+ π. Ἀντωνίου Ἀλεβιζοπούλου
Πιστεύουμε πὼς τὸ σῶμα τοῦ ἀνθρώπου, ποὺ προσλαμβάνεται στὴν Ἐκκλησία, γίνεται δοχεῖο τῆς ἄκτιστης θείας ἐνέργειας, χριστοφόρο καὶ πνευματοφόρο: «Οὐκ οἴδατε ὅτι τὰ σώματα ὑμῶν μέλη Χριστοῦ ἐστίν;…. ἢ οὐκ οἴδατε ὅτι τὸ σῶμα ὑμῶν ναὸς τοῦ ἐν ὑμὶν Ἁγίου Πνεύματος ἐστίν, οὐ ἔχετε ἀπὸ Θεοῦ, καὶ οὐκ ἔστε ἑαυτῶν;… δοξάσατε τὸν Θεὸν ἐν τῷ σώματι ὑμῶν καὶ ἐν τῷ πνεύματι ὑμῶν, ἄτινά ἐστι τοῦ Θεοῦ» (Ἃ’ Κόρ. στ’ 15-20), «Αὐτὸς δὲ ὁ Θεὸς τῆς εἰρήνης ἁγιᾶσαι ὑμᾶς ὁλοτελεῖς, καὶ ὁλόκληρον ὑμῶν τὸ πνεῦμα καὶ ἡ ψυχὴ καὶ τὸ σῶμα ἀμέμπτως ἐν τὴ παρουσία τοῦ Κυρίου ἠμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ τηρηθείη. Πιστὸς ὁ κάλων ὑμᾶς, ὃς καὶ ποιήσει» (Ἃ’ Θέσ. ἐ’ 23-24).
Τὸ ἀνθρώπινο σῶμα ἐξυψώνεται μέσα στὴν Ἐκκλησία καὶ ἔχει αἰώνιο προορισμό. Ὁ Χριστὸς θὰ «μετασχηματίσει», δηλαδὴ θὰ μεταμορφώσει τὸ ταπεινό μας σῶμα, ὥστε νὰ γίνει «συμμορφον τῷ σώματι τῆς δόξης αὐτοῦ», νὰ λάβει τὴν ἴδια μορφὴ πρὸς τὸ ἔνδοξο σῶμα τοῦ Κυρίου καὶ αὐτὸ θὰ γίνει κατὰ τὴ δευτέρα παρουσία, «μὲ τὴν ἐνέργειαν, μὲ τὴν ὁποία δύναται καὶ νὰ ὑποτάξει τὰ πάντα εἰς τὸν ἑαυτὸν Του» (Φιλιπ. γ’ 21).
Ἡ δόξα τῶν ἁγίων λειψάνων ἀποτελεῖ προεικόνιση αὐτῆς τῆς νέας, τῆς δοξασμένης κατάστασης τοῦ σώματος. Ἡ τιμὴ ποὺ ἀποδίδεται σ’ αὐτὰ στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἀποτελεῖ ἀκόμη μαρτυρία τῆς πίστης μας στὴν καθολικὴ δόξα τοῦ ἀνθρώπου (Ἃ’ Θέσ. ἐ’ 23-24).
Ἡ ἁγιαστικὴ χάρη ἐκφράζεται στὰ ἱερὰ λείψανα μὲ εὐωδία, γιὰ τὴν ὁποία κάνει λόγο ἡ Ἁγία Γραφὴ (Β’ Κόρ. β’ 15. Πρβλ. Ἤσ. ξστ’ 14) καὶ ἐπιτελεῖ θαύματα (Δ/Β’ Βασιλ. ἰγ’ 20-21). Ἡ ἴδια χάρη μεταδίδεται στὰ ἀντικείμενα, τὰ ὅποια ἔρχονται σὲ ἐπαφὴ μὲ τὸ σῶμα τῶν ἁγίων, μὲ ἀποτέλεσμα τὴ θαυματουργία (Δ/Β’ Βασιλ. β’ 8-14. Μάτθ. θ’ 20-22. Μάρκ. στ’ 13. Πράξ. ἰθ’ 12).
Μὲ βάση τὴν καταγωγή μας ἀπὸ τὸν Ἀδὰμ βρισκόμαστε σὲ διάσταση μὲ τὴ δημιουργία τοῦ Θεοῦ (Γέν. γ’ 17-19), ὅμως ὁ ἄνθρωπος τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ ἀκτινοβολεῖ εἰρήνη καὶ μεταδίδει εὐλογία, ἀκόμη καὶ μὲ τὴ σκιὰ τοῦ (Πράξ. ἐ’ 15-16).
Ὁ ἴδιος ὁ Θεὸς λοιπὸν τιμᾶ τὰ λείψανα τῶν ἅγιων ἀνθρώπων καὶ τὰ ἐμποτίζει μὲ τὴν ἄκτιστη θεία Του χάρη. Γι’ αὐτὸ καὶ ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἀποδίδει τιμὴ σ’ αὐτὰ καὶ τὰ θέτει κάτω ἀπὸ τὸ ἱερὸ θυσιαστήριο (Ἔβρ. ἰγ’ 10), μιμούμενη στὸ θέμα αὐτὸ τὸ οὐράνιο, τὸ ἀχειροποίητο θυσιαστήριο (Ἀποκ. στ’ 9) γιατί τὰ δικά μας θυσιαστήρια, εἴναι «ἀντίτυπα τῶν ἀληθινῶν», δηλαδὴ ἐκείνου τοῦ οὐράνιου θυσιαστηρίου (Ἔβρ. θ’ 24).
Ἡ πρώτη Ἐκκλησία τιμοῦσε τὰ ἱερὰ λείψανα. Τὸ Μαρτύριο τοῦ ἁγίου Πολυκάρπου († 156) μᾶς πληροφορεῖ πὼς θεωρούνταν «τιμιώτερα λίθων πολυτελῶν καὶ δοκιμώτερα ὑπὲρ χρυσίον» (Μάρτ. Πολυκ. 18).
Οἱ πιστοὶ συναθροίζονταν στοὺς Τάφους τῶν μαρτύρων, γιὰ νὰ τελέσουν τὴ θεία εὐχαριστία καὶ νὰ γιορτάσουν τὴ μνήμη τῶν ἁγίων. Αὐτὸ μεταδόθηκε στὴ μετέπειτα ἐποχή, δὲν ὑπάρχει μαρτυρία ποὺ νὰ μᾶς πληροφορεῖ πὼς ἡ τιμὴ τῶν ἁγίων λειψάνων δὲν ἦταν καθολικὰ ἀποδεκτή.
Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος (329-390) ὑπογραμμίζει τὰ πολλὰ θαύματα ποὺ γίνονταν μὲ τὰ τίμια λείψανα τοῦ ἁγίου Κυπριανοῦ, «ὅταν ὑπάρχη ἡ πίστις», λέγει καὶ προσθέτει πὼς αὐτὸ τὸ γνωρίζουν «ὅσοι ἔλαβαν πείραν καὶ ἔχουν μεταδώσει τὸ θαῦμα καὶ εἰς ἠμᾶς καὶ θὰ τὸ παραδώσουν καὶ εἰς τὸ μέλλον» (Λόγος κδ’ 18, εἰς τὸν ἅγιον Κυπρ.).
Στὸν πρῶτο στηλιτευτικὸ τοῦ λόγο κατὰ τοῦ Ἰουλιανοῦ ὁ Γρηγόριος ἀναφέρει γιὰ τοὺς ἁγίους: «αὐτῶν εἶναι αἳ μεγάλοι τιμαὶ καὶ πανηγύρεις. Ἀπὸ αὐτοὺς οἱ δαίμονες φυγαδεύονται καὶ αἳ νόσοι θεραπεύονται… αὐτῶν τὰ σώματα μόνα ἔχουν τὴν ἰδίαν δύναμιν μὲ τὰς ἁγίας ψυχᾶς τῶν, εἴτε ἐφαπτόμενα εἴτε τιμώμενα. Αὐτῶν καὶ αἳ ρανίδες μόνο αἵματος καὶ μικρὰ ἀντικείμενα τοῦ πάθους τῶν ἐνεργοῦν ὅσα καὶ τὰ σώματα» (Γρήγ. Θεολ., Λόγος δ’ 69).
Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος ὑπογραμμίζει ὅτι ἀκόμη καὶ ὁ αὐτοκράτορας, «ὁ τὴν ἁλουργίδα περικείμενος» σπεύδει νὰ προσκυνήσει τοὺς τάφους τῶν ἁγίων καὶ «ἔστηκε δεόμενος τῶν ἅγιων», δηλαδὴ προσεύχεται στοὺς ἁγίους «ὥστε αὐτοῦ προστῆναι παρὰ τῷ Θεῶ», γιὰ νὰ σταθοῦν ὑπὲρ αὐτοῦ ἐνώπιόν του Θεοῦ (Χρύσ, Ὕπομν. εἰς Β’ Κόρ., Λόγ. κστ’ 5).
Ὁ ἴδιος ἅγιος, ἐκφράζοντας τὴν πίστη τῆς Ἐκκλησίας προτρέπει: «ἐπιχωρίαζε σηκοῖς μαρτύρων, ὅπου σώματος ὑγεία καὶ ψυχῆς ὠφέλεια», δηλαδὴ νὰ ἐπισκέπτεσαι τοὺς ναοὺς τῶν μαρτύρων, ὅπου θὰ βρεῖς τὴν ὑγεία τοῦ σώματος καὶ τὴν ὠφέλεια τῆς ψυχῆς (Χρύσ, Ὕπομν. Εἰς Μάτθ., Λόγ. λζ’ 7). Σε ἄλλη ὁμιλία προτρέπει τοὺς χριστιανοὺς νὰ πηγαίνουν«εἰς εὐκτήριους οἴκους, καὶ πρὸς Τὰς τῶν ἅγιων μαρτύρων θήκας», δηλαδὴ στοὺς οἴκους τῆς προσευχῆς και στις λειψανοθῆκες τῶν ἁγίων, «ὥστε ἀφοῦ λάβωμε τὴν εὐλογία τῶν, νὰ καταστήσωμε τοὺς ἑαυτοὺς μᾶς ἀκατάβλητους εἰς τὰς παγίδας τοῦ διαβόλου» (Εἰς Γέν., Ὅμιλ. ἴε’ 6). «τὰ ὀστᾶ τῶν ἁγίων ὑποτάσσουν δαίμονας καὶ βασανίζουν, καὶ ἐλευθερώνουν ὅσους ἔχουν δεθεῖ ἀπὸ τὰ πικρότατα ἐκεῖνα δεσμὰ» (Χρύσ. Ὕπομν. Εἰς Β’ Κόρ. Λόγ. κστ’ 5).
Σύμφωνα μὲ τὴν πίστη τῆς πρώτης Ἐκκλησίας ἡ θεία χάρη μεταδίδεται σὲ καθετὶ ποὺ βρίσκεται σὲ ἐπαφὴ μὲ τοὺς ἁγίους. «Ἀκόμη καὶ τὰ ἐνδύματα τῶν ἁγίων εἶναι σεβαστὰ σὲ ὅλη τὴν κτίση», ἀναφέρει ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος καὶ μνημονεύει τὴ μηλωτὴ τοῦ Ἠλία (Δ/Β’ Βασιλ. β’ 8-14), τὰ ὑποδήματα τῶν τριῶν παίδων, ποὺ κατανίκησαν τὴ φωτιὰ (Δᾶν. γ’ 27-28), τὴ ράβδο τοῦ Μωϋσῆ ποὺ ἔκανε τόσα θαύματα, τὰ ἐνδύματα τοῦ Παύλου (Πράξ. ἰθ’ 11-12), τὴ σκιὰ τοῦ Πέτρου (Πράξ. ἐ 12-J6) κ.ἃ (Χρύσ., Πρὸς τοὺς ἀνδριάντας ὅμιλ. ἡ’ 2).
Ὁ ἅγιος Βασίλειος μᾶς πληροφορεῖ πὼς τὸ τίμιο λείψανο τῆς ἁγίας Ἰουλίττας ἁγιάζει τὴν πόλη καὶ ὅσους προσέρχονται στὸν ναό, «ἡ δὲ γῆ, ἡ ὅποια μὲ τὴν ἐκδημία τῆς μακάριας ἐδέχθη τὰς εὐλογίας, ἀνέβλυσεν ἀπὸ τὰ σπλάγχνα τῆς ἁγίασμα» ποὺ εἴναι «εἰς τοὺς ὑγιεῖς φυλακτήριον καὶ χορηγία τέρψεως» καὶ στοὺς ἄρρωστους «παρηγοριὰ» (Μ. Βάσ., ὅμιλ. 2 εἷς τὴν μάρτ. Ἴουλ. 2).
Στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἀποδίδουμε στὰ Ἁγία λείψανα τιμὴ καὶ εὐλαβικὴ προσκύνηση, ἡ ὅποια, ὅπως ἀναφέραμε καὶ στὴν περίπτωση τῶν ἁγίων (σ. 48-50), δὲν ἀποτελεῖ λατρευτικὴ προσκύνηση ἢ λατρεία. Τοῦτο γιατί κανεὶς ποτὲ ὀρθόδοξος χριστιανὸς δὲν ταύτισε στὴ σκέψη τοῦ τὰ τίμια λείψανα μὲ «θεούς».
ΕΓΧΕΙΡΙΔΙΟΝ ΑΙΡΕΣΕΩΝ ΚΑΙ ΠΑΡΑΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΩΝ ΟΜΑΔΩΝ,
Γ’ ΕΚΔΟΣΗ ΕΠΑΥΞΗΜΕΝΗ, ΑΘΗΝΑ 1994
Πιστεύουμε πὼς τὸ σῶμα τοῦ ἀνθρώπου, ποὺ προσλαμβάνεται στὴν Ἐκκλησία, γίνεται δοχεῖο τῆς ἄκτιστης θείας ἐνέργειας, χριστοφόρο καὶ πνευματοφόρο: «Οὐκ οἴδατε ὅτι τὰ σώματα ὑμῶν μέλη Χριστοῦ ἐστίν;…. ἢ οὐκ οἴδατε ὅτι τὸ σῶμα ὑμῶν ναὸς τοῦ ἐν ὑμὶν Ἁγίου Πνεύματος ἐστίν, οὐ ἔχετε ἀπὸ Θεοῦ, καὶ οὐκ ἔστε ἑαυτῶν;… δοξάσατε τὸν Θεὸν ἐν τῷ σώματι ὑμῶν καὶ ἐν τῷ πνεύματι ὑμῶν, ἄτινά ἐστι τοῦ Θεοῦ» (Ἃ’ Κόρ. στ’ 15-20), «Αὐτὸς δὲ ὁ Θεὸς τῆς εἰρήνης ἁγιᾶσαι ὑμᾶς ὁλοτελεῖς, καὶ ὁλόκληρον ὑμῶν τὸ πνεῦμα καὶ ἡ ψυχὴ καὶ τὸ σῶμα ἀμέμπτως ἐν τὴ παρουσία τοῦ Κυρίου ἠμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ τηρηθείη. Πιστὸς ὁ κάλων ὑμᾶς, ὃς καὶ ποιήσει» (Ἃ’ Θέσ. ἐ’ 23-24).
Τὸ ἀνθρώπινο σῶμα ἐξυψώνεται μέσα στὴν Ἐκκλησία καὶ ἔχει αἰώνιο προορισμό. Ὁ Χριστὸς θὰ «μετασχηματίσει», δηλαδὴ θὰ μεταμορφώσει τὸ ταπεινό μας σῶμα, ὥστε νὰ γίνει «συμμορφον τῷ σώματι τῆς δόξης αὐτοῦ», νὰ λάβει τὴν ἴδια μορφὴ πρὸς τὸ ἔνδοξο σῶμα τοῦ Κυρίου καὶ αὐτὸ θὰ γίνει κατὰ τὴ δευτέρα παρουσία, «μὲ τὴν ἐνέργειαν, μὲ τὴν ὁποία δύναται καὶ νὰ ὑποτάξει τὰ πάντα εἰς τὸν ἑαυτὸν Του» (Φιλιπ. γ’ 21).
Ἡ δόξα τῶν ἁγίων λειψάνων ἀποτελεῖ προεικόνιση αὐτῆς τῆς νέας, τῆς δοξασμένης κατάστασης τοῦ σώματος. Ἡ τιμὴ ποὺ ἀποδίδεται σ’ αὐτὰ στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἀποτελεῖ ἀκόμη μαρτυρία τῆς πίστης μας στὴν καθολικὴ δόξα τοῦ ἀνθρώπου (Ἃ’ Θέσ. ἐ’ 23-24).
Ἡ ἁγιαστικὴ χάρη ἐκφράζεται στὰ ἱερὰ λείψανα μὲ εὐωδία, γιὰ τὴν ὁποία κάνει λόγο ἡ Ἁγία Γραφὴ (Β’ Κόρ. β’ 15. Πρβλ. Ἤσ. ξστ’ 14) καὶ ἐπιτελεῖ θαύματα (Δ/Β’ Βασιλ. ἰγ’ 20-21). Ἡ ἴδια χάρη μεταδίδεται στὰ ἀντικείμενα, τὰ ὅποια ἔρχονται σὲ ἐπαφὴ μὲ τὸ σῶμα τῶν ἁγίων, μὲ ἀποτέλεσμα τὴ θαυματουργία (Δ/Β’ Βασιλ. β’ 8-14. Μάτθ. θ’ 20-22. Μάρκ. στ’ 13. Πράξ. ἰθ’ 12).
Μὲ βάση τὴν καταγωγή μας ἀπὸ τὸν Ἀδὰμ βρισκόμαστε σὲ διάσταση μὲ τὴ δημιουργία τοῦ Θεοῦ (Γέν. γ’ 17-19), ὅμως ὁ ἄνθρωπος τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ ἀκτινοβολεῖ εἰρήνη καὶ μεταδίδει εὐλογία, ἀκόμη καὶ μὲ τὴ σκιὰ τοῦ (Πράξ. ἐ’ 15-16).
Ὁ ἴδιος ὁ Θεὸς λοιπὸν τιμᾶ τὰ λείψανα τῶν ἅγιων ἀνθρώπων καὶ τὰ ἐμποτίζει μὲ τὴν ἄκτιστη θεία Του χάρη. Γι’ αὐτὸ καὶ ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἀποδίδει τιμὴ σ’ αὐτὰ καὶ τὰ θέτει κάτω ἀπὸ τὸ ἱερὸ θυσιαστήριο (Ἔβρ. ἰγ’ 10), μιμούμενη στὸ θέμα αὐτὸ τὸ οὐράνιο, τὸ ἀχειροποίητο θυσιαστήριο (Ἀποκ. στ’ 9) γιατί τὰ δικά μας θυσιαστήρια, εἴναι «ἀντίτυπα τῶν ἀληθινῶν», δηλαδὴ ἐκείνου τοῦ οὐράνιου θυσιαστηρίου (Ἔβρ. θ’ 24).
Ἡ πρώτη Ἐκκλησία τιμοῦσε τὰ ἱερὰ λείψανα. Τὸ Μαρτύριο τοῦ ἁγίου Πολυκάρπου († 156) μᾶς πληροφορεῖ πὼς θεωρούνταν «τιμιώτερα λίθων πολυτελῶν καὶ δοκιμώτερα ὑπὲρ χρυσίον» (Μάρτ. Πολυκ. 18).
Οἱ πιστοὶ συναθροίζονταν στοὺς Τάφους τῶν μαρτύρων, γιὰ νὰ τελέσουν τὴ θεία εὐχαριστία καὶ νὰ γιορτάσουν τὴ μνήμη τῶν ἁγίων. Αὐτὸ μεταδόθηκε στὴ μετέπειτα ἐποχή, δὲν ὑπάρχει μαρτυρία ποὺ νὰ μᾶς πληροφορεῖ πὼς ἡ τιμὴ τῶν ἁγίων λειψάνων δὲν ἦταν καθολικὰ ἀποδεκτή.
Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος (329-390) ὑπογραμμίζει τὰ πολλὰ θαύματα ποὺ γίνονταν μὲ τὰ τίμια λείψανα τοῦ ἁγίου Κυπριανοῦ, «ὅταν ὑπάρχη ἡ πίστις», λέγει καὶ προσθέτει πὼς αὐτὸ τὸ γνωρίζουν «ὅσοι ἔλαβαν πείραν καὶ ἔχουν μεταδώσει τὸ θαῦμα καὶ εἰς ἠμᾶς καὶ θὰ τὸ παραδώσουν καὶ εἰς τὸ μέλλον» (Λόγος κδ’ 18, εἰς τὸν ἅγιον Κυπρ.).
Στὸν πρῶτο στηλιτευτικὸ τοῦ λόγο κατὰ τοῦ Ἰουλιανοῦ ὁ Γρηγόριος ἀναφέρει γιὰ τοὺς ἁγίους: «αὐτῶν εἶναι αἳ μεγάλοι τιμαὶ καὶ πανηγύρεις. Ἀπὸ αὐτοὺς οἱ δαίμονες φυγαδεύονται καὶ αἳ νόσοι θεραπεύονται… αὐτῶν τὰ σώματα μόνα ἔχουν τὴν ἰδίαν δύναμιν μὲ τὰς ἁγίας ψυχᾶς τῶν, εἴτε ἐφαπτόμενα εἴτε τιμώμενα. Αὐτῶν καὶ αἳ ρανίδες μόνο αἵματος καὶ μικρὰ ἀντικείμενα τοῦ πάθους τῶν ἐνεργοῦν ὅσα καὶ τὰ σώματα» (Γρήγ. Θεολ., Λόγος δ’ 69).
Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος ὑπογραμμίζει ὅτι ἀκόμη καὶ ὁ αὐτοκράτορας, «ὁ τὴν ἁλουργίδα περικείμενος» σπεύδει νὰ προσκυνήσει τοὺς τάφους τῶν ἁγίων καὶ «ἔστηκε δεόμενος τῶν ἅγιων», δηλαδὴ προσεύχεται στοὺς ἁγίους «ὥστε αὐτοῦ προστῆναι παρὰ τῷ Θεῶ», γιὰ νὰ σταθοῦν ὑπὲρ αὐτοῦ ἐνώπιόν του Θεοῦ (Χρύσ, Ὕπομν. εἰς Β’ Κόρ., Λόγ. κστ’ 5).
Ὁ ἴδιος ἅγιος, ἐκφράζοντας τὴν πίστη τῆς Ἐκκλησίας προτρέπει: «ἐπιχωρίαζε σηκοῖς μαρτύρων, ὅπου σώματος ὑγεία καὶ ψυχῆς ὠφέλεια», δηλαδὴ νὰ ἐπισκέπτεσαι τοὺς ναοὺς τῶν μαρτύρων, ὅπου θὰ βρεῖς τὴν ὑγεία τοῦ σώματος καὶ τὴν ὠφέλεια τῆς ψυχῆς (Χρύσ, Ὕπομν. Εἰς Μάτθ., Λόγ. λζ’ 7). Σε ἄλλη ὁμιλία προτρέπει τοὺς χριστιανοὺς νὰ πηγαίνουν«εἰς εὐκτήριους οἴκους, καὶ πρὸς Τὰς τῶν ἅγιων μαρτύρων θήκας», δηλαδὴ στοὺς οἴκους τῆς προσευχῆς και στις λειψανοθῆκες τῶν ἁγίων, «ὥστε ἀφοῦ λάβωμε τὴν εὐλογία τῶν, νὰ καταστήσωμε τοὺς ἑαυτοὺς μᾶς ἀκατάβλητους εἰς τὰς παγίδας τοῦ διαβόλου» (Εἰς Γέν., Ὅμιλ. ἴε’ 6). «τὰ ὀστᾶ τῶν ἁγίων ὑποτάσσουν δαίμονας καὶ βασανίζουν, καὶ ἐλευθερώνουν ὅσους ἔχουν δεθεῖ ἀπὸ τὰ πικρότατα ἐκεῖνα δεσμὰ» (Χρύσ. Ὕπομν. Εἰς Β’ Κόρ. Λόγ. κστ’ 5).
Σύμφωνα μὲ τὴν πίστη τῆς πρώτης Ἐκκλησίας ἡ θεία χάρη μεταδίδεται σὲ καθετὶ ποὺ βρίσκεται σὲ ἐπαφὴ μὲ τοὺς ἁγίους. «Ἀκόμη καὶ τὰ ἐνδύματα τῶν ἁγίων εἶναι σεβαστὰ σὲ ὅλη τὴν κτίση», ἀναφέρει ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος καὶ μνημονεύει τὴ μηλωτὴ τοῦ Ἠλία (Δ/Β’ Βασιλ. β’ 8-14), τὰ ὑποδήματα τῶν τριῶν παίδων, ποὺ κατανίκησαν τὴ φωτιὰ (Δᾶν. γ’ 27-28), τὴ ράβδο τοῦ Μωϋσῆ ποὺ ἔκανε τόσα θαύματα, τὰ ἐνδύματα τοῦ Παύλου (Πράξ. ἰθ’ 11-12), τὴ σκιὰ τοῦ Πέτρου (Πράξ. ἐ 12-J6) κ.ἃ (Χρύσ., Πρὸς τοὺς ἀνδριάντας ὅμιλ. ἡ’ 2).
Ὁ ἅγιος Βασίλειος μᾶς πληροφορεῖ πὼς τὸ τίμιο λείψανο τῆς ἁγίας Ἰουλίττας ἁγιάζει τὴν πόλη καὶ ὅσους προσέρχονται στὸν ναό, «ἡ δὲ γῆ, ἡ ὅποια μὲ τὴν ἐκδημία τῆς μακάριας ἐδέχθη τὰς εὐλογίας, ἀνέβλυσεν ἀπὸ τὰ σπλάγχνα τῆς ἁγίασμα» ποὺ εἴναι «εἰς τοὺς ὑγιεῖς φυλακτήριον καὶ χορηγία τέρψεως» καὶ στοὺς ἄρρωστους «παρηγοριὰ» (Μ. Βάσ., ὅμιλ. 2 εἷς τὴν μάρτ. Ἴουλ. 2).
Στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἀποδίδουμε στὰ Ἁγία λείψανα τιμὴ καὶ εὐλαβικὴ προσκύνηση, ἡ ὅποια, ὅπως ἀναφέραμε καὶ στὴν περίπτωση τῶν ἁγίων (σ. 48-50), δὲν ἀποτελεῖ λατρευτικὴ προσκύνηση ἢ λατρεία. Τοῦτο γιατί κανεὶς ποτὲ ὀρθόδοξος χριστιανὸς δὲν ταύτισε στὴ σκέψη τοῦ τὰ τίμια λείψανα μὲ «θεούς».
ΕΓΧΕΙΡΙΔΙΟΝ ΑΙΡΕΣΕΩΝ ΚΑΙ ΠΑΡΑΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΩΝ ΟΜΑΔΩΝ,
Γ’ ΕΚΔΟΣΗ ΕΠΑΥΞΗΜΕΝΗ, ΑΘΗΝΑ 1994
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου