(Η
σωτηριολογική σημασία της Ενανθρωπήσεως του Θεού Λόγου)
ΛΑΜΠΡΟΥ Κ.
ΣΚΟΝΤΖΟΥ Θεολόγου - Καθηγητού
Ύστερα
από την σαρανταήμερο πνευματική μας προετοιμασία, οδεύουμε προς την μεγάλη
δεσποτική εορτή των Χριστουγέννων. Κατευθυνόμαστε στη νοητή Βηθλεέμ για να
συναντήσουμε τον δι’ ημάς νηπιάσαντα Θεό
μας, για να νοιώσουμε τον άμετρο πλούτο της χρηστότητας και της απύθμενης
αγάπης του Πλάστη μας, την οποία εκφράζει με ακρίβεια ο ιερός υμνογράφος του
θεσπεσίου κανόνα της μεγάλης εορτής: «Ιδών
ο Κτίστης ολλύμενον, τον άνθρωπον χερσίν, ον εποίησεν, κλίνας ουρανούς
κατέρχεται» (β΄τροπ. α΄ ωδής). Ο Θεός της αγάπης, των οικτιρμών και της
ειρήνης δεν άντεχε να βλέπει το πλάσμα του να το βασανίζουν οι αντίθεες
δυνάμεις και να οδεύει προς το θάνατο και τον αφανισμό. Για τούτο άνοιξε τα
ουράνια, παραμέρισε τους φυσικούς νόμους και κατέβηκε να γίνει ένα με το πλάσμα
Του, για να το σώσει. Ο άγιος Κοσμάς ο Μελωδός διερωτάται: «Ο αχώρητος παντί, πως εχωρήθη εν γαστρί; Ο εν κόλποις του Πατρός, πως
εν αγκάλαις της Μητρός;». Και απαντά: «Πάντως
ως οίδεν ως ηθέλησε και ως, ηυδόκησεν, άσαρκος γαρ ων, εσαρκώθη εκών, και
γέγονεν ο Ων, ο ουκ ην δι’ ημάς, και εκστάς της φύσεως, μετέσχε του ημετέρου
φυράματος. Διπλούς ετέχθη, Χριστός τον άνω, κόσμον θέλων αναπληρώσαι» (β΄ κάθισμα
του Όρθρου).
Ο άνθρωπος πλάστηκε από το Θεό να γίνει
Θεός. Αλλά το μοιραίο γεγονός της πτώσεως ανέστειλε από αυτόν αυτή την
δυνατότητα και τον απέκοψε από την κοινωνία του Θεού. Κατά τον άγιο Γρηγόριο Νύσσης η αμαρτία τον
άνθρωπο «πτώμα εποίησεν» (PG 44, 508
CD, εις τους Ψαλμούς). Αυτή είναι η
αιτία της ενανθρωπίσεως του Θεού.
«Ο Λόγος σάρξ εγένετο και εσκήνωσεν εν
ημίν»
(Ιωάν.1,14). Ιδού το μέγιστο «σκάνδαλο»
της ιστορίας. η Ενανθρώπιση του Θεού Λόγου υπερβαίνει κάθε δυνατότητα
ανθρώπινης δυνατότητας να κατανοηθεί. Η αρχαιοελληνική φιλοσοφία είχε αποφανθεί
πως «Θεός ανθρώποις ου μείγνυται» (Πλάτων
Συμπόσιο 203a). Η φύση
του Θεού είναι άγνωστη και απρόσιτη στον άνθρωπο. Φύσεις διαφορετικές είναι
αδύνατον να αναμειχθούν. Αλλά η θεία πανσοφία οικονόμησε την υπέρβαση αυτής της
ανυπέρβλητης αδυναμίας. Οι δύο φύσεις
δεν αναμείχτηκαν, αλλά συναντήθηκαν και ενώθηκαν στο πρόσωπο - υπόσταση του
Χριστού «ασυγχύτως, ατρέπτως,
αδιαιρέτως, αχωρίστως γνωριζομένη», όπως όρισε η αγία Δ΄ Οικουμενική Σύνοδος (451), επικυρώνοντας τους όρους της Γ΄ Οικουμενικής Συνόδου (431). Σε αυτή
καταδικάστηκαν οι αιρετικοί Ευτυχής
και Διόσκουρος, οι οποίοι, παρασυρμένοι
από την αρχαιοελληνική φιλοσοφία, δίδασκαν ότι μετά την ένωση των δύο φύσεων
στο πρόσωπο του Χριστού, η ανθρώπινη φύση απορροφήθηκε από την θεία και
εξαφανίστηκε. Πρόκειται για την φοβερή αίρεση του Μονοφυσιτισμού, η οποία συντάραξε την Εκκλησία τον 5ο μ.
Χ. αιώνα και επέφερε την απόσπαση από Αυτήν σημαντικής μερίδας χριστιανών, όσων
δεν δέχτηκαν τις αποφάσεις της Συνόδου και που δυστυχώς επιμένουν στην πλάνη
τους, ως τα σήμερα.
Οι
δύο φύσεις, μετά την υπερφυή ένωσή τους, διατήρησαν την αυτοτέλειά τους. Η θεία
παρέμεινε θεία και η ανθρώπινη παρέμεινε ανθρώπινη. Αυτό σημαίνει πως ο Ιησούς
Χριστός, στο πρόσωπο του Οποίου συνενώθηκαν
οι δύο φύσεις, είναι ο προαιώνιος Υιός
και Λόγος του Θεού, «Θεός αληθινός, εκ
Θεού αληθινού» και ταυτόχρονα είναι αληθής άνθρωπος. Όταν ήρθε το πλήρωμα
του χρόνου (Γαλ.4,4), σαρκώθηκε, «εκ
Πνεύματος Αγίου και Μαρίας της Παρθένου», ώστε «μηδαμώς υπομείνας τροπήν ή φυρμόν, ή διαίρεσιν, αλλ’ εκατέρας ουσίας
την ιδιότητα σώαν φυλάξας» (Δοξαστικό Θεοτοκίο Γ΄ ήχου). Η ένωση δεν
επέφερε καμιά τροπή ή
αλλοίωση. Το ίδιο δηλώνουν και τα ακόλουθα τροπάρια:
«Ο γαρ αχρόνως εκ Πατρός εκλάμψας υιός
μονογενής, ο αυτός εκ σου της αγνής προήλθεν αφράστως
σαρκωθείς·
φύσει Θεός υπάρχων και φύσει γενόμενος άνθρωπος δι’ ημάς· ουκ εις δυάδα
προσώπων τεμνόμενος, αλλ’ εν δυάδι φύσεων, ασυγχύτως γνωριζόμενος» (Δοξαστικό του πλ. β΄ ήχου) και το Δοξαστικό του
πλ. δ΄ ήχου: «Είς εστιν ο Υιός, διπλούς
την φύσιν, αλλ’ ου την υπόστασιν· διό τέλειον αυτόν Θεόν και τέλειον άνθρωπον,
αληθώς κηρύττοντες ομολογούμεν Χριστόν τον Θεόν ημών».
Ο
Χριστός σώζει ως Θεάνθρωπος, ως αληθινός Θεός και ταυτόχρονα ως αληθινός
άνθρωπος. Δε θα μπορούσε να σώσει τον άνθρωπο ως μόνο Θεός, διότι, αμέτοχος της
ανθρωπότητας, η σωτηρία θα είχε μαγικό χαρακτήρα. Δε θα μπορούσε να σώσει την
ανθρωπότητα μόνο ως άνθρωπος, διότι το κτίσμα δε μπορεί να σώσει κτίσμα κι
ακόμα: η αμαρτία είχε τραυματίσει σοβαρά την ανθρώπινη φύση και είχε προκαλέσει
ανεπανόρθωτη ζημιά, ώστε ήταν αδύνατη η αυτοσωτηρία. Για τούτο και το θείο
σχέδιο της απολυτρώσεως του ανθρωπίνου γένους,
το προ αιώνων συλληφθέν στο νου της Θεότητας, προέβλεπε την ενανθρώπιση του
Λόγου, την ένωση δηλαδή της θείας και ανθρωπίνης φύσεως στο θεανδρικό πρόσωπο
του Χριστού, ώστε δια της προσλήψεως της ανθρωπότητας από τη Θεότητα η σωτηρία
να είναι πραγματική. Για τούτο και η Εκκλησία έδωσε τιτάνιους αγώνες για να
διασωθεί αυτή η αλήθεια, αποδεικνύοντας ως καταστρεπτικές τις αιρέσεις του Νεστοριανισμού, ο οποίος αρνούνταν τη
θεότητα του Χριστού και του Μονοφυσιτισμού,
ο οποίος αρνούνταν την ανθρωπότητά Του.
Ο
Θεάνθρωπος είναι τέλειος Θεός και τέλειος άνθρωπος, κατά πάντα όμοιος προς ημάς,
εκτός της αμαρτίας. Ο απόστολος Παύλος είναι σαφής: Ο Χριστός προκειμένου να
επιτελέσει το επί γης απολυτρωτικό του έργο
«ώφειλε κατά πάντα τοις αδελφοίς
ομοιωθήναι, ίνα ελεήμων γένηται και πιστός αρχιερεὺς τα προς τον Θεόν, εις το ιλάσκεσθαι
τας αμαρτίας του λαού» (Εβρ.2,17). Για τούτο «κεκοινώνηκε σαρκὸς και
αίματος, και αυτὸς παραπλησίως μετέσχε των αυτών, ίνα διά του θανάτου καταργήσῃ
τον το κράτος έχοντα του θανάτου, τουτ’ έστι τον διάβολον, και απαλλάξῃ
τούτους, όσοι φόβῳ θανάτου διὰ παντὸς του ζην ένοχοι ήσαν δουλείας» (Εβρ.2,14-15). Ο
ιερός Χρυσόστομος διευκρινίζει: «δια
τούτο, φησί, την σάρκα ανέλαβε την ημετέραν, δια φιλανθρωπίαν μόνον, ίνα
ελεήσει ημάς. Ουδέ γαρ είναι άλλη τις αιτία της οικονομίας η μόνη αύτη. Είδε δε
χαμαί ερριμένους, απολλυμένους υπό του θανάτου τυραννουμένους και ηλέησεν»
(Κατά Ιουδαίων 2,V). Αυτό σημαίνει ότι η
ενανθρώπηση του Θεού Λόγου ήταν απόλυτα επιβεβλημένη. Αυτή τη μεγάλη αλήθεια
διακήρυξε ο απόστολος Πέτρος, ότι εκτός του δι’ ημάς σαρκωθέντος Χριστού «ουκ έστιν εν άλλῳ ουδενὶ η σωτηρία·
ουδὲ γαρ όνομά εστιν έτερον υπὸ τον ουρανὸν το δεδομένον εν ανθρώποις εν ᾧ δει
σωθήναι ημάς» (Παρξ.4,12).
Το
μεγάλο ζητούμενο για τον άνθρωπο ήταν η χαμένη δυνατότητα, του «καθ’ ομοίωσιν» (Γεν.1,26), δηλαδή η
δυνατότητα της κατά χάριν θεώσεως. Η ενανθρώπιση του Θεού Λόγου έδωσε ξανά αυτή
τη δυνατότητα. Ο καθηγητής της Δογματικής στο ΑΠΘ, Β. Τσίγκος εξηγεί πως «η
αντίδοση των ιδιωμάτων και η μετέπειτα αποκληθείσα περιχώριση των φύσεων»,
η οποία επήλθε δια της ενανθρωπίσεως, «είναι η βάση της θεώσεως του ανθρώπου.
Αυτός έχει τη δυνατότητα και την προοπτική της κατά χάριν θεώσεώς του, ακριβώς
επειδή στο πρόσωπο του ενανθρωπήσαντος Λόγου η θεία φύση ενώθηκε με την
ανθρώπινη και ως συνέπεια αυτής της ενώσεως θεώθηκε» (Β. Τσίγκου, Θέματα Δογματικής της Ορθοδόξου
Εκκλησίας, σελ. 152, Θεσσαλονίκη 2014).
Ο Μ. Αθανάσιος τονίζει πως η θέωση θα ήταν ανέφικτη αν «τα της θεότητος του Λόγου έργα μη δια
σώματος
εγίνετο» (Κατά Αρειανών 3).
Μάλιστα ο ίδιος μέγας πατήρ σε άλλο σημείο επισημαίνει πως «αυτός γαρ ενηνθρώπησεν, ίνα
ημείς θεοποιηθώμεν» (Περί
ενανθρωπήσεως του Λόγου 54, PG 25, 192Β). Αυτός ήταν ο λόγος της ενανθρωπήσεως
του Λόγου!
Ο
άπειρος Θεός πραγματοποίησε το σχέδιο της σωτηρίας του κόσμου. Η αθόρυβη και
ταπεινή είσοδός Του στον κόσμο, αλλά και όλα τα εμπόδια που πρόβαλε ο άρχων του
κόσμου τούτου και ο κόσμος της πτώσεως, δεν στάθηκαν εμπόδια να καταστεί ο
αποτελεσματικός λυτρωτής της ανθρωπότητας. Αψευδής μάρτυρας η ιστορία, της
οποίας άλλαξε Εκείνος τον ρου. Αποδείχτηκε η μέγιστη προσωπικότητα της ιστορίας.
Η κατά σάρκα Γέννηση του Χριστού
αποτέλεσε την μέγιστη καμπή της ιστορίας, χωρίζοντάς την στα δύο, στην προ
Αυτού και την μετά Αυτόν εποχή. Στην εποχή της πτώσεως και προσμονής της
σωτηρίας και στην εποχή της απολυτρώσεως. Κανένας άνθρωπος, όσο σημαντικός και
αν υπήρξε, δεν μπόρεσε να γίνει ο ρυθμιστής της ιστορίας, παρά μόνο ο
Θεάνθρωπος, ο αληθινός Θεός και άνθρωπος, Εκείνος ο Οποίος έγινε άνθρωπος για
να αναγάγει τον άνθρωπο σε Θεό!
Αν
θέλουμε, λοιπόν, να ανήκουμε στην κατηγορία των συνειδητών πιστών, οφείλουμε
αυτές τις άγιες ημέρες, να αφήσουμε κατά μέρος το κοσμικό «κλίμα», να απεγκλωβιστούμε από τον καταναλωτικό οίστρο και την
υλιστική κραιπάλη και να στοχαστούμε το άμετρο έλεος του Θεού προς ημάς τους
αποστάτες Του. Να συνειδητοποιήσουμε την έσχατη θεία κένωση (Φιλιπ.2,7), την
συγκατάβαση, την ταπείνωση, τον εξευτελισμό, το σταυρό και το θάνατο, του δι’
ημάς νηπιάσαντος Θεού μας, για να επιτευχθεί η απολύτρωσή μας από την αιχμαλωσία
του διαβόλου και τη δουλεία της αμαρτίας, η οποία γεννά τη φθορά και οδηγεί στο
θάνατο. Να στρέψουμε το βλέμμα μας στη Βηθλεέμ για να δούμε το εκτυφλωτικό φως
του αστέρα, να ακούσουμε τους αγγελικούς παιάνες της ειρήνης και να
προσκυνήσουμε το επί της φάτνης ανακληθέν «Παιδίον
νέον, τον προ αιώνων Θεόν»!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου