Δόξα τω Θεώ, πάντων ένεκεν. - Αγ. Ιωάννης Χρυσόστομος

Παρασκευή 7 Μαρτίου 2025

Η ΣΗΜΑΣΙΑ ΤΩΝ ΙΕΡΩΝ ΕΙΚΟΝΩΝ ΣΤΗΝ ΕΛΛΗΝΟΡΘΟΔΟΞΗ ΠΑΡΑΔΟΣΗ ΜΑΣ

 

ΛΑΜΠΡΟΥ Κ. ΣΚΟΝΤΖΟΥ Θεολόγου - Καθηγητού

       Η Α΄ Κυριακή των Νηστειών είναι αφιερωμένη στην μεγάλη εορτή της Ορθοδοξίας μας. Σύμπασα η Εκκλησία εορτάζει με κάθε λαμπρότητα, με κύριο  χαρακτηριστικό του εορτασμού την περιφορά των ιερών εικόνων και την ανάγνωση του Συνοδικού της Ζ΄ Οικουμενικής Συνόδου σε όλους τους ναούς.

     Οι Πατέρες της Εκκλησίας μας όρισαν να εορτάζεται η ημέρα αυτή σε ανάμνηση της παύσης της εικονομαχίας και της οριστικής αναστήλωσης των ιερών εικόνων από την  ευσεβή βασίλισσα  του Βυζαντίου Θεοδώρα (μετέπειτα αγία της Εκκλησίας μας) στις 4-3-843. Το γεγονός αυτό θεωρήθηκε μείζονος σημασίας διότι με τις αποφάσεις της Ζ΄ Οικουμενικής Συνόδου (787), ολοκληρώθηκε η διατύπωση της δογματικής διδασκαλίας της Εκκλησίας μας (τριαδολογικό και χριστολογικό δόγμα). Η εικονομαχική έριδα (726-843) υπήρξε άλλωστε ένας θλιβερός σταθμός της εκκλησιαστικής ιστορίας, η οποία προξένησε αφάνταστη φθορά στο σώμα της Εκκλησίας. Μέσα όμως από αυτή τη λαίλαπα βγήκε και κάτι θετικό, η διατύπωση της θεολογίας των ιερών εικόνων, η οποία κατ ουσίαν, όπως θα δούμε, είναι επέκταση και ανάπτυξη του χριστολογικού δόγματος.

      Όπως είναι γνωστό το πρόβλημα της εικονομαχίας το προκάλεσαν παράγοντες έξω από την Ελληνορθοδοξία. Ο Ιουδαϊσμός και ο Ισλαμισμός θεωρούν τον εικονισμό ως ειδωλολατρία. Γενικά η λαοί της Μέσης Ανατολής απεχθάνονται την εικονική τέχνη, γι’ αυτό και πέρασε αυτή η νοοτροπία στις θρησκείες τους. Αντίθετα ο Ελληνισμός, η πιο ευγενική έκφραση του παγκοσμίου πολιτισμού, όχι μόνο δέχεται τον εικονισμό, αλλά και τον προήγαγε σε ύψιστη τέχνη.

        Ο Χριστιανισμός στην ορθόδοξη μορφή του, όπως είναι γνωστό, απόρριψε  τις προλήψεις του  παρελθόντος και υιοθέτησε κάθε άξία που προάγει την ανθρώπινη προσωπικότητα. Ο Ελληνισμός  έδωσε άπειρα στοιχεία χρήσιμα στη νέα πίστη. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι ο Ελληνισμός στην γνήσια μορφή του μεταστοιχειώθηκε ως Χριστιανισμός και συγκεκριμένα σε Ελληνορθοδοξία!

        Η απαράμιλλη εικονική  ελληνική τέχνη παραλήφθηκε από την Εκκλησία και χρησιμοποιήθηκε για την ποιμαντική Της διακονία. Η εικόνα από την εποχή των κατακομβών μέχρι σήμερα λειτουργεί ως το βιβλίο των αγραμμάτων στους ναούς. Για να είναι αυτό σύμφωνο με την θεολογία της Εκκλησίας μας, οι Πατέρες διατύπωσαν  προσεκτική διδασκαλία σύμφωνη με τις βιβλικές επιταγές.

      Βεβαίως η Παλαιά Διαθήκη απαγορεύει ρητά την προσκύνηση ομοιωμάτων -ειδώλων του Θεού (Έξοδ.20,4), αλλά μέχρι τότε ο Θεός ήταν άγνωστος στους ανθρώπους,  και γι' αυτό είχαν αντικαταστήσει τη λατρεία του Θεού με ξόανα και άλλα ομοιώματα. Αυτή τη λατρεία απαγορεύει η Παλαιά Διαθήκη. Στην Καινή Διαθήκη, την εποχή της χάρητος, ο Θεός έγινε άνθρωπος στο πρόσωπο του Χριστού, «ο Λόγος σάρξ εγένετο και εσκήνωσεν εν ημίν, και εθεασάμεθα την δόξαν αυτού» (Ιωάν.1,14). Τον είδαμε, τον ακούσαμε «και αι χείρες ημών εψηλάφησαν» Αυτόν (Α΄Ιωάν.1,1), «Ημείς δε ανακεκαλυμμένω προσώπω την δόξαν Κυρίου κατοπτριζόμεθα» (Ι.Δαμασκ. P.G.94,1328). Η πραγματική ενανθρώπησή Του μας υποχρεώνει να Τον θεωρούμε τέλειο άνθρωπο, όπως και τέλειο Θεό. Κατά συνέπεια ως πραγματικός άνθρωπος μπορεί ακόμα και να εικονισθεί, διαφορετικά η μη παραδοχή του εικονισμού Του σημαίνει μη παραδοχή της πραγματικής ενανθρώπησής Του.

       Οι μεγάλοι Πατέρες και διδάσκαλοι της Εκκλησίας μας, που αναδείχθηκαν μέσα

από τη λαίλαπα της εικονομαχίας, διατύπωσαν το ορθόδοξο δόγμα με προσοχή και ευλάβεια. Η προσκύνηση της ιερής εικόνας του Χριστού και των άλλων ιερών προσώπων του Χριστιανισμού δεν είναι ειδωλολατρία, όπως κατηγορούνταν από τους εικονομάχους, αλλά η τιμή απευθύνεται προς το εικονιζόμενο πρόσωπο, καθότι «η της εικόνος τιμή επί το πρωτότυπον διαβαίνει» (Μ.Βασίλειος P.G. 32,149) και «Προσκυνούμεν δε ταις εικόσιν ου τη ύλη προσφέροντες την προσκύνησιν, αλλά δι΄αυτών τοις εν αυταίς εικονιζομένοις» (Ι. Δαμασκ. P.G.94 1356). Η  ευλογία και η χάρη που λαμβάνει ο πιστός από την προσκύνηση των ιερών εικόνων δίνεται από το ζωντανό ιερό πρόσωπο και όχι από την ύλη της εικόνας.

      Η εικόνα έχει επίσης τεράστια ποιμαντική χρησιμότητα. Μια εικόνα, σύμφωνα με  γλωσσική έκφραση, αξίζει περισσότερο από χίλιες λέξεις. Αυτό σημαίνει ότι μέσω της εκκλησιαστικής εικονογραφίας οι πιστοί βοηθούνται να αναχθούν στις υψηλές πνευματικές θεωρίες και στο θείο.

       Οι εικονοκλαστικές αρχές της εικονομαχικής περιόδου δυστυχώς υιοθετήθηκαν στη συνέχεια από διάφορες αιρετικές ομάδες και διασώζονται ως τις μέρες μας. Οι διάφορες προτεσταντικές ομάδες έχουν ως κύρια αρχή τους τον ανεικονισμό και πολεμούν με λύσσα την Ορθοδοξία μας, η οποία δέχεται την τιμητική προσκύνηση των ιερών προσώπων της πίστεώς μας μέσω των ιερών εικόνων.

      Απαντάμε στους σύγχρονους εικονοκλάστες ότι η Αγία μας Καθολική Εκκλησία καθόρισε επακριβώς τα όρια της αλήθειας και της πλάνης. Μια προσεκτική ανάγνωση του «Συνοδικού» της Ζ΄ Οικουμενικής Συνόδου, που διαβάζεται στους ναούς την Κυριακή της Ορθοδοξίας, περιχαρακώνει την βιβλική αλήθεια και δίνει πειστική απάντηση στους επικριτές της Εκκλησίας μας. Η εικονομαχία είναι αποστροφή προς την ύλη, απόρροια των αιρετικών μανιχαϊστικών δοξασιών, οι οποίες δυστυχώς πέρασαν μέσα στις διδασκαλίες πολλών αιρετικών ομάδων, όπως και των συγχρόνων μας αιρετικών προτεσταντών.

     Αλλά δεν έχει μόνο σημασία για την Εκκλησία η αναστήλωση των Ιερών Εικόνων, αλλά και για τον παγκόσμιο πολιτισμό. Ο μονολιθικός θρησκευτικός ανεικονισμός είχε αναμφίβολα αρνητικές συνέπειες για την προαγωγή της εικονικής ωραιότητας. Η εικόνα και μάλιστα η θρησκευτική απεικόνιση, αποτελεί βασικό στοιχείο του παγκόσμιου πολιτισμού. Η παγκόσμια πολιτιστική κληρονομιά έχει να επιδείξει ανυπολόγιστης καλλιτεχνικής αξίας έργα θρησκευτικής ζωγραφικής. Τα σπουδαιότερα μνημεία – ναοί του κόσμου είναι καταστόλιστοι από εικονογραφίες άφθαστης τεχνοτροπίας. Το ίδιο και τα μεγάλα μουσεία επιδεικνύουν με καμάρι εικόνες θρησκευτικής τέχνης. Είναι γνωστό σε όλους το παγκόσμιο ενδιαφέρον για την ορθόδοξη εικονογραφία και γι’ αυτό οργανώνονται εκθέσεις με τεράστια επιτυχία.  Μπορούμε να σκεφτούμε ποια θα ήταν τα αποτελέσματα, αν επικρατούσαν οι εικονομάχοι στο Βυζάντιο. Δε θα είχαμε τη δυνατότητα να θαυμάζουμε αυτούς τους θησαυρούς, οι οποίοι είναι για μας τους ορθοδόξους το ξεχείλισμα της πίστεως των διαχρονικών ιερών εικονογράφων. Άλλωστε η εικονογραφία για την Ορθοδοξία μας δεν ήταν μια μονοσήμαντη καλλιτεχνική έκφραση, αλλά βαθειά μυστική λειτουργία του εικονογράφου, ο οποίος ζωγράφιζε νηστεύοντας και προσευχόμενος!

    Μελετώντας επίσης με προσοχή το «Συνοδικό», που διαβάζεται αυτή τη μεγάλη ημέρα στους ναούς, κατά την τελετή της περιφοράς των Ιερών Εικόνων, μπορούμε να δούμε ξεκάθαρα τη μέριμνα των Πατέρων της αγίας Ζ΄ Οικουμενικής Συνόδου να αποκαθαρθεί η πίστη της Εκκλησίας από περιρρέουσες ιδέες του παρελθόντος, τις οποίες κάποιοι αναμίγνυαν με την διδασκαλία Της, ώστε να επικρατεί σύγχυση στους πιστούς. Βεβαίως το θέμα αυτό είναι μεγάλο δεν εξαντλείται σε μια παράγραφο του παρόντος άρθρου. Κάποιοι, τα τελευταία χρόνια, που αρέσκονται να παριστάνουν τους «ελληναράδες», ασκούν σκληρή κριτική κατά των «όρων» της αγίας Ζ΄ Οικουμενικής Συνόδου, ότι δήθεν μέσω αυτών …υβρίζεται ο ελληνισμός! Δεν κάνουν τον κόπο όμως να μελετήσουν την αντιφατικότητα και το ξεπερασμένο αυτών των απόψεων, τις οποίες αν και κάποιες από αυτές τις διατύπωσαν διακεκριμένοι σοφοί και συγγραφείς της αρχαίας Ελλάδος, όπως είναι οι πλατωνικές ιδέες για την προΰπαρξη των ψυχών, τις οποίες πρώτοι (η πλειοψηφία) των άλλων αρχαίων σοφών τις απέρριπτε (π.χ. σοφιστές, επικούρειοι, κλπ)! Ή έστω την άποψη κάποιων άλλων σοφών, οι οποίοι δίδασκαν την αιωνιότητα του υλικού κόσμου, την οποία και αυτή είχαν απορρίψει πάμπολλοι άλλοι σοφοί, όπως οι νεοπλατωνικοί, διότι έρχεται σε κραυγαλέα αντίθεση με το «Ένα», την πρωταρχική αρχή του κόσμου! Αφού λοιπόν οι θεωρίες αυτές ήταν απορριπτόμενες από άλλους σοφούς της αρχαίας Ελλάδος, γιατί να τις υιοθετήσει η Εκκλησία, για την Οποία αυτές ήταν αντίθετες  με τη διδασκαλία Της; Ας αποκαλέσουν πρώτα υβριστές της Ελλάδος τους σοφιστές και τους επικούρειους, οι οποίοι δεν δέχονταν και πολεμούσαν το ιδεοκρατικό σύστημα του Πλάτωνος. Επίσης ας αποκαλέσουν πρώτα τον Πλάτωνα υβριστή της Ελλάδος, διότι θεωρούσε μόνες πραγματικότητες τις αρχετυπικές ιδέες και τον υλικό κόσμο μη πραγματικό, «φάσμα των ιδεών» και μετά την Αγία μας Εκκλησία και τους θεοφόρους Πατέρες μας! Ασφαλώς θα τρίζουν τα τιμημένα κόκκαλα όλων των αρχαίων σοφών προγόνων μας, οι οποίοι ήξεραν να βιώνουν το σεβασμό προς τον άλλον, έστω και αν διαφωνούσε μαζί τους! Θα τρίζουν από αγανάκτηση, διότι κάποιοι φανατικοί, αμαθείς και εμπαθείς έχρισαν τους εαυτούς τους σε όψιμους τιμητές και υπερασπιστές τους, μη γνωρίζοντας οι δύστυχοι ότι ο διαχρονικός ελληνικός πολιτισμός, από τα βάθη της ιστορίας, ως τα σήμερα, είναι σύνθεση και όχι δογματική μονολιθικότητα! Οι θεοφόροι Πατέρες της Εκκλησίας μας, ως γνήσιοι Έλληνες (στην καταγωγή, τη σκέψη και τη νοοτροπία) και εν προκειμένω οι Πατέρες της Ζ΄ Οικουμενικής Συνόδου, σκέφτηκαν και έπραξαν ελληνικά, εκφράστηκαν σύμφωνα με τα πιστεύω τους, ελεύθερα και απέκλεισαν κάποιες ιδέες από την επίσημη διδασκαλία της Εκκλησίας, οι οποίες δε συμφωνούσαν με Αυτήν. Σκέφτηκαν και έπραξαν όπως οι φημισμένοι πρόγονοί τους, οι οποίοι ήταν εκλεκτικοί, και όπως κάνουν οι Έλληνες οι μεταγενέστεροι. Έπραξαν ό, τι έπρατταν οι σοφιστές ή ηδονιστές, κατά των ιδεοκρατών ή ό, τι έπραττε ο μέγας Σωκράτης κατά των σοφιστών, οι οποίοι υπεράσπιζαν τις αρχές τους, απορρίπτοντας ό, τι δε συμφωνούσε με αυτές. Θλιβερή εξαίρεση στη μακραίωνη παράδοσή μας είναι οι σύγχρονοι αρχαιόπληκτοι «αρχαιολάτρες» και άλλοι θωλοκουλτουριάρηδες, οι οποίοι πάσχουν από ανίατο μονισμό για την αρχαία Ελλάδα. Λες και οι αρχαίοι τους «διόρισαν αγροφύλακες» στα αθάνατα διαχρονικά τους κτήματα, τα οποία είναι πια κτήματα όλου του πολιτισμένου κόσμου και πιο πολύ σε μας τους απογόνους τους! Υβριστής των αρχαίων προγόνων μας δεν είναι η Εκκλησία με τον απόλυτα δικαιολογημένο εκλεκτισμό Της, αλλά πραγματικοί υβριστές είναι όσοι βρίζουν τον διαχρονικό Ελληνισμό. Εν προκειμένω, πραγματικοί και μάλιστα άθλιοι υβριστές είναι όσοι βρίζουν, με τη γνωστή ψυχοπαθολογική υστερία, την πίστη εκατομμυρίων νεοελλήνων, οι οποίοι σε πείσμα των υβριστών τους βιώνουν το ελληνικό ιδεώδες ίσως γνησιότερα από εκείνους!    

     Σε αντίθεση με όλους τους λογίς εικονοκλάστες, εμείς, ως ορθόδοξοι χριστιανοί, μετέχουμε της αλήθειας και ταυτόχρονα, ως έλληνες, μετέχουμε του ωραίου. Χάρη σ' αυτές τις δύο σταθερές διαφέρουμε από όλους όσους έχουν μονοσήμαντες πίστεις και αναγάγουν τον μονισμό σε  έχουμε το προβάδισμα στην αληθινή πρόοδο και τον παγκόσμιο πολιτισμό και αναγκάζονται οι άλλοι να μας ακολουθούν…

 

ΟΙ ΔΗΘΕΝ ΥΒΡΕΙΣ ΚΑΤΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ ΤΗΝ ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ

 

ΛΑΜΠΡΟΥ Κ. ΣΚΟΝΤΖΟΥ Θεολόγου - Καθηγητού

       Η Αγία μας Ορθόδοξη Καθολική Εκκλησία καθόρισε, ως όφειλε, επακριβώς τα όρια της αλήθειας και της πλάνης, διότι πιστεύει ότι η αλήθεια είναι συνώνυμη με τη σωτηρία. Οι αποφάσεις των Οικουμενικών Συνόδων περιχαρακώνουν την βιβλική αλήθεια και την αυτοσυνειδησία της Εκκλησίας μας, ώστε να αποτελούν την αλάνθαστη πυξίδα πλεύσης του νοητού σκάφους της ως τα έσχατα της ιστορίας.             

       Μελετώντας με προσοχή το «Συνοδικό» Της Ζ΄ Οικουμενικής Συνόδου, το οποίο διαβάζεται την Κυριακή της Ορθοδοξίας στους ναούς, κατά την τελετή της περιφοράς των Ιερών Εικόνων, μπορούμε να δούμε ξεκάθαρα τη μέριμνα των Πατέρων να καθαρθεί η πίστη της Εκκλησίας από περιρρέουσες ιδέες του παρελθόντος, τις οποίες κάποιοι αναμίγνυαν με την διδασκαλία Της, με στόχο να επικρατεί σύγχυση στους πιστούς.

      Κάποιοι, όμως περίεργοι τύποι, τα τελευταία χρόνια, που αρέσκονται να παριστάνουν τους «ελληναράδες», ασκούν σκληρή κριτική κατά των «όρων» της αγίας Ζ΄ Οικουμενικής Συνόδου, ότι δήθεν μέσω αυτών …υβρίζεται ο Ελληνισμός, επειδή απορρίπτονται από αυτή ορισμένες δοξασίες των αρχαίων προγόνων μας ως αντίθετες με τη χριστιανική διδασκαλία! Δεν κάνουν όμως τον κόπο να μελετήσουν, τι είδους δοξασίες είναι αυτές και την αντιφατικότητα και το ξεπερασμένο τους, ακόμη και στην αρχαία Ελλάδα.  

       Αναφέρουμε ως παραδείγματα τις δοξασίες της προΰπαρξης των ψυχών και της αϊδιότητας του κόσμου, τις οποίες η πλειοψηφία των αρχαίων σοφών (π.χ. σοφιστές, επικούρειοι, κλπ) τις απέρριπτε, αν και είχαν διατυπωθεί από μεγάλους σοφούς (π.χ. Πλάτων). Την ύπαρξη και κατά συνέπεια την προΰπαρξη της ψυχής την είχαν απορρίψει οι περισσότεροι των αρχαίων φιλοσόφων. Η δοξασία περί της αιωνιότητας του υλικού κόσμου, αν και είχε διατυπωθεί από ορισμένους φιλοσόφους (υλοζωιστές), εν τούτοις την απέρριψαν πάμπολλοι άλλοι σοφοί, όπως οι νεοπλατωνικοί, διότι ερχόταν σε κραυγαλέα αντίθεση με την πίστη τους στο «Ένα», την πρωταρχική, κατ’ αυτούς, «άυλη» αρχή του κόσμου! Έστω επίσης οι  αρχαιοελληνικές πίστεις στην ειμαρμένη καθώς και η πίστη στη «θεότητα» των άστρων των στωικών, όχι μόνο απορρίφτηκαν από την πλειοψηφία των αρχαίων σοφών, αλλά πολεμήθηκαν με σφοδρότητα από τους ατομικούς φιλοσόφους, τον Αναξαγόρα, τον Καρνεάδη, τον  Ίππαρχο, κ.α.   

      Αφού λοιπόν οι θεωρίες αυτές ήταν απορριπτέες από άλλους σοφούς της αρχαίας Ελλάδος, γιατί να τις υιοθετήσει η Εκκλησία, αφού οι δοξασίες αυτές ήταν αντίθετες  με τη διδασκαλία Της; Ας μην ξεχνάμε επίσης πως υπάρχουν διδάγματα, δοξασίες και θεσμοί των αρχαίων προγόνων μας απόλυτα απαράδεκτες, όπως λ.χ. ο θεσμός της δουλείας, η θέση της γυναίκας στην κοινωνία, η κοινοκτημοσύνη των γυναικών (Πλάτων), η «ιερή πορνεία», οι φρικτές ανθρωποθυσίες καθ’ όλη τη διάρκεια της αρχαιότητας και ως τον 4ο μ. Χ. αιώνα, κ.α. τα οποία κρινόμενα με το πνεύμα του Χριστιανισμού και με τη σημερινή πραγματικότητα, είναι σαφώς αποβλητέα. Υπήρχε περίπτωση να υιοθετήσει κάτι τέτοια η Εκκλησία, για να μη θεωρηθεί «υβρίστρια» των Ελλήνων; Και για ποιο λόγο άλλωστε να το κάνει, αφού ήλθε να απελευθερώσει καθολικά τον άνθρωπο από τη δεισιδαιμονία και την κακοδαιμονία του προχριστιανικού κόσμου και όχι να τον διαιωνίσει!  

     Αλλά αν θέλουν να αποκαλέσουν κάποιους υβριστές των Ελλήνων, ας αρχίσουν από τους αρχαίους Έλληνες σοφούς, οι οποίοι στην πλειοψηφία τους είχαν απορρίψει

ό, τι θεωρούν οι σύγχρονοι «αρχαιολάτρες» ως «ελληνικό». Ας αρχίσουν από τους ίδιους τους σοφούς, οι οποίοι απέρριπταν τις απόψεις άλλων σοφών. Ας αποκαλέσουν

πρώτα υβριστές των Ελλήνων τους σοφιστές και τους επικούρειους, οι οποίοι δεν δέχονταν και πολεμούσαν το ιδεοκρατικό σύστημα του Πλάτωνος. Ας αποκαλέσουν πρώτα τον Πλάτωνα (427-347 π. Χ.) υβριστή της Ελλάδος, διότι θεωρούσε μόνες πραγματικότητες τις αρχετυπικές ιδέες, τον δε υλικό κόσμο δήθεν αιώνιο των υλοζωιστών ως μη πραγματικό, ως αντικατοπτρισμό του ιδεατού κόσμου, ως «φάσμα των ιδεών»!

     Ας αποκαλέσουν υβριστές των Ελλήνων τους σοφούς και επιστήμονες (σχεδόν στο σύνολό τους), οι οποίοι δεν συμφωνούσαν με τα σκοταδιστικά διδάγματα της αρχαίας θρησκείας και τις δεισιδαιμονίες των ιερέων και καταδιώχτηκαν άγρια από αυτούς. Είναι άλλωστε γνωστό, πως περισσότεροι από πεντακόσιοι γνωστοί σοφοί και επιστήμονες βρήκαν τραγικό θάνατο κατά τις εκκαθαρίσεις, που έκανε το ιερατείο, μέσω της πολιτικής εξουσίας, μόνο στην Αθήνα, με τις φρικτές «δίκες περί αθεΐας»!

     Ας αποκαλέσουν το Σωκράτη (469-399 π. Χ.) υβριστή των Ελλήνων, επειδή δίδασκε «καινά δαιμόνια», δηλαδή αλλότρια θρησκευτική πίστη από την κρατούσα, τη δήθεν ελληνική, και γ’ αυτό τον σκότωσαν. Ας αποκαλέσουν τον Αριστοτέλη (384-322 π. Χ.) υβριστή των Ελλήνων, ο οποίος θέλοντας να στηλιτεύσει τις δεισιδαίμονες πρακτικές του ιερατείου, και να αναιρέσει την πίστη στους ανύπαρκτους «θεούς» της αρχαίας θρησκείας, αναγκάστηκε να φύγει από την Αθήνα και να καταφύγει στην Χαλκίδα, προκειμένου να γλυτώσει τη ζωή του. Ας αποκαλέσουν υβριστή των Ελλήνων τον μεγάλο Αίσωπο (6ος π. Χ. αιών), ο οποίος κατάγγειλε την απάτη της αρχαίας θρησκείας και την πρακτική των απατεώνων ιερέων του δελφικού «ιερού», και οι οποίοι τον δολοφόνησαν στον ανίερο εκείνο τόπο. Ας αποκαλέσουν υβριστές της Ελλήνων τον ελευθερόφρονα Αλκιβιάδη, τους ρήτορες Λεωγόρα και Ανδοκίδη και τον μεγάλο κυνικό φιλόσοφο Διογένη, (5ος π. Χ. αιών), οι οποίοι διακωμώδησαν τα γελοία πνευματιστικά ελευσίνια μυστήρια.

     Ας αποκαλέσουν υβριστές των Ελλήνων τον Πυθαγόρα (580-490 π. Χ.) και τους μαθητές του, οι οποίοι εξαιτίας του φόβου τους από τους ιερείς και των οργάνων τους, δημιούργησαν μυστική σχολή, όπου δίδασκαν δόγματα αντίθετα με τα κρατούντα και τους οποίους οι ιερείς έκαψαν ζωντανούς στον Κρότωνα το 430 π. Χ.!

     Ας αποκαλέσουν υβριστή των Ελλήνων το σοφιστή Πρωταγόρα ( 480-411 π. Χ.), ο οποίος δίδασκε ότι το πραγματικό θείον είναι άγνωστο στους ανθρώπους και πως οι «θεοί» της αρχαίας θρησκείας ήταν ανύπαρκτοι, και γι’ αυτό τον καταδίωξαν άγρια οι ιερείς και έκαψαν τα «αιρετικά» βιβλία του στην αγορά της Αθήνας. Ας αποκαλέσουν υβριστή των Ελλήνων τον Αναξαγόρα (490-427 π. Χ.), ο οποίος δίδασκε ότι ο υλικός κόσμος δεν είναι αιώνιος, αλλά ποίημα του Νου, και τα άστρα δεν είναι θεοί, αλλά διάπυρες μάζες, και ο οποίος παραλίγο να χάσει τη ζωή του από το αθηναϊκό ιερατείο και το δεισιδαίμονα όχλο. Ας αποκαλέσουν υβριστή των Ελλήνων τον Ξενοφάνη (570-480 π. Χ.), ο οποίος μίλησε για τον ένα Θεό και αρνήθηκε, την χονδροειδή ειδωλολατρία, τον ανόητο πολυθεϊσμό και το γελοίο ανθρωπομορφισμό της αρχαίας θρησκείας. Ας αποκαλέσουν υβριστή των Ελλήνων τον Επίκουρο (341-270 π. Χ.), ο οποίος αρνήθηκε την ύπαρξη των «θεών» της αρχαίας θρησκείας και του όχλου και τη μεταθανάτια ζωή, το βασίλειο του Πλούτωνα στον Άδη, Νήσους Μακάρων κλπ. Ας αποκαλέσουν υβριστή των Ελλήνων τον Ευήμερο (2ος αιών π. Χ.), ο οποίος χαρακτήρισε τους «θεούς» της αρχαίας θρησκείας, ως κάποιους επιφανείς ανθρώπους της παλιάς εποχής, τους οποίους θεοποίησαν οι απατεώνες ιερείς και επέβαλαν τη λατρεία τους στους αμαθείς όχλους για να τους εκμεταλλεύονται.

      Ας αποκαλέσουν, τέλος, υβριστή των Ελλήνων το ίνδαλμά τους, τον παρανοϊκό Ιουλιανό (361-363 μ. Χ.), ο οποίος απαγόρευε τη διδασκαλία στα σχολεία των έργων

αρχαίων φιλοσόφων και ποιητών, όσων είχαν γράψει εναντίον της αρχαίας θρησκείας, καίγοντας με μανία τα έργα τους! Δείτε άλλωστε τι είχε γράψει σε επιστολή του ο άθλιος εκείνος «εστεμμένος φιλόσοφος»: «ας μη φτάνει στην ακοή επικούρειος ή πυρρώνειος λόγος. Τώρα αλήθεια, οι θεοί (σ.σ. μέσω αυτού) καλά έκαναν και κατέστρεψαν τα έργα τους, ευτυχώς που τα βιβλία τους χάθηκαν» (Ιουλ.Επιστ.89β, Προς αρχιερέα Θεόδωρο, 301c)!

      Ασφαλώς θα τρίζουν τα τιμημένα κόκκαλα όλων των αρχαίων σοφών προγόνων μας, από την ακατανόητη «υπεράσπισή» τους από τους σύγχρονους «αρχαιολάτρες», οι οποίοι ήξεραν να βιώνουν το σεβασμό προς τους άλλους, έστω και αν διαφωνούσαν μαζί τους, ξέχωρα από τους σκοταδιστές ιερείς, τα παράσιτα της θρησκείας και τον δεισιδαίμονα και αμαθή όχλο! Θα τρίζουν τα κόκαλά τους από αγανάκτηση διότι τους ταυτίζουν οι σύγχρονοι «αρχαιολάτρες» με τους σκοτεινούς παράγοντες της αρχαίας θρησκείας και με τον χυδαίο και θρησκομανή όχλο, ο οποίος ποτέ δε μπόρεσε να δημιουργήσει πολιτισμό και καταδίωκε την αντίθετη γνώμη!  Θα τρίζουν από αγανάκτηση τα κόκαλά τους, διότι κάποιοι φανατικοί, αμαθείς και εμπαθείς σύγχρονοι «αρχαιολάτρες» έχρισαν τους εαυτούς τους όψιμους τιμητές και υπερασπιστές τους, μη γνωρίζοντας οι δύστυχοι ότι ο διαχρονικός ελληνικός πολιτισμός, από τα βάθη της ιστορίας, ως τα σήμερα, είναι σύνθεση και όχι δογματική μονολιθικότητα!  

      Οι θεοφόροι Πατέρες της Εκκλησίας μας, ως γνήσιοι Έλληνες (στην καταγωγή, στη σκέψη και στη νοοτροπία) και εν προκειμένω οι Πατέρες της Ζ΄ Οικουμενικής Συνόδου, σκέφτηκαν και έπραξαν ελληνικά, εκφραζόμενοι σύμφωνα με τα πιστεύω τους ελεύθερα, απέκλεισαν κάποιες ιδέες από την επίσημη διδασκαλία της Εκκλησίας, οι οποίες δε συμφωνούσαν με Αυτήν. Σκέφτηκαν και έπραξαν όπως οι φημισμένοι πρόγονοί τους, οι οποίοι ήταν εκλεκτικοί, και όπως κάνουν οι Έλληνες στη διαχρονική μορφή του Ελληνισμού. Έπραξαν ό, τι έπρατταν οι αρχαίοι Έλληνες σοφοί, οι οποίοι απέρριπταν ό, τι δε συμφωνούσε με τις δικές τους απόψεις. Τι το πιο φυσικό για πολιτισμένους, ορθά και ελεύθερα σκεπτόμενους ανθρώπους;

     Θλιβερή εξαίρεση στη μακραίωνη παράδοσή μας είναι οι σύγχρονοι αρχαιόπληκτοι «αρχαιολάτρες» και άλλοι θιασώτες της θολής κουλτούρας, οι οποίοι πάσχουν από ανίατο μονισμό για την αρχαία Ελλάδα. Λες και οι αρχαίοι τους «διόρισαν αγροφύλακες» στα αθάνατα διαχρονικά τους κτήματα, τα οποία είναι κτήματα όλου του πολιτισμένου κόσμου και περισσότερο ημών των απογόνων τους! Υβριστής των αρχαίων προγόνων μας δεν είναι η Εκκλησία με τον απόλυτα δικαιολογημένο εκλεκτισμό Της, αλλά πραγματικοί υβριστές είναι όσοι βρίζουν τον διαχρονικό Ελληνισμό, όσοι αρνούνται την ιστορική ενότητά του και τον περιορίζουν χρονικά κατά τη δική τους υποκειμενική εκτίμηση. Εν προκειμένω, πραγματικοί και μάλιστα άθλιοι υβριστές είναι όσοι βρίζουν, με τη γνωστή υστερία, την πίστη εκατομμυρίων νεοελλήνων, οι οποίοι σε πείσμα των υβριστών τους, βιώνουν το ελληνικό ιδεώδες ασύγκριτα γνησιότερα από εκείνους με την ορθόδοξη πίστη τους.   

     Σε αντίθεση με όλους τους σύγχρονους εικονοκλάστες του πραγματικού και διαχρονικού Ελληνισμού, μηδέ των «αρχαιολατρών» εξαιρουμένων, εμείς ως ορθόδοξοι χριστιανοί, μετέχουμε της αλήθειας και ταυτόχρονα, ως έλληνες, μετέχουμε του ωραίου. Χάρη σ' αυτές τις δύο σταθερές διαφέρουμε από όλους όσους έχουν μονοσήμαντες πίστεις και αναγάγουν τον μονισμό σε μονολιθικό δόγμα. Για τούτο έχουμε το προβάδισμα στην αληθινή πρόοδο και τον παγκόσμιο πολιτισμό και αναγκάζουμε τους άλλους να μας ακολουθούν! Ο εκλεκτισμός μας είναι το μεγάλο μας μυστικό για το ότι η Εκκλησία μας θριαμβεύει εδώ και δύο χιλιάδες χρόνια και

μαζί Της θριαμβεύει και το γνήσιο ελληνικό πνεύμα, το οποίο χωρίς Αυτή θα ήταν χαμένο, ίσως χωρίς ανάμνηση, κάπου στα έσχατα της αρχαιότητας, όταν ο

Χριστιανισμός βρήκε να ψυχορραγεί τον Ελληνισμό και τον ανάστησε από το βέβαιο θάνατό του!

      Κατά συνέπεια θα συνεχίσουμε, ως Χριστιανοί και ως Έλληνες, την αδιαίρετη διαχρονική μας παράδοση, να είμαστε εκλεκτικοί, εφαρμόζοντας το λόγο του Μ. Βασίλειου: «Οι μέλισσες δεν πετάνε σε όλα τα λουλούδια με τον ίδιο τρόπο. Κι όπου καθίσουν, δεν κοιτάνε να τα πάρουν όλα. Παίρνουν μονάχα όσο χρειάζεται στη δουλειά τους και το υπόλοιπο το παρατούν και φεύγουν. Έτσι κι εμείς, αν είμαστε φρόνιμοι. Θα πάρουμε απ’ αυτά τα κείμενα ο, τι συγγενεύει με την αλήθεια και μας χρειάζεται και τα υπόλοιπα θα τα αφήσουμε πίσω μας» (Μ. Βασιλείου: Προς τους Νέους, όπως αν εξ ελλην­ι­κών ωφελοίντο λόγων»! Αυτός ο εκλεκτισμός μας είναι, και θα είναι, η ειδοποιός διαφορά μας με τους μονιστές και μονολιθικούς υβριστές μας, ως δήθεν υβριστές των Ελλήνων. Έχουμε ευτυχώς την ικανότητα να παίρνουμε ό, τι εκλεκτό και ωφέλιμο από το ανθρώπινο πνεύμα και να απορρίπτουμε ό, τι σαθρό και βλαβερό για τον άνθρωπο και τον πολιτισμό, αδιαφορώντας για τους κακόηχους γρυλλισμούς των επικριτών μας!    

ΑΓΙΟΙ ΝΕΟΜΑΡΤΥΡΕΣ ΧΡΙΣΤΟΣ (ΙΕΡΕΑΣ) ΚΑΙ ΠΑΝΑΓΟΣ

 

ΛΑΜΠΡΟΥ Κ. ΣΚΟΝΤΖΟΥ Θεολόγου – Καθηγητού

         Η Εκκλησία μας έχει να επιδείξει νέφος Μαρτύρων στα μαύρα χρόνια της τουρκοκρατίας, κατά την οποία χιλιάδες Νεομάρτυρες αντάλλαξαν τη ζωή τους με την πίστη τους στο Χριστό. Δύο από αυτούς υπήρξαν ο ιερέας Χρίστος και ο Πανάγος (Παναγιώτης) από την Ηλεία.

        Είναι απαραίτητο να επισημάνουμε εισαγωγικά, πως η τουρκοκρατούμενη Πελοπόννησος καταλήφτηκε από του Ενετούς στα 1685 και η εξουσία τους κράτησε ως τα 1715. Αυτό το διάστημα υπήρξε καθοριστικής σημασίας για τον πληθυσμό της, καθ’ ότι ανέπνευσε τον αέρα κάποιας σχετικής ελευθερίας. Την περίοδο αυτή επέστρεψαν στην Εκκλησία πολλοί εξισλαμισθέντες. Μεταξύ αυτών ήταν και οι γονείς των δύο Νεομαρτύρων Χρίστου και Πανάγου.

       Ο Νεομάρτυρας Χρίστος καταγόταν από την Ανδραβίδα. Είχε χειροτονηθεί ιερέας στην Πάτρα από τον Επίσκοπο Βυτίνης Γαβριήλ και υπηρετούσε στην πατρίδα του την Ανδραβίδα. Ήταν ευσεβής και καλοκάγαθος άνθρωπος, καθώς και καλός και αφοσιωμένος οικογενειάρχης, πατέρας δύο ή και περισσότερων παιδιών.

       Μετά την ανακατάληψη της Πελοποννήσου από του Τούρκους στα 1715 άρχισαν οι βίαιοι εξισλαμισμοί κατά των Χριστιανών. Κυρίως στρέφονταν κατά των ιερέων, αφ’ ενός μεν να μένουν οι Χριστιανοί χωρίς ποιμένες και λειτουργούς και αφ’ ετέρου ο εξισλαμισμός των ιερέων έδινε το παράδειγμα και το έναυσμα για τον εξισλαμισμό και των λαϊκών. Έτσι ένα χρόνο μετά, το 1716 συνελήφθη και ο ιερέας της Ανδραβίδας Χρίστος και οδηγήθηκε στην Γαστούνη, ενώπιον του τρομερού Μουράτ Αγά, ο οποίος του ζήτησε να αρνηθεί το Χριστό και την ιεροσύνη του και να ασπασθεί το Ισλάμ. Για να τον δελεάσει του έταξε προνόμια, χρήματα και δόξες. Ευνόητο ήταν για τον ευλαβή κληρικό να αρνηθεί την πρόταση του τούρκου αξιωματούχου και για τούτο τον έριξαν στη φυλακή, μαζί με άλλους ιερείς της περιοχής, οι οποίοι και αυτοί είχαν αρνηθεί τις προτάσεις του Μουράτ Αγά.

      Ενώ βρισκόταν στη φυλακή, συνέβη το εξής περιστατικό, το οποίο τον έβαλε σε μεγάλο πειρασμό. Τον επισκέφτηκε η σύζυγός του πρεσβυτέρα, η οποία του ζήτησε να εξισλαμισθεί για να σωθεί ο ίδιος, αυτή και τα παιδιά τους! Είναι πιθανόν να πιέστηκε από τους Τούρκους, για να πείσει τον ιερέα άνδρα της να υποκύψει στους εκβιασμούς τους.

      Ο ιερέας Χρίστος άρχισε να δελεάζεται από την πρόταση της συζύγου του. Δε σκέφτηκε τόσο τη δική του τη ζωή, αλλά της συζύγου του και των παιδιών του και ήταν έτοιμος να δηλώσει τον εξισλαμισμό του και να απελευθερωθεί. Φαίνεται πως αυτή του την απόφαση τη γνωστοποίησε και στους άλλους συγκρατουμένους του ιερείς, οι οποίοι όταν άκουσαν την απόφασή του άρχισαν να τον επιτιμούν και να προσπαθούν να τον μεταπείσουν, να μην αρνηθεί την πίστη του στο Χριστό. Του τόνιζαν πως η απόφασή του αυτή είναι προδοσία προς τον αληθινό Θεό και την ιεροσύνη του.

      Κάποια στιγμή συνήλθε και κατάλαβε το τρομερό λάθος του. Άρχισε να φωνάζει δυνατά ότι είναι Χριστιανός ιερέας και πως δεν θα αρνηθεί ποτέ την πίστη του. Τις φωνές του άκουσαν οι φύλακες, οι οποίοι τον οδήγησαν στον θηριώδη Μουράτ Αγά, ενώπιον του οποίου ομολόγησε με θάρρος και ηρωισμό την πίστη τους στο Χριστό και γνώρισε την απόφασή του ότι ήταν έτοιμος να πεθάνει γι’ αυτή. Ο Μουράτ Αγάς έγινε θηρίο από το θυμό του και ανακοίνωσε την απόφασή του: θάνατος διά αποκεφαλισμού!

       Τον άρπαξαν με τη βία και τον οδήγησαν στο μέρος της εκτέλεσης. Ήταν 9 Μαρτίου του 1716. Ο δήμιος προσπάθησε δύο φορές να του κόψει το κεφάλι, αλλά

δεν το κατάφερε. Μάλιστα την τρίτη φορά έσπασε το σπαθί! Κατόπιν έβγαλε το μαχαίρι από τη ζώνη του και του έκοψε το λαιμό, όπως σφάζουν τα πρόβατα! Το σώμα του έμεινε άταφο για τρεις ημέρες και κατόπιν το παρέδωσαν για ταφή. Θάφτηκε εντός του ναού του Αγίου Νικολάου Γαστούνης, δίπλα στον τάφο του αγίου Πανάγου. 

       Ο άγιος Νεομάρτυρας Πανάγος καταγόταν από την Γαστούνη, ήταν έγγαμος και πατέρας ενός τουλάχιστον παιδιού. Το επώνυμό του ήταν Σισίνης και ανήκε στην ονομαστή οικογένεια των Σισιναίων. Ο ίδιος είχε το αξίωμα του σύντιχου της Γαστούνης. Όταν καταλήφτηκε η Γαστούνη από τους Τούρκους το 1715 ο τούρκος Πασάς Οσμάν τον ξετίμησε για τον έντιμο και καλοκάγαθο χαρακτήρα του. Όταν άρχισε η προγραφή των κατοίκων για βίαιο εξισλαμισμό από τον θηριώδη Μουράτ Αγά της Γαστούνης, ο Οσμάν τον ειδοποίησε να φύγει. Όμως εκείνος επειδή ήταν άρρωστος δεν έφυγε. 

        Ο Μουράτ Αγά είχε βάλλει στο στόχαστρό του κυρίως όσους είχαν αρνηθεί το Ισλάμ και όσων οι πρόγονοί τους είχαν μεταστραφεί στο Χριστό. Η διαταγή ήταν εξισλαμισμός ή θάνατος. Οι γονείς του Πανάγου βρισκόταν σε αυτή την κατηγορία, είχαν μεταστραφεί και πάλι στην Ορθοδοξία. Για τούτο, μεταξύ των άλλων, συνελήφθη και αυτός και σύρθηκε στον φανατικό τούρκο αξιωματούχο, ο οποίος του ζήτησε να εξισλαμισθεί και να αμειφτεί με χρήματα και αξιώματα για την πράξη του αυτή. Ο Πανάγος αρνήθηκε κατηγορηματικά και ο Αγάς εξέδωσε τη διαταγή του: θάνατος δια αποκεφαλισμού! Αποκεφαλίστηκε στις 2 Μαρτίου 1716. Το σώμα του έμεινε τρεις ημέρες άταφο και το κεφάλι του το πέταξαν οι δήμιοι στα σκυλιά να το φάνε. Αλλά τα ζωντανά δεν το πείραξαν. Κατόπιν το έψησαν και το έδωσαν και πάλι στα σκυλιά, αλλά εκείνα ξανά δεν το πείραξαν! Το σώμα του Μάρτυρα το παρέλαβαν οι Χριστιανοί και το έθαψαν στο ναό του Αγίου Νικολάου Γαστούνης. Μαζί με τους Νεομάρτυρες άγιο Χρίστο και Πανάγο, μαρτύρησε και ένας άλλος νέος, ονόματι Κανέλλος, άγνωστων άλλων στοιχείων, καθώς και άλλοι πενήντα ανώνυμοι Νεομάρτυρες

      Η μνήμη των δύο Νεομαρτύρων, αγίου ιερέως Χρίστου και Πανάγου, του Νεομάρτυρα Κανέλλου, καθώς και των άλλων πενήντα ανωνύμων εορτάζεται στις 9 Μαρτίου.      

 

ΑΓΙΟΣ ΛΑΥΡΕΝΤΙΟΣ Ο ΜΕΓΑΡΕΥΣ

 

ΛΑΜΠΡΟΥ Κ. ΣΚΟΝΤΖΟΥ Θεολόγου – Καθηγητού

      Η αττική γη ανέδειξε, σε όλες τις ιστορικές περιόδους, μια πλειάδα αγίων, οι οποίοι λαμπρύνουν το αγιολογικό στερέωμα της Εκκλησίας μας. Ένας από αυτούς είναι και ο Όσιος Λαυρέντιος από τα Μέγαρα, κτήτορας της Ιεράς και Σεβασμίας Μονής Φανερωμένης Σαλαμίνας.

      Γεννήθηκε και έζησε το δεύτερο μισό του 18ου αιώνα στα Μέγαρα της Αττικής από φτωχούς, αλλά ευσεβείς γονείς, τον Δημήτριο και την Κυριακή. Ονομαζόταν Λάμπρος Κανέλλος και ασκούσε το επάγγελμα του αγρότη και του οικοδόμου. Ήταν νυμφευμένος με μια ευσεβή σύζυγο, τη Βασίλω, με την οποία απέκτησαν δύο παιδιά, τον Ιωάννη και το Δημήτριο.  Ζούσαν μια ήσυχη και ενάρετη οικογενειακή και χριστιανική ζωή, στα δύσκολα εκείνα χρόνια της τουρκοκρατίας.  

      Κάποτε ο ευσεβής χωρικός Λάμπρος είδε ένα παράξενο όνειρο, την Παναγία, η οποία του ζήτησε να μεταβεί στο απέναντι νησί, τη Σαλαμίνα, για να οικοδομήσει έναν ναό, στα σωζόμενα ερείπια παλαιότερου ναού της. Ο Λάμπρος ταράχτηκε, μεν αλλά δεν έδωσε ιδιαίτερη σημασία. Το όνειρο επαναλήφτηκε άλλες δύο φορές. Την τρίτη φορά  κατάλαβε ότι κάτι σοβαρό συμβαίνει και τον κατέλαβε ιερός φόβος. Διηγήθηκε το συμβάν στους δικούς του και τους φίλους του, οι οποίοι τον συμβούλεψαν να υπακούσει στην προτροπή της Θεοτόκου.

     Αποφάσισε λοιπόν να μεταβεί στη Σαλαμίνα. Κατέβηκε στην παραλία του Μεγάλου Πεύκου και προσπάθησε να βρει πλεούμενο να τον περάσει στην αντίπερα όχθη του νησιού. Όμως ήταν χειμώνας και υπήρχε θαλασσοταραχή και οι βαρκάρηδες είχαν αποσύρει τις βάρκες τους στη στεριά. Ο Λάμπρος στεκόταν αμήχανος και στενοχωρημένος στην ακτή, προσευχόμενος στην Παναγία να τον βοηθήσει να περάσει στο νησί. Τότε συνέβη το εξής παράδοξο και θαυμαστό γεγονός. Μια γλυκιά φωνή σαν μελωδία ακούστηκε: «Ρίξε το πανωφόρι σου στην θάλασσα και ανέβα επάνω σε αυτό, θα πλεύσεις με ασφάλεια και σώος θα αποβιβαστείς στην απέναντι ακτή του νησιού»!

      Γεμάτος πίστη και άκρατη συγκίνηση ο ευσεβής Λάμπρος υπάκουσε στη μυστηριώδη εντολή και χωρίς να χάσει καιρό άπλωσε την κάπα του στα κύματα, ανέβηκε σε αυτή και σαν σε σχεδία, κατάφερε να διασχίσει το θαλάσσιο πέρασμα και να φτάσει στη βόρεια πλευρά της Σαλαμίνας, με ασφάλεια και χωρίς να βραχεί καθόλου! Βγαίνοντας στη στεριά αντίκρισε τα χαλάσματα ερειπωμένης παλιάς Μονής.

      Αμέσως άρχισε το οικοδομικό έργο της ανέγερσης του ναού, όπως τον πρόσταξε η Παναγία. Αλλά ανασηκώνοντας τις πέτρες βρήκε μια παμπάλαια και μαυρισμένη από το χρόνο και την υγρασία εικόνα της Θεομήτορος, την Θαυματουργή Εικόνα της Παναγίας της «Φανερωμένης» ή «Νεοφανείσας». Ο Λάμπρος αναλύθηκε σε δάκρυα χαράς, διότι συνειδητοποίησε ότι αξιώθηκε να γίνει όργανο της θείας χάριτος, ταπεινός υπηρέτης της Θεοτόκου. Γι’ αυτό αποφάσισε να μείνει στον αγιασμένο εκείνο τόπο, να γίνει μοναχός και να κτίσει Ιερά Μονή προς τιμήν της Υπεραγίας Θεοτόκου, όπου θα στέγαζε την Θαυματουργό Εικόνα της.

     Γύρισε στην οικογένειά του και διηγήθηκε με δέος όσα βίωσε. Τα δυο του παιδιά είχαν μεγαλώσει και δεν είχαν ανάγκη την αρωγή του και η πιστή του σύζυγος του έδωσε την άδεια να γίνει μοναχός. Ο Λάμπρος αποχαιρέτησε την αγαπημένη του οικογένεια και επέστρεψε στη Σαλαμίνα, όπου εκάρη μοναχός, λαμβάνοντας το μοναχικό όνομα Λαυρέντιος.

       Λαυρέντιος άρχισε τις οικοδομικές εργασίες το έτος 1682. Βοηθούμενος από ευσεβής χριστιανούς της περιοχής, έκτισε αρχικά ναό, προς τιμήν του Αγίου Νικολάου και στη συνέχεια, με πολλούς κόπους, μια περίλαμπρη Μονή, την οποία

αφιέρωσε στην Παναγία την Φανερωμένη. Μετά το πέρας των εργασιών ήρθαν και άλλοι μοναχοί να εγκαταβιώσουν εκεί. Ο Λαυρέντιος χειροτονήθηκε πρεσβύτερος και έγινε ηγούμενος της Μονής. Με τον προσωπικό του αγώνα, την αδιάλειπτη προσευχή, τη νηστεία, την αγρυπνία και τη μελέτη της Αγίας Γραφής και των Πατέρων, κατέστη μια άρτια πνευματική προσωπικότητα. Οι αρετές του, η σοφία του και αγιότητά του είχαν γίνει γνωστές στην ευρύτερη περιοχή, όπου συνέρρεαν πλήθη πιστών να πάρουν την ευλογία του και να τον συμβουλευτούν. Η ευλάβειά του επέδρασε και στην οικογένειά του. Η σύζυγός του, τον ακολούθησε στη μοναχική ζωή, εκάρη και εκείνη μοναχή και έλαβε το μοναχικό όνομα Βασσιανή. Ο ένας από τους γιούς του, ο Ιωάννης, μιμούμενος τον πατέρα του Λαυρέντιο, αποφάσισε να αφιερωθεί στην Εκκλησία, εκάρη μοναχός, λαμβάνοντας το μοναχικό όνομα Ιωακείμ και γινόμενος διάδοχός του στην ηγουμενία της Μονής.

     Μετά από οκτώ χρόνια ηγουμενίας αποφάσισε να αποσυρθεί σε έρημο τόπο, για να ζήσει ως ερημίτης. Αφού κατέστησε ηγούμενο τον Ιωακείμ, κατευθύνθηκε προς τα νότια της νήσου και εγκαταστάθηκε σε απόκρημνο και δυσπρόσιτο βραχώδες μέρος. Έκτισε εκεί ένα μικρό κελί, όπου το αφιέρωσε στον Προφήτη Ηλία. Λάξευσε στο βράχο κοίλωμα για να συγκεντρώνει το νερό της βροχής για τις ανάγκες του και τρέφονταν με άγρια χόρτα του βραχώδους βουνού. Εκεί ζούσε στη γαλήνη της ερήμου με προσευχή, νηστεία και αγρυπνία, ψάλλοντας αδιάκοπα αίνους στο Θεό και ευχαριστώντας την Παναγία για την τιμή που του έκανε να Την υπηρετήσει.

     Αλλά οι πιστοί τον ανακάλυψαν και συνέρεαν στο δύσβατο ερημητήριό του να πάρουν την ευλογία του και να ζητήσουν τη βοήθειά του στις δυσκολίες της ζωής τους. Μάλιστα αξιώθηκε να επιτελεί και πολλά θαύματα. Πλήθος ασθενών έτρεχαν να βρουν την υγεία τους στον άγιο ερημίτη. Εκείνος γεμάτος καλοσύνη δεν αρνούνταν σε κανέναν τη βοήθειά του. Χαρακτηριστικό γεγονός είναι η θαυματουργική ίαση από ανίατη ασθένεια συζύγου Οθωμανού αξιωματούχου των Αθηνών. Παρά τις αντιρρήσεις της τουρκάλας ασθενούς, κλήθηκε ο Άγιος στο σπίτι τους στην Αθήνα, την οποία σταυρώνοντάς την, την θεράπευσε και την έσωσε από βέβαιο θάνατο. Ο Οθωμανός αξιωματούχος, μαζί με τις ευχαριστίες του, απέδωσε στην Ιερά Μονή έκταση της, την οποία παράνομα κατείχε εκείνος, στην απέναντι περιοχή της Μεγαρίδος, στη θέση, η οποία μέχρι σήμερα αποκαλείται Βλυχάδα.

       Ο τραχύς και δύσκολος ασκητικός του αγώνας έφθειραν την υγεία του. Ασθένησε και στις 7 (κατ’ άλλους στις 9) Μαρτίου του 1707 κοιμήθηκε ειρηνικά, παραδίδοντας την ψυχή του στο Θεό και στην Παναγία Μητέρα Του. Έφυγε χωρίς να δει την αγιογράφηση του καθολικού της Μονής, την οποία ολοκλήρωσε ο γιός του Ιερομόναχος Ιωακείμ. Το ιερό του λείψανο τάφηκε στο διακονικό του καθολικού του παρεκκλησίου του Αγίου Χαραλάμπους, ή κατ’ άλλη πληροφορία στο καθολικό του παρεκκλησίου του Αγίου Νικολάου, στο δάπεδο του ναού, μπροστά στο Άγιο Βήμα.

     Η Ιερά Μονή Φανερωμένης, σεμνύνεται για τον όσιο κτήτορά της και έχει την ευλογία να κατέχει Λείψανα του, σε αργυρές λειψανοθήκες. Η τιμία κάρα του βρίσκεται για προσκύνηση στην αγία πρόθεση του παρεκκλησίου του Αγίου Νικολάου, μπροστά στην ολόσωμη τοιχογραφία του και δίπλα στην θαυματουργή εικόνα της Παναγίας Φανερωμένης.

     Η μνήμη του τιμάται στις 7 Μαρτίου, την ημέρα της οσιακής του κοιμήσεως.