Η καταδυνάστευση των Ορθοδόξων από τους Λατίνους, στον Ορθόδοξο χώρο της Ανατολής, μετά το Σχίσμα του 1054 και ειδικότερα μετά την κατάληψη της ΚΠολης από τους Φράγκους το 1204 είναι τραγική. Εισαγωγή της δυτικής θεολογίας του ορθού λόγου, παραπλανητικές μέθοδοι προσηλυτισμού, βίαιοι εκλατινισμοί, εκβιασμοί πάσης φύσεως, αρπαγές περιουσιών, αλλά και μαρτύρια σε περιπτώσεις αρνήσεων υποταγής και τελικά βίαιη υποταγή του Ορθόδοξου κλήρου στον Παπισμό. Η επίδραση παπικών συνηθειών είναι φανερή ακόμη και σήμερα και είναι αξιοθαύμαστο, το πως επέζησε η Ορθόδοξη Πίστη, μέσα σ’ αυτή την καταιγίδα.
1.- ΓΕΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΘΕΩΡΗΣΗ
Ο Ελλαδικός χώρος παρέμεινε, κατά την δισχιλιετή εκκλησιαστική ιστορία, άμεσα ή έμμεσα επί 1300 χρόνια υπό παπική κυριαρχία. Ειδικά κατά την περίοδο της Φραγκοκρατίας, ο ελλαδικός χώρος, καίτοι ανήκε τυπικά στο Πατριαρχείο της ΚΠολης, ουσιαστικά τελούσε υπό παπική κατοχή, οι δε Ορθόδοξοι Επίσκοποι, είτε εκδιώχθηκαν, είτε υπετάγησαν, το δε Ορθόδοξο ποίμνιο ακολούθησε τη μοίρα των Επισκόπων του. Ο χώρος αυτός διαιρέθηκε σε Αρχιεπισκοπές και Επισκοπές, υπόλογες στον Πάπα της Ρώμης. Τη μοίρα αυτή ακολούθησε και ο νησιώτικος χώρος και πιο επιτακτικά ο Κυπριακός χώρος, όπου συνέβησαν και τραγικά γεγονότα βίαιου προσηλυτισμού.
Η κατοχή ακόμη και της ίδιας της ΚΠολης επέτρεψε στους Παπικούς να πλημμυρήσουν την πρωτεύουσα και τις περιοχές που αυτοί ήλεγχαν και εφάρμοσαν ευρείας κλίμακας προσηλυτισμό εξαναγκαστικά ή δελεαστικά. Αυτή η κατάσταση ώθησε πολλούς να υποκύψουν στον πειρασμό και να θελήσουν να εκμεταλλευτούν από τα οφέλη, που πρόσφερε ο Παπισμός (θέσεις, σπουδές, χρήματα, κ.ά.), τα οποία στερούντο οι πληθυσμοί, τόσο στην περίοδο της Φραγκοκρατίας, όσο και στην περίοδο της Τουρκοκρατίας, όπου για να γλιτώσουν από το νέο δυνάστη συχνά κατέφευγαν στην αγκαλιά του Παπισμού και στα προνόμια, που είχε αποκτήσει και την ελευθερία κινήσεων που διέθετε. Ορισμένοι, για να αποφύγουν και τους δυο δυνάστες έριξαν το βλέμμα τους στον Ορθόδοξο ρωσικό χώρο, ο οποίος από την πλευρά του φρόντισε να καλύψει το κενό και πολλές φορές προσπάθησε και αυτός να επιβληθεί στον Πατριαρχικό χώρο, ως μια νέα πραγματικότητα, που δεν υπαγόταν σε ξένους δυνάστες και να παίξει το ρόλο της 3ηςΡώμης (μετά την Παλαιά και την υπόδουλη Νέα).
Ο προσανατολισμός των Ελλήνων προς το ομόδοξο κράτος του βορρά (Ρωσία) επιταχύνεται ασφαλώς από την ένταση του ανταγωνισμού των Καθολικών και Διαμαρτυρομένων στην Ανατολή, ιδίως ύστερ’ από την σύνοδο του Trento. Με την άνοδο του Γρηγορίου ΙΓ’ (1572-1585) στον παπικό θρόνο, οι αγώνες των Χριστιανών εναντίον των Τούρκων μπαίνουν σε δεύτερη μοίρα. Ο δραστήριος ποντίφηκας ενδιαφέρεται προ πάντων ν’ αναχαιτίσει την εξάπλωση του λουθηρανισμού.
Η κίνηση των Καθολικών κληρικών στην Ανατολή εμπνέεται προ πάντων από τον καρδινάλιο Bellarmino (1542-1621), ευφυή και φανατικό Λατίνο συγγραφέα, γνώστη της ελληνικής, καθώς και των εκκλησιαστικών ζητημάτων της Ορθοδοξίας. Ήταν αυτός που είχε ρίξει τον Giordano Bruno στην πυρά και είχε φέρει τον Γαλιλαίο στην σκληρή ανάγκη ν’ ανακαλέσει την θεωρία του. Ο ζήλος του Bellarmino φλογίζεται από την πίστη του στην ενότητα της Εκκλησίας. Γι’ αυτό, θερμά πάντοτε υποστήριζε τους Καθολικούς μισσιοναρίους με τις συμβουλές και με τις αποφάσεις του στις δύσκολες περιστάσεις, που συναντούσαν στο έργο τους, και συνηγορούσε γι’ αυτούς στον Πάπα. Το έργο του «Doctrine chretienne de l’Eglise catholique» μεταφράζει στην δημοτική ελληνική (Ρώμη 1616) ο μαθητής και κατόπιν καθηγητής στο ελληνικό φροντιστήριο του Αγίου Αθανασίου, Αθηναίος λόγιος Λεονάρδος Φιλαράς.
Το πνεύμα ακριβώς του Bellarmino ακολουθεί ο Φιλαράς, όταν στην δεύτερη έκδοση της «Doctrine chretienne» στο Παρίσι (1633), την αφιερωμένη στον καρδινάλιο Richelieu, γράφει: «Θέλει να γνωρίση όλος ο Ορθόδοξος κλήρος πόσον είναι απλός, πόσον ολάκερος, αδιαίρετος, ένας και μόνον ολούθε ο Χριστός, με του οποίου το αυτό, και ένα ζωηφόρον πνεύμα όλοι μας οδηγούμεθα, τόσον εις την ανατολικήν, όσον και εις την δυτικήν Εκκλησίαν, αν ίσως και ο δεσμός της αγάπης θέλη ευρεθή ανάμεσον εις τους Χριστιανούς, και αν εκείνος δεν διαμερισθή από τες εδικές μας διαφορές και διχόνοιες». Η απώτερή του σκέψη ήταν «να σηκωθή από το ελεεινόν της πτώμα η ανατολική εκκλησία και να ξαναζήση το γενναίον έθνος εκείνο, οπού ήταν άλλες φορές το άλας και ο ήλιος της οικουμένης».
Η προπαγανδιστική εργασία των Ιησουιτών στην Εγγύς Ανατολή και προ πάντων στις ελληνικές χώρες, που αποτελούσαν την κύρια εστία της Ορθοδοξίας, δεν αποτελούσε παρά μέρος ενός γενικότερου σχεδίου, μέσα στο οποίο σημειωνόταν ως στόχος όλη σχεδόν η Ανατολική Ευρώπη, η Πολωνία, η Τσεχία, η Σλοβακία κ.λπ., η Ρωσία, Τρανσυλβανία, Βλαχία και Μολδαβία, καθώς και οι άλλες βαλκανικές χώρες. Σε όλες αυτές εργάζονταν δραστήρια οι Καθολικοί, για την επιτυχία των σκοπών τους, για την επιβολήδηλαδή των αποφάσεων της συνόδου της Φλωρεντίας και του πρωτείου του Πάπα. Πολλοί τότε λαϊκοί και κληρικοί δέχθηκαν την Ουνία και υπέγραψαν την σχετική ομολογία πίστης.
Είναι μία ακάθεκτη εξόρμηση του Καθολικισμού προς Ανατολάς, προς τις σλαβικές χώρες, με πρωτοπόρους τους Μοναχούς του τάγματος του Ιγνατίου Λογιόλα. Μέσα στο γιγάντιο αυτό και αληθινά επικό πλαίσιο της εργασίας των Καθολικών, που καταρτίζεται από εμπνευσμένους Ιησουίτες, όπως ο Antonio Rossevino και ο πολύς ιδρυτής της θεωρίας του πανσλαβισμού Jurij Krizanic, έχουν θέση και τα σχέδια σημαντικών κληρικών, ιδίως του Bellarmino, στην Εγγύς Ανατολή.
Ποια όμως ήταν τότε τα ερείσματα του Καθολικισμού στην Ανατολή; Μετά την Άλωση βρίσκουμε στον Γαλατά και στην Κωνσταντινούπολη Δομηνικανούς Μοναχούς και ορισμένες εκκλησίες Καθολικών, που εξυπηρετούν τις πνευματικές ανάγκες κυρίως των Γενουατών, αλλά και των άλλων Ευρωπαίων των εγκαταστημένων εκεί κατά το δεύτερο μισό του 15 αι. Στα χρόνια λοιπόν του Μεχμέτ Β΄ διαμορφώνεται η Καθολική κοινότητα της Κωνσταντινούπολης. Ο Λατίνος όμως Πατριάρχης εδρεύει στην Ρώμη ή και αλλού. Αυτός διόριζε ένα πατριαρχικό επίτροπο (vicario patriarcale) κοντά στα τάγματα των Φραγκισκανών και Δομηνικανών, ο οποίος είχε εκτεταμένη διοικητική δικαιοδοσία, στη Θράκη, Μ. Ασία (εκτός από το vicariato apostolico της Σμύρνης) και στη σημερινή Ελλάδα, εκεί ιδίως όπου δεν υπήρχαν πια Καθολικοί Επίσκοποι, όπως π.χ. στη Μυτιλήνη και στη Μακεδονία. Λατίνοι αρχιεπίσκοποι και Επίσκοποι υπήρχαν στη Χίο, Σμύρνη, Νάξο, Σύρο, Σαντορίνη, Μήλο, Άνδρο κ.λπ.
Η ίδρυση της Sacra Congregatio de Propaganda Fidei, στα 1622, με την οποίαν ο Λατίνος Πατριάρχης έγινε πια απλός τιτουλάριος, αποτέλεσε σταθμό προς την αναζωογόνηση και εξόρμηση του Καθολικισμού.
Εκεί στην Ανατολή και στον ελληνικό χώρο οι ιεραπόστολοι, βλέποντας κάθε μέρα την διαρροή των αδυνάτων προς τον μουσουλμανισμό, πολλές φορές σκέφθηκαν, για τα αίτια της συνεχούς προόδου του. Ορισμένοι απ’ αυτούς παρατηρούν την σχετική ευταξία που βασιλεύει στην επικράτεια του σουλτάνου και νομίζουν, ότι οι μουσουλμάνοι εφαρμόζουν ίσως σκληρούς νόμους για να πατάξουν τα πταίσματα και εγκλήματα, αλλά —και εδώ ξανασυναντούμε την παλαιά αντίληψη μουσουλμάνων και Χριστιανών— και ότι είναι πιο δίκαιοι από τους Χριστιανούς: έτσι ο Θεός τους επιτρέπει να βασιλεύουν ακμαίοι επί τόσους αιώνες. Οι νίκες των τουρκικών όπλων είναι δείγμα της Θεϊκής εύνοιας.
Ο Ιησουίτης Richard απορεί μάλιστα, πως μπόρεσε να επιζήσει ο χριστιανισμός μέσα στις τρομερά καταθλιπτικές συνθήκες της οθωμανικής αυτοκρατορίας και προ πάντων ύστερ’ από τόσους κατατρεγμούς της Εκκλησίας, που θυμίζουν τους διωγμούς των Ρωμαίων αυτοκρατόρων, Νέρωνος, Δομιτιανού, Διοκλητιανού. Μολαταύτα, έχει την γνώμη ότι οι Χριστιανοί (εννοεί βέβαια τους Ορθοδόξους) δείχθηκαν κατώτεροι, ως προς την αντιμετώπιση των πειρασμών από τους αδελφούς των της εποχής των Ρωμαίων διωκτών. Τότε το αίμα ενός μάρτυρα, «σαν μια καλή σπορά, δημιουργούσε εκατό νέους, ενώ τώρα η πτώση του ενός συμπαρασύρει και άλλους: οι τιμές, τα πλούτη και οι ηδονές που τους παρουσιάζουν, αντί να τους εγκαρδιώνουν, τους εκθηλύνουν και τους κάνουν δειλούς». Οι ειδήσεις αυτές είναι ενδιαφέρουσες, γιατί μας δείχνουν πόσο ισχυρό είναι ακόμη το ρεύμα προς τον μουσουλμανισμό. Υπολογίζει ο Richard ότι οι Έλληνες κατά τα μέσα του 17 αι. είχαν κατεβή στις 1.2ΟΟ.ΟΟΟ.
Οι δυτικοί λοιπόν μοναχοί στην Εγγύς Ανατολή βρίσκονται εμπρός σε μεγάλα προβλήματα της χριστιανοσύνης. Το σπουδαιότερο όμως είναι το πρόβλημα των Ορθοδόξων, των «αιρετικών», όπως τους ονομάζουν. Οι μισσιονάριοι δεν ανέχονται την ύπαρξη διαφορετικού δόγματος από εκείνο, στο οποίο πιστεύουν οι ίδιοι, και γι’ αυτό θέλουν να συνεγείρουν τους πιστούς σε μια νέου είδους σταυροφορία. Πρέπει να καταστείλουν τις αιρέσεις και να σώσουν τις ψυχές των «σχισματικών». Τα αμαρτήματά τους είναι πολλά, ανάμεσα στα οποία και η σιμωνία, η αχίλλεια φτέρνα της ορθόδοξης Εκκλησίας, φαινόμενο που παίρνει μεγάλη έκταση στα χρόνια της τουρκοκρατίας.
Πως όμως αλλιώς θα κατανικήσουν τις σφαλερές δοξασίες, τα ολισθήματα και το πείσμα των Ορθοδόξων, παρά μελετώντας τα ίδια τα έργα των θεολόγων τους και μάλιστα εκείνα που γράφτηκαν μετά την έναρξη του μεγάλου σχίσματος; «Όλες οι μεγάλες αιρέσεις, έγραφε στις 16 Μαρτίου 1728 ο Don Vincent Thuillier στον αββά Bignon, γεννήθηκαν στην Ελλάδα, και όλες σχεδόν εκεί ανασκευάσθηκαν. Δεν υπάρχει όμως κανένα σχεδόν κατάλοιπο από αυτές τις αιρέσεις· πολύ λίγα πράγματα σώθηκαν από όσα λέχθηκαν για να τις κτυπήσουν. Ο Πορφύριος ήταν ο πιο φοβερός απ’ όλους τους εχθρούς του χριστιανισμού. Όλες οι εργασίες του είναι θαμμένες στα σκοτάδια. Ο Μεθόδιος, ο Ευσέβιος και οι δύο Απολλινάριοι από την Λαοδίκεια διέπρεψαν στον αγώνα τους εναντίον αυτής της ασέβειας και τα συγγράμματά τους δεν στάθηκαν πιο τυχερά.
Ο Κέλσος, εναντίον του οποίου ο Ωριγένης ξεσηκώθηκε με τόσο ζήλο και δύναμη, δεν συναντάται παρά μόνο αποσπασματικά μέσα στο έργο του ανταγωνιστή του· το ίδιο παρατηρείται με όλους τους παλαιούς αιρετικούς. Έτσι συμβαίνει, ώστε όλα τα έργα που γράφτηκαν εναντίον τους να είναι σχεδόν ακατάληπτα, γιατί οι Πατέρες κάνουν συχνά υπαινιγμούς για μερικές απόψεις των αντιπάλων τους, που δεν βρίσκονται πουθενά αλλού και που, όπως είναι φυσικό, δεν μπορούμε να δούμε την σχέση που έχουν με όσα τους αντιτάσσουν. Η εκκλησιαστική ιστορία χάνει ασφαλώς εξ αιτίας της αμέλειάς μας. Δεν έχουμε πρακτικά παρά μόνο των κυριότερων συνόδων. Δεν γνωρίζουμε καθόλου ή γνωρίζουμε πολύ αόριστα την διαδοχή των επισκόπων στο μεγαλύτερο μέρος της Ανατολής όπου υπήρξαν έδρες. Δεν είναι πιθανό ότι αυτή η διαδοχή είναι άγνωστη μέσα στην ίδια τους την χώρα· σίγουρα θα μπορούσαμε να βρούμε εκεί μνημεία που έχουν διατηρήσει την ανάμνησή τους».
Αλλά μήπως η μόνη ωφέλεια από την μελέτη των χειρογράφων θα ήταν ν’ αντιμετωπίσουν τους «σχισματικούς» Έλληνες; Δεν θα είχαν ν’ αντλήσουν και νέα πλούσια και δυνατά επιχειρήματα εναντίον των ιδεών του Λουθήρου, Καλβίνου κ.λπ; Με τον σκοπό κυρίως αυτόν και με την πρωτοβουλία του ίδιου του βασιλιά της Γαλλίας Λουδοβίκου ΙΕ’ (1715-1774) οργανώθηκε η πιο μεγάλη και συστηματική εξερεύνηση των βιβλιοθηκών στην Ελλάδα μεταξύ 1728-1730 με απεσταλμένους τους ευφυείς λογίους Sevin και Fourmont. Οι οδηγίες του βασιλιά ήταν να μπορέσουν να εισδύσουν στην βιβλιοθήκη του σουλτάνου, για ν’ αντιληφθούν την αξία της και να σημειώσουν ό,τι βρίσκεται εκεί από συγγραφείς, τους οποίους δεν έχουν στην Γαλλία, ό,τι λείπει από τον Πολύβιο, Τίτο Λίβιο κ.λπ. «Θα προσέξουν ιδιαίτερα τους εκκλησιαστικούς συγγραφείς που έχουν γράψει ύστερ’ από το σχίσμα, εξετάζοντας επίσης τα βιβλία τα γραμμένα σε γλώσσες της Ανατολής που είναι και τα λιγότερο γνωστά εδώ». (Βακαλόπουλου Απ. Καθ. ΑΠΘ: «Ιστορία του νέου Ελληνισμού, τόμος Γ΄).
Σε επόμενες καταγραφές, θα παρουσιασθούν οι επιδράσεις του Παπισμού στον ελλαδικό χώρο, χερσαίο και νησιώτικο ήδη από την εποχή της Φραγκοκρατίας (όπως στην περίπτωση της Κύπρου), όσο και στην περίοδο της Τουρκοκρατίας σε όλες τις Ορθόδοξες περιοχές του Ελληνισμού, καθώς και κάποιες προσπάθειες της ΚΠολης να αναγνωρίσει την παπική ηγεμονία ή να προσκοληθεί προς τον νεοσύστατο Προτεσταντισμό.
Ι. ΚΑΡΔΑΣΗΣ
Πηγή: http://www.askitikon.eu/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου