Δόξα τω Θεώ, πάντων ένεκεν. - Αγ. Ιωάννης Χρυσόστομος

Πέμπτη 24 Οκτωβρίου 2013

Πῶς στεκόμαστε στὸ ναὸ τοῦ Θεοῦ;



Μεγάλη εὐλογία τοῦ Θεοῦ στὴ ζωή μας καὶ ἰδιαίτερα στὴν πατρίδα μας ἀποτελεῖ τὸ γεγονὸς ὅτι ἔχουμε τόσους πολλοὺς ναοὺς μεγάλους καὶ λαμπρούς, ναοὺς μικρότερους καὶ ταπεινούς, ἐξωκκλήσια στὰ δάση καὶ τὶς κορφὲς τῶν βουνῶν. Κι ἀκόμη μεγαλύτερη εὐλογία τοῦ Θεοῦ τὸ ὅτι μποροῦμε νὰ μετέχουμε τόσο συχνὰ στὶς ἱερὲς Ἀκολουθίες ποὺ γίνονται στοὺς ναούς μας καὶ μάλιστα στὴ θεία Λειτουργία.
 
Πῶς ὅμως θὰ πρέπει νὰ στεκόμαστε καὶ νὰ ἀναστρεφόμαστε μέσα στοὺς ναούς, μάλιστα κατὰ τὴν ὥρα κάποιας Ἀκολουθίας, ἰδιαιτέρως τῆς θείας Λειτουργίας; Τὸν σωστὸ τρόπο εἰσόδου καὶ παρουσίας μας μέσα στὸ ναὸ θὰ τὸν συνειδητοποιήσουμε πολὺ καλύτερα, ἂν θυμηθοῦμε τὸ συγκλονιστικὸ ἐκεῖνο γεγονὸς ἀπὸ τὴ ζωὴ τοῦ Μωυσῆ, ὅπου τοῦ ἐμφανίστηκε ὁ Θεὸς ὡς φωτιὰ σὲ μιὰ βάτο (βλ. Ἐξ. γ΄ 2-6). Τὸ φαινόμενο ἦταν ἐκπληκτικό. Ἡ βάτος βρισκόταν μέσα στὶς φλόγες, ἀλλὰ δὲν γινόταν στάχτη, ὅπως θὰ περίμενε κανείς. Παραξενεύτηκε ὁ Μωυσῆς καὶ πλησίασε νὰ ἐρευνήσει τὸ παράδοξο αὐτὸ θέαμα.
 
Καὶ ἐκεῖ νέα ἔκπληξη τὸν περίμενε:
 
–Μωυσῆ, Μωυσῆ...!
 
Ἀπὸ τὸ βάθος τῆς βάτου, χωρὶς νὰ φαίνεται κανένα πρόσωπο, ὁ Μωυσῆς ἀκούει τὸ ὄνομά του. Ἦταν ἡ φωνὴ τοῦ Θεοῦ. –«Τί ἐστι;», ρωτᾶ μὲ εὐλάβεια.
 
 Καὶ ὁ Κύριος τοῦ ἀπαντᾶ:
 
–«Μὴ ἐγγίσῃς ὧδε. λῦσαι τὸ ὑπόδημα ἐκ τῶν ποδῶν σου· ὁ γὰρ τόπος, ἐν ᾧ σὺ ἕστηκας, γῆ ἁγία ἐστί». Μὴν πλησιάζεις περισσότερο. Βγάλε τὰ παπούτσια ἀπὸ τὰ πόδια σου, διότι ὁ τόπος στὸν ὁποῖο στέκεσαι εἶναι ἅγιος.
 
 Καὶ συνέχισε:
 
–Ἐγὼ ποὺ σοῦ μιλῶ μέσα ἀπὸ τὴ βάτο, εἶμαι ὁ Θεός. Ὁ ἀληθινὸς Θεός, στὸν Ὁποῖο πίστεψαν οἱ προπάτορές σου, ὁ Ἀβραάμ, ὁ Ἰσαὰκ καὶ ὁ Ἰακώβ. Ὁ Μωυσῆς αἰσθανόταν ἱερὸ δέος στὴν ψυχή του. Μπροστά του βρισκόταν ὁ ἴδιος ὁ Θεός. Ἀπὸ εὐλάβεια καὶ σεβασμὸ ἔστρεψε τὸ πρόσωπό του πρὸς τὰ κάτω.
 
Τί σημαίνουν ὅμως αὐτὰ γιὰ μᾶς; Ἐνώπιον τῆς «φλεγομένης βάτου» τῆς ἁγίας Τραπέζης, μέσα στὴν «ἁγία γῆ», τὸν ἱερὸ ναό, στεκόμαστε καὶ μεῖς πολλὲς φορές. Μέσα σ’ αὐτὸν φανερώνεται ὁ ἅγιος Θεὸς καὶ συνομιλοῦμε μαζί Του. Ἐκεῖ τελεῖται ἡ θεία Λειτουργία, οἱ ἱερὲς Ἀκολουθίες καὶ τὰ ἱερὰ Μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας μας, ποὺ μᾶς ἁγιάζουν καὶ μᾶς μεταδίδουν τὴ χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Κάθε φορὰ ποὺ τελεῖται θεία Λει τουργία, ἄγγελοι καὶ ἀρχάγγελοι κινοῦνται ἀνάμεσά μας. Ὁ οὐρανὸς ἀγγίζει τὴ γῆ. Ὁ ναὸς γίνεται οὐρανός. Ἐκεῖ μέσα στὸ ἱερὸ Βῆμα, πάνω στὴν ἁγία Τράπεζα βρίσκεται πάντοτε τὸ ἅγιο Ἀρτοφόριο, ὅπου φυλάσσεται τὸ Σῶμα καὶ τὸ Αἷμα τοῦ Χριστοῦ. Ἄρα εἶναι μυστηριακῶς παρὼν ὁ Κύριος, ἀκόμη καὶ τὶς ὧρες ποὺ δὲν τελεῖται τὸ Μυστήριο τῆς θείας Εὐχαριστίας. Καὶ μόνο στὰ σκαλιὰ τοῦ ναοῦ νὰ πατήσεις, λέει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος, αἰσθάνεσαι μιὰ ἀλλαγή. Ξεχνᾶς τὶς φροντίδες καὶ μέριμνες τῆς ζωῆς, καὶ πνευματικὴ αὔρα περιβάλλει τὴν ψυχή σου. Μπαίνεις μέσα καὶ ἡ ἡσυχία ποὺ ἐπικρατεῖ σοῦ προξενεῖ δέος, ἱερὸ φόβο, σὲ διδάσκει νὰ φιλοσοφεῖς, νὰ μελετᾶς δηλαδὴ βαθιὰ τὰ τῆς ζωῆς σου, σοῦ ἀνεβάζει τὴ διάθεση, δὲν σὲ ἀφήνει νὰ θυμᾶσαι τὰ πράγματα αὐτῆς ἐδῶ τῆς ζωῆς, «μεθίστησί σε ἀπὸ γῆς εἰς τὸν οὐρανόν»· σὲ μεταφέρει ἀπὸ τὴ γῆ στὸν οὐρανό» (PG 51, 145).
 
Γι’ αὐτὸ σὰν τὸν Μωυσῆ καλούμαστε καὶ μεῖς νὰ λύνουμε κατὰ κάποιο τρόπο τὰ «ὑποδήματά» μας, ὅταν μπαίνουμε μέσα στὸ ναὸ τοῦ Θεοῦ. Πρωτίστως ὀφείλουμε ν’ ἀφήνουμε ἔξω ἀπὸ τὴν πόρτα του ὅλες τὶς κοσμικὲς ἔγνοιες, ὑποθέσεις καὶ ὅ,τι παρόμοιο μᾶς ἀπασχολεῖ. Νὰ σταματοῦμε γιὰ λίγο νὰ σκεπτόμαστε τὶς καθημερινές μας φροντίδες. Πολὺ περισσότερο δὲν ἐπιτρέπεται νὰ ἀφήνουμε τὸ νοῦ μας νὰ ἀπασχολεῖται μὲ εἰκόνες καὶ φαντασίες ποὺ μολύνουν τὴν ψυχή. Ἂς ἀφήνουμε ἔξω κάθε ἔγνοια. «Πᾶσαν τὴν βιοτικὴν ἀποθώμεθα μέριμναν», μᾶς καλεῖ ὁ Χερουβικὸς ὕμνος. Νὰ εἰσερχόμαστε μὲ τὴν πίστη ὅτι ὁ χῶρος εἶναι ἱερὸς καὶ ἅγιος καὶ ὅτι ἐκεῖ ἡ παρουσία τοῦ Κυρίου γίνεται αἰσθητότερα φανερή. Ἀλλὰ καὶ μὲ εὐλάβεια καὶ φόβο Θεοῦ!
 
Μέσα στὸν ἱερὸ χῶρο νὰ κινούμαστε ἀθόρυβα. Νὰ πηγαίνουμε στὴ θέση μας καὶ ἐκεῖ νὰ παραμένουμε ἥσυχοι, συγκεντρωμένοι στὸν ἑαυτό μας, μὲ τὸ νοῦ μας ἐνώπιον τοῦ Κυρίου, χωρὶς συζητήσεις, χωρὶς περίεργα βλέμματα, χωρὶς περισπασμούς. Πάντοτε σοβαροί, μὲ μετρημένες κινήσεις καὶ μὲ συναίσθηση τῆς μοναδικῆς ἱερότητας τοῦ χώρου. Ἀκόμη νὰ προσέχουμε τὴ σεμνότητα στὴν ἐμφάνισή μας. Εἶναι ἀσέβεια νὰ μπαίνουμε μέσα στὸ ναὸ καὶ νὰ μετέχουμε στὴ λατρεία μὲ ἄσεμνη καὶ προκλητικὴ ἐνδυμασία. Ὁ ναὸς δὲν εἶναι χῶρος γιὰ ἐπίδειξη. Ἂν αὐτὸ δὲν τὸ προσέχουμε, καὶ τὴν ψυχή μας βλάπτουμε καὶ τοὺς ἄλλους σκανδαλίζουμε. Ὅλοι μας ἔχουμε ἀντιληφθεῖ πόση ἀταξία ἐπικρατεῖ στὴν ἐποχή μας στὸ ζήτημα αὐτό. Ἀταξία ποὺ φθάνει τὰ ὅρια τῆς ἀσέβειας καὶ τῆς ἀναισχυντίας. Τέλος νὰ συμμετέχουμε συνειδητὰ στὴ θεία Λατρεία. Νὰ συμμετέχουμε ὁλόψυχα στὰ τελούμενα. Νὰ συμμετέχουμε μὲ θερμότητα ψυχῆς. «Ἐν τῷ ναῷ ἑστῶτες τῆς δόξης σου, ἐν οὐρανῷ ἑστάναι νομίζομεν», ψάλλουμε σὲ ἕνα τροπάριο. Καθὼς στεκόμαστε στὸ ναὸ τῆς δόξης σου, νομίζουμε ὅτι βρισκόμαστε στὸν οὐρανό. Ἂς διατηροῦμε πάντοτε αὐτὴ τὴ συναίσθηση, γιὰ νὰ μὴ συνηθίζουμε καὶ ξεχνιόμαστε καὶ μπαίνουμε μέσα στὸ ναὸ τοῦ Θεοῦ ψυχρὰ καὶ ἀπὸ ὑποχρέωση.

Περιοδικό "Ο ΣΩΤΗΡ", Τεῦχος 2075

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου