΑΓΙΟΣ ΙΕΡΩΝΥΜΟΣ: Ο ΜΕΓΑΛΟΣ ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΠΑΤΕΡΑΣ ΤΗΣ ΔΥΣΗΣ

 ΛΑΜΠΡΟΥ Κ. ΣΚΟΝΤΖΟΥ Θεολόγου - Καθηγητού

      Ένας από τους μεγαλύτερους αγίους και Πατέρες της Δυτικής Εκκλησίας είναι και ο άγιος Ιερώνυμος. Φυσικά ομιλούμε για την εποχή που η Εκκλησία σε Ανατολή και Δύση ήταν ενωμένη και η δυτική Χριστιανοσύνη ήταν ορθόδοξη. Οι Πατέρες της Δυτικής Εκκλησίας των πρωτοχριστιανικών χρόνων υπήρξαν σε αγιότητα και θεολογική κατάρτιση εφάμιλλοι των Πατέρων της Ανατολής, οι οποίοι συνέβαλαν τα μέγιστα στην ανάπτυξη της εκκλησιαστικής αυτοσυνειδησίας, την διασάφηση των δογμάτων και τον ευαγγελισμό των λαών που βρίσκονταν στην πλάνη και την παχυλή ειδωλολατρία.

     Ένας λοιπόν από αυτούς τους Πατέρες ήταν και ο άγιος Ιερώνυμος. Γεννήθηκε το 347 στην πόλη Στριδώνα της Δαλματίας και ήταν Ιλλυρικής καταγωγής. Οι γονείς του, εύποροι και συνειδητοί χριστιανοί, του έδωσαν μόρφωση και του ενέπνευσαν την ευσέβεια. Σε ηλικία επτά μόλις ετών τον έστειλαν στη Ρώμη για να σπουδάσει φιλολογία και ρητορική, κοντά στον ονομαστό δάσκαλο και φιλόσοφο Ρουφίνο, με τον οποίο συνδέθηκε με φιλία. Στη Ρώμη έμεινε δεκαπέντε χρόνια. Περί το τέλος αυτής της περιόδου αποκήρυξε τη φιλία του Ρουφίνου και μαζί τις κακοδοξίες του Ωριγένη, τις οποίες είχε ενστερνιστεί και δίδασκε ο δάσκαλός του. Στη συνέχεια ο Ιερώνυμος, σε ηλικία δεκαεννέα ετών βαπτίσθηκε χριστιανός από τον επίσκοπο Ρώμης Λιβέριο. Το 367 μετέβη στους Τρεβήρους, για να συνεχίσει τις σπουδές του και αργότερα το 372 στην πόλη Ακυλεία της Τεργέστης για τον ίδιο λόγο. Μετά την ολοκλήρωση των σπουδών του στράφηκε προς την ασκητική ζωή, αλλά οι απολαύσεις και οι πειρασμοί της ζωής δεν του επέτρεψαν να μυηθεί και να ακολουθήσει το μοναχικό βίο. Αναφέρεται πως για λίγο καιρό έζησε βίο έκλυτο, όπου για το σύντομο παραστράτημά του έκλεγε και θρηνούσε σε όλη του τη ζωή.

       Το 373 αποφάσισε να επισκεφτεί  τους Αγίου Τόπους, όπου έζησε ο Κύριος, αλλά όταν έφτασε στην Αντιόχεια αρρώστησε βαριά και παραλίγο να πεθάνει. Εκεί συναισθάνθηκε την αμαρτωλότητά του και μετανόησε πικρά για τον έκλυτο βίο του.  Ύστερα από θερμή προσευχή στο Θεό θεραπεύτηκε θαυματουργικά. Το γεγονός αυτό στάθηκε αφορμή να αφιερώσει τον υπόλοιπο βίο του στην εν Χριστώ ζωή και την υπηρεσία της Εκκλησίας. Δεν πήρε το δρόμο προς τα άγια προσκυνήματα, αλλά το δρόμο της ερήμου της Συρίας, όπου με άσκηση και προσευχή καθάρθηκε και αγιάστηκε. Το 378 γύρισε στην Αντιόχεια, όπου ο επίσκοπος Παυλίνος τον χειροτόνησε, χωρίς τη θέλησή του πρεσβύτερο το 379. Όμως ο Ιερώνυμος ουδέποτε πλησίασε στο άγιο Θυσιαστήριο, προφανώς διότι θεωρούσε τον εαυτό του αμαρτωλό και ανάξιο για το μεγάλο αξίωμα της Ιεροσύνης.

     Ένα χρόνο αργότερα το 380 πήγε στην Κωνσταντινούπολη, όπου συνάντησε τον άγιο Γρηγόριο το Θεολόγο, καθώς και τον άγιο Γρηγόριο Νύσσης και τον άγιο Αμφιλόχιο Ικονίου. Έμεινε κοντά στους μεγάλους αυτούς Πατέρες περίπου δύο χρόνια, όπου διδάχτηκε την Θεολογία των Ελλήνων Πατέρων και μυήθηκε στη γνήσια πνευματικότητα της Εκκλησία μας. Κατά τη διάρκεια της παραμονής του στην Βασιλεύουσα έμαθε καλά την ελληνική καθώς και την εβραϊκή γλώσσα, προκειμένου να ασχοληθεί με την ερμηνεία των Γραφών και τη συγγραφή θεολογικών πραγματειών.

      Το 382 πήγε στη Ρώμη όπου έγινε γραμματέας του πάπα Δάμασου ως το 384. Πίστεψε πως θα ήταν ο επόμενος πάπας, μετά το θάνατο του Δάμασου, αλλά οι διαβολές του ρωμαϊκού κλήρου είχαν ως αποτέλεσμα να μην εκλεγεί στον επισκοπικό θρόνο της Ρώμης. Συνδέθηκε πνευματικά με τρεις κυρίες της ρωμαϊκής αριστοκρατίας, στις οποίες δίδαξε την ορθόδοξη πνευματικότητα και την ασκητική ζωή, τη Παύλα, την Ευστοχία και την Μαρκέλλα, όπου έγιναν ο πυρήνας όπου

συνάζονταν πληθώρα άλλων γυναικών, στις οποίες ο Ιερώνυμος δίδασκε την χριστιανική πίστη και την πνευματική ζωή.

      Πικραμένος όμως από τις ίντριγκες ορισμένων χριστιανών της ρωμαϊκής μεγαλούπολης, αποφάσισε να γυρίσει στην Ανατολή, διότι τον έθελγε η πνευματικότητα της χριστιανικής ανατολής. Το ακολούθησαν και οι τρεις μαθήτριές του. Έτσι το 385 έφτασε στην Βηθλεέμ, την αγία πόλη όπου γεννήθηκε ο Σωτήρας του κόσμου Χριστός. Με χρήματα της μαθήτριάς του Παύλας έχτισε δύο μοναστήρια κοντά στο άγιο σπήλαιο της γεννήσεως, το ένα ανδρικό, όπου έγινε ο ίδιος ηγούμενος και το άλλο γυναικείο, όπου έγινε ηγουμένη η Παύλα. Εκεί έζησε τον υπόλοιπο βίο του, όπως και οι μαθήτριές του, προσευχόμενος, ασκούμενος στην αρετή, μελετώντας και συγγράφοντας σπουδαία θεολογικά έργα.

      Κοιμήθηκε στις 30 Σεπτεμβρίου του 420 και η Εκκλησία μας τον κατάταξε στη χορεία των αγίων και των μεγάλων Πατέρων της. Η μνήμη του τιμάται από μεν την Ορθόδοξη Εκκλησία στις 15 Ιουνίου, από δε τους Ρωμαιοκαθολικούς στις 30 Σεπτεμβρίου.

     Το συγγραφικό έργο του υπήρξε μεγάλο και σε έκταση και σε ποιότητα. Η άριστη γνώση της λατινικής γλώσσας τον ανάδειξε ως ένα από τους σπουδαιότερους Λατίνους συγγραφείς. Ασχολήθηκε κυρίως ως μεταφραστής έργων των Ελλήνων Πατέρων στη λατινική γλώσσα, συμβάλλοντας έτσι στην  γνωριμία των δυτικών με την ανατολική Θεολογία. Έγραψε ακόμη ερμηνευτικά, δογματικά και αντιαιρετικά έργα. Διασώθηκε επίσης μεγάλος αριθμός επιστολών του. Το σπουδαιότερο όμως έργο του είναι η μετάφραση της Αγίας Γραφής στα Λατινικά, η οποία μας είναι γνωστή ως Βουλγάτα, δηλαδή κοινή, δημώδης. Όσον αφορά τη διδασκαλία του, αυτή συνεχίζει την παράδοση των μεγάλων Πατέρων της αρχαίας Εκκλησίας, Ιγνατίου, Ειρηναίου, Κυπριανού και των Καππαδόκων Πατέρων. Ολόκληρο το θεολογικό του σύστημα συνοψίζεται στην αρχή, ότι η σωτηρία του ανθρώπου συντελείται μόνο μέσα στην Εκκλησία, ενώ έξω από Αυτή υπάρχει η απώλεια, ο χωρισμός από το Θεό και ο θάνατος. 

ΑΓΙΟΣ ΑΥΓΟΥΣΤΙΝΟΣ ΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΙΠΠΩΝΟΣ

 ΛΑΜΠΡΟΥ Κ. ΣΚΟΝΤΖΟΥ Θεολόγου – καθηγητού

      Ένας από τους μεγάλους Πατέρες και διδασκάλους της αρχαίας δυτικής Εκκλησίας υπήρξε και ο άγιος Αυγουστίνος, επίσκοπος Ιππώνος της Βορείου Αφρικής. Πρόκειται για μια μεγάλη προσωπικότητα, η οποία σφράγισε κυριολεκτικά το ανθρώπινο πνεύμα, δημιούργησε θεολογική σκέψη και έδωσε συγκεκριμένη κατεύθυνση στον δυτικό πολιτισμό.

     Γεννήθηκε στην πόλη Ταγάστη της Νουμιδίας (σημερινή Αλγερία) το 354. Ο πατέρας του, ευγενής γαιοκτήμονας, ήταν ειδωλολάτρης, σε αντίθεση με τη μητέρα του Μόνικα, η οποία ήταν ένθερμη χριστιανή και η οποία φρόντισε να κατηχήσει τον μικρό Αυγουστίνο στη χριστιανική πίστη. Όμως εκείνος φάνηκε από μικρός απείθαρχος και αρνήθηκε το άγιο Βάπτισμα.  

      Έδειξε νωρίς ασυνήθιστη ευφυΐα και έλαβε σοβαρή μόρφωση. Αρνήθηκε επίμονα να μάθει την ελληνική γλώσσα, γεγονός που θα αποβεί μοιραίο αργότερα για τον ίδιο. Σε ηλικία δεκαεπτά ετών στάλθηκε στην Καρχηδόνα να σπουδάσει ρητορική. Όμως εκεί έμπλεξε με κακές παρέες και άρχισε να ζει βίο έκλυτο. Συνδέθηκε με κάποια χριστιανή, με την οποία μάλιστα απέκτησε και έναν νόθο γιο τον Αδεοδάτο, το 372. Το γεγονός αυτό πλήγωσε βαθειά την ευσεβή μητέρα του, η οποία έχυνε ποτάμια δακρύων για την σωτηρία του γιου της. 

       Έγινε φανατικός μελετητής του Κικέρωνα, με αποτέλεσμα να στραφεί προς τη φιλοσοφία και την αναζήτηση της αλήθειας. Άρχισε σταδιακά να θεωρεί την Αγία Γραφή ως ανεπαρκή και γι’ αυτό στράφηκε σε αιρετικές ομάδες. Κατέληξε στην αίρεση των Μανιχαίων, των οποίων το διαρχικό σύστημα γοήτευσε τον ανήσυχο νεαρό Αυγουστίνο. Η «θεοποίηση» του κακού, όπως δόξαζε η αίρεση αυτή, δικαιολογούσε τον έκλυτο βίο του. Έμεινε στην αίρεση αυτή εννέα χρόνια. Κατόπιν γύρισε στην Ταγάστη και άνοιξε σχολή ρητορικής. Όμως η θητεία του στον Μανιχαϊσμό τραυμάτισε βαθειά την ψυχή του και γι’ αυτό ζούσε σε έναν κόσμο ψευδαισθήσεων, ήταν ανικανοποίητος πνευματικά. Σημαντικό ρόλο έπαιξε σ’ αυτόν ο επίσκοπος Φαύστος, ο οποίος ενέβαλε πνευματικούς προβληματισμούς στην ψυχή του. Αποφάσισε να πάει στη Ρώμη, όπου άνοιξε άλλη σχολή ρητορικής και συναναστράφηκε με ονομαστούς φιλοσόφους. Άρχισε να μελετά με πάθος τη νεοπλατωνική φιλοσοφία, όπου νόμισε πως βρήκε την αλήθεια, που επιζητούσε. Ο ασκητισμός του νεοπλατωνισμού τον απέσπασε από την ανηθικότητα. Εκεί αρρώστησε βαριά. Μετά την ανάρρωση του πήγε στο Μιλάνο, όπου μετέφερε τη σχολή του.

      Σταθμό στην πνευματική του πορεία στάθηκε η γνωριμία του εκεί με τον άγιο Αμβρόσιο επίσκοπο Μεδιολάνων το 384. Ήδη η μητέρα του Μόνικα είχε συναντηθεί με τον άγιο επίσκοπο και τον παρακάλεσε θερμά να σώσει το παιδί της. Η αγιότητα, η πραότητα και η γλυκύτητα του αγίου Αμβροσίου κατέκτησαν τον ατίθασο Αυγουστίνο. Ύστερα από μακρά κατήχηση, ο Αυγουστίνος μεταστράφηκε στην Χριστιανική πίστη. Αποκήρυξε οριστικά τον Μανιχαϊσμό και στράφηκε στην καλλιέργεια του εσωτερικού του βίου, με βάση την χριστιανική πνευματικότητα. Αρνήθηκε να νυμφευτεί, παρ’ όλες τις παρακλήσεις της μητέρας του. Είχε διαβάσει το βίο του αγίου Αντωνίου και αποφάσισε να ακολουθήσει τον άγαμο βίο. Ένα όραμα άλλαξε κυριολεκτικά τη ζωή του.  Σε μια στιγμή έντονης συναισθηματικής φόρτισης, κλαίγοντας για τον πρότερο βίο του, παρουσιάστηκε ένα παιδί, του υπόδειξε να διαβάσει τις Επιστολές του Αποστόλου Παύλου. Όταν άνοιξε τη Καινή Διαθήκη έπεσε στο χωρίο «μη κώμοις και μέθαις, μη κοίταις και ασελγείαις, μη έριδι και ζήλω, αλλ’ ενδύσασθε τον Κύριον Ιησούν Χριστόν, και της σαρκός πρόνοιαν μη ποιήστε εις επιθυμίαις» (Ρωμ.13,13). Αυτό το θεώρησε ως θέοθεν

κλήση και γι’ αυτό πήρε τη  μεγάλη απόφαση να αλλάξει οριστικά κεφάλαιο στη ζωή του. Το 387 έλαβε το άγιο Βάπτισμα από τον Αμβρόσιο, μαζί με τον φίλο του Αλύπιο και το γιό του Αδεοδάτο. Κατόπιν μετέβηκαν στην Όστια, όπου η Μόνικα κοιμήθηκε.

      Το 388 επέστρεψε στην Ταγάστη, μαζί με τον Αλύπιο και τον Αδεοδάτο. Αλλά λίγο μετά πέθανε ο Αδεοδάτος. Μετά από αυτό μοίρασε την περιουσία του στους φτωχούς και αφιερώθηκε στη νηστεία, στην προσευχή, στη μελέτη των Γραφών και στη συγγραφή. Σε κάποια επίσκεψή του στη γειτονική πόλη Ιππώνα ο γέροντας επίσκοπος Ουαλέριος του πρότεινε να εισέλθει στον ιερό κλήρο. Δέχτηκε και χειροτονήθηκε πρεσβύτερος. Το 395, κατ’ απαίτηση κλήρου και λαού, εκλέχτηκε επίσκοπος Ιππώνος. Για τριανταπέντε χρόνια λάμπρυνε τον επισκοπικό θρόνο της αφρικανικής αυτής πόλεως. Υπήρξε υποδειγματικός, ποιμένας και δάσκαλος, του οποίου η φήμη ξεπέρασε τα όρια της μικρής πόλεως. Ζούσε ασκητικά, με ταπείνωση και έχυνε καθημερινά δάκρυα μετάνοιας. Υπήρξε ο κατ’ εξοχήν άγιος της μετάνοιας. Μερίμνησε για την ενότητα της Εκκλησίας φροντίζοντας για την άρση του φοβερού σχίσματος τον Νοβατιανών. Οργάνωσε μια γιγαντιαία ιεραποστολή για την μεταστροφή των ειδωλολατρών και αιρετικών στην Εκκλησία. Αντιμετώπισε με επιτυχία την αίρεση του Πελαγιανισμού. Παράλληλα έγραφε ακατάπαυστα νύχτα και ημέρα τα περισπούδαστα έργα του. Ένα από τα σπουδαιότερα έργα του είναι «Περί της Πολιτείας του Θεού», το οποίο έγραψε μετά την άλωση της Ρώμης από τους βαρβάρους Ούνους (410). Άλλο σπουδαίο έργο του οι «Εξομολογήσεις», μια εκ βάθους προσωπική εξομολόγηση για την πολυτάραχη ζωή του.

       Κοιμήθηκε στις 28 Αυγούστου 427, ενώ η Ιππώνα πολιορκούνταν από του Βανδάλους. Η μνήμη του εορτάζεται στις 15 Ιουνίου.

       Ο άγιος Αυγουστίνος υπήρξε ένα από τα πιο δυνατά μυαλά της ανθρωπότητας. Υπήρξε ένας από τους μεγαλύτερους εκκλησιαστικούς συγγραφείς και θεολόγους. Όμως έπεσε δυστυχώς και σε πλάνες. Αυτό συνετέλεσε η άγνοια των Ελλήνων Πατέρων, αφού δεν γνώριζε την ελληνική γλώσσα, αλλά και οι πνευματικές καταβολές του από τον Μανιχαϊσμό και τον Νεοπλατωνισμό. Η Εκκλησία είδε με συγκατάβαση τις παρεκκλίσεις του, τις οποίες έθεσε στο περιθώριο και εκτιμήθηκε η ειλικρινής μετάνοιά του και η αγία ζωή του. Όμως οι πλάνες του υιοθετήθηκαν από τους αιρετικούς Φράγκους τον 8ο μ. Χ. αιώνα, οι οποίες εισέβαλλαν στη δυτική χριστιανοσύνη και καθιερώθηκαν ως δόγματα του παπισμού και του προτεσταντισμού.

Τρίτη 13 Ιουνίου 2023

ΑΓΙΟΣ ΙΟΥΣΤΙΝΟΣ ΠΟΠΟΒΙΤΣ: Ο ΣΥΓΧΡΟΝΟΣ ΜΕΓΑΛΟΣ ΠΑΤΕΡΑΣ ΚΑΙ ΔΙΔΑΣΚΑΛΟΣ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ

 

ΛΑΜΠΡΟΥ Κ. ΣΚΟΝΤΖΟΥ Θεολόγου - Καθηγητού

              Η σερβική Ορθοδοξία έχει να επιδείξει μια σειρά μεγάλων αγίων, οι οποίοι λάμπρυναν την Εκκλησία του Αγίου Σάββα. Ένας από αυτούς υπήρξε ο νεοφανής άγιος Ιουστίνος Πόποβιτς, μια όντως μεγάλη ασκητική και πατερική μορφή του περασμένου αιώνα.

       Γεννήθηκε την ημέρα του Ευαγγελισμού στα 1894, στην πόλη Βράνιε της νοτίου Σερβίας. Οι ευσεβείς γονείς του Σπυρίδων και Αναστασία του έδωσαν το όνομα Ευάγγελος. Καταγόταν από ιερατική οικογένεια και το επώνυμό του Πόποβιτς σημαίνει Παπαδόπουλος. Μεγάλωσε με ευσέβεια είχε την τύχη να δει να θεραπεύεται θαυματουργικά η μητέρα του στη Μονή Πτσίνσκι από τον άγιο Πρόχορο. Από μικρός συνήθιζε  να μελετά το Ευαγγέλιο και άλλα εκκλησιαστικά βιβλία. Ιδιαίτερα τον σαγήνευε η ανάγνωση συναξαρίων και πατερικών συγγραμμάτων. Θεωρούσε τους Πατέρες της Εκκλησίας ως τους αληθινούς σοφούς.

      Το 1905 ο μικρός Ευάγγελος γράφηκε στην Εκκλησιαστική Σχολή του Αγίου Σάββα στο Βελιγράδι, έχοντας ως δάσκαλό του τον φωτισμένο άγιο Νικόλαο Βελιμίροβιτς. Το 1914, μόλις τέλειωσε τη σχολή, ξέσπασε ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος. Κατατάχτηκε στο στρατό και υπηρέτησε ως νοσοκόμος. Ακολούθησε την τύχη του σερβικού στρατού και βρέθηκε εξόριστος στην Κέρκυρα. Καθ’ οδόν ένοιωσε την κλήση να γίνει μοναχός. Η κουρά του έγινε την 1η Ιανουαρίου  του 1916 στην Σκόδρα, από τον Μητροπολίτη Βελιγραδίου Δημήτριο, δίνοντάς του το όνομα Ιουστίνος.

      Κατόπιν έφυγε από την Κέρκυρα, με τη βοήθεια του Μητροπολίτη Δημητρίου, για την Αγία Πετρούπολη για θεολογικές σπουδές. Όμως λόγω των πολιτικών εξελίξεων, έφυγε για την Οξφόρδη. Ύστερα από δύο χρόνια σπουδών υπέβαλε για έγκριση την διδακτορική του διατριβή με τίτλο: «Ή θρησκεία και ή φιλοσοφία του Ντοστογιέφσκι». Όμως αυτή απορρίφτηκε, λόγω της κριτικής του στις κακοδοξίες του δυτικού Χριστιανισμού και την υπεράσπιση του ορθοδόξου Ντοστογιέφσκι.

        Στα 1919, μετά το τέλος του πολέμου γύρισε στην πατρίδα του και διορίστηκε καθηγητής θεολογίας στο Σρέμσκι Κάρλοβτσι. Σύντομα παραιτήθηκε και μετέβηκε στην Αθήνα για τη συνέχιση των θεολογικών σπουδών του. Το 1926 έλαβε διδακτορικό πτυχίο στην Πατρολογία, με θέμα: «Το πρό­βλημα του προσώπου και της γνώσεως στον Άγιο Μακάριο τον Αιγύπτιο». Παράλληλα έμαθε άπταιστα την παλαιοσλαβική, την αρχαιοελληνική, την λατινική, την ρωσική, την νεοελληνική, την αγγλική, την γερμανι­κή και την γαλλική γλώσσα.

        Στη συνέχεια εργάστηκε ως  καθηγητής στις Εκκλησιαστικές Σχολές Καρλοβικίου, της Πριζρένης και του Μο­ναστηρίου (Βίτολα). Το 1930 η Σερβική Εκκλησία τον έστειλε στην Τσεχοσλοβακία για ιεραποστολή σε κοινότητες ορθοδόξων, που είχαν αποκηρύξει την Ουνία. Το έργο του εκεί υπήρξε μεγάλο και γι’ αυτό εξελέγη Επίσκοπος της νεοσυσταθείσας Επισκοπής Καρπαθίας, αξίωμα που δεν αποδέχτηκε λόγω ταπεινώσεως.

       Κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής βρέθηκε στη δοκιμαζόμενη Σερβία, περιφερόμενος σε διάφορες Μονές. Παράλληλα είχε διοριστεί καθηγητής στο Πανεπιστήμιο του Βελιγραδίου. Όμως με την επικράτηση της κομμουνιστικής εξουσίας το 1945, άρχισαν οι διώξεις κατά της Εκκλησίας. Διώχτηκαν 200 καθηγητές από το Πανεπιστήμιο του Βελιγραδίου και μαζί τους ο Ιουστίνος. Κατέφυγε στην Ιερά Μονή  Σούκοβο του Πίροτ στη νότια Σερβία. Το 1946 και φυλακί­στηκε. Αργότερα δικάστηκε και καταδικάστηκε σε θάνατο ως «εχθρός του λαού»! Σώθηκε

χάρις στην παρέμβαση του Πατριάρχη Γαβριήλ, ο οποίος μόλις είχε επιστρέψει από το Άουσβιτς και απαίτησε την αποφυλάκισή του.

        Όμως διωγμένος από παντού, χωρίς σύνταξη και στερημένος από στοιχειώδη δικαιώματα, βρήκε καταφύγιο, ως πνευματικός, στη γυναικεία Μονή Αρχαγγέλων στο Τσέλιε του Βάλιεβο νοτίου Σερβίας. Φυσικά ούτε εκεί βρήκε ησυχία, διότι οι άθεοι μαρξιστές τον παρακολουθούσαν ανελλιπώς και τον υπέβαλλαν συχνά  σε εξοντωτικές ανακρίσεις στο Βάλιεβο. Ήταν σχεδόν έγκλειστος στη Μονή, διότι του απαγορεύονταν η έξοδος, χωρίς άδεια των αρχών, ιδιαίτερα όταν συνεδρίαζε η Ιερά Σύνοδος, για να μην έρχεται σε επαφή με τους Επισκόπους και τους επηρεάζει.

        Ο έγκλειστος Ιουστίνος παρά τις απαγορεύσεις, τις εξουθενώσεις, τις φοβέρες και απειλές, προσευχόταν αδιάκοπα και ζούσε αυστηρή ασκητική ζωή. Τελούσε όλες τις ακολουθίες του ημερονυκτίου ανελλιπώς. Τελούσε καθημερινά τη Θεία Λειτουργία και νήστευε (δεν έτρωγε καθόλου) κάθε Παρασκευή, την πρώτη εβδομάδα της Μ. Τεσσαρακοστής και την Μ. Εβδομάδα. Μνημόνευε καθημερινά εκατοντάδες ονόματα στη Θεία Λειτουργία.

      Ο αυστηρός του όμως εγκλεισμός δεν στάθηκε εμπόδιο να γίνει γνωστός σε όλο τον κόσμο. Χιλιάδες ήταν οι επιστολές που έπαιρνε και επίσης χιλιάδες ήταν οι επισκέπτες του, από τη Σερβία και όλο τον κόσμο. Όταν έμενε μόνος στο ταπεινό κελί του, επί 28 χρόνια, έγραφε αδιάκοπα τα περισπούδαστα συγγράμματά του.       Κοιμήθηκε ειρηνικά, όχι τυχαία, την ημέρα του Ευαγγελισμού, ημέρα της γεννήσεώς του, στις 25 Μαρτίου του 1979. Η ανακομιδή των ιερών λειψάνων του έγινε το 2015 και αποτέλεσε σπουδαίο γεγονός για τη σερβική Εκκλησία και όλη την Ορθοδοξία. Αισθάνθηκαν οι πάντες την άρρητη ευωδία, η οποία εξήλθε από τον τάφο του! Η Σερβική Εκκλησία τον ανακήρυξε άγιο και η μνήμη του ορίστηκε να τιμάται στις 14 Ιουνίου.

      Ο άγιος Ιουστίνος Πόποβιτς ανήκει στις μεγάλες ιερατικές και θεολογικές μορφές της συγχρόνου Εκκλησίας, εφάμιλλος των μεγάλων Πατέρων της αρχαίας Εκκλησίας. Ο θεολογικός του λόγος καθαρός, ορθόδοξος, θεμελιωμένος στην Αγία Γραφή και τους Πατέρες της Εκκλησίας. Είναι ο θεολόγος του Θεανθρώπου, ο οποίος με θαυμάσιο πατερικό ύφος, θεολόγησε με καταπληκτική ακρίβεια την εν τω Θεανθρώπω απολύτρωση του ανθρωπίνου γένους. Υπήρξε συνεπής ορθόδοξος και στηλίτευε την αίρεση. Με σαφή λόγο απόδειξε την αίρεση του παπισμού και του προτεσταντισμού, ως απόλυτο εκφυλισμό της σώζουσας Ορθοδοξίας. Ιδιαίτερα επικριτικός υπήρξε για την σύγχρονη μάστιγα του Οικουμενισμού, τον οποίο χαρακτήρισε ως «παναίρεση». Μας κληροδότησε πολυπληθή αριθμό βαθυστόχαστων θεολογικών έργων, εφάμιλλα των μεγάλων Πατέρων της Εκκλησίας μας, πολλά των οποίων κυκλοφορούν και στην ελληνική γλώσσα.

      Ο νεοφανής άγιος Ιουστίνος είναι το μεγάλο τεκμήριο ότι η παρουσία των αγίων στην Εκκλησία μας είναι συνεχής και αδιάκοπη, έως τα έσχατα. Φανερώνει το μόνιμο θαύμα στη ζωή της Εκκλησίας μας!    

Κυριακή 4 Ιουνίου 2023

Η ΠΕΡΙ ΘΕΟΥ ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΠΙΣΤΗ ΜΑΣ

 

ΛΑΜΠΡΟΥ Κ. ΣΚΟΝΤΖΟΥ Θεολόγου - Καθηγητού

      Η εορτή της του Αγίου Πνεύματος  αποτελεί έναν ξεχωριστό σταθμό στο εορτολόγιο του ενιαυτού της Ορθόδοξης Εκκλησίας μας. Την αγία αυτή ημέρα τιμούμε και προσκυνούμε το Πανάγιο Πνεύμα, το Οποίο την προηγούμενη ημέρα ως «γλώσσαι ωσεί πυρός» (Πράξ.2,2) κατέβηκε στο υπερώο της Ιερουσαλήμ και φώτισε του αγίους Αποστόλους και από τότε μένει στην Εκκλησία και τον κόσμο μέχρι τη συντέλεια της ιστορίας ως σωτήρας της ανθρωπότητας και ολοκλήρου της δημιουργίας. Όμως μαζί με το Άγιο Πνεύμα προσκυνούμε και ολόκληρη την Αγία Τριάδα, διότι ο Θεός σύμφωνα με την ορθόδοξη χριστιανική μας πίστη, ως προς την ουσία Του είναι αμέριστος. 

      Η Αγία μας Εκκλησία με βάση την Αγία Γραφή και την Ιερά Παράδοση, η οποία είναι ουσιαστικά η εν Αγίω Πνεύματι εμπειρική κατανόηση των θείων Γραφών, διαμόρφωσε τα δόγματα, δηλαδή την διδασκαλία Της. Ιστορικές αναγκαιότητες οδήγησαν την Εκκλησία να διατυπώσει την πίστη και την εμπειρία Της μέσω των αγίων Τοπικών και Οικουμενικών Συνόδων. Σε αυτές οι άγιοι Πατέρες με γνώμονα και οδηγό το Άγιο Πνεύμα καθόρισαν επακριβώς το δόγμα και το περιχαράκωσαν έναντι των ποικιλώνυμων αιρετικών, οι οποίοι εφορμούσαν για να νοθεύσουν την αλήθεια με το ψεύδος και την πλάνη.

      Ως πιστοί είμαστε υποχρεωμένοι, εφόσον θέλουμε να είμαστε μέλη της Εκκλησίας και να σωθούμε, να δεχόμαστε τα δόγματα της Εκκλησίας μας, χωρίς καμιά παρέκκλιση, όπως είναι διατυπωμένα στο Σύμβολο της Πίστεως, το οποίο απαγγέλλουμε και ομολογούμε στη Θεία Λειτουργία, προκειμένου να λάβουμε μέρος στο Ποτήριο της Ζωής, τη Θεία Κοινωνία.

     Το βασικότερο δόγμα της Εκκλησίας μας είναι η ορθή πίστη μας στον Τριαδικό Θεό. Άλλωστε οι διάφοροι αιρετικοί όλες τις εποχές μέχρι σήμερα αυτό κυρίως το δόγμα θέλησαν να νοθεύσουν.

     Όλες σχεδόν οι θρησκείες πρεσβεύουν κάποιο θεό ή κάποιους θεούς, αν πρόκειται για πολυθεϊστικές. Πολλοί κάνουν το σοβαρό λάθος να ταυτίζουν τον αληθινό Θεό του Ορθόδοξου Χριστιανισμού με το θεό ή τους θεούς των αιρετικών ή των αλλοθρήσκων. Αυτή είναι μεγάλη πλάνη, διότι εξισώνουμε την αποκεκαλυμμένη αλήθεια περί Θεού με τις διάφορες ανθρώπινες πλανεμένες δοξασίες. Δεν έχει σχέση ο Χριστιανικός Τριαδικός Θεός με τον μονοπρόσωπο Θεό του Ιουδαϊσμού, του Ισλάμ, των Μαρτύρων του Ιεχωβά, των Μορμόνων κλπ. Επίσης δεν έχει καμιά σχέση με τις πολυπληθείς θεότητες του Ινδουισμού ή του Ταοϊσμού, ή του Σιντοϊσμού και των συγχρόνων μας νεοπολυθεϊστών. Δεν πιστεύουμε στον ίδιο Θεό, διότι η δική μας πίστη στηρίζεται στην Θεία Αποκάλυψη, εκείνων σε αυθαίρετες ανθρώπινες συλλήψεις. Ο ιερός ψαλμωδός αναφέρει πως «οι θεοί των εθνών (είναι) δαιμόνια» (Ψαλμ.95:5).

      Σύμφωνα με την χριστιανική μας πίστη ο άνθρωπος είναι ανεπαρκής να συλλάβει την έννοια του Θεού και γι’ αυτό ο ίδιος ο Θεός αυτοαποκαλύπτεται στους ανθρώπους. Ο απόστολος Παύλος μας λέγει πως ο Θεός «ουκ αμάρτυρον εαυτόν αφήκεν» (Πραξ.14,15). Η Αγία Γραφή είναι ο κύριος δίαυλος αποκάλυψής Του στον κόσμο. Στην Παλαιά Διαθήκη έχουμε συγκαλυμμένη αποκάλυψη του Θεού, διότι η πνευματική ανωριμότητα του προχριστιανικού κόσμου δεν επέτρεπε περαιτέρω αποκάλυψη του Θεού. Αντίθετα στην Καινή Διαθήκη ο Θεός αποκαλύπτεται πληρέστερα, όσο είναι απαραίτητο, στον άνθρωπο και όσο μπορεί αυτός να κατανοήσει. Η αποκάλυψη του Θεού στην νέα εποχή της χάρητος έγινε δια του Ενανθρωπήσαντος Υιού και Λόγου του Θεού, του Κυρίου μας Ιησού Χριστού. «Ο Υιός, ο ων εις τον κόλπον του Πατρός εκείνος εξηγήσατο» περί του Θεού

(Ιωάν.1,18). Στο θεανδρικό Του πρόσωπο έφερε ολόκληρη την θεότητα, γι’ αυτό ο Ίδιος είχε πει πως «ο εωρακώς εμέ εώρακε τον Πατέρα» (Ιωάν.14,9). Στην θεία Του διδασκαλία υπάρχει διάχυτη η αποκάλυψη για τον τρόπο υπάρξεως του Θεού.

       Η αγία μας Εκκλησία με τον φωτισμό του Παναγίου Πνεύματος και μέσω της συλλογικής της εμπειρίας, οριοθέτησε την πίστη της στο Θεό και τη δυνατότητα της ανθρωπίνης γνώσεως γι’ Αυτόν. Αυτή είναι διατυπωμένη στα λεγόμενα «Βαπτιστήρια Σύμβολα» της αρχαίας Εκκλησίας και μεταγενέστερα και βέβαια στα εν χρήσει Σύμβολο της Πίστεώς μας, στο οποίο αναφερθήκαμε.

       Σύμφωνα με την Ορθόδοξη Καθολική Εκκλησία μας, η οποία διασώζει μόνον Αυτή ακέραια και ανόθευτη την χριστιανική πίστη, διδάσκει πως ο Θεός δεν μπορεί να γίνει ως προς την ουσία και την φύση του αντικείμενο γνώσεως από τον σχετικό και πεπερασμένο ανθρώπινο νου. Αντίθετα ο άνθρωπος μπορεί να γνωρίσει τις ενέργειες του Θεού. Ο ιερός Δαμασκηνός τονίζει πως «Γνωρίζουμε την ύπαρξη και τις αποκαλυφθείσες ιδιότητες και ενέργειες του Θεού. Η φύση και η ουσία Του παραμένει εντελώς ακατάληπτη και άγνωστη σε μας» (P.G. 94,797). Η δυτική σχολαστική θεολογία, η οποία δεν έκαμε αυτή την διάκριση οδηγήθηκε σε φοβερά αδιέξοδα και περιπέτειες.

        Η Θεία Αποκάλυψη μαρτυρεί πως ο Θεός υπάρχει ταυτόχρονα ως μονάδα και ως τριάδα. Ως προς την ουσία και την φύση Του είναι ένας. Όμως υπάρχει και φανερώνεται με τρεις διαφορετικούς τρόπους υπάρξεως, ως Πατέρας, ως Υιός, ως Άγιο Πνεύμα. Μέσα στην μία και αδιαίρετη θεία ουσία υπάρχουν τα τρία διακεκριμένα Θεία Πρόσωπα, ως ενυπόστατες και ενσυνείδητες οντότητες. Ένας Θεός τρία πρόσωπα. Τα Θεία Πρόσωπα διακρίνονται μεταξύ τους με τα ιδιαίτερα υποστατικά ιδιώματά Τους. Ο Πατέρας είναι αγέννητος, ο Υιός είναι γεννητός από τον Πατέρα και το Άγιο Πνεύμα εκπορευτό από τον Πατέρα.

        Η περί Αγίας Τριάδος ορθόδοξη πίστη μας στέκεται ανάμεσα σε δύο εξίσου σοβαρές κακοδοξίες, τον αυστηρό μονοπρόσωπο μονοθεϊσμό και τον πολυπρόσωπο πολυθεϊσμό. Ο μονοπρόσωπος μονοθεϊσμός (Ιουδαϊσμός, Ισλάμ, Μάρτυρες του Ιεχωβά, κλπ) διδάσκουν έναν Θεό αντικοινωνικό και απόκοσμο. Κατηγορούν τον Χριστιανισμό ως πολυθεΐα, λόγω της πίστεως στα την Τριάδα. Η σύγχρονη πολυπρόσωπη πολυθεΐα, η οποία εκπροσωπείται από διάφορες ανατολικές θρησκείες και τους συγρόνους μας νεοπολυθεϊστές, κατηγορούν τον Χριστιανισμό ως γέννημα της ιουδαϊκής μονοθεϊστικής πλάνης. Ο μέγας Βασίλειος είχε γράψει πως «μάχεται Ιουδαϊσμός Ελληνισμώ και αμφότεροι Χριστιανισμώ» (P.G. 31,600).

       Απαντάμε στον  μονοπρόσωπο μονοθεϊσμό ότι δεν είμαστε πολυθεϊστές, διότι τα τρία Θεία Πρόσωπα δεν είναι τρεις διαφορετικοί θεοί με ξεχωριστή φύση, όπως πρεσβεύουν οι πολυθεϊστές, αλλά πιστεύουμε σε μία θεία φύση και άρα σε έναν Θεό. Απαντάμε επίσης στους πολυθεϊστές ότι δεν πιστεύουμε σε θεό μονοπρόσωπο, αντικοινωνικό και απόκοσμο, αλλά σε κοινωνία Θείων Προσώπων.

        Υπάρχουν κάποιοι συνάνθρωποί μας οι οποίοι παρασυρμένοι από αιρετικές και κακόδοξες διδασκαλίες, πρεσβεύουν αλλόκοτες πίστεις για το Θεό. Κάποιοι ταυτίζουν το Θεό με τον υλικό κόσμο (Πανθεϊσμός), κάποιοι άλλοι δεν δέχονται την παρουσία του Θεού στον κόσμο (Δεϊσμός), κάποιοι άλλοι και δυστυχώς πολλοί χριστιανοί, χαρακτηρίζουν το Θεό ως μια αόριστη και απρόσωπη «ανωτέρα δύναμη». Πληροφορούμε πως η πλημμελής πίστη στο Θεό έχει σοβαρότατες επιπτώσεις στην πνευματική πορεία και εν τέλει στη σωτηρία του ανθρώπου. Αν δεν πιστεύουμε στην Αγία Τριάδα, στην αγαπητική κοινωνία των Θείων Προσώπων, στην αγάπη του Πατέρα, στην θεανθρωπότητα του Υιού και στον αγιαστικό και σωστικό ρόλο του Αγίου Πνεύματος η σωτηρία μας δεν είναι δυνατή, σύμφωνα με την διδασκαλία της Εκκλησίας μας.

      Είναι ανάγκη να έχουμε εμπιστοσύνη στην Εκκλησία μας και να δεχόμαστε τη θεία διδασκαλία Της χωρίς παρεκβάσεις. Αυτό είναι το πραγματικό μας συμφέρον, για την πνευματική μας πορεία, την προσωπική μας ολοκλήρωση και κυρίως για τη σωτηρία μας. Χωρίς την ολοκληρωτική μας ένταξη στο σωστικό εκκλησιαστικό σώμα δεν θα μπορέσουμε να σωθούμε, διότι σύμφωνα με τον άγιο Κυπριανό «Εκτός της Εκκλησίας δεν υπάρχει σωτηρία»! Η ορθή περί Θεού πίστη μας θα πρέπει να είναι η κορυφαία έκφραση της εμπιστοσύνης μας προς την Εκκλησία και η συνειδητή οργανική μας ύπαρξη στο εκκλησιαστικό σώμα.

ΑΓΙΟΣ ΜΗΤΡΟΦΑΝΗΣ ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΕΩΣ

 

ΛΑΜΠΡΟΥ Κ. ΣΚΟΝΤΖΟΥ Θεολόγου – Καθηγητού

       Ο σεπτός πατριαρχικός θρόνος της Κωνσταντινουπόλεως στη δισχιλιόχρονη ιστορική του πορεία ανάδειξε μια πληθώρα αγίων Επισκόπων, οι οποίοι λαμπρύνουν την Εκκλησία μας. Ένας από αυτούς υπήρξε ο άγιος Μητροφάνης, Αρχιεπίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως, ένας όντως σπουδαίος άνδρας, ο οποίος διαδραμάτισε το δικό του ρόλο στην μετά τους διωγμούς εποχή της Εκκλησίας μας.

      Γεννήθηκε στις αρχές του 3ου αιώνα και είχε αριστοκρατική καταγωγή. Υπήρξε γιος του ειδωλολάτρη Ρωμαίου ευγενούς Δομετίου, αδελφού του αυτοκράτορα της Ρώμης Πρόβου (276-282). Ο Δομέτιος είχε αποκτήσει δύο γιούς, τον Πρόβο και τον Μητροφάνη, στα οποία έδωσε σοβαρή μόρφωση. Ο Μητροφάνης διακρίνονταν για την ακεραιότητα του χαρακτήρα του, την πραότητά του και την ενάρετη ζωή του.

       Ο Δομέτιος, άνθρωπος αγαθός και καλών προαιρέσεων, συναισθάνθηκε την παραδοσιακή ειδωλολατρική θρησκεία ως ανάξια του χαρακτήρα του και ασφυκτιούσε μέσα στο δεισιδαίμον παγανιστικό περιβάλλον. Η λατρεία των ψεύτικων, ανήθικων και εν πολλοίς γελοίων παγανιστών «θεών» δεν τον συγκινούσε και γι’ αυτό κάποια στιγμή έπαψε να συμμετέχει στις ειδωλολατρικές θρησκευτικές τελετές και εκδηλώσεις και άρχισε να ψάχνει την πίστη στον αληθινό Θεό. Μάλιστα για να ξεφύγει από τους ελέγχους και τις πιέσεις του οικογενειακού του περιβάλλοντος, έφυγε από την πατρίδα του και εγκαταστάθηκε, με την οικογένειά του, στο Βυζάντιο, την αποικία των Μεγαρέων, η οποία έμελλε να αναδειχθεί η βασιλίδα των πόλεων. Εκεί γνωρίστηκε με τον Επίσκοπο Βυζαντίου Τίτο, με τον συνδέθηκε με φιλία, κατηχήθηκε στη χριστιανική πίστη και έλαβε το Άγιο Βάπτισμα, αυτός και η οικογένειά του.

       Ο Επίσκοπος Τίτος εκτίμησε πολύ τον Δομέτιο, τον οποίο προόρισε για διάδοχό του στον επισκοπικό θρόνο. Χειροτονήθηκε Επίσκοπος και ποίμανε το Βυζάντιο για λίγους μήνες το 272, παραδίδοντας, με  τη σειρά του, το θρόνο στον Ρουφίνο (272-303). Κατόπιν εκλέχτηκε Επίσκοπος ο γιός του Δομέτιου Πρόβος (303-306) και εν συνεχεία εκλέχτηκε Επίσκοπος ο άλλος γιός του, ο Μητροφάνης (306-314).

      Έμεινε στον επισκοπικό θρόνο του Βυζαντίου επτά χρόνια και θεωρείται ο τελευταίος Επίσκοπος της μικρής πόλης του Βοσπόρου, πριν σε αυτή μεταφερθεί η πρωτεύουσα του Κράτους και αναδειχθεί η βασιλίδα των πόλεων. Η επισκοπική του διακονία είναι συνδεδεμένη με την παύση των διωγμών των Χριστιανών, με την έκδοση του περιφήμου Διατάγματος των Μεδιολάνων, που είχε υπογράψει ο Μ. Κωνσταντίνος με τον συναυτοκράτορά του Λικίνιο το 313. Ένας εύρωστος νέος κόσμος έκαμε την εμφάνισή του, μπροστά στον απόλυτα γερασμένο και παρηκμασμένο παλιό κόσμο της ειδωλολατρίας και δεισιδαιμονίας. Η Εκκλησία, αν και βαριά τραυματισμένη από τους σκληρούς διωγμούς τριών αιώνων, από το ειδωλολατρικό ρωμαϊκό κράτος και τα αδίστακτα ειδωλολατρικά ιερατεία, έδειξε τη ζωτικότητά της και φανέρωσε ότι το μέλλον του κόσμου είναι δικό Της.

      Με το Διάταγμα των Μεδιολάνων δόθηκε η ελευθερία της θρησκευτικής πίστεως σε όλους τους πολίτες της απέραντης αυτοκρατορίας, της οποίας τα όρια συνέπιπταν σχεδόν με αυτά του τότε γνωστού κόσμου. Ο νέος μεγάλος ηγέτης του κράτους Κωνσταντίνος (306-337), διείδε ότι το μέλλον ανήκει στην χριστιανική πίστη και γι’ αυτό ανάλαβε την υποστήριξη της Εκκλησίας, χωρίς να παραγκωνίζει τις άλλες πίστεις, ακόμα και την ειδωλολατρία. Για να αφήσει πίσω το ειδωλολατρικό παρελθόν, αποφάσισε να μεταφέρει την πρωτεύουσα του κράτους από τη Ρώμη στο Βυζάντιο, διότι κατάλαβε το μοναδικό στρατηγικό σημείο της πόλεως. Αφότου έγινε μονοκράτορας (324), άρχισε να κτίζει τη νέα πρωτεύουσα, αποφασίζοντας να την καταστήσει λαμπρότερη από την παλαιά Ρώμη.

      Ο Επίσκοπος Μητροφάνης ανάλαβε να οικοδομήσει τους περίλαμπρους ναούς, ώστε να καταστεί η νέα πρωτεύουσα κέντρο του χριστιανικού κόσμου. Ο άγιος αυτός Επίσκοπος έβαλε τα θεμέλια των μετέπειτα περίλαμπρων ναών της Αγίας του Θεού Σοφίας, της Αγίας Ειρήνης και της Αγίας Δυνάμεως, με την αρωγή του Μ. Κωνσταντίνου, ο οποίος τον σέβονταν και τον εμπιστεύονταν. Επίσης εντόπισε στην Ιερουσαλήμ τους δώδεκα κοφίνους, τους οποίους είχε γεμίσει ο Κύριος θαυματουργικά με τον πολλαπλασιασμό των πέντε άρτων (Ματθ.14,14-22), τους οποίους μετέφερε στην Κωνσταντινούπολη.

      Θεωρούσε το επισκοπικό αξίωμα ύψιστη εκκλησιαστική διακονία και γι’ αυτό φρόντισε να ασκήσει την ποιμαντορία του με ακρίβεια και φόβο Θεού. Παροιμιώδης υπήρξε η ταπεινοφροσύνη του και η καλοσύνη του. Χιλιάδες αναξιοπαθούντες έβρισκαν καταφύγιο, παρηγοριά και βοήθεια σε αυτόν. Υπήρξε επίσης και άνθρωπος της προσευχής και της καλλιέργειας των αρετών. Γι’ αυτό και ο Θεός τον αντάμειψε με το χάρισμα της θαυματουργίας.

       Αλλά ο Μητροφάνης βρισκόταν σε βαθύ γήρας και του ήταν αδύνατο να ασκήσει τα επισκοπικά του καθήκοντα. Γι’ αυτό παρεχώρησε το θρόνο στον άξιο διάδοχό του άγιο Αλέξανδρο (314-336). Όμως δεν έμεινε μακριά από τα προβλήματα του θρόνου. Όταν το 325 συγκλήθηκε η Α΄ Οικουμενική Σύνοδος για να καταδικάσει τον αιρεσιάρχη Άρειο, ο Μητροφάνης θεώρησε χρέος του να συμμετάσχει και αυτός. Αλλά ήδη διένυε το 117 έτος της ηλικίας του και ήταν κατάκοιτος. Γι’ αυτό κάλεσε τον Αλέξανδρο και τον Παύλο Αναγνώστη τον Ομολογητή, να τον αντιπροσωπεύσουν, δίνοντάς τους ρητές εντολές για την ομολογιακή στάση, που πρέπει να κρατήσουν στην Σύνοδο.  

         Κοιμήθηκε ειρηνικά στις 4 Ιουνίου το 327, αφού έλαβε πριν πληροφορία του θανάτου του από άγγελο Κυρίου. Ο λαός θρήνησε τον σεβάσμιο και άγιο Επίσκοπό του, όπως και ο αυτοκράτορας Μ. Κωνσταντίνος, ο οποίος έδωσε εντολή να κτιστεί στην Πόλη ναός επ’ ονόματί του, όπου είχε αναστηλωθεί και εικόνα του. Σύμφωνα με κάποιους μελετητές ο ναός του αγίου Μητροφάνη βρισκόταν  κοντά στο ναό του Αγίου Μάρτυρος Ακακίου, στο Επτάσκαλο, όπου φυλάσσονταν τα τίμια λείψανά του, τα οποία επιτελούσαν άπειρα θαύματα. Η τίμια κάρα του φυλάσσεται σήμερα στην Ιερά Μονή Δοχειαρίου Αγίου Όρους, η οποία ευωδιάζει και θαυματουργεί.

      Η Μνήμη του εορτάζεται στις 4 Ιουνίου.  

«ΕΚΧΕΩ ΑΠΟ ΤΟΥ ΠΝΕΥΜΑΤΟΣ ΜΟΥ ΕΠΙ ΠΑΣΑΝ ΣΑΡΚΑ»

 (Θεολογικό σχόλιο στην εορτή της Πεντηκοστής)

                                                    ΛΑΜΠΡΟΥ  ΣΚΟΝΤΖΟΥ Θεολόγου - Καθηγητού

        Η αγία εορτή της Πεντηκοστής είναι ένας ξεχωριστός σταθμός στον εορτολογικό κύκλο του ενιαυτού για την Εκκλησία μας. Αυτή μαζί με το Πάσχα αποτελούν τις αρχαιότερες εορτές, οι οποίες ανάγονται ως τους αποστολικούς χρόνους. Η μεγάλη αυτή εορτή προβάλλει ως ανακεφαλαίωση του λυτρωτικού επί γης έργου του Σωτήρος μας Χριστού και ως νέα δυναμική αφετηρία της υλοποιήσεως και ολοκληρώσεως του θείου σχεδίου για τη σωτηρία του ανθρωπίνου γένους και ολοκλήρου της δημιουργίας.

       Η εορτή της Πεντηκοστής συστήθηκε από την Εκκλησία μας, μαζί με πολλές άλλες εορτές, υπό την επίδραση αντίστοιχης εορτής του Ιουδαϊσμού, φυσικά με εντελώς άλλο νόημα και περιεχόμενο, όπως τονίζει ο άγιος Αυγουστίνος (Epist.55). Οι Εβραίοι πράγματι εόρταζαν τη δική τους Πεντηκοστή, η οποία απείχε πενήντα ημέρες από την εορτή του νομικού Πάσχα. Ονομάζονταν «Εορτή των Εβδομάδων» (Εξ.34,22 και Δευτ.16,10) και ποιούνταν κατ’ αυτήν η μνεία της χορηγήσεως του Νόμου στον Μωυσή, πενήντα ημέρες από τον εορτασμό του πρώτου Πάσχα στην έρημο του Σινά (Εξ.19,1). Διαρκούσε μία ημέρα και προσφέρονταν οι απαρχές της νέας συγκομιδής των καρπών της γης, τα  «πρωτογεννήματα» στο ναό της Ιερουσαλήμ, ως ευχαριστία στο χορηγό των αγαθών Θεό.

      Με την εορτή της νομικής αυτής εορτής συνέπεσε το μεγάλο γεγονός της καθόδου του Παναγίου Πνεύματος στο υπερώο της Ιερουσαλήμ, πενήντα ημέρες μετά την λαμπροφόρο Ανάσταση του Κυρίου μας Ιησού Χριστού. Όπως μας εξιστορεί με ακρίβεια ο θεόπνευστος συγγραφέας των «Πράξεων των Αποστόλων», ευαγγελιστής Λουκάς, «εν τω συμπληρούσθαι την ημέραν της πεντηκοστής ήσαν άπαντες (οι απόστολοι) ομοθυμαδόν επί τω αυτό. Και άφνω εκ του ουρανού ήχος ώσπερ φερομένης πνοής βιαίας, και επλήρωσεν όλον τον οίκον ου ήσαν καθήμενοι και ώφθησαν αυτοίς διαμεριζόμεναι γλώσσαι ωσεί πυρός, εκάθισέ τε εφ’ ένα έκαστον αυτών, και επλήσθησαν άπαντες Πεύματος  Αγίου, και ήρξατο λαλείν ετέραις γλώσσαις καθώς το Πνεύμα εδίδου αυτοίς αποφθέγγεσθαι» (Πράξ.2,1-4).

       Το μέγα και θαυμαστό γεγονός της καθόδου του Παναγίου Πνεύματος είναι μια από τις σπάνιες θεοφάνιες της ιστορίας. Ο Θεός Παράκλητος, υπό ορατή μορφή «γλωσσών ωσεί πυρός», κατήλθε στη γη, για να αποτελειώσει το έργο της σωτηρίας μας, ως συνεχιστής του απολυτρωτικού έργου του Χριστού. Δε θα μπορούσε άλλωστε να μην είναι θαυμαστή η χαρμόσυνη κάθοδός Του. Έπρεπε οι άγιοι απόστολοι να νοιώσουν αυτή την πρωτόγνωρη εμπειρία, προκειμένου ολόκληρη η ψυχοσωματική τους υπόσταση να πλημμυρίσει από την θεία ενέργεια, ώστε να μην μείνει σ΄ αυτούς η παραμικρή αμφιβολία ότι η αποστολή τους ήταν θεόσταλτη. Να αποβάλλουν από μέσα τους όλους εκείνους τους ενδοιασμούς που είχαν ως τότε, σχετικά με το θείο πρόσωπο και το έργο του Σωτήρα Χριστού και να απαγκιστρωθούν πλήρως από τις κοντόφθαλμες μικροεθνικιστικές ιουδαϊκές αντιλήψεις περί του Μεσσία. Μόνο με αυτή την οντολογική τους βάπτιση με την ενέργεια και τα χαρίσματα του Παναγίου Πνεύματος θα μπορούσαν να αναλάβουν τον ευαγγελισμό της ανθρωπότητας.

        Ο Κύριος πριν το εκούσιο πάθος Του είχε προαναγγείλει στους μαθητές Του για την κάθοδο του Παναγίου Πνεύματος και τα θαυμάσια αποτελέσματά της στην ανθρωπότητα.. «Καθίσατε εν τη πόλει Ιερουσαλήμ, έως ου ενδύσησθε δύναμιν εξ’  ύψους» (Λουκ.24,48) τους παρήγγειλε. Κατά την διάρκεια της δραματικής ομιλίας

Του, στο υπερώο της Ιερουσαλήμ, μετά το μυστικό δείπνο, τους έδωσε τη μεγάλη και ελπιδοφόρα υπόσχεση πως όταν Αυτός απέλθει από τον κόσμο θα στείλει τον Παράκλητο να είναι μαζί τους ενδυναμωτής, φωτιστής, παρήγορος και οδηγός έως τη συντέλεια του κόσμου, «ο δε Παράκλητος, το Πνεύμα το Άγιον, ό πέμπψει ο πατήρ εν τω ονόματί μου, εκείνος υμάς διδάξει πάντα και υπομνήσει υμάς πάντα ά είπον υμίν» (Ιωάν.14,26). Είναι χαρακτηριστική μια ακόμη φράση Του: «Έτι πολλά έχω λέγειν υμίν, αλλ’ ου δύνασθε βαστάζειν άρτι. Όταν έλθη εκείνος, το Πνεύμα της αληθείας, οδηγήσει υμάς εις πάσαν την αλήθειαν» (Ιωάν.16,12-13). Η κατανόηση του θείου λόγου του Χριστού θα είναι έργο του Παρακλήτου. Το κριτήριο αλήθειας της Εκκλησίας θα είναι η εσαεί παρουσία Του σ’ Αυτήν. Αυτή είναι μια ηχηρή απάντηση σε όλους εκείνους οι οποίοι «διαπιστώνουν» πλάνες στην αγία Εκκλησία, ως ευθεία βλασφημία κατά του Αγίου Πνεύματος, το Οποίο ενυπάρχει στην Εκκλησία για να την οδηγεί «εις πάσαν την αλήθειαν»!

      Είναι επίσης αξιοπαρατήρητο το γεγονός ότι ο Κύριος υποσχέθηκε μεταμορφωτική ενδυνάμωση στους μαθητές Του «λήψασθε δύναμιν επελθόντος του Αγίου Πνεύματος» (Πράξ.1,8). Όντως, Το μεγάλο θαύμα συντελέσθηκε ευθύς, αφότου «επλήσθησαν άπαντες Πνεύματος Αγίου» (Πράξ.2,4). Οι πρώην φοβισμένοι «δια τον φόβον των Ιουδαίων» (Ιωάν.20,19) απόστολοι, μεταμορφώθηκαν σε ισχυρές προσωπικότητες, σε χαλύβδινους χαρακτήρες, σε άκαμπτους τύπους, σε άφοβους και διαπρύσιους κήρυκες του νέου θείου μηνύματος. Άνοιξαν αμέσως τα ερμητικά ολόκλειστα πορτοπαράθυρα του υπερώου και από το άδυτο κρησφύγετό τους εμφανίστηκαν στους εξώστες κηρύττοντας με πρωτοφανές θάρρος στα πλήθη τον Αναστάντα Κύριο!

       Ο επικεφαλής των αποστόλων Πέτρος κήρυξε στους εκστατικούς Ιουδαίους, οι οποίοι είχαν συρρεύσει στην αγία πόλη από διάφορα μέρη του κόσμου, εξηγώντας τους το εξαίσιο θαύμα της ημέρας και κύρια το θαυμαστό φαινόμενο της γλωσσολαλιάς, το οποίο δεν ήταν προϊόν μέθης, όπως υποστήριζαν κάποιοι, αλλά πλήρωση των δωρεών του Θεού. Τόνισε ιδιαίτερα πως αυτό είναι εκπλήρωση επαγγελιών Του, δια των προφητών Του και ιδίως του Ιωήλ, ο οποίος επτά αιώνες πριν είχε μεταφέρει τα λόγια του Θεού ως εξής: «Και έσται μετά ταύτα και εκχεώ από του Πνεύματός μου επί πάσαν σάρκα, και προφητεύσουσιν οι υιοί υμών και αι θυγατέρες υμών, και οι πρεσβύτεροι υμών ενύπνια ενυπνιασθήσονται και οι νεανίσκοι υμών οράσεις όψονται΄ και επί τους δούλους μου και τας δούλας μου  εν ταις ημέραις εκείναις εκχεώ από του Πνεύματός μου… και έσται πας ος αν επικαλέσηται το όνομα Κυρίου, σωθήσεται» (Ιωήλ3,1-3). Ο θεόπνευστος προφήτης, αφού είχε προφητεύσει με τρόπο αλληγορικό, μα αξιοθαύμαστο την κακοδαιμονία της μεταπτωτικής προχριστιανικής εποχής, αναγγέλλει τον ερχομό του Παρακλήτου, ο Οποίος εγκαινιάζει μια νέα εποχή, πλημμυρισμένη από τις σωτήριες χάρες και δωρεές του Θεού. Από εκείνη την ευλογημένη ημέρα αρχίζει η νέα εσχατολογική περίοδος της ιστορίας, η οριζόμενη στη θεολογία μας ως «Ογδόη Ημέρα», οποία με έναν ασήμαντο σταθμό, το σωματικό θάνατο των πιστών, εκτείνεται στους ατελεύτητος αιώνες.

      Η ημέρα της Πεντηκοστής θεωρείται ως η γενέθλιος ημέρα της Εκκλησίας μας. Όντως, το πύρινο και εμπνευσμένο κήρυγμα του αποστόλου Πέτρου καρποφόρησε στις ψυχές των χιλιάδων ακροατών του. Σαν τα φρυγμένα από τη δίψα ελάφια, σύμφωνα με έκφραση του Ψαλμωδού (Ψαλμ.41,1), προσέλαβαν τη σωτήρια ομιλία, ως ουράνιο βάλσαμο. «Ακούσαντες κατενύγησαν τη καρδία» (Πράξ.2,37». Πίστεψαν και βαπτίσθηκαν αυθημερόν. «Ασμένως αποδεξάμενοι τον λόγον αυτού εβαπτίσθησαν, και προσετέθησαν τη ημέρα εκείνη ψυχαί ωσεί τρισχίλιαι» (Πραξ.2,41), αφού «έλαβον την δωρεάν του Αγίου Πνεύματος» (Πραξ.2,39). Είναι

επίσης σημαντικό ότι ο απόστολος Πέτρος τους επισήμανε πως «υμίν γαρ εστιν η επαγγελία και τοις τέκνοις υμών και πάσι τοις εις μακράν» (Πράξ.2,39), θέλοντας να τονίσει τον πανανθρώπινο χαρακτήρα της εν Χριστώ σωτηρίας.

       Το γεγονός της καθόδου του Παναγίου Πνεύματος την ημέρα της Πεντηκοστής αποτελεί για την Εκκλησία μας πρωταρχική αφετηρία για την μετέπειτα πορεία Της στους αιώνες. Ο Θεός Παράκλητος είναι πια ο κύριος της Εκκλησίας από εκείνη την ευλογημένη ημέρα και οδηγεί το σωτήριο σκάφος ασφαλώς στη σωστική του πλεύση. Αυτός δίνει ζωή στους πιστούς και δύναμη να πορεύονται προς τη σωτηρία. «Όσοι γαρ Πνεύματι Θεού άγονται, τονίζει ο απόστολος Παύλος, ούτοι εισίν υιοί Θεού. Ου γαρ ελάβετε πνεύμα δουλείας πάλιν εις φόβον, αλλ’ ελάβετε πνεύμα υιοθεσίας, εν ω κράζομεν΄ αββά ο πατήρ. Αυτό το Πνεύμα συμμαρτυρεί τω πνεύματι ημών ότι εσμέν τέκνα Θεού. Ει δε τέκνα και κληρονόμοι, κληρονόμοι μεν Θεού, συγκληρονόμοι δε Χριστού, είπερ συμπάσχομεν ίνα και συνδοξασθώμεν» (Ρωμ.8,114-17). Αυτός ο περίφημος περιεκτικός αποστολικός λόγος εκφράζει με τον καλλίτερο τρόπο την άφατη ευλογία, που λάβαμε την αγία ημέρα της Πεντηκοστής. Χάρις στην έλευση του Θεού Παρακλήτου, από δούλοι της αμαρτίας, γίναμε όχι απλά ελεύθεροι, αλλά τέκνα και κληρονόμοι του Θεού και συγκληρονόμοι του Κυρίου Ιησού Χριστού. Απολαμβάνουμε πια τη θεία υιοθεσία (Γαλ.4,5). Μεγαλύτερη ευεργεσία από αυτή δεν θα μπορούσε να υπάρξει!

     Η παρουσία του Παναγίου Πνεύματος είναι εμφανής στην Εκκλησία και την ιστορία. Αντικειμενική μελέτη της πορείας του κόσμου στο χρόνο και το χώρο αποδεικνύει περίτρανα, πως αυτός δεν είναι ίδιος με εκείνον της προ της Πεντηκοστής περιόδου. Ο Θεός είναι πια μαζί μας και οι ακένωτες χάριτές Του πλημμυρίζουν τον κόσμο και ολάκερη την πλάση Του. Η αξιολογικά κατιούσα πορεία της προχριστιανικής περιόδου όχι μόνο σταμάτησε, αλλά, χάρις στην αγιαστική ενέργεια του Παρακλήτου, παραμερίζεται σταδιακά και σταθερά η κακοδαιμονία του κόσμου και ξαναβρίσκει αυτός τη σωστή του θέση στη θεία πλάση. Το ανθρώπινο γένος ξαναβρήκε την αυθεντική του φύση, όπως αυτή βγήκε από τα χέρια του Δημιουργού του. Η αγία Εκκλησία είναι πια το θείο εργαστήριο όπου τελεσιουργείται η σωτηρία και η θέωση των ανθρωπίνων προσώπων. Το ενδημούν σε Αυτή Άγιο Πνεύμα αγιάζει και κεχαριτώνει όλους όσους ελεύθερα αποφασίσουν να σωθούν. Η δική τους απόφαση και προσπάθεια μέσα στην Εκκλησία μεταμορφώνονται σε σωστική πορεία, χάρις στις ακένωτες δωρεές και τα χαρίσματα Εκείνου. Στη θεολογική γλώσσα η σωτηρία μας απορρέει από την απολυτρωτική θυσία του Χριστού, ενεργοποιημένη από τη χάρη του Παναγίου Πνεύματος.

      Οι Πατέρες της Εκκλησίας μας κατανόησαν νωρίς τη μεγάλη σημασία του γεγονότος της Πεντηκοστής. Τρανό παράδειγμα, όπως ήδη αναφέραμε, είναι η αρχαιότητα της μεγάλης εορτής και η βάπτιση των κατηχουμένων κατ’ αυτήν. Ο ιερός Χρυσόστομος, σε μια υπέρμετρη ενθουσιαστική του έξαρση για τη σπουδαιότητα της εορτής, τόνισε πως «δυνάμεθα αεί Πεντηκοστήν επιτελείν» (P.G.50,454)! Πρέπει η ζωή μας να είναι μια διαρκής Πεντηκοστή. Να ζούμε αδιάκοπα το μυστήριο των δωρεών και χαρίτων του Παναγίου Πνεύματος. Και συνεχίζει ο ιερός Πατήρ, επισημαίνοντας τον ζωοδότη ρόλο του Παρακλήτου στην Εκκλησία του Θεού τονίζει: «ει μη Πνεύμα παρήν, ουκ αν συνέστη η Εκκλησία΄ ει δε συνίσταται η Εκκλησία, εύδηλον ότι Πνεύμα πάρεστιν» (P.G.50,459). Με άλλα λόγια το Άγιο Πνεύμα είναι η ψυχή της Εκκλησίας. Επίσης ο άγιος Γρηγόριος ο Ναζιανζηνός τόνισε ιδιαζόντως τον σωστικό ρόλο του Παρακλήτου στην Εκκλησία και ύμνησε με την άφθαστη ποιητική του γραφίδα την θεσπέσια εορτή της Πεντηκοστής. Σε έναν από τους πολλούς ποιητικούς του λόγους έγραψε:

«Πεντηκοστήν εορτάζομεν και Πνεύματος επιδημίαν… Τούτο το Πνεύμα συνδημιουργεί μεν Υιώ και την κτίσιν και την ανάστασιν…» (P.G.36,436)!

 

       Η αγία εορτή της Πεντηκοστής είναι λοιπόν για τους Χριστιανούς και ιδιαίτερα μας τους Ορθοδόξους πιστούς, οι οποίοι αποτελούμε την αληθινή Εκκλησία του Χριστού, ένας σημαντικός σταθμός εορταστικής ευωχίας και πλούσιου πνευματικού ανεφοδιασμού. Κατά την λαμπρή ακολουθία της γονυκλισίας, η οποία τελείται με ευλάβεια στους ναούς αυτή τη μεγάλη ημέρα, κλίνουμε ταπεινά τα γόνατά μας, προκειμένου να προσκυνήσουμε τον ουράνιο Βασιλέα, το Θεό Παράκλητο, να μας αγιάσει. Να έλθει να σκηνώσει στις ψυχοσωματικές μας υπάρξεις και να μας καθαρίσει από όλες τις βρωμερές κηλίδες, που λερώνουν την αυθεντική θεοδημιούργητη φύση μας. Τον παρακαλούμε ευλαβικά να φωτίσει τη σκοτισμένη από την αμαρτία και τις αμαρτωλές μας έξεις διάνοιά μας και να μας πληρώσει με θείο φωτισμό γνώσεως και επίγνωσης του μόνου αληθινού Θεού. Τον ικετεύουμε να μας πλημμυρίσει με τα ακένωτα θεία χαρίσματά Του και να μας γεμίσει με τις ουράνιες θεόσταλτες δωρεές Του, ώστε η ύπαρξή μας να μεταβληθεί σε θεοειδές έσοπτρο της δικής Του καθαρότητας και αγιότητας. Έχουμε απόλυτη ανάγκη της διαρκούς παρουσίας Του στη ζωή μας για να μπορούμε, χάρις σ’ Αυτόν, να πορευόμαστε στον επίγειο και εφήμερο βίο μας με ασφάλεια, να αντιμετωπίζουμε τον κόσμο, ο οποίος «όλος εν τω πονηρώ κείται» (Α΄Ιωάν.5,19) νικηφόρα και να σωζόμαστε από «της γενεάς της σκολιάς ταύτης» (Πράξ.2,41), ασφαλώς, όπως τρανώς διακήρυξε ο απόστολος Πέτρος την αγία ημέρα της Πεντηκοστής. 

Πέμπτη 1 Ιουνίου 2023

ΑΓΙΟΣ ΝΙΚΗΦΟΡΟΣ ΠΑΤΡΙΑΡΧΗΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΕΩΣ Ο ΟΜΟΛΟΓΗΤΗΣ

 ΛΑΜΠΡΟΥ Κ. ΣΚΟΝΤΖΟΥ Θεολόγου – Καθηγητού 

       Η πολυτάραχη εικονομαχική περίοδος (726-843 μ. Χ.) ανέδειξε μια πλειάδα αγίων ομολογητών στην Εκκλησία μας, οι οποίοι ομολογώντας την σώζουσα πίστη της, υπέστησαν φοβερά μαρτύρια και πολλοί από αυτούς έχασαν και αυτή τη ζωή τους. Ένας από τους μεγάλους ομολογητές αυτής της περιόδου υπήρξε και ο άγιος Νικηφόρος Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως.

       Γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη το έτος 758 από ευγενείς γονείς, τους οποίους διέκρινε η ευσέβεια και η προσήλωση στην Ορθοδοξία. Ο πατέρας του ονομαζόταν Θεόδωρος και ήταν βασιλικός γραμματέας και νοτάριος στο Ιερό Παλάτιο και η μητέρα του ονομαζόταν Ειρήνη. Είχαν και οι δυο τους υποστεί σκληρούς διωγμούς από τους εικονομάχους αυτοκράτορες, λόγω της σύνταξής τους στην μερίδα των Ορθοδόξων. Ο πατέρας του είχε εξορισθεί από τον Κωνσταντίνο Ε΄ τον Κοπρώνυμο (741-775) στην περιοχή Μύλασσα της Καρίας και μετά στη Νίκαια, όπου μετά από έξι χρόνια ταλαιπωρίας πέθανε εκεί εξόριστος.

      Παρ’ όλες τις διώξεις τους, φρόντισαν να δώσουν στο Νικηφόρο καλή εκπαίδευση. Μάλιστα φάνηκαν νωρίς τα φυσικά του προσόντα και οι ικανότητές του, ώστε κλήθηκε στο παλάτι και ανέλαβε βασιλικός γραμματέας, μετά το θάνατο του φανατικού εικονομάχου αυτοκράτορα Κωνσταντίνου Ε΄ (775), από την Ειρήνη την Αθηναία. Όμως σύντομα παραιτήθηκε από την υψηλή του θέση για να ικανοποιήσει την παιδική επιθυμία του, να γίνει μοναχός. Έτσι αποσύρθηκε σε κάποιο λόφο απέναντι από το Θρακικό Βόσπορο, όπου εκάρη μοναχός και επικεφαλής μικρής αδελφότητα διήγε το βίο της ασκήσεως και των αρετών.

        Γρήγορα έγινε γνωστή η φήμη του για τις αρετές του και την αγιότητά του. Γι’ αυτό κλήθηκε να διευθύνει ένα μεγάλο πτωχοκομείο της Βασιλεύουσας. Ως διευθυντής στο ίδρυμα αυτό έδειξε ασυνήθιστη δραστηριότητα. Φρόντισε να ανακουφίσει χιλιάδες αναξιοπαθείς ανθρώπους από την πείνα, τις ασθένειες και την εγκατάλειψη. Η φήμη του έγινε ακόμη μεγαλύτερη από το σπουδαίο αυτό κοινωνικό και φιλανθρωπικό του έργο.

        Στις 25 Ιανουαρίου 806 κοιμήθηκε ο Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως άγιος Ταράσιος (730-806). Ο αυτοκράτορας Νικηφόρος ο Λογοθέτης (803-811) επέλεξε ως διάδοχό του στον πατριαρχικό θρόνο τον Νικηφόρο. Έτσι με την ψήφο κλήρου και λαού εξελέγη Πατριάρχης, στις 5 Απριλίου του 806. Χειροτονήθηκε επίσκοπος και ενθρονίστηκε στις 12 του ιδίου μηνός, την ημέρα του Αγίου Πάσχα.

        Ο Νικηφόρος θεώρησε τη νέα του υψηλή θέση, ως σπάνια ευκαιρία για να διακονήσει την Εκκλησία του Χριστού. Ανάλωσε κυριολεκτικά τη ζωή του στην υπηρεσία της Εκκλησίας. Τον βοήθησε η σχετική ηρεμία, που επικρατούσε στο Κράτος και την Εκκλησία, αφού από το έτος 787 εφαρμόστηκαν οι αποφάσεις της Ζ΄ Οικουμενικής Συνόδου, ως το 815. Τόσο ο αυτοκράτορας Νικηφόρος, όσο και οι διάδοχοί του Σταυράκιος (811) και Μιχαήλ Ραγκαβές (811-813) έτρεφαν σεβασμό στο πρόσωπό του και τον άφηναν ελεύθερο να επιτελεί το ποιμαντικό και κοινωνικό του έργο. Όμως το 815 ανέβηκε στο θρόνο ο Λέων Ε΄ ο Αρμένιος (815-820), φανατικός πολέμιος των Ιερών Εικόνων, ο οποίος εγκαινίασε τη δεύτερη φάση της εικονομαχικής περιόδου.

       Ο άγιος Νικηφόρος εκδήλωσε φανερά και δυναμικά την αντίθεσή του στην εκκλησιαστική πολιτική του Λέοντος, ο οποίος μισούσε με πάθος τους ορθοδόξους και είχε αρχίσει τις διώξεις εναντίον τους. Παρέλαβε τους ορθοδόξους επισκόπους: όσιο Θεοφύλακτο Νικομηδείας, άγιο Αιμιλιανό Κυζίκου, Άγιο Ευθύμιο Σάρδεων, Ευδόξιο Αμορίου, Άγιο Μιχαήλ Συνάδων και Άγιο Ιωσήφ

Θεσσαλονίκης και πήγαν στο παλάτι, προκειμένου να ελέγξουν τον ασεβή αυτοκράτορα και να προσπαθήσουν να τον συνεφέρουν στην Ορθοδοξία. Ο άγιος Νικηφόρος έδειξε ασυνήθιστη παρρησία και θάρρος ενώπιον του σκληρού Λέοντος.

      Η απόπειρά τους αυτή στέφτηκε με αποτυχία. Ο αυτοκράτορας έμεινε αμετάπειστος στην εκκλησιαστική του πολιτική. Έδωσε διαταγή να συλληφθεί ο Πατριάρχης και οι υπόλοιποι επίσκοποι, που τον ακολούθησαν, καταδικάζοντάς τους σε εξορία. Ο Νικηφόρος εξορίστηκε στην αρχή στην πόλη Χρυσούπολη και αργότερα οδηγήθηκε στη μονή του αγίου Θεοδώρου στον Ακρίτα. Εκεί συνδέθηκε με τον άγιο Θεόδωρο το Στουδίτη, όπου ήταν εξορισμένος, λόγω του ομολογιακού του φρονήματος κατά των εικονομάχων.

         Το 820 δολοφονήθηκε ο Λέων και ανήλθε στο θρόνο ο Μιχαήλ Β΄ ο Τραυλός (820-829), ο οποίος ήθελε να ηρεμήσει το κράτος, ακολουθώντας μετριοπαθή πολιτική. Γι’ αυτό αποφάσισε να ανακαλέσει τον Νικηφόρο από την εξορία. Του υποσχέθηκε την αποκατάστασή του στον πατριαρχικό θρόνο, με την προϋπόθεση να αναγνωρίσει την ήδη υφιστάμενη κατάσταση στην Εκκλησία, δηλαδή να συνεχιστεί η εικονομαχία και να μη ζητήσει εφαρμογή των όρων της Ζ΄ Οικουμενικής Συνόδου. Να μην ανακινήσει θέμα αναστηλώσεως των Ιερών Εικόνων. Ο Νικηφόρος αρνήθηκε κατηγορηματικά να συμμορφωθεί με τις απαιτήσεις του εικονομάχου αυτοκράτορα, ανταλλάσοντας την εγκόσμια δόξα με την ομολογία της σώζουσας πίστης. Θεώρησε ως καθήκον του να μη συμβιβαστεί με την πλάνη και την ασέβεια. Ο αυτοκράτορας υπέγραψε την οριστική έκπτωσή του από τον πατριαρχικό θρόνο και την εκ νέου εξορία του. Έμεινε στην εξορία για εννέα χρόνια, θεωρώντας τα κακοπαθήματά του ως ύψιστη ευλογία του Θεού. Εκεί κοιμήθηκε ειρηνικά το έτος 829. Μετά την παύση της εικονομαχίας ανακηρύχτηκε άγιος και ομολογητής. Η μνήμη του εορτάζεται στις 2 Ιουνίου.

        Ο άγιος Νικηφόρος ανήκει αναμφίβολα  στους μεγάλους Πατέρες της Εκκλησίας μας, ο οποίος όρθωσε το ανάστημά του στους ισχυρούς της εξουσίας, σε μια στιγμή που κινδύνευε η ορθόδοξη πίστη. Με ζήλο και ενθουσιασμό αγωνίστηκε κατά της εικονομαχίας, η οποία ήταν στην ουσία η συνέχιση των χριστολογικών αιρέσεων των προηγουμένων αιώνων. Η άρνηση του εικονισμού του Χριστού σήμαινε την άρνηση της ανθρώπινης φύσης Του. Ο άγιος Νικηφόρος, ως άριστος Θεολόγος και εκκλησιαστικός συγγραφέας, συνέβαλε τα μέγιστα για την αντίκρουση της πλάνης των εικονομάχων. Μέσα στην λαίλαπα των διώξεών του έγραψε περισπούδαστα έργα, όπως: «Σύντομος Ιστορία», «Χρονολογικόν σύντομον», «Στιχομετρία», «Λόγοι αντιρρητικοί», «Επιστολαί» και διάφοροι εκκλησιαστικοί κανόνες.

      Τόσο ο άγιος Νικηφόρος, όσο και οι άλλοι ομολογητές επίσκοποι αυτής της ταραγμένης περιόδου αποτελούν, (πρέπει να αποτελούν), τα πρότυπα των κατοπινών και των σημερινών Επισκόπων!    

ΑΓΙΟΣ ΝΕΟΜΑΡΤΥΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ Ο ΕΞ ΑΓΑΡΗΝΩΝ

 

ΛΑΜΠΡΟΥ Κ. ΣΚΟΝΤΖΟΥ Θεολόγου – Καθηγητού

       Μεταξύ των χιλιάδων Νεομαρτύρων, οι οποίοι ομολόγησαν την πίστη τους στο Χριστό και έδωσαν τη ζωή τους, στα μαύρα χρόνια της τουρκοκρατίας, συγκαταλέγονται και ορισμένοι, οι οποίοι προέρχονταν από τους αλλόθρησκους τούρκους. Ένας από αυτούς υπήρξε ο ηρωικός Νεομάρτυς άγιος Κωνσταντίνος εξ Αγαρηνών.

       Γεννήθηκε στα τέλη του 18ου αιώνα στο νησί της Λέσβου, στην κοινότητα Υψηλομέτωπου από τούρκους και μουσουλμάνους στο θρήσκευμα, γονείς. Ήταν ένα χαριτωμένο και πανέμορφο παιδί, το οποίο όσο μεγάλωνε, τόσο αναδεικνύονταν τα ψυχικά του χαρίσματα και τα ασυνήθιστα σωματικά του κάλλη. Άλλοι τον θαύμαζαν και τον αγαπούσαν και άλλοι τον ζήλευαν και τον μισούσαν.

      Όταν έγινε δεκαπέντε χρονών, κάποια τουρκάλα γειτόνισσά του, παρασυρμένη πάθος της ζήλιας και του φθόνου αποφάσισε να τον θανατώσει. Κάποια μέρα συνέλαβε ένα πανούργο σχέδιο, έφτιαξε γλυκό, στο οποίο έβαλε δηλητήριο και το πρόσφερε στον ωραίο νεαρό. Εκείνος το έφαγε και αμέσως άρχισαν οι παρενέργειες της δηλητηρίασης. Πάλεψε για μέρες, αλλά στο τέλος σώθηκε μεν από το θάνατο, αλλά έμεινε τυφλός και παράλυτος, καθηλωμένος στο κρεβάτι. Και σαν να μην έφθανε αυτό, προσβλήθηκε και από ευλογιά, και έδινε μάχη να κρατηθεί στη ζωή.

       Μια άλλη γειτόνισσά του χριστιανή, τον συμπόνεσε και πήγε στο σπίτι του με ένα δοχείο με αγίασμα, προτείνοντας στη μητέρα του να τον νίψει με αυτό. Η μουσουλμάνα μητέρα του, μέσα στην απόγνωσή της και βλέποντας το παιδί της να πεθαίνει, ώρα την ώρα, δέχτηκε. Το θαύμα έγινε, αμέσως άρχισε η ανάρρωση και σε λίγες ημέρες έγινε εντελώς καλά! Είδε ξανά το φώς του και σηκώθηκε από το κρεβάτι!  

       Μετά λίγο καιρό πέθανε ο πατέρας του και η μητέρα του παντρεύτηκε άλλο άνδρα μουσουλμάνο, κακό και μέθυσο, ο οποίος συμπεριφέρονταν βάναυσα στον ίδιο και τα τρία αδέλφια του. Μη μπορώντας να αντέξουν το ξύλο και τη βαναυσότητα του πατριού τους τα τέσσερα αδέλφια αναγκάστηκαν να φύγουν και να εγκατασταθούν στη Σμύρνη. Εκεί για να ζήσουν ασχολήθηκαν με το εμπόριο λαχανικών.

      Μεταξύ των πελατών τους ήταν και ο Μητροπολίτης Σμύρνης, στον οποίο προμήθευε λαχανικά, πηγαίνοντάς τα ο μετέπειτα ονομασθείς Κωνσταντίνος. Κατά τις τακτικές επισκέψεις του στη Μητρόπολη εξοικειώθηκε με τους Χριστιανούς και άκουγε όμορφες συζητήσεις και χρήσιμες συμβουλές, άγνωστες στους ομοθρήσκους του τούρκους. Τακτικά τύχαινε να δει πως εόρταζαν οι Χριστιανοί τις μεγάλες γιορτές τους, οι οποίες του προξενούσαν μεγάλη εντύπωση και συγκρίνοντάς τες με αυτές της θρησκείας του, τις έβλεπε ανώτερες, με ασύγκριτο πνευματικό βάθος και νόημα. Κάθε φορά που παρακολουθούσε χριστιανική εορτή, γέμιζε η ψυχή του από ανεξήγητη χαρά και αγαλλίαση. Συχνά έπιανε συζήτηση με σεβάσμιους κληρικούς της Μητροπόλεως, συζητώντας για πνευματικά θέματα και ζητώντας απαντήσεις σε απορίες του.

      Κάποια μέρα βρήκε μόνο του έναν γέροντα πνευματικό, τον οποίο παρακάλεσε να του διαβάσει κάτι πνευματικό από τα ιερά βιβλία του Χριστιανισμού. Ο γέροντας δεν είχε μαζί του τα γυαλιά του και ο νεαρός μουσουλμάνος έτρεξε να του φέρει, για να μη χάσει την ευκαιρία να ακούσει πνευματικά λόγια, που αγνοούσε. Ο σεβάσμιος γέροντας άρχισε να του διαβάζει αποσπάσματα από την Αγία Γραφή, τα συγγράμματα των Πατέρων και Συναξάρια αγίων. Παράλληλα του μιλούσε για το Χριστό και την σωτηρία, μέσω της Εκκλησίας Του. Η συζήτηση διήρκησε πολλές

ώρες. Ο νεαρός μουσουλμάνος κατενθουσιάστηκε από όσα άκουσε, εντυπώνοντάς τα στην ψυχή του.

     Όταν έφυγε από τη Μητρόπολη αισθάνθηκε ότι κάτι σημαντικό άλλαξε μέσα του. Είχε αγαθή ψυχή και φόβο Θεού. Φαίνεται πως τον καιρό που η ευσεβής γειτόνισσα τον  ένιψε με τον αγιασμό τον επισκέφτηκε η θεία χάρις, οδηγώντας τον στη σωτηρία. Καθ’ οδόν για το σπίτι του πήρε τη μεγάλη απόφαση να αλλαξοπιστήσει και να γίνει Χριστιανός, διότι πείστηκε για την ανωτερότητα της χριστιανικής πίστεως. 

      Δεν πέρασε πολύς καιρός όπου παράτησε το εμπόριο των λαχανικών, αποχαιρέτησε τα αδέλφια του και αναχώρησε για το Άγιο Όρος για να πραγματοποιήσει τον μεγάλο και σωτήριο σκοπό του. Έφτασε στη Νέα Σκήτη, όπου αναζήτησε έναν έμπειρο πνευματικό να εξομολογηθεί και να κατηχηθεί, ώστε να ακολουθήσει η βάπτισή του. Με δάκρυα στα μάτια εξομολογήθηκε και ζήτησε να λάβει το άγιο Βάπτισμα. Ο πνευματικός του τον κράτησε για λίγες ημέρες κοντά του, διδάσκοντάς του τις αρχές της χριστιανικής πίστεως και συζητώντας μαζί του ώρες ολόκληρες. Ο νεαρός μουσουλμάνος ζούσε ένα όνειρο, την ανείπωτη χαρά του την εκδήλωνε με ποταμούς δακρύων.

     Ο πνευματικός κράτησε μυστικό την επιθυμία του νεαρού να γίνει Χριστιανός για κάποιο μικρό χρονικό διάστημα. Κατόπιν το ανέφερε στους προϊσταμένους της Ιεράς Μονής Αγίου Παύλου, οι οποίοι χάρηκαν και δόξασαν το Θεό για την μεταστροφή του αλλόθρησκου νέου. Ταυτόχρονα τους κατέλαβε σοβαρός προβληματισμός, αναλογιζόμενοι τις φοβερές συνέπειες που θα υφίσταντο αν μαθεύονταν το γεγονός της μαθητείας και βαπτίσεως μουσουλμάνου.  Σημειώνουμε πως η σαρία, δηλαδή ο ισλαμικός νόμος προβλέπει την ποινή του θανάτου για όποιον αρνιέται το Ισλάμ και για όποιους τον βοηθήσουν.

     Οι πατέρες του Αγίου Παύλου αποφάσισαν να τον στείλουν στην Ιερά Μονή Μεγίστης Λαύρας, όπου ήταν το κέντρο της αγιορείτικης πολιτείας και είχε πολλούς και σοφούς γέροντες, για να χειριστούν το θέμα. Οι πατέρες της Λαύρας τον καλοδέχτηκαν, τον περιποιήθηκαν, ωστόσο δεν τόλμησαν και αυτοί να τον βαπτίσουν. Μάλιστα κάποιοι από τους πατέρες νόμισαν πως επρόκειτο για παγίδα των τούρκων, ότι ήταν βαλτός να λάβει εικονικό βάπτισμα, για να βρουν την αφορμή να καταστρέψουν τη Μονή.

      Την εποχή εκείνη βρισκόταν στο Άγιο Όρος εξόριστος ο Πατριάρχης άγιος Γρηγόριος Ε΄, σε μια από τις πολλές εκθρονίσεις και εξορίες του. Σ’ αυτόν τον έστειλαν οι πατέρες, δίνοντάς του και πέντε αργύρια ως βοήθημα. 

      Εκείνος όμως αντί να πάει στον εξόριστο Πατριάρχη, πήγε στη Σκήτη της Αγίας Άννας, όπου βρήκε έναν άγιο και πνευματικό πατέρα τον Χρύσανθο, στον οποίο έμεινε τρεις ημέρες φιλοξενούμενος και νουθετούμενος. Μετά αναχώρησε προς άγνωστη γι’ αυτόν κατεύθυνση, διότι χάθηκε μέσα σε πυκνή ομίχλη. Κατά συγκυρία Θεού πήγαινε προς τα Καυσοκαλύβια, μια μεγάλη και ξακουστή αγιορείτικη Σκήτη. Νύχτωσε στο δρόμο και αποκοιμήθηκε στα ριζά ενός βράχου. Είδε στον ύπνο του την Παναγία, η οποία του είπε να μη λυπάται και να μην ανησυχεί και να συνεχίσει το δρόμο, ο οποίος οδηγεί στα Καυσοκαλύβια. Όταν έφτασε εκεί γνώρισε έναν άγιο γέροντα τον Γαβριήλ, ζητώντας του να τον βαπτίσει.

      Όμως και αυτός ο γέροντας φοβήθηκε να τον βαπτίσει και με τη σύμφωνη γνώμη των προϊστάμενων της Σκήτης τον έστειλαν, με συνοδεία μοναχού, στην Ιερά Μονή Ιβήρων, όπου μόναζε ο Πατριάρχης Γρηγόριος Ε΄. Ο Άγιος Πατριάρχης τον δέχτηκε και συζήτησε μαζί του, για να διαγνώσει τις πραγματικές του προθέσεις. Ο νέος μουσουλμάνος έκλαιγε απαρηγόρητα και εκλιπαρούσε να βαπτισθεί. Ο Γρηγόριος τον διαβεβαίωσε ότι θα τον βάπτιζε ο ίδιος σε λίγο καιρό στα Καυσοκαλύβια, όπου

 τον έστειλε να κατηχηθεί για έξι μήνες. Εκεί έδειξε μεγάλη πίστη και έφεση στις αρετές.

      Όταν πέρασαν οι έξι μήνες, έλαβε το άγιο Βάπτισμα και το όνομα Κωνσταντίνος. Την ώρα του Ιερού Μυστηρίου το πρόσωπό του έλαμπε σαν τον ήλιο, ώστε δεν μπορούσαν να τον δουν οι μοναχοί. Από εκεί πήγε να προσκυνήσει την Ιερή Εικόνα της Πορταΐτισσας στη Μονή Ιβήρων και στη Σκήτη Τιμίου Προδρόμου να προσκυνήσει Ιερά Λείψανα Νεομαρτύρων. Εκεί του γεννήθηκε η επιθυμία να προστεθεί και αυτός στους Νεομάρτυρες, να χύσει το αίμα του για το Χριστό. Όμως ο πνευματικός της Σκήτης τον απέτρεψε, λέγοντάς του ότι, αν θέλει ο Θεός, Αυτός θα τον οδηγήσει στο μαρτύριο.

     Κάποια μέρα θυμήθηκε τα αδέλφια του στη Σμύρνη και σκέφτηκε ότι είχε την υποχρέωση ότι να τα μεταστρέψει και αυτά στην πίστη του Χριστού. Ζήτησε την άδεια του Πατριάρχη και συστατική επιστολή προς τον σοφό διδάσκαλο Κυδωνιών κυρ Γρηγόριο Σαράφη. Αλλά όταν έφτασε στις Κυδωνιές (Αϊβαλί) τον αναγνώρισε κάποιος τούρκος, ο οποίος τον κατέδωσε στις αρχές. Ο Κωνσταντίνος έφυγε βιαστικά για τη Σμύρνη, αλλά τον συνέλαβαν στο πλοίο και ο οδήγησαν στον αγά της πόλεως. Στην ανάκριση ο Κωνσταντίνος απάντησε: «Ήμουν μωαμεθανός, αλλά φωτίστηκα από το Θεό και διαπίστωσα ότι η πίστη των Αγαρηνών είναι ψεύτικη και η μόνη αληθινή πίστη είναι αυτή των Χριστιανών. Για το συμφέρον μου για να κερδίσω την αιώνια ζωή, έγινα Χριστιανός». Ο αγάς των Κυδωνιών κάλεσε και τον αγά των Μοσχονησίων για να προσπαθήσουν μαζί να τον μεταστρέψουν, είτε με τις κολακείες, είτε με τη βία. Αφού αρνήθηκε να απαρνηθεί το Χριστό, με νουθεσίες και παρακάλια, τον υπέβαλλαν σε φρικτά βασανιστήρια και φυλακίσεις. Όμως ο Μάρτυς έμενε σταθερός στην πίστη του. Παράλληλα οι Χριστιανοί των Κυδωνιών έκαναν προσευχές και αγρυπνίες για την ενίσχυσή του.

     Χρησιμοποίησαν ένα φρικτό εργαλείο, με το οποίο είχαν βασανίσει πρωτύτερα τον άγιο Νεομάρτυρα Γεώργιο από τον Χιοπολίτη. Μια σιδερένια περικεφαλαία, την οποία πυράκτωναν και την έβαζαν στο κεφάλι του και την έσφιγγαν, προκαλώντας αφόρητους πόνους. Το βράδυ έβλεπαν, χριστιανοί και μουσουλμάνοι, ένα  ανεξήγητο φως να λούζει το κελί της φυλακής του. Κάποιο βράδυ είδε στον ύπνο του την Παναγία, η οποία τον προειδοποίησε ότι θα μαρτυρήσει στην Κωνσταντινούπολη.

     Αφού, λοιπόν, δεν έφεραν αποτέλεσμα, τον έστειλαν με συνοδεία, όντως στην Κωνσταντινούπολη, όπου και υπέφερε τα πάνδεινα. Τον κάλεσε ο διοικητής της Πόλης σε ανάκριση, καταβάλλοντας κάθε προσπάθεια για την μεταστροφή του στο Ισλάμ. Όμως ο Μάρτυρας του απάντησε με ηρωισμό: «Άρχοντά μου, μακάρι να γνώριζες και συ το συμφέρον τη ψυχή σου και να γινόσουν Χριστιανός»! Ο τούρκος αξιωματούχος έγινε θηρίο από το θυμό του, θεωρώντας φρικτή ύβρη τα λόγια του. Έβγαλε αμέσως διαταγή να θανατωθεί διά απαγχονισμού και το σώμα του να το θάψουν σε μουσουλμανικό νεκροταφείο, για να μη μπορούν να πάρουν τα λείψανά του οι Χριστιανοί. Ήταν 2 Ιουνίου 1819. Η μνήμη του εορτάζεται στις 2 Ιουνίου, την ημέρα του μαρτυρίου του.