Ο Όρθρος της Μεγάλης Τετάρτης που
τελείται από βραδύς της Μ. Τρίτης ολοκληρώνεται στο ψαλτικό του μέρος με το
περίφημο δοξαστικό των Αποστίχων, «Κύριε, η εν πολλαίς αμαρτίαις», ποίημα
Κασσιανής μοναχής. Για την ποιήτρια που ζει μέσα στην περίοδο των εικονομαχικών
ερίδων δε γνωρίζουμε πάρα πολλά,αφού οι σχετικές πληροφορίες κινούνται μεταξύ
μύθου και πραγματικότητας. Αδιάψευστος μάρτυρας όμως στέκει το έργο της, στο
οποίο την πιο ξεχωριστή θέση κατέχει δικαίως το λεγόμενο τροπάριο της, το
τροπάριο της Κασσιανής. Εκεί η ποιήτρια με τρόπο απαράμιλλο περιγράφει τη
μετανοούσα πόρνη, στην οποία είναι αφιερωμένη όλη η Μ. Τρίτη. Με έκτυπο λυρισμό
διαζωγραφίζει τη συναισθηματική μετεώριση της γυναίκας που προσπίπτει στα πόδια
του Κυρίου, και του απευθύνει την εξομολόγησή της, το υποκείμενο της οποίας
ακροβατεί έντεχνα μεταξύ πόρνης και ποιήτριας. Πιο απλά: σε όχι λίγες φορές ο
αναγνώστης ή ό ακροατής δεν γνωρίζει αν μιλά η Κασσιανή ή η μετανοούσα πόρνη. Ο
βίος της Κασσιανής όμως, παρά τα όσα περί του αντιθέτου ορισμένοι ισχυρίζονται,
όπως και της αγ. Μαρίας Μαγδαληνής, δεν σχετίζεται καθόλου με την πορνεία. Η
παρανόηση οφείλεται στην ταύτιση Κασσιανής με την εν πολλαίς αμαρτίαις γυναίκα.
Και οι δύο εξ άλλου αναγνωρίζονται από την Εκκλησία μας ως αγίες, η Αγ. Μαρία
μάλιστα αποκαλείται ισαπόστολος.
Το δοξαστικό διαιρείται νοηματικά σε
πέντε στροφές που περιλαμβάνουν πέντε στίχους η καθεμιά:
Κύριε, ἡ ἐν πολλαῖς ἁμαρτίαις περιπεσοῦσα γυνή,
τὴν σὴν αἰσθομένη Θεότητα,
μυροφόρου ἀναλαβοῦσα τάξιν,
ὀδυρομένη μύρα σοι,
πρὸ τοῦ ἐνταφιασμοῦ κομίζει.
Οἴμοι! λέγουσα,
ὅτι νύξ μοι ὑπάρχει,
οἶστρος ἀκολασίας,
ζοφώδης τε καὶ ἀσέληνος
ἔρως τῆς ἁμαρτίας.
Δέξαι μου τὰς πηγὰς τῶν δακρύων,
ὁ νεφέλαις διεξάγων τῆς θαλάσσης τὸ
ὕδωρ·
κάμφθητί μοι πρὸς τοὺς στεναγμοὺς τῆς
καρδίας,
ὁ κλίνας τοὺς οὐρανοὺς
τῇ ἀφάτῳ σου κενώσει.
Καταφιλήσω τοὺς ἀχράντους σου πόδας,
ἀποσμήξω τούτους δὲ πάλιν
τοῖς τῆς κεφαλῆς μου βοστρύχοις·
ὧν ἐν τῷ Παραδείσῳ Εὔα τὸ δειλινόν,
κρότον τοῖς ὠσὶν ἠχηθεῖσα, τῷ φόβῳ
ἐκρύβη.
Ἁμαρτιῶν μου τὰ πλήθη
καὶ κριμάτων σου ἀβύσσους
τίς ἐξιχνιάσει, ψυχοσῶστα Σωτήρ μου;
Μή με τὴν σὴν δούλην παρίδῃς,
ὁ ἀμέτρητον ἔχων τὸ ἔλεος.
Το ποίημα έχουν μεταφράσει πολλοί.
Αναφέρουμε ενδεικτικά τον μεγάλο ποιητή Κωστή Παλαμά και τον Φώτη Κόντογλου.
Μεταφρασμένο μελοποιήθηκε κι από τον μακαριστό Άρχοντα Μουσικοδιδάσκαλο Αβραάμ
Ευθυμιάδη, όχι όμως για να χρησιμοποιηθεί στις εκκλησίες,όπου κυριαρχεί το
ωραιότατο μάθημα του Διδασκάλου Πέτρου του Πελοποννησίου.
Εδώ θα σταθούμε σε ορισμένα στοιχεία του
ίδιου του ποιήματος. Η γυναίκα που γονατίζει στα πόδια του Χριστού είναι εν
πολλαίς αμαρτίαις, ωστόσο διαθέτει το χάρισμα της αίσθησης, που δεν
είναι αυτονόητο σε όλους-πχ. οι Φαρισαίοι αρνιούνταν πεισματικά τη Θεότητα του
Χριστού, και μάλιστα αναλαμβάνει τάξιν, δηλαδή ρόλο μυροφόρου. Η γυναίκα αυτή
οδύρεται για τα αμαρτήματά της, και πριν τον ενταφιασμό του Κυρίου κομίζει μύρα
προς αυτόν.
Η μετάβαση από την αμαρτία στον
ενταφιασμό προετοιμάζει την «εικονολογία του σκότους», που παραπλήσιά της απαντά
και στον Ρωμανό τον Μελωδό. Το σκότος θα κυριαρχήσει στην επόμενη στροφή, όπου
περιγράφεται η εσωτερική κατάσταση της συντετριμμένης γυνάικας: ομολογεί ότι για
την ίδια είναι νύχτα ο οίστρος προς την ακολασία, και ο έρωτας προς την αμαρτία,
τον οποίο τόσο ποιητικά ονομάζει ζοφώδη (σκοτεινό) και ασέληνο
(αφέγγαρο).
Η συντριβή της μετανοούσας γυναίκας
κορυφώνεται με την κραυγή προς τον Κύριο να δεχθεί όχι απλά τα δάκρυά της, αλλά
τις πηγές των δακρύων της, τα ασταμάτητα δάκρυα. Στην κραυγή της επικαλείται την
παντοδυναμία του Θεού: είναι αυτός που δημιούργησε τα πάντα, που μεταλλάσσει με
νεφέλες από σύννεφα το νερό της θάλασσας. Επιπλέον, τον παρακαλεί να δεχθεί τους
στεναγμούς της καρδιάς της, ειδικά αυτός που μέσα στην άφατη κένωσή του έκκλινε
(έγειρε) τους ουρανούς, και έγινε από Θεός και τέλειος άνθρωπος δι’ ημετέραν
σωτηρίαν.
Στην προτελευταία στροφή η ποιήτρια
εξεικονίζει τη μετάνοια σε πρακτικό επίπεδο, συνδέοντας τη μάλιστα με μια άλλη
γυναίκα, τη μόνη που αναφέρεται σε όλο το ποίημα, την Εύα. Η γυναίκα τονίζει ότι
θα φιλήσει πάρα πολύ τα άχραντα πόδια του Κυρίου, και θα τα σκουπίσει και πάλι
με τις πλεξούδες των μαλλιών της. Τα πόδια του Κυρίου είναι τα ίδια που
αντιθετικά η Προμήτωρ όταν τα άκουσε μέσα στο δειλινό, φοβήθηκε και κρύφτηκε, αν
και βρισκόταν στον παράδεισο, γιατί ένιωσε την παρακοή της.
Με ένα αντιθετικό ζεύγος, όπου τα πλήθη
των αμαρτιών της και του Κυρίου τα κρίματα, οι βουλές, που είναι όπως η άβυσος,
δεν μπορούν να εξιχνιαστούν, η πόρνη ή η και η ποιήτρια αλλά και όλοι οι πιστοί
ομολογούμε τον ψυχοσωτήριο ρόλο του Κυρίου. Αφού αυτός μόνος έχει αμέτρητο
έλεος, ταπεινωμένοι ικετέυουμε: να μη μας αγνοήσει, εμάς τους δούλους του.
- Δημήτριος Σκρέκας
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου