Δόξα τω Θεώ, πάντων ένεκεν. - Αγ. Ιωάννης Χρυσόστομος

Τρίτη 29 Νοεμβρίου 2022

Η γλώσσα ως συστατικό της υπόδουλης ρωμιοσύνης

 


Θεμέλια της εθνικής συνείδησης και ενότητας των υπόδουλων Ελλήνων σε όλη την περίοδο της Τουρκοκρατίας υπήρξαν η ακλόνητη πίστη τους στην Ορθοδοξία, η ακράδαντη θέλησή τους για απελευθέρωση και η διαχρονική εθνική τους γλώσσα.
 Η Ορθοδοξία συγκροτούσε τον αξιακό τους κώδικα και νοηματοδοτούσε τη ζωή αλλά και τον θάνατο. Η θέληση τους για ελευθερία δεν τους επέτρεπε να συμβιβαστούν με μία ζωή μίζερη και υπόδουλη, ξεχνώντας το αληθινό νόημα και την αξία της. Και η γλώσσα, τους συνέδεε με το ένδοξο αρχαιοελληνικό και βυζαντινό παρελθόν και τους διαφοροποιούσε από τους κατακτητές.

Η διαπίστωση αυτή δεν αποτελεί απλώς ιστορικό συμπέρασμα αλλά προέρχεται από την επίσημη καταγραφή της θέλησης των Ελλήνων να ζήσουν ελεύθεροι, με διακριτή εθνική ταυτότητα και αναγνωρισμένη πολιτική υπόσταση. Αυτή τη θέληση κατέγραψαν τα επαναστατικά συντάγματα, από το πρώτο κιόλας χρόνο του αγώνα για ανεξαρτησία.

Ήδη από τις 15 Νοεμβρίου 1821, σε δύο διατάξεις του ψηφισμένου στα Σάλωνα της Φωκίδας Συντάγματος της Νομικής Διατάξεως της Ανατολικής Χέρσου Ελλάδος, αναφέρεται ότι όλα τα σύμβολα των Ελλήνων είναι προπατορικά: γλώσσα, πατρίδα και η σημαία του Σταυρού[1].

Η Β΄ Εθνοσυνέλευση στο Άστρος αναφέρει πως:

«Αν και όλας τας θρησκείας και γλώσσας δέχεται η Ελλάς, και τας τελετάς και χρήσιν αυτών, κατ΄ ουδένα τρόπον δεν εμποδίζει την Ανατολικήν όμως του Χριστού Εκκλησίαν και την σημερινήν γλώσσαν μόνας αναγνωρίζει ως επικρατούσας θρησκείαν και γλώσσα της Ελλάδος»[2]

Η αμφισβήτηση της συνέχειας της ελληνικής γλώσσας

Όλα τα επαναστατικά κείμενα είναι γραμμένα στη λόγια  – καθαρεύουσα γλώσσα, τη γλώσσα που χρησιμοποιούσε ο ελληνικός λαός σε όλη την περίοδο της Τουρκοκρατίας. Μία γλώσσα που είχε δύο μορφές -όχι δύο γλώσσες-, τη δημώδη και τη λόγια, χωρίς ποτέ να έρθει σε σύγκρουση μία προς την άλλη. Το λεγόμενο «γλωσσικό ζήτημα» εμφανίστηκε στις πρώτες δεκαετίες του 19ου αιώνα, υστερόβουλα, ως διγλωσσία, και προήλθε από Ευρωπαίους οι οποίοι δεν μπόρεσαν ή δεν θέλησαν να καταλάβουν πως η ελληνική γλώσσα της Τουρκοκρατίας ήταν μία φυσική εξέλιξη της αρχαίας ελληνικής. Συχνά κακόβουλα, χρησιμοποίησαν την απλή γλώσσα του λαού ως αποδεικτικό στοιχείο της τέλειας διαφθοράς, κατ΄ αυτούς, της νεοελληνικής γλώσσας και συνεπώς της πλήρους αποξένωσης της Νέας Ελλάδας από το αρχαίο παρελθόν της[3].

Το γεγονός αυτό αποδεικνύει πως η γλώσσα δεν αποτελεί ένα από τα πολλά στοιχεία της εθνικής μας ταυτότητας αλλά ένα στοιχείο πρωτεύον, με πολιτιστικές, πνευματικές αλλά και πολιτικές διαστάσεις.

«Πρωτοπόρος» και πρωτοστάτης τις αλλοιώσεις της Ελληνικής προφοράς των αρχαίων ελληνικών κειμένων από τους Βυζαντινούς υπήρξε ο ιερέας Έρασμος  (1466-1536). Εκείνος είναι ο πρώτος που επίσημα αφήνει να εννοηθεί πως το Βυζάντιο δεν μπορεί να διεκδικήσει τον ρόλο του συνεχιστή του αρχαίου Ελληνικού πολιτισμού, καθώς –κατά τη γνώμη του- έχει αλλοιώσει τον τρόπο εκφοράς της αρχαίας ελληνικής γλώσσας. Το σχετικό του έργο με την –δήθεν- αποκατάσταση της ορθής προφοράς διαδόθηκε σε όλη την Ευρώπη και έμεινε γνωστή ως «ερασμική προφορά»[4].

Ο Έρασμος έχει μεγάλη σημασία και τα νεοελληνικά μας γράμματα, διότι υπήρξε η αιτία να αφυπνιστούν οι σημαντικότεροι λόγιοι του Νέου Ελληνισμού με κοινό σκοπό την αποκατάσταση της αλήθειας.

Ο Νεόφυτος Δούκας (1760-1845), ο Αθανάσιος Χριστόπουλος (1772-1847) και ιδιαιτέρως ο Κωνσταντίνος Οικονόμος ο εξ Οικονόμων (1780-1857), ο όποιος γράφει ειδικό βιβλίο προκειμένου να προφυλάξει τους Ρώσους σπουδαστές της Ελληνικής από την «ερασμική αίρεση» και να διατηρήσει την σωστή εκφορά πολλών ιερών ονομάτων και τα ονόματα όλων σχεδόν των Αγίων της Εκκλησίας[5]. Γράφει πολύ χαρακτηριστικά:

«Οι λεγόμενοι Ερασμίτες Ελληνιστές Γερμανοί και Άγγλοι και Γάλλοι και άλλοι άλλων της Ευρώπης Εθνών απαγγέλουσι τα Ελληνικά κατά την ερασμιακή προφορά ενώ την δική μας προφορά της Ελληνικής αποκρούουν ως αποδιοπομπαίον τράγο και την αποσκορακίζουν, ως τελείως πλαστή, κίβδηλη και εντελώς κατεστραμμένη»[6].

Και αλλού:

«Επαινούσι τους παλαιούς, με σκοπόν να λοιδωρήσωσι τους νεώτερους Έλληνας. Ας εξετάσουν οι κατήγοροι αν άλλο έθνος κατατρυχώμενο αδιάκοπα και από εσωτερικούς τυράννους και από εξωτερικούς ψευδαδελφούς μπόρεσε να κρατήσει τον τράχηλο ορθό και να ζητεί μόνο του τα μέσα θεραπείας και συμφορών του καθώς οι Έλληνες»[7].

Ο Κερκυραίος διαφωτιστής Σπυρίδων Κόνδος (1770-1833), τιμημένος από τον Ναπολέοντα και πρωτοδίκης στη Λευκάδα, ξιφουλκεί κατά των δήθεν ενδιαφερομένων για την καθαρότητα της ελληνικής γλώσσης, αποκαλύπτοντας τους ως τους χειρότερους των μισελλήνων και χαρακτηρίζοντάς τους ως δηλητηριώδεις όφεις, μισθοφόρους ανθελληνικών συμφερόντων, ευγνωμονώντας όμως συγχρόνως τους γνήσιους φιλέλληνες[8].

Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η περίπτωση του Παναγιώτη Κοδρικά (1762-1827), Αθηναίου λόγιου, γραμματικού του ηγεμόνα της Μολδαβίας Μιχαήλ Σούτσου και μεταφραστή και διερμηνέα του Υπουργείου Εξωτερικών της Γαλλίας. Ο Κοδρικάς κλήθηκε να ανασκευάσει την θεωρία του ακαδημαϊκού Ελληνιστή Bonamy, ο οποίος υποστήριζε ότι πολλές από τις νεοελληνικές εκφράσεις προέρχονται από την γαλλική γλώσσα και πως η γλώσσα των σύγχρονων Ελλήνων μορφοποιήθηκε πρώτα πάνω στη γαλλική και την ιταλική[9].

Ο σημαντικότατος αν και εν πολλοίς άγνωστος αυτός λόγιος, με σοβαρότατα επιχειρήματα κατέληξε πως η σύγχρονη ελληνική γλώσσα δεν είναι παρά η νέα μορφή της αρχαίας κοινής διαλέκτου και είναι έργο πολλών αιώνων, προερχόμενη από στοιχεία της αιολικής, δωρικής, ιωνικής και αττικής διαλέκτου. Παραδέχτηκε την ανάμειξη στοιχείων βαρβαρικών διαλέκτων, διαχώρισε όμως τις τέσσερις γλώσσες που μιλά ολόκληρο το ελληνικό έθνος: Την εκκλησιαστική, την πολιτική των κρατικών υπαλλήλων, την εμπορική και την λόγια ή φιλολογική.

Όλη η γνώση, όλη του η προσφορά αλλά και όλη του η πατριωτική φλόγα συμπυκνώνεται στην αφιέρωση που έγραψε σε ένα άλλο βιβλίο του[10], το οποίο προσέφερε στον αυτοκράτορα της Ρωσίας Αλέξανδρο τον πρώτο. Εκεί ο Κοδρικάς υπογραμμίζει ότι το δόγμα της Αγίας Θρησκείας διαδόθηκε στον κόσμο με την ελληνική γλώσσα, τη θεία αυτή η γλώσσα, που ενώνει τον άνθρωπο με το Θεό και είναι αδιαχώριστη από τη χριστιανική θρησκεία και προσθέτει: «Το Ελληνικό Έθνος ανάμεσα στις πιο σκληρές μετάπτωσης της τύχης, μπόρεσε να διατηρήσει την ακεραιότητα του και το όνομά τους έθνος με το να διαφυλάξει τη θρησκεία του και τη γλώσσα του. Χωρίς τη μία ή την άλλη, το Έθνος θα είχε πάψει να υπάρχει»[11].

 

 

Παραπομπές:
[1] Τμ. Γ΄, Κεφ. Α΄, άρθρο β΄, Βλ. Γ. Καρελλάς, Συνταγματική Ιστορία της Ελλάδος. Ελληνικά πολιτεύματα από της εποχής του ρήγα μέχρι σήμερον 1798-1975. Ιστορική και κριτική έρευνα επί τη βάσει ανεκδότων αρχείων και πιστών πρωτοτύπων, Αθήνα 1975, 266.
[2] Τμ. Α΄, Κεφ. Α΄, άρθρ. κστ΄, Βλ. Καρελλάς, όπ. π., 256.
[3] Μαρίας Μαντουβάλου, Η διαχρονική γραπτή και προφορική ελληνική γλώσσα, ως σταθερό στοιχείο της εθνικής ταυτότητας του τουρκοκρατούμενου και επαναστατημένου ελληνορθόδοξου Γένους, και ως αναιρετικό των αμφισβητήσεων της ελληνικής εθνικής συνέχειας. Πρωτογενείς μαρτυρίες» στο Ορθόδοξη Εκκλησία και διαφύλαξη της εθνικής ταυτότητας. Νεομάρτυρες, Άγιος Κοσμάς ο Αιτωλός, επαναστατικά κινήματα,  Πρακτικά Γ΄ Συνεδρίου,  Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Ελλάδος, εκδ. ΑΡΧΟΝΤΑΡΙΚΙ, 58-59.
[4] Εράσμου, Διάλογος περί της ορθής προφοράς του λατινικού και του ελληνικού λόγου, Εισαγωγή, μετάφραση και σχόλια στο έργο «De recta Latini Graecique sermonis pronuntiatione dialogus», από τον Νίκο Πετρόχειλο, Αθήνα 2000.
[5] Περί της γνησίας προφοράς της Ελληνικής Γλώσσης. Βιβλίον Συνταχθέν υπό του Οικονόμου Κωνσταντίνου Πρεσβυτέρου, του εξ Οικονόμων γενεαλογουμένου. Ετυπώθη δαπάνη της Αδελφότητος των Ζωσιμάδων. Εν Πετρουπόλει 1830.
[6] Όπ. π., 2.
[7] Όπ. π., 418, 419, 421.
[8] Ανέκδοτο χειρόγραφο που βρίσκεται στην κατοχή της Μαρίας Μαντουβάλου, όπως αναφέρει  η σχετική υποσημείωση 15 στο παραπάνω άρθρο της, 63.
[9] Observations sur l’ opinion de quelques Hellenistestouchant le grec modern, par P. Codrika Athenien, A Paris, de l’ imprimerie Allemande de Kramer, An XII (1803).
[10] Μελέτη της Κοινής Ελληνικής Διαλέκτου παρά Παναγιωτάκη Καγκελλαρίου Κοδρικά του εξ Αθηνών, πρώην Μεγάλου Γραμματικού της Αυθεντείας Βλαχίας και Μολδαυίας. Εκδοθείσα φιλοτίμω δαπάνη των ευγενών και φιλογενών Αλεξάνδρου Πατρινού και αδελφών Ποστόλακα. Τόμος Α. εν Παρισίω, εκ της τυπογραφίας, Ι.Μ. Εβεράρτου, ΑΩΠΗ (1818).
[11] Όπ. π., χ.α., προσφώνηση στον Τσάρο Αλέξανδρο Α΄.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου